Πέμπτη 4 Ιούλη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΖΑΝ - ΛIΚ ΓΚΟΝΤΑΡ
Ζούσε τη ζωή της

Ο Γκοντάρ φτιάχνει το 1962 την ασπρόμαυρη ταινία «ΖΟΥΣΕ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ» (τη γοητευτικότερη μορφικά και δομικά του σκηνοθέτη -προσωπική γνώμη- μετά το «ΜΕ ΚΟΜMΕΝΗ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ» (1959). Θέμα της «ταινίας έρευνας με μορφή θεάματος» η πορνεία. Με ρεαλιστική αφήγηση ο Γκοντάρ εστιάζει στο εξωτερικό των πραγμάτων για να διεισδύσει στο εσωτερικό τους μιλώντας για την πορνεία στο πλαίσιο της σύγχρονης αστικής αποξένωσης, της θεσμοθετημένης -κυριολεκτικά και μεταφορικά- εκπόρνευσης, με τη θέληση ή μη, του υποκειμένου.

Επιλέγοντας ενσυνείδητα τη «μίμηση» μπρεχτικών μεθόδων ξεκινά από την εκπόρνευση της γυναίκας, ως εμπορεύσιμης και αναλώσιμης σάρκας και φθάνει στο γενικό, στην εκπόρνευση που υποχρεούνται όλοι καθημερινά στις όποιου είδους σχέσεις και συναλλαγές τους... αδύναμοι (;) βέβαια να αντιδράσουν στη συγκεκριμένη οργάνωση της κοινωνίας... Και οι θεατές καλούνται να λειτουργήσουν ως αποστασιοποιημένοι παρατηρητές...

Το μυθοπλαστικό ντοκιμαντέρ παίζει με την ιστορία της νεαρής Νανάς, πωλήτριας δίσκων, που οι οικονομικές δυσκολίες την κάνουν να στραφεί στην εκπόρνευσή της. Αρχικά ερασιτεχνικά, στην πορεία επαγγελματικά. Στο τέλος, όταν προσπαθήσει να αποδεσμευτεί από τα κυκλώματα εμπορίας ανθρώπων θα δολοφονηθεί. Η ταινία διανθισμένη από αναφορές/παραπομπές, στρεβλές νύξεις και διακοπές, αναγγέλλει τον εαυτό της σαν «ένα φιλμ 12 επεισοδίων με διάτιτλους» στα οποία, με θεατρικότητα, καταγράφονται οι διαδοχικές στιγμές στην πορεία της Νανάς, που διεκδικεί -μέσα από την εκπόρνευση- να κερδίσει την ελευθερία της πιστεύοντας ότι μπορεί να δανείζει το κορμί της χωρίς να χάσει την ψυχή της. Στο επίπεδο του οπτικού στυλ, κάθε τμήμα χαρακτηρίζεται από μια ή περισσότερες παραλλαγές πάνω σε πιθανές σχέσεις κάμερας/υποκειμένου. Το «ΖΟΥΣΕ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ» εξακολουθεί μετά από μισό αιώνα να παραμένει ένα από τα πιο δυναμικά φιλμ του Ελβετού Γκοντάρ, με ένα από τα πιο θλιμμένα πλάνα - σεκάνς του σινεμά, που συνοδεύεται από την εκπληκτική σονάτα του τέλους...

Παίζουν: Αννα Καρίνα, Αντρέ Λαμπάρτ, Ζεράρ Οφμάν, Σαντί Ρεμπότ, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (1962).

ΓΚΟΡ ΒΕΡΜΠΙΝΣΚΙ
Ο μοναχικός καβαλάρης

Το καπιταλιστικό κέρδος κριτήριο για την ανάπτυξη, μας ψιθυρίζει με κείνη τη λάμψη στο βλέμμα, το άρτι αφιχθέν, δυόμιση ωρών, πανάκριβο και απίστευτης περιπέτειας και δράσης πόνημα του μηχανισμού παραγωγής του block-buster «ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΑΪΒΙΚΗΣ». Οι «ΠΕΙΡΑΤΕΣ...» μοιάζει να ήρθαν στην έρημο με τον καπετάνιο Τζακ Σπάροου πάνω σε άλογο... Ομοιότητες σε τόνο και ρυθμό μεταξύ των bloch-busters υπάρχουν, αλλά η λαϊκή saga του θρυλικού Τεξανού «Lone Ranger» είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό και πιο σκοτεινό, που - ακόμα κι έτσι, εκχυδαϊσμένα, όμως σε σωστό ιστορικό τάιμινγκ - συναρπάζει και θα συνεχίσει να συναρπάζει και όχι μόνο τα αγόρια όλων των ηλικιών. Πρωταγωνιστής - όπως λέει και ο τίτλος - ο «μοναχικός καβαλάρης» με τη μαύρη μάσκα, το λευκό καπέλο και την κομψή γκαρνταρόμπα - όπως επιτάσσει η βερσιόν της «Disney». Καλπάζει στις αχανείς εκτάσεις της άγριας Δύσης χτυπώντας την αδικία, πάνω στο λευκό του άλογο, με δεξί του χέρι τον ερυθρόδερμο σαμάνο Τόντο, με έντονο μακιγιάζ και κομψά αξεσουάρ.

Η φιγούρα του «Μοναχικού καβαλάρη» γεννήθηκε το 1933 από τον Fran Striker που πρώτος εισήγαγε τον Αμερικανό ήρωα σε ένα δημοφιλές σόου των ερτζιανών για να περάσει σταδιακά τη δεκαετία του '50 από τη μικρή αλλά και αργότερα από τη μεγάλη οθόνη, το 1956 σε σκηνοθεσία Στούαρτ Χέισλερ και το 1981 σε σκηνοθεσία Γουίλιαμ Φρέικερ - μεταξύ άλλων...

Σε ένα σύγχρονο μουσείο, ένα αγόρι φορώντας μαύρη μάσκα, σταματά σε μια τεράστια βιτρίνα όπου εκτίθενται ταριχευμένοι βούβαλοι, αρκούδες και μια ανθρώπινη φιγούρα... Για ώρα ο μικρός περιεργάζεται τον έντονα μακιγιαρισμένο «άγριο» ιθαγενή, στο φυσικό του περιβάλλον. Αίφνης ο ρυτιδιασμένος γέρο - ινδιάνος ξυπνά από το λήθαργο κι αρχίζει να διηγείται την απίστευτη ιστορία που ξεκίνησε το 1869, όταν ο Τζον Ριντ έρχεται στο Τέξας με την ιδιότητα του εισαγγελέα και αναπόφευκτα εμπλέκεται σε συμπλοκή, όταν στο τρένο του επιτίθενται ληστές... Η έκτοτε πορεία του, υφαίνεται σε μια ιστορία φόνων, προδοσίας και εκδίκησης... Σε αυτά τα συμφραζόμενα πρωτοσυναντιούνται ο άνθρωπος του νόμου (Αρμι Χάμερ) και ο τόσο διαφορετικός του Ινδιάνος Τόντο (Τζόνι Ντεπ). Η μοίρα τους θέλει συνοδοιπόρους και με τους ίδιους στόχους... ενώ όμως ο Ινδιάνος Τόντο θέλει να «καθαρίσει» επί τόπου τους εγκληματίες, ο Ριντ θέλει να επιλύσει τα πάντα με το νόμο... Βέβαια η ανάγκη τον κάνει στο τέλος να πάρει το όπλο και να πιέσει τη σκανδάλη...


Η περιπέτεια του απλοϊκού εισαγγελέα που επιστρέφει κυριολεκτικά από τον τάφο για να εκδικηθεί το θάνατο του αδελφού του, τη σφαγή των ινδιάνων και την «κακία» του λευκού ανθρώπου, ξεκινά σαν κλασικό γουέστερν για προβολές «ματινέ» με ένα τρένο να διασχίζει τη μεγαλοπρεπή «Monument valley» όπου ο Τζον Φορντ γύρισε τόσα και τόσα φιλμ... Την εποχή εκείνη «χτιζόταν» στην Αμερική ο σιδηρόδρομος που θα ένωνε την αχανή χώρα και θα «χάριζε» στους Αμερικανούς πολίτες - όχι στους Κινέζους, τους μαύρους ή τους Ινδιάνους που δουλεύουν σα σκλάβοι στη κατασκευή του - δουλειά και ασφάλεια.

Η ατμόσφαιρα «γουέστερν» εμποτίζει την ταινία με το παραπάνω και τα απείρου κάλλους ντεκόρ είναι πλήρως εναρμονισμένα με το πνεύμα της. Η ιστορία δεν είναι γραμμική - ο Τόντο, μοχλός αφήγησης, πηδάει από το ένα γεγονός στο άλλο - αλλά δίνει την αίσθηση της απολύτως γραμμικής. Ισως μια αφήγηση από το α ως το ω, θα αφαιρούσε από το φιλμ ένα μισάωρο και θα του χάριζε ομοιόμορφο τέμπο και λιγότερο χαοτική κατασκευή.

Ο εξαίρετος Τζόνι Ντεπ ακολουθεί χαμηλούς τόνους, με κωμικές εξάρσεις. Κάπου μοιάζει εγκλωβισμένος στο ρόλο του μακιγιαρισμένου καπετάνιου και δίνει την εντύπωση ότι δεν θέλει να απομακρυνθεί από την «εικόνα» του Τζακ Σπάροου, όταν φοράει περίπου τα ίδια κουρέλια και βάζει ένα νεκρό κοράκι κορόνα στο κεφάλι του. Βέβαια ένας ηθοποιός χρειάζεται ένα γερό δραματουργικά χαρακτήρα ώστε να μπορέσει να χτίσει πάνω σ' αυτή τη βάση. Αποδεικνύεται ότι ο Ντεπ δε διαθέτει τόσο ευρύ ορίζοντα ώστε από μόνος του να «απογειώσει» έναν επίπεδο χαρακτήρα. Το να τρέχει εδώ κι εκεί, να ρίχνει σπόρους αριστερά και δεξιά και να βάζει το κεφάλι του σε άδεια κλουβιά είναι φάρσα.

Αυτοί που έκαναν την ταινία - που παραπέμπει στην ξεχασμένη «SOLDIER BLUE» («Ο Στρατιώτης Μπλου») - γνωρίζουν ότι η μοίρα των ιθαγενών δεν είναι ιστορία με την οποία παίζει κανείς... Ιδιαίτερα τώρα, που προμηνύονται πολλές και άγριες σφαγές λαών... Και δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με αυτά τα παραπάνω το αφήγημα αδελφοσύνης που γελοιοποιεί όλα τα φθαρμένα ιδεολογήματα της συναινετικής πατριδολαγνείας. Η ξεκάθαρη εικόνα πάντως που δίνει η ταινία για το μεγάλο κεφάλαιο και τον αμερικάνικο στρατό... είναι τουλάχιστον καταγγελτική κριτική...

Παίζουν: Τζόνι Ντεπ, Αρμι Χάμερ, Ρουθ Γουίλσον, Τομ Γουίλκινσον, Χελένα Μπόναμ Κάρτερ κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).

Λαϊκοί θρύλοι ξαναγεννιούνται...

Από τις -αρκετές, αλλά...- ταινίες της βδομάδας ξεχωρίζουμε ανεπιφύλακτα, με κριτήριο την υλιστική ανάγνωση της ιστορίας για τη σφαγή των ερυθρόδερμων, το αμερικάνικο block buster «Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ». Διασκεδαστικότατο, δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα, αλλά με σοβαρές δυσκολίες εξισορρόπησης του σοβαρού και του αστείου. Τα τρικ, τα εφέ, τα γκαγκς και όλα τα «καταιγιστικά» τεχνάσματα της αφήγησης, σας είναι μάλλον γνωστά από παρελθούσες παραγωγές. Βέβαια, η αλήθεια είναι, ότι εδώ, όλα αυτά βρίσκουν όντως τη σωστή τους θέση, υπηρετούν αμιγώς τόσο τη νοηματοδότηση όσο και το μήνυμα της ταινίας... Να τη δείτε... Δε θα χάσετε! Σε ό,τι αφορά τις επανεκδόσεις παλαιοτέρων ταινιών, σας παραπέμπουμε ασυζητητί στη σημαντικότατη και ακόμη ολόφρεσκη ταινία του Ζαν - Λικ Γκοντάρ, από τα σπουδαία χρόνια του σινεμά, την εποχή του γαλλικού νέου κύματος. Τίτλος της: «ΖΟΥΣΕ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ» (1962).

Στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Ιερά Οδός 48), εγκαινιάζεται απόψε (είσοδος μόνο με προσκλήσεις) η 4ηΒδομάδα ισπανικού κινηματογράφου. Φέτος το αφιέρωμα άπτεται της ισπανικής κωμωδίας και φέρει τον τίτλο «Μισός Αιώνας Κωμωδίας». Το πρόγραμμα περιλαμβάνει 12 ισπανικές ταινίες, από το τελευταίο μισό του αιώνα, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις πιο πρόσφατες παραγωγές μεγάλου μήκους που έτυχαν μεγαλύτερης αποδοχής από κοινό και κριτικούς... Στο αφιέρωμα θα προβληθούν, από τα πλέον πρόσφατα έως τα πιο εξέχοντα, δείγματα του είδους από περασμένες δεκαετίες ('60 ως και '90), έτσι ώστε το αθηναϊκό κοινό να μπορέσει να γνωρίσει και να απολαύσει ένα πραγματικό πανόραμα της ισπανικής κωμωδίας σε εκδοχή ρομαντική, κωμωδίας παρεξηγήσεων, μαύρης κωμωδίας, μουσικής κωμωδίας και ιλαροτραγωδίας. Ο κύκλος της 4ηςΒδομάδας ισπανικού κινηματογράφου, αναμφίβολα, θα προσφέρει στο κοινό ευχάριστες στιγμές στη δροσιά του θερινού σινεμά «Λαΐς». Ολες οι προβολές θα πραγματοποιηθούν στην Ταινιοθήκη, από σήμερα 4 έως τις 10 Ιουλίου 2013, με γενική είσοδο, ανά προβολή, 4 ευρώ. Για περαιτέρω λεπτομέρειες επικοινωνήστε με την Ταινιοθήκη.

Κωμική και συναισθηματική, ελαφριά και ρυθμική η αμερικάνικη παραγωγή του 2012 «ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ» σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Πάλμερ και Νταξ Σέπαρντ. Road-movie κατά βάση αλλά και ταινία για «σχέσεις μεταξύ φίλων», με μπόλικη δράση, αυτοκίνητα, χιούμορ και έρωτες, διασκέδαση προβλέψιμη, κάπως ματαιόδοξη αλλά και κάπως ευχάριστη. Είναι το αποτέλεσμα της δουλειάς ενός και μόνο ανθρώπου του Νταξ Σέπαρντ που υπογράφει το σενάριο, μέρος της σκηνοθεσίας και το 95% του χρόνου εντός της εικόνας, δίπλα στη γυναίκα του... σε ένα ατέρμονο με υπέρ παίξιμο τόσο σε σκηνοθεσία όσο και ερμηνεία. Μεταξύ άλλων στην ταινία εμφανίζεται και ο Μπράντλεϊ Κούπερ...

Και μια κακόγουστη, επίπεδη γαλλική παραγωγή του 2013. «ΕΙΝΑΙ ΤΡΕΛΟΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΓΑΛΛΟΙ» ο τίτλος αυτής της διαδοχής ακατάσχετων περιπετειών 2 βοσκών από το χαμένο στο πουθενά Ταμπουλιστάν που για να διαφημίσουν την άγνωστη πατρίδα τους έχουν αποστολή να καταστρέψουν τον πύργο του Αϊφελ... Παραγωγή αλά Φράνκο και Τσίτσιο για όσους θυμούνται το δίδυμο... Χοντροκομμένη καρικατούρα με αστεϊσμούς ημιμαθών επί παντός επιστητού που δεν προκαλούν καν μειδίαμα... Σκέτη βαρεμάρα και χάσιμο χρόνου! Η σκηνοθεσία είναι του Μικαέλ Γιουν και μαζί του εμφανίζεται ο κωμικός Χοσέ Γκαρσία.


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΤΖΕΪΜΣ ΧΑΘ
Η αγάπη δεν έρχεται μόνη

TAMALET CHRISTINE

Μια δροσερή, ρομαντική κομεντί. Καλογυρισμένη, σύμφωνα με τις νόρμες της «screwball comedy» της εκκεντρικής κωμωδίας. Εχοντας σα βάση ένα αδύναμο και τετριμμένο σενάριο ο σκηνοθέτης κάνει χρήση μεθόδων και εργαλείων που αναδεικνύουν την «ουσία» των μεγάλων χολιγουντιανών κωμωδιών ή μάλλον που ταυτίζονται με την προαναφερθείσα «ουσία» (στο είδος ανήκει αναμφισβήτητα το φιλμ). Υφος κλασικό, πληθώρα γκαγκς που μπαίνουν στα χωρικά ύδατα της υπερβολής - χωρίς όμως να αγγίζουν το γελοίο, πολλή ελαφράδα και πολλή τρέλα. Το αποτέλεσμα προσελκύει παρά ενοχλεί. Και αυτό οφείλεται αποκλειστικά στη γοητεία των δυο πρωταγωνιστών που μπολιάζει το σύνολο με μια «χαριτωμένη» ποίηση.

Ο βασικός στόχος των ταινιών του είδους είναι να περάσει ο θεατής ένα ευχάριστο δίωρο και μόνο. Κάτι που η μικρή αυτή ταινία προσφέρει αφειδώς, σε μεγάλο βαθμό και παρά τις εμφανείς αδυναμίες στο ρομαντικό της σκέλος δεδομένου ότι, τα συναισθήματα του εκρηκτικού ζεύγους των πρωταγωνιστών, δεν παράγουν όσους «σπινθήρες» χρειάζονται, ώστε να μην εμποδίζουν - σε σημεία - τη δυναμική που θα μπορούσε να αναπτυχθεί... Είναι λίγο περίεργο πάντως ότι η ιστορία εστιάζει στο ρόλο του Γκαντ Ελμαλέ και όχι σε κείνον της Σοφί Μαρσό... Το δίπολο βέβαια λειτουργεί αρκετά καλά, παρότι στην αρχή, φάνηκε να πηγαίνει για one-man-show του (αναβαθμισμένου κοινωνικά, λόγω της σχέσης του με την κόρη της Καρολίνας του Μονακό), εβραϊκής καταγωγής, γεννημένου στην Καζαμπλάνκα, Γάλλου stand-up κωμικού και ηθοποιού Γκαντ Ελμαλέ...

Παίζουν: Σοφί Μαρσό, Γκαντ Ελμαλέ, Φρανσουά Μπερλεάν κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (2012).

ΛΑΣΕ ΧΑΛΣΤΡΕΜ
Ο υπνωτιστής

Ενα απροσδόκητα μη συναρπαστικό θρίλερ... Στα κύρια, στα αυτονόητα καθήκοντα μιας ταινίας περιλαμβάνεται η υποχρέωση να δώσει απάντηση στη θεμελιώδη ερώτηση: Για ποιο λόγο να πάει κανείς να δει αυτή την ταινία; Αν η απάντηση είναι «γιατί είναι η κινηματογραφική μεταφορά ενός δημοφιλούς βιβλίου...» τότε μάλλον η ταινία... Ο γνωστός Σουηδός σκηνοθέτης Λάσε Χάλστρεμ επέστρεψε από το Χόλιγουντ στο γενέθλιο τόπο του μετά από 24 χρόνια με τη σύζυγό του ηθοποιό Λένα Ολίν -που εξελίχθηκε σε διεθνή σταρ- και «μετέφερε» στο σινεμά το 570 σελίδων μυθιστόρημα του ζεύγους Alexander Ahndoril και Alexandra Coelho Ahndoril που κυκλοφόρησε δυο χρόνια πριν και αντιμετώπισε πρόβλημα αξιοπιστίας και λογικής... Εικάζεται ότι η πεζογραφία του ζεύγους Αντορίλ αιωρείται σαφώς πάνω από το επίπεδο εδάφους της αντίστοιχης σε είδος λογοτεχνίας των Καμίλα Λέκμπεργκ και Λίζα Μάρκλουντ, ωστόσο εάν ξεφλουδίσει κανείς το περίβλημα εντυπωσιασμού που πνίγεται στο αίμα και τις ψυχοπάθειες, απομένει μια κομψή κατασκευή, παρά τη βάση της στοιχειώδους ίντριγκας του «ποιος» το έκανε...

Μια νορμάλ οικογένεια εξολοθρεύεται ολόκληρη, η εικόνα παραπέμπει σε ένα ακατανόητο έργο τρέλας. Ο έφηβος γιος είναι ο μοναδικός επιβιώσας σε κώμα και η αστυνομία αποδέχεται την εμπλοκή στην υπόθεση ενός υπνωτιστή που ίσως φωτίσει την κατάσταση... Ο υπνωτιστής παρουσιάζεται εξαρτημένος από «υπνωτικά» χάπια, ζει σε έναν σμπαραλιασμένο γάμο και έχει έναν αιμοφιλικό έφηβο γιο.

Ενα πραγματικά ενδιαφέρον θρίλερ θα πρέπει να ασκεί υπνωτιστική δύναμη στο θεατή, κάτι που απουσιάζει εντελώς από την ταινία. Αυτό που ξετυλίγεται στην οθόνη είναι ένα σχιζοφρενικό φιλμ με επείγουσα ανάγκη «σεναριακής» θεραπείας... Δε γνωρίζουμε το μυθιστόρημα αλλά η μεταφορά που βλέπουμε μοιάζει «ακατανόητη». Φαίνεται ότι ο σεναριογράφος κατά τη μετατροπή άφησε τεράστια χάσματα λογικής, όπως: τον 15χρονο σε κώμα που μάλλον έχει υπεράνθρωπες δυνάμεις αφού σηκώνεται, πετάει δεξιά κι αριστερά τις διασωληνώσεις του, χώνει ένα νυστέρι στην πιο κοντινή νοσοκόμα και ξεφεύγει σα φάντασμα από αστυνομικά αυτοκίνητα, ελικόπτερα κλπ. ή το πώς η ψυχοπαθής έφθασε με το απαχθέν αγόρι σε μια «φιλμική» βόρεια Σουηδία. Για να καταπιεί κανείς τέτοιες υπερβάσεις λογικής όντως χρειάζεται βαθιά ύπνωση!

Η λογική -σημαντικότατο συστατικό- απουσιάζει από το φιλμ, τόσο σε επίπεδο ιστορίας όσο και χαρακτήρων. Φαίνεται ότι επιλέχθηκαν δραματικές σκηνές από το βιβλίο και ανακατεύτηκαν ερήμην της σταθεράς της «λογικής πορείας» που οδηγεί σε αυτές.

Σ' αυτό το θρίλερ τελικά ή δράμα σχέσεων (;) θίγονται τρία θέματα. Θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν γίνει τρεις παράλληλες αφηγήσεις και κάθε μια τους να στέκεται στα πόδια της. Η κρίση γάμου, κυρίαρχο θέμα, με τη ζωή του ζεύγους να μοιάζει κόλαση από τότε που ο σύζυγος είχε μια εξωσυζυγική περιπέτεια. Δεύτερο θέμα, τα κατά συρροή εγκλήματα... και, τρίτο, η εξαφάνιση ή απαγωγή του γιου της οικογένειας του υπνωτιστή. Ο Χάλστρεμ μοιάζει να μην έφερε ποτέ τα τρία αυτά θέματα σε τήξη, σε μια και μοναδική ρευστή ιστορία, όπου όλα τα κομμάτια να κουμπώνουν ομαλά αναμεταξύ τους και όλα μαζί να σπρώχνουν τη ιστορία μπροστά...

Ο σκηνοθέτης μάλλον ενδιαφέρεται περισσότερο για τις σχέσεις του ζευγαριού αλλά φαίνεται ότι δεν υπάρχει ούτε χώρος ούτε χρόνος για βαθύτερες αναλύσεις. Ο Χάλστρεμ κάνει χρήση ενός κλασικού χολιγουντιανού τύπου: οικογενειακή θεραπεία κατά εξωτερικής θανάσιμης απειλής. Κάτι που έχουμε ήδη δει σε χιλιάδες άλλα φιλμ... Εκεί η αφήγηση γίνεται ενδιαφέρουσα, στα αποσπάσματα που δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με εμπορεύσιμο θέαμα τρόμου. Εκεί αισθάνεται κανείς ότι η ταινία αναπνέει, ζει και πάλλεται. Στις σκληρές σκηνές και τα αντίξοα προβλήματα από ένα γάμο: Απιστία, ζήλεια, προβλήματα επικοινωνίας. Ο Πέρσμπραντ και η Ολίν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους «σηκώνουν» το κατά τα άλλα αιματηρό, τυπικό σουηδικό θρίλερ που στοιχίζεται και αυτό πίσω από τον εξωτικό, εμπορεύσιμο χαρακτηρισμό «Swedishcrime». Αξιοσημείωτο ότι η αστυνομία δουλεύει κυρίως εκτός εικόνας...

Εκτός αφήγησης μένει επίσης σημαντική πληροφόρηση (δε μιλάμε για μασημένη τροφή αλλά θα πρέπει να καταλαβαίνουμε με ποιο τρόπο ο πρωταγωνιστής πήρε ή ανακάλυψε τις οργανικά ενταγμένες πληροφορίες) που υποτίθεται, ότι ο θεατής πρέπει να γνωρίζει ώστε να παρακολουθεί την αφήγηση. Η αφήγηση δε είναι διάσπαρτη με επεξηγηματικούς διαλόγους συχνά στο όριο του παραλόγου, ιδιαίτερα όταν οι χαρακτήρες μεταφέρουν στο κοινό δηλωτικές πληροφορίες μέσω του μεταξύ τους διαλόγου. Στο σινεμά όταν μπορείς να πεις κάτι με εικόνες, δεν το λες με λόγια... Αποτέλεσμα: κακογραμμένοι, πρόχειροι διάλογοι χωρίς ζωή και λογική.

Το γεγονός της επιστροφής του Χάλστρεμ, προσθέτει υπεραξία «γκλαμουριάς» στο σουηδικό σινεμά του γκρίζου και θλιβερού κοινωνικού ρεαλισμού. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η κομψή φωτογραφία, ο κλειστοφοβικός διακανονισμός λογαριασμών και η πληθώρα πλάνων «χολιγουντιανού τύπου» της παγωμένης, τουριστικής Στοκχόλμης από ελικόπτερο -τα έχουμε όλα ξαναδεί μυριάδες φορές- δεν είναι αρκετά... ούτε ακόμα και η αρκετά καλή κινηματογραφική «χειροτεχνία» σε τόπους εγκλήματος πνιγμένους στο αίμα, ούτε και οι δημοφιλέστατοι πρωταγωνιστές σε συζυγικό καβγά...

Παίζουν: Μίκαελ Πέρσμπραντ, Λένα Ολίν, Τομπίας Σιλιάκους, κ.ά.

Παραγωγή: Σουηδία (2013).



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ