Τετάρτη 4 Μάρτη 2020
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΤΙ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
STEM και Εκπαίδευση: Με ποιους όρους και ποιες αλλαγές;

Τα τελευταία χρόνια, στη χώρα μας και διεθνώς, έχει ανοίξει μια συζήτηση γύρω από την ανάγκη αναμόρφωσης των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και πρακτικών στο σχολείο, τη διαμόρφωση δεξιοτήτων πάνω σε τεχνολογικά επιτεύγματα και μέσω αυτών των επιτευγμάτων, το ρόλο που θα παίξουν η Γενική Παιδεία και μια σειρά από επιστημονικά γνωστικά αντικείμενα, τη σχέση που έχει αυτή η διαδικασία με την πορεία της οικονομίας. Σε αυτή τη συζήτηση κεντρικό ρόλο έχει το STEM. Είναι ενδεικτικό πως επιστημονικές ενώσεις, ερευνητικά ιδρύματα και πανεπιστήμια εντείνουν την οργάνωση σχετικών ημερίδων και προγραμμάτων (επιμορφωτικών και άλλων).

Το STEM, ακρωνύμιο από τα Science (Θετικές Επιστήμες), Technology (Τεχνολογία), Engineering (Μηχανική) και Mathematics (Μαθηματικά), είναι μία μεθοδολογία (trans- disciplinary / εγκάρσια διεπιστημονικότητα) που ενοποιεί τα προαναφερθέντα πεδία και γνωστικά αντικείμενα, δίνοντας έμφαση στην κατασκευή (στο engineering), π.χ. στο να κατασκευαστεί μια ανεμογεννήτρια. Η κατεύθυνση αυτή απασχολεί τα εκπαιδευτικά συστήματα διεθνώς (εμβληματική είναι η αναφορά των αναδιαρθρώσεων επί Ομπάμα στις ΗΠΑ), υλοποιούνται αποφάσεις των πολιτικών ηγεσιών σε συνεργασία με επιχειρηματικούς ομίλους, με στόχο, όπως διακηρύσσουν, τη συμβολή στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Μεγάλα ποσά εκταμιεύονται (δισ. δολάρια) προκειμένου οι εταιρείες να αναπτύξουν προγράμματα, λογισμικά και εργαλεία. Η σε τέτοια κατεύθυνση αλλαγή των προγραμμάτων έγινε σε σύντομο διάστημα και αφορά αρκετές χώρες (πάνω από 25). Η αλλαγή αφορά όλη την Εκπαίδευση, από το νηπιαγωγείο ακόμη. Υπάρχουν χώρες (π.χ. Λιθουανία) που διακηρύσσουν την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο εκπαιδευτικών STEM και όχι διακριτών ειδικοτήτων. Σε διεθνές επίπεδο γίνονται συστηματικά συνέδρια και υπάρχει ανταλλαγή πείρας.

Στην Ελλάδα υπήρξαν και υπάρχουν διεργασίες με άξονα το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) και το υπουργείο Παιδείας, το οποίο μόλις πρόσφατα ανακοίνωσε νέο πλαίσιο για την υλοποίηση νέων θεματικών στα σχολεία, όπου περιλαμβάνεται και η θεματική του STEM, ενταγμένη στη λογική της καλλιέργειας των νέων δεξιοτήτων του 21ου αιώνα. Ηδη όμως στο σημερινό σχολικό αναλυτικό πρόγραμμα «τρέχουν» διάφορες δράσεις που εντάσσονται στο STEM. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο της «καινοτομίας» του «ανοιχτού σχολείου» διενεργείται το τρέχον σχολικό έτος (2019 - 2020) σχολικός διαγωνισμός με θέμα «Φτιάξε τον δικό σου σεισμογράφο». Βασικός άξονας εδώ είναι οι Φυσικές Επιστήμες και τα αντικείμενα του STEM, όπως αναφέρεται «σε θεματικές που συνδέονται με σύγχρονες κοινωνικές προκλήσεις, σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης». Ετσι, μελετάται ένα φυσικό φαινόμενο με μεγάλο κοινωνικό αντίκτυπο, με στόχο «την αύξηση του ενδιαφέροντος των εκπαιδευτικών σχετικά με την εισαγωγή της καινοτομίας στην καθημερινή διδασκαλία».

Οι δράσεις αυτές είναι συχνά προβεβλημένες, έχουν μαζική μαθητική συμμετοχή δίνοντας απάντηση σε μια εκπαιδευτική ρουτίνα, σε συνδυασμό με εργασίες π.χ. γύρω από προγραμματισμό με Scratch, Arduino, ρομποτική, που γενικεύονται σε εργαστήρια πληροφορικής, πώς φτιάχνεις ένα φωτεινό σηματοδότη που να λειτουργεί με πρόγραμμα και λεντάκια (LED, Δίοδος Εκπομπής Φωτός). Υπάρχει η δυνατότητα να έχεις λογισμικό που παίρνει δεδομένα σε πραγματικό χρόνο, που μπορεί να πραγματοποιήσει προσομοιώσεις πειραμάτων (υπολογιστικό πείραμα). Δεν είναι τυχαίο ούτε άσχετο με τα προηγούμενα το ενδιαφέρον της αμερικάνικης πρεσβείας στην Ελλάδα για τη δημιουργία των λεγόμενων American Spaces, με πολυχώρους στους οποίους εκπαιδεύονται νέοι σε δεξιότητες σχετικές με την επιστήμη και την τεχνολογία. Παράλληλα, όπως και πολλές άλλες καινοτομίες, οι αστοί και το επιστημονικό τους προσωπικό επιχειρηματολογούν, προκειμένου να κρύψουν τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της κοινωνίας στην οποία εντάσσονται. Ετσι, αναπτύσσεται μια θεωρητική συζήτηση γύρω από τη μετάβαση από την κοινωνία του κεφαλαίου στην κοινωνία της γνώσης, τη δυνατότητα υποβοήθησης των παιδιών της εργατικής τάξης (κοινωνική ισότητα και αντιστάθμιση), τη συσχέτιση εφαρμογής του STEM με την κατοχή της επιστημονικής μεθοδολογίας.

Μέσα στο χώρο των επιστημόνων που διαμορφώνουν το παιδαγωγικό υπόβαθρο για την εισαγωγή του STEM στην Ελλάδα δεν λείπουν οι αντιπαραθέσεις περί της ανάγκης ή μη ύπαρξης διακριτών επιστημονικών αντικειμένων και εργαστηρίων στα σχολεία, ενώ προφανώς η συζήτηση συνδέεται με τη γενικότερη θεωρητική συζήτηση γύρω από τους άξονες τις διαθεματικότητας και της διεπιστημονικότητας.

Πώς όμως αντιμετωπίζουμε αυτές τις εξελίξεις;

Το STEM αποτελεί έκφραση τεχνολογικών επιτευγμάτων, συνεργασίας επιστημονικών αντικειμένων και σύνδεσης θεωρίας - πράξης.

Η ένταξη στο σχολικό περιβάλλον και την εκπαιδευτική διαδικασία θεματικών που φέρνει στο προσκήνιο η εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνικής είναι αντικειμενικά απαραίτητη. Είναι αναγκαιότητα η συνεργασία διαφορετικών επιστημονικών κλάδων, προκειμένου να διερευνηθεί σε βάθος μια κατάσταση ή ένα φαινόμενο. Η ίδια η εμπλοκή του μαθητή και της μαθήτριας με την πρακτική εργασία, και όχι μόνο με τη νοητική άσκηση, είναι όρος για να κατανοήσει το περιβάλλον όπου ζει και να το μετασχηματίσει. Η σύνδεση της θεωρίας με την πράξη, η καλλιέργεια του πνεύματος από κοινού με τη σωματική - χειρωνακτική επιδεξιότητα, βοηθάει στην ολόπλευρη γνώση. Η πρακτική ενασχόληση, οι κατασκευές, δεν είναι μια «κατώτερη» δραστηριότητα για τα παιδιά των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων. Ούτε η τεχνολογία, η επιστήμη των μέσων παραγωγής, αποτελούν προνόμιο κάποιων υψηλά καταρτισμένων ειδικών, που οι πολλοί δεν μπορούν να κατανοήσουν.

Σε αυτή τη φάση και με βάση την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων - η οποία φυσικά δεν έχει ουδέτερο χαρακτήρα, αλλά εξυπηρετεί την καπιταλιστική κερδοφορία - η αστική τάξη προχωρά σε αναπροσαρμογές του σχολείου. «Ομορφαίνει» και «διανθίζει» το αποστεωμένο σχολείο της. Γι' αυτό το θέμα δεν είναι να αντιπαρατεθούμε με τις αντικειμενικές εξελίξεις, σαν σύγχρονοι «Λουδίτες», αλλά να προβάλουμε τους όρους και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται ώστε να διασφαλίζεται η σύγχρονη γενική μόρφωση για το σύνολο των μαθητών. Δε μπορούμε να αποδεχτούμε να δίνεται στο σχολείο τόση και τέτοια επιστημονική γνώση ώστε να μπορεί να «τρέχει» το project μιας εταιρείας ή ενός προγράμματος περιφερειακής ανάπτυξης. Δεν μπορούμε να δεχτούμε άλλα γράμματα να μαθαίνει ο μαθητής σε μια περιοχή κι άλλα σε μια άλλη. Είναι απαραίτητο το στέρεο επιστημονικό - μορφωτικό υπόβαθρο, που μπορεί να υποστηρίξει την εφαρμογή - υλοποίηση μιας ιδέας με σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία και πρακτικές εφαρμογές (όχι τυχαίες και επουσιώδεις, αλλά που μπορεί να εισάγουν τους μαθητές στον πυρήνα της επαναστατικοποίησης της παραγωγικών δυνάμεων). Από αυτή τη σκοπιά αναδεικνύουμε την ανάγκη τα σχολεία να ενσωματώσουν ό,τι προοδευτικό δίνει η επιστήμη σήμερα, με παιδαγωγικά ορθό τρόπο. Ταυτόχρονα ξεσκεπάζουμε την υποκρισία των κυβερνήσεων που, ενώ μιλάνε για STEM και σύγχρονες δεξιότητες, αφήνουν την πλειοψηφία των σχολείων χωρίς εργαστήρια. Για παράδειγμα, μόνο το 16% των Δημοτικών Σχολείων και τα μισά ΕΠΑΛ έχουν εργαστήρια Φυσικών Επιστημών, ενώ εργαστήρια Τεχνολογίας έχουν το 3,2% των Δημοτικών, το 13% των ΕΠΑΛ, το 16% των Γενικών Λυκείων και τα μισά Γυμνάσια....

Η κατάργηση των διακριτών επιστημονικών αντικειμένων στο σχολείο είναι λάθος, όχι για να μπορέσουμε να φτιάξουμε μια σκέψη με «κουτάκια» αλλά για να γονιμοποιήσουμε την επιστημονική μεθοδολογία. Η περίπτωση του σεισμογράφου που αναφέρθηκε μπορεί να μετατραπεί σε μια εκπαιδευτική δραστηριότητα από την οποία να μη μάθει τίποτε ο μαθητής. Μάλιστα, μπορεί να γίνει εφαλτήριο για ένα θεωρητικό «πασάλειμμα» και μια αντιδιαλεκτική «ανάμειξη» Φυσικής - Μαθηματικών, δηλαδή για μια υποβάθμιση της απαραίτητης επιστημονικής γνώσης. Αντίθετα, οι στέρεες βάσεις στη Φυσική και στα Μαθηματικά μπορούν να εμπεδωθούν και να αναπτυχθούν δημιουργικά από τον μαθητή μέσα από την εν λόγω κατασκευή και όποια άλλη ανάλογη. Είναι αρκετοί οι εκπαιδευτικοί που δουλεύουν σε αυτήν την κατεύθυνση. Επομένως, είμαστε «ανοιχτοί» στη διεπιστημονική συνεργασία, στη σύνδεση θεωρίας - πράξης. Το αστικό σχολείο, ως στοιχείο των αντιφάσεων ενός κόσμου ξεπερασμένου, δεν μπορεί να ικανοποιήσει αυτή την ανάγκη ολόπλευρα και για το σύνολο των μαθητών.

Η πρόταση του ΚΚΕ για ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο σύγχρονης γενικής παιδείας, πρόταση που ενσωματώνει τις εξελίξεις στην τεχνολογία και στην επιστήμη, με βασική προϋπόθεση την αλλαγή τάξης στην εξουσία, είναι η μόνη που μπορεί να δώσει ολοκληρωμένη και μόνιμη λύση στο εκπαιδευτικό πρόβλημα. Ακριβώς γιατί θέτει με σχεδιασμένο τρόπο στο επίκεντρο την ανάπτυξης της επιστήμης και τη διάχυσή της, χωρίς να μεσολαβεί το μικρόβιο του κέρδους. Αυτή η πρόταση φωτίζει και στο σήμερα τις διεκδικήσεις, δίνοντάς τους επιθετικό χαρακτήρα και προοπτική.


Του
Διονύση ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ*
*Ο Δ. Γεωργόπουλος είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ

ΤΙ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Οψεις της ταξικής διαφοροποίησης στο εκπαιδευτικό σύστημα

Μεγάλη συζήτηση γίνεται τα τελευταία χρόνια, τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό, για το ποια θα πρέπει να είναι η κατεύθυνση των αλλαγών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Πρέπει να «εκμοντερνιστεί» η εκπαίδευση με «ελάφρυνση» των μαθητών και αντικατάσταση της «αυστηρής παραδοσιακής ύλης» με «σύγχρονες δεξιότητες», ή όχι; Είναι η Αστρονομία, τα Λατινικά, η Γεωμετρία, τα Αρχαία Ελληνικά κ.ά., άχρηστα σε μια σύγχρονη κοινωνία και γι' αυτό πρέπει να αντικατασταθούν από καλή γνώση πρακτικών μαθηματικών και «power-point»; Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Το εκπαιδευτικό σύστημα, έτσι όπως διαμορφώνεται, εγκαθιδρύεται και λειτουργεί ανά τις εποχές και τις περιοχές, έχει ως κύριο στόχο του την κάλυψη των υλικών αναγκών της εποχής και της περιοχής - χώρας. Των υλικών αναγκών όχι γενικά και αόριστα της κοινωνίας, αλλά του συγκεκριμένου κάθε φορά κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού και της τάξης που κατέχει την εξουσία. Αυτό με τη σειρά του περιλαμβάνει δύο κύριους άξονες. Από τη μία την εκπαίδευση των παιδιών των υποτελών τάξεων και από την άλλη την εκπαίδευση των παιδιών της άρχουσας τάξης.

Ο ρόλος του εκπαιδευτικού συστήματος σε κάθε κοινωνία

Στη φεουδαρχία οι υποτελείς τάξεις των δουλοπάροικων δεν απαιτούνταν να έχουν καμία ιδιαίτερη εκπαίδευση προκειμένου να είναι αποδοτικοί στον ρόλο τους στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, και γι' αυτό δεν υπήρχε καν οργανωμένο εκπαιδευτικό σύστημα. Οσον αφορά δε τους γόνους της άρχουσας τάξης, αυτοί κάλυπταν την εκπαίδευση και μόρφωσή τους από ιδιωτικές διαδρομές, διδασκάλους και τα πρώιμα πανεπιστήμια απευθυνόμενα μόνο σε αυτούς, ώστε να μπορούν επάξια να αντικαταστήσουν τους γονείς τους στον κοινωνικό τους ρόλο.

Παρόμοια, αν και ελαφρώς αναβαθμισμένη, ήταν η κατάσταση στον πρώιμο καπιταλισμό. Εκεί η ανάγκη η εργατική τάξη να έχει κάποιες στοιχειώδεις γνώσεις και δεξιότητες, τόσο για να χειρίζεται τις μηχανές, όσο και να αντεπεξέρχεται στις συνθετότερες σε σχέση με τη φεουδαρχία εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, οδήγησε στην εγκαθίδρυση μιας υποτυπώδους εκπαίδευσης για όλους μέσω του συστήματος των βασικών σχολείων. Αντίθετα, η αστική τάξη, τόσο το τμήμα της που ήταν ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, όσο και το τμήμα της που σχετιζόταν με την οικονομική βάση και τη διεύθυνση της παραγωγής, χρειαζόταν να έχει ουσιαστική εκπαίδευση και μόρφωση, προκειμένου να μπορεί να διαχειρίζεται και να διευθύνει το συνθετότερο καπιταλιστικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Αυτό πραγματοποιούνταν στα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια σχολεία που απευθύνονταν στις ελίτ, καθώς και στο σύστημα των πανεπιστημίων που πλέον απέκτησαν συστηματικό χαρακτήρα, διαθέτοντας βέβαια ισχυρό ταξικό φίλτρο.

Η κατάσταση άλλαξε σημαντικά μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η καπιταλιστική οικονομία της Δύσης, προκειμένου να εξέλθει από την υποχώρηση λόγω πολέμου, αλλά και να αντεπεξέλθει στον νέο ανταγωνισμό με την ΕΣΣΔ και τις Λαϊκές Δημοκρατίες, είχε ανάγκη από ένα πολυάριθμο επιστημονικοτεχνικό δυναμικό, υψηλού βαθμού ειδίκευσης, το οποίο θα αποτελούσε τον καταλύτη για μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτό οδήγησε στο να ανοίξει το εκπαιδευτικό σύστημα στις μεγάλες μάζες της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, με μαζική και ποιοτική Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αλλά και σχετικά εύκολη πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Ειδικά για την Ελλάδα, παιδιά φτωχών εργατικών και αγροτικών οικογενειών μπορούσαν να γίνουν μηχανικοί, επιστήμονες, γιατροί, δικηγόροι, οικονομολόγοι κ.ά., λαμβάνοντας στη συνέχεια την αντίστοιχη θέση στην παραγωγή. Είναι η κατάσταση την οποία περιγράφει επακριβώς ο Μαρξ στον Τρίτο Τόμο του «Κεφαλαίου»: «Ακόμα και στην περίπτωση που ένας χωρίς περιουσία άνθρωπος, που διαθέτει όμως ενεργητικότητα, ακεραιότητα, ικανότητα και επιχειρηματική γνώση ή που παίρνει πίστωση, μπορεί με αυτόν τον τρόπο να μετατραπεί σε κεφαλαιοκράτη, (...) όσο και αν το περιστατικό αυτό οδηγεί διαρκώς στο στίβο, δίπλα στους υπάρχοντες ήδη ξεχωριστούς κεφαλαιοκράτες, μια ανεπιθύμητη γι' αυτούς σειρά από νέους ιππότες της τύχης, στερεώνει ωστόσο την κυριαρχία του ίδιου του κεφαλαίου, διευρύνει τη βάση της κυριαρχίας αυτής και της δίνει τη δυνατότητα να στρατολογεί διαρκώς νέες δυνάμεις από το κοινωνικό υπόστρωμα (...). Οσο πιο ικανή είναι μια κυρίαρχη τάξη να δέχεται στις γραμμές της τους πιο σημαντικούς ανθρώπους των καταπιεζόμενων τάξεων, τόσο πιο στέρεη και πιο επικίνδυνη είναι η κυριαρχία της». Παράλληλα, εκτός από τους παραπάνω λόγους, το άνοιγμα της εκπαίδευσης στις κατώτερες τάξεις εξυπηρετούσε τη Δύση και πολιτικά - κοινωνικά, καθώς ήταν η απάντησή της στη μαζικοποίηση της εκπαίδευσης στις σοσιαλιστικές χώρες, καθώς και μια από τις δικλίδες εκτόνωσης απέναντι στο μαζικό μεταπολεμικό εργατικό κίνημα.

Οι αναδιαρθρώσεις των τελευταίων δεκαετιών

Και ερχόμαστε στις αλλαγές που συντελέστηκαν και συντελούνται στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική τις τελευταίες δυο δεκαετίες, με τον αγγλοσαξωνικό κόσμο ως πιλότο και τις υπόλοιπες χώρες να τις υιοθετούν προοδευτικά. Ετσι, μια σειρά από διακηρύξεις και κατευθυντήριες Οδηγίες (Μπολόνια, Βερολίνο, Μπέργκεν κ.ά.), νομοσχέδια σε εθνικό επίπεδο και η εκκίνηση υλοποίησής τους, παρά τις διαφορετικές ταχύτητες και το βάθος εφαρμογής, μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια συνολική εικόνα, που αν και αδρομερής, δείχνει καθαρά τη στοχοθεσία και τις επιπτώσεις των παραπάνω αλλαγών.

Ενα γενικό στοιχείο είναι η αδιαμφισβήτητη αντιστροφή της μαζικοποίησης της ποιοτικής εκπαίδευσης των προηγούμενων δεκαετιών. Αυτό συντελείται σε τρία επίπεδα. Το πρώτο αφορά τη στροφή μεγάλου τμήματος του μαθητικού πληθυσμού από τη γενική στην τεχνικοεπαγγελματική κατεύθυνση. Το δεύτερο αφορά την αλλαγή της εκπαιδευτικής ύλης συνολικά στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, με την υποβάθμιση της «παραδοσιακής» θεματολογίας και του τρόπου διδασκαλίας, προς όφελος «σύγχρονης» ύλης και μεθοδολογίας. Το τρίτο αφορά τη μείωση του ποσοστού εισόδου στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και την ενίσχυση των ταξικών φραγμών σε αυτήν.

Οι παραπάνω αλλαγές στην εκπαιδευτική διαδικασία αντικατοπτρίζουν τις αλλαγές που συντελούνται το αντίστοιχο διάστημα στην παραγωγή, υπό το φως και των εξελίξεων στον διεθνή ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, και περιοριζόμενοι για συντομία στη Δύση, βλέπουμε ότι η ανάγκη για πολυπληθές επιστημονικοτεχνικό δυναμικό ποιοτικής μόρφωσης και βαθιάς ειδίκευσης έχει υποχωρήσει σημαντικά και αντικαθίσταται από την ανάγκη εργατικού δυναμικού χαμηλής σχετικά γενικής μόρφωσης και καταρτισμένου να συντελεί συγκεκριμένο εκτελεστικό έργο.

Το κρίσιμο στοιχείο - και ποιοτικά νέο χαρακτηριστικό - όμως είναι το ότι η κατεύθυνση για «απλοποίηση» στην Εκπαίδευση, για αντικατάσταση της κριτικής σκέψης από «ικανότητες», για αντικατάσταση της σφαιρικής γνώσης από έναν «λειτουργικό αναλφαβητισμό» κ.ο.κ., αφορούν τη μεγάλη πλειοψηφία των σχολείων, που απευθύνονται στη μεγάλη μάζα των μαθητών, καθώς αυτοί οι μαθητές θα είναι εκείνοι που θα στελεχώσουν ως εργάτες τη μελλοντική καπιταλιστική παραγωγή. Στον αντίποδα, τα σχολεία που απευθύνονται στην άρχουσα τάξη και στις ελίτ, εξακολουθούν και μάλιστα εντεινόμενα να παρέχουν βαθιά «παραδοσιακή εκπαίδευση», τόσο στο περιεχόμενο όσο και στις μεθόδους. Γιατί είναι προφανές ότι αυτοί που θα διευθύνουν ή θα έχουν πρωτοπόρο ρόλο στην καπιταλιστική παραγωγή και θα αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος της οικονομίας, της γνώσης και της βιομηχανίας, θα πρέπει να διαθέτουν τα απαραίτητα εφόδια.

Εχουμε δηλαδή τη διαμόρφωση ενός εκπαιδευτικού συστήματος δυο ταχυτήτων, που την ίδια στιγμή που ο κύριος όγκος των μαθητών σπρώχνεται προς την «απλοποιημένη» και υποβαθμισμένη εκπαίδευση, όπου η Τριγωνομετρία, τα Λατινικά, η Φιλολογία κ.ά. εξοβελίζονται, στα σχολεία πρώτης ταχύτητας οι μαθητές εξακολουθούν να τα διδάσκονται σε βάθος. Γιατί προφανώς δεν μπορεί κάποιος στα 25 να γίνει μακροοικονομολόγος χωρίς να έχει αρχίσει να αποκτά βαθιά γνώση των Μαθηματικών από τα 10 του, ούτε μπορεί κάποιος να είναι ικανός να παράγει νέα τεχνολογία αιχμής, χωρίς να έχει αρχίσει να μαθαίνει Φυσική από το Δημοτικό.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα από την Αγγλία

Τονίζουμε ότι αυτά αφορούν όχι διαφορετικού αλλά ίδιου τύπου σχολεία. Εστιάζοντας στην Αγγλία βλέπουμε ότι π.χ. δυο γενικά λύκεια, ένα σε υποβαθμισμένη και ένα σε πλούσια περιοχή, έχουν με θεσμοθετημένο τρόπο διαφορετικά προγράμματα σπουδών και διαφορετικά συγγράμματα. Για παράδειγμα, και χωρίς βλάβη της γενικότητας, σε σχολείο στο Μπέρμιγχαμ το πρόγραμμα περιλαμβάνει Αγγλικά, Μαθηματικά, Τεχνολογία πληροφορίας και επικοινωνίας, Ιστορία, Τέχνες και Σχεδίαση, Καλλιτεχνικά, Γυμναστική και δημόσιες σχέσεις, ενώ στο κολέγιο «Eton», που θεωρείται από τα καλύτερα σχολεία στον κόσμο, διδάσκονται Αγγλική Γραμματεία, Μαθηματικά, Ιστορία, Βιολογία, Χημεία, Φυσική, σύγχρονες γλώσσες, Γεωγραφία, Λατινικά και Αρχαία Ελληνικά. Επιπλέον, σημειώνουμε ότι ακόμα και το ίδιο μάθημα, π.χ. τα Μαθηματικά, διδάσκεται με διαφορετική ύλη, διαφορετικά βιβλία και διαφορετικές διδακτικές μεθόδους, εστιάζοντας στο μεν πρώτο σχολείο στην «επίλυση προβλημάτων», ενώ στο «Eton» στη «θεμελιακή κατανόηση της μαθηματικής επιστήμης». Οπως λέει και η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Cambridge, κοινωνιολόγος Diane Reay, με ειδίκευση στις εκπαιδευτικές ανισότητες στα σχολεία του Ηνωμένου Βασιλείου: «Υπάρχει μια σαφής τάση μετασχηματισμού της ταξικής διαφοροποίησης σε εκπαιδευτική διαφοροποίηση. Η εργατική τάξη λαμβάνει λιγότερη εκπαίδευση από τη μεσαία τάξη, όπως ακριβώς όταν ο ανθρακωρύχος πατέρας μου πήγαινε σχολείο στις αρχές του 20ού αιώνα».

Οι παραπάνω αλλαγές μπορεί να φαίνονται μακρινές, καθώς για πολλούς κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτικούς λόγους βρίσκονται σε πρώιμο επίπεδο και είναι δυσδιάκριτες στην Ελλάδα, δείχνουν όμως ξεκάθαρα την κατεύθυνση στην οποία θα επιχειρηθεί να κινηθεί η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση και στη χώρα μας, δηλαδή στην προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στις γενικότερες αναδιαρθρώσεις της καπιταλιστικής οικονομίας και των εργασιακών σχέσεων.


Μάνος ΣΑΡΙΔΑΚΗΣ
Καθηγητής Θεωρητικής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Baylor του Τέξας και Κύριος Ερευνητής Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ