Το παραπάνω επισημαίνει, για μια ακόμη φορά, ο ΣΕΒ στο «εβδομαδιαίο δελτίο», δείχνοντας το έδαφος πάνω στο οποίο μπορούν να στηριχτούν η αναζωογόνηση των επιχειρηματικών ομίλων και η προσέλκυση ικανής μάζας νέων κερδοφόρων επενδύσεων, που βέβαια αποτελούν αναγκαίο όρο και προϋπόθεση για την επίτευξη ρυθμών καπιταλιστικής ανάκαμψης. Μάλιστα, οι εγχώριοι βιομήχανοι, κάνοντας λόγο για «μέρισμα παραγωγικότητας χωρίς να υπονομευτεί η ανάπτυξη», εστιάζουν, μεταξύ άλλων, στους παρακάτω άξονες:
-- «Οι αποφάσεις για αύξηση των μισθών πρέπει να συνδέονται με την αύξηση της παραγωγικότητας», δηλαδή με την αύξηση του βαθμού της εκμετάλλευσης, και μάλιστα «στους κλάδους των διεθνώς εμπορεύσιμων» προϊόντων.
-- «Κριτήριο για το κατά πόσο να αυξηθούν οι μισθοί δεν μπορεί να είναι μόνο η εξέλιξη της εγχώριας παραγωγικότητας (...) αλλά και τι δίνουν ή δεν δίνουν οι ανταγωνίστριες χώρες»...
-- «Η άσκηση της πολιτικής μισθών, και το πλαίσιο διαμόρφωσης αυτών, στα χρόνια πριν την εκδήλωση της κρίσης συνέβαλε ουσιαστικά στη διάβρωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας», ενώ «επιπλέον, λειτούργησε προστατευτικά προς το μέρος της οικονομίας το οποίο δεν εκτίθεται στο διεθνή ανταγωνισμό και δεν παράγει διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, φέρνοντας τους κλάδους που προσπαθούσαν να παραμείνουν διεθνώς ανταγωνιστικοί σε συγκριτικά δυσμενή θέση».
-- «Σημασία έχει όχι μόνο το απόλυτο ύψος των μισθών και του γενικότερου κόστους της εργασίας, αλλά και η ισορροπία τους με τη μη μισθολογική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας», επισημαίνει χαρακτηριστικά ο ΣΕΒ, δίνοντας έμφαση και στην προώθηση άλλων διαρθρωτικών παρεμβάσεων, με στόχο την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, όπως αυτές που προωθούνται στο πλαίσιο και του τρέχοντος μνημονίου.
«Συμπληρώνοντας» τον ΣΕΒ, η πλευρά του ΙΟΒΕ, στην πρόσφατη τριμηνιαία έκθεση, τονίζει: «Δομικές αλλαγές που έχουν επέλθει στην ελληνική οικονομία από την αρχή της κρίσης, ιδίως στην αγορά εργασίας, έχουν επίσης θετική επίδραση, έστω και με καθυστέρηση. Επίσης, σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, ο πολιτικός κίνδυνος είναι σχετικά χαμηλότερος, δεδομένου πως δεν υπάρχει πολιτικός φορέας που να διεκδικεί αξιόπιστα να κυβερνήσει με σκοπό την ανατροπή του προγράμματος και την απομάκρυνση από την Ευρωζώνη...».
Σε κάθε περίπτωση, τα τμήματα του εγχώριου κεφαλαίου διαβλέπουν δυνατότητες «ανάπτυξης» στο έδαφος της αντιλαϊκής πολιτικής και των αναδιαρθρώσεων, και μάλιστα στη διαρκή κούρσα της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων και των επιχειρηματικών ομίλων με τις άλλες «ανταγωνίστριες χώρες», όπως λέει ο ΣΕΒ, και μάλιστα με κριτήριο το γενικό επίπεδο των μισθών στους «διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους».
Σε αυτήν τη στρατηγική εντάσσεται και το «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο 2018 - 2021» που έφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ, θέτοντας τους άξονες αυτής της πολιτικής, στους οποίους, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται:
-- Η «συνέχιση των δομικών μεταρρυθμίσεων» στην ελληνική οικονομία με στόχο «την εξάλειψη των στρεβλώσεων και την αύξηση της παραγωγικότητας και του ανταγωνισμού». Πρόκειται για την ατελείωτη αλυσίδα των αντεργατικών μέτρων, που διαμορφώνουν το πλαίσιο για την ένταση της εκμετάλλευσης στο νέο κύκλο καπιταλιστικής κερδοφορίας.
-- Η παγίωση της βελτίωσης των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων, «ώστε βαθμιαία να επιστρέψει η δυνατότητα χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας μέσω των διεθνών αγορών». Πρόκειται για τη «σταθερή» απόδοση των ματωμένων πλεονασμάτων που προέρχονται από το ψαλίδι στην κάλυψη στοιχειωδών αναγκών των εργατικών - λαϊκών οικογενειών.
-- Διασφάλιση της «σταθερότητας» στο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, προκειμένου «να ομαλοποιηθούν οι προσδοκίες για την ελληνική οικονομία».
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι για το 2019, την ίδια ώρα που θα ξεκινάει ο νέος κύκλος κατακρεούργησης των συντάξεων, θα απογειωθούν και τα κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού για το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), κατά 500 εκατ. ευρώ, χώρια βέβαια τις ενισχύσεις από τα επενδυτικά προγράμματα της ΕΕ, όπως προβλέπεται στο «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής» της συγκυβέρνησης. Και σε αυτό το επίπεδο προκύπτει ανάγλυφα το ταξικό πρόσημο της πολιτικής που εφαρμόζεται, με στόχο την ανάκαμψη του κεφαλαίου.
Παράλληλα, οι προτεραιότητες της κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα «οικονομία και ανάπτυξη» είναι βγαλμένες από τα κιτάπια του εγχώριου κεφαλαίου.
Μεταξύ άλλων, η έμφαση δίνεται στους παρακάτω άξονες:
Αναμόρφωση του νόμου για τις «στρατηγικές επενδύσεις», με στόχο, όπως επισημαίνουν, την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων και μεγάλων εγχώριων επενδύσεων και «κατεύθυνση» τα ακόμα περισσότερα προνόμια και διευκολύνσεις για τους επιχειρηματικούς ομίλους.
Ολοκλήρωση της «Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής», δηλαδή του νέου «παραγωγικού προτύπου» που ορέγονται ο ΣΕΒ και άλλα τμήματα του κεφαλαίου.
Υλοποίηση «στρατηγικού σχεδίου ανάπτυξης και δράσης σε κρίσιμους βιομηχανικούς κλάδους με σημαντική συμβολή στο ΑΕΠ» και, όπως χαρακτηριστικά τονίζουν, «με πιλότο τον κλάδο της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας».
Μεταρρύθμιση για την απλούστευση των επιμέρους διαδικασιών αδειοδότησης των επενδύσεων.
Λειτουργία Φόρουμ Αγροδιατροφής - Βιομηχανίας - Τουρισμού, που «θα συνδέει τον τουρισμό με τον πρωτογενή τομέα και τη μεταποιητική βιομηχανία».
Χρηματοδότηση από πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες για την παροχή ρευστότητας σε ελληνικές επιχειρήσεις.
Ταυτόχρονα, το ελληνικό «Δημοσιονομικό Συμβούλιο», στην έκθεσή του για το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο, έδωσε σαφή προαναγγελία για την πορεία της αντιλαϊκής κλιμάκωσης, με έμφαση στους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, τονίζοντας: «Σημαντικότερη πηγή ανησυχίας αποτελούν οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ) και ειδικά το σκέλος που αφορά στη χρηματοδότηση του ΕΦΚΑ. Ειδικά για τις δαπάνες που αφορούν σε χρηματοδότηση των ΟΚΑ, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και δεν δικαιολογείται κανένας απολύτως εφησυχασμός»
Βέβαια, η στρατηγική του εγχώριου κεφαλαίου, της κυβέρνησης και της αστικής διαχείρισης - ανεξάρτητα από «προσαρμογές» για επάνοδο σε ρυθμούς «κανονικότητας» - είναι απόλυτα ενταγμένη στις κυρίαρχες επιλογές του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και της ΕΕ, ανεξάρτητα επίσης από την ενδοκαπιταλιστική διαπάλη και τους ανταγωνισμούς μεταξύ των κρατών - μελών και των τμημάτων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αρχική έκθεση των «5 Προέδρων» σχετικά με τις διεργασίες για την εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ), που βέβαια παραμένει στο αντιλαϊκό τραπέζι, μεταξύ άλλων, εστιάζει:
-- Στη δημιουργία ευρωπαϊκού μηχανισμού ελέγχου, ο οποίος, σε συνεργασία με τις εθνικές αρχές, θα έχει αρμοδιότητα την αποτροπή των αποκλίσεων στην ανταγωνιστικότητα των μισθών ανάμεσα στα κράτη της Ευρωζώνης.
--Τα «συμβούλια ανταγωνιστικότητας» (κρατικά και σε επίπεδο ΕΕ) θα αξιολογούν το βαθμό στον οποίο η εξέλιξη των μισθών συμβαδίζει με την παραγωγικότητα.
-- Η σύνδεση μισθών - παραγωγικότητας θα γίνεται τόσο με τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης, όσο και με τους «κυριότερους συγκρίσιμους εμπορικούς εταίρους» της ΕΕ.
--Τα «πρότυπα για τις αγορές εργασίας» θα πρέπει να συνδυάζουν την ασφάλεια με την ευελιξία, όπως με «ευέλικτες και αξιόπιστες συμβάσεις εργασίας», έτσι ώστε να αποφευχθεί μια αγορά εργασίας δύο ταχυτήτων, να προχωρήσουν οι πολιτικές της «διά βίου μάθησης» και τα σύγχρονα συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης με διευκόλυνση της φορολόγησης της εργασίας (μείωση ασφαλιστικών εισφορών για τους εργοδότες).
Τα παραπάνω σημαίνουν συμπίεση του μισθολογικού κόστους, σε συνδυασμό με το βαθμό της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, περικοπές στα συστήματα της Κοινωνικής Ασφάλισης, προσαρμογή των όποιων «συμβάσεων εργασίας» στις εκάστοτε ανάγκες του κεφαλαίου κ.ο.κ., ακριβώς στη ρότα της πολιτικής που κλιμακώνει σήμερα η κυβέρνηση, σε συνέχεια και σε αρμονία με αυτή των προκατόχων της.
Η συνάντηση πραγματοποιείται σε μια περίοδο που στην ημερήσια διάταξη βρίσκεται το ζήτημα της ένταξης των Δ. Βαλκανίων σε ΕΕ και ΝΑΤΟ, προσπάθεια που προκαλεί αντιδράσεις άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων όπως η Ρωσία, και στην οποία επιχειρεί να παίξει «πρωταγωνιστικό ρόλο» η ελληνική κυβέρνηση, με τις «ευλογίες» των ΗΠΑ.
«Ατού» στην προσπάθεια αυτή της εγχώριας αστικής τάξης, πέραν της συμμετοχής της σε ΕΕ και ΝΑΤΟ, αποτελεί και η ισχυρή παρουσία επιχειρηματικών ομίλων της Ελλάδας στην Αλβανία, όπως και ευρύτερα στα Βαλκάνια, παρουσία που έχει τις ρίζες της ήδη από τη δεκαετία του '90. Παρά τις θέσεις που έχασε κατά τη διάρκεια της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης (π.χ. με την «αποχώρηση» ελληνικών τραπεζικών ομίλων από τα Βαλκάνια, «κενό» που κάλυψαν άλλοι ευρωπαϊκοί τραπεζικοί όμιλοι κ.ο.κ.), η παρουσία του ελληνικού κεφαλαίου παραμένει ιδιαίτερα ισχυρή στη γειτονική χώρα, όπως και συνολικά στην περιοχή.
Τα στοιχεία, όπως αυτά αποτυπώνονται και σε ορισμένες από τις τελευταίες εκθέσεις των ελληνικών διπλωματικών αρχών για την οικονομική δραστηριότητα, σκιαγραφούν έτσι και ορισμένες άλλες, συνήθως όχι τόσο εμφανείς πλευρές των διμερών σχέσεων και των σχετικών «διαπραγματεύσεων».
Ενδεικτικά, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Αλβανίας (ΤτΑ), που επικαλείται η ελληνική πρεσβεία στα Τίρανα σε αναφορές της προς τα κεντρικά στην Αθήνα, «επί του παρόντος, η Ελλάδα παραμένει ο βασικός εταίρος της αλβανικής οικονομίας. Η αξία των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν σε ελληνικές εταιρείες στην Αλβανία φτάνει το 1,2 δισ. ευρώ, με τους Ολλανδούς επενδυτές να κατέχουν τη δεύτερη θέση και με την αξία των ολλανδικών επενδύσεων στην Αλβανία να ανέρχεται σε 870 εκατ. ευρώ».
Σύμφωνα, δε, με «Περιοδική Επισκόπηση» της ελληνικής πρεσβείας στα Τίρανα, με ημερομηνία 20/10/2017, «οι κυριότεροι τομείς στους οποίους δραστηριοποιούνται οι ελληνικών και ομογενειακών συμφερόντων επιχειρήσεις είναι οι τραπεζικές υπηρεσίες, οι τηλεπικοινωνίες, οι κατασκευές και δομικά υλικά, η βιομηχανία, οι υπηρεσίες Υγείας, το εμπόριο, η Εκπαίδευση, καθώς και άλλες υπηρεσίες (μεταφορές, συμβουλευτικές, νομικές, μάρκετινγκ, εκπαίδευσης, εστίασης κ.λπ.). Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το 2015, οι ενεργές επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων στην Αλβανία ήταν 675, εκ των οποίων 400 αμιγώς ελληνικές και 275 μεικτές. Σημειωτέον, οι ιταλικές επιχειρήσεις, που αριθμητικά κατέχουν την πρώτη θέση (2.753 επιχειρήσεις), πέρα από τις τράπεζες και τις εταιρείες call centers, είναι κυρίως μικρές εμπορικές επιχειρήσεις», προσθέτει η πρεσβεία.
Βασικό ρόλο στους επιχειρηματικούς σχεδιασμούς, και ακολούθως στην ένταση των ανταγωνισμών, παίζουν τα σχέδια για το πέρασμα των αγωγών Ενέργειας, δικτύων και μεταφορών συνολικά από τα Βαλκάνια και ειδικότερα από την Αλβανία και τις υπόλοιπες χώρες των Δ. Βαλκανίων. Χαρακτηριστικά π.χ. είναι τα σχέδια για το «γερμανικό σχέδιο Μάρσαλ» στην περιοχή, που συζητήθηκαν το καλοκαίρι στην Τεργέστη. Οπως επίσης δεν είναι τυχαίο ότι πριν ακριβώς ένα μήνα, τα ζητήματα αυτά απασχόλησαν κατά κόρον τη 2η τετραμερή Σύνοδο Κορυφής Ελλάδας - Αλβανίας - Βουλγαρίας - ΠΓΔΜ, που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ο Ελληνας ΥΠΕΞ, Ν. Κοτζιάς, έλεγε τότε πως συζητήθηκαν «οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για τη μεταφορά με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο της Ενέργειας», ενώ σε ό,τι αφορά το ρόλο της Ελλάδας στα εν λόγω σχέδια, σημείωνε πως «φροντίζει να διασυνδεθούν οι υπόλοιπες χώρες των Βαλκανίων με τους μεγάλους αγωγούς που θα έρθουν σε μας ή με τη μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου».
Σύμφωνα, εξάλλου, με τα στοιχεία της ΤτΑ, οι κλάδοι που προσέλκυσαν περισσότερες ξένες επενδύσεις στην Αλβανία τον περασμένο χρόνο, είναι αυτοί της βιομηχανίας αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών και ο χρηματοπιστωτικός τομέας.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η ελληνική πρεσβεία ξεχωρίζει τις εξελίξεις σε σχέση με τον αγωγό φυσικού αερίου TAP: «Οι συνομιλίες μεταξύ του Διαχειριστή Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ) και της Κοινοπραξίας TAP σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας για τη λειτουργία και συντήρηση του τμήματος του Αγωγού που διέρχεται από την ελληνική επικράτεια, βρίσκονται στο τελικό τους στάδιο, έπειτα από μια περίοδο στασιμότητας, λόγω της αλλαγής ηγεσίας στον TAP κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Συγχρόνως δε, επιλύονται σταδιακά και τα νομικά και διαδικαστικά θέματα που αφορούν στη σύσταση κοινοπραξίας (joint venture) μεταξύ του ΔΕΣΦΑ και την αλβανικής Albgaz, η οποία θα αναλάβει τη λειτουργία και συντήρηση του αλβανικού τμήματος του TAP, ενώ ο ΔΕΣΦΑ αναμένεται να παράσχει τεχνογνωσία στην υπό σύσταση ελληνοαλβανική κοινοπραξία, η έδρα της οποίας θα βρίσκεται στα Τίρανα».
Η πρεσβεία στην Αλβανία καταγράφει επίσης το γεγονός ότι η ιταλική εταιρεία υποδομής φυσικού αερίου «Snam» και ο αλβανικός οργανισμός εκμετάλλευσης υποδομών φυσικού αερίου της Αλβανίας«Albgaz» (που όπως είδαμε παραπάνω, είναι προς σύσταση κοινοπραξίας με τον ΔΕΣΦΑ) υπέγραψαν Μνημόνιο Κατανόησης «για την ανάπτυξη ευκαιριών συνεργασίας ως προς την υποστήριξη και την ανάπτυξη του συστήματος υποδομών στην αγορά φυσικού αερίου που θα ξεκινήσει ο αγωγός TAP στη χώρα».
Σημειωτέον, σύμφωνα με δηλώσεις υπευθύνων σε αλβανικά ΜΜΕ, η κοινοπραξία TAP σχεδιάζει να επενδύσει συνολικά 800 εκατ. ευρώ στην Αλβανία τη διετία 2017 - 2018. «Οι υπεράκτιες εργασίες κατασκευής του TAP προγραμματίζονται να αρχίσουν το 2018, ενώ οι δοκιμές και η θέση σε λειτουργία του αγωγού θα πραγματοποιηθούν το 2019. Το έργο του αγωγού φυσικού αερίου έχει σχεδιαστεί για να μεταφέρει φυσικό αέριο στην Ευρώπη μέσω της Αλβανίας. Αναμένεται να φέρει στην Αλβανία συνολικές επενδύσεις ύψους περίπου 1,5 δισ. ευρώ. Η αρχική χωρητικότητα του αγωγού θα είναι 10 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου ετησίως, η οποία θα μπορούσε να διπλασιαστεί, μελλοντικά», αναφέρεται από πλευράς της ελληνικής πρεσβείας στην Αλβανία, που σκιαγραφεί επιγραμματικά και το «ψητό» για μια σειρά κατασκευαστικές εταιρείες.
Παράλληλα, η πρεσβεία έσπευσε να ενημερώσει τα κεντρικά και για άλλη μια εξέλιξη, που επίσης μυρίζει μπόλικο «ψητό» για κεφάλαια που δραστηριοποιούνται σε κατασκευές και τουρισμό και δίνει μια εικόνα στοχευμένων αλλαγών που γίνονται στη νότια ζώνη της Αλβανίας και αφορούν και τις πρόσφατες κατεδαφίσεις στη Χειμάρρα. Σημειώνει πως «(...) έργα σε τέσσερις πόλεις, Μπεράτι, Περμέτι, Αργυρόκαστρο και Αγ. Σαράντα, θα υλοποιηθούν στο πλαίσιο του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης Αστικών και Τουριστικών Προγραμμάτων (PIUTD) από το Αλβανικό Ταμείο Ανάπτυξης, με χρηματοδότηση της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Στόχος του έργου αυτού είναι η βελτίωση των αστικών υποδομών, η ενθάρρυνση του βιώσιμου τουρισμού και η οικονομική ανάπτυξη και η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στη Νότια Αλβανία.
Περισσότεροι από 84.000 κάτοικοι και περισσότεροι από 300.000 τουρίστες αναμένεται να επωφεληθούν από το εν λόγω έργο. Θα εφαρμοστεί σε μια περίοδο πέντε ετών και περιλαμβάνει τρία βασικά στοιχεία: πολεοδομικό σχεδιασμό και υποδομές, βελτίωση των τουριστικών χώρων, εμπορική προώθηση του τουρισμού και ανάπτυξη προϊόντων».
Να σημειωθεί πως στην «Επισκόπηση» αναφορά γίνεται και στην Alpha Bank Albania (η Alpha Bank δραστηριοποιείται στην Αλβανία από το 1998), που εγκαινίασε πρόσφατα υποκατάστημα στην πόλη της Κορυτσάς. Σύμφωνα με την Alpha Bank Αλβανίας, η τράπεζα έχει περισσότερους από 240.000 πελάτες, μέσω ενός μεγάλου δικτύου υποκαταστημάτων και άλλων εναλλακτικών τρόπων συναλλαγών (ΑΤΜ, web banking κ.λπ.).
Την ίδια ώρα, η ελληνική αστική τάξη παρακολουθεί και τις κινήσεις της Τουρκίας στην Αλβανία, με την ελληνική πρεσβεία να καταγράφει κινήσεις όπως τη διοργάνωση τον περασμένο Αύγουστο συναντήσεων «B2B» μεταξύ αλβανικών και τουρκικών επιχειρήσεων στα Τίρανα, από το τουρκικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο του Αφιόν Καραχισάρ, με την υποστήριξη του MUSIAD BALKAN («Ανεξάρτητου Βιομηχανικού και Επιχειρηματικού Συνδέσμου»). Στη συνάντηση, όπως μεταδίδουν Ελληνες διπλωμάτες, συμμετείχαν αρκετές επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνται κυρίως στους κλάδους των κατασκευών, της διατροφής, της γεωργίας και της κτηνοτροφίας.
Σε μια αντίστοιχη κίνηση, υψηλόβαθμοι εκπρόσωποι της αεροπορικής εταιρείας «Turkish Airlines» συναντήθηκαν στα Τίρανα με εκπροσώπους του υπουργείου Οικονομικής Ανάπτυξης, Τουρισμού, Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας.
Η ελληνική πρεσβεία στα Τίρανα επικαλείται πηγές από το αλβανικό υπουργείο, σύμφωνα με τις οποίες «η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο σύνταξης κοινών διμερών σχεδίων για την προώθηση της Αλβανίας, σε γνωστά τουρκικά μέσα ενημέρωσης, τη διοργάνωση διαφόρων διασκέψεων με χώρες της Ασίας όπως η Σιγκαπούρη, η Νότια Κορέα κ.ά., οι οποίες είναι στόχος για την προσέλκυση τουριστών και με τις οποίες η Αλβανία δεν διαθέτει καθεστώς θεωρήσεων». Η τουρκική αεροπορική εταιρεία σχεδιάζει να λειτουργήσει ως σύνδεσμος κάνοντας τα δρομολόγια. Εξάλλου, με τη «βοήθεια» της «Turkish Airlines» σχεδιάζεται να ξεκινήσει η λειτουργία αλβανικής αεροπορικής εταιρείας χαμηλού κόστους, που «να επιτρέψει στους Αλβανούς να πετούν φθηνά και με απευθείας γραμμές σε διάφορες χώρες του κόσμου».
Συστάσεις τεχνοκρατών για συντάξεις μετά τα 67 χρόνια και ενίσχυση των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών
2010 by Uwe Aranas |
Αυτή είναι και η «αγωνία» των κομμάτων που εδώ και δυο βδομάδες διαπραγματεύονται για το σχηματισμό κυβέρνησης: Χριστιανοδημοκράτες / Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU), φιλελεύθεροι (FDP) και Πράσινοι. Παρά τις όποιες επιμέρους διαφορές, ανάλογα και με ποια ιδιαίτερα επιχειρηματικά συμφέροντα είναι προσδεδεμένο το κάθε κόμμα, οι απώτεροι στόχοι παραμένουν κοινοί: Πώς θα ενισχυθεί η γερμανική καπιταλιστική οικονομία στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο ανταγωνισμό, πώς θα διατηρηθούν και θα τονωθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Τα αντιλαϊκά μέτρα που μεγαλώνουν το βαθμό εκμετάλλευσης και βυθίζουν στη φτώχεια εκατομμύρια Γερμανούς και αλλοδαπούς εργαζόμενους θεωρούνται δεδομένα.
Αξίζει να δει κανείς τις συστάσεις και τις «ανησυχίες» Γερμανών οικονομολόγων και τεχνοκρατών, που φωτίζουν και πλευρές της εξελισσόμενης διαπραγμάτευσης.
Από το 2010, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης αναπτύσσεται συνεχώς - και σύμφωνα με την πρόβλεψη κορυφαίων ερευνητικών ιδρυμάτων, θα συνεχίσει το επόμενο διάστημα. Βέβαια, αυτή η ανάπτυξη έχει αφήσει πίσω της «συντρίμμια» για αρκετά εκατομμύρια φτωχούς εργαζόμενους, συνταξιούχους, νέους, ανέργους, μονογονεϊκές οικογένειες κ.ά., σύμφωνα με επίσημα στοιχεία. Ενδεικτικά, μέσα σε ένα χρόνο οι εταιρείες παροχής ηλεκτρισμού έκοψαν το ρεύμα σε 330.000 νοικοκυριά, επειδή δεν πλήρωσαν τους λογαριασμούς. Προειδοποιήσεις διακοπής λόγω απλήρωτων λογαριασμών έλαβαν το ίδιο διάστημα 6,6 εκατ. νοικοκυριά. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, το 21% των παιδιών στη Γερμανία ζουν σε συνθήκες μόνιμης φτώχειας, που τους ακολουθεί και ως ενήλικες. Πάνω από 8 εκατ. εργάζονται με «άτυπες σχέσεις εργασίας»: 1 εκατ. ως «ενοικιαζόμενοι», 2,2 εκατ. σε «μίνι τζομπς» και σχεδόν 5 εκατ. με μερική απασχόληση. Επιπλέον, 1 στους 2 εργαζόμενους στα δυτικά κρατίδια και 2 στους 3 στα ανατολικά, εργάζονται χωρίς κάποια Συλλογική Σύμβαση.
Ταυτόχρονα, οι οικονομολόγοι σημειώνουν, ότι αυξάνει ο κίνδυνος η Γερμανία τα επόμενα χρόνια να έχει πολύ πιο ισχνή ανάπτυξη σε σχέση και με άλλες αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
«Η μεγάλη ανησυχία μου είναι ότι οι τρέχουσες επιτυχίες είναι υποτονικές», προειδοποιεί ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW), Μαρσέλ Φράτζερ. Αν η μείωση της απασχόλησης, η γήρανση της κοινωνίας και η ψηφιακή αλλαγή της παραγωγής και της οικονομίας δεν αντιμετωπιστούν από τη μελλοντική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η «χρυσή δεκαετία» της Γερμανίας απειλείται, προσθέτει ο ίδιος.
Οι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι όλο και περισσότεροι προσεγγίζουν την ηλικία συνταξιοδότησης και λιγότεροι νέοι εισέρχονται στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με την πρόβλεψη του Ινστιτούτου Γερμανικής Οικονομίας (IW), που εκπονεί μελέτες για επιχειρηματίες, εργοδότες κ.λπ., ο πληθυσμός των ηλικιακά ικανών για εργασία θα έχει μειωθεί έως το 2035 κατά 2,7 εκατ. Αυτό σημαίνει μικρότερη ανάπτυξη (βλ. λιγότερη παραγόμενη υπεραξία) και χαμηλότερα φορολογικά έσοδα, σημειώνεται.
Η παραπάνω επισήμανση αποτελεί και το πρίσμα για τη θέση των τεσσάρων κομμάτων που διαπραγματεύονται για το σχηματισμό κυβέρνησης, σχετικά με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Ολα τα κόμματα ζητούν να διευκολυνθεί η νομοθεσία για την εισαγωγή εξειδικευμένων εργατών στη Γερμανία και παράλληλα καταπολέμηση της «παράνομης μετανάστευσης». Με την ίδια έννοια, οι Πράσινοι, οι οποίοι εμφανίζονται πιο «ανθρωπιστές», ζητούν να δοθεί έμφαση στην ενσωμάτωση των προσφύγων, δηλαδή στην επαγγελματική τους κατάρτιση, την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας, την οικογενειακή επανένωση κ.λπ.
Αντίστοιχα, οι «ειδικοί» προτείνουν «μια πολιτική μετανάστευσης προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας», που «θα μπορούσε να μετριάσει τις συνέπειες της δημογραφικής αλλαγής». «Πρέπει να είμαστε πιο προσανατολισμένοι στην προσέλκυση περισσότερων ταλέντων από το εξωτερικό στην εκπαίδευση και την απασχόληση», καλεί ο πρόεδρος των εργοδοτών, Ινγκο Κράμερ.
«Ενα υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής των γυναικών θα μπορούσε επίσης να περιορίσει τα προβλήματα, μέσω του πολλαπλασιασμού των βρεφονηπιακών σταθμών», σημειώνει ο ίδιος. Σε αυτό το πλαίσιο, τα κόμματα θέτουν στο τραπέζι των συνομιλιών την κατασκευή παιδικών σταθμών, που είναι λίγοι στη Γερμανία, και βέβαια τη συντήρησή τους αναλαμβάνουν οι δήμοι μέσω τοπικής φορολογίας και οι γονείς, με απευθείας και τσουχτερές πληρωμές εκατοντάδων ευρώ το μήνα.
Τα οικονομικά της υποχρεωτικής συνταξιοδοτικής ασφάλισης θα επιδεινωθούν μεσομακροπρόθεσμα. «Την επόμενη ή το αργότερο τη μεθεπόμενη νομοθετική περίοδο, η κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει την περαιτέρω αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, πέρα από τα 67 έτη», έλεγε λίγες μέρες πριν τις γερμανικές βουλευτικές εκλογές ο ειδικός για το συνταξιοδοτικό στο DIW, Χέρμαν Μπουσλάι.
Διαφορετικά, θα μειώνεται συνεχώς το επίπεδο της «νομοθετημένης σύνταξης». Το επίπεδο των «νομοθετημένων συντάξεων» στη Γερμανία, δηλαδή το τμήμα της σύνταξης που καταβάλλεται από το κράτος από εισφορές που έχουν παρακρατηθεί από τους εργαζόμενους, έχει πάρει τον κατήφορο την τελευταία δεκαετία, παρά την εντυπωσιακή ανάπτυξη, τα αυξημένα έσοδα από τη βαριά λαϊκή φορολογία, τα πλεονάσματα στον προϋπολογισμό και το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Το 2005 το επίπεδο συντάξεων ήταν στο 52,6% του μέσου μισθού και μέχρι το 2030 θα πέσει στο 44,7%, υπολογίζει η κυβέρνηση.
Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων έχει τεθεί επίσης ο περιορισμός της πρόωρης συνταξιοδότησης στα 63 χρόνια, η οποία έτσι κι αλλιώς ίσχυε για ελάχιστους, καθώς προϋποθέτει 45 χρόνια δουλειάς με ένσημα. Τώρα συζητιέται αυτή η «πρόωρη» συνταξιοδότηση να ισχύει μόνο για τα βαριά επαγγέλματα.
Η «κρατική» «νομοθετημένη σύνταξη» συμπληρώνεται από την «επιχειρησιακή» (επαγγελματικό ταμείο ανά επιχείρηση) και από την ιδιωτική ασφάλιση (σύστημα τριών πυλώνων ασφάλισης, καθώς επιπλέον δεν έχουν τη δυνατότητα για ιδιωτική ασφάλιση). Οσοι ζουν μόνο με την «κρατική» σύνταξη, ζουν σε συνθήκες που προσεγγίζουν τη φτώχεια.
Οι σημερινοί νέοι (20 - 35 ετών) δεν θα μπορούν να ζήσουν μόνο με την «κρατική» σύνταξη, χωρίς επιπρόσθετη ιδιωτική ασφάλιση, τονίζει πρόσφατη μελέτη (Vorsorgeatlas Deutschland) της Ενωσης Επενδύσεων (Union Investment). Οι ερευνητές θεωρούν ότι για την εξασφάλιση του βιοτικού επιπέδου στα γεράματα, απαιτείται η σύνταξη να φτάνει στο 60% του τελευταίου ακαθάριστου μισθού (ποσοστό αναπλήρωσης). Οι νέοι αναμένεται να συνταξιοδοτηθούν (χωρίς συμπληρωματική σύνταξη, μόνο με την «κρατική») κατά μέσο όρο με 981 ευρώ, δηλαδή με ποσοστό αναπλήρωσης μόλις 38,6% και με το όριο της φτώχειας να ορίζεται στα 900 ευρώ. «Αυτοί χρειάζονται γύρω στα 800 ευρώ επιπλέον το μήνα. Για να ζουν αξιοπρεπώς θα πρέπει να παραμείνουν ενεργοί εργαζόμενοι»...
«Είναι σημαντικό να χρησιμοποιηθούν οι δυνατότητες ιδίως της ιδιωτικής ασφάλισης. Οποιος φροντίσει αυτό, είναι καλά εξασφαλισμένος στα γεράματα», λέει ο Χανς Γιόακιμ Ράινκε, πρόεδρος του Συμβουλίου της Ενωσης Επενδύσεων. «Η νομοθετημένη σύνταξη εξακολουθεί να αποτελεί τον κύριο πυλώνα της συνταξιοδότησης κατά το έτος 2030. Αλλά η ιδιωτική παροχή εξασφαλίζει το βιοτικό επίπεδο», επισημαίνει ένας από τους ερευνητές, ο Μπερντ Ραφενχόσεν, και κάνει έκκληση για ενίσχυση της ιδιωτικής ασφάλισης.
Αλλά και πριν από λίγους μήνες, η γερμανική κυβέρνηση προειδοποιούσε στην ετήσια έκθεση για τις συντάξεις (2016) ότι «χωρίς πρόσθετη ιδιωτική ασφάλιση το επίπεδο των συνταξιούχων θα πέσει πολύ τα επόμενα χρόνια». «Ιδιαίτερα μεγάλος είναι ο κίνδυνος για τους χαμηλόμισθους», πρόσθετε. Οι χαμηλόμισθοι, οι ημιαπασχολούμενοι, αυτοί που μένουν άνεργοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα, είναι αυτοί που επηρεάζονται περισσότερο και θα καταλήξουν να είναι φτωχοί συνταξιούχοι, που θα αναγκάζονται να δουλεύουν μέχρι τη μέρα που θα πεθάνουν. Π.χ. οι χαμηλόμισθοι με τελευταίο μισθό πριν τη συνταξιοδότηση στα 1.100 ευρώ, θα πάρουν «κρατική» σύνταξη περίπου 680 ευρώ.
Αλλη έρευνα (ινστιτούτο «Bertelsmann Stiftung») σημειώνει ότι 1 στους 5 (το 20%) νέους συνταξιούχους από το 2022 θα απειλείται από τη φτώχεια. Σήμερα το ποσοστό των φτωχών συνταξιούχων ανέρχεται σε 15,9%. Ενδεικτικά είναι και τα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας (2016): Το 11% των ηλικιωμένων 65 - 74 ετών εργάζονται (942.000 άτομα), είτε ως βασική πηγή εσόδων, είτε συμπληρωματικά με τη σύνταξη.
Με φόντο τη συγκρότηση της νέας αφρικανικής «αντιτρομοκρατικής» αποστολής «G5 Sahel»
Copyright 2017 The Associated |
Ετσι εξηγείται, για παράδειγμα, η σημαντική αύξηση της παρουσίας και δράσης του γαλλικού στρατού σε πρώην αποικίες της Δυτικής και Κεντρικής Αφρικής (Τσαντ, Μάλι, Νίγηρας, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία), καθώς αφορούν τις ανάγκες π.χ. του γαλλικού ενεργειακού μονοπωλίου «AREVA» για ουράνιο. Είναι, άλλωστε, γεγονός ότι από το ουράνιο κυρίως του Νίγηρα εξαρτώνται οι περισσότεροι γαλλικοί πυρηνικοί σταθμοί που παράγουν το 80% της ηλεκτρικής ενέργειας σε όλη τη Γαλλία. Ταυτόχρονα, το Παρίσι ενδιαφέρεται να φρενάρει ή και να σταματήσει με τη δύναμη των όπλων τις τεράστιες μεταναστευτικές ροές από την Αφρική προς την Ευρώπη, που προκαλούν οι πολιτικές και οι κατά καιρούς επεμβάσεις που προκαλεί ο δυτικός ιμπεριαλισμός.
Οι ΗΠΑ, παράλληλα, βλέποντας με ανησυχία τις τελευταίες δεκαετίες την Κίνα και τα μονοπώλιά της να αυξάνουν τις δραστηριότητές τους στην υποσαχάρια Αφρική και να κλείνουν σημαντικές συμφωνίες με αφρικανικές κυβερνήσεις για έργα υποδομών, μεταφορών και εκμετάλλευσης ορυκτού και φυσικού πλούτου, αυξάνουν επίσης τη στρατιωτική παρουσία τους στην Αφρική. Χρησιμοποιούν μάλιστα ως βασικό πρόσχημα τη δράση οργανώσεων τζιχαντιστών, που και οι ίδιες με τις πολιτικές τους δημιούργησαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αύξηση της αμερικανικής στρατιωτικής δράσης στην ευρύτερη περιοχή προκάλεσε προ μηνών την απόφαση της Κίνας να φτιάξει (και να εγκαινιάσει τον περασμένο Αύγουστο!) στο Τζιμπουτί της Ανατολικής Αφρικής την πρώτη της στρατιωτική βάση «εφοδιαστικής αλυσίδας» στο εξωτερικό. Σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από το στρατόπεδο Λεμονιέ, όπου είναι η έδρα της διοίκησης του αμερικανικού στρατού για την Αφρική (AFRICOM)...
Αλλο πρόσχημα για τη δράση του αμερικανικού στρατού στην Αφρική δίνει επίσης η οργάνωση τζιχαντιστών της «Μπόκο Χαράμ», που δρα εδώ και χρόνια στη Νιγηρία (πρώτη σε μέγεθος οικονομία στην υποσαχάρια Αφρική) και στις μεθοριακές περιοχές γειτονικών χωρών, πέριξ της λίμνης Τσαντ. Με τον ίδιο τρόπο αξιοποιούνται και τα παρακλάδια της «Αλ Κάιντα» στο Μάλι (π.χ. οργάνωση «Ισλαμικό Μαγκρέμπ» AQIM), που δίνουν επίσης στις ΗΠΑ πρόσχημα «αντιτρομοκρατικής» δράσης. Παρόμοια χρησιμοποιείται και η δράση των Σομαλών τζιχαντιστών της «Αλ Σαμπάμπ», που δίνει στις ΗΠΑ το καλύτερο πρόσχημα για στρατιωτικές χερσαίες και αεροπορικές επιχειρήσεις εδώ και τουλάχιστον μιάμιση δεκαετία...
Με αυτά και με τα άλλα, οι ΗΠΑ σήμερα αναπτύσσουν στρατιωτική, «αντιτρομοκρατική» υποτίθεται, δράση σε 11 αφρικανικές χώρες (όπως Σομαλία, Ουγκάντα, Κένυα, Αιθιοπία, Τζιμπουτί, Ερυθραία, Νίγηρα, Μάλι, Τσαντ). Η φονική ενέδρα σε βάρος Αμερικανών κομάντος στο Νίγηρα στις 4 Οκτώβρη από ντόπιους τζιχαντιστές επανέφερε στο προσκήνιο το μέγεθος της στρατιωτικής δράσης των ΗΠΑ στην Αφρική, προκαλώντας «κατάπληξη» στο Κογκρέσο για τη γεωμετρική αύξηση των αμερικανικών επιχειρήσεων στη συγκεκριμένη ήπειρο, που προωθούν όλες οι αμερικανικές κυβερνήσεις μετά τις επιθέσεις της «Αλ Κάιντα» στις 11 Σεπτέμβρη του 2001...
Είναι έκδηλο πως η εμφάνιση και η δράση τζιχαντιστών πάει χέρι - χέρι με την εξάπλωση της δράσης στρατευμάτων από ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με πρώτες τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και άλλες ισχυρές χώρες της ΕΕ που έχουν σημαντικά διακυβεύματα στην περιοχή, όπως η Γερμανία, η Βρετανία κ.ά. Βέβαια, πολλά μονοπώλια της ΕΕ κάνουν τη «δουλειά» τους στην Αφρική πίσω από την ασπίδα της ΕΕ και των ευρωενωσιακών αποστολών στρατιωτικής «εκπαίδευσης», που παρέχουν υποτίθεται σε στρατούς της περιοχής, όπως π.χ. κάνουν τα τελευταία χρόνια στο Μάλι και στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Οι Γάλλοι ωστόσο αποδεικνύονται ιδιαίτερα «δραστήριοι», καθώς εκμεταλλεύονται τις προσβάσεις και τα μέσα που δημιούργησαν δεκαετίες πριν η κατοχή χωρών της περιοχής και η μετατροπή τους σε αποικίες με πάμφθηνο εργατικό δυναμικό και τεράστιο φυσικό και ορυκτό πλούτο.
Με φόντο τους παραπάνω ανταγωνισμούς και συμφέροντα, αντιλαμβάνεται κανείς γιατί δεν ευδοκιμούν εύκολα τα σχέδια για τη συγκρότηση της νέας «αντιτρομοκρατικής» δύναμης «G5 Sahel» από περίπου 5.000 στρατιώτες του Νίγηρα, του Τσαντ, του Μάλι, της Μπουρκίνα Φάσο και της Μαυριτανίας, με επικεφαλής τον Μαλινέζο στρατηγό Ντιντιέρ Ντάκο.
Η συγκεκριμένη αποστολή έχει επισήμως ως στόχους «την πάταξη της τρομοκρατίας, του λαθρεμπορίου και του οργανωμένου εγκλήματος, τον επαναπατρισμό εκτοπισμένων αμάχων και τη διευκόλυνση διανομής ανθρωπιστικής βοήθειας». Εχει σχεδιαστεί να δράσει σε τρεις βασικές ζώνες:
Στο στόχαστρο της «G5 Sahel» αναμένεται να τεθούν οι ακόλουθες οργανώσεις ζιχαντιστών: «Αλ Κάιντα» του «Ισλαμικού Μαγκρέμπ» (AQIM), «Jamaat al Nasr-al Islam», «Ansar al Dine», «Katiba Masine» (που θεωρείται παρακλάδι της «Ansar al Dine») και «Μπόκο Χαράμ».
Η δύναμη αυτή, που έχει εγκριθεί από την Αφρικανική Ενωση και έχει τις «ευλογίες» του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, υποτίθεται πως θα ήταν έτοιμη τον Οκτώβρη. Ωστόσο, η επιλογή του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ αφενός να μειώσει τη χρηματοδότηση οργανισμών, υπηρεσιών και «ειρηνευτικών» αποστολών του ΟΗΕ, αφετέρου να αυξήσει την «αυτονομία» και την ευελιξία των επιχειρήσεων του αμερικανικού στρατού σε πεδία έντονων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, δημιουργεί εμπόδια στη συγκρότησή της.
Τα εμπόδια αυτά είναι πρωτίστως οικονομικά, καθώς, μολονότι η ιδέα για τη συγκρότηση της αποστολής «G5 Sahel» ξεκίνησε το 2014, έως τώρα δεν έχει καταστεί εφικτό να συγκεντρωθούν τα περίπου 430.000.000 δολάρια που είναι ο ετήσιος προϋπολογισμός για τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της. Από αυτά τα χρήματα, μετά βίας λέγεται ότι έχει συγκεντρωθεί μόνο το 25%. Ειδικότερα, η ΕΕ έχει εγκρίνει τη χορήγηση 56.000.000 ευρώ, ενώ οι ΗΠΑ (μόλις την περασμένη Δευτέρα) ανακοίνωσαν ότι θα δώσουν 60.000.000 δολάρια.
Η Γαλλία επί προεδρίας Εμανουέλ Μακρόν έχει υποσχεθεί ότι θα δώσει 250.000.000 ευρώ, αποκαλύπτοντας το ζωηρό ενδιαφέρον και συμφέρον της για την επίσπευση της διαδικασίας για τη συγκρότηση της αποστολής. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο το γεγονός πως η πρώτη επίσκεψη που πραγματοποίησε ο Εμ. Μακρόν στο εξωτερικό μετά την εκλογή του τον περασμένο Μάη ήταν στο Δυτικοαφρικανικό Μάλι, όπου από το 2013 έχουν σταλεί, με πρόσχημα την «Αλ Κάιντα» και τους αυτονομιστές «Τουαρέγκ», χιλιάδες Γάλλοι στρατιώτες. Οι Γάλλοι στρατιώτες περιφρουρούν (είτε στο πλαίσιο της αρχικής αποστολής «Serval», είτε στο πλαίσιο της μετέπειτα αποστολής «Barkhane») τα συμφέροντα των γαλλικών μονοπωλίων έναντι ανταγωνιστικών, που εποφθαλμιούν επίσης την εκμετάλλευση σημαντικών κοιτασμάτων χρυσού, ουρανίου κ.ά. Αυτά τα συμφέροντα αναγκάζουν την ΕΕ να προωθήσει για τα μέσα του ερχόμενου Δεκέμβρη μία «διεθνή διάσκεψη δωρητών» στις Βρυξέλλες, ώστε να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα κεφάλαια που χρειάζονται για τη συγκρότηση και λειτουργία της αποστολής.
Σε κάθε περίπτωση, οι ανταγωνισμοί αυτοί αναμένεται να οξυνθούν και άλλο μέσα στα επόμενα χρόνια, καθώς το σημερινό ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον προβλέπεται να οδηγήσει σε νέες ισορροπίες και συσχετισμούς. Συνεπώς, η αύξηση των στρατιωτικών αποστολών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, με όποιο πρόσχημα, μόνο ανησυχία μπορεί να προκαλέσει στους λαούς της περιοχής. Η ανάγκη για λαϊκή πάλη και αντίσταση στους σχεδιασμούς των μονοπωλίων είναι πιο επιτακτική από ποτέ.