Κυριακή 4 Γενάρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΠΑΙΔΕΙΑ
ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΙΕΚ
Κατάρτιση για τις ανάγκες του κεφαλαίου

Από παλαιότερη διαμαρτυρία του Συλλόγου Σπουδαστών Ιδιωτικών Σχολών στον ΟΕΕΚ
Από παλαιότερη διαμαρτυρία του Συλλόγου Σπουδαστών Ιδιωτικών Σχολών στον ΟΕΕΚ
Εργαζόμενοι μιας χρήσης, προσαρμοσμένοι στις βραχύχρονες ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς εργασίας, μακριά από κάθε κατοχυρωμένο επαγγελματικό δικαίωμα, είναι η πλειοψηφία των απόφοιτων των Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης στα 13 χρόνια της λειτουργίας τους. Από τις αρχές του 1990, οπότε και ιδρύθηκαν, μέχρι σήμερα, τα δημόσια και ιδιωτικά ΙΕΚ έχουν γιγαντωθεί ως θεσμός, στοιβάζοντας στις αίθουσές τους χιλιάδες «καταρτιζόμενους», που βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να αγοράσουν κακής ποιότητας πρακτική γνώση σε ειδικότητες που μεταλλάσσονται διαρκώς ανάλογα με τις ανάγκες των επιχειρήσεων.

Ενδεικτικά, μόνο στη Θεσσαλονίκη λειτουργούν σήμερα 11 δημόσια και 13 ιδιωτικά ΙΕΚ, στα οποία φοιτούν συνολικά 5.503 σπουδαστές (3.044 και 2.459 αντίστοιχα). Η δημόσια και ιδιωτική κατάρτιση απορροφά στην πόλη περίπου 1.200 απόφοιτους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κάθε χρόνο, ενώ από το σύνολο των σπουδαστών σημαντικό κομμάτι καταλαμβάνουν οι καταρτιζόμενοι που επανέρχονται στα θρανία πολλά χρόνια μετά την αποφοίτησή τους από το Λύκειο, προκειμένου να προσλάβουν δεξιότητες που ζητάει η αγορά εργασίας.

«Ειδικότητες» μιας χρήσης

Η ευελιξία της αγοράς εργασίας αντανακλάται στα προγράμματα σπουδών των ΙΕΚ, καθώς δεκάδες ειδικότητες εμφανίζονται στους κύκλους της κατάρτισης για ελάχιστο χρονικό διάστημα και όταν κορεστεί η αγορά αποσύρονται από το πρόγραμμα. Το μοντέλο της κατακερματισμένης στείρας γνώσης, για την παραγωγή ευέλικτου, φτηνού εργατικού δυναμικού, βρίσκει απόλυτη εφαρμογή στα προγράμματα σπουδών, παράλληλα με την καλλιέργεια υποτακτικής και πειθήνιας συνείδησης στον αυριανό χώρο εργασίας. Μια πρώτη επαφή με την εργασιακή πραγματικότητα που πρόκειται να αντιμετωπίσουν, έχουν οι σπουδαστές κατά τη διάρκεια της 6μηνης, προαιρετικής πρακτικής τους άσκησης, κατά την οποία δουλεύουν τις περισσότερες φορές σε ιδιώτες χωρίς μισθό ή με ελάχιστα χρήματα και με καθόλου ή λίγα ένσημα.

Η σύνδεση κατάρτισης και επιχείρησης επιτυγχάνεται με την άμεση παρέμβαση στα προγράμματα σπουδών των εργοδοτικών ενώσεων σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, σε βαθμό τέτοιο ώστε το περιεχόμενο της κατάρτισης να διαμορφώνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τους αυριανούς εργοδότες. Η τριμερής επιτροπή που έχει την ευθύνη για τις παρεχόμενες ειδικότητες απαρτίζεται από εκπροσώπους του Οργανισμού Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΟΕΕΚ), των κατά τόπους Εργατικών Κέντρων και φυσικά των εργοδοτών, που μεταφέρουν από πρώτο χέρι τις ανάγκες των επιχειρήσεών τους. Το επόμενο βήμα μετά την αποφοίτηση είναι τα λεγόμενα τμήματα αποκατάστασης αποφοίτων, που λειτουργούν στα ΙΕΚ και αποτελούν μια πιο εξευγενισμένη έκδοση των ιδιωτικών δουλεμπορικών γραφείων, κατευθύνοντας τους απόφοιτους σε επιχειρήσεις με τις οποίες συνεργάζονται.

Ανάλογα απορροφούνται οι σπουδαστές από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και για την πρακτική τους άσκηση, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου πολυεθνικοί κολοσσοί σπονσονάρουν τα εργαστήρια των ιδιωτικών ΙΕΚ με το αζημίωτο, αφού εξασφαλίζουν έτσι άμεσα φτηνό εργατικό δυναμικό από το ίδιο το ίδρυμα.

Βαθιά ταξική μεταλυκειακή βαθμίδα

Ο βαθιά ταξικός χαρακτήρας της κατάρτισης επιβεβαιώνεται τόσο από τις επιδόσεις των σπουδαστών στην προηγούμενη βαθμίδα του Λυκείου, όσο και από τις διαφορές που παρουσιάζουν μεταξύ τους τα δημόσια και ιδιωτικά ΙΕΚ στην προσφερόμενη υποδομή. Η μέση επίδοση των μαθητών που καταλήγουν στα ΙΕΚ είναι ιδιαίτερα χαμηλή στο Λύκειο και απαγορευτική για κάθε άλλη μορφωτική διέξοδο, στοιχείο που επιβεβαιώνει και ο ΟΕΕΚ. Η ενδιάμεση «μεταδευτεροβάθμια» κλίμακα της κατάρτισης συγκεντρώνει έτσι παιδιά, στην πλειοψηφία τους εργατικών οικογενειών, που το ταξικό εκπαιδευτικό σύστημα απέβαλε βίαια από τις τάξεις του.

Το κόστος της ιδιωτικής κατάρτισης ξεπερνάει σήμερα τα 3.000 ευρώ το χρόνο (1.000.000 δραχμές) για κάθε σπουδαστή, χωρίς να υπολογίσει κανείς τα επιπλέον έξοδα για την αγορά του απαραίτητου για τα μαθήματα υλικού που επωμίζεται στο ακέραιο ο καταρτιζόμενος. Η «δημόσια» και «δωρεάν» Παιδεία, εξάλλου, κοστίζει στον σπουδαστή του δημόσιου ΙΕΚ 367 ευρώ (125.000 δραχμές) το εξάμηνο, ποσό που αυξάνεται χρόνο με το χρόνο. Στα πάγια έξοδα του σπουδαστή πρέπει να προστεθεί κι αυτό της μετακίνησης, αφού δημόσιες και ιδιωτικές σχολές δε χορηγούν πάσο, παρά μόνο για υπεραστικές μετακινήσεις από και προς τον τόπο καταγωγής του σπουδαστή. Στα έξοδα των σπουδαστών συμπεριλαμβάνονται και τα 45 ευρώ που καταθέτουν κάθε εξάμηνο σε λογαριασμό του ΟΕΕΚ, προκειμένου να εγγραφούν στις λίστες του Οργανισμού.

Ιδιαίτερα υψηλό είναι και το κόστος της λεγόμενης πιστοποίησης, των πανελλαδικών εξετάσεων στο τέλος του δεύτερου έτους φοίτησης, με την οποία κατοχυρώνονται τυπικά οι δεξιότητες που απέκτησε ο σπουδαστής στο ΙΕΚ. Για τη φετινή χρονιά το κόστος συμμετοχής έφτασε στα 88 ευρώ (30.000 δραχμές) για το θεωρητικό και πρακτικό μέρος, ποσό που ο σπουδαστής είναι υποχρεωμένος να καταβάλει ξανά ολόκληρο ή το μισό σε περίπτωση που αποτύχει και θελήσει να επαναλάβει την εξέταση. Ο τίτλος που παρέχεται σε καμιά περίπτωση δεν κατοχυρώνει και τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων, ενώ το πανελλαδικό ποσοστό των διπλωματούχων κάθε χρονιά δεν ξεπερνάει το 50% όσων τελικά αποφασίσουν να πάρουν μέρος στις εξετάσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΕΕΚ.

«Εκπαιδευτές» αντί «εκπαιδευτικών»

Η συντριπτική πλειοψηφία των 2.045 εκπαιδευτών που εργάζονται στα ΙΕΚ της Θεσσαλονίκης είναι ωρομίσθιοι και απασχολούνται συμπληρωματικά στην κατάρτιση, «διδάσκοντας» στους σπουδαστές αντικείμενα σχετικά με τον κλάδο στον οποίο εργάζονται. Η ενδιάμεση μεταλυκειακή βαθμίδα της κατάρτισης αποτελεί ίσως τον πιο μαζικό χώρο εργασίας στη δημόσια εκπαίδευση όπου έχει επέλθει πλήρης ανατροπή των εργασιακών σχέσεων με την αποκλειστική απασχόληση ωρομισθίων, ενώ οι προσλήψεις γίνονται με αδιαφανή κριτήρια και ο εκπαιδευτής συνήθως απολύεται όταν το αντικείμενο διδασκαλίας του ξεπεραστεί από τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.

Καθώς δεν υπάρχουν επίσημα συγγράμματα για τα αντικείμενα των ΙΕΚ, οι εκπαιδευτές αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη συγγραφή corpus για τα μαθήματά τους, εργασία για την οποία παραμένουν κατά κανόνα απλήρωτοι. Μεγάλη καθυστέρηση παρουσιάζεται και στις πληρωμές των μισθών τους, με αποτέλεσμα να υπάρχουν περιπτώσεις απλήρωτων εκπαιδευτών για πάνω από 12 μήνες. Η μέση αμοιβή των εκπαιδευτών στα δημόσια ΙΕΚ είναι σήμερα 15 ευρώ την ώρα μεικτά, υψηλότερη ωστόσο από εκείνη των συναδέλφων τους στα αντίστοιχα ιδιωτικά, όπου το ωρομίσθιο διαμορφώνεται ελεύθερα από τους εργοδότες.

Συνδικαλιστικό «άβατο»

Τα όρια που θέτουν οι σχολάρχες των ιδιωτικών κυρίως ΙΕΚ στη συνδικαλιστική δράση των σπουδαστών είναι αντίστοιχα εκείνων που πρόκειται να συναντήσουν στον αυριανό χώρο εργασίας τους. Απαγόρευση εξορμήσεων με πολιτικό υλικό, εμπόδια στην ενημέρωσή τους μέσα στις σχολές, διενέργεια εκλογών με την παρουσία αστυνομίας ή ιδιωτικής φύλαξης, αποβολές και απειλές κατά συνδικαλιστών, είναι μερικά μόνον από τα στοιχεία που περιγράφουν το συνδικαλιστικό «άβατο» των ΙΕΚ. Ακόμα και στα δημόσια ιδρύματα, δεν είναι λίγες οι φορές που οι εξορμήσεις εμποδίζονται με πρόσχημα τη «διατάραξη της ομαλής λειτουργίας του ιδρύματος».

Στην κατεύθυνση της δυναμικής διεκδίκησης των δικαιωμάτων των σπουδαστών και στην κατοχύρωση των συνδικαλιστικών τους ελευθεριών σημαντικό ρόλο έπαιξε η σύσταση του Συλλόγου Σπουδαστών Ιδιωτικών Σχολών (ΣΥΣΠΙΣ) το 1997 και του αντίστοιχου των Δημοσίων ΙΕΚ (ΣΥΣΔΙΕΚ) το 1999. Η παρουσία των συνδικαλιστών μέσα στις σχολές άνοιξε το δρόμο για τη μαζικοποίηση των δυο συλλόγων και έσπασε στην πράξη τη σιωπή που με τρομοκρατικά μέσα επιχειρούν να επιβάλουν οι σχολάρχες.

Επαγγελματική εκπαίδευση για τις πραγματικές λαϊκές ανάγκες

Η πολιτική του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ έχει μετατρέψει το χώρο της επαγγελματικής εκπαίδευσης σε χρυσωρυχείο για τους ιδιώτες και τους αποφοίτους σπουδαστές σε μια τεράστια δεξαμενή απ' όπου το ιδιωτικό κεφάλαιο μπορεί και αντλεί φτηνό εργατικό δυναμικό για την αύξηση των υπερκερδών του. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες και με δεδομένη τη γενικότερη πορεία ιδιωτικοποίησης, όπου οδηγούν την εκπαίδευση οι δικομματικές πολιτικές, το αίτημα για μια αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν επαγγελματική εκπαίδευση, δομημένη πάνω στη στέρεα γνώση του υποχρεωτικού ενιαίου δωδεκάχρονου σχολείου, γίνεται επιτακτικό. Μια επαγγελματική εκπαίδευση ταγμένη να εξυπηρετεί τις πραγματικές ανάγκες ανάπτυξης της χώρας, να συμβάλλει στην ανάπτυξη της λαϊκής οικονομίας και όχι στην αύξηση των κερδών του κεφαλαίου.


Περικλής ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ