Κυριακή 30 Σεπτέμβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ «ΡΙΖΟΧΑΡΤΟ»
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "ΡΙΖΟχαρτο"
Η απόδραση από το χρέος δε λυτρώνει

Μανώλης Κορνήλιος «Ο ΑΛΛΟΣ ΔΡΑΠΕΤΗΣ» εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»

Ο δραπέτης δεν είναι πάντα εκείνος που τον αντιλαμβανόμαστε σαν δραπέτη. Δηλαδή, κάποιος που τον κυνηγάει η αστυνομία ή η ασφάλεια, γιατί «το 'σκασε». Υπάρχει και «ο άλλος δραπέτης», κοντά μας, στο περιβάλλον μας. Είναι αυτός, που δραπετεύει από το χρέος του να αντισταθεί στο κακό που γίνεται γύρω του.

«Ο άλλος δραπέτης» του Μανώλη Κορνήλιου διαδραματίζεται σε μιαν εποχή που αποτέλεσε μιαν ανεξάντλητη πηγή τέχνης. Διότι υπάρχουν περίοδοι στην ιστορία μιας χώρας που είναι τόσο συνταρακτικές και χαράσσουν τόσο βαθιά τη συλλογική μνήμη και ψυχή ενός λαού, ώστε να αποτελέσουν μια πολύτιμη και αστείρευτη πηγή δημιουργίας για ανθρώπους, που έχουν τη δυνατότητα να μεταπλάσουν αυτήν την παρακαταθήκη σε κάποια μορφή τέχνης. Οπως και ο Μανώλης Κορνήλιος, που δε δραπέτευσε από το χρέος του να αντισταθεί και γι' αυτό «έκανε» και Μακρόνησο. Το μυθιστόρημα τοποθετείται σ' ένα χρονικό μεταίχμιο. Μόλις έχει τελειώσει ο Εμφύλιος και ακόμα δεν έχει ξεκινήσει καλά καλά ο δολοφονικός μηχανισμός του μετεμφυλιακού κράτους ή με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα, το βιβλίο είναι «ένα πρώτο υστερόγραφο στον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο του χίλια εννιακόσια σαράντα εφτά - σαράντα εννιά. Πριν ηχήσουν οι απανωτές ομοβροντίες των εκτελεστικών αποσπασμάτων που ακολούθησαν».

Ο συγγραφέας δεν μπαίνει βαθιά στην ψυχολογία του κυνηγημένου αγωνιστή - δραπέτη. Τον βλέπουμε σαν από μακριά. Αυτός ο δραπέτης είναι, άλλωστε, ένα γνωστό φαινόμενο που αποτέλεσε την πρώτη ύλη για αρκετά βιβλία. Αντίθετα, στο «Ο άλλος δραπέτης» ψυχογραφούνται πολύ περισσότερο οι άλλοι χαρακτήρες, οι μη-ήρωες, που αντιπροσωπεύουν ταυτόχρονα και ανάλογες στάσεις ζωής καλύπτοντας περίπου όλο το φάσμα των επιλογών στις τότε συνθήκες χωρίς ο συγγραφέας να καταδικάζει.

Ετσι, ο αναγνώστης παίρνει μιαν εικόνα αρκετά διαφοροποιημένη και ανθρώπινη από τους ανθρώπους και τα ανθρωπάκια μιας ιστορικής συγκυρίας που δεν επέτρεψε τη μετριότητα μιας φιλήσυχης ζωής, αλλά επέβαλε εκ των πραγμάτων οδυνηρές επιλογές. Οι συνθήκες στη χώρα (Κατοχή, Εμφύλιος, το μετέπειτα «καθάρισμα» από την αντίδραση) δεν άφησαν το λαό της να κάνει μια «κανονική» ζωή. Τον έβαλε μπροστά σε μιαν απόλυτη επιλογή: Είτε να γίνει δουλοπρεπής, να υποταχθεί για να μην «μπλέξει», ακόμα και να γίνει καταδότης και χαφιές, είτε να μη δώσει «γην και ύδωρ», να γίνει ήρωας με όλες τις οδυνηρές συνέπειες, όπως τις έζησαν τόσοι και τόσοι αγωνιστές. Οι ακραίες καταστάσεις ακραίες επιλογές επιβάλλουν. Δεν αφήνουν περιθώρια.

Στο «Ο άλλος δραπέτης» άλλοι φυλάνε Θερμοπύλες, άλλοι τις παραδίδουν, χωρίς ωστόσο οι τελευταίοι πάντα να τη γλιτώσουν. Η δραπέτευση από το ηθικό χρέος δεν τους εγγυάται την ομαλή συμβιβασμένη επιβίωση. Μπορούν και να βρεθούν στη φυλακή, μπορούν και να σκοτωθούν, αλλά χωρίς την αξιοπρέπεια του εκτελεσμένου αγωνιστή.

Ο Μανώλης Κορνήλιος έχει πετύχει την ψυχογραφία των ανθρώπων μιας τέτοιας κοινωνίας, αλλά και τη ζωντανή αναπαράσταση του κλίματος, που επικρατούσε.

Δεν αρκεί να διαβάζουμε ιστορικά ντοκουμέντα, όσο απαραίτητα κι αν είναι για την αντικειμενική απόδοση ιστορικών γεγονότων. Οι επόμενες γενιές πρέπει να γνωριστούν με την παραστατικότητα, με την οποία η τέχνη απαθανατίζει την ιστορία και διδάσκει να μη διαλέξουν το δρόμο της φυγής από το δύσκολο, τον απαιτητικό αγώνα τού μη συμβιβασμού, να μη δραπετεύουν από το χρέος τους, να φυλάνε Θερμοπύλες.


Αννεκε Ιωαννάτου

Σελίδες λάμπουν στο σκοτάδι «ΡΙΖΟχαρτο»
ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ - ΟΡΣΟΝ ΟΥΕΛΣ
«Η δίκη»

Ο,τι πιο σκοτεινό και τραγικό, το έργο του Κάφκα σημάδεψε τη λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Τα έργα του διαβάζονται με πάθος και ακολουθούν μεταφορές τους τόσο στο θέατρο όπως γίνεται με τη «Μεταμόρφωση» από τον Πολάνσκι στη Ν. Γαλλία αλλά και στην Ελλάδα από τον Ποταμίτη, αλλά και τη «Δίκη» και τον «Πύργο» από τον Αλέξη Σολομό, όσο και στον κινηματογράφο με αξιολογότερη τη «Δίκη» από τον Ορσον Ουέλς το 1963.

Ο Κάφκα γεννήθηκε το 1883 στην Πράγα από Γερμανόφωνους Εβραίους γονείς, σπούδασε νομικά στο Γερμανικό Πανεπιστήμιο της Πράγας και δούλεψε σε μια ασφαλιστική εταιρεία. Τα περισσότερα βράδια του τα περνούσε μοναχικά, γράφοντας. Είναι εγκλωβισμένος σε ένα φιλοσοφικό δίχτυ ασφυξίας και απαισιοδοξίας, με αποτέλεσμα ούτε στη ζωή ούτε στο λογοτεχνικό του έργο να βλέπει διέξοδο από αυτό αλλά αντιθέτως να βυθίζεται ολοένα και πιο πολύ σ' αυτό.

Στη «Δίκη», που είναι ίσως από τα πιο χαρακτηριστικά του έργα, ένα αθώο θύμα κατηγορείται και σύρεται ανεξήγητα και παράλογα σε μια δίκη όπου και καταδικάζεται και εκτελείται. Για τον Κάφκα η τέχνη είναι το μόνο μέσο φυγής από την τρομακτική πραγματικότητα, πράγμα που στειρώνει τον κοινωνικό ρόλο της τέχνης. Ο Κάφκα θεωρεί ότι το άτομο είναι τελείως μόνο του σε ένα παράλογο σύμπαν. Η σύγκρουση με αυτόν τον κόσμο δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στη συντριβή του. Από τη μια διαβάζοντας τη «Δίκη» αλλά κι άλλα έργα του, μπορούμε να δούμε ολοζώντανα την κατάσταση της αποξένωσης στον καπιταλισμό κι ίσως να θέσουμε κάποια ερωτήματα για τον εγκλωβισμό στην ατομικότητα και τη μοναξιά που φέρνει αυτή, ή για την απανθρωπιά συνολικά του συστήματος. Αλλά φτάνει αυτό;

Αξιοπρόσεχτη είναι και η κινηματογραφική μεταφορά της «Δίκης» από τον Ορσον Ουέλς. Ο σκηνοθέτης ξεφεύγει από τον καφκικό υπαρξισμό αλλά πάλι ακολουθεί μια αντιδιαλεκτική φιλοσοφία στο έργο του. Εδώ το άτομο μόνο του δεν έρχεται σε σύγκρουση με ένα ολόκληρο φανταστικό σύμπαν εμμονών αλλά με την κοινωνία ενώ η εκτέλεση είναι μια αναπαράσταση της έκρηξης της ατομικής βόμβας, σημείο κριτικής στην πολιτική των ιμπεριαλιστών. Ετσι η ταινία είναι μια συνταρακτική αποκάλυψη της αποξένωσης και μεταδίδει μια ανησυχία για το μέλλον του κόσμου.

Η αποκάλυψη των βαθιών πληγών του καπιταλισμού κι ο φόβος για τον επερχόμενο «κατακλυσμό» δεν αρκούν για να κατατάξουν τον καλλιτέχνη με τις δυνάμεις της προόδου. «Η δίκη» καθηλώνει με την ατμόσφαιρά της και μας φέρνει καλλιτεχνικά σε επαφή με τη σκληρή πραγματικότητα του καπιταλισμού στην περίοδο του σαπίσματός του, τον ιμπεριαλισμό, αλλά δε «σκουντάει» κανένα να δει διέξοδο, ούτε καν από μια χαραμάδα φως. Αντιθέτως θα λέγαμε πως κανείς βρίσκεται σε ψευδαίσθηση αν πιστέψει πως ο Κάφκα καταδικάζει την αποξένωση. Ο συγγραφέας θεωρεί τον εαυτό του και το άτομο γενικά τελείως ξένο προς όλους, δεν το θεωρεί μέλος της κοινωνίας και όλα αυτά τα θεωρεί μοιραίο κακό κι έτσι η αποξένωση δεν αντισταθμίζεται με καμία διέξοδο, με καμία εναλλακτική λύση.

Ετσι το «προφητικό» για πολλούς έργο του Κάφκα δε λαμβάνει υπόψη καθόλου τη δύναμη των πολλών, των επί γης καταπιεσμένων ανθρώπων, τη δύναμη αλλαγής που κρατά στα χέρια της η εργατική τάξη.


Ελένη Πασσά


ΣΕΛ.  4
Η μελωδία της σκέψης «ΡΙΖΟχαρτο»
Χρήστος Λεοντής «ΕΡΩΤΑΣ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ»

Ποίηση: Δημήτρης Λέντζος

Τα Ονειρα

Τα όνειρα σ' ατέλειωτη πορεία

Να στήνουν οδοφράγματα φιλιά

Εμέθυσε κι απόψε η Ιστορία

Και κάθεται στου δρόμου τα σκαλιά

Τα χρόνια που χαλάσαμε γυρεύουν

Να γίνουνε τραγούδι και φωνή

Τα αργύρια που κέρδισαν ξοδεύουν

Σ' ελπίδα και υπόσχεση φτηνή

Στ' αυτιά μου η κουβέντα σου ιδρώνει

Θ' αλλάξει αυτός ο κόσμος με φωτιά

Πού να 'σαι τάχα τώρα που παγώνει

Πού να 'σαι τώρα σ' αυτή την ερημιά

Γιώργος Σκαμπαρδώνης
«ΠΟΛΥ ΒΟΥΤΥΡΟ ΣΤΟ ΤΟΜΑΡΙ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ»

εκδ. «Κέδρος»

Ο Μάης του 1963 είναι σημαντικός για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία: Στις 22 του μήνα, στη Θεσσαλονίκη, από έναν εσμό παρακρατικών που είχαν στενότατες διασυνδέσεις με τους πιο επίσημους μηχανισμούς του ελληνικού μετεμφυλιακού κράτους (χωροφυλακή και στρατό), αλλά και με τις ξένες μυστικές υπηρεσίες, δολοφονείται ο βουλευτής της ΕΔΑ και στέλεχος του φιλειρηνικού κινήματος, Γρηγόρης Λαμπράκης.

Τη λογοτεχνική αποτύπωση αυτής της δολοφονίας έχουμε γνωρίσει μέσα από το βιβλίο «Ζ», του Βασίλη Βασιλικού. Το 2006, ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας και δημοσιογράφος Γιώργος Σκαμπαρδώνης έδωσε, μέσα από τις εκδόσεις «Κέδρος», τη δική του λογοτεχνική ματιά στο μυθιστόρημά του «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου». Ο συγγραφέας περιγράφει όσα συνέβησαν στην πόλη της Θεσσαλονίκης λίγες μέρες πριν τη δολοφονία Λαμπράκη όχι ακριβώς όπως έγιναν, αλλά όπως θα μπορούσαν να έχουν γίνει. Δεν εννοούμε με αυτό ότι δείχνει μία εκδοχή της πραγματικότητας που δεν υπήρξε, αλλά, αντίθετα, ότι επιχειρεί μία διερεύνηση στα όσα δε γράφτηκαν ποτέ στις εφημερίδες, δεν αναδείχτηκαν ούτε μέσα από την ανακριτική διαδικασία για τη δολοφονία Λαμπράκη.

Το πραγματικό γεγονός: Οι ίδιοι παρακρατικοί που εκτέλεσαν τη δολοφονία Λαμπράκη συμμετείχαν, λίγες μέρες πριν, σε έναν άτυπο μηχανισμό περιφρούρησης του Γάλλου Προέδρου, στρατηγού Ντε Γκωλ, που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη. Πάνω σ' αυτόν τον πραγματικό καμβά, κεντά ο Σκαμπαρδώνης το μυθιστόρημά του: Οι μυστικές υπηρεσίες του ελληνικού κράτους αναλαμβάνουν, σε συνεργασία με τους παρακρατικούς, τη φρούρηση του Ντε Γκωλ: Παράλληλα, ο άτυπος υπαρχηγός των εν λόγω υπηρεσιών έχει στενές διασυνδέσεις με τον αμερικάνικο παράγοντα και την αντικομμουνιστική οργάνωση «Κόκκινη Προβιά». Ο στόχος του είναι η δολοφονία του Γάλλου ηγέτη, ώστε να επιτευχθούν ταυτόχρονα δύο στόχοι: Η διάρρηξη οποιασδήποτε δυνατότητας προσανατολισμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής προς το γαλλικό παράγοντα και η απόδοση της δολοφονίας στους κομμουνιστές και στην ΕΔΑ. Τελικά, το σχέδιο αποτυγχάνει και οι μηχανισμοί, επίσημοι και ανεπίσημοι, της αστικής τάξης και των συμμάχων της στρέφονται προς τον επόμενο στόχο τους, τον Γρηγόρη Λαμπράκη.

Το μυθιστόρημα είναι βέβαια πολιτικό, αλλά οι άνθρωποι που περιγράφει ο συγγραφέας έχουν λογοτεχνικό κύρος: Είναι εκφραστές συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης και συγκεκριμένων συμφερόντων, που καθορίζουν, πέρα από σχηματοποιήσεις, και τις προσωπικές τους συμπεριφορές. Εξαιρετικές είναι οι περιγραφές των παρακρατικών: Μια πραγματική «Αυλή των Θαυμάτων», άνθρωποι ξεπεσμένοι από την ίδια τους την τάξη, που μισθώνονται στην υπηρεσία των αντιπάλων της. Ακραία φτώχεια, ακραία αποκλίνουσες συμπεριφορές, ακραία αλλοιωμένη συνείδηση: Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά ενός μικρόκοσμου, που αποτυπώνει, με το λογοτεχνικά αρτιότερο τρόπο, τις ιδιότητες που αποδίδει στο λούμπεν προλεταριάτο ο Μαρξ, στο κλασικό του έργο «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη».

Ο Σκαμπαρδώνης θέτει ορισμένους ιστορικούς και πολιτικούς προβληματισμούς: Ποια είναι τα όρια ανεξαρτησίας κίνησης του ελληνικού κρατικού μηχανισμού στη δεκαετία του '60, σε σχέση με τις επιλογές των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κέντρων, ιδιαίτερα των ΗΠΑ; Πώς εκδηλώνεται η διαπάλη των ίδιων αυτών ιμπεριαλιστικών κέντρων στο ελληνικό έδαφος και στην ελληνική πολιτική ζωή; Τι συμβαίνει μέσα στο ίδιο το ελληνικό λαϊκό κίνημα; Πώς εκφράζεται η σχέση του παράνομου - την εποχή εκείνη - ΚΚΕ, με την ΕΔΑ, μέσα από τις γραμμές της οποίας δρουν οι κομμουνιστές; Οσον αφορά αυτήν την τελευταία διάσταση, βλέπουμε εντελώς κριτικά την τοποθέτηση του συγγραφέα, που δεν αποδέχεται την όποια προσπάθεια των κομμουνιστών να διατηρήσουν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους μέσα στο συμμαχικό σχήμα.

Η αισιόδοξη νότα στη γενική αδιέξοδη ατμόσφαιρα του βιβλίου έρχεται από την πιο απροσδόκητη πλευρά. Η γυναίκα του διοικητή της ΚΥΠ, κόρη παλιού Μακρονησιώτη, που προχώρησε στο συγκεκριμένο γάμο μετά από πίεση της μάνας της, για να γλιτώσει από τη φτώχεια, μετά από μια μακρόχρονη περιπλάνηση σε σαθρές προσωπικές επιλογές, κάνει μια προσπάθεια να ξαναβρεί την αξιοπρέπειά της, μελετώντας ένα ...βιβλίο Γεωμετρίας: Το βιβλίο που της έκανε δώρο ο πατέρας της σαν έκφραση της επιθυμίας του να σπουδάσει... Να υποθέσουμε ότι αυτό είναι ένα βήμα προς την επανάκτηση μιας λαϊκής αγωνιστικής συνείδησης;

Εν τέλει, ένα βιβλίο που ο αναγνώστης θα πρέπει να δει με κριτικό μάτι, αλλά που, από την άλλη πλευρά, αξίζει να διαβάσει, να απολαύσει την αναμφισβήτητη δύναμη γραφής του Σκαμπαρδώνη και να στοχαστεί πάνω στα πολιτικά ζητήματα που θέτει.


Δώρα Μόσχου

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ (1909-1956)
«Θέλω να γράψω ένα τραγούδι μ' αντοχή... »

Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από το βιβλίο «Πνευματικές Γνωριμίες» του Τάκη Αδάμου από τις εκδόσεις «Καστανιώτης»

Μ. Αυγέρης, Γ. Κοτζιούλας, Γαλάτεια Καζαντζάκη και Ελλη Αλεξίου (Αρχ. Ελλης Αλεξίου)
Μ. Αυγέρης, Γ. Κοτζιούλας, Γαλάτεια Καζαντζάκη και Ελλη Αλεξίου (Αρχ. Ελλης Αλεξίου)
Από τα πιο γνωστά και πηγαία ποιητικά ταλέντα της χώρας μας, αλλά κι απ' τους πιο βασανισμένους Νεοέλληνες λογοτέχνες, ο Γιώργος Κοτζιούλας ξεκαθάρισε εξαρχής το στόχο της δημιουργίας του κι έμεινε αταλάντευτα πιστός σ' αυτόν ως το τέλος της ζωής του. Εγραψε πραγματικά «τραγούδια μ' αντοχή». Μοναδική πηγή έμπνευσης για τον Κοτζιούλα είναι ο λαός, η φτωχολογιά.

«Με το Κόμμα δεν αντιδικώ, αλλά η αλήθεια πρέπει να λέγεται. Το γραπτό μου μπορεί να γίνει μια μαρτυρία για μια μεγάλη εποχή, για στιγμές ιστορικές που τις έζησα προσωπικά και θαρρώ πως κανείς δεν μπορεί να μου αρνηθεί την αντικειμενικότητα και την αξιοπιστία....» (Ο Κοτζιούλας σε μια συζήτηση με τον Αδάμο απ' αφορμή το θάνατο του Αρη Βελουχιώτη, για τον οποίο έγραφε τις αναμνήσεις του).

Στα 1953-54 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ηπειρωτική Εστία» (Γιάννενα), σε 16 συνέχειες, μια αφήγηση του Κοτζιούλα, γραμμένη στα 1948, με τον τίτλο «Από μικρός στα γράμματα»... Αν η αφήγηση αυτή είχε τίτλο «Από μικρός στα βάσανα», θ' ανταποκρινόταν καλύτερα στο περιεχόμενό της: στη φτώχεια και στη δυστυχία που συντροφεύουν μόνιμα τον Κοτζιούλα από τα πρώτα βήματά του στη ζωή.

Από μικρός ο Κοτζιούλας ήταν ιδιαίτερα φιλομαθής και τελικά ο πατέρας του αποφάσισε να κάνει τη μεγάλη θυσία και να τον στείλει στο Σχολαρχείο μαζί μ' έναν ξάδερφο σε γειτονικό χωριό και έπειτα στο Γυμνάσιο. Εκεί: «...κακοτρώγοντας από το 'να βράδυ στ' άλλο μεσημέρι, κοιμούμενοι καταγής, χωρίς πάτωμα, με το νου μας ωστόσο πάντα στα γράμματα, σαν άυλοι ασκητές, βγάλαμε τη χρονιά μ' επιτυχία στις εξετάσεις και μάλιστα πήραμε άριστα στο ενδεικτικό. Αμα το 'μαθε ο πατέρας μου πήγε να πετάξει απ' τη χαρά του...».

Ο Μάρκος Αυγέρης, στη μελέτη του για τη ζωή και το έργο του Κοτζιούλα, εκφράζει τον ανυπόκριτο θαυμασμό του γι' αυτόν: «...Το κατόρθωμα του Κοτζιούλα είναι σπάνιο κι εξαιρετικό. Ζώντας μέσα στις ολότελα εχθρικές συνθήκες της ζωής όλων των φτωχών ανθρώπων στην Ελλάδα, γνώρισε κάθε δοκιμασία... Ωστόσο ήταν ένας από τους πιο καλλιεργημένους νέους ποιητές. Κι όλον αυτόν τον ανήφορο, ως τις κορφές του πνευματικού κόσμου, τον έκαμε όχι μόνο παλεύοντας μ' άπειρες δυσκολίες, παρά και τραυματισμένος από τη φυματίωση ένα μεγάλο μέρος της ζωής του. Πολύ λίγοι άνθρωποι στον κόσμο ξεπερνούν τέτοια εμπόδια και με τέτοια αποτελέσματα. Πολύ λίγοι άνθρωποι μέσα σε τέτοιες συνθήκες έχουν να επιδείξουν τέτοιες νίκες...».

Γ. Κοτζιούλας
Γ. Κοτζιούλας
Ο Κοτζιούλας εντάχθηκε στις γραμμές του ΕΛΑΣ. Θεατρικά του έργα παίχτηκαν στο θέατρο του βουνού. Το περιοδικό «ΘΕΑΤΡΟ» γράφει σχετικά (Σεπτ. - Δεκ. 1976): «...Χρειάστηκε να περάσουν τριάντα δύο ολόκληρα χρόνια για ν' ανακαλύψουμε το θεατρικό Κοτζιούλα και την ανεπανάληπτη «Λαϊκή Σκηνή» της VIII Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Ηπείρου... Πραγματικά η «Λαϊκή Σκηνή», που ξεπήδησε αναπάντεχα το '44 στα κακοτράχαλα βουνά της Ηπείρου, είναι το πρώτο και μοναδικό αντάρτικο θέατρο στην ιστορία του τόπου...».

Ο Κοτζιούλας έγραφε και πεζογραφία, αλλά, ωστόσο, για την ποίησή του έγινε πιο γνωστός. Ο Βάρναλης τον χαρακτηρίζει «Ποιητή με τα ούλα του, από τους πρώτους της πρώτης πεντάδας της «καθεστηκυίας» γενιάς.

Ενα μεγάλο μέρος από τους στίχους του έχουν τη σφραγίδα του γενέθλιου τόπου του, της Ηπείρου. Αυτό το μαρτυράει κατεξοχήν το ποίημα «ΗΠΕΙΡΟΣ» (1941), από το οποίο παραθέτουμε την εξής χαρακτηριστική στροφή:

Στον τόπο μας δε μεγαλώνουν οκνοί δούλοι,

Κανένας δεν ακούει τυράννου προσταγή:

το ξακουσμένο πέφτει εδώ, το μέγα Σούλι,

που 'ν' αγιασμένη η κάθε πέτρα του στη γη.


Στο Αγρίνιο με τη «Λαϊκή Σκηνή» του ΕΛΑΣ. Ο Γ. Κοτζιούλας τρίτος στην πίσω σειρά (Πηγή φωτ.: Κώστα Στεργιόπουλου, «Η Ελληνική Ποίηση», εκδ. «Σοκόλη»)
Στο Αγρίνιο με τη «Λαϊκή Σκηνή» του ΕΛΑΣ. Ο Γ. Κοτζιούλας τρίτος στην πίσω σειρά (Πηγή φωτ.: Κώστα Στεργιόπουλου, «Η Ελληνική Ποίηση», εκδ. «Σοκόλη»)

Α. Ι.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ