Κυριακή 30 Γενάρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Α. Η αίσθηση πως ο κύκλος της υποχώρησης των δυνάμεων του σοσιαλισμού οδεύει προς τη λήξη του, δυναμώνει. Η αρχική αυτοπεποίθηση των κυρίαρχων τάξεων μεταβάλλεται σε σκεπτικισμό, απαισιοδοξία, αβεβαιότητα. Η ιστορική εποχή που εγκαινίασε η οκτωβριανή επανάσταση, αυτή της γενικής κρίσης του καπιταλισμού και της μετάβασης στο σοσιαλισμό, δεν έχει κλείσει.

Με την ήττα του σοσιαλισμού στις χώρες της Ευρώπης, την ΕΣΣΔ και τη ΛΔ Μογγολίας, αναδύεται μια πρωτότυπη κατάσταση: Η διάσπαση του κόσμου σε δύο αντίθετα κοινωνικά συστήματα ξεπερνιέται τρόπον τινά αλλά δεν αναιρείται. Εξαφανίζεται ο σοσιαλισμός ως παγκόσμιο σύστημα, στις υπόλοιπες χώρες υποχωρούν οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, δεν ανατρέπεται όμως η σοσιαλιστική εξουσία.

Μετά το πρώτο σοκ, το Κομμουνιστικό Κίνημα ανασυντάσσεται. Αρκετά κόμματα ανασυγκροτούνται, κατακτούν θέσεις, δίνουν ενδιαφέρουσες επεξεργασίες. Σήμερα το Κομμουνιστικό Κίνημα αντιμετωπίζει ένα δεύτερο αντεπαναστατικό κύμα: με έξαρση αντικομμουνισμού, καταστολή, πιέσεις ακόμα και κρατικές επεμβάσεις για την περιθωριοποίηση, διάσπαση και αποδυνάμωση κομμουνιστικών δυνάμεων. Σε χώρες της Ευρώπης υπάρχουν ΚΚ παράνομα ή αντιμέτωπα με ασφυκτικά εμπόδια στη δράση τους.

Ουσιαστική πλευρά αυτού του δεύτερου κύματος μετά την αντεπανάσταση είναι η σφοδρότητα της ιδεολογικής επίθεσης, της πίεσης για ενσωμάτωση, για άμβλυνση - εγκατάλειψη φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών. Οι σημαντικές αποκλίσεις σε στρατηγικά ζητήματα στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος το καθιστούν πιο ευάλωτο.

Ιδιαίτερη αρνητική εξέλιξη αποτελεί η ίδρυση του λεγόμενου Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Πέρα από τις επιδιώξεις ή αυταπάτες κομμάτων που συμμετέχουν, στον πυρήνα του μορφοποιείται ένα διαλυτικό - συμβιβαστικό ρεύμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέσω της σύμφυσης οπορτουνιστικών και ρεφορμιστικών δυνάμεων με μηχανισμούς της ΕΕ.

Β. Το Κόμμα μας έχει διαμορφωμένο πρόγραμμα και στρατηγική παίρνοντας υπόψη και τις εξελίξεις στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Η λενινιστική ανάλυση δεν αποκόβει την πολιτική του ιμπεριαλισμού από την οικονομία του. Ξεκινά από το ότι ιμπεριαλισμός σημαίνει μονοπωλιακός καπιταλισμός, σημειώνει την ιστορική θέση του ιμπεριαλισμού. Στην Ελλάδα είναι διαμορφωμένος ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη στρατηγική μας: η εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της είναι αυτή που θα αντικαταστήσει την εξουσία των μονοπωλίων. Τα 15ο και 16ο Συνέδρια έχουν περιγράψει τους τρόπους και τους δρόμους μέσα από τους οποίους μπορεί να προκύψει μια κυβέρνηση του Μετώπου, τις πιθανές ατραπούς που θα ακολουθήσει η πάλη για τη λύση του ζητήματος της εξουσίας.

Ωστόσο, το ότι η αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή πάλη εντάσσεται οργανικά στην πάλη για το σοσιαλισμό δε σημαίνει και ότι αυτά ταυτίζονται. Βεβαίως, υπάρχουν άλλες δυνάμεις -στη χώρα μας και διεθνώς - που ασπάζονται μια τέτοια άποψη. Ορισμένοι ξεκινούν από μια αντιλενινιστική αντίληψη περί «ολοκλήρωσης» του καπιταλισμού, άλλοι δε ισχυρίζονται πως η χώρα μας είναι ή αναδύεται σε ιμπεριαλιστική δύναμη - κάτι που βρίσκεται σε κραυγαλέα αντίφαση με την πείρα του λαϊκού κινήματος και τις πολιτικές εξελίξεις. Ανάλογες γνώμες εκφράστηκαν σποραδικά και στο διάλογο.

Μια τέτοια άποψη, εκτός των άλλων, αγνοεί την υπόδειξη πως «το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ιμπεριαλισμού συνίσταται στο ότι όλος ο κόσμος, όπως το βλέπουμε, χωρίζεται σήμερα σε πολλά καταπιεζόμενα έθνη και σ' ένα μηδαμινό αριθμό εθνών που καταπιέζουν, που διαθέτουν κολοσσιαία πλούτη και μεγάλη στρατιωτική δύναμη... Η τεράστια πλειοψηφία... ανήκουν στα καταπιεζόμενα έθνη» (Λένιν, έκθεση για το εθνικό και αποικιακό ζήτημα στο ΙΙ Συνέδριο της ΚΔ). Η θέση αυτή επαναλαμβάνεται από τον Στάλιν, την ΚΔ, συνιστά ακρογωνιαίο λίθο της κομμουνιστικής στρατηγικής.

Θεωρώ την τοποθέτηση του Προγράμματος και των Θέσεων της ΚΕ σαφή. Σε αρμονία με την υπογράμμιση του Λένιν πως «Χαρακτηριστικές για αυτή την εποχή δεν είναι μόνο οι δύο βασικές ομάδες χωρών: οι χώρες που κατέχουν αποικίες και οι αποικιακές χώρες, αλλά και οι ποικίλες μορφές των εξαρτημένων χωρών, που πολιτικά, τυπικά, είναι ανεξάρτητες, στην πράξη όμως είναι μπλεγμένες στα δίχτυα της χρηματιστικής και διπλωματικής εξάρτησης».

Γ. Σημαντική κινητικότητα χαρακτηρίζει τις εξελίξεις στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Οι ανακατατάξεις και αναδιατάξεις δυνάμεων αποκτούν μια ταχύτητα αξιοσημείωτη. Νέες δυνάμεις αναδύονται, η Ιαπωνία (πάντα δεύτερη παγκόσμια οικονομία) ανακάμπτει φιλόδοξα και επιθετικά, άξονες και αντιάξονες σχηματίζονται και διαλύονται, δυνάμεις και χώρες αλλάζουν στρατόπεδα, συσπειρώσεις και αντισυσπειρώσεις ξεπηδούν και χάνονται ξαφνικά. Ο ανταγωνισμός «μερικών μεγάλων Δυνάμεων που τείνουν προς την ηγεμονία», οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις αποκτούν μια οξύτητα εκρηκτική.

Ιδιαίτερα αξίζει να σημειωθεί η τάση επιστροφής σε «κλασικές» μορφές αποικιακής ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, με την άμεση στρατιωτική κατοχή εδαφών, την επιβολή προτεκτοράτων. Στην ουσία αυτό που παρατηρούμε είναι η επανεκκίνηση της πάλης για την αναδιανομή εδαφών που είχε «παγώσει» με την κατάρρευση του αποικιακού συστήματος. Το «εθνικό ζήτημα» επανέρχεται με νέα μορφή.

Τι προοπτική όμως ανοίγουν τα παραπάνω; Πώς διαμορφώνονται οι εφεδρείες του ιμπεριαλισμού; Ποια η επίπτωση αγώνων και δυνάμεων που θα έρχονται σε αντίθεση με την ιμπεριαλιστική κυριαρχία, έχοντας μικρή ή και καμία απολύτως σχέση με την προοπτική μιας νέας κοινωνίας (λ.χ. η ιρακινή Αντίσταση);

Θεωρώ ότι η σημασία τους έγκειται στην επίδρασή τους - έως εξαιρετικού βαθμού - στο στιγμιαίο συσχετισμό δύναμης. Ο Γκράμσι διέκρινε 3 κατηγορίες ή βαθμούς συσχετισμών: α) τον κοινωνικό συσχετισμό, που είναι αντικειμενικός για δοσμένη στιγμή, β) το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων, που εκφράζει το βαθμό αυτοσυνείδησης και οργάνωσης των διάφορων κοινωνικών τάξεων και ομάδων και γ) τον στρατιωτικό συσχετισμό - με την τεχνική και πολιτική του διάσταση - άμεσα αποφασιστικός για την ιστορική στιγμή.

Δ. Διευρύνεται αντικειμενικά η δυνατότητα να συσπειρωθούν ευρύτατα λαϊκά στρώματα, λαοί και κινήματα, στην πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, στο έδαφος των αυξανόμενων και περίπλοκων αντιθέσεων που πυροδοτεί ο ιμπεριαλισμός.

Παράλληλα οξύνεται η αντίθεση κεφάλαιο - εργασία. Διαφαίνεται μια τάση προς ολοένα οξυνόμενες κοινωνικές συγκρούσεις. Για την ΕΕ οι σοφοί της CIA εκτιμούν, όπως διαβάσαμε πρόσφατα, πως «μπορεί να γνωρίσει μεγάλη κρίση και ορισμένα μέλη της να ακολουθήσουν εντελώς δική τους πορεία, έστω και αν παραμείνουν τυπικά μέλη», ακόμα και να εκδηλωθούν «ακραία πολιτικά φαινόμενα σε περιόδους οικονομικής κρίσης στην ΕΕ». Ο ρόλος της εργατικής τάξης και του κινήματός της, η κατάσταση του Κομμουνιστικού Κινήματος αναδείχνονται σε παράγοντες καθοριστικής σημασίας.

Η αντιμετώπιση της αρνητικής κατάστασης στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, κατά τη γνώμη μου, θα γίνεται παράλληλα και στο έδαφος της προώθησης της συσπείρωσης των συστατικών στοιχείων του παγκόσμιου επαναστατικού ρεύματος.

Αξονες μιας ενεργητικής διεθνούς πολιτικής για την παρέμβαση και συμβολή του Κόμματος μπορούν να είναι:

-- Η υπεράσπιση της ιστορίας, των παραδόσεων του Κομμουνιστικού Κινήματος και του Λενινισμού.

-- Η απόκρουση του αντικομμουνισμού, των διώξεων, της καταστολής.

-- Η διεθνιστική αλληλεγγύη, ιδιαίτερα προς τους λαούς που προσπαθούν να οικοδομήσουν το Σοσιαλισμό, και όσους αντιμετωπίζουν ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και επιθέσεις.

-- Η προώθηση πολλαπλών, πολυεπίπεδων, διαφορικών μορφών συνεργασίας των ΚΚ.

-- Η σταθεροποίηση της δράσης ενάντια σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, με διεθνείς συσπειρώσεις κομμάτων και κινημάτων (πείρα από «Δράση Θεσ/κη 2003», ΑντιΝΑΤΟικές κινητοποιήσεις στην Κωνσταντινούπολη, ΑντιΝΑΤΟικό κέντρο κλπ.).

-- Η συστηματοποίηση του διαλόγου για τη σοσιαλιστική προοπτική και το Σοσιαλισμό.

-- Η ευέλικτη πολιτική συσπείρωσης στα διεθνή κινήματα και οργανώσεις.

-- Η αντιπαράθεση με την αστική ιδεολογία, το δεξιό και αριστερό οπορτουνισμό, τα αντίπαλα ιδεολογικά ρεύματα (τροτσκισμός, μαοϊκοί κλπ.).

-- Η αντιμετώπιση προσπαθειών για παραπέρα διάσπαση, διάχυση και κατακερματισμό του Κομμουνιστικού Κινήματος.

-- Η επαγρύπνηση για σχέδια υπονόμευσης (για πόσες «κόκκινες ρέγκες» θα διαβάσουμε στο μέλλον).

Ο προλεταριακός διεθνισμός αποτελεί συστατικό της ιδεολογίας του Κόμματός μας.

Το σημαντικό ενδιαφέρον που εκδηλώνεται προσυνεδριακά, το γεγονός ότι ο διεθνισμός και πατριωτισμός αποτελούν συστατικά των αγωνιστικών παραδόσεων, διαμορφώνουν μια στέρεη βάση για την παραπέρα ανάπτυξη των διεθνιστικών φυσιογνωμικών του χαρακτηριστικών και τη συμβολή του στο παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα - στο μέτρο των δυνατοτήτων και λαμβάνοντας πάντα υπόψη το σχετικό βάρος της χώρας μας στο διεθνές πεδίο.

Νίκος Σερετάκης

Τμήμα Διεθνών Σχέσεων

Το ΚΚΕ και οι βιοτέχνες

Αφού ανοίξαμε τη συζήτηση για τις κοινωνικές συμμαχίες, και κύρια για τα μικροαστικά στρώματα της πόλης, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο παρά να τη συνεχίσουμε. Και λέω «συζήτηση», γιατί σε επίπεδο θεωρητικών επεξεργασιών και πολιτικής δράσης έχουμε ακόμα πολλή δουλιά μπροστά μας. Και είμαστε υποχρεωμένοι να εμβαθύνουμε, αν θέλουμε να δυναμώσουμε την πολιτική του μετώπου, αν θέλουμε να «συντομεύσουμε» το δρόμο προς το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Παρά τις όποιες αδυναμίες του κομματικού δυναμικού, έχουν δημιουργηθεί σήμερα οι προϋποθέσεις για ένα άλμα και στην πολιτική μας και τη θεωρία. Χρέος μας είναι να εκμεταλλευτούμε τις δυνατότητες, να γενικεύσουμε την εμπειρία, να δώσουμε ώθηση στη συνείδηση αυτών των λαϊκών στρωμάτων. Ετσι θα αποφύγουμε ευκολίες και ερασιτεχνισμούς, που μπορεί να μην είναι το κύριο στο ξεδίπλωμα της πολιτικής μας στα μικροαστικά στρώματα της πόλης, όμως δημιουργούν εμπόδια και αστοχίες που θα μπορούσαν να αποφευχθούν.

Η εικόνα που δίνουν τα στοιχεία της πρόσφατης απογραφής του 2001, σε σύγκριση με αυτήν του 1991, για τα μικροαστικά στρώματα της πόλης είναι πάνω - κάτω η εξής: Τα μικροαστικά στρώματα της πόλης παρέμειναν περίπου σταθερά (μείωση κατά 2% σε απόλυτους αριθμούς). Στην εσωτερική τους διάρθρωση, παρουσιάζεται το, εκ πρώτης όψεως, παράδοξο στοιχείο να μειώνονται οι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό και να αυξάνονται οι αυτοαπασχολούμενοι με προσωπικό, και μάλιστα σχεδόν όσοι λείπουν από τη μια κατηγορία εμφανίζονται στην άλλη. Με κραυγαλέα περίπτωση το εμπόριο, όπου οι αυτοαπασχολούμενοι από το 63% πέφτουν στο 27% και οι εργοδότες εκτινάσσονται από το 28% στο 69%, χωρίς σημαντική μείωση του συνολικού αριθμού τους. Δηλαδή, σαν να έκαναν προσλήψεις κάποιοι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό και έγιναν εργοδότες, και μάλιστα σε μαζική κλίμακα. Δεν μπορούμε, βέβαια, να μεταφέρουμε τα στατιστικά στοιχεία ατόφια στην κοινωνία και, πολύ περισσότερο, αυτά τα στοιχεία, που φέρνουν τη σφραγίδα της αστικής ανάλυσης. Ομως, δεν μπορώ να δεχτώ στρουθοκαμηλισμούς του τύπου «φταίνε τα στοιχεία», γιατί δεν μπορούμε αλλού να τα θεωρούμε αξιόπιστα και αλλού χαλκευμένα. Ούτε θα συμφωνήσω με επιδερμικές αναλύσεις του τύπου «είναι δείγμα συγκέντρωσης κεφαλαίων», γιατί η συγκέντρωση έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση των εργοδοτών και όχι την αύξησή τους. Τέλος πάντων, αυτό είναι ένα θέμα προς διερεύνηση.

Ενα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο, που δείχνουν οι στατιστικές, είναι ότι ο τομέας της παραγωγής στα μικροαστικά στρώματα εξακολουθεί να είναι κυρίαρχος (με μια μείωση από το 39% στο 34%), καλύπτοντας το 1/3 του συνόλου. Και είναι ένα θέμα που έχει γενικότερη αξία για το Κόμμα. Σ' αυτό προσθέτω και το γεγονός ότι οι κομματικές δυνάμεις αποτελούνται στην πλειοψηφία από βιοτέχνες και εκεί βρίσκεται η κύρια συνδικαλιστική μας επιρροή. Η άποψη ότι οι πολιτικές διώξεις ώθησαν πολλούς κομμουνιστές να ανοίξουν μικροεπιχειρήσεις, δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της. Ενα ζήτημα είναι ότι από τη μεταπολίτευση έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια. Ενα δεύτερο ότι ο βασικός όρος που είναι αναγκαίος για να επιβιώσει μια μικροεπιχείρηση είναι οικονομικός και όχι πολιτικός. Και ένα τρίτο ότι οι διωκόμενοι πολιτικά κατευθύνθηκαν και στο εμπόριο και στην παραγωγή, όμως εδώ επιβίωσε και αναπτύχθηκε η κομματική και συνδικαλιστική μας επιρροή, ενώ στο εμπόριο και τις «υπηρεσίες» δεν είχε την ίδια τύχη. Κάτι άλλο πρέπει να υπάρχει κάτω από την επιφάνεια. Για να δούμε!

Κατ' αρχήν υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στα μικροαστικά στρώματα της πόλης και τα αντίστοιχα του χωριού (τους μικρομεσαίους αγρότες), που έχει να κάνει με τη θέση τους στην παραγωγή. Οι μικρομεσαίοι αγρότες απασχολούνται στο σύνολό τους στην παραγωγή, δε συμβαίνει, όμως, το ίδιο με τα μικροαστικά στρώματα της πόλης που είναι διασπαρμένοι σε ολόκληρη τη σφαίρα της οικονομικής δραστηριότητας. Το 1/3 έχει άμεση σχέση με την παραγωγή (κύρια είναι βιοτέχνες), το 1/3 απασχολείται στο εμπόριο και οι υπόλοιποι στον τουρισμό και τις «υπηρεσίες» (με όποιο περιεχόμενο δίνει σ' αυτούς τους όρους η αστική στατιστική ανάλυση). Ετσι, ενώ όταν απευθυνόμαστε στους αγρότες η πολιτική μας μπορεί να είναι ενιαία, όταν αναφερόμαστε στα μικροαστικά στρώματα της πόλης, η ίδια πολιτική απαιτεί διαφοροποιήσεις και εξειδικεύσεις που έχουν άμεση σχέση με τη θέση κάθε τμήματος στην παραγωγή.

Θα μου πείτε, έχει κάποιο πρακτικό νόημα αυτός ο διαχωρισμός;

Πρώτ' απ' όλα, οι βιοτέχνες είναι άμεσοι παραγωγοί και μάλιστα δεμένοι με την παραγωγική διαδικασία, αφού είναι και ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Ισχύει για όλους αυτό; Οχι, βέβαια. Γι' αυτούς που η υπεραξία που καρπώνονται δεν έχει τέτοιο ύψος που να τους «απελευθερώνει» από την άμεση παραγωγική εργασία. Με γενικούς στατιστικούς όρους, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να απασχολούν το πολύ 3-4 άτομα, που στη βιοτεχνία (με τις σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής δραστηριότητας) το όριο αυτό πρέπει να είναι λίγο μεγαλύτερο και στους άλλους κλάδους λίγο μικρότερο. Αυτό το δέσιμο με την παραγωγή δίνει στους βιοτέχνες ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στο επίπεδο της συνείδησης, σε σχέση με τα υπόλοιπα μικροαστικά στρώματα της πόλης. Για παράδειγμα, όταν ένας βιοτέχνης υπολογίζει την τιμή ενός εμπορεύματος, είναι υποχρεωμένος να συμπεριλάβει σ' αυτήν την αξία που πραγματοποιήθηκε στην επιχείρησή του (από τη δική του εργασία και των απασχολούμενων σ' αυτήν). Ο πιο μικρός έμπορος, αντίθετα, την αμοιβή του τη βλέπει σαν ένα ποσοστό κέρδους πάνω στην τιμή αγοράς (στην πραγματικότητα, διαχειρίζεται υπεραξία που παράχθηκε έξω από την επιχείρησή του, στη σφαίρα της παραγωγής).

Επειτα, στην καρδιά των θέσεων μας για τους μικροαστούς βρίσκεται ο συνεταιρισμός που θα τους δώσει τη δυνατότητα να κάνουν τη δικιά τους συγκέντρωση σαν τη μοναδική αποτελεσματική άμυνα απέναντι στην επέλαση των μονοπωλίων. Οχι όμως οποιοσδήποτε συνεταιρισμός (παρότι όλοι έχουν την ίδια αξία στον καπιταλισμό), αλλά ο παραγωγικός συνεταιρισμός. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Εχει άμεση σχέση με το στρατηγικό στόχο του Κόμματος για το σοσιαλισμό. Ο παραγωγικός συνεταιρισμός είναι ένα αποτελεσματικό μέσον συνένωσης της διασπαρμένης μικρής παραγωγής και ένταξής της στο νέο ανώτερο επίπεδο κοινωνικοποίησης της εργασίας, που απαιτεί ο σοσιαλισμός. Ετσι, που στην πορεία προς τον κομμουνισμό ο παραγωγικός συνεταιρισμός να μοιάζει όλο και περισσότερο με τις υπόλοιπες κοινωνικοποιημένες σοσιαλιστικές παραγωγικές μονάδες. Δεν ισχύει το ίδιο για τους εμπορικούς συνεταιρισμούς, αφού το σοσιαλιστικό κράτος είναι υποχρεωμένο πολύ γρήγορα να θέσει όλο το εμπόριο κάτω από τον άμεσο έλεγχό του. Με άλλα λόγια, λέμε στους βιοτέχνες, «σας χρειαζόμαστε και στο σοσιαλισμό, γιατί είσαστε τμήμα της παραγωγικής βάσης της χώρας και θα βελτιώσουμε αποφασιστικά τις συνθήκες εργασίας και το εισόδημά σας με την ένταξή σας στο σοσιαλιστικό καταμερισμό εργασίας μέσω του συνεταιρισμού». Στους μικρέμπορους και τους άλλους μικροαστούς θα μπορούσαμε να πούμε, «ε, θα σας βρούμε καμιά άλλη δουλιά να κάνετε, που να είναι και χρήσιμη στην κοινωνία».

Ελπίζω να μην ακούγονται «κινέζικα» τα παραπάνω. Και μια και η κουβέντα το έφερε στα κινέζικα, θα δείτε βιοτέχνες και μικρέμπορους να αγανακτούν το ίδιο με την εισβολή των κινέζικων εμπορευμάτων. Ομως, ο μικρέμπορος θα ήταν ευχαριστημένος, αν πούλαγε ο ίδιος τα κινέζικα, αντί για τα μονοπώλια του εμπορίου και τους ίδιους τους Κινέζους, ενώ ο μικροβιοτέχνης οδηγείται έτσι και αλλιώς στην καταστροφή.

Τέλος πάντων, η σημασία που έχουν οι μικροβιοτέχνες για το Κόμμα σε σχέση με τους υπόλοιπους μικροαστούς είναι αντίστοιχη (τηρουμένων των αναλογιών) με την ιδιαίτερη αξία που έχει το βιομηχανικό προλεταριάτο σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους.

Αρα, το ποιος είναι πιο αδύνατος οικονομικά, δε μας φθάνει σήμερα για να προσδιορίσουμε τη θέση των μικροαστικών στρωμάτων στο μέτωπο και, πολύ περισσότερο, τη στάση τους απέναντι στο σοσιαλισμό. Το κριτήριο της φτώχειας, όσο κι αν είναι ευκολοχώνευτο από τα συνδικαλιστικά ακροατήρια, από μόνο του, δεν προσφέρει και πολλά στο επίπεδο της συνείδησης, που είναι και το πιο κρίσιμο για ένα κομμουνιστικό κόμμα.

Αν, λοιπόν, ανοίξει στα γεμάτα η συζήτηση για τα μικροαστικά στρώματα, που θα ανοίξει, τέτοιου είδους «λεπτομέρειες», στις οποίες αναλώνεται το σημείωμα αυτό, θα βρουν τη θέση τους.

Και από ό,τι καταλαβαίνετε, δε θα αφορούν μόνο τα μικροαστικά στρώματα.

Βασίλης Μαμάης

Αθήνα

Η δουλιά του Κόμματος και της ΚΝΕ στη νεολαία της επαρχίας

Οι θέσεις της ΚΕ για το 17ο Συνέδριο του Κόμματός μας διαπραγματευόμενες τα προβλήματα της νεολαίας, αλλά και το ζήτημα της δουλιάς μας προς αυτήν, παρά το εύρος των θεμάτων που εξετάζουν, δεν κάνουν ιδιαίτερο λόγο για τα προβλήματα και τις δυσκολίες που συναντάει η δράση μας μέσα στις ιδιαίτερες και πολύ δύσκολες συνθήκες στην επαρχία.

Η ΚΕ μέσα στις Θέσεις της για το 17ο Συνέδριο παραθέτει πολύ σωστά τα προβλήματα γενικά της νεολαίας, σήμερα όμως η νεολαία στην επαρχία αντιμετωπίζει το συνδυασμό των προβλημάτων αυτών με τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στην επαρχία, δηλαδή τη φτώχεια, την ανεργία, την εγκατάλειψη, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, της άνισες ευκαιρίες και την έλλειψη διεξόδων, τον απομονωτισμό, τα ναρκωτικά, τις τοπικιστικές και άλλες στρεβλές αντιλήψεις που αναπόφευκτα δημιουργούνται. Η δουλιά μας εκεί είναι αντικειμενικά δύσκολη και η δράση μας αναγκαστικά περιορισμένη, και φυσικά όλα αυτά δε θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστες και τις Κομματικές Οργανώσεις (ΚΟ) εκεί. Οι στρεβλές και λανθασμένες αντιλήψεις που παρουσιάζονται στις γραμμές μας εκεί, η μη απόλυτη κατανόηση και συνεπώς εφαρμογή του Προγράμματος του Κόμματος, το ανεπαρκές ιδεολογικοπολιτικό ατσάλωμα και η «γηραιά» σύνθεση των ΚΟ είναι μόνο μερικά από τα ζητήματα που συναντιούνται συχνά εκεί. Συνεπώς, η καθυστέρηση της δουλιάς μας με τη νεολαία στην επαρχία οφείλεται:

1. Στις αντικειμενικές συνθήκες και δυσκολίες που υπάρχουν εκεί, που το ίδιο το σύστημα έχει γεννήσει.

2. Στις ίδιες τις ΚΟ, που πληγωμένες και αυτές από τις συνθήκες, ως κομμάτι και αυτές του ντόπιου πληθυσμού, αδυνατούν όχι μόνο να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς τη νεολαία και την ΚΝΕ, αλλά και γενικά στις ιστορικά κληρονομημένες υποχρεώσεις που τις βαραίνουν προς την ίδια την τάξη που τις γέννησε.

Ολα αυτά, σύντροφοι, αναδεικνύουν την ανάγκη της ισχυροποίησης των ΚΟ εκεί. Ισχυροποίηση ιδεολογικοπολιτική, αλλά και στη σύνθεση.

Πρώτα απ' όλα είναι επιτακτική ανάγκη το σπάσιμο των στρεβλών αντιλήψεων στις γραμμές μας και κυρίως περί των καθοδηγητικών μας υποχρεώσεων προς την ΚΝΕ, όπως και μπαίνει πολύ σωστά από την ΚΕ στις Θέσεις της. Να καταλάβουμε ότι η ΚΝΕ δεν μπορεί να είναι κάτι το ξέχωρο από το Κόμμα, αλλά η συνέχειά του.

Πολύ σημαντική βοήθεια σε αυτό θα είναι και το «νέο αίμα» στις γραμμές των ΚΟ. Νέα στελέχη ειδικευμένα και προσανατολισμένα στη δουλιά με τη νεολαία, που θα μπορούν να εκφράσουν στο ακέραιο το πρόγραμμα και την ιδεολογία του Κόμματός μας, θα μπορούσαν να συμβάλλουν σημαντικά στην ιδεολογικοπολιτική θωράκιση των ΚΟ και να δώσουν νέα ώθηση στα ζητήματα της νεολαίας.

Ακόμα, είναι αναγκαίος ο εποικοδομητικός έλεγχος από τα πάνω προς τα στελέχη των ΚΟ και της ΚΝΕ, που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα των ΚΟ στην επαρχία και τα αισθήματα της απομόνωσης και της απογοήτευσης, που αναπόσπαστα από το όλο σκηνικό δημιουργούνται.

Τέλος, για να μπορέσουν αυτά να προχωρήσουν, να μπορέσουμε να προχωρήσουμε προς τη λαϊκή συμμαχία, πρέπει η νέα ΚΕ, που θα εκλεγεί από το 17ο Συνέδριο, να δώσει τη λύση στα χρόνια βαρίδια του Κόμματός μας που είναι η αργή και μη ικανοποιητική ανάδειξη στελεχών σε όλους τους χώρους. Στελεχών ικανών να μετατρέπουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια σε τοπικά ζητήματα της κάθε περιοχής σε δυσαρέσκεια προς την κυρίαρχη πολιτική, ικανών να συνδέουν την εκάστοτε τακτική σε διάφορα ζητήματα με τον στρατηγικό μας στόχο.

Η ισχυρή νεολαία πηγάζει από το ισχυρό Κόμμα, και γι' αυτό πρέπει όλα τα σφυριά της ισχυροποίησης του Κόμματος στην ύπαιθρο να πέσουν στις Αχτίδες και στις ΚΟΒ της υπαίθρου και τότε η ΚΝΕ θα μπορέσει να βρει και εκεί τον ζωτικό χώρο που της ανήκει και να συμβάλει και αυτή με παρεμβάσεις της στους μαθητές, στους νέους εργαζόμενους, τους άνεργους, για ένα ΚΚΕ πιο ισχυρό, για το Λαό, τη Λαϊκή Συμμαχία, το Σοσιαλισμό.

Φρυδάς Βαγγέλης

Μέλος του ΝΓ ΚΝΕ Καβάλας

Το επιστημονικό προλεταριάτο και τα καθήκοντα του ΚΚΕ

Οι Θέσεις της ΚΕ προσανατολίζουν σωστά το Κόμμα στο κύριο καθήκον του, την ανάδειξη των πολιτικών όρων για την υλοποίηση στη ζωή της στρατηγικής που επεξεργάστηκε στα δύο προηγούμενα Συνέδριά του. Προσανατολίζουν στην ανάδειξη της αναγκαιότητας και των προϋποθέσεων για την ολόπλευρη ισχυροποίηση του ΚΚΕ, χωρίς την οποία κάθε συζήτηση για τη λαϊκή εξουσία στερείται νοήματος. Στον προβληματισμό αυτό συμβάλλουν, πιστεύω, μια σειρά επισημάνσεις για τη δουλιά μας στον κρίσιμο χώρο των μισθωτών τεχνικών επιστημόνων, από τον οποίο και προέρχομαι.

Α. Η Θέση 32 σωστά επισημαίνει την προτεραιότητα της δουλιάς για την οικοδόμηση μαζικής συσπείρωσης στο χώρο των μισθωτών επιστημόνων. Και τούτο, ειδικά για τους μισθωτούς Μηχανικούς, γιατί:

1. Οι διπλωματούχοι Μηχανικοί ξεπερνούν ήδη τις 100.000 πανελλαδικά. Σαν αποτέλεσμα της διαδικασίας συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου και του βαθέματος των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, όλο και μεγαλύτερο τμήμα τους προσεγγίζει και εντάσσεται στην εργατική τάξη (σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΤΕΕ ένα 25% είναι μισθωτοί και ένα 8-9% μισθωτοί με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών), αποτελώντας ένα από τα πιο υψηλά μορφωμένα και ειδικευμένα, αλλά και πολιτικά μη συνειδητοποιημένα τμήματά της.

2. Η κυριαρχία των ελαστικών μορφών εργασίας από τη μια και ορισμένες οικονομικές συγκυρίες από την άλλη (π.χ. ΚΠΣ, μεγάλα έργα) ενίσχυσαν τις μικροαστικές αυταπάτες που αντικειμενικά υπάρχουν λόγω της μικρής ταξικής «προϊστορίας» του κλάδου - οι περισσότεροι μηχανικοί που ανήκουν στην εργατική τάξη είναι εργάτες πρώτης γενιάς. Αντίθετα, η επαφή με τα πιο αναπτυγμένα, τεχνολογικά, μέσα παραγωγής που θέτουν σε κίνηση στρατηγικούς τομείς (ενέργεια, πληροφορική, τηλεπικοινωνίες, μεταφορές), δημιουργεί αντικειμενικά δυνατότητες - σε συνδυασμό με το υψηλό μορφωτικό επίπεδο - να κερδίζονται μαζικά με την πολιτική και την ιδεολογία μας.

3. Τη δουλιά μας στον κλάδο δυσκόλευε (και, σχετικά, δυσκολεύει ακόμη) η απουσία μέχρι πρόσφατα ουσιαστικής συνδικαλιστικής εκπροσώπησης. Το ΤΕΕ και οι Επιστημονικοί Σύλλογοι ούτε μπορούν, ούτε θέλουν να παίξουν τέτοιο ρόλο - ειδικά το ΤΕΕ που, ως επιμελητήριο, αποτελεί ουσιαστικά μοχλό παρέμβασης του αστικού κράτους, προώθησης της ταξικής συνεργασίας και των συμφερόντων του ανώτερου στρώματος μεγαλομηχανικών που ανήκουν ή προσεγγίζουν στην αστική τάξη. Μέσα από τέτοιους θεσμούς, η άρχουσα τάξη προωθεί τις δικές της κοινωνικές συμμαχίες και «στρατολογεί» υψηλής ειδίκευσης στελέχη από κατώτερα κοινωνικά στρώματα.

Β. Η εμπειρία έδειξε ότι η καθημερινή δράση των δυνάμεών μας δεν είναι σταθερά και μόνιμα προσανατολισμένη στην υλοποίηση αυτού του καθήκοντος, υπήρξε υποτίμησή του. Στην υποτίμηση αυτή συμβάλλουν και ορισμένες ιδεολογικές συγχύσεις, σχετικές με την ταξική θέση των μισθωτών τεχνικών. Πρόκειται για αντιλήψεις όπως:

  • Απολυτοποίηση ορισμένων από τα λενινιστικά κριτήρια για τις τάξεις (π.χ. το κριτήριο της θέσης του μηχανικού στην ιεραρχία της παραγωγής, σε αντιπαράθεση με τον μη ειδικευμένο εργάτη), αντί για τη συνολική θεώρησή τους. Η επιλεκτική αυτή εμμονή, αν γενικευτεί, οδηγεί στον προφανή παραλογισμό να μην περιλαμβάνονται στην εργατική τάξη οι αρχιεργάτες και οι ειδικευμένοι τεχνίτες!
  • Εμφάνιση ως κριτηρίων ταξικής ένταξης, πλευρών άσχετων με αυτήν, όπως π.χ. το επίπεδο της ταξικής συνείδησης, ή η ειδικότητα της εργασίας (διανοητική εργασία, πρωτότυπη έρευνα, παραγωγή λογισμικού κλπ.). Το πρώτο «επιχείρημα» είναι, απλώς, καραμπινάτος ιδεαλισμός, ο οποίος μάλιστα οδηγεί στο κωμικοτραγικό συμπέρασμα ότι δεν ανήκουν στην εργατική τάξη ...όσοι ψηφίζουν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ!! Οσο για το δεύτερο, «εκλεπτυσμένο» επιχείρημα - ξεθαμμένο από τα αζήτητα του στρουκτουραλισμού των Πουλαντζά και σία - συγχέει την εργασία ως δραστηριότητα παραγωγής αξιών χρήσης (η οποία ως τέτοια μπορεί να είναι εργασία χτίστη, μηχανικού, πωλητή κλπ.) με την εργατική δύναμη, η οποία είναι η δυνατότητα του εργάτη να προσφέρει παραγωγική για το κεφάλαιο εργασία, να συντελεί δηλαδή στην ιδιοποίηση από τον κεφαλαιοκράτη της κοινωνικά παραγόμενης υπεραξίας. Επιπλέον, οι θιασώτες αυτής της άποψης με τέτοιες αντιλήψεις ρίχνουν νερό στο μύλο της αστικής απολογητικής για το «τέλος της εργατικής τάξης», η οποία - σύμπτωση(;) - ταυτίζει το προλεταριάτο με τους χειρώνακτες του 19ου αι...

Η πραγματικότητα, φυσικά, είναι τελείως διαφορετική. Ο Μαρξ τόνιζε, ήδη από την εποχή του, ότι «Το προϊόν μετατρέπεται γενικά από άμεσο προϊόν του ατομικού παραγωγού σε κοινωνικό, στο κοινό προϊόν ενός συνολικού εργάτη, δηλαδή ενός συνδυασμένου εργατικού προσωπικού, που τα μέλη του βρίσκονται πιο κοντά ή πιο μακριά στο χειρισμό του αντικειμένου εργασίας (...) Για να εργάζεται κανείς παραγωγικά δε χρειάζεται πια να χρησιμοποιεί άμεσα τα χέρια του, αρκεί να είναι όργανο του συλλογικού εργάτη, να εκτελεί κάποια από τις υπολειτουργίες του (...) Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν είναι μόνο παραγωγή εμπορευμάτων, είναι στην ουσία παραγωγή υπεραξίας. Ο εργάτης δεν παράγει για τον εαυτό του, αλλά για το κεφάλαιο» (Το Κεφάλαιο, τόμος 1, σελ. 524 - 525).

Ταυτόχρονα, ο Μαρξ ανέδειχνε μεθοδολογικά την περίπτωση όπου «η παραγωγή δεν μπορεί να χωριστεί από την πράξη του παράγειν, όπως γίνεται με τους ηθοποιούς, τους γιατρούς κλπ.» (Θεωρίες για την Υπεραξία, μέρος 1ο, σελ. 459). και ξεκαθάριζε το ρόλο του επιστημονικού προλεταριάτου: «Λόγου χάρη, στα εκπαιδευτικά ιδρύματα οι δάσκαλοι μπορούν να είναι μόνο μισθωτοί εργάτες για τον επιχειρηματία του εκπαιδευτικού ιδρύματος. Τέτοια εκπαιδευτικά εργοστάσια υπάρχουν πολυάριθμα στην Αγγλία. Παρ' όλο που οι δάσκαλοι δεν είναι παραγωγικοί εργάτες σε σχέση με τους μαθητές, είναι σε σχέση με τον επιχειρηματία τους. Ο επιχειρηματίας ανταλλάσσει το κεφάλαιό του με την εργατική τους δύναμη και μ' αυτή τη διαδικασία πλουτίζει» (ό.π., σελ. 460).

Οσο για το επιχείρημα της συνείδησης, οι Μαρξ-Ενγκελς, τόνιζαν ότι «εδώ δεν πρόκειται για το τι κάθε φορά φαντάζεται σαν σκοπό του αυτός ή εκείνος ο προλετάριος, ή ακόμα και όλο το προλεταριάτο. Πολύ περισσότερο πρόκειται για το τι είναι και τι είναι ιστορικά αναγκασμένο να κάνει μέσα σε αυτό το Είναι» («Η Αγία Οικογένεια», εκδ. «Αναγνωστίδη», σελ. 43 - 44).

Στο Κόμμα μας, σχετικά έγκαιρα τα ζητήματα αυτά αναδείχτηκαν σε θεωρητικό επίπεδο, ιδιαίτερα μέσα από την πολύ σοβαρή δουλιά του ΚΜΕ που σφραγίστηκε με την έκδοση της συλλογικής εργασίας «Προσεγγίσεις στην κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα», το 2000. Ωστόσο, είναι ζήτημα αν οι επεξεργασίες αυτές αξιοποιήθηκαν ουσιαστικά στην καθημερινή πολιτική και μαζική μας δουλιά.

Γ. Επομένως, είναι ανάγκη να γίνουν πολλά βήματα προς την υλοποίηση της κατεύθυνσης για συσπείρωση στο χώρο των μισθωτών επιστημόνων. Τα βήματα που έγιναν έως σήμερα είναι θετικά (π.χ. οργανωτική αναδιάταξη των κομματικών δυνάμεων του κλάδου, ίδρυση του Σωματείου Μισθωτών Τεχνικών), είναι όμως και ανεπαρκή. Σε κάθε περίπτωση, η δυνατότητα να μετρήσουμε γοργά βήματα στο επόμενο διάστημα, στο οποίο αναμένεται απότομη χειροτέρευση των όρων ζωής του τεχνικού κόσμου της μισθωτής εργασίας (βλ. κύμα απολύσεων, μεγαλύτερη συμπίεση μισθών, πλήρης απορύθμιση των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων κλπ.) είναι ορατή και εφικτή, αν το σύνολο των κομματικών δυνάμεων δράσουν ενιαία και με σχέδιο στην κατεύθυνση αυτή. Ωστόσο, η ανάγκη συγκρότησης ενός πόλου ριζοσπαστικής συσπείρωσης και στο χώρο των μισθωτών τεχνικών είναι ένα καθήκον, του οποίου η υλοποίηση είναι ζήτημα αν μπορεί να προσεγγιστεί αποκλειστικά και μόνο με την παραδοσιακή μορφή συνδικαλιστικής συσπείρωσης («Πανεπιστημονική») και, από αυτή την άποψη, σημειώνω την ανάγκη να μελετηθεί και να αξιοποιηθεί περισσότερο η πείρα από τη δουλιά στα έμπειρα τμήματα της εργατικής τάξης για τη συγκρότηση ριζοσπαστικού πόλου στο εργατικό κίνημα, του ΠΑΜΕ, χωρίς φυσικά μηχανιστικές μεταφορές και απλουστεύσεις.

Γρηγόρης Γρηγοριάδης

Αχτίδα Κατασκευών της ΚΟΑ

Η εποχή μας και οι δυνατότητές της

Είναι σημαντικά αυτά που μέχρι τώρα έχει πετύχει το Κόμμα. Δηλ. η διατήρηση της φυσιογνωμίας του, πράγμα καθόλου εύκολο μετά τις εξελίξεις στην ΕΣΣΔ και στις υπόλοιπες χώρες της Αν. Ευρώπης, αλλά και των συνεπειών αυτών των εξελίξεων στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και φυσικά και στο εσωτερικό του Κόμματός μας. Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά το '89 είναι ποικιλότροπα δύσκολες. Οφείλουμε λοιπόν να είμαστε ικανοποιημένοι για τη νίκη σ' αυτήν την πρώτη και τεράστιας σημασίας μάχη, όπως οφείλουμε να είμαστε ικανοποιημένοι και με το γεγονός ότι στη συνείδηση της πλειοψηφίας, παρά τις λιγοστές δυνάμεις μας, έχουμε καταγραφεί ως η δύναμη που με αγωνιστικότητα μάχεται κατά των συνεπειών της συνολικής επίθεσης του κεφαλαίου.

Ομως όπως πολύ σωστά περνάει και μέσα από τις Θέσεις της ΚΕ για το 17ο Συνέδριο, το Κόμμα θα πρέπει να επιβεβαιώνει ότι είναι ταυτόχρονα φορέας ανάπτυξης θεωρίας. Οτι στηρίζει στη θεωρία την πάλη του. Καθήκον στο οποίο μέχρι σήμερα δεν έχουμε καταφέρει μ' επάρκεια ν' ανταποκριθούμε. Δεν έχουμε καταφέρει, τη δράση μας να τη στηρίξουμε και σε σύγχρονες θεωρητικές αναλύσεις. Είναι αξιοσημείωτο ότι μέχρι σήμερα δεν έχουμε δώσει επαρκείς ερμηνείες για τον υπαρκτό και για τον τρόπο που αυτός κατέρρευσε. Οχι μόνον γιατί το οφείλουμε αφού ιστορικά ταυτιστήκαμε μαζί του, αλλά για να μπορέσουμε - αν αυτό γίνεται - να στηρίξουμε θεωρητικά το μοντέλο το οποίο προτείνουμε στην ελληνική κοινωνία, αφού το σοσιαλισμό του μέλλοντος τον αντιλαμβανόμαστε ως ιστορική συνέχεια του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε.

Είναι αλήθεια ότι έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες να δοθούν απαντήσεις, όμως αυτές και ανεπαρκείς, κατά την άποψή μου, είναι, αλλά κυρίως δεν έχουν την εγκυρότητα που κανείς θα περίμενε, από την άποψη της υλιστικής μεθόδου ανάλυσης της πραγματικότητας. Δε στηρίζονται στην από την αρχή έρευνα των αντικειμενικών συνθηκών της χώρας που πρώτη πραγματοποίησε την επανάσταση και που μοιραία επηρέασε τον τύπο ανάπτυξης των υπόλοιπων σοσιαλιστικών χωρών. Δεν προσπαθούμε να δούμε τι επιπτώσεις είχε η χαμηλή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στο εποικοδόμημα που αναπτύχθηκε και αν από την αρχή, παρά τις προθέσεις, η διαδικασία ταξικοποίησης της κοινωνίας ήταν σε ανοδική ή φθίνουσα πορεία. Δε θέτουμε κάτω από το πρίσμα της ίδιας της ιστορικής εξέλιξης, το αν ο καπιταλισμός ήταν πράγματι από τον 19ο αιώνα σύστημα ξεπερασμένο. Μη θέτοντάς το όμως δεν μπορούμε να υπερβούμε τη σκόπελο της για ενάμιση σχεδόν αιώνα συνεπούς ανάπτυξής του. Μην κάνοντας την προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση, καταλήγουμε ουσιαστικά ν' αντιλαμβανόμαστε την ιστορική εξέλιξη κατά σημαντικότερο βαθμό - απ' όσο η υλιστική θεώρηση θα επέτρεπε - ως αποτέλεσμα των προθέσεων, που κανείς άλλωστε δεν αμφισβητεί και μας διαφεύγει το κύριο: ότι οι υλικές προϋποθέσεις είναι αυτές που δίνουν τη γενική κατεύθυνση στην ιστορία.

Αντιλαμβανόμενοι όμως έτσι τα πράγματα δεν μπορούμε ν' αξιολογήσουμε σωστά, τα σύγχρονα φαινόμενα, πράγμα απαραίτητο για να μπορούμε να βάζουμε στόχους και να τους πραγματοποιούμε. Μεταθέτοντας το κέντρο βάρους από την οικονομία στην πολιτική μάς διαφεύγει αυτό που θα έπρεπε να είναι το αξονικό σημείο στις αναλύσεις μας. Δηλ. η σημερινή παραγωγική βάση. Στεκόμαστε αμήχανοι απέναντι στο φαινόμενο των «νέων τεχνολογιών» και στις συνέπειες της ανάπτυξης τους. Τις αντιλαμβανόμαστε ως απλά ένα περαιτέρω βήμα στη διαρκή τεχνολογική ανάπτυξη. Μας διαφεύγουν όμως τα ειδικά εκείνα χαρακτηριστικά τους που πιθανόν να σηματοδοτούν το ποιοτικό άλμα στον τρόπο παραγωγής. Αναπτύσσουν την παραγωγική βάση σε βάθος και συρρικνώνουν το εύρος. Αυτό που εμφανίζουν ως γενική τάση είναι η ακύρωση της πολυδιάσπασης της παραγωγής και ταυτόχρονα η ακύρωση της αντίστοιχης πολυπλοκότητας των εργατικών ειδικοτήτων. Είναι γεγονός (που δεν αλλάζει με το να το αγνοούμε) ότι εδώ και χρόνια υπάρχουν εργοστάσια που η γραμμή παραγωγής τους είναι σε τέτοιο βαθμό αυτοματοποιημένη, ώστε αρκούν μερικοί χειριστές της κονσόλας εκεί που πριν χρειάζονταν εκατοντάδες εργαζόμενοι πολλών ειδικοτήτων. Βεβαίως, αυτή η διαδικασία δεν έχει ολοκληρωθεί αλλά μας δείχνει προς τα πού είναι η δυναμική στην ανάπτυξη των παραγωγικών μέσων. Αποτέλεσμα η λεγόμενη αποβιομηχανοποίηση, η αλλαγή των χαρακτηριστικών της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, χωρίς βεβαίως αυτά να χάνουν το ταξικό τους περιεχόμενο. Σηματοδοτούν αλλαγές στη σχέση μεταξύ απλής και σύνθετης εργασίας. Επιταχύνουν δραματικά τους ρυθμούς συγκεντροποίησης και επιδρούν καταλυτικά στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας μετατρέποντάς τον σ' άλλου τύπου απ' αυτόν όλων των προηγούμενων εποχών, επιβάλλοντας την ανάγκη για αλλαγή των σχημάτων πολιτικής έκφρασης, όχι ως προς το περιεχόμενο αλλά ως προς το εύρος. Από εδώ προκύπτει η αναγκαιότητα των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων. Με τη σειρά του αυτό δημιουργεί νέες πραγματικότητες που δεν μπορούμε να μην τις λαμβάνουμε υπ' όψιν μας. Κάτω από το βάρος της μέχρι σήμερα εξέλιξης. Οφείλουμε να διερευνήσουμε το κατά ποσόν η παραγωγική βάση καπιταλισμού και σοσιαλισμού θα είναι η ίδια και μόνον η αλλαγή στις παραγωγικές σχέσεις θα κάνει την ποιοτική διαφορά. Οφείλουμε να διερευνήσουμε το κατά πόσον, η εποχή μας είναι αυτή που για πρώτη φορά δημιουργεί τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, αν οι «νέες τεχνολογίες» και ό,τι αυτές συνεπάγονται είναι το νέο που γεννιέται στους κόλπους του παλιού και αν από τη φύση τους είναι τέτοιες που δε θα επιτρέψουν το πισωγύρισμα στον κοπρόλακκο της ανισότητας.

Βρισκόμαστε στην είσοδο μιας περιόδου που περικλείει τεράστιες δυνατότητες, αλλά και πρωτόγνωρων διαστάσεων κινδύνους. Ο σωστός προσανατολισμός του κινήματος δεν είναι απλά σημαντικός, αλλά απόλυτα απαραίτητος. Η έλλειψή του δεν περικλείει μόνον τον κίνδυνο να μην αναπτυχθεί το διεκδικητικό κίνημα και το κίνημα αντίστασης προς τη συνολική επίθεση του κεφαλαίου, αλλά περικλείει τον κίνδυνο να μην αντιμετωπιστεί έγκαιρα αυτό που είναι καθολικό και που δεν είναι τίποτε άλλο από την απόλυτη αναντιστοιχία μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, η οποία παίρνει πλέον τη μορφή της αναντιστοιχίας μεταξύ τύπου ανάπτυξης και δυνατότητας συνέχισης της ανθρώπινης ζωής εκτός του κινδύνου που υπάρχει το αδιέξοδο του συστήματος να το οδηγήσει σε επιθετική χρήση των δυνατοτήτων της σημερινής επιστήμης. Ομως και πέραν αυτής της οριακής αλλά καθόλου ανύπαρκτης πιθανότητας η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι σε τέτοιο βαθμό υψηλή που καθιστά το καπιταλιστικό σύστημα όχι απλά ξεπερασμένο αλλά ακραία επικίνδυνο.

Είναι αλήθεια ότι τέτοια ζητήματα δε λύνονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Ομως, άλλο τόσο είναι αλήθεια ότι έχουμε καθυστερήσει πολύ να ξεκινήσουμε μια σοβαρή προσπάθεια για την επίλυσή τους, ή την αναζητούμε σε λάθος κατεύθυνση.

Εύχομαι το 17ο Συνέδριο να είναι μια γενναία αρχή αυτής της προσπάθειας.

Γρηγορακάκη Γιάννα

ΠΕΙΡΑΙΑΣ

Για πιο ισχυρό Κόμμα μέσα στην εργατική τάξη και στο λαό

Σύντροφοι,

Συμφωνώ με τις Θέσεις, είναι ένα κείμενο που συμπυκνώνει όλη τη δράση και πείρα του Κόμματος τα τελευταία 15 χρόνια.

Οι Θέσεις με κριτικό και αυτοκριτικό πνεύμα επισημαίνουν τα σημαντικά θετικά βήματα που έγιναν από το 14ο Συνέδριο έως σήμερα, βήματα που έγιναν μέσα από τις πιο αντίξοες συνθήκες που γνώρισε το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα στη χώρα μας και παγκόσμια.

Από τις Θέσεις αναδεικνύεται η ανάγκη το Κόμμα να περάσει σε μια ανώτερης ποιότητας δουλιά μέσα στην εργατική τάξη και στο λαό, αντίστοιχη με τις ανάγκες, τις δυνατότητες αλλά και την πείρα που έχει συσσωρεύσει το εργατικό κίνημα και το Κόμμα μας στα 86 χρόνια ζωής του (Εθνική Αντίσταση/ ΔΣΕ, ιδεολογικοπολιτική διαπάλη για την αντιμετώπιση του ρεφορμισμού και οπορτουνισμού στο εργατικό κίνημα και στο Κόμμα/ ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες).

Το τι Κόμμα χρειαζόμαστε σαν κομμουνιστικό Κόμμα μαρξιστικό λενινιστικό το έχουμε λυμένο.

Σήμερα αυτό που χρειάζεται, επιβεβαιώνοντας τα λενινιστικά χαρακτηριστικά του κόμματος νέου τύπου είναι να δούμε πόσο καλά είμαστε προετοιμασμένοι ιδεολογικά, οργανωτικά, πολιτικά να ανταποκριθούμε στα καθήκοντα που βάζει πρώτα και κύρια το πρόγραμμα και ο στρατηγικός στόχος για τη δημιουργία του μετώπου.

Πόσο σωστά συνδυάζουμε πάντα την τακτική με τη στρατηγική και αναδεικνύουμε το ζήτημα της εξουσίας. Θέλουμε το Κόμμα σήμερα να αντιλαμβάνεται το νέο στη βάση της μαρξιστικής- λενινιστικής θεωρίας μας, να οργανώνει και να καθοδηγεί το λαό στην κατεύθυνση του στρατηγικού του στόχου. Να οργανώσει την εργατική τάξη, το λαό για τη λαϊκή εξουσία, το σοσιαλισμό και να είναι πάντα στην πρωτοπορία στο εργοστάσιο, στο πλοίο, στη συνοικία, στο σχολείο, στον αθλητισμό, στον πολιτισμό, στις επιστήμες.

Χρειάζεται οι οργανώσεις, όλες οι δυνάμεις του Κόμματος, να υποτάσσουν όλη τη δουλιά τους στο στρατηγικό στόχο του Κόμματος για τη συσπείρωση των δυνάμεων για ΑΑΔΜ, για τη λαϊκή εξουσία, το σοσιαλισμό.

Το προηγούμενο διάστημα, ιδιαίτερα μετά από το 16ο Συνέδριο το Κόμμα έκανε σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση πρώτα και κύρια ενίσχυσε τη δουλιά στην εργατική τάξη, πράγμα που φάνηκε στους μεγαλειώδεις αγώνες που αναπτύχθηκαν.

Αγώνες που έβαζαν το ζήτημα της άλλης πολιτικής, και οδηγούσαν στη σύγκρουση με το σύνολο της πολιτικής της άρχουσας τάξης.

Κινητοποιήσεις ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους που εκφράσανε στο σύνολό τους τις διαθέσεις των εργαζομένων, της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και δεν άφησαν τους ρεφορμιστές να σπεκουλάρουν με το σύνθημα «Ο πόλεμος είναι κακός γενικά όλοι είμαστε ενάντια στον πόλεμο». Αυτοί οι αγώνες αντιμετωπίστηκαν με ένταση της αυταρχικότητας και της βίαιης καταστολής αλλά και με διώξεις μέχρι και κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας μέσω της πολιτικής επιστράτευσης, με την οποία αντιμετωπίστηκε ο μεγαλειώδης αγώνας των ναυτεργατών. Οι ναυτεργάτες αποχτήσαμε σημαντική πείρα το προηγούμενο διάστημα από τους δυναμικούς αγώνες που αναπτύχθηκαν και από τη δράση μέσα στα καράβια, αλλά παρά τη θετική ανοδική πορεία σε όλους τους δείκτες δεν καταφέραμε να συνδυάσουμε στο βαθμό που χρειάζεται όλη αυτή τη δράση με την προβολή της συνολικής πρότασης του Κόμματος για τη λαϊκή εξουσία, το σοσιαλισμό.

Επιθετικά πρέπει να πάμε στους εργαζόμενους και να τους βάλουμε το ζήτημα της εξουσίας τους. Στη βάση αυτή και στην κατεύθυνση της ανόδου της ποιότητας επιτρέψτε μου να βάλω ορισμένες σκέψεις - προτάσεις όχι ότι είμαι πρώτος που τα επισημαίνει και οι Θέσεις τα βάζουν, μόνο που πιστεύω ότι πρέπει να τονιστούν όσο γίνεται περισσότερο.

  • Επιθετικά να πηγαίνουμε στον κόσμο με το πρόγραμμα του Κόμματος, τις αποφάσεις και όχι απολογητικά. Εφόδια μας η 86χρονη ιστορία δράσης και αγώνα αλλά και η πρόταση εξουσίας που έχουμε.
  • Ο σοσιαλισμός που έζησε η ανθρωπότητα πέρα από τις αδυναμίες και τα λάθη ήταν ηλιαχτίδα μέσα στο σκοτάδι της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Εμείς οι ναυτεργάτες που γνωρίσαμε και το σοσιαλισμό καλά τον υπερασπίσαμε και θα επιμείνουμε να τον υπερασπιζόμαστε και θα το έχουμε σαν «ένα το κρατούμενο».
  • Το ανέβασμα του ιδεολογικού πολιτικού επιπέδου των στελεχών και μελών του Κόμματος δεν είναι πρόβλημα απλά μαθημάτων και διαλέξεων, είναι ζήτημα προτεραιότητας της καθημερινής δράσης. Αμα δε γνωρίζεις την πολιτική, την ιδεολογία μας, δεν ανοίγεις συζήτηση, δε βοηθάς στις στρατολογίες, δεν καθοδηγείς σωστά, δεν απαντάς άμεσα στον ταξικό εχθρό και στα τσιράκια του, δηλαδή είναι καθημερινή υπόθεση που ξεκινάει από το ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ και την ΚΟΜΕΠ
  • Δουλιά στην εργατική τάξη, μέσα στα εργοστάσια, στους τόπους παραγωγής και ειδικότερα εκεί που συγκεντρώνεται μεγάλη δύναμη εργαζομένων.
  • Στους ναυτεργάτες πρέπει να στήσουμε ΚΟΒ στα μεγάλα ακτοπλοϊκά πλοία να δουλέψουμε με σχέδιο γι' αυτόν το σκοπό.
  • Να δούμε το ζήτημα της ποντοπόρου ναυτιλίας πώς θα καθοδηγήσουμε τη δουλιά με τους λίγους Ελληνες που έχουν μείνει, αλλά και με τους αλλοδαπούς ναυτεργάτες.
  • Να οργανώσουμε γραφείο σε μεγάλο ευρωπαϊκό λιμάνι και να συνδεθούμε με το ΚΚ από τη χώρα που προέρχονται οι συνάδελφοι αλλοδαποί ναυτεργάτες, να αναπτυχθεί καμπάνια οργάνωσης στα ταξικά σωματεία των συν. αλλοδαπών ναυτεργατών.
  • Στρατολογίες από τους εργάτες και τη νεολαία, ειδικά την εργαζόμενη νεολαία.
  • Εχω τη γνώμη ότι δεν πρέπει να έχουμε δεδομένο το νόμιμο τρόπο δράσης και πρέπει να έχουμε πάντα το νου μας περισσότερη περιφρούρηση όχι όλα για όλους.
  • Παρέμβαση στα ερασιτεχνικά μαζικά ομαδικά αθλήματα ειδικότερα το ποδόσφαιρο αλλά και σε όλο τον αθλητισμό.
  • Παίρνοντας αφορμή το διάλογο (για διάφορα ιστορικά γεγονότα) αλλά και από την αναφορά στις Θέσεις για την ιστορία του Κόμματος, πιστεύω ότι πρέπει το ιστορικό τμήμα της ΚΕ μέχρι να εκδοθεί η ιστορία του Κόμματος να προωθήσει στις οργανώσεις τα ντοκουμέντα για ορισμένα ζητήματα που δεν έχουν συζητηθεί στο Κόμμα, γιατί η νέα γενιά που δεν τα έζησε, δεν τα γνωρίζει στις λεπτομέρειες (6η Ολομέλεια, Ολομέλεια που κατάργησε Κομματικές οργανώσεις στην Ελλάδα, 12η Ολομέλεια, διαγραφή Ν. Ζαχαριάδη, Τασκένδη κ.ά.).

Σύντροφοι,

Πιστεύω ότι είμαστε σε καλό δρόμο, με ανοιχτό πάντα το μέτωπο στα μονοπώλια και τους ιμπεριαλιστές και τον οπορτουνισμό κάθε μέρα που περνάει το Κόμμα επιβεβαιώνεται και αποχτάει μεγαλύτερη στήριξη.

Αυτή την επιρροή τη στήριξη πρέπει να την κάνουμε δύναμη αντεπίθεσης για τα μέτωπο, τη λαϊκή εξουσία, το σοσιαλισμό.

Είμαι σίγουρος για την επιτυχία του συνεδρίου.

Για τη λαϊκή εξουσία, το σοσιαλισμό

Ζήτω το 17ο Συνέδριο

Πέτρου Νίκος

ΚΟ Ναυτεργατών



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ