Μόνο φαρσοκωμωδία μπορεί να χαρακτηριστεί το «έργο» που ανέβασε πρωτομαγιάτικα ο ΣΥΡΙΖΑ στη Δραπετσώνα, αν και η σκηνική παρουσία του Αλ. Τσίπρα ούτε συγκίνησε τους κατοίκους της περιοχής ούτε έκοψε τα εισιτήρια που προσδοκούσαν οι διοργανωτές. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε την «αριστερά» του ΝΑΤΟ, του διαβολικά καλού Τραμπ, του νόμου Βρούτση - Αχτσιόγλου, των αντιαπεργιακών νόμων, του χτυπήματος των διαδηλωτών στο άγαλμα Τρούμαν ως «κληρονόμο» και ...συνεχιστή των «παρακαταθηκών και θυσιών της εργατικής τάξης, των εργαζομένων για δικαιοσύνη και προκοπή σε αυτόν τον τόπο»! Κι όταν οι λαθροχειρίες εξαντλήθηκαν, μαζί και η προσπάθεια να καπηλευθεί τους αγώνες του εργαζόμενου λαού, το 'ριξε στη στιχουργική, λέγοντας πως «εμείς δεν μπορούμε να βολευτούμε με την ιδέα ότι "στη Δραπετσώνα πια δεν θα έχουμε ζωή"». Να το είπε άραγε επειδή τον πήρε η μπόχα από τα καζάνια της «Oil One», που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τους έδωσε παράταση για να ρυπαίνουν την περιοχή; Ποιος ξέρει...
Και δεν είναι μόνο αυτό: Δεν ξέρει άραγε ο Τσίπρας ότι λίγα μέτρα από κει που μιλούσε βρίσκεται το κάτεργο της COSCO; Οτι επί δικής του κυβέρνησης υπογράφτηκε η συμφωνία για την παράδοση του ΟΛΠ στο κινεζικό μονοπώλιο; Δεν άκουσε τίποτα για τους αγώνες των εργαζομένων να κατοχυρώσουν ωράρια και μισθούς, να μη δουλεύουν σαν σκλάβοι; Θυμάται άραγε ότι το 2018, επί δικής του κυβέρνησης και με δικούς του νόμους, τα δικαστήρια έβγαλαν πέντε φορές παράνομους τους απεργιακούς αγώνες των λιμενεργατών; Δεν έχει ακούσει τίποτα για το διαχρονικό αίτημα του πειραιώτικου λαού να φτιαχτεί στην ίδια εκείνη περιοχή ένα παιδιατρικό νοσοκομείο, και που ως κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ το απέρριπτε συστηματικά, πουλώντας «τσάι και συμπάθεια» για τις ανάγκες των παιδιών και των οικογενειών τους; Λάθος μέρα και κυρίως λάθος μέρος διάλεξε ο ΣΥΡΙΖΑ να δώσει την παράστασή του. Αλλωστε, έργο με τέτοια πλοκή ούτε σε θέατρο σκιών δεν μπορεί να σταθεί...
Οχι πως έχει καμιά ιδιαίτερη αγωνία η ΕΕ για την επόμενη κυβέρνηση στην Ελλάδα, αλλά τα στελέχη της δεν χάνουν ευκαιρία να «υπενθυμίζουν» ποιος είναι ο «ακρογωνιαίος λίθος» όποιου κι αν εκλεγεί. Οπως ο Πάολο Τζεντιλόνι, ο επίτροπος της ΕΕ αρμόδιος για θέματα Οικονομίας, ο οποίος δήλωσε τις προάλλες: «Ολο το ελληνικό πολιτικό φάσμα γνωρίζει πόσο σημαντικά είναι τα ευρωπαϊκά προγράμματα, γνωρίζει ότι είναι αναγκαίο μετά τις εκλογές να επικεντρωθεί στα ευρωπαϊκά προγράμματα, στην απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, στις κοινές ευρωπαϊκές δεσμεύσεις». Σε ποια «ευρωπαϊκά προγράμματα» αναφέρεται; Στο Ταμείο Ανάκαμψης και σε άλλες πηγές χρηματοδότησης του κεφαλαίου, που αποτελούν το «κοινό πρόγραμμα» ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ. Και σε ποιες «δεσμεύσεις»; Στο Σύμφωνο Σταθερότητας, στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο και στα άλλα μνημόνια διαρκείας της ΕΕ, που συνδιαμορφώνουν όλα τα αστικά κόμματα και οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα. Αφού λοιπόν «όλο το πολιτικό φάσμα» ξέρει, τότε προς τι οι υπενθυμίσεις; Ο Τζεντιλόνι και οι άλλοι απευθύνονται πρώτα απ' όλα στον λαό. Αυτόν εκβιάζουν να μην έχει προσδοκίες και αιτήματα που μπορεί να βάλουν σε κίνδυνο τα «προγράμματα» και τις «δεσμεύσεις». Επομένως, οι επιλογές του και στην κάλπη να περιορίζονται στο φάσμα του ...μικρότερου κακού. Αρα, να και το πραγματικό διακύβευμα των εκλογών: Θα τους δώσει ο λαός τη δύναμη να τον τσακίζουν και τα επόμενα χρόνια; 'Η θα πρωταγωνιστήσει σε εξελίξεις προς όφελός του, με ένα πολύ πιο ισχυρό ΚΚΕ στο πλευρό του;
Σοβαρές και δικαιολογημένες αντιδράσεις έχει προκαλέσει ένα από τα δέκα σημεία που έχει δώσει ως πρόγραμμα για την Παιδεία η ΝΔ, το οποίο αφορά την... «ελεύθερη επιλογή, από γονέα, της σχολικής μονάδας φοίτησης των μαθητών». Στην πράξη αυτό σημαίνει κατάργηση των γεωγραφικών ορίων που υπάρχουν σήμερα για τα σχολεία, κάτι που θα εκτοξεύσει την κατηγοριοποίησή τους και με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσει σε μαράζωμα και κλείσιμο σχολείων.
Αν συνυπολογίσουμε ότι η παραπάνω πρόταση έρχεται ως συνέχεια της επιβολής της αντιδραστικής «αξιολόγησης», γίνεται εύκολα κατανοητό ότι οι γονείς στην πράξη θα προσπαθούν να επιτύχουν την εισαγωγή των παιδιών τους στα σχολεία με τις υψηλότερες βαθμολογίες και την καλύτερη φήμη. Αυτό σε επίπεδο γειτονιάς και δήμου θα οδηγήσει τα σχολεία που δεν επιλέγονται στο να συγκεντρώνουν τους πιο αδύναμους μαθητές οικονομικά και κοινωνικά. Για παράδειγμα, αν μεταξύ τριών ή τεσσάρων Δημοτικών Σχολείων σε μια περιοχή το ένα από αυτά συγκεντρώνει μεγαλύτερο αριθμό μεταναστών μαθητών, που δεν έχουν την ίδια ευχέρεια στη γλώσσα, εύκολα μπορεί να βγάλει τη φήμη του «μη καλού σχολείου», να μην επιλέγεται και να συρρικνώνεται. Αν ένα από τα υπόλοιπα Δημοτικά έχει π.χ. προβλήματα υποδομής (μικρά προαύλια, απουσία εργαστηρίων, αιθουσών πολλαπλής χρήσης κ.ο.κ.), είναι επόμενο να μην προτιμάται και να μην επιλέγεται από τους γονείς. Ετσι, μάνι - μάνι θα διευρύνεται στην πράξη η κατηγοριοποίηση των σχολείων, θα υπάρχουν σχολεία που από το μαράζωμα και τη συρρίκνωση θα οδηγούνται στο κλείσιμο κ.ο.κ. Αλλωστε η αντίστοιχη εμπειρία από άλλες καπιταλιστικές χώρες, όπου έχουν ήδη προχωρήσει τέτοιες αλλαγές στην κατεύθυνση και της αυτονόμησης των σχολικών μονάδων, δείχνει ακριβώς ένταση της ταξικής διαφοροποίησης (που αποτυπώνεται και στο περιεχόμενο του τι διδάσκεται) και κλείσιμο σχολείων.
Τα παραπάνω έρχονται στη χώρα μας μετά τη θεσμοθέτηση του «πολλαπλού βιβλίου», που έχει ήδη ανοίξει τον δρόμο για τη διαμόρφωση τάξεων διαφορετικών επιπέδων, αυτών που θα μπορούν να ανταποκριθούν σε μια πιο απαιτητική προσέγγιση και αυτών που θα αρκούνται στα στοιχειώδη. Ερχονται να «κουμπώσουν» με την «αξιολόγηση» των σχολικών μονάδων, που θεσμοθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ και επέκτεινε η ΝΔ, αλλά και με τις επιταγές του ΟΟΣΑ για μεγαλύτερη αυτονομία των σχολικών μονάδων, που τις υιοθετούν η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ κ.ά.
Ταυτόχρονα όμως έρχονται σε μια χώρα όπου το κίνημα εκπαιδευτικών, γονιών και μαθητών έχει δείξει ότι μπορεί να βάζει φραγμούς και να φρενάρει τέτοιες αντιδραστικές αλλαγές, έχει καταγράψει ξεκάθαρα στα αιτήματά του ότι παλεύει για ένα αναβαθμισμένο και σύγχρονο σχολείο, ενιαίο για όλα τα παιδιά του λαού, γιατί όλα έχουν τα ίδια δικαιώματα στη μόρφωση.