Κυριακή 3 Φλεβάρη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Του Μιχάλη ΔΕΛΗΣΑΒΒΑ

Ο Μιχάλης Π. Δελησάββας γεννήθηκε στη Ν. Μάκρη Αττικής. Εβγαλε το Γυμνάσιο του Μαραθώνα και φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Είναι γιατρός (παιδίατρος), διδάκτωρ της Ιατρικής του Παν/μίου Αθηνών. Υπηρετεί στο Παιδοψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής. Εχει δημοσιεύσει σε ιατρικά περιοδικά και ανακοινώσει σε συνέδρια εργασίες σχετικές με την Παιδιατρική και κυρίως την Παιδοψυχιατρική.

Εχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Βήματα και Ανάσες», εκδ. Διογένης, 1983, «Κατόψεις», εκδ. Διογένης 1985 και «Εσωτερική Μετανάστευση», εκδ. Διογένης, 1989. Διηγήματα: «Ανθρωποι Δικοί μας», εκδ. Διογένης, 1984, και «Σε Αλλους Παράλληλους», εκδ. 1986. Επίσης, τα «Τρία Παραμύθια», εκδ. Διογένης, 1987, και τα «Λαογραφικά Μάκρης και Λιβισίου Λυκίας Μ. Ασίας», 1988.

Από το 1987 είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Ελληνικής Εταιρείας Ιατρών Λογοτεχνών.

Τ' όνειρο του Βασίλη

Γρηγοριάδης Κώστας

Κάποτε είχε δώσει το «παρών». Ητανε νέος τότε, είχε κουράγιο. Ηταν και η εποχή. Σήκωνε να βρεθεί από τη μια στιγμή πρώτος πρώτος στην Κλεισούρα, στον Ελληνοϊταλικό, κι ύστερα να σκύβει το κεφάλι στους φασίστες; Δεν έμενε άλλος δρόμος παρά μονάχα το βουνό.

Τώρα κάθεται πάνω από μια στοίβα καλαμπόκια, τρίβει τη μια ρόκα στην άλλη να πέσει ο σπόρος, να μαζευτεί ο σωρός, κι όλο βάζει από μια φωνή στ' άλογο που γυρίζει με δεμένα μάτια στο μαγκάνι.

Στην κωλότσεπη του λασπωμένου παντελονιού η εφημερίδα. Τι τους έπιασε τώρα τελευταία όλους, μετά τη δικτατορία, και γράφουνε για την Αντίσταση; Δε βαριέσαι, όλα της εποχής, σκέφτεται ο Βασίλης. Περαστικά όλα και με δοκιμή. Ας είστε καλά παιδιά και βλέπουμε. Δεν έχει αυταπάτες. Εχει δει πολλά. Εχει πάθει πολλά. Δύσκολα πολύ ν' αλλάξει αυτός ο τόπος. Τόσο γερά δεμένος, τόσο ζεμένος, να, σαν τον Κίτσο τ' άλογό του, που γυρίζει στο μαγκάνι και περιμένει εκείνον να τον λύσει, να του βγάλει τη λαιμαριά, να δει το φως μη στραβωθεί από το πολύ σκοτάδι και δεν τον έχει πάλι αύριο να του δουλεύει...

Αυτές τις άσκημες σκέψεις κάνει ο Βασίλης, καθισμένος στη σκιά πάνω στο σωρό τα καλαμπόκια. Μα η εφημερίδα με τις λεπτομέρειες, τις φωτογραφίες, με τις γενειάδες κι όλα αυτά του κρατάνε αιχμάλωτη τη σκέψη.

Ηταν όμως μια εποχή εκείνη, η δική του! Αν δεν τη ζούσε θα 'λεγε πως γεννήθηκε σ' αυτό τον κόσμο στραβός, πεντάρφανος...

Ο ήλιος ήρθε και καρφώθηκε στα μεσούρανα, πάνω από το δέντρο που στον ίσκιο του ξεσπυρούσε καλαμπόκια. Τ' άλογο κουράστηκε να γυροφέρνει πια. Το τσιμπούσανε και οι μύγες, είχε εκνευριστεί κι όλο καθυστερούσε. Μεσημέρι. Καιρός να το σταμάταγε, να πάει κι αυτός για φαΐ. Σηκώθηκε, ξέζεψε το ζωντανό, του χάιδεψε το λαιμό, το 'βαλε να βοσκήσει. Πήγε κι αυτός να κολατσίσει εκεί δίπλα στην καλύβα του περιβολιού κι ύστερα από λίγη ώρα έγειρε να ξεκουραστεί στο γιατάκι. Από την τσέπη του παντελονιού έβγαλε πάλι την εφημερίδα να διαβάσει λίγο, έτσι, πριν τον πάρει ο ύπνος του καλοκαιρινού μεσημεριού. Απ' έξω άρχισε να φυσάει το μελτεμάκι και να φουρφουρίζει μέσα στις καλαμποκιές. Αισθανόταν κουρασμένος πια, είχε πατήσει από καιρό τα πενήντα ο Βασίλης. Εριξε μια ματιά στην εφημερίδα. Τα μάτια του μαγνητισμένα τράβηξαν εκεί, είδε γι' άλλη μια φορά τις φωτογραφίες, διάβασε τους τίτλους. Σε λίγο ένιωσε τα μάτια του να βαραίνουν. Του 'φυγε από τα χέρια η εφημερίδα, τον πήρε ο ύπνος...

...Βρέθηκε να φυλάει δυο Γερμανούς αιχμάλωτους στο μοναστήρι τ' Αϊ-Γιάννη πάνω στο Μετόχι. Μέσα γινόταν η συνέλευση του τάγματος. Ηταν ή δεν ήταν κατάσκοποι οι δυο Γερμανοί που 'χανε πιαστεί εκείνη τη μέρα στις ελιές; Εκείνος πάντως το 'ξερε, όπως κι όλοι: Δεν ήταν. Οι δυο αιχμάλωτοι ήταν ένα σημάδι σίγουρο πως άρχιζε να γέρνει η πλάστιγγα σαν αποτέλεσμα του αγώνα. Και κάτι θέλουν να του πούνε και το λένε με νοήματα και λέξεις γερμανικές κι αρχαίες. Κάτι που έχει σπουδαίο νόημα, φοβερό.

Ο Βασίλης αγωνίζεται, προσπαθεί να καταλάβει. Κάνει προσπάθεια να κρατηθεί σ' αυτό που βλέπει. Οχι, όχι δεν είναι, δεν μπορεί να 'ναι έτσι. Αφού εμείς κρατάμε τα όπλα, λέει στους Γερμανούς. Εμείς κάνουμε τον αγώνα. Πρώτα η λευτεριά της πατρίδας κι ύστερα... Βογκάει... Κι εκεί τον παίρνει ένα παράπονο, τραντάζεται και ξυπνάει...

Το πρώτο που καταλαβαίνει είναι πως είναι λουσμένος στον ιδρώτα, ύστερα πως είναι στον κάμπο πάνω στο γιατάκι. Τ' όνειρο που 'βλεπε χάθηκε, το πεζούλι τ' Αϊ-Γιάννη, οι Γερμανοί, το τάγμα στο Μετόχι.

Κάτι μένει στο στόμα του πικρό σαν παράπονο. Τ' αυτιά του ακόμα βουίζουν από αυτά που δεν άκουσε. Μα είναι σα να του τα σφυρίζει ακόμα ο Γερμανός, εκείνος με τα γυαλιά και τα δεμένα χέρια.

«Εσείς πολεμάτε. Αλλοι όμως θα 'ρθουν να σας κυβερνήσουν».

Του φάνηκε τότε απίστευτο αυτό, σαν προφητεία κακή. Ηθελε να τους ρωτήσει ξανά για να τους κοροϊδέψει και να γελάσει μαζί τους. Μα δεν μπόρεσε να τους ζητήσει το λόγο, γιατί έφυγαν ξαφνικά από κει, πήραν άλλους δρόμους κι αυτός κι εκείνοι οι δυο και χάθηκαν...

Μετά ήρθαν άλλα χρόνια. Η λευτεριά, οι εξορίες, τα κυνηγητά. Ετσι λοιπόν πήγαν χαράμι τα νιάτα, τα χρόνια, η ζωή του; Δεν ξέρει τι να πει κι εκείνος...

Η πίκρα του στάθηκε κόμπος. Αναδεύεται πάνω στο γιατάκι. Απογεματάκι, προτού να πέσει η υγρασία ακόμα, κι αρχίσανε να πονάνε τα πόδια του.

Πιάνει την εφημερίδα. Δεν μπορεί να διαβάσει. Σηκώνεται και ανάβει τσιγάρο. Στέκεται στην πόρτα της καλύβας. Κοιτάει τον κάμπο που αχνίζει. Υστερα το περιβόλι με τις καλαμποκιές, τις ντομάτες που πάλι φέτος έκαψε ο ήλιος πριν να δέσουν. Το σκουριασμένο αλέτρι, το μαγκάνι, το σωρό τα καλαμπόκια, τα ξυπόλυτα πόδια του, το ρημαγμένο χαγιάτι.

Ξανασκέφτεται τ' όνειρο, τους δυο Γερμανούς. Τους πολέμους που ξανάγιναν, τις εξορίες. Τον κόσμο που ονειρεύτηκε όταν πολεμούσε. Τα κανόνια που δεν έγιναν τραχτέρ. Τους χαμένους συντρόφους του αγώνα. Τη μεγάλη Ελπίδα...

Ετσι ξυπόλυτος πάει να ξαναζέψει τον Κίτσο στο μαγκάνι ο Βασίλης, να ξαναπιάσει στον ξύπνιο του τώρα πια το όνειρο που είχε δει το μεσημέρι. Ενα από τα όνειρα που τον βασανίζουνε νύχτα και μέρα όλα αυτά τα χρόνια, μα πιο πολύ τώρα τελευταία.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ