Διαβάστε σήμερα στην ενότητα «Διεθνή και Οικονομία»:
ΕΚΘΕΣΗ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ: Αντιλαϊκά μέτρα χωρίς τέλος, στο «μονοπάτι» της εύθραυστης καπιταλιστικής ανάκαμψης
ΒΟΡΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗ - ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΑ: Οι καπιταλιστικοί «παράδεισοι», της έντασης της εκμετάλλευσης των εργατών, της παράτασης του εργάσιμου βίου, της παιδικής εργασίας
ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ: Το «Ιδρυμα για το Μέλλον» (IFTF), σε έρευνα, για λογαριασμό του μονοπωλίου ηλεκτρονικών «Dell Technologies», περιγράφει τις υψηλής τεχνολογίας «γαλέρες» του μέλλοντος
Eurokinissi |
Με αυτήν την «επισήμανση», που έρχεται να προστεθεί στις ανάλογες εκτιμήσεις και «προτροπές» του εγχώριου κεφαλαίου και των εκπροσώπων των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, στο επίκεντρο, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή δημοσίευσε την περασμένη Τετάρτη την τριμηνιαία έκθεσή του (Απρίλης - Ιούνης 2017), όπου καταγράφονται οι σημαντικότερες οικονομικές εξελίξεις, οι εκτιμήσεις, αλλά και η ατελείωτη λίστα των αντιλαϊκών μέτρων, των αναδιαρθρώσεων και των υπόλοιπων «προαπαιτούμενων» για τη σταθεροποίηση και ανάκαμψη της εγχώριας καπιταλιστικής οικονομίας που βρίσκεται μπροστά.
Η έκθεση, καταγράφοντας ως σημαντικότερη οικονομική εξέλιξη του προηγούμενου τριμήνου την ολοκλήρωση της 2ης «αξιολόγησης» του 3ου μνημονίου, που «δημιουργεί κατ' αρχάς προϋποθέσεις» «για τη μείωση της αβεβαιότητας, τη σταθεροποίηση και ανάκαμψη της οικονομίας», αλλά και τα όσα ακολούθησαν, όπως η απόφαση του ΔΝΤ, η έκδοση του 5ετούς κρατικού ομολόγου αλλά και ομολόγων επιχειρηματικών ομίλων κ.ο.κ., επισημαίνει πως «με την δεύτερη αξιολόγηση δεν τέλειωσε η προσαρμογή» και πως «η θετική επίπτωση της συμφωνίας του Ιουνίου 2017 μπορεί να αποδειχθεί πάλι πρόσκαιρη (όπως το 2014) αν η κυβέρνηση στείλει αντιφατικά μηνύματα για την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και, συγκεκριμένα, αν δεν προχωρήσει άμεσα η εφαρμογή των 113 δράσεων του συμπληρωματικού μνημονίου και της συμφωνίας με το ΔΝΤ που αποτυπώνεται στο letter of intent ("επιστολή προθέσεων") που απέστειλε η ελληνική κυβέρνηση στο Ταμείο».
Θυμίζοντας δε τη λαίλαπα των αντιλαϊκών μέτρων που έχει δρομολογήσει η κυβέρνηση από κοινού με τους «θεσμούς» για το αμέσως επόμενο διάστημα, επισημαίνει ανάμεσα σε άλλα πως «η επόμενη αξιολόγηση περιλαμβάνει (πέραν των τυχόν εκκρεμοτήτων μεταξύ άλλων στην Ενέργεια, στην εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ και στις ιδιωτικοποιήσεις) μόνο φαινομενικά εύκολα ζητήματα. Μεταξύ των παρεμβάσεων που πρέπει να υλοποιηθούν, ώστε να ολοκληρωθεί επιτυχώς το πρόγραμμα, είναι (...) η αλλαγή στον συνδικαλιστικό νόμο ώστε οι απεργίες να προκηρύσσονται με το 50% των εργαζομένων, η πλήρης ανατροπή του χάρτη των κοινωνικών επιδομάτων, καθώς και το άνοιγμα όσων επαγγελμάτων παραμένουν ακόμη κλειστά (...) Επίσης, αυξάνονται οι ώρες διδασκαλίας για τους δασκάλους και τους καθηγητές, αλλάζουν οι όροι χορήγησης των αναπηρικών και των οικογενειακών επιδομάτων, ενώ ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την κινητικότητα στο Δημόσιο...».
Σημειώνει δε ότι «ο πολιτικός χρόνος για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης και των επόμενων θα είναι σαφώς πιο περιορισμένος σε σχέση με τον πολιτικό χρόνο των προηγούμενων δύο αξιολογήσεων» αλλά και ότι «πέρα από το θέμα του χρόνου, σημαντική είναι και η πολιτική βούληση της κυβέρνησης να ενστερνιστεί τα μέτρα του μνημονίου και να υλοποιήσει τα 113 προαπαιτούμενα».
Η έκθεση, που ουσιαστικά καταγράφει πως η πρόσφατη δοκιμαστική έξοδος στις αγορές, ως διαδικασία επαναδανεισμού του αστικού κράτους, «ναι μεν σηματοδοτεί την αργή επιστροφή στην "κανονικότητα" αλλά (...) θα επιφέρει και νέες επιβαρύνσεις γιατί τα επιτόκια δανεισμού θα είναι υψηλότερα από αυτά του ΕΜΣ», επιβαρύνσεις βέβαια που θα πληρώσει και πάλι ο λαός, ασχολείται και με το ζήτημα της μελλοντικής χρηματοδότησης των δανειακών αναγκών της χώρας μετά το τέλος του 3ου προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, και τις τρεις βασικές επιλογές που έχει μπροστά της η αστική τάξη: «α. Την "καθαρή" έξοδο στις αγορές, β. Την έξοδο με προληπτική γραμμή πίστωσης υπό όρους και γ. Το νέο δανεισμό από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ή τέταρτο μνημόνιο κατά το πρότυπο των προηγούμενων)».
Βάζοντας ως κεντρικό ερώτημα, «είναι η χώρα προετοιμασμένη να υποβληθεί στην "πειθαρχία" των αγορών για τη δημοσιονομική πολιτική της;», και συμπληρώνοντας ότι «πολλά θα κριθούν κατά την εφαρμογή του "συμπληρωματικού μνημονίου συνεννόησης" τους αμέσως επόμενους μήνες, από τη διευθέτηση του χρέους και από την επιστροφή στην ανάπτυξη», η έκθεση καταλήγει ότι «όποια λύση και αν τελικά επιλεγεί, η "καθαρή" έξοδος στις αγορές ή το αγκυροβόλιο του ΕΜΣ (π.χ. μέσω μιας προληπτικής γραμμής πίστωσης), θα συνοδεύεται από εποπτεία της ελληνικής οικονομικής πολιτικής, πράγμα που συχνά παραβλέπει η δημόσια συζήτηση», προσθέτοντας πως «δεν έχει γίνει κατανοητό ότι η λεγόμενη "πολυμερής εποπτεία" είναι μέρος των νέων συνθηκών που διαμόρφωσε η ίδια η ευρωπαϊκή ενοποίηση (...) Επομένως, μεγάλο τμήμα των εθνικών οικονομικών επιλογών προκύπτουν από τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωζώνη».
«Η έξοδος στις αγορές, για να έχει συνέχεια, προϋποθέτει ισχυρή οικονομική μεγέθυνση με διάρκεια», επισημαίνει η έκθεση, καταγράφοντας ταυτόχρονα ότι η «διατηρησιμότητα» της καπιταλιστικής κερδοφορίας και ανάκαμψης εξαρτάται από ένα πλέγμα παραγόντων και συγκεκριμένα:
-- Τη ρύθμιση του δημόσιου χρέους, για την οποία λέει πως αποτελεί τη μεγάλη πηγή αβεβαιοτήτων, «οι δανειστές μας δεν έχουν καταλήξει σε οριστικές λύσεις», ενώ «εκτός από άλλα, ανοιχτό μένει και το ερώτημα αν θα έπρεπε να προηγηθεί της εξόδου στις αγορές η αναδιάρθρωση του χρέους», επισημαίνοντας ωστόσο πως «η λύση αυτή (σ.σ. της αναδιάρθρωσης πριν την έξοδο), την οποία προκρίνει έμμεσα και το ΔΝΤ, δεν γίνεται δεκτή από τους Ευρωπαίους εταίρους».
-- Τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, για την οποία σημειώνει πως «δεν θα είναι εύκολη υπόθεση» και πως «οι επιδόσεις της χώρας στον τομέα αυτόν ήταν μέχρι σήμερα, στην καλύτερη περίπτωση, αμφίβολες».
-- Τη σταθερότητα των θεσμών, επισημαίνοντας ότι «η θεσμική σταθερότητα συνυφαίνεται με τις βαθύτερες αξίες και πεποιθήσεις των ατόμων όπως (...) πεποίθηση ότι η επιτυχία εξαρτάται από την ατομική προσπάθεια κ.λπ. Και εδώ είναι η μεγάλη δυσκολία, γιατί αυτές οι αξίες διαμορφώνονται ιστορικά και δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη».
-- Το μείγμα της οικονομικής πολιτικής, όπου σημειώνει πως «το ΓΠΚΒ έχει επανειλημμένα υποστηρίξει ότι η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλή. Το κέντρο βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει στο μέλλον να μετατεθεί ακόμη περισσότερο στον εξορθολογισμό των δαπανών και στην περιστολή της κακοδιαχείρισης στο δημόσιο (όπου υπάρχουν ακόμα περιθώρια), στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη σταδιακή ορθολογική μείωση των φόρων».
-- Την ύπαρξη εθνικού αναπτυξιακού σχεδιασμού, που «εξυπηρετεί την ανάγκη για ένα μακροχρόνιο "σχέδιο" για τη δομή της ελληνικής οικονομίας ως το 2025 ή 2030 που θα οργανώνει την κρατική παρέμβαση κατά το βαθμό που είναι αναγκαία και θα προσανατολίζει το ίδιο το κράτος και την επιχειρηματικότητα», επισημαίνοντας ότι ο σχεδιασμός αυτός θα πρέπει να εξειδικεύεται κλαδικά και να προσανατολίζει στην «εξωστρέφεια» της καπιταλιστικής οικονομίας ώστε η ανάπτυξη να εξαρτάται λιγότερο από την εσωτερική ζήτηση. Στο πλαίσιο αυτό χαρακτηρίζει θετικό γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει ξεκινήσει την επεξεργασία της «Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής 2021» καθώς και ότι αυτή περιλαμβάνει δέσμες δράσεων ανά υπουργείο, ενώ ζητάει μεγαλύτερη «σαφήνεια» στα μέτρα και στην ποσοτικοποίησή τους, επισημαίνει τη σημασία ενός κατάλληλου νομικού πλαισίου και κριτικάρει την ίδρυση «σωρείας δημόσιων φορέων αμφίβολης χρησιμότητας».
-- Τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, κάνοντας λόγο για το ότι «η εκτεταμένη ανεργία, η μείωση των εισοδημάτων χωρίς αντίστοιχη μείωση των τιμών, η "νέα φτώχεια" και τα νέα πρότυπα επισφαλούς εργασίας απαιτούν στοχευμένη στρατηγική αντιμετώπισης (...) Η "κοινωνική πόλωση" όσο δεν αντιμετωπίζεται, αποτελεί βάση για πολιτική αστάθεια».
Τέλος, η έκθεση αναφέρεται και στις αλλαγές που δρομολογούνται στην Ευρωζώνη επισημαίνοντας πως «οι αναπόφευκτες από ό,τι φαίνεται αλλαγές στην ευρωπαϊκή πολιτική θα προσφέρουν κατά πάσα πιθανότητα και σημαντικές ευκαιρίες στις χώρες που θα μπορούν να τις παρακολουθήσουν. Η Ελλάδα πρέπει να είναι μία από αυτές».
Σημαντικές αλλαγές στην εργασία αλλά και στο χάρτη ανταγωνισμού διεθνών μονοπωλίων αναμένεται να επιφέρει η γενίκευση της αυτοματοποίησης των μέσων παραγωγής και της χρήσης νέων τεχνολογιών
Η έρευνα, που τιτλοφορείται «Η Επόμενη Εποχή Συνεργασίας Ανθρώπων - Μηχανών» (The Next Era of Human - Machine Partnership), δίνει μια πρόγευση για μια «νέα κοινωνία σε ροή». Αυτή περιλαμβάνει νέα δεινά για τους εργαζόμενους και όξυνση του ανταγωνισμού των καπιταλιστών.
Η έρευνα του IFTF, αξιοποιώντας τις απαντήσεις διευθυντικών στελεχών εκατοντάδων μεγάλων εταιρειών σε πολυσέλιδο ερωτηματολόγιο, προβλέπει για παράδειγμα πως μία στις δύο εταιρείες θα σταματήσουν τις επιχειρήσεις τους μέσα στα επόμενα 3 ή 5 χρόνια λόγω ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων. Τεράστιες και μικρότερες επιχειρήσεις και όμιλοι θα ανακαλύψουν, σύμφωνα με τους ερευνητές, πως θα βρεθούν σε σταυροδρόμι κρίσιμων ανακατατάξεων, με δύο βασικές επιλογές: Η θα επιβιώσουν, ή θα "πεθάνουν". Προβλέπεται δηλαδή ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία πολλοί οργανισμοί, επιχειρήσεις και όμιλοι θα μπουν σε «αχαρτογράφητα νερά», δίχως κανείς να είναι βέβαιος τι θα επακολουθήσει και ποιος ή πώς θα επιβιώσει...
Στη μελέτη αυτή, οι διευθύνοντες σύμβουλοι εκατοντάδων διεθνών μονοπωλίων φαίνεται να μαντεύουν ή να «ανησυχούν» για σημαντικές επερχόμενες αλλαγές. Μεταξύ άλλων:
Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνικής αξιοποιούνται με γνώμονα τη μεγιστοποίηση του κέρδους και όχι την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών για Υγεία, μόρφωση, ψυχαγωγία, αναψυχή, δημιουργία. Ετσι, παρά τις τεράστιες δυνατότητες, το μέλλον προδιαγράφεται ακόμα χειρότερο για δισεκατομμύρια εργαζόμενους ή ανέργους. Με τη διαφορά πως οι «γαλέρες» ξεζουμίσματος των εργαζομένων, που σχεδιάζονται για τις επόμενες δεκαετίες, θα είναι «χάι τεκ». Δηλαδή «υψηλής τεχνολογίας» και αυτοματοποιημένες ή ψηφιοποιημένες...
Η καπιταλιστική βαρβαρότητα, μέσα στις επόμενες λίγες δεκαετίες, θέλει τους εργαζόμενους να πωλούν σαν πλασιέ την εργατική τους δύναμη. Θέλει να τους μετατρέψει σε «αυτοαπασχολούμενους», που θα κάνουν πράξη ζωής τη «διά βίου μάθηση». Οχι σε πανεπιστήμια αλλά σε ψηφιακές διαδικτυακές πλατφόρμες «Τεχνητής Νοημοσύνης» (ΑΙ), «Εικονικής Πραγματικότητας» (Virtual Reality, VR), ή «Επαυξημένης Πραγματικότητας» (Augmented Reality, AR), που θα αξιοποιούν ανά πάσα στιγμή ώστε να μάθουν καινούριες δεξιότητες.
Αυτοί οι νέοι εργαζόμενοι, που σήμερα είναι παιδιά ή έφηβοι, σχεδιάζεται να ζήσουν σε ένα περιβάλλον που θα είναι σχεδόν αγνώριστο, με μόνιμα, ωστόσο, τα γνώριμα χαρακτηριστικά της ανασφάλειας και της σκληρής εκμετάλλευσης. Από τη «φάκα» του νέου συστήματος και των σημαντικών αλλαγών που θα προκαλέσει η εκτεταμένη αυτοματοποίηση των μέσων παραγωγής κατά τη λεγόμενη «Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση», δεν λείπει το «τυράκι»: Οι «ευκολίες», δηλαδή, με τις οποίες τάχα ο μελλοντικός εργαζόμενος θα πουλά τις γνώσεις και τις ικανότητές του. Οπως θα είναι η χρήση ψηφιακής ταυτότητας και προσωπικότητας που δήθεν θα εξασφαλίζουν την ισότιμη αντιμετώπισή τους από τους μελλοντικούς εργοδότες, δίχως διακρίσεις φύλου, φυλής, ή άλλων χαρακτηριστικών. Η αξιοποίηση ψηφιακών πλατφορμών για εξεύρεση εργασίας και άσκησης επαγγέλματος από οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη κ.λπ., και δη σε αναπτυσσόμενες σήμερα χώρες της υποσαχάριας Αφρικής, που θα έχουν το 2050 το πιο πολυπληθές και νεαρότερο εργατικό δυναμικό σε σχέση με τις (όπως διαφαίνεται) «γερασμένες» κοινωνίες σε Δύση και ορισμένες ασιατικές ανεπτυγμένες χώρες, όπως η Ιαπωνία και η Ν. Κορέα (ο πληθυσμός των χωρών της νότιας και κεντρικής Ασίας και της υποσαχάριας Αφρικής θα φτάσει το ένα δισεκατομμύριο άτομα έως το 2030).
Το «Ιδρυμα για το Μέλλον» (IFTF), διερευνώντας τις διαφαινόμενες αλλαγές και τάσεις στον τομέα της εργασίας στο μέλλον, για λογαριασμό της αμερικανικής εταιρείας πληροφορικής «Dell Technologies», κατέληξε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Μεταξύ αυτών πως:
Σε κάθε περίπτωση, τα παραπάνω σχέδια αφορούν τις σχέσεις παραγωγής και εργασίας στο κυρίαρχο καπιταλιστικό σύστημα. Την ίδια ώρα η έρευνα (χωρίς να είναι φυσικά αυτή η πρόθεση των συντελεστών της) δείχνει και τις τεράστιες δυνατότητες που ανοίγονται στην ανθρωπότητα, αν απαλλαγεί από τον στενό «κορσέ» των εκμεταλλευτικών σχέσεων. Με την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου και τον τερματισμό της αναρχίας στην παραγωγή, με το πέρασμα στη σοσιαλιστική - κομμουνιστική κοινωνία, την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, τον κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό και τον εργατικό έλεγχο, η αυτοματοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας μπορεί να είναι προς το συμφέρον των παραγωγών εργατών, να απελευθερώνει όλο και περισσότερο χρόνο από την εργασία, ώστε να αξιοποιείται για τη βελτίωση του μορφωτικού - πολιτιστικού επιπέδου τους, τη συμμετοχή στην άσκηση των καθηκόντων εξουσίας και διεύθυνσης παραγωγής.
Πηγή: Εκθεση "Ιδρύματος Για το Μέλλον" στην ιστοσελίδα της οργάνωσης www.iftf.org/fileadmin/user_upload/downloads/th/SR1940_IFTFforDellTechnologies_Human-Machine_070717_readerhigh-res.pdf
Ενταση της εκμετάλλευσης, φθηνή εργατική δύναμη, αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, παιδική εργασία και εκατομμύρια παιδιά εκτός Προσχολικής Αγωγής, είναι μερικά από τα ...«επιτεύγματα» που έχουν να επιδείξουν οι πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες
Ο «Ριζοσπάστης» παρουσιάζει σήμερα ορισμένα μόνο από τα πολλά ενδεικτικά παραδείγματα από χώρες όπως η Δανία, η Σουηδία, η Φινλανδία, η Γερμανία, η Αυστρία, η Ολλανδία και το Βέλγιο.
Η ιστοσελίδα του υπουργείου Εξωτερικών της Δανίας, θέλοντας να προσελκύσει επενδύσεις επιχειρηματικών ομίλων στη χώρα υπόσχεται εκμετάλλευση χωρίς φραγμούς και συγκεκριμένα:
«Απεριόριστη ελαστικότητα στην πρόσληψη και απόλυση εργαζομένων, μοναδική στην Ευρώπη. Ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να απολύσει τους υπαλλήλους ανά πάσα στιγμή, χωρίς να επιβαρύνεται με το κόστος».
«Ανταγωνιστικό κόστος εργασίας». Αν και «με την πρώτη ματιά οι μισθοί φαντάζουν υψηλοί σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη», «γενικά το εργασιακό κόστος είναι πολύ ανταγωνιστικό», καθώς «η συμβολή του εργοδότη στην κοινωνική ασφάλιση», σε «φόρους εργασίας», «στην υγειονομική περίθαλψη, στις πληρωμές αδειών», «είναι ελάχιστη». Ετσι, ο λαός στη Δανία «χαρατσώνεται» βαριά με εισφορές, φόρους και απευθείας πληρωμές μέσω των οποίων χρηματοδοτούνται οι παροχές Υγείας και η Κοινωνική Ασφάλιση. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα «Copenhagen Capacity», του επίσημου οργανισμού για την προσέλκυση επενδύσεων, η Δανία, «προσφέρει το χαμηλότερο εργασιακό κόστος στον κόσμο με τους εργοδότες να πληρώνουν λιγότερο από 1% (ανώτατο όριο 1.350 ευρώ) ανά υπάλληλο ετησίως στις κοινωνικές εισφορές».
«Ωρες εργασίας»: «Στη Δανία δεν ισχύουν περιορισμοί όσον αφορά τη νυχτερινή και την εβδομαδιαία εργασία, πράγμα που σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις επιτρέπεται να λειτουργούν 24 ώρες την ημέρα, 365 ημέρες το χρόνο».
Στη Δανία, «ψήνεται» η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης στα 67,5 χρόνια. Προς το παρόν τα αντιπολιτευόμενα κόμματα (Σοσιαλδημοκράτες και το ακροδεξιό, ρατσιστικό Λαϊκό Κόμμα) εμφανίζονται να διαφωνούν, ωστόσο έχουν ψηφίσει από το 2006 τη σταδιακή αντιστοίχιση του κατώτερου ορίου συνταξιοδότησης (στα 67) με βάση το προσδόκιμο ζωής το οποίο έχει ανέβει. Επιπλέον, η αντιπολίτευση θεωρεί «εποικοδομητικό» οι συνταξιούχοι με «καλή φυσική κατάσταση» να παραμένουν στην αγορά εργασίας. Δηλαδή, στηρίζει τον κυβερνητικό στόχο οι συντάξεις να δίνονται σε κάθε συνταξιούχο για 14,5 χρόνια κατά μέσον όρο.
Στο Βέλγιο, πριν από λίγες μέρες, το Ανώτατο Συμβούλιο Απασχόλησης (CSE) κάλεσε την κυβέρνηση να επισπεύσει την εφαρμογή μέτρων που παρατείνουν τον εργάσιμο βίο: Το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης να αυξηθεί στα 67 από το 2020 αντί για το 2030. Η σύνταξη να υπολογίζεται με βάση τους «βαθμούς» που έχουν συγκεντρώσει οι εργαζόμενοι στον εργάσιμο βίο τους. Το τελευταίο παρατείνει τον εργάσιμο βίο λόγω των διαστημάτων ανεργίας, αλλά και των ελαστικών μορφών εργασίας που πλέον κυριαρχούν. Μάλιστα, το Συμβούλιο συγκρίνει το Βέλγιο με χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ολλανδία και οι Σκανδιναβικές και ταυτόχρονα υπογραμμίζει τη γήρανση του πληθυσμού.
Στο μεταξύ στην Ολλανδία, όλο και περισσότεροι συνταξιούχοι αναγκάζονται να εργαστούν, έστω και με μερική απασχόληση (Ομάδα Ερευνας για την Εκπαίδευση και την Αγορά Εργασίας - ROA). Ο αριθμός των εργαζόμενων συνταξιούχων έχει τριπλασιαστεί από το 2003 κι έφτασε τις 180.000 με την επισήμανση ότι «όλο και περισσότεροι χρειάζονται δουλειά, καθώς μόλις και μετά βίας μπορούν να καλύψουν τα πάγια έξοδά τους» και «αυξάνεται ο αριθμός εκείνων των οποίων τα εισοδήματα κατασχέθηκαν λόγω χρεών». Σαν μια πιθανή αιτία, αναφέρεται η μεγάλη ανεργία στους ανθρώπους άνω των 50 ετών και γι' αυτό η τάση αυτή θα ενισχυθεί.
Στη Φινλανδία, την άλλοτε «ευημερούσα» σκανδιναβική χώρα, που κατατασσόταν στις 10 πλέον ανταγωνιστικές οικονομίες του κόσμου, η καπιταλιστική κρίση - παρά το χαμηλό σχετικά χρέος και παρά τη «χρηστή διαχείριση» - φορτώνεται στις πλάτες του λαού: Για να έρθει η ανάκαμψη απαιτείται η μείωση των δημόσιων δαπανών και του εργατικού «κόστους», καθώς η αγορά εργασίας θεωρείται από τις «πλέον ανελαστικές».
Από την κρίση χτυπήθηκαν κλάδοι της βιομηχανίας - στηρίγματα τη οικονομίας της, όπως οι χαρτοβιομηχανίες, η βιομηχανία ξυλείας, αλλά και η βιομηχανία της πληροφορικής, με τον κολοσσό «Nokia» να εξαγοράζεται από τη «Microsoft». Εγιναν απολύσεις, έκλεισαν εργοστάσια ξυλείας και χαρτοβιομηχανίας, η «Microsoft» έκλεισε τις μη κερδοφόρες μονάδες της «Nokia», σε περιοχές όπου η οικονομία στηριζόταν αποκλειστικά σε αυτήν.
Στη μαζική ανεργία έρχονται να προστεθούν και ως μέτρα απαξίωσης της εργατικής δύναμης η μείωση του μισθολογικού και μη μισθολογικού «κόστους»: Η σημερινή «κεντροδεξιά» κυβέρνηση έχει θέσει ως στόχο την περικοπή 10 δισ. ευρώ έως το 2030 σε τομείς όπως η Υγεία, η Εκπαίδευση, η Διοίκηση, η ανθρωπιστική βοήθεια. Επίσης, πέρυσι η φινλανδική κυβέρνηση προώθησε ένα «Τριμερές Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας» με τα συνδικάτα και τους εργοδότες, που προβλέπει: Πάγωμα των μισθών και επιπλέον 24 απλήρωτες ώρες εργασίας το χρόνο στον ιδιωτικό τομέα. Αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων. Αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης από 63 στα 65 χρόνια έως το 2027. Περικοπή του επιδόματος αδείας - σε τρεις δόσεις έως το 2019 - για τους περίπου 500.000 δημοτικούς και κρατικούς υπαλλήλους.
Η παιδική εργασία καθρεφτίζει την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων και είναι πλήρως αποδεκτή στον καπιταλιστικό κόσμο. Στη Σουηδία, το 30% των εφήβων 16 - 18 ετών εργάζονται όλο το χρόνο, μετά το σχολείο τους (Σουηδική Στατιστική Υπηρεσία). Η παιδική εργασία εμφανίζεται ακόμη και από τα 13 χρόνια, αν και μειωμένη. Ετσι, 1 στα 5 παιδιά ηλικίας 13 - 18 χρόνων έχουν μια δουλειά παράλληλα με το σχολείο. Τους μήνες των καλοκαιρινών διακοπών τα παραπάνω ποσοστά αυξάνονται. Περίπου οι μισοί Σουηδοί έφηβοι 16 - 18 ετών, 1 στους 10 εφήβους 13 - 15 ετών και το 32% των εφήβων 13 - 18 ετών εργάζονται το καλοκαίρι για έξτρα εισόδημα. Τα εργαζόμενα παιδιά συχνά αισθάνονται άγχος και μεγάλη κούραση, αναφέρει η έκθεση της Στατιστικής Υπηρεσίας.
Στην Ολλανδία, 4 στους 10 εφήβους εργάζονται παράλληλα με το σχολείο τους - κυρίως μερική απασχόληση - οι περισσότεροι σε σούπερ μάρκετς (στοιβάζοντας προϊόντα στα ράφια ή πίσω από το ταμείο) ή στη διανομή Τύπου (ολλανδική Εθνική Στατιστική Υπηρεσία - CBS). Μάλιστα, στο ολλανδικό εκπαιδευτικό σύστημα προβλέπεται, στις τελευταίες τάξεις, «part time» συμμετοχή των μαθητών στο σχολείο...
Παρά τη ραγδαία ανάπτυξη των επιστημών, του επιστημονικού δυναμικού και της τεχνολογίας, ο καπιταλισμός δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε ότι όλα τα παιδιά θα έχουν - δωρεάν και με ευθύνη του κράτους - μια θέση σε παιδικό σταθμό. Αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στη Γερμανία, η οποία προβάλλεται συχνά σαν πρότυπο κοινωνικού κράτους που «προστατεύει» τη μητρότητα, αλλά και στην Αυστρία.
Στη Γερμανία, μόλις το 1/3 (32,7%) των παιδιών κάτω των 3 ετών, δηλαδή 719.000 παιδιά, πάνε σε βρεφονηπιακό σταθμό (Ομοσπονδιακή Στατική Υπηρεσία, 2016). Αυτή η εικόνα προκύπτει τόσο από μεγάλο κόστος που έχει η Προσχολική Αγωγή στη Γερμανία - ιδιαίτερα οι βρεφονηπιακοί και παιδικοί σταθμοί - όσο και από την έλλειψη θέσεων (λείπουν 300.000 θέσεις βρεφονηπιοκόμων σε όλη τη χώρα, Ινστιτούτο Γερμανικής Οικονομίας - ΙW). Την περίοδο των εγγραφών σχηματίζονται μεγάλες ουρές από γονείς που προσπαθούν να προλάβουν μια θέση. Επίσης, έλλειψη υπάρχει στο προσωπικό των σταθμών με 1 παιδαγωγό για 6 παιδιά στους βρεφικούς και 1 προς 12 στους παιδικούς στην καλύτερη περίπτωση.
Οι γονείς μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων πληρώνουν - εκτός από δημοτικά τέλη καθώς την ευθύνη την έχουν οι δήμοι - εισφορές της τάξης των 200 - 400 ευρώ το μήνα για 9ωρη ή 10ωρη φύλαξη, χωρίς να περιλαμβάνονται τα κόστη για το φαγητό του παιδιού. Ως εκ τούτου, μόλις το 10% των μητέρων με παιδιά κάτω των 3 ετών στη Γερμανία δουλεύει με πλήρη απασχόληση (Στατιστική Υπηρεσία).
Στην Αυστρία, το 47,8% όλων των εργαζόμενων γυναικών δουλεύουν με μερική απασχόληση (Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών - Wifo) εξαιτίας της φροντίδας των παιδιών ή άλλες οικογενειακές υποχρεώσεις. Μόλις το 22,3% των παιδιών κάτω των 3 ετών πάνε σε βρεφονηπιακό σταθμό (το ποσοστό αυτό ήταν στο 8% μέχρι το 2007), σύμφωνα με στοιχεία της «Eurostat». Στη χώρα, οι κρατικές δαπάνες για τη στήριξη των οικογενειών και για τη φροντίδα των παιδιών έχουν μειωθεί στο 2,9% του ΑΕΠ. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι λίγοι βρεφονηπιακοί σταθμοί, αλλά και η παιδαγωγική τους ποιότητα. Π.χ. σε σταθμούς εκτός των μεγάλων πόλεων το ωράριο λειτουργίας είναι πολύ περιορισμένο. Η Αυστρία είναι κάτω και από τον ήδη χαμηλό μέσο όρο των κρατών - μελών της ΕΕ (27,5%), ενώ ακόμη και στις «πρωταθλήτριες» χώρες που εμφανίζουν μεγάλα ποσοστά (π.χ. Δανία - 77,3%, Σουηδία - 64%, Λουξεμβούργο 51,8%, Βέλγιο - 50,1%), ένας σημαντικός αριθμός παιδιών κάτω των 3 ετών είναι εκτός βρεφονηπιακών σταθμών.