Κυριακή 29 Νοέμβρη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Βιογραφικό Του Τίτου ΚΟΚΚΙΝΕΑ

Ο Τίτος Κοκκινέας (Δήμος Ζευγολάτης) γεννήθηκε το 1942 στο «Μερολίθι» Φιλιατρών Μεσσηνίας. Από κει, 4 χρόνων, η οικογένειά του αυτοεξορίστηκε στο Ηράκλειο Αττικής στην παρανομία, επειδή ο πατέρας του Τίτος Αινείας (Σταύρος Κοκκινέας), ως υπεύθυνος του ΕΑΜ Φιλιατρών, κυνηγήθηκε για την αντιστασιακή του δράση. Εκεί «έχασε» τη μητέρα του το 1951, στα 9 του χρόνια. Βγήκε στη βιοπάλη στα 13 του χρόνια. Στο εργοστάσιο, στο εργαστήρι ή στο κατάστημα μοχθούσε από τότε ολημερίς. Τα βράδια πήγαινε στο Νυχτερινό Γυμνάσιο, παράλληλα άρχισε από 14 χρόνων να γράφει, στο «Για σας και το παιδί σας», «Διάπλαση των παίδων», «ΦΙΛΙΑΤΡΑ», «Μεσσηνιακά Νέα», «Προς τη νίκη», «Παιδική χαρά», «Ζωή του παιδιού», «Ερυθρός Σταυρός», «Φαντασία», κ.α.

Για δεκαπέντε χρόνια έγραφε στο «Ρομάντζο» κάθε βδομάδα την παιδική σελίδα με λαϊκά παραμύθια, ιστορίες λαογραφικές, αινίγματα, κλπ. Το 1962 έγινε μέλος των «Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών». Εδώ και 30 περίπου χρόνια είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ έχει εκλεγεί στο ΔΣ της πολλές φορές ως ταμίας, έφορος, κλπ. Εχει γράψει αρκετά βιβλία διηγημάτων, χρονογραφικών ποιημάτων, παραμυθιών, λαογραφικά κλπ., μεταξύ των οποίων: «Το σούρουπο οι ίσκιοι μακραίνουν» (1961), «Στάση ο Ζέφυρος» (1971), «Λαϊκά παραμύθια ελληνικά» (1963), «Παραμύθια του λαού μας» (1974), «Θα 'βρεχε» (1976), «Εύθυμα ελληνικά λαϊκά παραμύθια» (1978-79), Ποιητικά (1981), Χρονογραφικά (1983), «Του λαού και του τόπου» (1985), «Στο μέλλον μας» (1987) κ.ά. κι έχει πολλή ανέκδοτη δουλειά.

Συνταξιούχος σήμερα, για 40 χρόνια βοηθός συμβολαιογράφου, ιδρυτικό μέλος μετά τη χούντα ξανά του Σωματείου Συμβολαιογραφοϋπαλλήλων, μέλος του Συλλόγου των «Απανταχού Φαϊδωνιτών» του κόκκινου ηρωικού, πρώτου στην Αντίσταση χωριού της Μάνης και άλλων Συλλόγων και Συνδικαλιστικών Σωματείων.

Πριν τη Νιβίτσα

Στη μνήμη του πατέρα μου, μαχητή και τραυματία στη Νιβίτσα

Παπαγεωργίου Βασίλης

Στο στουπόχιονο μαζί με το βοριά λυσσασμένο, μας κτυπούσε κατάφατσα.

Ετριζε και βούλιαζε κάτω από τις αρβύλες τ' αφράτο χιόνι, όσο δεν πρόλαβε ακόμα να γίνει σκληρός πάγος.

Οπου έκοβε το μάτι σου έβλεπες άσπρο. Ροβολούσαμε την πλαγιά του βουνού, γλιστρώντας απότομα που και που σκοντάφτοντας πότε, πότε, σε καμιά παφυλένια κόκκινη χειροβομβίδα σκεπασμένη στο χιόνι, απ' αυτές που είχαν σκορπίσει βιαστικά οι Ιταλοί υποχωρώντας.

Μπροστά μας ήταν ο κατήφορος της πλαγιάς. Κι ύστερα, ένας λοφάκος. Και λίγο πιο πίσω απ' τον λοφάκο, όπως ήμασταν ψηλά φαινόταν σπίτια. Αλβανικά σπίτια κάποιου χωριού, που όλο και χάνονταν πίσω από τον λοφάκο καθώς κατεβαίνανε...

Το συσσίτιο που μας μοίρασαν σαν κατεβήκαμε την πλαγιά ήταν μια ρέγκα, τρία ξερά σύκα και μια χούφτα μαύρες σταφίδες. Ψωμί τίποτε. Καλά πούχαμε κι αυτά. Πού να μας φτάσουν βλέπεις κει πάνω οι μουλαράδες!

-- Ανθυπολοχαγέ, ρώτησα, πού βρισκόμαστε;

-- Πριν την Νιβίτσα, Γιούκο.

Νιβίτσα, λοιπόν, λέγαν το χωριό που ήταν πίσω από τον λοφάκο. Εκείνο πούχαμε δει κατεβαίνοντας...

-- Δεκανέα, Σαββάτο έχουμε σήμερα;

-- Υπολόγισα... Οχι Κυριακή, απάντησα μπουκωμένος με σταφίδες.

-- Κυριακή; πετάχτηκε ο Ανδριανόπουλος... Οχι να μην έχουμε Πέμπτη.

Ποιος είχε δίκιο; Χα, Κανένας! Βλέπεις είχαμε χάσει τον μπούσουλα εκεί πάνω!

Πάντως, ήταν Φλεβάρης. Φλεβάρης 1941!

Η πρώτη ριπή ήρθε από τη δεξιά μεριά του λοφάκου που ήταν εμπρός μας. Υστερα ένας όλμος έσκασε λίγα μέτρα αριστερά μου. Κάποιο κομμάτι του, μαζί με βουνό χιόνι παγωμένο, χτύπησε κατακούτελα τον Ανδριανόπουλο.

Υστερα... ύστερα είναι δύσκολο να σας πω! Τουφεκίδι, όλμοι, ριπές πολυβόλου από δεξιά και όλη η ιταλική μυρμηγκιά κατά πάνω μας με αλαλαγμούς.

Μα και εμείς δεν μείναμε έτσι. Οσοι πρόφθασαν ταμπουρώθηκαν πρόχειρα. Εγώ έπεσα μπρούμυτα, πίσω από τον ακίνητο Ανδριανόπουλο, και άρχισα να ρίχνω. Ο Ανθυπολοχαγός μας, που καθόταν επάνω στο κράνος του, έπεσε μπρούμυτα. Αρχισε τις διαταγές:

-- Οπλοπολυβόλο, χτύπα δεξιά.

...Κλισιοσκόπιον ...350 μέτρα.

-- Προμηθευτή τις ταινίες...

Αρχισε και το οπλοπολυβόλο μας.

-- Πυρ κατά βούλησιν.

Τους σταματήσαμε στα 250 μέτρα.

-- Δεκανέα Γιούκο...

-- Παρών... Ετρεξα σκυφτός.

-- Εσύ με τον Καραφρύδη, τον Τσούνη και τον Παύλου να εξουδετερώσετε το πολυβόλο.

-- Μάλιστα Ανθυπολοχαγέ.

-- Το οπλοπολυβόλο έπαθε εμπλοκή...

-- Ρύθμισε τ' αέρια στο τρία.

Εγώ μαζί με τους άλλους τρεις έτρεξα, μπουσουλώντας, πολύ δεξιά. Επειτα στραφήκαμε στον ανήφορο, ευθεία για το πολυβόλο. Υπερφαλαγγίσαμε τους Ιταλούς. Προχωρούσαμε ένας - ένας, με άλματα από βράχο σε βράχο, από πέτρα σε πέτρα. Μας πήραν χαμπάρι από το πολυβόλο. Το πολυβόλο στράφηκε εναντίον μας. Ο Παύλου χτυπήθηκε άσχημα! Τον αφήσαμε πίσω από ένα βράχο. Κι άλλο άλμα. Κι άλλο, κι άλλο. Χτυπήθηκε και ο Τσούνης. Μείναμε δύο. Με την κοιλιά φτάσαμε 30-40 μέτρα πίσω από το πολυβόλο. Πίσω από έναν πελώριο βράχο, που θαρρείς τον είχαν βάλει επίτηδες για μας! Τώρα το βλέπαμε καλά, μαζί με τους 3 πολυβολητές του. Ηταν στημένο στην κορυφή ενός κάθετου βράχου. Στα 30 μέτρα όμως που μας χώριζαν από δαύτο, δεν υπήρχε τίποτα για να ξαναταμπουρωθούμε. Και το πολυβόλο θέριζε τον τόπο. Οι περισσότερες σφαίρες του χτυπούσαν πάνω στο βράχο μας. Πού να ξεμυτίσεις. Προσπάθησα να βγάλω από τη θήκη τους τις χειροβομβίδες μου. Το πετσί της θήκης από τη βροχή και το κρύο είχε ζαρώσει, και τις έσφιγγε για τα καλά. Πού να βγουν από κει μέσα. Καθώς τράβηξα την ξιφολόγχη από το όπλο, το έπιασα απρόσεχτα από την μπούκα. Κάηκε η χούφτα μου. Τόσο πολύ έκαιγε από τα σμπάρα. Με την ξιφολόγχη μου έκοψα τα πετσιά της θήκης, ελευθερώνοντας τις χειροβομβίδες. Ηταν δύο επιθετικές χειροβομβίδες «Μιλς Χ100».

Τράβηξα από τη μια την περόνη. Πού να βγει. Είχε σκουριάσει! Τράβηξα δυνατότερα. Τίποτε! Αναγκάστηκα να βάλω τη χειροβομβίδα ανάμεσα στις δυο μου αρβύλες, την «έσφιξα» εκεί και τράβηξα τον κρίκο της δυνατά και με τα δυο χέρια.

Εβγήκε, τρίζοντας με δυσκολία. Την ζύγισα και την πέταξα. Ενα περίεργο πράγμα. Χαμηλώνοντας για να πέσει, κάποια ριπή, την πήρε φαίνεται και έσκασε στον αέρα. Ο Καραφρύδης έριχνε δίπλα μου σαν τρελός. Ζύγισα προσεκτικά και τη δεύτερη. Την πέταξα. Ενιωσα ένα τσούξιμο στο χέρι μου, μόλις έφευγε. Ακούστηκε που 'σκαγε. Το πολυβόλο έπαψε. Κοίταξα. Είχα πετύχει. Αλαλάξαμε από τον ενθουσιασμό μας με τον Καραφρύδη. Είχα πετύχει! Αίμα ένιωσα να μουσκεύει το μανίκι του χιτωνίου μου. Εβγαλα την χλαίνη. Γύμνωσα το χέρι μου. Δεν ήταν τίποτε! Κάποια σφαίρα με είχε πάρει ξέπετσα, λίγο κάτω από τον αγκώνα, τότε που σήκωσα ακάλυπτο το χέρι για να ρίξω τη χειροβομβίδα φαίνεται. Τόδεσα μ' ένα κομμάτι από τον ατομικό μου επίδεσμο.

-- Αέραααα! Αέρααα! ακούσαμε. Απαλλαγμένοι οι δικοί μας από το πολυβόλο, ορμούσαν με εφ' όπλου λόγχη. Ο Καραφρύδης άρχισε να ρίχνει καταπάνω στους Ιταλούς που κλονίστηκαν για μια στιγμή και έπειτα άρχισαν να υποχωρούν τακτικά. Του είπα να σταματήσει. Ετσι λοξά που ήμασταν μπορούσε να χτυπήσει και κανέναν δικό μας. Μας έφτασαν υποχωρώντας. Αρχισαν να περνούν καμιά 100στή μέτρα αριστερά μας. Ενας ξέκοψιε απ' τους άλλους, και ερχόταν ευθεία γραμμή πάνω μας. Θα είχε δει φαίνεται τον βράχο μας και ερχόταν να καλυφτεί. Ηταν πληγωμένος.

Αυτοί που φτάσαν στην κορφή πρώτοι στάθηκαν και άρχισαν να ρίχνουν πυκνά, για να καλύψουν τους συντρόφους τους που υποχωρούσαν.

Εκείνος που ερχόταν κατά πάνω μας, έπεσε 10 μέτρα πριν να φτάσει στον βράχο μας. Ο Καραφρύδης μια φορά δεν του είχε ρίξει. Οι δικοί μας έρποντας με άλματα όλο και προχωρούσαν. Ο Ιταλός που έπεσε 10 μέτρα πιο πέρα ήταν σε δύσκολη θέση. Γύρω του το χιόνι πάφλαζε και σκαβόταν από σφαίρες δικές μας - δικές τους. Εφαγε μια σφαίρα ακόμη στο χέρι.

-- Μάμα μία, μάμα μία άρχισε να φωνάζει...

Τον κοίταξα. Ενα αμούστακο παιδί ήταν. Με αθώο πρόσωπο. Θα είχε έλθει εθελοντής. Μεθυσμένος - ξεγελασμένος από τα ψεύτικα λόγια του Μουσολίνι, θα είχε έλθει νομίζοντας τον πόλεμο συνέχεια παιχνιδιού του. Τον λυπήθηκα έτσι που σπάραζε και φώναζε. Χωρίς να σκεφτώ καλά - καλά τι κάνω, όρμησα μες σε κείνο το χαλάζι τις σφαίρες, σκυφτά, να τον γλιτώσω, να τον φέρω στον βράχο μας, που έτσι λοξά που ήταν βαλμένος, μήτε δικές μας, μήτε δικές τους σφαίρες τον πιάναν. Ακουσα μέσα σε κείνον τον χαλασμό τον Καραφρύδη να μου φωνάζει:

-- Τρελλάθηκες, Γιούκο;

Μα εγώ τον είχα φτάσει κιόλας. Σηκώθηκα όρθιος, προσπαθώντας να τον πάρω στην πλάτη. Ηταν βαρύς. Δεν με βοηθούσε και το πληγωμένο μου χέρι. Τον φορτώθηκα. Εφυγα τρέχοντας. Ενα βήμα ακόμα και θα ήμουν πίσω από τον βράχο ασφαλής. Και τότε... Τότε... άκουσα μια έκρηξη πίσω μου. Αφόρητος πόνος! Είδα τον λόφο να έρχεται πάνω μου. Υστερα, ύστερα, ... όλα χάθηκαν...

Οπως μου έγραψε στο 4ο Νοσοκομείο μετά ένα μήνα ο Καραφρύδης, τη χειροβομβίδα μου την έριξε κάποιος πληγωμένος πολυβολητής από τον «κάθετο» βράχο...

... Και σκούπισε ένα δάκρυ κοιτώντας τις πατερίτσες του, ο θείος Μήτσος Γιούκος, περιπτερούχος της οδού Σταδίου, τώρα πια, μετά τόσα χρόνια, και πρόσθεσε τελειώνοντας: Κακό πράγμα ο πόλεμος παιδί μου. Πολύ κακό. Το χειρότερο στη γη πάνω!

(Από το Βιβλίο του: «Το σούρουπο οι ίσκιοι μακραίνουν», 1961).



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ