Κυριακή 28 Ιούνη 2015 - 2η έκδοση
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΙΜΗ ΣΤΟΥΣ ΑΛΥΓΙΣΤΟΥΣ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ
Οι εννιά της Νικαριάς

Το βιβλίο του Στεφανή Παπαγεωργάκη
Το βιβλίο του Στεφανή Παπαγεωργάκη
«Ηταν 16 του Ιούνη του 1955. Σάββατο. Ο "Κόκκινος Βράχος" λουζόταν στο δυνατό καλοκαιριάτικο φως. Και εκείνοι τον ρουφούσανε με τα μάτια. Και τα βουνά και τις ακρογιαλιές του τις θαλασσοδαρμένες και γύρω τον ανοιχτό και απέραντο ορίζοντα. Ηταν η γη που τους είχε γεννήσει τους πιο πολλούς (...) Φρουροί τους και καλοί τους άγγελοι στάθηκαν και τ' άψυχά του και οι άνθρωποί του (...) Πάνω απ' όλα οι άνθρωποί του. Ξωμάχοι της φτενής του γης και ξωμάχοι της θάλασσας, μεροκαματιάρηδες του λιμανιού και της φτωχικής αγοράς, όλοι αυτοί που τους αγκάλιασαν με τη φροντίδα και τη στοργή της καρδιάς τους. Αυτής της καρδιάς που τη θέρμαινε η φλόγα της πίστης στην υπόθεση που και κείνοι υπηρετούσαν. Στην υπόθεση του λαού και του Κόμματός του. Του Κόμματος που μ' όλες τις αντιξοότητες και τους κατατρεγμούς, μ' όλες τις κατά καιρούς ανεπάρκειες και τα λάθη του, δεν έπαψε στιγμή να παλεύει για το λυτρωμό και το ξανάσαμα (...)

(...) Κανείς δε χαίρεται για το φευγιό. Η ζωή του παράνομου αγωνιστή έχει πολλές δυσκολίες. Πίκρες, δοκιμασίες σκληρές. Μα έχει και τις όμορφες πλευρές της. Κι η πιο όμορφη απ' όλες είναι η ψυχική ανακούφιση που σε πλημμυρίζει σαν σκέφτεσαι πως όλα αυτά που αντιμετωπίζεις και τον κίνδυνο της κάθε στιγμής και τη στέρηση την αφάνταστη, τα υφίστασαι μόνο και μόνο για το λαό που σ' ανάθρεψε και του ανήκεις. Για να δει άσπρη μέρα κι αυτός. Και τώρα; Φεύγεις για μέρη μακρινά κι άγνωστα...».

Ο «Κόκκινος Βράχος»

Τέτοιες μέρες, λοιπόν, του 1955. Εξι χρόνια πριν, στις 29 Αυγούστου του 1949, οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας πέρναγαν συγκροτημένα στις Λαϊκές Δημοκρατίες και δύο χρόνια αργότερα, τον Απρίλη του 1951, είχαν περάσει στις Λαϊκές Δημοκρατίες και οι τελευταίοι ξεκομμένοι της ηπειρωτικής χώρας. Στα νησιά όμως; Κανονικά, μόνο ο θάνατος περίμενε όποιον είχε ξεκοπεί. Κανονικά. Αυτό το κανονικά δεν ισχύει στην περίπτωση του ΚΚΕ. Αυτό το κανονικά το ανέτρεψε στην πράξη ξανά και ξανά η ακατάλυτη σχέση του λαού με το ΚΚΕ κι αντίστροφα. Ετσι και τώρα, στη Νικαριά. Εννιά παράνομοι, στελέχη του ΚΚΕ, για πέντε ολόκληρα χρόνια, «όργωσαν» το νησί, έστησαν ξανά το Κόμμα στα πόδια του, κι όταν ήρθε η ώρα, πάντα στο όνομα του λαού και με εντολή του ΚΚΕ, πήραν το δρόμο το μακρύ γι' αλλού, για κει που νέα καθήκοντα του λαϊκού επαναστατικού κινήματος όριζαν.


Τσερμέγκας Γιάννης, Γκότζος Χαράλαμπος, Τσαμπής Στρατής, Λίτσας Κώστας, Καλαμπόγιας Αντώνης, Μπάφας Μήτσος, Μαυρίκης Φίλιππος, Φρούζε Βασίλης, Παπαγεωργάκης Στεφανής.

Θρύλος η δραπέτευσή τους απ' το νησί που το 'χε ζωσμένο απ' όλες τις μεριές ο αστικός στρατός, ένα νησί που ενώ σ' όλη τη χώρα είχε χρόνια πριν καταργηθεί ο στρατιωτικός νόμος, εδώ και στην Κρήτη ήταν ακόμα σε ισχύ. Για μια χούφτα παράνομους. Χωροφύλακες, αποσπάσματα απ' όλο το Αιγαίο είχαν συγκεντρωθεί στην Ικαρία για να αντιμετωπίσουν τους «Βούλγαρους», όπως τους αποκαλούσε ο «Καψοκαλύβας», ο χωροφύλακας που 'χε πάρει το παρατσούκλι απ' τα καμένα σπίτια που άφηνε πίσω του όπου περνούσε.

Είχε λόγο σοβαρό η αντίδραση να κρατά τέτοιες δυνάμεις σε μιας σπιθαμής νησί. Τ' αντάρτικο στην Ικαρία είχε γράψει τις δικές του ξεχωριστές ιστορίες. Είχε ξεπηδήσει από 'να «πάντρεμα» των εξόριστων που κατά χιλιάδες έριχνε στο νησί η αντίδραση, με το αγωνιστικό φρόνημα των ντόπιων, που από τη στάση τους είχε πάρει το νησί τ' όνομα «Κόκκινος Βράχος» απ' την εποχή ακόμα του Μεταξά. Δεν είναι τυχαίο που απ' το ξεκίνημα ακόμα της ναζιστικής κατοχής, στο νησί εγκαταστάθηκε λαϊκή εξουσία. Δημιουργήθηκαν Λαϊκά Συμβούλια, Λαϊκή Δικαιοσύνη, Λαϊκή Πολιτοφυλακή. Κι όταν η πατρίδα «λευτερώθηκε», αυτό το βράχο επέλεξε η αστική τάξη για να εξορίσει κατά χιλιάδες τους αγωνιστές που πάλεψαν για τη λευτεριά. Ρίξανε πάνω σ' ένα νησί με 11.000 κατοίκους, 14.000 εξόριστους! Ας τους να φαγωθούν μεταξύ τους, ήταν η πίσω σκέψη. Κι όμως, αυτό το νησί, αυτός ο λαός, στέγασε, πότισε, τάισε τον καθένα από τους 14.000 εξόριστους σα να 'τανε ένας προς έναν δικά του παιδιά. Κι έγιναν οι εξόριστοι ντόπιοι.

Η αλληλεγγύη


«Τις πρώτες μέρες που είχαν πάει στο χωριό δεν είχαν τακτοποιημένο το καζάνι. Μα οι χωρικοί δεν τους άφησαν να πεινάσουν. Ηταν καλοκαίρι. Τα φρούτα και τα λαχανικά ήταν αρκετά στο χωριό. Ακόμα κι οι λεγόμενοι δεξιοί δεν έμειναν αμέτοχοι στο έργο της προστασίας των ξένων. Οι νέοι του χωριού συγκέντρωναν τα τρόφιμα και τα παρέδιδαν στον υπεύθυνο της ομάδας. Η στιγμή της πρώτης παράδοσης ήταν συγκινητική.

-- Πόσα χρωστάμε; λέει ο υπεύθυνος της ομάδας στους νέους που παρέδωσαν τα τρόφιμα.

-- Τίποτα δεν χρωστάτε. Αυτά είναι δώρο του χωριού στην ομάδα.

-- Πώς; Δώρα; Οχι, δεν γίνεται. Η ομάδα θα χρειαστεί να παίρνει τακτικά φρούτα και λαχανικά απ' τους χωριανούς. Τότες, τι θα γίνει;

-- Ακου, συναγωνιστή: Το χωριό απ' αυτά που παράγει θα σας εφοδιάζει δωρεάν. Αν έχετε τίποτα οικονομίες, μπορείτε να τις διαθέσετε για ν' αγοράσετε κάτι που δεν έχουμε εμείς να σας δώσουμε (...) Να, μια γυναίκα, μας είπε ότι θέλει να σας δώσει ένα κομμάτι απ' τον κήπο που έχει φυτέψει ντομάτες και να μαζεύετε μόνοι σας τον καρπό, όποτε σας κάνει ανάγκη. Για τους χωριανούς δεν είναι δύσκολο. Δίνουν όλοι από λίγα και το ποσόν συγκεντρώνεται.

-- Γι' αυτό δεν θα χαθεί ποτές η υπόθεση η δικιά μας, μονολογεί κάποιος από τους "ξένους"».

Η ένοπλη πάλη

Οσο οι αρχές έβλεπαν να δυναμώνει η συνεργασία, η συναδέλφωση των ντόπιων με τους εξόριστους, τόσο το μίσος τους ενάντια στον πληθυσμό του νησιού, ανακατεμένο με τον χωροφυλακίστικο αγριανθρωπισμό, ξέσπασε σαν θύελλα πάνω στον «Κόκκινο Βράχο».

Ηξεραν πως η Ικαρία έχει μετατραπεί σε πηγή εφοδιασμού, με πολεμοφόδια και ανθρώπινο υλικό, για το αντάρτικο της Σάμου. Από την εξορία δραπέτευαν όλο και πιο συχνά στελέχη του ΚΚΕ. Κι η αντίδραση ήξερε ότι δεν μπορεί να γίνονται όλα αυτά χωρίς τη βοήθεια της ντόπιας Οργάνωσης. Αναστάτωναν τα πάντα να τους βρουν. Κινητοποιούσαν όλες τις δυνάμεις τους. Ζήτησαν απ' το λαό να τους βοηθήσει για να βρουν τους αρχηγούς των «Βουλγάρων». Ούτε αριστερός, ούτε δεξιός δεν βρέθηκε να τους δώσει έστω και την παραμικρή πληροφορία. Οι διώξεις εντείνονταν. Οι δολοφονίες μπήκαν στην ημερήσια διάταξη. Ετσι στο νησί δημιουργήθηκαν ένοπλες δυνάμεις αγωνιστών.

Πολιτικοί εξόριστοι στην Ικαρία, ανάμεσά τους ο Στ. Σαράφης

ΑΡΧΕΙΟ Χ. ΜΑΛΑΧΙΑΣ

Πολιτικοί εξόριστοι στην Ικαρία, ανάμεσά τους ο Στ. Σαράφης
Η Ικαρία είναι πολύ μικρό νησί. Ηταν δύσκολο να κρατηθεί αντάρτικο. Αποφασίστηκε να μείνουν στην Ικαρία μικρές ομάδες και οι άλλοι να περάσουν στη Σάμο, όπου υπήρχαν περισσότερες δυνατότητες για δράση. Το ζήτημα μπήκε σε εθελοντική βάση. Η επιθυμία να πάνε στη Σάμο ήταν γενική. Δεν γινόταν όμως να φύγουν και όλοι όσοι ζητούσαν. Τότε, η καθοδήγηση κατέληξε ποιοι θα φύγουν και ποιοι θα μείνουν.

(...) Το απόγευμα οι νιοφερμένοι συναντήθηκαν με τους επικεφαλής του αντάρτικου της Σάμου. Πολιτικός επίτροπος στη Σάμο ήταν ο Γιάννης Σαλάς, που είχε τότε το βαθμό του αντισυνταγματάρχη του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Ο Σαλάς, παλιός αγωνιστής, γεννήθηκε στο Φραντάτο Ικαρίας. Η φασιστική δικτατορία της 4ης Αυγούστου τον κυνήγησε με μανία. Στάλθηκε στην Ακροναυπλία. Η κατάρρευση κι η κατοχή τον βρήκε στο Σανατόριο Ασβεστοχωρίου. Δραπέτευσε τον Απρίλη του 1941, κατέβηκε στην Ικαρία κι από κει πέρασε στη Μέση Ανατολή. Στις 10 Οκτώβρη 1941 ιδρύθηκε η Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση (ΑΣΟ) με επικεφαλής τον Γιάννη Σαλά. Τον Απρίλη - Μάη του 1943 δημιουργήθηκε το Κεντρικό Γραφείο των αντιφασιστικών οργανώσεων Μέσης Ανατολής με Γενικό Γραμματέα τον ίδιο. Πιάστηκε και κρατήθηκε στο «σύρμα»... Μετά την απελευθέρωση δούλεψε στον Πειραιά σε υπεύθυνη κομματική δουλειά κι αργότερα το Κόμμα τον έστειλε στη Σάμο όπου κι έδωσε τη ζωή του (αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία, που δεν είναι του παρόντος).


ΑΡΧΕΙΟ Χ. ΜΑΛΑΧΙΑΣ

Στο μεταξύ, στην Ικαριά άρχιζε η «αποσυμφόρηση», δηλαδή η μεταφορά των εξόριστων στη Μακρόνησο.

(...) Κι έφτασε κάποτε το καλοκαίρι του 1949. «Βαριά η σκιά της ήττας απλώθηκε σ' όλη την Ελλάδα. Οι σκόρπιες εστίες αντίστασης, όπου ακόμα κρατούν, καίγονται με τη φωτιά και το σίδερο. Ο περήφανος Κέρκης της Σάμου, που ως τώρα καμάρωνε τις νίκες των αντάρτικων όπλων, κλαίει τα παλικάρια του που τόσο στοργικά τα φύλαξε στις κορφές, στις πλαγιές και τις ρεματιές του. Δεν του έμεινε κανένα. Η πανωλεθρία σφραγίστηκε με το αίμα των δύο τελευταίων συντρόφων Σαλά Γιάννη και Καρούτσου Σαράντη (...) Ο Αθέρας συλλυπάται τον Κέρκη και κλαίνε μαζί για το χαμό των παλικαριών. Καμιά τριανταριά απ' αυτά τα 'χε στείλει ο ίδιος ο Αθέρας να ενισχύσει τον Κέρκη. Η ατμόσφαιρα βάραινε. Ο ικαριώτικος λαός ένιωθε τη θύελλα που πλησίαζε».

Η παρανομία

Με απανωτές ανακοινώσεις η Χωροφυλακή καλεί τους παρανόμους να παρουσιαστούν. Οι παράνομοι, καμιά πενηνταριά σκόρπιοι σ' όλη την Ικαρία σε μικρές ομάδες, θεωρούν παγίδα αυτές τις ανακοινώσεις. Εχουν τη γνώμη πως πρέπει να παραμείνουν στο βουνό. Οσο όμως περνούν οι μέρες κι αισθάνονται το ξέσπασμα της θύελλας και τους θανάσιμους κινδύνους του άμεσου μέλλοντος, τόσο μεγαλώνουν οι αμφιβολίες για την ορθότητα αυτής της γνώμης. Μέσα σ' ένα τέτοιο κλίμα αβεβαιότητας ο Γραμματέας της ΚΟ Ικαρίας έβαλε τη θέση να παραδοθούν οι παράνομοι. Παραδόθηκε κι ο ίδιος.

Ενα από τα κρησφύγετα των παρανόμων στο Μουντέ
Ενα από τα κρησφύγετα των παρανόμων στο Μουντέ
Τρεις ομαδούλες, καμιά δεκαπενταριά άτομα, παραμένουν ακόμα στην παρανομία, στον περιορισμένο χώρο των κοινοτήτων Αρεθούσας, Καραβόσταμου, Περδικιού κι Αγίου Κηρύκου. Η επαφή τους με όλο το νησί έχει κοπεί. Η ομάδα που είχε επαφή με Αρεθούσα - Καραβόσταμο δεν άντεξε, παραδόθηκε. Με την παράδοση αυτή έχασαν οι παράνομοι την επαφή με αυτά τα δύο χωριά. Περιορίστηκε ακόμα περισσότερο ο χώρος όπου μπορούσαν να κρύβονται, «μόνο πικρά μαντάτα απ' όλες τις μεριές. Νυχτωνόσουν με παρέα και ξημερωνόσουν μοναχός (...) Σε τέτοιες καταστάσεις μόνο ένα πράγμα μπορεί να σταθεί στήριγμα, να δώσει κουράγιο για τον αγωνιστή. Η πίστη στο Κόμμα και στο λαό».

Ο σπόρος

Ο εχθρός άρχισε να το παίρνει απόφαση πως όσοι έμειναν στο βουνό, έμειναν για πάντα (...) Η ζωή βεβαιώνει αυτό που είχε πει ο αξέχαστος μπαρμπα - Γρηγόρης.

-- Το κίνημα καταστράφηκε, μπαρμπα - Γρηγόρη. Τους πολλούς τους σκότωσαν, άλλους τους σακάτεψαν κι άλλοι παραδόθηκαν. Τι θα γίνει;

-- Ακου, παιδί μου. Ακουσε εμένα που 'μαι γέρος, τι θα σου πω. Ακου και μην το ξεχνάς. Εγώ θα πεθάνω, μα εσύ θα ζήσεις κι αν δεν γίνει αυτό που θα σου πω, βλαστήμα με κι ας είμαι και πεθαμένος. Στο χωράφι που 'πεσε σπόρος, μπορείς να θερίσεις, μπορείς να μάσεις τον καρπό ένα ένα σπειρί, μπορείς ακόμα να βάλεις και τις κότες να μάσουν εκείνα που δεν μπόρεσες εσύ να βρεις. Ε, να ξέρεις ότι την άνοιξη, πάλι θα σκάσει δώθε - κείθε από κανένα φύτρο, και θα πληθύνουν, θα γίνουν πολλά, θα γεμίσει ξανά το χωράφι. Ετσι, κι ακόμα πιο δυνατός είναι και ο σπόρος του αγώνα, δεν εξοντώνεται με τίποτα, ούτε με τους σκοτωμούς, ούτε με ξεριζώματα, ούτε με τις φωτιές και τις φωνές των Καψοκαλύβηδων. Εχε υπομονή και θα δεις».

Το προζύμι του αγώνα

Ο Καραβόσταμος
Ο Καραβόσταμος
«Το πρώτο καθήκον που έμπαινε σ' όλη την ομάδα ήταν να οργανωθεί η επαφή με το λαό. Ηταν καθαρό ότι η ομάδα μόνο αν δημιουργούσε Οργάνωση θα μπορούσε να στηριχτεί (...) Χωρίστηκε σε τέσσερα κομμάτια. Το καθένα θα τραβούσε και σε μιαν άλλη περιοχή του νησιού (...) Ηταν ανάγκη να πάρουν επαφή. Ο κόσμος, όμως, ήταν τρομοκρατημένος. Η απογοήτευση που έφερε η ήττα μας μεγάλη. Κανένας δεν ήθελε να μπερδευτεί σε δουλειές που άλλωστε την περίοδο αυτή - χειμώνας 1949 με 1950 - σηκώνανε τουφέκι. Σε στήνανε στον τοίχο στο άψε - σβήσε (...) Υπήρχαν όμως αρκετοί που έμειναν αλύγιστοι μέσα στην τρικυμία (...) Σαν τον βράχο στην τρικυμισμένη θάλασσα που τον χτυπάνε αγριεμένα τα κύματα, μα δεν τον ταράζουν γιατί είναι βαθιά ριζωμένος. Πάνω σ' αυτούς το κύμα της τρομοκρατίας θα 'σπαζε, όπως σπάζει το κύμα της θάλασσας πάνω στον βράχο. Αυτοί θα γίνουν το προζύμι και γύρω τους θα συγκεντρωθεί η μεγάλη μάζα του λαού και θα κινήσει στον αγώνα.

(...) Εγιναν πιο εντατικές οι προσπάθειες για δημιουργία Οργανώσεων. Ο λαός είχε συνέλθει αρκετά. Δημιουργήθηκαν κομματικοί πυρήνες σε όλα σχεδόν τα χωριά. Η ζωή της ομάδας είχε καλυτερέψει αισθητά. Υπήρχε αρκετό περιεχόμενο δουλειάς κι αυτό ικανοποιούσε ψυχικά και ηθικά τον κάθε αγωνιστή. Οργανώθηκε καλά και μελετημένα το δίχτυ των καταφυγίων (...) Δημιουργήσαμε τις προϋποθέσεις για να στήσουμε ένα γερό κομματικό μηχανισμό. Προμηθευτήκαμε δυο ραδιόφωνα, δυο γραφομηχανές, πολυγράφους, χαρτί κι ό,τι άλλο χρειαζούμενο και στήσαμε το ..."εκδοτικό" μας. Αρχισε όλο το νησί να έχει και το παράνομο δελτίο και τα άλλα παρόμοια έντυπά του. Ο κάθε αγωνιστής διάβαζε με πάθος το γραφτό που 'παιρνε στα χέρια του».

Αυτά τα πρόσωπα έγιναν πολλά


«Στο μεταξύ, όμως, οι Οργανώσεις αναπτύσσονται και η δράση τους γίνεται αξιόλογη. Δημιουργήθηκε κομματική επιτροπή που στην πορεία ονομάστηκε Αχτιδική. Και τα αποτελέσματα των βουλευτικών και κοινοτικών εκλογών ήταν μια απόδειξη της οργανωμένης δουλειάς (...) Αποκαταστάθηκε η επαφή με την Αθήνα.

(...) Εχουν περάσει έξι χρόνια από τότε που τέλειωσε ο πόλεμος. Χρόνια δύσκολα, γεμάτα κινδύνους και ταλαιπωρία. Χρόνια που δεν θα ξεχαστούν ποτέ. Το μοναδικό όπλο που διέθεταν οι αγωνιστές ήταν η πίστη στο λαό και στο Κόμμα. Μ' αυτό πάλευαν τον κίνδυνο, μ' αυτό την αρρώστια και τη στέρηση.

Ανοιξη του 1955. Οι αντικαταστάσεις των διοικητών συνεχίζονταν. Ξαπόλησαν νέο τρομοκρατικό κύμα. Προετοίμαζαν καινούργιες συλλήψεις. Θέλανε να χτυπήσουν τις Οργανώσεις για να απομονώσουν τους παράνομους και έτσι να τους εξοντώσουν. Μα τώρα πια δεν μπορούν να απολαύσουν μια τέτοια χαρά. Πέρασε ο καιρός που οι παράνομοι στηρίζονται μόνο σε μερικά πρόσωπα. Αυτά τα πρόσωπα έγιναν πολλά, έγιναν Οργανώσεις, έγιναν λαός. Κι αυτός ο λαός τους παράνομους τους θεωρεί δικούς του».

Τη θέση του πατέρα μου την πήρα εγώ

«Εγιναν συλλήψεις σ' όλο το νησί. Γέμισαν ξανά τα κρατητήρια, έπιασαν κόσμο σχεδόν απ' όλα τα χωριά. Μα δε θα πετύχουν τίποτα κι αυτή τη φορά.

Τη νύχτα πήραν τον πατέρα μου, ήρθε και μας είπε ένα αμούστακο παλικάρι. Νόμιζες ότι έπιαναν κανένα ληστή, έτσι χύθηκαν μέσα στο σπίτι και τον άρπαξαν. Δεν ξέρω πώς είχε μάθει ότι θα τον έπαιρναν και τους περίμενε. Ηρθαν κατά τα μεσάνυχτα. Ο πατέρας δεν είχε κοιμηθεί. Είχε ξαπλώσει και κάπνιζε, το 'να τσιγάρο πάνω στο άλλο. Για μια στιγμή με φώναξε και μου είπε: Εγώ θα φύγω, θα με πάρουν απόψε, δεν ξέρω πότε θα γυρίσω στο σπίτι. Εδώ αφήνω εσένα. Οι άλλοι είναι μικροί. Εσύ μεγάλωσες, έχεις τα δεκάξι τώρα. Με τη μάνα σου μαζί θα αποφασίζετε για τις δουλειές. Τώρα άκου και το πιο δύσκολο χρέος σου: Τους ξέρεις τους δικούς μας, κατάλαβες; Οταν χρειάζεται, όταν σου λέει η μάνα, εσύ θα πηγαίνεις να τους ανταμώνεις. Αυτά μου είπε ο πατέρας χθες προτού τον πάρουν και η μάνα απόψε με έστειλε να σας πω για τις συλλήψεις και να σας δώσω κι αυτό το δέμα. Τη θέση του πατέρα την πήρα εγώ, να μου 'χετε εμπιστοσύνη όπως είχατε στον πατέρα μου κι ας είμαι μικρός. Ας μη νομίζουν αυτοί που πιάνουν αράδα κόσμο πως θα μείνετε μόνοι σας. Αυτά είπε ο Νικολάκης, το παιδί του Καστάνη, που τον πιάσανε κείνες τις μέρες».

Το δρομολόγιο καθορίστηκε

Το βιβλίο του Αντώνη Καλαμπόγια
Το βιβλίο του Αντώνη Καλαμπόγια
«Κανένας δεν ήξερε ότι πλησιάζει ο καιρός που η ομάδα θα εγκαταλείψει τον "Κόκκινο Βράχο". Ούτε η ίδια η ομάδα το 'ξερε. Η εντολή είναι κατηγορηματική, δεν αφήνει περιθώρια για συζήτηση (...) Επρεπε να βρεθεί άνθρωπος που έχει καΐκι και να δεχθεί να κάνει μια τέτοια θυσία. Γιατί μόνο θυσία μπορούσε να χαρακτηριστεί. Επρόκειτο να χάσει την περιουσία του και να διακινδυνεύσει τη ζωή του».

Ο καπετάν Κώστας ήταν η επιλογή. Από μόνη της η ιστορία του ένα μυθιστόρημα. Το κρίσιμο ήταν η απάντησή του: «Εγώ δε θέλω πληρωμή. Αυτές οι δουλειές δεν είναι δουλειές για πληρωμή. Εγώ θα διαθέσω την περιουσία μου και τη ζωή μου αν χρειαστεί για το Κόμμα». Δεν ήταν εύκολο πράγμα σ' αυτή την περίοδο να βρεις τέτοιους ανθρώπους. Το δρομολόγιο καθορίστηκε (...) Κάποια μέρα το καΐκι σαλπάρισε (...) Αυτοί τραβάνε για κει που τους έχει ορισθεί. Πίσω τους αφήνουν την Οργάνωση. Αυτή θα αντικαταστήσει τη δουλειά τους. Ηταν 16 του Ιούλη του 1955. Σάββατο.

Σημείωση: Τα υλικά για το αφιέρωμα αντλήθηκαν από τα βιβλία: Αντώνης Καλαμπόγιας, «Ικαρία - Ο "Κόκκινος Βράχος"», έκδοση «Νέα Βιβλία», 1975, και Στεφανής Παπαγεωργάκης, «Η Ικαρία στη θύελλα», έκδοση «Σύγχρονη Εποχή», 2003.


Θ. Λ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ