Κυριακή 28 Δεκέμβρη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΠΑΙΔΕΙΑ
Τα αυτόνομα σχολεία εύκολα ιδιωτικοποιούνται

Πλευρές της «αυτονομίας» των σχολείων αναδεικνύονται από τη διεθνή εμπειρία

Υποταγμένα όσο ποτέ στη στρατηγική του μεγάλου κεφαλαίου, που δεν κρύβει ότι θέλει να βάλει στο χέρι την Παιδεία σε όλες τις βαθμίδες της, είναι τα αυτόνομα - αποκεντρωμένα σχολεία, όπως δείχνει η εμπειρία από χώρες της Ευρώπης. Η εμπειρία αυτή οδηγεί σε χρήσιμα συμπεράσματα για το πού οδηγείται η Παιδεία και απαντά στους υποστηρικτές της αποκέντρωσης που θέλουν να αντλήσουν συναίνεση στη διάλυση - ουσιαστικά - της Παιδείας. Πέρα από τη θετική χροιά που μπορεί να έχει η λέξη «αυτονομία» κυρίως σε μία περίοδο που το σχολείο νιώθει έντονη την πίεση της χρόνιας υποχρηματοδότησης από τον προϋπολογισμό, αλλά και με την ένταση του ελέγχου της διοίκησης στα σχολεία, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι τα «αυτόνομα» σχολεία και εξαρτημένα είναι και σε αυστηρό αυταρχικό έλεγχο υπόκεινται μέσω της αξιολόγησης από την κεντρική διοίκηση, την «τοπική κοινωνία» και τους χορηγούς, οι οποίοι ανάγονται σε αναγκαίο κακό για την επιβίωσή τους.

Η αυτονομία των σχολείων που υποτίθεται ότι θα επιτευχθεί μέσω της «αποκέντρωσης» - όπως αντίστοιχα και η «αυτοτέλεια» στα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης - δεν είναι παρά το μέσο για την ακόμα μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα της εκπαίδευσης στις σύγχρονες ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου. Και αυτό γιατί στέλνει τα σχολεία προς άγραν επιχειρήσεων σε ρόλο πελατών - αφεντικών, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους. Το δίκτυο μελετών για την εκπαίδευση «Ευρυδίκη» δημοσίευσε πρόσφατα μελέτη που αφορά στην αυτονομία των σχολείων και στη χρήση των οικονομικών πόρων στο πλαίσιό της, αποτυπώνοντας την κατάσταση που υπάρχει σε 30 χώρες όπου η αποκέντρωση των σχολείων είναι ήδη μια πραγματικότητα. Δωρεές, δάνεια και ενοίκια είναι οι μέθοδοι στις οποίες έχουν καταφύγει τα σχολεία προκειμένου να εξασφαλίσουν πόρους, οι οποίοι μάλιστα ελέγχεται το πώς θα διατεθούν. Αυτή όμως δεν είναι η μοναδική υποχρέωση λογοδοσίας των σχολείων καθώς μαζί με την αυτονομία, παντού αναπτύχθηκαν και συστήματα αξιολόγησης των σχολείων, ελέγχου δηλαδή της προσαρμοστικότητάς τους και ενίσχυσης της ταξικότητας και πολυδιάσπασης της εκπαίδευσης. Η εμπειρία αυτή αποτυπώνει την πραγματικότητα που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τα σχολεία, οι εκπαιδευτικοί και κυρίως οι λαϊκές οικογένειες όταν η περίφημη αυτονομία - αποκέντρωση προχωρήσει.

Η αποκέντρωση των σχολείων συνοδεύτηκε παντού προπαγανδιστικά με διακηρύξεις περί δημοκρατίας στα σχολεία, προσφοράς του σχολείου στην κοινωνία και της κοινωνίας στο σχολείο αλλά κυρίως συνδέθηκε με την «αναγκαιότητα» για αναδιαρθρώσεις στη δημόσια διοίκηση με στόχο την αποδοτικότερη «διαχείριση του δημόσιου χρήματος». Βασική φιλοσοφία αυτών των αναδιαρθρώσεων, όπως σημειώνεται και στη μελέτη του δικτύου «Ευρυδίκη», είναι «η εφαρμογή των αρχών του ιδιωτικού τομέα στη διοίκηση των δημοσίων υπηρεσιών» (βλ. αντίγραφο της ζούγκλας των μονοπωλίων με τις ακριβοπληρωμένες υπηρεσίες και την ισοπέδωση των δικαιωμάτων). Στο πλαίσιο αυτό, η αποκέντρωση αντιμετωπίζεται από την ΕΕ σαν «πρόκληση» και στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Εκπαίδευση και διά βίου μάθηση - για την Προγραμματική Περίοδο 2007-2013» σαν «βασική προτεραιότητα» «δεδομένης της αρχιτεκτονικής δομής του επιχειρησιακού προγράμματος όπου η έμφαση στην περιφερειακή διάσταση αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό», όπως σημειώνεται σε αυτό.

«Στις περισσότερες περιπτώσεις η αυτονομία επιβλήθηκε στα σχολεία», διαπιστώνεται στη μελέτη, ενώ σημειώνεται ότι «τα ίδια τα σχολεία δεν αναζητούσαν την αυτονομία, η νομοθεσία μετέφερε νέα καθήκοντα στα σχολεία χωρίς εκείνα να έχουν δικαίωμα να εκφράσουν άποψη». Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι δεν έλειψαν οι αντιδράσεις όταν η εκπαιδευτική κοινότητα βίωσε από κοντά τη νέα κατάσταση όπως, π.χ., στη Δανία του σκανδιναβικού μοντέλου, όταν το 2006 οι εκπαιδευτικοί είχαν προχωρήσει σε κινητοποιήσεις ζητώντας να επιστρέψουν τα σχολεία στο κράτος!

Χορηγοί - δάνεια - ενοίκια

Η υπαγωγή των σχολείων στις ορέξεις και επιθυμίες της αγοράς αποτυπώνεται στους τρόπους χρηματοδότησης των «αυτόνομων» σχολείων. Υποχρεωμένα να αναζητούν τα ίδια πόρους για την επιβίωσή τους, τα σχολεία είναι ακόμα πιο ανοιχτά και εξαρτημένα από χορηγούς ενώ αναγκάζονται να προχωρούν σε πρακτικές από τον κόσμο της αγοράς. Τα σχολεία, π.χ., στο Βέλγιο και στην Ιταλία είναι αυτόνομα από την άποψη της συγκέντρωσης και χρήσης ιδιωτικών πόρων από τρεις πηγές: Δωρεές, εισόδημα από ενοίκια και δάνεια. Η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν παρόμοιο μοντέλο με εξαίρεση τα δάνεια. Στη Δανία, τα σχολεία έχουν την αρμοδιότητα να συγκεντρώνουν πόρους από δωρεές και χορηγίες και ενοικίαση των εγκαταστάσεών τους, όμως δεν έχουν αυτονομία στο πώς θα τους ξοδεύουν. Σε όλες τις άλλες χώρες, ο βαθμός της σχολικής αυτονομίας διαφέρει ανάμεσα στη συγκέντρωση ιδιωτικών πόρων (δωρεές και χορηγίες, εισόδημα από ενοικίαση εγκαταστάσεων των σχολείων και δάνεια) και το πώς ξοδεύονται. «Το να έχουν αυτονομία στη συγκέντρωση πόρων δε σημαίνει απαραίτητα ότι τα σχολεία έχουν αυτονομία στο να τους διαθέτουν», σημειώνεται στην έκθεση. Στην Τσεχία η χρήση των πόρων καθορίζεται από τον δωρητή - χορηγό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και στις άλλες χώρες ο χορηγός δεν έχει λόγο στο πώς αξιοποιείται η «φιλανθρωπία» του.

Η ενοικίαση εγκαταστάσεων για την παροχή υπηρεσιών προς την κοινότητα μπορεί να είναι μια πηγή επιπλέον χρηματοδότησης για τα σχολεία, όμως, υπόκειται σε μεγαλύτερο έλεγχο από ό,τι η συγκέντρωση πόρων με άλλα μέσα, όπως δωρεές και χορηγίες. Ενδιαφέρον έχει η περίπτωση της Μ. Βρετανίας όπου ισχύει το ιδιαίτερο - και όχι και τόσο μακρινό για την Ελλάδα - καθεστώς των σχολείων που έχουν κατασκευαστεί μέσω συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ). Τα όργανα διοίκησης των σχολείων δεν αποτελούνται από μέλη της σχολικής κοινότητας και μπορούν να αποφασίσουν να νοικιάσουν τις εγκαταστάσεις σε ώρες μη λειτουργίας του σχολείου, προκειμένου να εξασφαλίσουν κέρδος, το οποίο πάει στην τσέπη του επιχειρηματία.

Αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών αλλά και των υπόλοιπων εργαζομένων στο χώρο του σχολείου σημαίνει η αυτονομία που φτάνει μέχρι την απόλυση με απόφαση του σχολείου. Σε μεγάλο αριθμό χωρών δίνεται αυτονομία στην επιλογή αναπληρωτών εκπαιδευτικών, με τις ανάλογες αρνητικές επιπτώσεις στα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών καθώς καθιερώνονται οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις, η σύνδεση μισθού - παραγωγικότητας και μάλιστα σε ένα μοντέλο σχολείου στο οποίο η αγορά έχει λόγο για τη διαχείρισή του. Στις μισές σχεδόν χώρες, τα σχολεία είναι πλήρως υπεύθυνα για τη διαχείριση του μη εκπαιδευτικού προσωπικού. Γίνεται φανερό ότι πρόκειται για χτύπημα στις εργασιακές σχέσεις όχι μόνο των εκπαιδευτικών αλλά και όλων των εργαζομένων στα σχολεία αφού εγκαταλείπονται οι κατακτήσεις που είχαν μέχρι τώρα και ξεκινούν να εργάζονται σε ένα χώρο με μεγάλα κοινά με τον ιδιωτικό τομέα.

Οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν μεγάλο ρόλο στη λήψη των αποφάσεων, σημειώνεται στην έκθεση, εξανεμίζοντας τις διακηρύξεις και ψευδαισθήσεις περί «δημοκρατικής συμμετοχής» στη διοίκηση του σχολείου. Αντίθετα, οι εκπαιδευτικοί είναι αναγκασμένοι να παίρνουν μέρος στο κυνήγι των χορηγών, όπως, π.χ., στην Αυστρία και το Ηνωμένο Βασίλειο, μαζί με τους γονείς.

Στη μεγάλη πλειοψηφία των χωρών, η αυτονομία των σχολείων συνοδεύτηκε από τη σύσταση σωμάτων διοίκησης των σχολείων με είτε αποφασιστικό είτε συμβουλευτικό ρόλο. Στις περισσότερες χώρες, τα σώματα διοίκησης είναι ανοιχτά σε ευρύτερη εκπροσώπηση και συχνά σε αυτά συμμετέχουν εκπρόσωποι της τοπικής αρχής που έχει την ευθύνη για τα σχολεία και σε άλλες και εκπρόσωποι της τοπικής κοινότητας και φυσικά επιχειρηματίες.

Ορος η «αξιολόγηση»

Αναπόσπαστο κομμάτι του «αυτόνομου» σχολείου είναι η αξιολόγηση. «Στις περισσότερες περιπτώσεις, η νομοθεσία για την αυτονομία των σχολείων και οι κανονισμοί διατύπωσαν λεπτομερώς τα είδη πολιτικής τα οποία τα σχολεία πρέπει να παράγουν (σχέδιο ανάπτυξης του σχολείου, πολιτικές προγραμμάτων σπουδών, κλπ.)», σημειώνεται στη μελέτη, θυμίζοντας και τις πρόσφατες εγκυκλίους που προωθήθηκαν στη χώρα μας για προγραμματισμό εκπαιδευτικού έργου, κλπ., και επιβεβαιώνοντας τη σκοπιμότητά τους. «Οι διαδικασίες αξιολόγησης αναπτύχθηκαν με ένα ρητό τρόπο στη δεκαετία του '80, όμως, από τα μέσα του '90, έγιναν όλο και πιο επίσημες μέσα από πλαίσια που καθορίζουν προδιαγραφές και περιορισμούς».

Ετσι, π.χ., στην Τσεχία, το σώμα επιθεώρησης που χρεώθηκε το έργο της αξιολόγησης, είδε την εξουσία του να δυναμώνει, στη Γερμανία, στην Ισπανία και την Αυστρία τα σχολεία αξιολογούνται από επιθεωρήσεις που συνδέονται με τις ανώτερες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εκπαίδευση, στην Αγγλία, η αξιολόγηση είναι καθήκον του παντοδύναμου σώματος επιθεώρησης OFSTED, του οποίου η δύναμη αυξήθηκε και δυνάμωσε η ανεξαρτησία του από το υπουργείο. «Γενικά οι χώρες οι οποίες βρίσκονται εκτός της κυρίαρχης τάσης αξιολόγησης σταδιακά μειώνονται», διαπιστώνει η μελέτη.

Ακόμα και σε εκείνες τις περιπτώσεις που τα σχολεία υποχρεούνταν να λογοδοτούν στις τοπικές αρχές, μετά τα μέσα του '90 δόθηκε μεγαλύτερος ρόλος σε εθνικές δομές αξιολόγησης. Δηλαδή, πάει περίπατο η περιβόητη ανεξαρτητοποίηση του σχολείου από τη «δύσκαμπτη» κεντρική διοίκηση. Αυτό που μένει στα σχολεία είναι ακόμα πιο ασφυκτικός έλεγχος - αξιολόγηση για το κατά πόσο ανταποκρίνονται στο ρόλο που τους έχει αναθέσει το μεγάλο κεφάλαιο και την ίδια στιγμή ένα κυνήγι πόρων για την επιβίωσή τους από χορηγούς και με μεθόδους της ελεύθερης αγοράς που βλέπει τον έλεγχό της στην Παιδεία να μεγαλώνει.


Μ. Κ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ