Κυριακή 28 Νοέμβρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Αγαπητοί σύντροφοι

Εχοντας μελετήσει τις Θέσεις της ΚΕ για το 17ο Συνέδριο, θεωρώ υποχρέωσίν μου να ανταποκριθώ στην πρόσκληση για συμβολή στη γενίκευση της συλλογικής εμπειρίας και διαμόρφωσης της Πολιτικής του ΚΚΕ. Στη βάση της οργανικής ενότητας των Θέσεων, της Απόφασης, του 16ου Συνεδρίου και του Προγράμματος που διαμόρφωσε το 15 Συνέδριό σας, θα ήθελα να θίξω τα παρακάτω ζητήματα:

Εκτός από δυο ή τρεις ασαφείς αναφορές στο Πρόγραμμα και την Απόφαση του 16ου Συνεδρίου το Θεμελιώδες ζήτημα της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μια μόνο χώρα, το οποίο απασχόλησε ουσιαστικά το διεθνές επαναστατικό κίνημα του προηγούμενου αιώνα, δεν έχει αναλυθεί. Ωστόσο, η θέση που εξέφρασε ο Λένιν στις «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» διατηρεί όλη την επικαιρότητά της. Η ανισόμετρη ανάπτυξη των χωρών στο σύστημα του Ιμπεριαλισμού καθιστά την ταυτόχρονη επαναστατική διαδικασία αδύνατη.

Η ανάλυση ή, τουλάχιστον, εκτίμηση για τη χώρα η οποία έχει τη δυναμική να αποτελέσει τον αδύνατο κρίκο στην αλυσίδα του Ιμπεριαλισμού απουσιάζει. Η σωστή θέση για το συντονισμένο αντι-ιμπεριαλιστικό αγώνα των λαών δεν αναλύεται στη σχέση της με το γεγονός ότι όσο περισσότερο ανεπτυγμένες είναι οι παραγωγικές δυνάμεις σε μια ιμπεριαλιστική χωρά τόσο περισσότερο καθυστερεί η ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης της εργατικής της τάξης. Η τάση για καθολική αδράνεια και ταξική συνεργασία που εκδηλώνει η εργατική τάξη στις ΗΠΑ, Βρετανία, Αυστραλία είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική αυτού του γεγονότος. Οι λόγοι δε βρίσκονται απλά στην αποξένωση (alienation) του παραγωγού, αλλά, όπως απέδειξε ο Λένιν, κυρίαρχα στην ίδια τη διαφθορά της εργατικής τάξης, που απορρέει από τον παρασιτικό χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού.

Κατά συνέπεια, το κύριο ζήτημα δεν είναι κατά πόσο, σε συνθήκες επαναστατικής διαδικασίας, η Ελλάδα θα είναι «μόνη της» ή όχι (Απόφαση 16ου Συνεδρίου). Οσο δυνατά και εάν είναι «τα χτυπήματα που θα επιφέρει στους διεθνείς καπιταλιστικούς οργανισμούς» ο ανεπτυγμένος αντι-ιμπεριαλιστικός αγώνας και η διεθνής συμπαράσταση όταν εκδηλωθεί η πρώτη σοσιαλιστική επανάσταση η απουσία ταυτόχρονης επαναστατικής συνείδησης στις ανεπτυγμένες ιμπεριαλιστικές χώρες θα εξακολουθήσει να επιτρέπει, εν δυνάμει τουλάχιστον, την ένοπλη ιμπεριαλιστική επέμβαση. Σε τέτοιον συσχετισμό των δυνάμεων μια τέτοια επέμβαση σίγουρα θα εκδηλωθεί πολύ προτού «η εξέλιξη των διμερών, πολυμερών και περιφερειακών συνεργασιών της Ελλάδας με άλλα κράτη αποτελέσει πλήγμα για τις διεθνείς ιμπεριαλιστικές ενώσεις» (Απόφαση του 16ου Συνεδρίου). Εάν σε τέτοιες συνθήκες η Ελλάδα καταστεί ο αδύνατος κρίκος στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, το ΚΚΕ πρέπει να είναι προετοιμασμένο για ένοπλη σύγκρουση, έστω και εάν το ελληνικό επαναστατικό κίνημα έχει ισχυρή αντανάκλαση στις Ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις. Στο ζήτημα αυτό δεν πρέπει να ξεχνιέται και η αντίστοιχη ιστορική εμπειρία της νεαρής Σοβιετικής Ενωσης.

Η αχαλίνωτη επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού μετά από τις ανατροπές των σοσιαλιστικών χωρών, ιδιαίτερα μετά την εκλογίκευσή της στο «αντιτρομοκρατικό» δόγμα που στοχεύει κυρίαρχα την επαναστατική προοπτική - γεγονός που εξάλλου αναφέρεται στη θέση 18 - θα έπρεπε να έχει καταστήσει σαφές το γεγονός ότι η αστική τάξη δε θα διστάσει να ανάγει τον κόσμο σε στάχτες προτού φύγει από το ιστορικό προσκήνιο. Η ανάλυση για τη σχέση ανάμεσα στις τάσεις ανάπτυξης της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας και την επαναστατική προοπτική στις Θέσεις για το 17ο Συνέδριο είναι το λιγότερο ανεπαρκής. Ωστόσο, ανεξάρτητα από προθέσεις, η ανεπτυγμένη ταξική πάλη που θα οδηγήσει στη δικτατορία του προλεταριάτου, όπως περιγράφεται στο Πρόγραμμα, περιέχει κυρίαρχα τη δυναμικότητα της ένοπλης, επαναστατικής αυτοάμυνας. Μόνο μια τέτοιας μορφής αποφασιστική αντίδραση στην ιμπεριαλιστική επέμβαση θα μπορούσε να επιδράσει καταλυτικά στην αντι-ιμπεριαλιστική συνείδηση των λαών, επιφέροντας την απαιτούμενη διεθνή υποστήριξη που θα παγιώσει την επαναστατική διαδικασία.

Μέσα σε τέτοιον συσχετισμό των δυνάμεων η ένοπλη υπεράσπιση της επανάστασης προϋποθέτει την, από σήμερα, ολόπλευρη προετοιμασία των λαϊκών μαζών και ιδιαίτερα της εργατικής τάξης. Η δέσμευση ότι το ΚΚΕ «αναλαμβάνει δράση για να προβάλει επιθετικά την αναγκαιότητα πάλης για τον σοσιαλισμό» που γίνεται στη θέση 35 συνεπάγεται την άμεση προβολή της αναγκαιότητας για επαναστατική βία και για επαναστατική αυτοθυσία στην ενδεχόμενη επίθεση της εγχώριας και διεθνούς αντίδρασης. Οπως θα έλεγε ο Λένιν, η επανάσταση απαιτεί σιδερένια θέληση, ικανή να ξεπερνά ακόμα και το φόβο του θανάτου! Στο σημερινό σύστημα του ιμπεριαλισμού και της γενικευμένης ηθικής σήψης είναι αμφίβολο εάν υπάρχει έστω και ένα άτομο με την ποιότητα αυτής της σιδερένιας θέλησης. Μόνο η οργανωμένη επαναστατική πάλη μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες ανάπτυξης αυτού του ανωτέρου τύπου ανθρώπου. Το ΚΚΕ σαν επαναστατική πρωτοπορία πρέπει από τώρα να προβάλλει στις εργαζόμενες μάζες αυτό το πρότυπο.

Η απουσία της όποιας αναφοράς στο ενδεχόμενο της ένοπλης βίας και της αναγκαιότητας της λαϊκής θυσίας που χαρακτηρίζει τις Θέσεις για το 17ο Συνέδριο και το ίδιο το Πρόγραμμα, εάν δεν πρόκειται για σκόπιμη φιλοφρόνηση προς το μικροαστικό «φόβο για την ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα που φωλιάζει στις καρδιές των λαών», εάν δεν πρόκειται για σκόπιμο συμβιβασμό με τον «δημοκράτη» μικροαστό, που τρομάζει στο άκουσμα της βίας, τότε υποδηλώνει την - το λιγότερο επικίνδυνη - αυταπάτη της επαναστατικής διαδικασίας με ειρηνικά μέσα, τη στιγμή που η δυναμική του σημερινού συσχετισμού των δυνάμεων συνηγορεί το αντίθετο.

Το δεύτερο ζήτημα που θα ήθελα να θίξω αφορά το χαρακτήρα της επαναστατικής διαδικασίας. Πιστεύω ότι στο συγκεκριμένο θεμελιώδες ζήτημα η ανάλυση είναι ανεπαρκής. Συμφωνώ με τη θέση για το βαθύτερο αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα που ο αντι-ιμπεριαλιστικός, αντιμονοπωλιακός αγώνας σήμερα έχει. Ωστόσο, ο χαρακτήρας αυτός δεν αναιρεί καθόλου τη λενινιστική θέση για την ενιαία επαναστατική διαδικασία σε δυο στάδια, διότι δεν αναιρεί το γεγονός ότι η σχέση κεφαλαίου, μισθωτής εργασίας εκδηλώνεται, όπως κάθε σχέση και κατάσταση, διαφορετικά σε διαφορετικές συνθήκες.

Το αποφασιστικό χτύπημα της μονοπωλιακής κυριαρχίας στο χώρο της παραγωγής από το επαναστατικό κίνημα μιας χώρας δεν καταργεί τη σχέση κεφαλαίου, μισθωτής εργασίας. Το επαναστατικό κίνημα πρέπει, αμέσως μετά, να αναπτύξει την πάλη του στο ανώτερο επίπεδο της κατάργησης κάθε μορφής μισθωτής εργασίας. Ο βαθύτερος αντικαπιταλιστικός χαρακτήρας της σημερινής αντι-ιμπεριαλιστικής αντιμονοπωλιακής πάλης, υπό την παραπάνω αναγκαία προϋπόθεση της επιβίωσης στην επέμβαση της διεθνούς αντίδρασης, απλά σημαίνει ότι η ανάπτυξη του επαναστατικού αγώνα στο δεύτερο στάδιο θα είναι πολύ πιο εύκολη, αλλά δεν αναιρεί την αναγκαιότητα αυτού του σταδίου. Επιπλέον, αυτή η ενιαία επαναστατική διαδικασία δεν αντιφάσκει με τη θέση που διατυπώνεται στο Πρόγραμμα για την προσωρινή δράση τμήματος του μη μονοπωλιακού κεφαλαίου στο πρώτο της αντιμονοπωλιακό στάδιο. Επίσης, στο βαθμό που τελικά αποκλείεται η μισθωτή εργασία, δεν αντιφάσκει με τη θέση που διατυπώνεται στην απόφαση του 16ου Συνεδρίου για τη συνύπαρξη του κοινωνικοποιημένου τομέα της λαϊκής οικονομίας με τους παραγωγικούς συνεταιρισμούς.

Η λενινιστική θέση που αναλύεται στις «Δυο Τακτικές...» εξακολουθεί, στις σημερινές συνθήκες, να συγκεκριμενοποιείται στον ακόλουθο στόχο. Η εργατική τάξη πρέπει να προχωρήσει στον αντι-ιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό αγώνα σε συμμαχία με όλους τους εργαζόμενους και τα μικρομεσαία στρώματα - όπως αναφέρεται στη θέση 21 - για να μπορέσει να συντρίψει την αντίσταση της μονοπωλιακής αστικής τάξης και να παραλύσει την αστάθεια της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης. Η εργατική τάξη πρέπει, εν συνεχεία, να αναπτύξει αυτήν τη σοσιαλιστική επανάσταση σε συμμαχία με όλους τους εργαζόμενους για να συντρίψει την αντίσταση της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης και να παραλύσει την αστάθεια των μεσαίων στρωμάτων. Η σαφής αυτή ανάλυση του χαρακτήρα της επαναστατικής διαδικασίας είναι αναγκαία συνθήκη για την επαναστατική πρακτική. Η αντικατάστασή της από τον εκλαϊκευμένο, αλλά μη επιστημονικό, όρο της «λαϊκής οικονομίας» και η συνεπακόλουθη σύγχυση μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα είτε το επαναστατικό κίνημα να μην κατανοήσει την επαναστατική διαδικασία έως την πλήρη κατάργηση κάθε παραγωγής υπεραξίας, είτε να παλεύει, σε συγκυριακούς ευνοϊκούς συσχετισμούς, για το μελλοντικό του καθήκον αυτής της κατάργησης.

Γιώργος Τσούπρος

Καθηγητής Θεωρητικής Φυσικής

Πανεπιστήμιο του Πεκίνου - ΛΔ Κίνας

Για το κίνημα της Παιδείας

Διαβάζοντας τις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, θέλω να θέσω ορισμένους προβληματισμούς σχετικά με το κίνημα της Παιδείας. Θεωρώ ότι αυτό, αντικειμενικά, ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια του συγκροτημένου εκπαιδευτικού κινήματος και πρέπει να εντάσσει όλες εκείνες τις μορφές της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, που στοχεύουν, δήθεν, στη βελτίωση των εκπαιδευτικών προσόντων των εργαζομένων, ως προϋπόθεση για την ανεύρεση ή κατοχύρωση μιας θέσης εργασίας στο δημόσιο - ιδιωτικό τομέα (π.χ. εκπαιδευτικοί, ιατρικά - παραϊατρικά επαγγέλματα, υπουργεία, ΟΤΑ, ενέργεια, επικοινωνίες, μεταφορές, Ιντρακόμ, Ομιλος Γερμανός). Το πρόβλημα που τίθεται σχετίζεται με δυο ζητήματα: α) Στην αδυναμία χαρτογράφησης του χώρου και β) των ιδεολογικών επιδράσεων που επιφέρουν οι δράσεις αυτές στη συνείδηση των εργαζομένων. Κεφάλαιο και Κράτος επιχειρούν να πείσουν τους εργαζόμενους ότι το δήθεν διαρθρωτικό πρόβλημα της ανεργίας οφείλεται στα φτωχά εκπαιδευτικά προσόντα και στην αναντιστοιχία μεταξύ των προσφερόμενων προσόντων και των διαθέσιμων εργασιακών αναγκών. Γι' αυτό το λόγο μετατοπίζουν τις ευθύνες σε ατομικό επίπεδο (φταίει ο εργαζόμενος για τη φτωχή του εκπαίδευση), ενώ όταν δεν επιχειρούν ελεγχόμενες μορφές ενδοεπιχειρησιακής επιμόρφωσης (σε ανταποδοτική βάση), «εξουσιοδοτούν», μέρος από τις πολιτικές απασχόλησης στην ΤΑ (ενσωμάτωση στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, θ. 10, σ. 20) και στον ΟΑΕΔ, με σκοπό την επίτευξη της «εργασιακής κινητικότητας» και την καταλήστευση της εκπαιδευμένης εργατικής δύναμης. Ο ΟΑΕΔ, π.χ., χωρίζει τους άνεργους σε δυο μεγάλες κατηγορίες: Τους τυπικά άνεργους και τις ειδικές κοινωνικές ομάδες (18-24, μονογονεϊκές οικογένειες, απεξαρτημένοι, αποφυλακισμένοι, ΑΜΕΑ, 45-64, ΛΑΕΚ) κι αφού διαπιστώσει τα φτωχά εκπαιδευτικά τους προσόντα (που το ίδιο το σύστημα δημιουργεί), πριμοδοτεί, όχι τη θέση εργασίας, όπως υποκριτικά δηλώνεται, αλλά την εργοδοσία, με μέρος ή με ολόκληρο το εργασιακό κόστος. Αλλά και για τα εγγράμματα στρώματα, ζητά επιπρόσθετα εκπαιδευτικά προσόντα και άρση του τεχνολογικού αναλφαβητισμού, χωρίς όμως να διασφαλίζει τις προϋποθέσεις αυτής της άρσης. Ετσι δημιουργεί για τους υποεκπαιδευμένους τα «Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας», ΚΕΚ - ΙΕΚ παντός τύπου κι ενθαρρύνει τη σύσταση Κολεγίων - Πανεπιστημίων τύπου ΓΣΕΕ - Εκκλησίας για την ακόμη πιο βαθιά συσκότιση των εργαζομένων.

Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις, θεωρώ ότι το εκπαιδευτικό κίνημα πρέπει να εντάσσει κάθε μορφή τυπικής και άτυπης εκπαίδευσης με τη διαμόρφωση αντίστοιχου διεκδικητικού πλαισίου. Ταυτόχρονα, τα ταξικά συνδικάτα πρέπει να ξαναπροβάλουν αιτήματα, όπως το χτύπημα του αναλφαβητισμού (οργανικού, λειτουργικού, τεχνολογικού). Παράδειγμα προς μίμηση αποτελούν τα Συνδικάτα Οικοδόμων, Κλωστοϋφαντουργών, Μετάλλου στους οικονομικούς μετανάστες (προκηρύξεις στις γλώσσες τους, βλ. Θ. 25, σ. 43) και την προσπάθεια δημιουργίας σχολείων εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, γεγονότα αποφασιστικά για το χτύπημα του εθνικισμού - ρατσισμού και την ανάπτυξη κοινής δράσης με τους Ελληνες εργαζομένους. Τέτοιες δράσεις πρέπει να συνεχιστούν παντού, στο δήμο, στη γειτονιά, στα εργοστάσια, στα στέκια νεολαίας, με τη δημιουργία νυχτερινών - λαϊκών σχολείων και πιστεύω ότι σε αυτές πρέπει να πρωτοστατήσουν οι κομμουνιστές. Για να θυμηθούμε και τον Λένιν: «Ολοι μιλούν για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού. Ξέρετε ότι σε μια χώρα αναλφάβητη δεν μπορεί να χτιστεί η κομμουνιστική κοινωνία. Αυτό είναι δική μας απόφαση, θα μαζευτούμε και θα πάμε στο χωριό για να εξαλείψουμε τον αναλφαβητισμό, για να μην υπάρχουν αγράμματοι μέσα στη νέα γενιά. Ξέρετε, δεν είναι δυνατόν να μετατρέψουμε γρήγορα τη Ρωσία από καθυστερημένη και αγράμματη χώρα σε χώρα γραμματισμένη. Αν όμως με το έργο αυτό καταπιαστεί η κομμουνιστική νεολαία...» («Απαντα», τ. 41, σ. 315, ΣΕ, 1987).

Από την άλλη πλευρά, πρέπει να δούμε κάπως πιο βαθιά το ζήτημα του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος. Κατά τη γνώμη μου, η ειδοποιός διαφορά στην πρότασή μας πρέπει να προτάσσει το ζήτημα της εκπαιδευτικής ανάπτυξης στα πλαίσια της κεντρικά σχεδιασμένης κοινωνικής πολιτικής και, παράλληλα, να τίθενται οι βάσεις για μια ριζοσπαστική αποκεντρωμένη πολιτική. Ως πλευρές του θέματος πρέπει να τεθούν τα εξής: Χρειάζεται μεγαλύτερη αποσαφήνιση του κεντρικού στόχου. Οι επιθετικοί προσδιορισμοί «δωδεκάχρονο, δημόσιο, δωρεάν, υποχρεωτικό», ασφαλώς, δίνουν το στίγμα σε μια τέτοια πρόταση. Πιστεύω, όμως, ότι παράλληλα ή και σε αυτοτελή χρήση πρέπει να προβάλλουμε το «λαϊκό - πολυτεχνικό» σχολείο από την άποψη ότι αποτυπώνει τις ποιοτικές διαστάσεις της πρότασής μας, στενά συνδεδεμένης με το λαϊκό μέτωπο. Στο σημείο αυτό τίθεται το ερώτημα: Το πολυτεχνικό σχολείο μπορεί να οικοδομηθεί μέσα σε καπιταλιστικές συνθήκες ή απαιτείται ως προϋπόθεση η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας; Στο ερώτημα αυτό, έχω τη γνώμη ότι πρέπει να τοποθετηθούμε στη βάση ότι το πολυτεχνικό σχολείο πρέπει να στοχεύει στην αρμονική - ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου για να αποφευχθεί η αποξένωσή του (Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 2, σ. 504) και να κάνει εμφανή την αναγκαιότητα για ποιοτική αλλαγή των καπιταλιστικών οικονομικών και κοινωνικών δομών, συνδέοντάς το με την κοινωνική διαδικασία της εργασίας (βλ. Μωραΐτης, 1999, σ. 284). Η παρατήρηση αυτή σχετίζεται και με το εξής: Εχουμε καταφέρει σε σημαντικό βαθμό, κυρίως μέσα από τα «Θέματα Παιδείας», να διαφωτίσουμε για το ρόλο της εκπαίδευσης στο αστικό κράτος. Επικεντρώνοντας στην υποχρεωτική εκπαίδευση, δε νομίζω ότι πρέπει να υποβαθμίζονται στη δράση τα υπαρκτά προβλήματα που βρίσκουμε μπροστά μας, όπως είναι το ζήτημα των επικαθήμενων τμημάτων, του ολοήμερου σχολείου, της αξιολόγησης, των αναλυτικών προγραμμάτων, της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, των μεθόδων διδασκαλίας της εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και να τα εναποθέτουμε όλα στο σοσιαλισμό. Αντίθετα, ο αγώνας για την επίλυσή τους είναι μια βαθιά ιδεολογική και πολιτική αναμέτρηση, στενά συνδεδεμένος με τους πολιτικούς στόχους για την εξουσία της εργατικής τάξης (βλ. θ. 15, σ. 29). Είναι, νομίζω, ορατό ότι οι σύντροφοι που δραστηριοποιούνται στο γονεϊκό κίνημα έχουν πιο επεξεργασμένες θέσεις για μια σειρά ζητήματα, όπως του ολοήμερου σχολείου, γιατί ακριβώς ζουν διαφορετικά τα προβλήματα. Λένε και γράφουν πολλοί άλλοι σύντροφοι ότι δεν είναι παιδαγωγικά ορθό να μένουν τα παιδιά στο σχολείο μέχρι τις 4 το μεσημέρι, γιατί δεν ξεκουράζονται επαρκώς, τους δημιουργούνται ψυχολογικά προβλήματα και δε βλέπουν τους γονείς τους. Πώς, όμως, τεκμηριώνεται αυτή η άποψη; Μήπως, γιατί οι γονείς είναι στο σπίτι ξεκούραστοι και περιμένουν να τα διαβάσουν και να τα κοινωνικοποιήσουν ενεργητικά; Μήπως γιατί οι σαπουνόπερες, οι «Τατιάνες», το κάπνισμα, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, η νεανική παραβατικότητα, συμβαίνουν σε κάποια άλλη χώρα; Αν και τα προβλήματα αυτά οφείλονται σε γενικότερες αιτίες, δεν πρέπει να απαιτήσουμε το σχολείο να παίξει, και μέσα στον καπιταλισμό, έναν διαπαιδαγωγητικό ρόλο, όσο αυτό είναι δυνατόν; Πιστεύω ότι η πολιτικά ορθή θέση του Κόμματος, για την απόρριψη του σημερινού «παιδοφυλακτήριου», πρέπει να απορρίψει τις πλευρές εκείνες, που απολυτοποιούν τα υπάρχοντα προβλήματα, με αποτέλεσμα να ερχόμαστε σε αντιπαραθέσεις με τους γονείς και ειδικά με όσους προέρχονται από φτωχά λαϊκά στρώματα. Αντίθετα, πρέπει να συγκεκριμενοποιούμε τους στόχους πάλης και να προβάλλουμε και να διεκδικούμε το λαϊκό - πολυτεχνικό σχολειό. Πολλά μπορούμε να αντλήσουμε από το παράδειγμα των μεγάλων μας παιδαγωγών (Γληνού, Παπαμαύρου, Ιμβριώτη, Μωραΐτη και τόσων άλλων), που πάλευαν μέσα στα αστικά πλαίσια, και σε δύσκολες συνθήκες για να θεμελιώσουν την ανάγκη ύπαρξης του λαϊκού σχολείου, στενά συνδεδεμένου με την πάλη για το σοσιαλισμό. Πλευρά αυτής της διαπίστωσης και με αφορμή ανάλογες εκτιμήσεις (θ. 35, σ. 59, θ. 16, σ. 31, θ. 32, σ. 52) σχετίζεται με το γεγονός ότι δεν έχουμε καταφέρει να βρούμε το χρόνο να μελετήσουμε τη μαρξιστική παιδαγωγική σε βάθος σε δυο άξονες: α) το πολυτεχνικό σχολείο και β) τους κομμουνιστές παιδαγωγούς, με αποτέλεσμα την ιδεολογική ρηχότητα των προτάσεών μας και την υποτίμηση της ερευνητικής δουλιάς. Αναφορικά με αυτές τις διαπιστώσεις, πιστεύω ότι έχει και σαν συνέπεια να μην μπορούμε να αντιμετωπίσουμε με επάρκεια, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, την προσπάθεια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς να οικειοποιηθεί τους κομμουνιστές παιδαγωγούς (βλ. Γληνός) κι, ας μου επιτραπεί, να διατυπώνουμε απλουστευμένες απόψεις, σχετικά με τα αστικά παιδαγωγικά ρεύματα, που απολυτοποιούν πλευρές της αστικής κοινωνικής θεωρίας και τη μεταφέρουν μηχανιστικά στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Κασσελούρης Θωμάς

Δάσκαλος, Περιστέρι

Μέλος ΤΕΠ - ΚΜΕ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ