Παρασκευή 27 Σεπτέμβρη 2019
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Στο σημερινό 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» μπορείτε να διαβάσετε:
  • ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ 2020: Στον λαό το «μπιλιετάκι» για τη στήριξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας
  • «ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΡΑΣΙΝΟ NEW DEAL»: Πακτωλός κεφαλαίων στα ευρωπαϊκά μονοπώλια και όξυνση του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού
  • ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Συζήτηση για τον προϋπολογισμό σε «περίοδο παγκόσμιων αλλαγών»
  • ΡΩΣΙΑ - ΤΟΥΡΚΙΑ: Μια συνεργασία με διάφορες δυσκολίες
ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ 2020
Στον λαό το «μπιλιετάκι» για τη στήριξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας

Τα λαϊκά στρώματα θα συνεχίσουν να σηκώνουν το βάρος της φοροληστείας για τις νέες φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο

Icon

Τα λαϊκά στρώματα θα συνεχίσουν να σηκώνουν το βάρος της φοροληστείας για τις νέες φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο
Στην τελική ευθεία έχουν περάσει οι διεργασίες γύρω από τη διαμόρφωση των μεγεθών του κρατικού προϋπολογισμού για το 2020, το προσχέδιο του οποίου κατατίθεται στη Βουλή στις 7 Οκτώβρη, ενώ για τα περαιτέρω θα αποσταλεί και στην πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο πλαίσιο των «κανονικών» ελέγχων που προβλέπονται από τη διαδικασία των Ευρωπαϊκών Εξαμήνων, σε συνδυασμό, βέβαια, με το «ενισχυμένο εποπτικό πλαίσιο» που εφαρμόζεται στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας.

Στο ίδιο πλαίσιο, διενεργήθηκαν οι συζητήσεις και τα παζάρια της κυβέρνησης με τα κλιμάκια των «θεσμών» που ολοκληρώθηκαν αυτήν τη βδομάδα στην Αθήνα, ενώ ο κύκλος της 4ης «μεταμνημονιακής» «αξιολόγησης» με τα νέα «προαπαιτούμενα» (συμπεριλαμβανομένου του κρατικού προϋπολογισμού) αναμένεται να ολοκληρωθεί στη συνεδρίαση του Γιούρογκρουπ στις 4 Δεκέμβρη, με βάση τη νέα «έκθεση αξιολόγησης» που αναμένεται να δημοσιοποιήσει λίγες μέρες νωρίτερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Κρίσιμη παράμετρος, αναφορικά με την «αποδοτικότητα» των αντιλαϊκών μέτρων στον νέο προϋπολογισμό, είναι ο ρυθμός ανάκαμψης του ΑΕΠ για το 2020, ενώ η «ποσοτικοποίηση» των τελικών αντιλαϊκών μεγεθών (π.χ. «πλεονάσματα», φόροι κ.ά.) θα έρθει να «κουμπώσει» με τις «Φθινοπωρινές Προβλέψεις» της Κομισιόν, που θα δημοσιοποιηθούν στις αρχές Νοέμβρη.

Να σημειωθεί πως, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, τα πρωτογενή πλεονάσματα στον φετινό προϋπολογισμό κλειδώνουν πάνω από το στόχο (3,5% του ΑΕΠ), ενώ οι επεξεργασίες συνεχίζονται γύρω από τους τρόπους κάλυψης τυχόν «δημοσιονομικών κενών» για το 2020.

Σε αυτό το φόντο, η κυβέρνηση στην πορεία της ανάκαμψης προβάλλει ως δυνατό αντιλαϊκό «ατού» το μπαράζ των παρεμβάσεων που αφορούν στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας των εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων. Σε αυτές περιλαμβάνονται το «αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο» καθώς και το νέο πακέτο κρατικών εγγυήσεων στις τράπεζες για την απαλλαγή τους από τα βαρίδια των «κόκκινων» δανείων.

Φορολογικό νομοσχέδιο στις προδιαγραφές του κεφαλαίου

Επιπλέον, στα σκαριά βρίσκεται το φορολογικό νομοσχέδιο με δεκάδες άρθρα, που αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή περί τις 15 Οκτώβρη και όπως επιβεβαιώνουν κυβερνητικές πηγές το σύνολο των πρωθυπουργικών εξαγγελιών στο πλαίσιο της φετινής ΔΕΘ θα ενσωματωθεί στον νέο κρατικό προϋπολογισμό.

Πρόκειται για τις νέες μειώσεις της φορολογίας επί των επιχειρηματικών κερδών με κόστος εκατοντάδων εκατομμυρίων στον κρατικό προϋπολογισμό, οι οποίες βέβαια θα φορτωθούν στα λαϊκά στρώματα, αλλά και σειρά από άλλες παρεμβάσεις στον άξονα της ανταγωνιστικότητας και της προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων.

Μεταξύ άλλων, το φορολογικό νομοσχέδιο που συνοδεύει τον κρατικό προϋπολογισμό θα προβλέπει:

  • Περαιτέρω μείωση του συντελεστή φορολογίας επιχειρήσεων από 28% σε 24% και μάλιστα με εφαρμογή από τα κέρδη του 2019. Πρόκειται για την πρώτη δόση ελάφρυνσης καθώς έπεται και συνέχεια με περαιτέρω μείωση στο 20%.
  • Αμεση εφαρμογή (από το 2019) θα έχει και το μέτρο της μείωσης επί των διανεμόμενων μερισμάτων στους μετόχους των επιχειρήσεων (τόσο για τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο όσο και για τις υπόλοιπες). Ο νέος συντελεστής διαμορφώνεται στο συμβολικό πλέον επίπεδο του 5% από 10% προηγουμένως.
  • «Βελτιώσεις» και επέκταση της «χρυσής βίζας» («Golden Visa»), ώστε να χορηγείται σε ξένους «επενδυτές» όχι μόνο σε περιπτώσεις αγοράς ακινήτων, αλλά και σε περιπτώσεις κατάθεσης μεγάλων χρηματικών ποσών στις ελληνικές τράπεζες, συμμετοχής σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου εγχώριων εταιρειών, αγοράς ελληνικών κρατικών ομολόγων.
  • Στο φορολογικό νομοσχέδιο αναμένεται ακόμα να ενσωματωθούν τα φορολογικά επενδυτικά κίνητρα που υπάρχουν διάσπαρτα στη νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων των κινήτρων για την αγορά ακινήτων και την αναθέρμανση των επενδύσεων σε έρευνα και ανάπτυξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του «αναπτυξιακού» πολυνομοσχεδίου.

Μεταξύ άλλων, προωθούνται μέτρα τόνωσης της αγοράς ακινήτων και της οικοδομής (τριετής αναστολή του «φόρου υπεραξίας» στα παλαιά ακίνητα και του ΦΠΑ στα νέα, έκπτωση φόρου 40% στις δαπάνες αναβάθμισης ακινήτων).

Η φοροληστεία στον λαό «καλά κρατεί»

Την ίδια ώρα, μετά το όργιο φοροληστείας απέναντι στο λαϊκό εισόδημα, η κυβέρνηση της ΝΔ στο ίδιο νομοσχέδιο θα ενσωματώσει τη μείωση του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή, από το 22% σήμερα, στο 9%, για εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ, με εφαρμογή από την 1η Γενάρη 2020, για την οποία ήδη στις επαφές με τους «θεσμούς» αναζητούνται «αντίμετρα», τα οποία θα πληρώσει «από την άλλη τσέπη» και από το σύνολο της αντιλαϊκής πολιτικής ο λαός.

Αλλωστε, με τη ρύθμιση η «ελάφρυνση», για παράδειγμα, ενός μισθωτού ή συνταξιούχου (χωρίς προστατευόμενα παιδιά) με ετήσιο εισόδημα στα 9.500 ευρώ - και με τη διατήρηση του σημερινού αφορολόγητου ορίου - θα διαμορφωθεί σε περίπου 110 ευρώ, ή περίπου 9 ευρώ το μήνα. Για ετήσιο εισόδημα στα 9.000 ευρώ, το «όφελος» συμπιέζεται στα 47 ευρώ, ή 3,9 ευρώ το μήνα...

Με δυο λόγια, το ύψος της φοροληστείας ουσιαστικά παραμένει αμετάβλητο ακόμα και σε σχέση με τα επίπεδα του 2015, καθώς από το 2016 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στην κατακρεούργηση του αφορολόγητου ορίου, σε συνέχεια βέβαια αντίστοιχων παρεμβάσεων των προκατόχων της.

Και βέβαια τίποτα δεν θα αλλάξει και σε ό,τι αφορά το κύριο: ο λαός θα συνεχίσει να πληρώνει πάνω από το 95% των έμμεσων κι άμεσων φόρων, την ίδια ώρα που το κεφάλαιο θα συνεχίσει να απολαμβάνει φοροασυλία και προκλητικές φοροαπαλλαγές.

Ταυτόχρονα, με στόχο τη διόγκωση της μάζας των αντιλαϊκών φόρων, στο φορολογικό νομοσχέδιο αναμένεται να περιλαμβάνονται διατάξεις όπως η τόνωση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, από τις οποίες αναμένεται ότι θα υπάρχει σημαντικό εισπρακτικό αποτέλεσμα. Μεταξύ άλλων, προωθείται η αύξηση του ελάχιστου ποσοστού της ετήσιας δαπάνης για κατανάλωση με «πλαστικό χρήμα» προκειμένου να κατοχυρωθεί το αφορολόγητο για μισθωτούς, συνταξιούχους. Τα ποσοστά αυτά διαμορφώνονται σήμερα στο 10% για εισόδημα έως 10.000 ευρώ, 15% για εισόδημα από 10.000 έως 20.000 και 20% για εισόδημα πάνω από 20.000 ευρώ, ενώ ήδη εξετάζεται η αύξηση, όπως άλλωστε σχεδίαζε και η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες (15%, 20% και 25% αντίστοιχα).

Σε κάθε περίπτωση, το ακάλυπτο ποσό που προβλέπεται για τις αποδείξεις λιανικής με «πλαστικό χρήμα» θα χαρατσώνεται με τον συντελεστή του πρώτου κλιμακίου της φορολογίας εισοδήματος.

Εξετάζεται ακόμη η αύξηση των δόσεων της πάγιας ρύθμισης που αφορά στην εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τον φοροεισπρακτικό μηχανισμό, με στόχο βέβαια την ενίσχυση της μάζας των φορολογικών εσόδων που θα εισρέουν στο κρατικό ταμείο.

Θυμίζουμε ότι πάνω από 4 εκατομμύρια φορολογούμενοι - κατά κύριο λόγο λαϊκά νοικοκυριά - βρίσκονται στις λίστες με τα ληξιπρόθεσμα χρέη. Την ίδια ώρα, πάνω από 1,2 εκατ. βρίσκονται «υπό αναγκαστικά μέτρα είσπραξης», δηλαδή σε καθεστώς κατασχέσεων τραπεζικών λογαριασμών και άλλων μέτρων. Εξίσου χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι στο 12μηνο του 2018 ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός έβαλε «στο χέρι» 5,55 δισ. ευρώ από ληξιπρόθεσμα χρέη, μέσω των οποίων «αβγαταίνει» η μάζα των φορολογικών εσόδων και των πλεονασμάτων.


Α. Σ.

«ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΡΑΣΙΝΟ NEW DEAL»
Πακτωλός κεφαλαίων στα ευρωπαϊκά μονοπώλια και όξυνση του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού

Χρήμα με «ουρά» για τα «πράσινα» αρπακτικά προανήγγειλε η νέα πρόεδρος της Κομισιόν

Copyright 2019 The Associated

Χρήμα με «ουρά» για τα «πράσινα» αρπακτικά προανήγγειλε η νέα πρόεδρος της Κομισιόν
Σε ένα από τα βασικά στοιχεία όξυνσης του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού διεθνώς αναδεικνύεται η πολιτική για την «αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής», με την ΕΕ - εν μέσω και εσωτερικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών - να ξεκαθαρίζει ότι θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της, με την παροχή τεράστιων κονδυλίων και άλλων αντίστοιχων «κινήτρων», προκειμένου να ενισχύσει την «πράσινη» μπίζνα τα επόμενα χρόνια, αλλά και να αξιοποιήσει την πλευρά αυτή στο εξωτερικό ως «όπλο» έναντι των βασικών ανταγωνιστών της.

«Επιτακτική οικονομική πολιτική μακροπρόθεσμου χαρακτήρα»

Η νέα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ήταν ξεκάθαρη ως προς τις προθέσεις της ΕΕ σε αυτόν τον τομέα, στις δηλώσεις που έκανε κατά τη διάρκεια ανάληψης καθηκόντων των μελών της Επιτροπής στις αρχές του Σεπτέμβρη. Η Γερμανίδα πρώην υπουργός Αμυνας, που προέρχεται πολιτικά από τους Χριστιανοδημοκράτες, όχι μόνο υιοθέτησε πλήρως την πρόταση που προωθούσαν οι Πράσινοι και άλλα αντίστοιχα κόμματα για την υλοποίηση μιας «Νέας Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας» («European Green New Deal» - όνομα με σαφή αναφορά στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων που πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ κατά τον Μεσοπόλεμο από τον Φρ. Ρούσβελτ, ως «απάντηση» στην τότε παγκόσμια καπιταλιστική κρίση. Σήμερα το αντίστοιχο αστικό ρεύμα που ζητάει ένα «πράσινο New Deal», με κρατικές ενισχύσεις και άλλα μέτρα για τις επενδύσεις στους αντίστοιχους κλάδους και τεχνολογίες, ξεκινά από τις ΗΠΑ και συνδέεται με επιχειρηματικούς ομίλους και μεγαλοεπενδυτές όπως ο Γ. Μπάφετ, ο Τζ. Σόρος κ.ά., με κύκλους των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ κ.ο.κ.), αλλά πλειοδότησε κιόλας ως προς την «ανάγκη» υλοποίησης μιας τέτοιας πολιτικής:

«Θέλω η Νέα Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία να μετατραπεί σε ορόσημο της Ευρώπης», είπε η φον ντερ Λάιεν και πρόσθεσε ότι «στην καρδιά του νέου αυτού σχεδίου βρίσκεται η δέσμευσή μας να μετατρέψουμε την Ευρώπη στην πρώτη "κλιματικά ουδέτερη" ήπειρο στον κόσμο».

Και συνέχισε, δίνοντας το στίγμα της «κλιματικής ουδετερότητας»: «Αποτελεί μια επιτακτική οικονομική πολιτική μακροπρόθεσμου χαρακτήρα. Θέλω η Ευρώπη να είναι πρωτοπόρα στον τομέα αυτό, να γίνει εξαγωγέας γνώσης, τεχνολογίας και βέλτιστων πρακτικών στον τομέα του περιβάλλοντος».

Αποκάλυψε δηλαδή ότι οι στόχοι της ΕΕ δεν έχουν να κάνουν με την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά βασικά με το πώς θα γίνει και αυτή ένα κερδοφόρο πεδίο δράσης για τους ευρωπαϊκούς επιχειρηματικούς ομίλους, για να βρουν διέξοδο τα τεράστια υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια, κερδίζοντας «πόντους» στον διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό.

Στο πλαίσιο αυτό, η νέα πρόεδρος της Κομισιόν ανακοίνωσε την πρόθεσή της να δημιουργήσει ένα «βιώσιμο επενδυτικό πλάνο» που θα ενισχυθεί από διάφορα τμήματα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, τα οποία θα πρέπει να συνενωθούν και να αποτελέσουν μια νέα «κλιματική τράπεζα». Κάτι τέτοιο, είπε, μπορεί να «ξεκλειδώσει» ποσά που ξεπερνούν τα 1,1 τρισ. ευρώ και θα κατευθυνθούν σε «φιλοπεριβαλλοντικού» χαρακτήρα επενδύσεις μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Η πολιτική της ΕΕ για την «αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής» επεκτείνεται στο σύνολο σχεδόν της οικονομίας και αφορά, εκτός από την παραγωγή Ενέργειας, τη διαχείριση των απορριμμάτων, τις μεταφορές, την πρωτογενή παραγωγή, την ενεργειακή εξοικονόμηση των κτιρίων κ.ο.κ. Την επταετία 2014 - 2020, οι επενδύσεις που εντάσσονταν στις πολιτικές «αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής» απορρόφησαν το 20% των χρηματοδοτικών κονδυλίων της, φθάνοντας τα 180 δισ. ευρώ.

Με άλλα λόγια, το ύψος των κονδυλίων που ανακοίνωσε η φον ντερ Λάιεν είναι εξαπλάσιο εκείνων που διατέθηκαν κατά το τρέχον επενδυτικό πρόγραμμα της ΕΕ. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς αφενός το «πάρτι» κερδών που θα κάνουν τα μονοπώλια, αφετέρου την ειδική βαρύτητα που δίνει η ΕΕ σε αυτόν τον επενδυτικό τομέα, τον οποίο ντύνει με τον μανδύα της «περιβαλλοντικής ευαισθησίας».

Στοιχείο του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού...

Ταυτόχρονα οι «πράσινες πολιτικές» αποτελούν και στοιχείο που εντάσσεται στον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, με την ΕΕ να επιχειρεί να θωρακίσει τα συμφέροντα των δικών της μονοπωλίων.

Ενδεικτικό είναι ότι ταυτόχρονα με τα παραπάνω, η φον ντερ Λάιεν ανέφερε πως η ΕΕ θα πρέπει να μελετήσει την εφαρμογή ενός συστήματος επιβολής δασμών σε εισαγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες (κυρίως μεταφορές) από τρίτες χώρες, με την επωνυμία «φόρος άνθρακα» (Carbon Border Tax). Δεν πρόκειται βέβαια για καινούργια ιδέα, αφού ήδη από το 2009 ο τότε Πρόεδρος της Γαλλίας, Ν. Σαρκοζί, είχε προτείνει την επιβολή ενός τέτοιου φόρου, ως μέτρο προστασίας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας από τον «αθέμιτο ανταγωνισμό» τρίτων χωρών που δεν ακολουθούν ανάλογες «περιβαλλοντικές» πολιτικές.

Σε πρόσφατη έρευνα που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της Κομισιόν, από το «EU Science Hub», η επιβολή ενός τέτοιου φόρου χαρακτηρίζεται «κρίσιμης σημασίας εργαλείο», τόσο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής όσο και για την αντιμετώπιση του «ανταγωνιστικού μειονεκτήματος» που επιφέρει στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες η υιοθέτηση αυστηρών ορίων στις εκπομπές άνθρακα.

Ιδιαίτερα τονίζεται αυτό που επισημαίνουν συστηματικά τα τελευταία χρόνια διάφορες ενώσεις και εκπρόσωποι επιχειρηματιών, κυρίως από το χώρο της βιομηχανίας: Ο κίνδυνος της λεγόμενης «διαρροής άνθρακα», η φυγή δηλαδή επιχειρήσεων από την Ευρώπη σε άλλες χώρες, με πιο «χαλαρούς» περιβαλλοντικούς περιορισμούς. Η συγκεκριμένη μελέτη επισημαίνει ότι οι αρνητικές επιπτώσεις στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με την επιβολή αυτού του «φόρου άνθρακα», παρά το γεγονός ότι θεωρεί δεδομένα τα προβλήματα που θα προκληθούν για την ΕΕ τόσο σε επίπεδο Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, όσο και από μονομερείς ενέργειες οικονομικών αντιποίνων τις οποίες θα εφαρμόσουν τρίτες χώρες.

...και των αντιθέσεων στο εσωτερικό της ΕΕ

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις του νέου επιτρόπου αρμόδιου για ζητήματα κλιματικής αλλαγής, Ολλανδού (προερχόμενου από τους Σοσιαλδημοκράτες) Φρ. Τίμερμανς, ο οποίος αντικαθιστά τον Ισπανό Μ. Α. Κανιέτε. Και αυτός εμφανίστηκε στις δηλώσεις του ως ακραιφνής υποστηρικτής της «Νέας Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας», λέγοντας ότι αυτή «θα διαμορφώσει το μέλλον μας...».

Ο Τίμερμανς έχει αναλάβει να παρουσιάσει το αμέσως επόμενο διάστημα τον περιβόητο «κλιματικό νόμο», που θα θέτει ακόμα πιο αυστηρούς περιορισμούς στις εκπομπές ρύπων (μείωση των εκπομπών τουλάχιστον στο 50% συγκριτικά με το 1990 μέχρι το 2030, αντί του προηγούμενου στόχου, που είχε οριστεί στο 40%), σχέδιο για το οποίο έχουν εκφράσει ανοιχτά τη διαφωνία τους οι Τσεχία, Εσθονία, Ουγγαρία και Πολωνία.

Οι τέσσερις αυτές χώρες καλύπτουν σημαντικό μέρος των ενεργειακών τους αναγκών από τη χρήση ορυκτών καυσίμων, κυρίως άνθρακα, με πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις την Πολωνία, που η χρήση άνθρακα καλύπτει το 75% της ηλεκτροπαραγωγής της, και την Τσεχία, για την οποία το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 50%. Μάλιστα ο Πολωνός πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι, μιλώντας τον περασμένο Ιούνη αναφορικά με τους νέους, υψηλότερους στόχους που επιθυμεί να θεσπίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω του νέου «κλιματικού νόμου», είπε ότι για να συμφωνήσει η χώρα του σε κάτι τέτοιο θα πρέπει να δοθούν «πολύ λεπτομερείς προϋποθέσεις για τη δημιουργία αντίστοιχων μηχανισμών αντιστάθμισης» για τα κράτη - μέλη που θα εγκαταλείψουν τη χρήση άνθρακα και γενικότερα ορυκτών καυσίμων.

Οι «πράσινες» πολιτικές για το κλίμα, δηλαδή, αποτελούν και ένα ακόμα πεδίο όπου εκδηλώνονται οι ενδοαστικοί ανταγωνισμοί στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής ένωσης, ενώ η έκταση και το βάθος στο οποίο θα εκδηλωθούν οι αντιδράσεις αυτές σχετίζονται και με την επίδραση των υπερατλαντικών «εταίρων» στα εσωτερικά της ΕΕ.

Απέναντι στις λαϊκές ανάγκες ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής

Πάντως, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η νέα κυβέρνηση της ΝΔ ήδη έχει ανακοινώσει ότι βρίσκεται σε διαδικασία αναθεώρησης του «Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα» (ΕΣΕΚ), που είχε καταρτίσει ο ΣΥΡΙΖΑ και το οποίο θα ενσωματώσει όλες τις νέες προτάσεις της Κομισιόν, μαζί και τη «Νέα Ευρωπαϊκή Πράσινη Πολιτική». Ετσι, με βάση και τα όσα είπε από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ ο πρωθυπουργός, αναμένεται να ληφθούν ακόμη πιο δραστικά μέτρα για την «απεξάρτηση από τον άνθρακα» και την αξιοποίηση των «ήπιων» μορφών Ενέργειας, με στόχο το μερίδιο των ΑΠΕ στο σύνολο της παραγόμενης Ενέργειας μέχρι τα τέλη της επόμενης δεκαετίας να φτάσει στο 35%, αντί του 31% που προέβλεπε το αρχικό σχέδιο, προσφέροντας δηλαδή «πεδίο δόξης λαμπρό» για την κερδοφορία των «πράσινων» αρπακτικών.

Να υπενθυμίσουμε ότι τα θέματα των ξένων επενδύσεων στο τομέα των ΑΠΕ και άλλων «πράσινων» πολιτικών, όπως η διαχείριση απορριμμάτων, τα ηλεκτρικά οχήματα, η ενεργειακή αποδοτικότητα των κτιρίων, οι νέες τεχνολογίες εξοικονόμησης Ενέργειας και υδάτινων πόρων στη γεωργία, είχαν τεθεί στην πρόσφατη συνάντηση που είχε ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης με την Γερμανίδα καγκελάριο Α. Μέρκελ στο Βερολίνο.

Στο τέλος της συζήτησης, αυτό που θα πρέπει να γίνει κατανοητό, κόντρα στην προπαγανδιστική καταιγίδα που εξαπολύεται όλο αυτό το διάστημα, είναι ότι οι «πράσινες» πολιτικές της ΕΕ και των υπόλοιπων ιμπεριαλιστικών κέντρων δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος, το οποίο πράγματι καταστρέφεται συστηματικά - από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Ο πακτωλός του κρατικού χρήματος που δίνεται - και θα δοθεί ακόμη μεγαλύτερος τα επόμενα χρόνια - στα εμπλεκόμενα με την «ευρωπαϊκή πράσινη συμφωνία» μονοπώλια αφορά πρώτα και κύρια το πώς θα ανοίξουν νέα πεδία κερδοφορίας για το κεφάλαιο, του οποίου η δράση αποτελεί και τον μεγαλύτερο, τον πιο θανάσιμο κίνδυνο για το περιβάλλον, συνολικά τον μεγαλύτερο εχθρό για τις λαϊκές ανάγκες.

Παραπομπές:

1. https://www.bloomberg.com/news/articles/2019-07-17/europe-targets-climate-transformation-under-historic-german-boss

2. https://ec.europa.eu/jrc/en/publication/border-carbon-adjustments-based-avoided-emissions-addressing-challenge-its-design

3. https://www.euractiv.com/section/energy-environment/news/green-deal-branded-as-hallmark-of-new-european-commission/

4. https://www.bloomberg.com/news/articles/2019-09-11/europe-s-green-deal-seeks-to-anchor-carbon-neutrality-into-law


Φ. Κ.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Συζήτηση για τον προϋπολογισμό σε «περίοδο παγκόσμιων αλλαγών»

Στον «μεταβαλλόμενο ρόλο των ΗΠΑ», στην «αυξανόμενη επιρροή της Κίνας», στη «γεωστρατηγική αναζωπύρωση» της Ρωσίας και στο Brexit αναφέρθηκε η καγκελάριος

O υπουργός Οικονομικών, Ολ. Σολτς, και η Αγκ. Μέρκελ στη χτεσινή συζήτηση του προϋπολογισμού

Copyright 2019 The Associated

O υπουργός Οικονομικών, Ολ. Σολτς, και η Αγκ. Μέρκελ στη χτεσινή συζήτηση του προϋπολογισμού
«Σε περίοδο παγκόσμιων αλλαγών», όπως επισήμανε στις 11/9 η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ, έγινε στη γερμανική Βουλή η συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2020, «φωτογραφίζοντας» τις παγκόσμιες «προκλήσεις» και τον οξύτατο ανταγωνισμό σε κάθε γωνιά του κόσμου. Καθόλου τυχαία, σημαντικό μέρος της ομιλίας της καγκελαρίου αφορούσε αυτές τις «παγκόσμιες αλλαγές».

Η ΕΕ, υπογράμμισε η Μέρκελ, χάνει ένα σημαντικό κράτος - μέλος και θα έχει έναν οικονομικό «ανταγωνιστή στο κατώφλι της» μετά το Brexit, «ακόμη και αν θέλουμε να διατηρήσουμε στενή συνεργασία στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και της ασφάλειας, ακόμη και αν θέλουμε να διατηρήσουμε φιλικούς δεσμούς». Η έξοδος της Βρετανίας θα αποδυναμώσει την ΕΕ, είπε η Μέρκελ, αλλά ταυτόχρονα «είναι μια στιγμή που η Ευρώπη θα μπορούσε να αναπτύξει νέα δύναμη». Εκτίμησε ότι υπάρχουν ακόμη περιθώρια για έξοδο της Βρετανίας με συμφωνία, αλλά τόνισε ότι η Γερμανία είναι προετοιμασμένη και για «άτακτο Brexit».

Μεταξύ ΗΠΑ, Κίνας και Ρωσίας

Εκτός από το Brexit, o μεταβαλλόμενος ρόλος των ΗΠΑ, η αυξανόμενη επιρροή της Κίνας, η «εντεινόμενη αντιπαλότητα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας» και η «γεωστρατηγική αναζωπύρωση» της Ρωσίας «έχουν βαθιές συνέπειες για την Ευρώπη» και ενόψει της «παγκόσμιας μετατόπισης δυνάμεων» η Μέρκελ ζήτησε στενότερη συνεργασία και μεγαλύτερη σύγκλιση στην ΕΕ.

Οπως χαρακτηριστικά είπε, σήμερα έχουν προκύψει «εντελώς διαφορετικοί παγκόσμιοι συσχετισμοί δυνάμεων»: «Από τη μια πλευρά, εξακολουθεί να υπάρχει μια στρατιωτική και οικονομική υπερδύναμη - οι ΗΠΑ - με την οποία η Ευρώπη συνδέεται στενά και παρά τις διαφορές απόψεων υπάρχουν βαθιά κοινά σημεία». Ωστόσο, οι ΗΠΑ δεν θα παίζουν πια το «ρόλο του προστάτη για εμάς τους Ευρωπαίους, όπως στον Ψυχρό Πόλεμο», «η συμβολή της Ευρώπης απαιτείται πιο έντονα», παρουσιάζοντας «εύσχημα» τις αντιθέσεις στις διατλαντικές σχέσεις που όλο και πυκνώνουν σε μια σειρά από μέτωπα.

Από την άλλη, συνέχισε η καγκελάριος, «έχουμε την Κίνα με ταχεία οικονομική άνοδο, με αυξανόμενες στρατιωτικές δυνάμεις, που δεν συμμετέχει σε κανενός είδους καθεστώς αφοπλισμού», όπως την κατηγορούν οι ΗΠΑ και η Ρωσία με αφορμή και την ακύρωση και ενδεχόμενη επαναδιαπραγμάτευση της Συνθήκης INF. Οπως ανέφερε η Μέρκελ, κατά το ταξίδι της στην Κίνα την περασμένη βδομάδα διαπίστωσε και πάλι την «απίστευτη δυναμική και την αποφασιστικότητα που αναπτύσσεται εκεί». «Η Κίνα έχει πλέον αυξανόμενη ευθύνη στην πολυμερή τάξη», εξήγησε η Αγκ. Μέρκελ και υποστήριξε αφενός ότι το Βερολίνο κάνει σωστά που μπαίνει σε διάλογο με το Πεκίνο και αφετέρου ότι η Ευρώπη πρέπει να υποστηρίξει μια πολιτική η οποία στηρίζει το ελεύθερο εμπόριο.

Η ΕΕ πρέπει «να αφήσει το αποτύπωμά της» στις διεθνείς συγκρούσεις

Ενα από τα βασικά «καθήκοντα» που η Γερμανία βλέπει για την ΕΕ επιδιώκοντας να αναβαθμίσει τη δική της θέση στις ιμπεριαλιστικές αντιπαραθέσεις για σφαίρες επιρροής, ενεργειακούς και εμπορικούς δρόμους, επενδύσεις κ.λπ., είναι η μεγαλύτερη εμπλοκή - στρατιωτική και διπλωματική - στις διεθνείς συγκρούσεις.

«Η Ευρώπη πρέπει να αφήσει ένα αποτύπωμα στην επίλυση των συγκρούσεων ανά τον κόσμο», υπογράμμισε η Αγκ. Μέρκελ και αναφέρθηκε ιδιαίτερα στο Ιράν, στη Συρία, στην Ουκρανία και τη Λιβύη. Εξάλλου, προσδιορίζοντας τον ρόλο της Γερμανίας ως παγκόσμιου «παίκτη», τόνισε πως «αναμένεται από μας όχι μόνο να είμαστε ένα ισχυρό οικονομικό έθνος, αλλά και να συμβάλλουμε στην ασφάλεια και την ειρήνη».

Από τη μία, «πρέπει να ενισχύσουμε τη διατλαντική συμμαχία και γι' αυτό είναι σημαντικό να τηρήσουμε τις υποσχέσεις μας και στον στρατιωτικό τομέα», είπε η Γερμανίδα καγκελάριος. Αναφερόμενη στις επικρίσεις των ΗΠΑ, είπε ότι η Γερμανία θα πρέπει να κινηθεί προς τον ΝΑΤΟικό στόχο για αύξηση των αμυντικών δαπανών της στο 2% έως το 2024. Από την άλλη, δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει ότι η ΕΕ «θέλει να οικοδομήσει έναν ξεχωριστό πυλώνα άμυνας με την κοινή αμυντική πολιτική στο πλαίσιο της PESCO και αναπτύσσοντας κοινά ευρωπαϊκά εξοπλιστικά προγράμματα», σηματοδοτώντας έναν σαφή διαχωρισμό ως προς τις ΗΠΑ και άλλες ΝΑΤΟικές χώρες.

Κλίμα, νέες τεχνολογίες και εμπόριο

«Η Γερμανία πρέπει τεχνολογικά να φτάσει και πάλι στο επίπεδο της εποχής και η Ευρώπη πρέπει να γίνει η ατμομηχανή της πολιτικής για το κλίμα», ένα ζήτημα που συνδέεται με τις «πράσινες» επενδύσεις, τις νέες τεχνολογίες και την καινοτομία, τομείς όπου η ΕΕ και η Γερμανία έχουν μείνει σχετικά πίσω στον διεθνή ανταγωνισμό.

«Αν προχωρήσουμε στην προστασία του κλίματος, θα κοστίσει χρήματα. Χρήματα που δαπανώνται καλά», είπε η Αγκ. Μέρκελ. Ομως, «αν το αγνοήσουμε, θα μας κοστίσει περισσότερα χρήματα», προειδοποίησε. Ακόμη, η ΕΕ πρέπει να καλύψει τη διαφορά (με ΗΠΑ, Κίνα) στις νέες τεχνολογίες, είπε η καγκελάριος, καθώς «η Ευρώπη δεν είναι πλέον τεχνολογικά πρωτοπόρα σε όλους τους τομείς», όπως στην παραγωγή τσιπ, στις επιχειρηματικές πλατφόρμες, στη διαχείριση δεδομένων και την παραγωγή μπαταριών για την ηλεκτροκίνηση.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Μέρκελ αναφέρθηκε στην προώθηση εναλλακτικών κινητήρων και την αύξηση των ηλεκτρικών αυτοκινήτων στους γερμανικούς δρόμους, καθώς ο παγκόσμιος ανταγωνισμός σε αυτόν τον τομέα είναι οξύτατος.

Ως προς το εμπόριο η Γερμανίδα καγκελάριος πρόταξε το καθήκον η ΕΕ να διαπραγματευτεί για μια εμπορική συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με τη Μεγάλη Βρετανία (μετά το Brexit) και με τις ΗΠΑ και επανέλαβε την ανάγκη να καταλήξει η συμφωνία για την προστασία των επενδύσεων με την Κίνα.

Διεθνείς πιέσεις για περισσότερες δαπάνες

Κι ενώ η γερμανική κυβέρνηση διατηρεί και το 2020 τον ισοσκελισμένο κρατικό προϋπολογισμό της («μαύρο μηδέν»), αυξάνεται η πίεση διεθνώς, ειδικά για να αυξηθεί το γερμανικό κρατικό χρέος.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) απηύθυνε για ακόμη μια φορά έκκληση στο Βερολίνο να επιδιώξει μια πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική ως «αντίδοτο» στην επερχόμενη οικονομική κρίση. Η Γερμανία δεν θα πρέπει να περιμένει μια οικονομική κρίση, αλλά ήδη να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις, δήλωσε ο επικεφαλής του ΔΝΤ για την Ευρώπη, Πολ Τόμσεν, στο «Bloomberg». «Το χρέος δεν θα εμποδίσει τη Γερμανία να λαμβάνει καλά φορολογικά και διαρθρωτικά μέτρα», είπε. Ενδεικτικά κάλεσε σε περισσότερες δημόσιες δαπάνες στις υποδομές, στην ψηφιοποίηση και την απασχόληση των γυναικών.

Αλλά και το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών σε πρόσφατη έκθεσή του προτρέπει τη Γερμανία να ενισχύσει τις επενδύσεις και την κατανάλωση.

Η Αγκ. Μέρκελ επέμεινε πως η Γερμανία θα τηρήσει ξανά τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό χωρίς να δημιουργήσει νέο χρέος, ενώ εξήγησε ότι η καθυστέρηση στις δημόσιες επενδύσεις δεν οφείλεται σε έλλειψη κρατικών δαπανών, αλλά στον ελλιπή προγραμματισμό.

Σε ύφεση το γ' τρίμηνο

Στο μεταξύ, χτες το ινστιτούτο Ifo αναθεώρησε πτωτικά την πρόβλεψή του για τον ρυθμό ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας το 2019 και προέβλεψε ότι η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία θα πληγεί από ύφεση το γ' τρίμηνο. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, ο φετινός ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται στο 0,5% του ΑΕΠ από 0,6%. Η γερμανική οικονομία πιθανόν θα συρρικνωθεί κατά 0,1% το γ' τρίμηνο, το οποίο θα σημαίνει ύφεση ύστερα από αντίστοιχη συρρίκνωση κατά την περίοδο Απρίλη - Ιούνη.

Σύμφωνα με τα στοιχεία των τελευταίων μηνών, η ύφεση είναι αναμενόμενη και εξαιτίας της μείωσης των γερμανικών εξαγωγών λόγω της εμπορικής διαμάχης ΗΠΑ - Κίνας, της αβεβαιότητας σχετικά με το Brexit κ.λπ.

Παρουσιάζοντας την Τρίτη τον προϋπολογισμό του 2020, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Ολαφ Σολτς (SPD), ισχυρίστηκε πως η Γερμανία διαθέτει «σταθερά οικονομικά θεμέλια» και «επαρκείς πόρους» για την καταπολέμηση της ύφεσης και «θα το κάνουμε όταν εμφανιστεί». Η Γερμανία, είπε, «είναι σε θέση να αντιμετωπίσει με πολλά, πολλά δισεκατομμύρια ευρώ (σ.σ. σε επενδύσεις, κίνητρα κ.λπ.) μια οικονομική κρίση αν τελικά ξεσπάσει στη Γερμανία και στην Ευρώπη». «Αυτό είναι κεϋνσιανισμός - αν θέλετε να το πείτε έτσι - μια ενεργή πολιτική ενάντια στην κρίση», τόνισε ο Σολτς.

Ωστόσο, τα όποια πολιτικά μέτρα αστικής διαχείρισης, όπως έχει αποδειχτεί, έχουν περιορισμένη δυνατότητα να μεταθέσουν χρονικά και να αμβλύνουν ουσιαστικά το βάθος μιας επερχόμενης νέας κρίσης. Τέτοια μέτρα που παίρνουν οι κυβερνήσεις (π.χ. επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής για τη στήριξη των νέων επενδύσεων κ.ά.) δεν μπορούν να αναιρέσουν την αιτία εκδήλωσης της καπιταλιστικής κρίσης, που πηγάζει απ' την ίδια τη λειτουργία του συστήματος, δεν μπορούν να διασφαλίσουν ελεγχόμενη απαξίωση του μεγάλου μεγέθους υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου, που λιμνάζει και δεν βρίσκει σήμερα διεξόδους ικανοποιητικής κερδοφορίας. Σε κάθε περίπτωση οι μεγάλοι χαμένοι (θα) είναι οι εργαζόμενοι, θύματα μαζικών απολύσεων και περικοπών.


E. M.

Και μια ρωσική γνώμη

Εξίσου ενδιαφέρουσες είναι όμως και οι παρατηρήσεις των ρωσικών αστικών επιτελείων.

Στις 3 του Απρίλη, στη ρωσική «δεξαμενή σκέψης» «Russian International Affairs Council» (Ρωσικό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων), εμφανίστηκε ανάλυση με τίτλο «Είναι ώρα να αναθεωρήσουμε τις ρωσο-τουρκικές σχέσεις για ένα πιο σταθερό μέλλον», τίτλος γεμάτος αμφισημίες για την κατεύθυνση της επιθυμητής «αναθεώρησης», όπως και το περιεχόμενο του άρθρου. Καθρέφτιζε ωστόσο καθαρά αυτήν ακριβώς τη ρευστότητα που χαρακτηρίζει τις λυκοφιλίες των ιμπεριαλιστών.

«Αν και κάποιος μπορεί να παρατηρήσει ταχεία ανάπτυξη των πολιτικών δεσμών μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας τα τελευταία χρόνια, οι σχέσεις (τους) δεν έχουν ανοσία σε απρόβλεπτες διαταραχές...», ανέφερε και συμπλήρωνε: «Η σημερινή συνεργασία της Μόσχας και της Αγκυρας στη Συρία εξυπηρετεί και τους δυο ως μια καλή πλατφόρμα για να δοκιμαστεί η μεταξύ τους πολιτική εμπιστοσύνη και να μάθει ο ένας τις ανησυχίες του άλλου, που τόσο πολύ αγνοήθηκαν ή τέθηκαν εκτός ατζέντας στην περιοχή. Παρά τις σημερινές διαθέσεις που υπάρχουν σε Ευρώπη και ΗΠΑ για τα (πιθανά) σχέδια της Τουρκίας να φύγει απ' το ΝΑΤΟ, η ανάλυση της ιστορικής κληρονομιάς και της τρέχουσας κατάστασης του κόσμου υποδεικνύουν ότι η Τουρκία ούτε θα προτιμούσε να φύγει από τις πολιτικές δομές και τις δομές ασφάλειας της Δύσης ούτε θα μπορούσε να αντέξει κάτι τέτοιο».

Μάλιστα, δεν παρέλειπε και μια ακόμα ενδιαφέρουσα «πτυχή»: «Από την άλλη πλευρά, η επαναπροσέγγιση της Τουρκίας με τη Δύση δεν θα λειτουργούσε απαραίτητα κατά των συμφερόντων της Ρωσίας. Η αλληλεπίδραση της Τουρκίας με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ ίσως φανεί χρήσιμη στη ρωσική παγκόσμια εξωτερική πολιτική...».


Α. Μ.

ΡΩΣΙΑ - ΤΟΥΡΚΙΑ
Μια συνεργασία με πολλές δυσκολίες

Το θέμα δεν είναι αν αλλάζουν φίλους οι ιμπεριαλιστές, αλλά ότι τέτοιες «φιλίες» πολλαπλασιάζουν τις παγίδες για τους λαούς... (φωτ. από συνάντηση Ερντογάν - Πούτιν τον Αύγουστο)
Το θέμα δεν είναι αν αλλάζουν φίλους οι ιμπεριαλιστές, αλλά ότι τέτοιες «φιλίες» πολλαπλασιάζουν τις παγίδες για τους λαούς... (φωτ. από συνάντηση Ερντογάν - Πούτιν τον Αύγουστο)
Με φόντο τις εξελίξεις στο Κυπριακό και συνολικά στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, δυναμώνει η προσπάθεια των αστικών επιτελείων να εμφανιστούν οι αντιθέσεις και το αλισβερίσι ΗΠΑ - Τουρκίας ως κάτι δήθεν ελπιδοφόρο για τη θέση και τη γεωστρατηγική αναβάθμιση της Ελλάδας, δηλαδή της ελληνικής αστικής τάξης. Η ενίσχυση της συνεργασίας της Τουρκίας με τη Ρωσία προβάλλεται ως απόδειξη μιας υποτιθέμενης απομάκρυνσης της Αγκυρας από τη Δύση, ενός «διαζυγίου», που δίνει την ευκαιρία στην Αθήνα να αναλάβει κρισιμότερο ρόλο στην υλοποίηση των γεωπολιτικών επιδιώξεων των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ.

Βέβαια, πανηγυρισμοί για την ανάληψη ενός τέτοιου ρόλου αφορούν μόνο τους αντιπάλους του λαού, αφού πρόκειται για επιδιώξεις πολλαπλά επικίνδυνες για τα δικά του συμφέροντα. Την ίδια στιγμή, βιαστικές και απόλυτες διαπιστώσεις που εμφανίζουν την Τουρκία να «χωρίζει τα τσανάκια» της οριστικά από τις ΗΠΑ και συνολικά τη Δύση είναι εξίσου παραπλανητικές. Κρύβουν τους κινδύνους που συνεπάγονται για τους λαούς η ρευστότητα που χαρακτηρίζει σταθερά τις ενδοϊμπεριαλιστικές συνεργασίες και η πίεση που ασκούν σταθερά οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, ακόμα και στις «καλύτερες οικογένειες».

Είναι πολύ χρήσιμες ορισμένες επισημάνσεις - που τους τελευταίους μήνες πυκνώνουν - στην αστική αρθρογραφία για τις βάσεις στις οποίες αναπτύσσεται η συνεργασία Ρωσίας - Τουρκίας, για το πώς αξιολογούν τη σχέση τους οι δύο πλευρές αλλά και για το πώς οι ΗΠΑ μελετούν την εξέλιξή της.

«Προσέξτε τα "κρυφά σημεία"...»

Τον περασμένο Ιούνη το παζάρι ΗΠΑ - Τουρκίας μπήκε σε νέα φάση, με αναζωπύρωση των απειλών διακοπής της διμερούς συνεργασίας για τα μαχητικά αεροπλάνα «F-35». Η Ουάσιγκτον κλιμάκωσε τις προειδοποιήσεις για τις συνέπειες που μπορεί να έχει η αγορά των ρωσικών «S-400» και φούντωσε η συζήτηση για τη «μεγάλη κρίση» στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, εμφανίζοντας ούτε λίγο ούτε πολύ την Αγκυρα να έχει «επιλέξει» τη Μόσχα έναντι της Ουάσιγκτον.

Στις 16 Ιούνη, όμως, μία από τις σημαντικότερες φιλοκυβερνητικές εφημερίδες στην Τουρκία, η «Γενί Σαφάκ», έγραφε για την προσοχή που απαιτεί η προσέγγιση της χώρας με τη Ρωσία.

Με τίτλο «Προσέξτε τα "κρυφά σημεία" στις ρωσοτουρκικές σχέσεις», ένα άρθρο συνιστούσε: «Η Τουρκία πρέπει να διαμορφώσει με τη Ρωσία σχέσεις με βαθιές ρίζες, αλλά δεν πρέπει να αφήσει τη Ρωσία να της δέσει τα χέρια.Δεν μπορούμε να "ανυψωθούμε" με τα φτερά της Ρωσίας... Δεν μπορούμε να την εμπιστευτούμε πλήρως. Φυσικά πρέπει να συνεχίσουμε τις σχέσεις μαζί της, προσθέτοντας στρατηγικό βάθος, αλλά, όπως τόσο καιρό βρισκόμασταν στη σκιά της συμμαχίας με τη Δύση, ως το προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ, μέχρι τώρα μια χώρα - δορυφόρος, δεν μπορούμε να χρεωθούμε και το λάθος της μετατροπής μας σε χώρα - δορυφόρο της Ρωσίας... Υπάρχουν επικίνδυνα "κρυφά σημεία" στις σχέσεις μας με τη Ρωσία, που ξεφεύγουν από τον δικό μας έλεγχο και επιδιώκουν να μας κάνουν να πέσουμε στην παγίδα».

Και συνέχιζε ο συντάκτης: «Το πιο εκπληκτικό από αυτά τα "κρυφά σημεία" αφορά την παρεμπόδιση της Κίνας μέσω της Τουρκίας», ουσιαστικά προσπαθώντας να προειδοποιήσει για ανεπαρκή και προσωρινά ανταλλάγματα που μπορεί να έχει η ενίσχυση της ρωσοτουρκικής συνεργασίας. Ελεγε ακόμα: «Το διεθνές σύστημα ενδέχεται να μας σπρώξει στην αγκαλιά της Ρωσίας για να εμποδίσει την είσοδο της Κίνας στη Μέση Ανατολή, στην Ανατολική Μεσόγειο, τη μόνη περιοχή όπου συνεχίζει να διαμορφώνεται η τύχη του κόσμου. Ας μην ξεχνάμε ότι οι αμερικανικές απειλές που αφορούν το Ιράν δεν στοχοποιούν τόσο το Ιράν όσο την Κίνα, επιδιώκουν να σταματήσουν την άφιξη της Κίνας στην περιοχή μας.

Εν συντομία, οι στρατηγικές μας σχέσεις με τη Ρωσία πρέπει να συνεχίσουν να αναπτύσσονται. Δεν πρέπει ποτέ όμως να επιτρέψουμε να συρθεί η Τουρκία σε θέση απόλυτης εξάρτησης από τη Ρωσία».

Τρεις μέρες μετά, στην αντιπολιτευόμενη διαδικτυακή τουρκική εφημερίδα «Ahval News», με έδρα το εξωτερικό, κυκλοφόρησε ανάλυση με τίτλο «Γιατί η Τουρκία απομακρύνεται από τη Δύση;».

Βέβαια, με το περιεχόμενο του κειμένου, ο συντάκτης απαντούσε περισσότερο στο γιατί κάποιοι επιμένουν να υποστηρίζουν τόσο απόλυτα κάτι τέτοιο, ότι η Τουρκία απομακρύνεται από τη Δύση, και παρέθεσε μια σειρά από λόγους που αναγκάζουν την Τουρκία να διεκδικήσει σταθερές σχέσεις και με τη Δύση και με τη Ρωσία. «Πολλοί ειδικοί έχουν υποστηρίξει ότι η παραμονή στη δυτική τροχιά θα ήταν επιβλαβής για την Τουρκία, δεδομένων των νέων πραγματικοτήτων που δημιουργούν στην περιφέρεια η συριακή κρίση, το Κουρδικό και η άνοδος του Ιράν», ανέφερε μεταξύ άλλων. Την ίδια στιγμή, παρατηρούσε ότι «Τουρκία και Ρωσία έχουν σοβαρές διαφωνίες σε περιφερειακά θέματα» αλλά και ότι «οι δυτικές χώρες δεν έχουν ενιαία άποψη για τα διεθνή ζητήματα, έτσι η Τουρκία θα μπορούσε να "σπρώξει" τη δική της ατζέντα χωρίς να εγκαταλείψει τις παραδοσιακές της συμμαχίες».

Σε άλλο σημείο, συνεχίζοντας να αμφισβητεί όσους προβάλλουν μονόπλευρα την κατάσταση και υποστηρίζουν πως η Τουρκία εγκαταλείπει εντελώς τους Δυτικούς συμμάχους της, ο αρθρογράφος σημείωνε ότι «οι κρίσιμοι ανταγωνιστές της Τουρκίας στις νέες αγορές της Ασίας και της Αφρικής είναι η Κίνα και η Ινδία, όχι οι δυτικές χώρες», όπως και ότι η Τουρκία επωφελείται ιδιαίτερα από τις εμπορικές συμφωνίες της ΕΕ με χώρες όπως η Ιαπωνία και «δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι η θέση της Τουρκίας θα ήταν πιο πλεονεκτική αν διαρρήγνυε τη σχέση της με τη Δύση». Πάνω στο θέμα της ασφάλειας, τέλος, υποστήριζε ότι «μόνη εναλλακτική είναι η ανάπτυξη διμερούς αμυντικής συνεργασίας με χώρες όπως η Ρωσία, αλλά κάτι τέτοιο δεν θα είναι ποτέ τόσο αποτελεσματικό όσο η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ».

Και κάποιες αμερικανικές επισημάνσεις

Ενδιαφέρον όμως έχει και η προσοχή με την οποία τα αμερικανικά επιτελεία μελετούν τα χαρακτηριστικά της ρωσοτουρκικής συνεργασίας. «Η Τουρκία και η Ρωσία δεν είναι φίλοι, παρά τα φαινόμενα», υποστήριζε η εφημερίδα «The Hill» στις 6 Ιούνη, σε μια περίοδο που ισχυρά μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου και της Γερουσίας κατέθεταν απανωτές προτάσεις για επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία, στο πλαίσιο της πιο αποφασιστικής επαναδιαπραγμάτευσης της σχέσης του αμερικανικού κεφαλαίου με το τουρκικό και όχι επειδή πλέον «δεν καίγεται καρφί» στην Ουάσιγκτον για τις προσδοκίες της Αγκυρας (όπως προκλητικά ισχυρίζονται πολλά αστικά επιτελεία στη χώρα μας, ακόμα και σήμερα).

Επιπλέον, το γνωστό αστικό διπλωματικό περιοδικό «Foreign Policy» στις 28 Μάη είχε ήδη υπογραμμίσει σε άρθρο του με τίτλο «Τουρκία και Ρωσία είναι σε μια πικρή λυκοφιλία»:

«Η Τουρκία επαναπροσδιορίζει την εξωτερική και περιφερειακή της πολιτική, σε μια περίοδο κατά την οποία η Μέση Ανατολή υπόκειται σε έναν μεγάλο μετασχηματισμό. Η Ρωσία μοιάζει να κάνει το ίδιο. Καθώς και οι δύο επιζητούν περισσότερη επιρροή στην περιοχή, η σχέση τους θα είναι κατά περιόδους συνεργατική και κατά περιόδους ανταγωνιστική». Εξάλλου, όπως στοχευμένα περιέγραφε πώς αλληλεπιδρούν οι επιμέρους ανταγωνισμοί, «η υγεία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων έχει απευθείας αντίκτυπο στη φιλικότητα της Τουρκίας απέναντι στη Ρωσία.Οταν Αγκυρα και Ουάσιγκτον βρίσκονται κοντά, η διάθεση της Τουρκίας να διερευνήσει δεσμούς με τη Ρωσία, ως γεωπολιτικό αντιστάθμισμα, συρρικνώνεται... Αλλά όταν η Τουρκία απογοητεύεται από τη Δύση - όπως συμβαίνει τώρα, εξαιτίας της αμερικανικής στήριξης στις δυνάμεις των Κούρδων της Συρίας - βρίσκει στη Ρωσία ένα συμπονετικό αυτί...».

Και μελετώντας με ψυχραιμία τις ρωσοτουρκικές σχέσεις, συνιστούσε στο αμερικανικό μεγάλο κεφάλαιο: «Καθώς η σχέση Τουρκίας και Ρωσίας αλλάζει, η Δύση θα πρέπει να θυμάται ότι οι γεωπολιτικές φιλοδοξίες των δύο χωρών είναι ιδιαίτερα ασυμβίβαστες και το ότι συνεργάζονται σήμερα δεν σημαίνει ότι θα συνεργάζονται και αύριο. Υπάρχουν ακόμα χάσματα μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, που θα είναι δύσκολο να γεφυρωθούν. Με δεδομένο τα αντιτιθέμενα συμφέροντά τους στη Μέση Ανατολή, η ρωσοτουρκική συνεργασία φτάνει πραγματικά στα όριά της. Αν και οι δύο χώρες θα ήθελαν πραγματικά να παραμείνουν εταίροι - και ίσως έρθουν και πιο κοντά όσο οι ΗΠΑ διώχνουν μακριά την Τουρκία - θα υπάρξουν πολλές ευκαιρίες κατά τις οποίες η Δύση θα μπορέσει να αξιοποιήσει τις διαφορές τους... Αναμφισβήτητα, οι σχέσεις Τουρκίας - Δύσης τα τελευταία χρόνια έχουν υποστεί μια τεράστια αλλαγή. Το παλιό στάτους κβο δεν θα επιστρέψει. Ωστόσο, ούτε και η σχέση τους θα διαρραγεί εντελώς - ειδικά εξαιτίας των δεσμών της Τουρκίας με τη Ρωσία, που είναι το λιγότερο χαλαρές...».



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ