Σάββατο 27 Φλεβάρη 2021 - Κυριακή 28 Φλεβάρη 2021
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Οι κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα

Στις βουλευτικές εκλογές και τις ευρωεκλογές της 18ης Ιούνη του 1989 κυριάρχησε το ζήτημα των σκανδάλων. Τα κόμματα που μπήκαν στη Βουλή έλαβαν: Η Νέα Δημοκρατία 44,25% και 145 έδρες, το ΠΑΣΟΚ 39,15% και 125 έδρες, ο Συνασπισμός 13,12% και 28 έδρες, η ΔΗΑΝΑ 1,01% και 1 έδρα και το κόμμα «Εμπιστοσύνη - Πεπρωμένο» (Μουσουλμάνοι της Δ. Θράκης) 0,39% και 1 έδρα.

Λόγω της αυξημένης αναλογικότητας που είχε ο εκλογικός νόμος που ψήφισε το ΠΑΣΟΚ, για να αποτρέψει την αυτοδυναμία της ΝΔ, δεν έγινε δυνατό να σχηματιστεί αυτοδύναμη κυβέρνηση. Το ζήτημα που έμπαινε ήταν ότι χωρίς σχηματισμό κυβέρνησης και με τη διάλυση της Βουλής υπήρχε ο κίνδυνος παραγραφής των σκανδάλων. Ξεκίνησαν διαβουλεύσεις ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα, με στόχο το σχηματισμό κυβέρνησης, ώστε να αντιμετωπιστεί αυτό το ζήτημα. Τελικά συγκροτήθηκε η κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη, στέλεχος της ΝΔ που ορκίστηκε στις 2 Ιούλη του 1989, η οποία κυβέρνησε για ένα τρίμηνο. Την κυβέρνηση στήριξε η ΝΔ και ο Συνασπισμός. Εκ μέρους του Συνασπισμού υπουργικές θέσεις πήραν οι Ν. Κωνσταντόπουλος, Φ. Κουβέλης, Θ. Παπαμάργαρης και Γ. Μυλωνάς.

Η κυβέρνηση Τζαννετάκη παραιτήθηκε στις 7 Οκτώβρη 1989. Ενα μήνα μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Τζαννετάκη, τον Νοέμβρη του 1989 πραγματοποιήθηκαν εκλογές. Σε αυτές τις εκλογές η εκλογική δύναμη του Συνασπισμού μειώθηκε και σε ποσοστό και σε ψήφους.

Οι εκλογές δεν έδωσαν τη δυνατότητα σχηματισμού και πάλι αυτοδύναμης κυβέρνησης και ύστερα από διαβουλεύσεις το κυβερνητικό ζήτημα λύθηκε με τον σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης υπό τον καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα, την οποία στήριξαν ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμός. Η κυβέρνηση συγκροτήθηκε με στόχο να αποκλειστούν οι αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις. Στην κυβέρνηση εκ μέρους του Συνασπισμού συμμετείχαν ως υπουργοί οι Θ. Κατριβάνος, Γ. Δραγασάκης, Γρ. Γιάνναρος, Γ. Μυλωνάς.

Για το ΚΚΕ η λαθεμένη απόφασή του για συμμετοχή στις κυβερνήσεις συνεργασίας - έστω και μεταβατικής, υπηρεσιακής ευθύνης και όχι κανονικής προγραμματικής - δεν μπορεί να ιδωθεί έξω από το πλαίσιο της στρατηγικής του Κόμματος και της πολιτικής του γραμμής. Είχε υπάρξει εξάλλου ιστορικό προηγούμενο. Η συμμετοχή του ΕΑΜ και μάλιστα με δύο κομμουνιστές υπουργούς στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γ. Παπανδρέου το 1944, από τον Οκτώβρη μέχρι τον Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου. Το ΚΚΕ τότε (το 1944) εξηγούσε τη συμμετοχή του ως επιλογή στήριξης της «πολιτικής ομαλότητας του τόπου» και της «εθνικής ενότητας», ενώ ταυτόχρονα θεωρούνταν η κυβέρνηση ως μοχλός ο οποίος θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για μεταρρυθμίσεις προς όφελος του λαού και της εργατικής τάξης.

Η συμμετοχή και στήριξη των δύο κυβερνήσεων του 1989 - 1990 από τυπική πλευρά δεν αποτελεί παραβίαση του Προγράμματος του Κόμματος που είχε ψηφιστεί στο 10ο Συνέδριο, δεδομένου ότι «γενικά» ήταν ενταγμένη στη λογική συνεργασίας και με αστικές πολιτικές δυνάμεις και σε αστικές κυβερνήσεις, λογική που υπήρχε και στο Πρόγραμμα του Κόμματος και σε πολιτικές επεξεργασίες της προηγούμενης περιόδου. Εξέφραζε ακόμα την αντίληψη ότι όταν το αστικό πολιτικό σύστημα δυσκολεύεται να εξασφαλίσει σταθερή αστική κυβέρνηση, κι επομένως εμφανίζεται ένα είδος αστάθειας - που ο λαός έχει διαπαιδαγωγηθεί να τη φοβάται αντί να την αξιοποιεί - τότε δεν είναι θέμα αρχής το Κόμμα να μην μετέχει ή να μην στηρίζει κυβέρνηση για τη σταθεροποίηση, που θα εξασφάλιζε βελτίωση της θέσης του. Με τη στάση αυτή μάλιστα θεωρούνταν ότι η Αριστερά και το ΚΚΕ ως μέρος της μπαίνουν στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων, αποκτούν ενεργό ρόλο.

Αξιολογώντας τη συμμετοχή του ΚΚΕ στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας το 1944, το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ διατυπώνει ένα πιο γενικό συμπέρασμα: «Στο πλαίσιο της συμμετοχής σε αστική κυβέρνηση δεν είναι δυνατό να υπάρξουν επωφελείς για το λαό συμβιβασμοί, από τη στιγμή που το ΚΚ έχει κάνει ήδη την πρώτη θεμελιώδη υποχώρηση, προκειμένου να συμμετέχει σε αυτή την κυβέρνηση: Εχει παραιτηθεί από την πάλη για την εργατική εξουσία και συνεπώς από το στόχο της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και έτσι έχει προχωρήσει εξ αντικειμενικού στη διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος προβαίνοντας σε υποχωρήσεις ασυμβίβαστες - αντίθετες προς τα εργατικά συμφέροντα».

Η τοποθέτηση αυτή του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ έχει γενική ισχύ και δεν αφορά μόνο περιόδους της Ιστορίας του, στις οποίες κρινόταν άμεσα η πάλη για την εξουσία. Η συμμετοχή σε αστική κυβέρνηση, ανεξάρτητα από το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή γίνεται ή τους λόγους που οδηγούν σε αυτήν την απόφαση, αποτελεί εκδήλωση είτε έλλειψης στρατηγικής του Κόμματος για την εργατική εξουσία είτε στην πράξη παραίτηση από αυτήν.

Οπως έχει αποδειχτεί από την πείρα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, η συμμετοχή σε μια αστική κυβέρνηση συνιστά λάθος που δεν διορθώνεται εύκολα και μπορεί να αποδειχτεί ανεπανόρθωτο.

Γι' αυτό, το Κόμμα μας ενσωμάτωσε αυτά τα πολύτιμα πολιτικά συμπεράσματα στις στρατηγικές επεξεργασίες του, ωριμάζοντας την Προγραμματική του αντίληψη, όπως αυτή εκφράστηκε στις Αποφάσεις του 19ου Συνεδρίου.

Για τα δύο «αλληλοτροφοδοτούμενα οπορτουνιστικά κέντρα»

Ο αστικός Τύπος παρενέβη ανοιχτά στην εσωκομματική κρίση
Ο αστικός Τύπος παρενέβη ανοιχτά στην εσωκομματική κρίση
Η επιλογή της συμμετοχής στην κυβέρνηση Τζαννετάκη όξυνε την κρίση που υπέβοσκε στο Κόμμα και η οποία, με ευθύνη δεξιών και «αριστερών» οπορτουνιστικών ομάδων που δρούσαν μέσα του, μεταφέρθηκε μελετημένα και μέσα στην ΚΝΕ με αποτέλεσμα τη διάσπαση της Οργάνωσης το φθινόπωρο του 1989.

Οι αιτίες συγκρότησης των δύο οπορτουνιστικών κέντρων που δρούσαν μέσα στο ΚΚΕ τη δεκαετία του 1980 είναι αντικείμενο βαθύτερης συλλογικής ιστορικής μελέτης που είναι σε διαδικασία εξέλιξης για το Κόμμα μας. Σίγουρα όμως δεν μπορεί να αποσπαστεί από τα προβλήματα στρατηγικής του ΚΚΕ, τις αντιφάσεις σε πολιτικές θέσεις και αποφάσεις, την επίδραση των εξελίξεων στην ΕΣΣΔ και το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, ζητήματα που επίσης σχετίζονται με τη λειτουργία του Κόμματος, των Οργάνων του, ζητήματα κοινωνικής σύνθεσης του Κόμματος και της ΚΝΕ κ.λπ.

Και οι δύο ομαδοποιήσεις που δρούσαν ως φράξιες, παρά τις διαφορές τους, αλληλεπικαλύπτονταν και αλληλοσυνεργάζονταν, δεν ασκούσε κριτική η μια στην άλλη, ενώ εμφανίζονταν με εκ διαμέτρου διαφορετικές απόψεις. Στην πραγματικότητα, συνέβαινε το αντίθετο: Είχαν πλήρη σύμπνοια μεταξύ τους όσον αφορά στην πολεμική κατά της πλειοψηφίας της ΚΕ, με στόχο την αλλοίωση του επαναστατικού χαρακτήρα του Κόμματος, την ανοιχτή απομάκρυνσή του από τον μαρξισμό - λενινισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο ομάδες χαρακτήριζαν ως «συντηρητικούς» και «δογματικούς» αυτές τις δυνάμεις του Κόμματος που έδωσαν τη μάχη για την υπεράσπιση της ύπαρξης του Κόμματος και του επαναστατικού του χαρακτήρα.


Επιβεβαιώνεται ότι η ομαδοποίηση, ο φραξιονισμός είναι ξένα στοιχεία προς τη λειτουργία ενός επαναστατικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αδυνατίζουν την εσωκομματική δημοκρατία, τη συλλογική συζήτηση πάνω και σε διαφορετικές γνώμες που μπορεί να υπάρχουν για σημαντικά ή λιγότερο σημαντικά ζητήματα μέσα στο Κόμμα, διαμορφώνουν διαλυτικές και παραλυτικές συνθήκες. Εχει αποδειχθεί ότι, ανεξάρτητα από το ποια είναι η αφετηρία και οι αρχικές προθέσεις ορισμένων που παίρνουν μέρος σε τέτοιες διαδικασίες, εξελίσσονται τελικά σε «αντικομματικά κέντρα», που δεν έχουν ως στόχο απλώς την επικράτηση της δικιάς τους άποψης, η οποία συνήθως δεν διατυπώνεται ανοιχτά και καθαρά από την αρχή μέσα σε Κομματικά Οργανα αλλά «ζυμώνεται» έξω από αυτά, σε παρέες, φιλικές επαφές κ.λπ. Συνδέονται πάντα και με επιδιώξεις, που αν και πολλές φορές συγκαλύπτονται, συγκλίνουν σε στόχους υπονόμευσης της ίδιας της ύπαρξης και λειτουργίας του Κόμματος, γι' αυτό άλλωστε έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι πάντα ανοίγουν και το παράθυρο στον ταξικό αντίπαλο για να παρέμβει στο Κόμμα.

Στις Θέσεις της ΚΕ για το 21ο Συνέδριο, στο πρώτο Κείμενο Θ.23 σημειώνουμε, συμπυκνώνοντας συμπεράσματα από τη μακρόχρονη ιστορική πείρα: «Χρειάζεται συνεχής επαγρύπνηση για την τήρηση των αρχών λειτουργίας και δράσης του Κόμματος και της ΚΝΕ. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται για να μη συγχέονται οι συντροφικές σχέσεις που αναπτύσσονται στην κομματική ζωή, μέσα στον σκληρό αγώνα που δίνουμε, με το πνεύμα φιλικότητας που οδηγεί σε υποβάθμιση της κριτικής, στον υποκειμενισμό, στη δημιουργία προσωπικού κύκλου επιρροής. Η ιδεολογικοπολιτική ενότητα στο Κόμμα είναι κατακτημένη σήμερα περισσότερο από κάθε προηγούμενη περίοδο, όμως δεν πρέπει να εφησυχάζουμε.

Να μην ξεχνάμε ότι αυτό εκτιμούσαμε και άλλες φορές και σε διάφορες φάσεις, όμως αυτό που επιβεβαιώθηκε είναι η εκτίμηση ότι δεν πρέπει να υπάρχει κανένας εφησυχασμός. Η αντιμετώπιση όποιων αρνητικών φαινομένων πρέπει να είναι σταθερή, συγκεκριμένη, με βάση το Καταστατικό μας και φροντίζοντας πάντα να τηρούνται όλες οι συλλογικές κομματικές διαδικασίες, γεγονός που είναι οπωσδήποτε πολύ σημαντικό για την ίδια την καλή και σωστή λειτουργία των Οργάνων και των ΚΟΒ».

Και οι δύο ομάδες στη σύγκρουση και τη ρήξη τους με το Κόμμα είχαν άμεση ή έμμεση στήριξη κέντρων της αστικής τάξης, βρήκαν ζεστή φιλοξενία σε τμήματα του αστικού Τύπου, που έβλεπαν σε αυτήν τη διαδικασία μια νέα «χρυσή ευκαιρία» να ξεμπερδεύουν με το ΚΚΕ, χωρίς σε αυτήν την περίπτωση να είναι υποχρεωμένοι να λάβουν κατασταλτικά απαγορευτικά μέτρα εναντίον του.

Το αλλητροφοδοτούμενο στοιχείο της αντιπαράθεσης βρισκόταν στο ζήτημα ότι και οι δυο αξιοποιούσαν είτε την «αριστερή» είτε τη «δεξιά» συνθηματολογία του άλλου, προκειμένου να αμφισβητήσουν την ίδια την ύπαρξη του Κόμματος, επιδιώκοντας την αναθεώρηση των θεωρητικών αρχών του. Δούλευαν «στρατολογώντας» σε οπορτουνιστικά ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα.

Γι' αυτό, ανεξάρτητα από τις «αριστερές» και «δεξιές» παραλλαγές τους επί της ουσίας συνέκλιναν σε ορισμένα βασικά ζητήματα:

-- Στην άρνηση των αρχών συγκρότησης και λειτουργίας του Κομμουνιστικού Κόμματος.

-- Στη μηδενιστική στάση απέναντι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα.

-- Στον ιδεολογικό και θεωρητικό πλουραλισμό, στην άρνηση βασικών αρχών της μαρξιστικής - λενινιστικής θεωρίας, στην εκλεκτική υιοθέτηση θέσεων διάφορων αναθεωρητικών ρευμάτων.

-- Στις αντιλήψεις περί αυτονομίας «κοινωνικών κινημάτων» και αναζήτησης «νέων επαναστατικών υποκειμένων» κ.λπ.

Κοινωνικά, εξέφραζαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την επίδραση μικροαστικών δυνάμεων μέσα στο Κόμμα και την ΚΝΕ.

Δεν είναι τυχαίο ότι σε μια πορεία χρόνων τα ρεύματα αυτά συγκροτημένα σε διαφορετικούς πολιτικούς φορείς ΝΑΡ και ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ συνέκλιναν στο πεδίο της πολιτικής και μαζικής δράσης. Τόσο στην αντιπαράθεσή τους με το ΚΚΕ, αναπαράγοντας πανομοιότυπη κριτική (δογματικό, σεχταριστικό κ.λπ.) όσο και στη συμπόρευσή τους στο κίνημα, στη συνεργασία τους σε ψηφοδέλτια στην Τοπική Διοίκηση, στην ανοχή που έδωσαν οι μεν (ΝΑΡ/ΑΝΤΑΡΣΥΑ) στη διακυβέρνηση των δε (ΣΥΡΙΖΑ) αλλά και σήμερα στη συμπόρευση στο «αντινεοφιλελεύθερο, αντιδεξιό μέτωπο απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη».

Είναι καθαρό ότι η κρίση την περίοδο 1989 - 1991 ήταν αποκορύφωμα μιας διαδικασίας που είχε οδηγήσει στο να χαθεί ουσιαστικά η ιδεολογική και πολιτική ενότητα μέσα στο Κόμμα.

Στην πορεία προς το 13ο Συνέδριο. Η Ευρεία Ολομέλεια του Ιούνη 1990

Στις 11 Ιούλη του 1989, η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ κάνει δεκτό το αίτημα του Χ. Φλωράκη να αντικατασταθεί στη θέση του Γενικού Γραμματέα. Η ΚΕ αποφασίζει την αντικατάστασή του από τον Γρ. Φαράκο στη θέση του Γ. Γραμματέα και ταυτόχρονα την ανάδειξη του Χ. Φλωράκη στη θέση του Προέδρου του Κόμματος. Τον Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου, σε Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής εκλέγονται αναπληρωματικά μέλη του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ οι Π. Λαφαζάνης, Γ. Δραγασάκης, Θ. Καρτερός. Στο 5ο Συνέδριο της ΚΝΕ, που πραγματοποιήθηκε τον Γενάρη του 1990, Γραμματέας του ΚΣ αναδείχτηκε ο Τ. Θεοδωρικάκος. Σημειώνεται μια ενίσχυση στα καθοδηγητικά όργανα του Κόμματος αυτών των προσώπων που υπήρξαν φορείς των σοσιαλδημοκρατικών απόψεων μέσα στο Κόμμα.

Τοποθετήσεις του ΚΚΕ για τις αντεπαναστατικές εξελίξεις στις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης

Την περίοδο του φθινοπώρου έως τον Δεκέμβρη του 1989 εξελίσσονται μια σειρά από αντεπαναστατικά γεγονότα στις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης με κορυφαία τα γεγονότα στη Γερμανία και την «πτώση του τείχους του Βερολίνου» τον Νοέμβρη. Σε όλα τα κράτη η αντεπαναστατική διαδικασία γίνεται ουσιαστικά από τα πάνω με τα ίδια τα Κομμουνιστικά Κόμματα εξουσίας να παραδίδουν την εξουσία, να μετονομάζονται και να απεμπολούν κάθε στοιχείο κομμουνιστικής αναφοράς και ταυτότητας.


Με αυτά τα γεγονότα σε εξέλιξη, συνεδριάζει η ΚΕ του ΚΚΕ τον Γενάρη του 1990 και διατυπώνει τις εξής εκτιμήσεις: «Σε τελευταία ανάλυση, οι εξελίξεις αυτές, που εμφανίζονται με ποικιλία μορφών σε κάθε χώρα, εκφράζουν την ανοιχτή, οξεία κρίση ενός συγκεκριμένου τύπου ανάπτυξης και των κοινωνιών αυτών, την ανατροπή των διοικητικών, γραφειοκρατικών τους γνωρισμάτων και το άνοιγμα, μέσα από συγκρούσεις, του δρόμου για μια δημοκρατική αναγέννηση του σοσιαλισμού και το πέρασμά του σ' ένα νέο, ανώτερο στάδιο, που ανταποκρίνεται στην ανθρώπινή του ουσία». Παρόλο που στην ίδια Ολομέλεια διαπιστώνεται ο κίνδυνος ανατροπής, σημειώνοντας ότι «σε ορισμένες σοσιαλιστικές χώρες γίνεται όχι απλώς μια αποκατάσταση πιο ανοιχτής πολιτικής ζωής, αλλά κι ανάπτυξη μιας οξύτατης πολιτικής διαπάλης για την εξουσία και τον προσανατολισμό της κοινωνίας... Το πρόβλημα προς τα πού θα εξελιχτεί τελικά η κατάσταση δεν είναι εκ των προτέρων λυμένο», εν τούτοις το κύριο πνεύμα της Απόφασης κινούνταν στην υπεράσπιση της πολιτικής της «περεστρόικα» ως «η πιο ολοκληρωμένη σοσιαλιστική μεταρρύθμιση» και επίσης απορρίπτει κατηγορηματικά τις «θεωρίες που εμφανίζουν τις σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις ως σύγκλιση με τον καπιταλισμό».

Είναι κατανοητό ότι τέτοιες θέσεις έδωσαν ακόμα περισσότερο αέρα στα πανιά των δυνάμεων αυτών, που αποτελούσαν το οπορτουνιστικό κέντρο, που όχι μόνο παρέμενε και ενισχυόταν μέσα στο ΚΚΕ, αλλά αξιοποίησε ποικιλόμορφα τη διαπάλη με τις δυνάμεις που αποχώρησαν από το Κόμμα και συσπειρώθηκαν γύρω από τα 15 πρώην μέλη της ΚΕ που αποχώρησαν και την πλειοψηφία του προηγούμενου ΚΣ της ΚΝΕ, με επικεφαλής τον πρώην Γραμματέα της. Η Απόφαση του 14ου Συνεδρίου του Κόμματος διαπιστώνει ότι στις εκλογοαπολογιστικές διαδικασίες του Κόμματος στις αρχές του 1990 «εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα της (νέας) κρίσης».

Το Προσχέδιο Θέσεων για το Συνέδριο

Σύμφωνα με την Απόφαση του 12ου Συνεδρίου, το ΚΚΕ έπρεπε να προχωρήσει στην αλλαγή του Προγράμματός του. Το καθήκον αυτό ανατέθηκε στο 13ο Συνέδριο που οριζόταν ως Προγραμματικό. Διαμορφώθηκε με Απόφαση της ΚΕ επιτροπή στελεχών, με επικεφαλής τον τότε ΓΓ του Κόμματος Γρ. Φαράκο με ευθύνη την προετοιμασία του σχεδίου Θέσεων για το Συνέδριο.

Ετσι, τον Ιούνη του 1990 συγκαλείται η Ευρεία Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, με συμμετοχή στελεχών των Επιτροπών Πόλεων και Περιοχών, μελών των Τμημάτων της ΚΕ, άλλων στελεχών του Κόμματος, για να συζητήσει το Προσχέδιο Θέσεων για το 13ο Συνέδριο. Το Προσχέδιο, βεβαίως, δημοσιεύτηκε ολόκληρο στον «Ριζοσπάστη» την ίδια μέρα που συνήλθε η Ολομέλεια, αλλά είχε διαρρεύσει στον αστικό Τύπο, από τα στελέχη που επιδίωκαν την αλλαγή του χαρακτήρα του ΚΚΕ. Ετσι, ο Τύπος της ίδιας μέρας ασχολήθηκε με την Ευρεία Ολομέλεια, κάνοντας λόγο για διαφωνίες, σκληρές κόντρες στο ΚΚΕ, ανάμεσα σε «συντηρητικούς» και «ανανεωτικούς», προσφιλείς χαρακτηρισμοί και αυτών των στελεχών που εξέφραζαν τις οπορτουνιστικές απόψεις στο Κόμμα, οι οποίοι βεβαίως αυτοαποκαλούνταν «ανανεωτικοί».

Το Προσχέδιο Θέσεων ουσιαστικά ήταν προγραμματικό κείμενο και ταυτόχρονα πρότεινε μια σειρά από θεμελιακές αλλαγές στο Καταστατικό, των οποίων το ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο και η θεωρητική τους βάση είχαν ως πηγή τη σοσιαλδημοκρατία. Ενα, επίσης, χαρακτηριστικό του ήταν ότι για πρώτη φορά σε κείμενο του Κόμματος εμφανίζονται διαφωνίες σε καίρια ζητήματα και μάλιστα δημοσιοποιούνται οι δύο διαφορετικές διατυπώσεις - τοποθετήσεις σε αυτά. Τρία τέτοια ζητήματα θεμελιακά αφορούσαν:

  • Την ουσία της επιστημονικής κοσμοθεωρίας, για την οποία τα στελέχη της αντικομματικής ομάδας θεωρούσαν τον μαρξισμό - λενινισμό «σχηματική αναφορά» και «κλειστό κωδικοποιημένο σύστημα αντιλήψεων που στραγγίζει τη ζωντάνια της μαρξιστικής και λενινιστικής σκέψης» και ότι «η αναφορά αυτή (σ.σ. στον μαρξισμό - λενινισμό) δυσκολεύει να γίνει αντιληπτό στο Κόμμα το βάθος της ανάπτυξης και ανανέωσης των θεωρητικών του βάσεων». Ετσι, πρότειναν την εξής διατύπωση: «Θεμελιακή βάση της ιδεολογίας του Κόμματος είναι οι ιδέες των Μαρξ - Ενγκελς και Λένιν, που αποτελούν τη μόνιμη πηγή ανάπτυξης του διαλεχτικού και του ιστορικού υλισμού, ανανέωσης της θεωρίας του και άντλησης πολύτιμων μεθοδολογικών εργαλείων ανάλυσης». Αυτό σήμαινε, ουσιαστικά, άρνηση του επιστημονικού και συνεκτικού χαρακτήρα της επαναστατικής θεωρίας.
  • Την αρχή συγκρότησης του Κόμματος, τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Τα στελέχη του οπορτουνιστικού κέντρου μέσα στο Κόμμα εξέφραζαν την άποψη που έλεγε ότι «ο όρος δημοκρατικός συγκεντρωτισμός δεν είναι ο πιο κατάλληλος να εκφράσει σήμερα τη βασική οργανωτική μας αντίληψη, την αναγκαία δημοκρατική ενότητα δράσης και τη διαλεχτική αποτελεσματικότητας και δημοκρατίας». Ετσι, πρότειναν την κατάργηση της θεμελιακής λενινιστικής αρχής λειτουργίας και δράσης του επαναστατικού Κόμματος Νέου Τύπου, αφού επιδίωκαν την αλλαγή του χαρακτήρα του ΚΚΕ.
  • Τον Προλεταριακό Διεθνισμό. Το Προσχέδιο διατύπωνε την άποψη της αλλαγής του όρου, γιατί υπήρξε «τυποποίηση του περιεχομένου του προλεταριακού διεθνισμού» και «ταύτιση των ιδεών και των αξιών του σοσιαλισμού με τον "υπαρκτό σοσιαλισμό"».
Ορισμένα στρατηγικά ζητήματα

Το Προσχέδιο, βεβαίως, έκανε μια σειρά από προσεγγίσεις ανοιχτά σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα πάνω σε ζητήματα στρατηγικής, όπως: «Ο σοσιαλισμός δεν πρέπει να κατανοείται ως μοντέλο, αλλά ως κοινωνικοί μετασχηματισμοί σε εθνική και διεθνή κλίμακα...» και βεβαίως μιλώντας για κοινωνικούς μετασχηματισμούς σπεύδει να διευκρινίσει πως επί της ουσίας πρόκειται για «μεταρρυθμίσεις», για τις οποίες σημειώνει ότι «προϋπόθεση για να έχουν πραγματικά δομικό χαρακτήρα οι μεταρρυθμίσεις αυτές και συνεπώς να οδηγούν σε ποιοτικούς μετασχηματισμούς και σε μεταβολές επαναστατικού χαρακτήρα, είναι η επέκτασή τους στο σύνολο των πολιτικών οικονομικών και κοινωνικών δομών, ώστε να μην απορροφώνται στο υπάρχον σύστημα». Ουσιαστικά, πρόκειται για ανοιχτή υιοθέτηση του λεγόμενου «ρεφορμιστικού δρόμου για τον σοσιαλισμό», ένα πολιτικό πρόγραμμα που αντιστοιχούσε σε σοσιαλδημοκρατικό και όχι σε Κομμουνιστικό Κόμμα.

Αλλωστε, τα περί κατάκτησης της εξουσίας που αναφέρονταν, στην πραγματικότητα αφορούσαν τη συμμετοχή στην αστική διακυβέρνηση στο πλαίσιο του συστήματος. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι το Προσχέδιο διατύπωνε την άποψη ότι «ο ιστορικός - θεωρητικός όρος της δικτατορίας του προλεταριάτου... δεν μπορεί να εκφράσει τους στόχους και τις αξίες του Κόμματος για το σοσιαλισμό», σε συνδυασμό με την αταξική ή, πιο σωστά, αστική αντίληψη ότι «το ΚΚΕ θεωρεί οικουμενική την αξία της δημοκρατίας».

Σχετικά με την ΕΟΚ, το Προσχέδιο πρότεινε την άποψη της αλλαγής της θέσης του Κόμματος για αποδέσμευση. «Με το δυνάμωμα της αλληλεξάρτησης στην Ευρώπη με τη συμπλήρωση της δεκαετίας σχεδόν ενσωμάτωσης της χώρας μας στην Κοινότητα, η λογική της εξόδου δεν μπορεί πια να προσφέρει στις σημερινές συνθήκες αποτελεσματικές και ρεαλιστικές λύσεις στα ζητήματα της ενεργητικής συμμετοχής στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας», διατύπωνε το Προσχέδιο.

Η αλήθεια είναι βέβαια ότι οι απόψεις αυτές δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Τόσο μέσα στους κόλπους του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» ως συμμαχίας του ΚΚΕ με οπορτουνιστικές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις έγιναν σημαντικά βήματα υποχώρησης από βασικές θέσεις του Κόμματος (π.χ. ΕΟΚ), όμως ταυτόχρονα ωρίμαζαν σε βάθος χρόνου στους κόλπους του Κόμματος και στα μυαλά των στελεχών που έγιναν φορείς αυτών των απόψεων. Για παράδειγμα, μόνο κριτικά μπορούν να ιδωθούν μια σειρά από θέσεις και προτάσεις για την οικονομία που διαμόρφωσε το Κόμμα με άξονα τη λεγόμενη «προοδευτική ανάπτυξη νέου τύπου» ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, που άλλωστε συνδέονταν με την επιδίωξη του Κόμματος για συμμετοχή σε μια κυβέρνηση αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων στο έδαφος του καπιταλισμού.

Η υπεράσπιση του Κόμματος

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης στην Ευρεία Ολομέλεια έγινε οξύτατη αντιπαράθεση, αφού πια είχαν τεθεί σε αμφισβήτηση ανοιχτά θεμελιακές αρχές του ΚΚΕ και της φυσιογνωμίας του. Ηταν φανερό ότι το δίλημμα που έμπαινε ήταν αν το ΚΚΕ θα μετασχηματιστεί σε ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (όπως έκαναν και άλλα ΚΚ αυτήν την περίοδο και στη Δυτική Ευρώπη και στα πρώην σοσιαλιστικά κράτη) ή αν - παρ' όλες τις αδυναμίες, τα κενά και τις αντιφάσεις στην πολιτική του - θα διατηρήσει την κομμουνιστική φυσιογνωμία του. Η πλειοψηφία των μελών του ΠΓ και της ΚΕ απέρριψε το Προσχέδιο και υπερασπίστηκε το Κόμμα, τη θεωρία, την ιδεολογία του και τις αρχές του, όπως επίσης και πολλά από άλλα στελέχη που συμμετείχαν και πήραν τον λόγο.

Σημαντική υπήρξε η τοποθέτηση του Προέδρου τότε του Κόμματος Χαρίλαου Φλωράκη (δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη», την επομένη της λήξης των εργασιών της Ολομέλειας), συμβάλλοντας στην υπεράσπιση του χαρακτήρα και των αρχών του Κόμματος, στην οξύτατη διαπάλη που ήδη είχε πάρει ανοιχτό χαρακτήρα, ο οποίος τάχθηκε ενάντια στο Προσχέδιο: «Κατά τη γνώμη μου, το προσχέδιο αυτό εκφράζει θα 'λεγα μια άλλη φιλοσοφία. Ιδιαίτερα στα βασικά χαρακτηριστικά που χαρακτηρίζουν ένα Κομμουνιστικό Κόμμα. Η φιλοσοφία είναι, επαναλαμβάνω, διαφορετική από τα κύρια χαρακτηριστικά που πρέπει να σημαδεύουν, που πρέπει να θεμελιώνουν ένα Κομμουνιστικό Κόμμα. Και όπως καταλαβαίνετε είναι φυσικό να μη συμφωνώ με αυτή τη φιλοσοφία του προσχεδίου».

Το Κόμμα όδευε προς το 13ο Συνέδριο με μια ανοιχτή, πλέον, κρίση εν μέσω οξύτατης ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης και με τον αστικό Τύπο να στηρίζει ανοιχτά τις θέσεις και τις απόψεις της αντικομματικής ομάδας, επεμβαίνοντας ανοιχτά στην εσωτερική λειτουργία του ΚΚΕ.

(Συνεχίζεται...)



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ