Δυο απόψεις, όχι και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, κυριαρχούν ανάμεσα σε εκείνους που υποστηρίζουν το διχοτομικό σχέδιο για το Κυπριακό. Η μια λέει ότι για να υπάρξει λύση, χρειάζεται να απομονωθεί ο εθνικισμός σε Ελλάδα, Κύπρο και Τουρκία, που «νίκησε» το 2004, όταν καταψηφίστηκε το «σχέδιο Ανάν». Η άλλη ισχυρίζεται ότι σ' αυτές τις κρίσιμες ώρες δεν πρέπει να υπάρχουν διαχωρισμοί σε «πατριώτες» και «μειοδότες» και πως όλοι μαζί πρέπει να αρπάξουμε την ευκαιρία και να υποστηρίξουμε την προτεινόμενη λύση. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου και τον εθνικισμό είναι δεδομένη, ιδιαίτερα σε ζητήματα γεωπολιτικών επιλογών. Και οι δύο, όμως, αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ετσι, «εθνικιστές» και «κοσμοπολίτες», «μειοδότες» και «πατριώτες» εξυπηρετούν από διαφορετικούς δρόμους τα σχέδια της ελληνικής αστικής τάξης, που είναι πλήρως ενταγμένα σε αυτά των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και οργανισμών όπου συμμετέχει. Αλλωστε, η Ιστορία έχει αποδείξει ότι πολλές φορές κοσμοπολίτες έγιναν εθνικιστές, «πατριώτες», «μειοδότες» και το ανάποδο. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι, κάτω από την ταμπέλα του εθνικισμού, τσουβαλιάζονται όλες οι απόψεις που αντιτίθενται στα διχοτομικά σχέδια για την Κύπρο και αναδεικνύουν το ρόλο ισχυρών ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, αποκαλύπτουν τα συμφέροντα των αστικών τάξεων. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, το έχουμε ξαναζήσει την περίοδο του «σχεδίου Ανάν». Πρόκειται για επίθεση «προληπτική», στο φόντο των επικίνδυνων μελλοντικών εξελίξεων που δεν πρέπει να περάσει, δεν πρέπει να μείνει αναπάντητη.
Εισάγεται και στην Ελλάδα το «έθιμο» της «Μαύρης Παρασκευής», που εγκαινιάζει τις προσφορές ενόψει των γιορτών. Μερικοί τίτλοι από αστικά ηλεκτρονικά ΜΜΕ για το γεγονός είναι χαρακτηριστικοί: «Ερχεται η Μαύρη Παρασκευή - Τι να προσέξετε!», «Ασπρη μέρα αναζητούν οι έμποροι», «Χαμός για ένα κραγιόν»... Μεγάλη εμπορική αλυσίδα, μάλιστα, εικονογραφεί τη διαφημιστική της καμπάνια με γάντια του μποξ (!), δίνοντας το σήμα του ποδοπατήματος που θέλει να επικρατήσει στα μαγαζιά της. Την ίδια στιγμή, οι εργαζόμενοι καλούνται να δουλέψουν κάτω από φρενήρεις ρυθμούς για να αντεπεξέλθουν στην πίεση της μέρας, προσθέτοντας άλλο ένα μαύρο κεφάλαιο στη δουλειά - λάστιχο, στις καταργημένες κυριακάτικες αργίες, στις απολύσεις, στην απληρωσιά και στην ανασφάλεια. Επιπλέον, οι μόνοι που μπορούν να λειτουργήσουν τη «Μαύρη Παρασκευή» είναι οι μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις και όχι οι μικροί αυτοαπασχολούμενοι, που τα χρέη τους σε κράτος και προμηθευτές τούς πνίγουν καθημερινά. «Μαύρη», λοιπόν, η Παρασκευή, αλλά μόνο για τους εργαζόμενους και τους φτωχούς επαγγελματίες. Ολόλευκη για τα μονοπώλια και τα κέρδη τους.
«Εκ βάθρων αλλαγές στο σύστημα επιδοτήσεων της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής φέρνει η επαναδιαπραγμάτευση του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου για την περίοδο μετά το 2020», γράφτηκε στον Τύπο και η επεξήγηση είναι αποκαλυπτική: «Στο προσκήνιο βρίσκεται ο επανασχεδιασμός των επιδοτήσεων, με βασικούς δικαιούχους τους επαγγελματίες αγρότες που θα μπορούν να αποδείξουν ότι παράγουν, βγάζοντας από το "κάδρο" των ενισχύσεων τους λεγόμενους αγρότες του... καναπέ». Για όσους δεν κατάλαβαν, με τα κριτήρια που περιγράφονται πιο πάνω, «αγρότες του καναπέ» είναι όσοι παραγωγοί κάνουν και μια δεύτερη δουλειά για να συμπληρώνουν το εισόδημά τους, συνήθως εποχιακή, με αποτέλεσμα το εισόδημά τους να προέρχεται από την αγροτοκτηνοτροφία σε ποσοστό μικρότερο από το 50% που ορίζει ο νόμος 4389/2016, τον οποίο ψήφισε η κυβέρνηση. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Οτι οι μικροί αυτοί αγρότες δεν θα έχουν πλέον δικαίωμα για ενισχύσεις και επιδοτήσεις της ΚΑΠ και επομένως οδηγούνται μια ώρα αρχύτερα στην έξοδο από την παραγωγή. Ποιοι θα βγουν κερδισμένοι; Οι μεγαλύτεροι και πολύ μεγάλοι αγροτοκτηνοτρόφοι, οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις στο χώρο της παραγωγής και μεταποίησης αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων, οι οποίες θα μοιράζονται πλέον μεγαλύτερο μέρος της πίτας από τις ενισχύσεις και επιδοτήσεις της ΚΑΠ. Εστω και αργά, είναι πλέον ευκολότερο για κάποιους μικρούς και μεσαίους αγρότες να καταλάβουν το «λάκκο» που κρύβει η «φάβα» του «κατ' επάγγελμα» αγρότη και μη, αλλά και την εμμονή της κυβέρνησης και της ΕΕ να δυσκολέψουν τα κριτήρια πρόσβασης χιλιάδων μικρότερων παραγωγών στα κονδύλια της ΚΑΠ.