ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟ 4ΣΕΛΙΔΟ «ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ»:
Eurokinissi |
Την ίδια ώρα, υπό διαμόρφωση και στα παζάρια με τους δανειστές του ελληνικού κράτους βρίσκεται το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2017 - 2020, δηλαδή ο πολυετής προϋπολογισμός των κυβερνήσεων και του εγχώριου κεφαλαίου, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της δημοσιονομικής διαχείρισης. Ηδη η συζήτηση και το ενδιαφέρον περιστρέφονται πλέον στο εύρος των αντιλαϊκών μέτρων, μόνιμου χαρακτήρα και «επαναλαμβανόμενης απόδοσης», που θα εφαρμόζονται από το 2018, ενώ βέβαια ορθάνοιχτο παραμένει και το ενδεχόμενο της εφαρμογής τέτοιων μέτρων από το 2017, ταυτόχρονα και σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες δημοσιονομικές παρεμβάσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα αστικά επιτελεία, προετοιμάζοντας το έδαφος, διατυπώνουν ενστάσεις και βάζουν σειρά από «αστερίσκους», τόσο σε ό,τι αφορά την επίτευξη των επίσημων εκτιμήσεων σχετικά με τους ρυθμούς ανάκαμψης, όσο και τις άλλες παραμέτρους του κρατικού προϋπολογισμού. Ουσιαστικά, ομολογούν ότι ανεξάρτητα από την όποια εξέλιξη του παραγόμενου ΑΕΠ και της οικονομικής δραστηριότητας (πτώση, στασιμότητα ή ανάκαμψη), τα επόμενα αντιλαϊκά μέτρα και οι αναδιαρθρώσεις αποτελούν το μονόδρομο για το εγχώριο κεφάλαιο και για την εφαρμοζόμενη πολιτική.
Μεταξύ άλλων:
Σε σχέση με τον προβλεπόμενο ρυθμό ανάκαμψης (2,7%), τονίζεται ότι οι κρίσιμες προβλέψεις, «όπως, για παράδειγμα, ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ, εξαρτώνται από αρκετούς όρους, έτσι ώστε η πραγματοποίησή τους να είναι επερωτήσιμη».
Σύμφωνα με το ΕΔΣ:
-- «Γενικά, η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του 2017 εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από μια σειρά προϋποθέσεων και συνθηκών, οι περισσότερες από τις οποίες, προς το παρόν, δεν έχουν διασφαλισθεί».
«Υπάρχουν επιφυλάξεις τόσο για το ύψος της ανόδου του ΑΕΠ και της ιδιωτικής κατανάλωσης, όσο και για την άνοδο των τιμών και της απασχόλησης».
«Η επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου για το 2017 βασίζεται κατά 80% στην αύξηση των εσόδων και μόνο κατά 20% στη συγκράτηση των δαπανών» και μάλιστα «με δεδομένη την αίσθηση της "υπερφορολόγησης", που ενδέχεται να λειτουργήσει ως αντικίνητρο για εργασία και επιχειρηματικότητα».
-- Υπάρχει ανησυχία για το κατά πόσον η ρύθμιση των «κόκκινων» τραπεζικών δανείων θα αναδείξει αυξημένες καταπτώσεις εγγυήσεων από δάνεια εγγυημένα από το ελληνικό Δημόσιο.
-- Δεν είναι προβλέψιμο το πώς η μετάβαση στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) θα επηρεάσει την εισπραξιμότητα των ασφαλιστικών εισφορών και τον έλεγχο των αντίστοιχων δαπανών (συντάξεις και λοιπές παροχές).
-- Η δυνατότητα είσπραξης των σημαντικά αυξημένων εσόδων από τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων, τον ΦΠΑ και τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης, συναρτάται απόλυτα από την πραγμάτωση των αισιόδοξων μακροοικονομικών προβλέψεων.
Παράλληλα, το ΕΔΣ τονίζει ότι για άλλη μια χρονιά η κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής «παραμένει έντονα περιοριστική», προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα, και ακόμη ότι τα περιθώρια αποκλίσεων από την εκτέλεση του προϋπολογισμού είναι πολύ μικρά.
Παίρνοντας τη «σκυτάλη», ο ΣΕΒ, σε προχτεσινό δελτίο, χαρακτηριστικά τονίζει: «Η διάρθρωση της φορολογίας πρέπει να αναθεωρηθεί, με το φορολογικό βάρος να κατανέμεται σε περισσότερους ώμους, παίρνοντας λίγα από πολλούς και όχι πολλά από λίγους. Προς αυτή την κατεύθυνση, επιβάλλεται η μείωση του αφορολόγητου, των φορολογικών συντελεστών στο φόρο νομικών προσώπων και του μη μισθολογικού κόστους».
Ο ΣΕΒ ανοιχτά και προκλητικά βάζει ζήτημα μείωσης των φόρων, τόσο στα επιχειρηματικά κέρδη όσο και στο «μη μισθολογικό κόστος» (δηλαδή, στις ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλει η εργοδοσία), δηλαδή μέτρα μείωσης της τιμής της εργατικής δύναμης και με αρνητικές επιπτώσεις στο ασφαλιστικό σύστημα. Μάλιστα, αξιώνουν οι εν λόγω απώλειες για το κρατικό ταμείο να φορτωθούν και πάλι στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων, με νέα μέτρα και συγκεκριμένα με την παραπέρα μείωση του αφορολόγητου ορίου στους μισθωτούς και συνταξιούχους και κατάργηση της έκπτωσης φόρου κάποιων από τις λαϊκές δαπάνες που έχουν ακόμη απομείνει, (π.χ. Υγεία).
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, προκειμένου να «καμφθούν» οι αβεβαιότητες των «αγορών» και των «επενδυτών» και «προεξοφλώντας δυναμικά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής, η κυβέρνηση θα μπορούσε άμεσα να προχωρήσει μέχρι και σε πλήρη άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και μείωση κάποιων εμβληματικών φορολογικών συντελεστών». Σε αυτό το πλαίσιο, φέρνουν στο προσκήνιο και την άμεση μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης του εγχώριου κεφαλαίου. Οπως τονίζουν, με το κλείσιμο της «αξιολόγησης», σε συνδυασμό και με τα άλλα βήματα του «οδικού χάρτη», «θα δοθεί το σήμα που αναμένουν οι αγορές για ανάκαμψη των χρηματοδοτικών ροών και των επενδύσεων χαρτοφυλακίου, που αφορούν στις προοπτικές των ελληνικών επιχειρήσεων και των τραπεζών, και, σε εύλογο χρονικό διάστημα, του ελληνικού Δημοσίου, με τις αγορές να προεξοφλούν την αποκατάσταση συνθηκών εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας».
Σε αυτό το πλαίσιο, το «success story», που πλασάρουν η συγκυβέρνηση και το εγχώριο κεφάλαιο, έχει ως όρο και προϋπόθεση την κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής με διαδοχικά μέτρα.
Οι νέες «δημοσιονομικές παρεμβάσεις» για τα έτη 2016 - 2017 υπολογίζονται σε 4 δισ. ευρώ και αποτελούνται από μόνιμα αντιλαϊκά μέτρα, με αντίστοιχη απόδοση σε ετήσια βάση από το 2017 και βέβαια για τα επόμενα χρόνια.
Από τη μια πλευρά κι ενώ ο εκτιμώμενος ρυθμός οικονομικής ανάκαμψης για το 2017 διαμορφώνεται σε 2,7%, την ίδια ώρα η απόδοση των αντιλαϊκών μέτρων της επόμενης χρονιάς είναι υπερτριπλάσια σε σχέση με αυτά του 2016 (1,41 δισ. ευρώ), τα οποία βέβαια διατηρούνται «μέχρι κεραίας», όπως και το σύνολο των παρεμβάσεων που κλιμακώθηκαν, στο πλαίσιο και των τριών μνημονίων. Σε αυτό το πλαίσιο, το καθαρό ταξικό πρόσημο του νέου κρατικού προϋπολογισμού υπέρ του εγχώριου κεφαλαίου, οι προβλέψεις του και τα αντιλαϊκά μέτρα που περιλαμβάνει, αποδεικνύουν ανάγλυφα τον απόλυτα ψευδεπίγραφο χαρακτήρα της «επιχειρηματολογίας» της συγκυβέρνησης περί... «δίκαιης ανάπτυξης», αλλά και τον κάλπικο χαρακτήρα της προπαγάνδας της κυβέρνησης, και συνολικά των αστικών επιτελείων, ότι η επάνοδος σε ρυθμούς καπιταλιστικής ανάκαμψης θα φέρει τάχα ανακούφιση στο λαό.
Υπενθυμίζεται ότι από την 1η Γενάρη 2017, μεταξύ άλλων, αυξάνονται τα χαράτσια ή επιβάλλονται νέα στις παρακάτω κατηγορίες:
Η τελευταία επισήμανση είναι ξεκάθαρη σε ό,τι αφορά τους ευρωπαϊκούς μονοπωλιακούς ομίλους του ενεργειακού τομέα και τη διασφάλιση της θέσης τους ή την ανάπτυξη επενδύσεων στον τομέα Ενέργειας και τη σχέση του με την Ουκρανία. Ο Σλοβάκος αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μ. Sefcovic, αρμόδιος για θέματα Ενέργειας, ήταν κατηγορηματικός και ξεκάθαρος σε ό,τι αφορά τις επιδιώξεις της ΕΕ αναφορικά με τη διατήρηση από την Ουκρανία του διαμετακομιστικού της ρόλου στη μεταφορά σημαντικών ποσοτήτων ρωσικού φυσικού αερίου στην ευρωπαϊκή αγορά.
Οπως είπε συγκεκριμένα «η Ουκρανία υπήρξε επί μακρόν στρατηγικός ενεργειακός εταίρος της ΕΕ. Ηταν μία αξιόπιστη χώρα μεταφοράς του ρώσικου φυσικού αερίου ακόμη και κατά τη διάρκεια ταραγμένων περιόδων. Θέλουμε να διατηρήσουμε την Ουκρανία ως μία σημαντική χώρα μεταφοράς (ρώσικου φυσικού αερίου) και στο μέλλον. Η Ουκρανία υποστηρίζει απόλυτα την Ενεργειακή Ενωση της ΕΕ και επιθυμεί να είναι στρατηγικός εταίρος στην εφαρμογή της. Τώρα είναι η στιγμή να διευρύνουμε τη συνεργασία μας και να προσελκύσουμε περισσότερες επενδύσεις σε όλους τους διαφορετικούς κλάδους του ενεργειακού τομέα».
Βεβαίως, το ζήτημα δεν είναι στενά οικονομικό, ούτε μόνο στενά ζήτημα εξασφάλισης ενεργειακής ασφάλειας της ΕΕ. Εχει άμεση σχέση με την Ανατολική Εταιρική Σχέση, που έχει συγκροτήσει η ΕΕ με κράτη της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, σ' αυτήν εντάσσεται και η Ουκρανία, επομένως έχει σχέση με τη διείσδυση των ευρωενωσιακών μονοπωλίων σ' αυτά τα κράτη, στα οποία διεκδικούν να διεισδύσουν και ρωσικά μονοπώλια. Ας μην ξεχνάμε ότι μετά από μια τέτοια Σύνοδο ξέσπασε η κρίση στην Ουκρανία με τα σημερινά αποτελέσματα. Η ΕΕ με αυτό το μνημόνιο λοιπόν στηρίζει την Ουκρανία κόντρα στη Ρωσία, έχοντας ως στόχο την ανάπτυξη της δράσης του ευρωενωσιακού κεφαλαίου γενικότερα, και πέρα από την Ουκρανία.
Παράλληλα χτες, μία μέρα μετά την υπογραφή της συμφωνίας με την Ουκρανία, ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής, M. Sefcovic, ταξίδεψε στη Μόσχα όπου συναντήθηκε με τον υπουργό Ενέργειας της Ρωσίας, Al. Novac. Οπως μετέδωσε το ρώσικο ειδησεογραφικό πρακτορεία «ΤASS», οι δύο πλευρές συμφώνησαν να προχωρήσουν σε τριμερή συνάντηση με τη συμμετοχή και της Ουκρανίας, με αποκλειστικό θέμα συζήτησης το φυσικό αέριο και τη μεταφορά του στην Ευρώπη. Αλλωστε, η Ουκρανία αποτελεί ενδιάμεσο κρίκο στη μεταφορά ρωσικού αερίου στην ΕΕ, αφού αγωγός μεταφοράς του περνά από το έδαφός της, ενώ εξαρτάται και η ίδια από το ρωσικό αέριο, δεν έχει δικό της.
Ο Ρώσος υπουργός Ενέργειας δήλωσε ότι βασικό θέμα της συνάντησης θα είναι «η αξιόπιστη μεταφορά φυσικού αερίου στην Ευρώπη κατά τη χειμερινή περίοδο, με δεδομένο ότι ξεκίνησε νωρίτερα και ο χειμώνας αναμένεται ιδιαίτερα ψυχρός».
Σημασία είχε και η δήλωση του Επιτρόπου Ενέργειας της ΕΕ ο οποίος υπογράμμισε ότι Ρωσία, Ουκρανία και ΕΕ έχουν αμοιβαίο συμφέρον, προσβλέποντας στην ενίσχυση της δράσης και των κερδών των ευρωενωσιακών επιχειρηματικών ομίλων στον τομέα του αερίου, αλλά εξασφαλίζοντας, ταυτόχρονα, Ενέργεια για τους ενεργοβόρους επιχειρηματικούς ομίλους της ΕΕ, την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας κ.λπ.
Πρόσθεσε ακόμη ότι «ΕΕ και Ρωσία είναι αλληλεξαρτημένες στα ενεργειακά ζητήματα. Η ΕΕ είναι βασικός εξαγωγικός προορισμός των στερεών καυσίμων της Ρωσίας, πληρώνει στην ώρα της και πληρώνει με "σκληρό νόμισμα". Επίσης, θέλει να συνεχίσει να αγοράζει και στο μέλλον ρωσικό φυσικό αέριο».
Η επισήμανση του Σλοβάκου Επιτρόπου περί «αξιοπιστίας» της Ουκρανίας ως χώρας μεταφοράς ρωσικού φυσικού αερίου έχει όπως έχουμε πει σχέση με την Ανατολική Εταιρική Σχέση της ΕΕ. Υπάρχει, επίσης, ένα ζήτημα που σχετίζεται με το ρωσικό φυσικό αέριο για την Ουκρανία, γύρω από το οποίο φαίνεται να έχει εκδηλωθεί όξυνση των σχέσεων της αστικής τάξης της Ρωσίας με αυτήν της Ουκρανίας, σύγκρουση μεταξύ τους με το θέμα των τιμών προμήθειας του ρωσικού φυσικού αερίου στην εσωτερική ουκρανική αγορά, αλλά και το γεγονός ότι η Ουκρανία είναι «κακοπληρωτής». Και γι' αυτό, η Ρωσία της κόβει την τροφοδοσία σε αέριο, με αποτέλεσμα να έχει ενεργειακή ανεπάρκεια. Αυτό εμφανίστηκε, για παράδειγμα, μετά τη λεγόμενη ουκρανική «πορτοκαλί επανάσταση» το 2004, ή το Γενάρη του 2007. Αυτό έχει σαν συνέπεια τη μείωση παροχής ρωσικού φυσικού αερίου μέσω Ουκρανίας προς τις αγορές της ΕΕ, και γινόταν με απόφαση της ουκρανικής κυβέρνησης. Η ουσία είναι ότι η Ουκρανία ως γεωστρατηγικό σημείο είναι πεδίο οξυμένων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών μεταξύ ΕΕ - Ρωσίας και ΗΠΑ - Ρωσίας. Και τα δύο αυτά παραδείγματα αλλά και η τωρινή ουκρανική κρίση αυτό δείχνουν. Αρα το πρόβλημα δεν είναι τόσο οι τιμές του αερίου, ούτε ότι η Ουκρανία είναι «κακοπληρωτής», αυτό είναι το πρόσχημα. Το κύριο είναι η επιδίωξη ΕΕ και ΗΠΑ να προωθήσουν τα συμφέροντα των μονοπωλίων τους σε όλα τα εδάφη των κρατών της πρώην ΕΣΣΔ πολιορκώντας τη Ρωσία, μην αφήνοντας ζωτικό χώρο για τα δικά της μονοπώλια. Και το κάνουν επίσης πολιτικοστρατιωτικά με το ΝΑΤΟ.
Σε ό,τι έχει σχέση ιδιαίτερα με το αέριο, μετά την αντεπανάσταση, τη διάλυση της ΕΣΣΔ και τη δημιουργία ξεχωριστών καπιταλιστικών κρατών η Ρωσία κάνει εξαγωγές φυσικού αερίου σε τιμές διεθνούς αγοράς στο πλαίσιο, βεβαίως, του ανταγωνισμού. Ετσι έγιναν και οι αγωγοί μέσω Ουκρανίας προς τη Δύση. Η ουκρανική πλευρά διεκδικούσε και δικά της οφέλη απ' αυτό, υποστηρίζοντας ότι δικαιούται την είσπραξη δασμών μεταφοράς του φυσικού αερίου μέσα από το έδαφός της. Η ενδοαστική αυτή αντιπαράθεση οδήγησε την «Gazprom» στη μείωση των ποσοτήτων φυσικού αερίου που έστελνε μέσω του ουκρανικού δικτύου στο ύψος των ποσοτήτων που προέβλεπαν τα σχετικά συμβόλαια με την Ουκρανία. Από την άλλη, η Ουκρανία διατηρούσε τις ποσότητες που αυτή επιθυμούσε μειώνοντας αντίστοιχα τις ποσότητες προς τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη. Βεβαίως, εκτός της μεταφοράς αερίου μέσω Ουκρανίας υπάρχει και ο Βόρειος Αγωγός («Nord Stream), υποθαλάσσιος στη Βόρεια Θάλασσα που μεταφέρει αέριο στη Γερμανία και από τη Γερμανία σε άλλα κράτη.
Μετά την ουκρανική κρίση, η Ρωσία αναζητά άλλους δρόμους μεταφοράς αερίου στις ευρωπαϊκές αγορές. Είχε προτάξει το Νότιο Αγωγό, «South Stream», ο οποίος ναυάγησε με παρέμβαση της Κομισιόν στο όνομα αναζήτησης πολλαπλών ενεργειακών πηγών. Στην ουσία, έγινε μετά από παρέμβαση των ΗΠΑ κόντρα στη Ρωσία και με σχεδιασμό προώθησης φυσικού αερίου από τη Μεσόγειο στην Ευρώπη, αφού σ' αυτό δραστηριοποιούνται αμερικανικοί επιχειρηματικοί όμιλοι.
Ρωσία, Γερμανία προχωρούν σχεδιασμό για την κατασκευή νέου σύγχρονου βόρειου αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου του «Nord Stream II» που θα καταλήγει επίσης στη Γερμανία. Παράλληλα, επιθυμούν και μία νότια όδευση, η οποία φαίνεται να προωθούν μέσω Τουρκίας.
Με δεδομένη την υπογραφή του μνημονίου ΕΕ - Ουκρανίας και τη συνάντηση του Σλοβάκου Επιτρόπου με τον Ρώσο υπουργό Ενέργειας φαίνεται ότι η Κομισιόν δεν βλέπει με καλό μάτι έναν νέο αγωγό στη Γερμανία και τη Γερμανία ως κράτος από το οποίο θα εξαρτάται ενεργειακά η ευρωπαϊκή αγορά. Φαίνεται, λοιπόν, να εκφράζεται ενδοαστική διαπάλη με αφορμή την Ενέργεια και στο εσωτερικό της ΕΕ, αλλά ακόμη και στο εσωτερικό της ίδιας της Γερμανίας, παρά το γεγονός ότι οι κυρίαρχες αστικές δυνάμεις στο εσωτερικό της ισχυρότερης οικονομίας της ΕΕ επιθυμούν τη συνέχιση και ολοκλήρωση του αγωγού. Πρόσφατα, στον γερμανικό Τύπο εμφανίστηκε ρεπορτάζ σύμφωνα με το οποίο το CDU, το κόμμα που ηγείται η Μέρκελ, και οι «Πράσινοι» της Γερμανίας αντιτάσσονται στον αγωγό «Nord Stream II», τον οποίο στηρίζουν οι Σοσιαλδημοκράτες. Αλλωστε, αυτοί επιμένουν και στην άρση των κυρώσεων στη Ρωσία. Λέγεται ότι η ολοκλήρωση αυτού του αγωγού με χωρητικότητα άνω των 110 δισ. κ.μ. θα καταστήσει τη Γερμανία βασικό κόμβο μεταφοράς φυσικού αερίου στην υπόλοιπη Ευρώπη, άρα αναβαθμίζονται τα γερμανικά μονοπώλια Ενέργειας. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε το βασικό λόγο επιμονής της ΕΕ με την Ουκρανία, όπως τον έχουμε εξηγήσει πιο πάνω.
Την ίδια ώρα, τόσο η Ουκρανία όσο και άλλες χώρες της Αν. Ευρώπης - κατά κύριο λόγο Πολωνία και οι Βαλτικές - είχαν ταχθεί και συνεχίζουν να τάσσονται σθεναρά ενάντια στην κατασκευή τόσο του «Nord Stream ΙΙ» όσο και του «South Stream», επικαλούμενες μια σειρά λόγους, μεταξύ των οποίων και η υπονόμευση της Ουκρανίας. Από την άλλη πλευρά, η Ιταλία ανοιχτά τάσσεται υπέρ της κατασκευής του «Νότιου Αγωγού», έχοντας από κοντά και την Ελλάδα, ενώ ενδιαφέρον θα έχει να δούμε εάν θα υπάρξει αλλαγή της στάσης της Βουλγαρίας στο ζήτημα μετά την ανάδειξη νέου Προέδρου στη χώρα, που φέρεται να είναι πιο φιλικός προς τη Μόσχα.
Εν κατακλείδι, παρά τα όσα αναφέρονται στο «μνημόνιο ενεργειακής συνεργασίας» με την Ουκρανία και τις δημόσιες δηλώσεις αξιωματούχων της ΕΕ που ακολούθησαν, κάθε άλλο παρά «ενιαία» στάση κρατούν στο θέμα οι άμεσα ενδιαφερόμενες ευρωπαϊκές χώρες.
Βεβαίως, εκτός από την όξυνση των ανταγωνισμών, ό,τι και αν γίνει, χαμένοι βγαίνουν οι εργαζόμενοι, οι λαοί, και επειδή από τα κέρδη των μονοπωλίων δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν, αλλά και επειδή θα αγοράζουν ακριβά την Ενέργεια. Ενώ η Ουκρανία ως πεδίο ανταγωνισμών συνεχίζει να αποτελεί παράγοντα που εγκυμονεί κινδύνους για ιμπεριαλιστικό πόλεμο, άρα καταστροφή για τους λαούς.
Ο β' γύρος των προκριματικών εκλογών για το προεδρικό χρίσμα στους Ρεπουμπλικάνους, που γίνεται αύριο, είναι ενδεικτικό στοιχείο των ενδοαστικών διεργασιών
AFP or licensors |
Σίγουρα, χρειάζεται μεγάλη προσοχή, ώστε να μην εξισώνονται καταστάσεις και να μη βγαίνουν βιαστικά συμπεράσματα, έξω από το σύνθετο πλαίσιο που διαμορφώνουν οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις που βαθαίνουν στο φόντο των δυσκολιών ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας, οι συνέπειες της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης που μεγαλώνει τις αποστάσεις και ανάμεσα σε ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ευνοώντας, ταυτόχρονα, νέες «συγκλίσεις» και συμμαχίες, που μέχρι πριν από λίγο καιρό μπορεί σε κάποιους να έμοιαζαν ...απίθανες.
Οι ενδοαστικές διεργασίες στη Γαλλία που βρίσκονται σε εξέλιξη εδώ και καιρό, είναι ενταγμένες στην ευρύτερη όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, εκδηλώνονται σε μια περίοδο που ισχυρά ιμπεριαλιστικά κέντρα επανεξετάζουν την τακτική ή τις προτεραιότητές τους όσον αφορά τις οικονομικές και γεωπολιτικές τους συνεργασίες.
Την ανάγκη η Γαλλία να επανεξετάσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία την έχει επισημαίνει ακόμα και ο ίδιος ο σημερινός σοσιαλδημοκράτης Πρόεδρος της χώρας, Φρανσουά Ολάντ, που κατά καιρούς έχει επιλέξει κινήσεις, με ειδικό συμβολισμό. Για παράδειγμα, μετά τις πολύνεκρες επιθέσεις στο Παρίσι, τον περσινό Νοέμβρη, είχε επισκεφτεί την Ουάσιγκτον αλλά και τη Μόσχα, σε μια προσπάθεια για έναν ευρύτερο αντιτρομοκρατικό «συντονισμό».
Επίσης, το ακροδεξιό «Εθνικό Μέτωπο» της Μαρίν Λεπέν - που παραμένει πρώτο στις δημοσκοπήσεις για τις προεδρικές εκλογές της επόμενης άνοιξης, στις 23 Απρίλη 2017 - έχει θέσει από καιρό την ανάγκη η χώρα να προχωρήσει σε άλλη σχέση με το ΝΑΤΟ, προτείνοντας αποχώρηση από την κοινή στρατιωτική διοίκηση που θα συνδυαστεί με «προσφορά στη Ρωσία μιας στρατηγικής συμμαχίας δομημένης πάνω στον πλήρη στρατιωτικό και ενεργειακό συνεταιρισμό, την απόρριψη του πολέμου ως τρόπου παρέμβασης και στήριξης του διεθνούς δικαίου. Από κοινού, πρόταση προς τη Γερμανία για συνεργασία διαμόρφωσης της τριμερούς συμμαχίας Παρισιού - Βερολίνου - Μόσχας» (σ.σ. από το πρόγραμμα του «Μετώπου»).
Η υποψηφιότητα Φιγιόν έρχεται να καταγράψει αυτόν ακριβώς τον προβληματισμό ισχυρής μερίδας του γαλλικού κεφαλαίου, για την αξία η Γαλλία να αναπροσαρμόσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία.
Αρθρογραφώντας στο πολιτικό περιοδικό «Μαριάν» τον περασμένο Απρίλη, ο Φιγιόν σημείωνε ότι «ο ιδεαλισμός μας (σ.σ. Γαλλίας και Δύσης γενικά) τύφλωσε το γεωπολιτικό ρεαλισμό μας και βασιστήκαμε σε μια γρήγορη ήττα του Μπασάρ αλ-Ασαντ», συμπληρώνοντας: «Εδώ και τρία χρόνια, λέω και ξαναλέω ότι, καθιστώντας την αποχώρηση Ασαντ προτεραιότητά μας, αφήσαμε το Ισλαμικό Κράτος να κερδίσει έδαφος και χάσαμε την ευκαιρία να οικοδομήσουμε έναν αληθινά διεθνή συνασπισμό». Ενώ, προκρίνοντας την ακόμα ενεργότερη εμπλοκή του γαλλικού ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή, εξήγησε ποιες θεωρεί πιο ωφέλιμες συνεργασίες για την ντόπια πλουτοκρατία: «Εδώ και τρία χρόνια επισημαίνω ότι οι εναέριοι βομβαρδισμοί μας δεν μπορούν να κάνουν τη διαφορά χωρίς χερσαίες δυνάμεις ικανές να πολεμήσουν τους τζιχαντιστές. Στο έδαφος, ο συριακός κυβερνητικός στρατός μάς είναι απαραίτητος, καθώς οι άλλες δυνάμεις δε θα φτάσουν (στις συγκεκριμένες ζώνες) μόνες...». Και σε αυτήν τη βάση, εκτιμά τις επιλογές της Μόσχας, προτρέποντας στα εξής: «Σε αυτό το πλαίσιο, μόνο μια δύναμη φάνηκε ρεαλίστρια: η Ρωσία. Το ότι η Μόσχα έχει ιδιαίτερα συμφέροντα στην περιοχή, είναι προφανές. Αλλά ποιος δεν έχει στη Μέση Ανατολή;... Για να ανακόψει την επέλαση του ΙΚ στη Συρία, ο Πούτιν χρησιμοποίησε ένα πραγματισμό ψυχρό, αλλά αποτελεσματικό... Η Ρωσία πέτυχε σε έξι μήνες αυτό που οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δεν κατάφεραν από το 2014, όταν ενεπλάκησαν σε αυτήν τη σύγκρουση. Θα ήταν λογικό να το αναγνωρίσουμε (αυτό) και να πάρουμε μαθήματα για το μέλλον μιας περιοχής που δεν θα μπορέσει να σταθεροποιηθεί χωρίς τη στρατιωτική και πολιτική συνεργασία όλων των δυνάμεων».
Αλλά και στην προχτεσινοβραδινή του τηλεοπτική αναμέτρηση με τον άλλο διεκδικητή του χρίσματος των Ρεπουμπλικάνων Αλέν Ζιπέ, ο Φιγιόν διευκρίνισε ότι «το συμφέρον της Γαλλίας δεν είναι προφανώς να αλλάξει συμμαχίες», χαρακτηρίζοντας, ωστόσο, «παράλογη» την πολιτική Ολάντ απέναντι στη Ρωσία. «Η Ρωσία είναι η μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο με πυρηνικά όπλα, άρα μια χώρα επικίνδυνη αν της συμπεριφερόμαστε όπως της συμπεριφερθήκαμε την τελευταία πενταετία (...) Αυτό που ζητώ είναι να δοκιμάσουμε γύρω από ένα τραπέζι με τους Ρώσους χωρίς να ζητήσουμε τη συμφωνία των ΗΠΑ και να επιδιορθώσουμε μια σχέση σε πλαίσιο εμπιστοσύνης, που επιτρέπει να συνδέσουμε τη Ρωσία με την Ευρώπη».
Στην ίδια συνέντευξη, ο Φιγιόν δεσμεύθηκε να προωθήσει μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν τη Γαλλία «την πρώτη ευρωπαϊκή δύναμη» σε διάστημα δέκα ετών.
Ξεκαθαρίζοντας ότι η αντεργατική επίθεση θα μπει σε νέα τροχιά κλιμάκωσης, παρά τις σκληρές ανατροπές που πέρασαν πρόσφατα με το «νόμο Κομρί», ο Φιγιόν στο πρόγραμμά του προτείνει μεταξύ άλλων:
Φυσικά, η απόρριψη της «σκληρής» ατζέντας Φιγιόν σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να οδηγεί στη στήριξη του εσωκομματικού του «αντιπάλου», Αλέν Ζιπέ, που επίσης τάσσεται υπέρ «αξιόπιστων, βαθιών μεταρρυθμίσεων», δηλαδή αντιλαϊκών ανατροπών.
Γενικά, οι ενδοαστικές διεργασίες που δυναμώνουν ενόψει και των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία δείχνουν την «κινητικότητα» στο εσωτερικό της αστικής τάξης για το πώς θα βρεθεί ο πλέον κατάλληλος υπερασπιστής της, αποτυπώνει και αντιθέσεις στο εσωτερικό της για το ποιο είναι το πλέον κατάλληλο μείγμα διαχείρισης της σημερινής κατάστασης, σε ένα όλο και πιο σύνθετο ευρωπαϊκό και διεθνές πολιτικό σκηνικό. Σε αυτές τις συνθήκες, η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα της χώρας όχι μόνο δεν πρέπει να παγιδευτούν στα ψευτοδιλήμματα και τις εναλλακτικές που οι αστοί τους προσφέρουν, αλλά πρέπει να τραβήξουν το δικό τους δρόμο, ενάντια στα μονοπώλια και σε όσους τα υπηρετούν.
Οι έντονες διεργασίες που προκαλούνται όχι μόνον σε σχέση με το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά και σε σχέση με τις ανακατατάξεις στο εσωτερικό των δύο μεγαλύτερων αστικών κομμάτων είναι σε άμεση συνάρτηση με τις εξελίξεις που παρατηρούνται στο οικονομικό επίπεδο.
Αλλωστε, η διαπάλη του Ντ. Τραμπ με την Χ. Κλίντον σε μεγάλο βαθμό αφορούσε τη μεγάλη δυσκολία ελεγχόμενης απαξίωσης του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου τόσο εντός όσο και εκτός των ΗΠΑ. Αφορά ακόμη και τη ρευστότητα που υπάρχει στο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον με τη διαφαινόμενη αμφισβήτηση π.χ. της ηγεμονίας των ΗΠΑ στην Ασία με αντίπαλον «δέος» την Κίνα (και μακροπρόθεσμα και την Ινδία) στην Ευρώπη με σαφή την κόντρα των Αμερικανών (και ορισμένων Ευρωπαίων) με τη Ρωσία, αλλά και στη Μέση Ανατολή όπου είναι σε εξέλιξη μία παρατεταμένη ενδοϊμπεριαλιστική κόντρα ιδιαίτερα ανάμεσα στις πετρελαιομοναρχίες του Κόλπου (που λογαριάζονται έως τώρα στενοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στην περιοχή) και το Ιράν.
Από την άλλη, την ώρα που η απερχόμενη κυβέρνηση του Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα θεωρεί «επιτυχία» την ανάσχεση της καταιγίδας των εκατοντάδων χιλιάδων απολύσεων που σημειώθηκαν με την έναρξη της καπιταλιστικής κρίσης το 2008, αποσιωπά ότι η πραγματική συμβολή του είναι η τεράστια ενίσχυση του κεφαλαίου για να αναπτυχθεί η καπιταλιστική οικονομία έστω και αν αυτή η ανάπτυξη δεν έχει δυναμική. Ο Πρόεδρος Ομπάμα αποσιωπά επίσης το γεγονός ότι η πολιτική του ενίσχυσε τις ταξικές ανισότητες, μείωσε το εργατικό εισόδημα. Και ενώ καυχιέται ότι μείωσε την ανεργία, στην ουσία το σύστημα καταγραφής των ανέργων τη συγκαλύπτει. Είναι πολύ μεγαλύτερη.
Ο δισεκατομμυριούχος Τραμπ, στο μεταξύ, που αναδείχθηκε στο ύπατο αξίωμα, εγκλωβίζοντας το λαό στη «λογική» των αστών για το πώς θα πρέπει να έρθει η καπιταλιστική ανάπτυξη, βγήκε νικητής υποσχόμενος διαφορετικό μείγμα διαχείρισης. Υποσχέθηκε «ανάπτυξη» μέσω της δημιουργίας περισσότερων θέσεων εργασίας από την επαναδιαπραγμάτευση περιφερειακών και διεθνών εμπορικών συμφωνιών όπως η συμφωνία «Διειρηνική Συμφωνία Εμπορίου» (ΤΡΡ) για την οποία είπε πως έχει ως προτεραιότητα να αποσύρει τη συμμετοχή των ΗΠΑ μέσα στις πρώτες μέρες της κυβέρνησής του «για να επιστρέψουν χιλιάδες θέσεις εργασίας».
Με αυτόν τον τρόπο και δη με μία γερή τόνωση του εκσυγχρονισμού των δημοσίων υποδομών, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος εκτιμά πως θα πείσει κάποια από τα αμερικανικά μονοπώλια που διαθέτουν μυθικά αποθέματα σε μετρητά να επενδύσουν παραγωγικά. Το εάν θα τα καταφέρει είναι ζήτημα που δεν εξαρτάται μόνον από τον ίδιο. Εξαρτάται, μεταξύ άλλων, και από τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων και την πορεία του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Αλλά ακόμη και αν γίνουν αυτά, και αν έρθει μεγαλύτερη ανάπτυξη, η εργατική τάξη όχι μόνο δεν θα ωφεληθεί, αλλά θα συνεχίσει να χάνει.
Copyright 2016 The Associated |
Οσον αφορά το θέμα της «κατά συνείδηση» ψήφου των 538 μελών του Κολεγίου των Εκλεκτόρων, η κουβέντα που έχει ανοίξει δεν είναι απλώς υπαινικτική, αλλά αρκετά τολμηρή, ώστε να προτείνει ακόμη και ανατροπή του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών! Είναι, για παράδειγμα, χαρακτηριστικό άρθρο του αμερικανικού συντηρητικού πολιτικού περιοδικού «The Atlantic» (ιδρύθηκε το 1857!) που δημοσιεύτηκε την περασμένη Τρίτη, με τον εύγλωττο τίτλο «Το Κολέγιο των Εκλεκτόρων δημιουργήθηκε για να σταματά άνδρες όπως ο Τραμπ από το να γίνουν πρόεδροι».
Στο άρθρο αυτό, ο Αμερικανός ακαδημαϊκός Πέτερ Μπέιναρντ σημειώνει ότι «η πραγματική εκλογή Προέδρου στις ΗΠΑ θα γίνει στις 19 Δεκέμβρη, οπότε ψηφίζουν οι εκλέκτορες κάθε πολιτείας», τονίζοντας ότι αν τότε οι εκλέκτορες αποφασίσουν ότι ο Τραμπ είναι ακατάλληλος για Πρόεδρος, μπορεί να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου και να αποσταθεροποιηθεί το αμερικανικό εκλογικό σύστημα «και να ξεσπάσει βία». Και ο αρθρογράφος σημειώνει: «Πρόκειται για μία τρομερή προοπτική. Ομως, η προοπτική μίας προεδρίας Τραμπ είναι επίσης τρομακτική, με πολλούς απαράμιλλους τρόπους και αυτό εξηγεί γιατί, για πρώτη φορά στη σύγχρονη αμερικανική ιστορία, υπάρχει εύλογα το ενδεχόμενο να πιεστούν οι εκλέκτορες να ψηφίσουν κατά συνείδηση».
Σε παρόμοιους τόνους κινήθηκε το ίδιο διάστημα και το αμερικανικό περιοδικό «Νewsweek», επισημαίνοντας την περασμένη βδομάδα: «Οι υποστηρικτές του Τραμπ ανατριχιάζουν όταν ακούν γκρίνιες για το Κολέγιο Εκλεκτόρων και πιθανώς θα έπρεπε. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι ο άνθρωπός τους νίκησε σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού, αλλά πολλοί άνθρωποι τώρα αναρωτιούνται γιατί οι Αμερικανοί παίζουν ακόμη αυτό το ανόητο παιχνίδι κάθε τέσσερα χρόνια. Η "Δημοκρατική" γερουσιαστής Μπάρμπαρα Μπόξερ από την Καλιφόρνια έχει φέρει στη Γερουσία νομοσχέδιο για την κατάργηση του Κολεγίου των Εκλεκτόρων, ενώ εδώ και βδομάδες οι αρθρογράφοι αποδομούν τον συγκεκριμένο θεσμό, θέτοντας μεταξύ άλλων και ερωτήματα, όπως: Γιατί να έχουμε ένα σύστημα που εξασφαλίζει ότι οι περισσότερες πολιτείες αγνοούνται στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ενώ αντίθετα λίγες ταλαντευόμενες πολιτείες να τραβούν όλη την προσοχή των υποψηφίων; Θα έπρεπε μία μειονότητα ψηφοφόρων να αποφασίζει ποιος θα γίνει Πρόεδρος; Υπάρχει κανένας τρόπος να φτιαχτεί αυτό το σύστημα πλην της συνταγματικής τροποποίησης;».
Σε όλα αυτά μπορεί κανείς να προσθέσει και την πρωτοβουλία της αρχηγού των «Πρασίνων» Τζιλ Στάιν να μαζέψει μέσα σε ελάχιστες μέρες εκατομμύρια δολάρια από εισφορές εθελοντών (προφανώς όχι μόνο απλών ψηφοφόρων της, αλλά και πλούσιων αστών που δυσανασχετούν με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ), για να χρηματοδοτήσει την επανακαταμέτρηση ψήφων στο Ουισκόνσιν, στο Μίσιγκαν και στην Πενσιλβάνια. Το γεγονός ότι συγκεντρώθηκε ένα σημαντικό ποσό μέσα σε ελάχιστο χρόνο, αντανακλά σαφώς τον ευρύτερο προβληματισμό, ανησυχία και ρευστότητα που υπάρχει ενόψει της ανάληψης του προεδρικού αξιώματος (πλην απροόπτου) στις 20 Γενάρη, όχι μόνο από τη μεριά του εκλογικού σώματος, αλλά και από τη μεριά της αστικής τάξης και των μονοπωλίων (όπως π.χ. των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας) που είχαν ποντάρει πολλά στην εκλογή της Κλίντον.
Βέβαια, στον αντίποδα τέτοιων κινήσεων υπάρχουν και αντιδράσεις «πυροσβεστικού» τύπου, όπως αυτή του 93χρονου πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, ο οποίος μιλώντας στο περιοδικό «The Atlantic», μετά τη συνάντησή του με τον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο Ντ. Τραμπ, σημείωσε ότι «υπάρχει προφανές κενό μεταξύ της αντίληψης του κόσμου και της αντίληψης της ελίτ για τον ρόλο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ παγκοσμίως», τονίζοντας ότι ο νέος Πρόεδρος «μπορεί να συμφιλιώσει τις δύο αντιλήψεις... έχει την ευκαιρία και εναπόκειται σε αυτόν εάν θα την αξιοποιήσει». Ο Κίσινγκερ σταμάτησε αμέσως κάθε κουβέντα αμφισβήτησης του νέου Προέδρου, υπογραμμίζοντας ότι «πρέπει να σταματήσει η κουβέντα αμφισβήτησης των ικανοτήτων του Τραμπ», πως πρέπει να του δοθεί «η ευκαιρία για ανάπτυξη της φιλοσοφίας του». Οταν ρωτήθηκε ποια είναι η μεγάλη ανησυχία του για την παγκόσμια σταθερότητα σε σχέση με τις αμερικανικές εκλογές, απάντησε: «Το γεγονός ότι σοκαρίστηκαν ξένες χώρες... Αν κάποιες από τις πολιτικές του Τραμπ δεν είναι ίδιες με τις προηγούμενες, αλλά μοιράζονται βασικούς σκοπούς, τότε η συνέχεια είναι δυνατή».
Ενδιαφέρον είχε και η άποψή του για το εάν η εκλογή Τραμπ θα διευκολύνει άμεσα και την αποκλιμάκωση της έντασης μεταξύ ΗΠΑ - Ρωσίας. Σημείωσε πως η βελτίωση των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων δεν είναι δεδομένη και πως τα καλά λόγια που είπε προ μηνών ο Πούτιν για τον Τραμπ ήταν απλώς μία κίνηση τακτικής.