Σάββατο 26 Νοέμβρη 2016
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟ 4ΣΕΛΙΔΟ «ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ»:

  • Κρατικός Προϋπολογισμός 2017: Ενας ακόμη κρίκος στην αλυσίδα των νέων αντιλαϊκών παρεμβάσεων
  • ΕΕ - Ουκρανία - Ρωσία: Αναζήτηση ισορροπίας για τα ενεργειακά και εκρηκτικές αντιθέσεις
  • Γαλλία: Διεργασίες στην αστική τάξη δείχνει η προώθηση του Φρανσουά Φιγιόν ως υποψηφίου για τους Ρεπουμπλικάνους στις προεδρικές εκλογές την άνοιξη του 2017
  • ΗΠΑ: Οι εξελίξεις μετά την εκλογή Τραμπ δείχνουν το βαθύ διχασμό των αστών και την προσπάθεια να χειραγωγηθεί ο λαός με ψευτοδιλήμματα, σε μια περίοδο που συνεχίζεται η δυσκολία καπιταλιστικής ανάκαμψης
ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ 2017
Ενας ακόμη κρίκος στην αλυσίδα των νέων αντιλαϊκών παρεμβάσεων

Ευ. Τσακαλώτος, Γ. Χουλιαράκης, υπουργός και αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, αντίστοιχα. Ο κρατικός προϋπολογισμός ενισχύει το κεφάλαιο και τσακίζει το λαό

Eurokinissi

Ευ. Τσακαλώτος, Γ. Χουλιαράκης, υπουργός και αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, αντίστοιχα. Ο κρατικός προϋπολογισμός ενισχύει το κεφάλαιο και τσακίζει το λαό
Με φόντο τις πολλαπλές αβεβαιότητες και τους «κινδύνους» που εκδηλώνονται στην ΕΕ και γενικότερα στην παγκόσμια οικονομία, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ κατέθεσε στις αρχές αυτής της βδομάδας το σχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού για το 2017. Πρόκειται για έναν ακόμη «κρίκο» στην αλυσίδα της αντιλαϊκής πολιτικής, με την προσθήκη και νέων μέτρων, τόσο από την πλευρά της φοροληστείας του λαού, όσο και από την πλευρά της νέας ακόμη πιο δραστικής συρρίκνωσης των κρατικών κονδυλίων που αφορούν στην κάλυψη ακόμη και στοιχειωδών κοινωνικών αναγκών, σε συνδυασμό με μια πολύμορφη χρηματοδότηση του κεφαλαίου στο όνομα της ανάπτυξης. Αλλωστε, ο κρατικός προϋπολογισμός είναι εργαλείο αναδιανομής σε όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος του λαού.

Την ίδια ώρα, υπό διαμόρφωση και στα παζάρια με τους δανειστές του ελληνικού κράτους βρίσκεται το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2017 - 2020, δηλαδή ο πολυετής προϋπολογισμός των κυβερνήσεων και του εγχώριου κεφαλαίου, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της δημοσιονομικής διαχείρισης. Ηδη η συζήτηση και το ενδιαφέρον περιστρέφονται πλέον στο εύρος των αντιλαϊκών μέτρων, μόνιμου χαρακτήρα και «επαναλαμβανόμενης απόδοσης», που θα εφαρμόζονται από το 2018, ενώ βέβαια ορθάνοιχτο παραμένει και το ενδεχόμενο της εφαρμογής τέτοιων μέτρων από το 2017, ταυτόχρονα και σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες δημοσιονομικές παρεμβάσεις.

Σε αυτό το πλαίσιο, τα αστικά επιτελεία, προετοιμάζοντας το έδαφος, διατυπώνουν ενστάσεις και βάζουν σειρά από «αστερίσκους», τόσο σε ό,τι αφορά την επίτευξη των επίσημων εκτιμήσεων σχετικά με τους ρυθμούς ανάκαμψης, όσο και τις άλλες παραμέτρους του κρατικού προϋπολογισμού. Ουσιαστικά, ομολογούν ότι ανεξάρτητα από την όποια εξέλιξη του παραγόμενου ΑΕΠ και της οικονομικής δραστηριότητας (πτώση, στασιμότητα ή ανάκαμψη), τα επόμενα αντιλαϊκά μέτρα και οι αναδιαρθρώσεις αποτελούν το μονόδρομο για το εγχώριο κεφάλαιο και για την εφαρμοζόμενη πολιτική.

Μεταξύ άλλων:

  • Το Γραφείο του Προϋπολογισμού του κράτους στη Βουλή, στην έκθεση για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2017, επισημαίνει: «Πολλά θα εξαρτηθούν από την εξέλιξη του Ασφαλιστικού, η διατηρησιμότητα του οποίου, σύμφωνα με πολλές εκτιμήσεις, δεν έχει διασφαλιστεί, παρά τις τελευταίες αλλαγές», ενώ, όπως τονίζει, «η δαπάνη για συντάξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι πολύ υψηλότερη από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ». Δείχνοντας στην κατεύθυνση νέων δραστικών περικοπών στα προνοιακά επιδόματα, επισημαίνει ότι δεν έχει εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση για το «κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης» από το 2018. Να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο ζήτημα βρίσκεται στο τραπέζι των συζητήσεων συγκυβέρνησης - κουαρτέτου.

Σε σχέση με τον προβλεπόμενο ρυθμό ανάκαμψης (2,7%), τονίζεται ότι οι κρίσιμες προβλέψεις, «όπως, για παράδειγμα, ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ, εξαρτώνται από αρκετούς όρους, έτσι ώστε η πραγματοποίησή τους να είναι επερωτήσιμη».

  • Την ίδια ώρα, το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ) διατυπώνει σειρά επιφυλάξεων σχετικά με την πορεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού για το 2017, ενώ από τη σκοπιά του εγχώριου κεφαλαίου ασκεί κριτική στα νέα φορολογικά μέτρα, επισημαίνοντας ότι «δεν προάγουν τον κύριο στόχο, που θα πρέπει να είναι η επαναφορά της οικονομίας σε αναπτυξιακή τροχιά».

Σύμφωνα με το ΕΔΣ:

-- «Γενικά, η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του 2017 εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από μια σειρά προϋποθέσεων και συνθηκών, οι περισσότερες από τις οποίες, προς το παρόν, δεν έχουν διασφαλισθεί».

«Υπάρχουν επιφυλάξεις τόσο για το ύψος της ανόδου του ΑΕΠ και της ιδιωτικής κατανάλωσης, όσο και για την άνοδο των τιμών και της απασχόλησης».

«Η επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου για το 2017 βασίζεται κατά 80% στην αύξηση των εσόδων και μόνο κατά 20% στη συγκράτηση των δαπανών» και μάλιστα «με δεδομένη την αίσθηση της "υπερφορολόγησης", που ενδέχεται να λειτουργήσει ως αντικίνητρο για εργασία και επιχειρηματικότητα».

-- Υπάρχει ανησυχία για το κατά πόσον η ρύθμιση των «κόκκινων» τραπεζικών δανείων θα αναδείξει αυξημένες καταπτώσεις εγγυήσεων από δάνεια εγγυημένα από το ελληνικό Δημόσιο.

-- Δεν είναι προβλέψιμο το πώς η μετάβαση στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) θα επηρεάσει την εισπραξιμότητα των ασφαλιστικών εισφορών και τον έλεγχο των αντίστοιχων δαπανών (συντάξεις και λοιπές παροχές).

-- Η δυνατότητα είσπραξης των σημαντικά αυξημένων εσόδων από τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων, τον ΦΠΑ και τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης, συναρτάται απόλυτα από την πραγμάτωση των αισιόδοξων μακροοικονομικών προβλέψεων.

Παράλληλα, το ΕΔΣ τονίζει ότι για άλλη μια χρονιά η κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής «παραμένει έντονα περιοριστική», προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα, και ακόμη ότι τα περιθώρια αποκλίσεων από την εκτέλεση του προϋπολογισμού είναι πολύ μικρά.

Ο ΣΕΒ για το «διά ταύτα»

Παίρνοντας τη «σκυτάλη», ο ΣΕΒ, σε προχτεσινό δελτίο, χαρακτηριστικά τονίζει: «Η διάρθρωση της φορολογίας πρέπει να αναθεωρηθεί, με το φορολογικό βάρος να κατανέμεται σε περισσότερους ώμους, παίρνοντας λίγα από πολλούς και όχι πολλά από λίγους. Προς αυτή την κατεύθυνση, επιβάλλεται η μείωση του αφορολόγητου, των φορολογικών συντελεστών στο φόρο νομικών προσώπων και του μη μισθολογικού κόστους».

Ο ΣΕΒ ανοιχτά και προκλητικά βάζει ζήτημα μείωσης των φόρων, τόσο στα επιχειρηματικά κέρδη όσο και στο «μη μισθολογικό κόστος» (δηλαδή, στις ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλει η εργοδοσία), δηλαδή μέτρα μείωσης της τιμής της εργατικής δύναμης και με αρνητικές επιπτώσεις στο ασφαλιστικό σύστημα. Μάλιστα, αξιώνουν οι εν λόγω απώλειες για το κρατικό ταμείο να φορτωθούν και πάλι στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων, με νέα μέτρα και συγκεκριμένα με την παραπέρα μείωση του αφορολόγητου ορίου στους μισθωτούς και συνταξιούχους και κατάργηση της έκπτωσης φόρου κάποιων από τις λαϊκές δαπάνες που έχουν ακόμη απομείνει, (π.χ. Υγεία).

Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, προκειμένου να «καμφθούν» οι αβεβαιότητες των «αγορών» και των «επενδυτών» και «προεξοφλώντας δυναμικά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής, η κυβέρνηση θα μπορούσε άμεσα να προχωρήσει μέχρι και σε πλήρη άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και μείωση κάποιων εμβληματικών φορολογικών συντελεστών». Σε αυτό το πλαίσιο, φέρνουν στο προσκήνιο και την άμεση μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης του εγχώριου κεφαλαίου. Οπως τονίζουν, με το κλείσιμο της «αξιολόγησης», σε συνδυασμό και με τα άλλα βήματα του «οδικού χάρτη», «θα δοθεί το σήμα που αναμένουν οι αγορές για ανάκαμψη των χρηματοδοτικών ροών και των επενδύσεων χαρτοφυλακίου, που αφορούν στις προοπτικές των ελληνικών επιχειρήσεων και των τραπεζών, και, σε εύλογο χρονικό διάστημα, του ελληνικού Δημοσίου, με τις αγορές να προεξοφλούν την αποκατάσταση συνθηκών εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας».

Σε αυτό το πλαίσιο, το «success story», που πλασάρουν η συγκυβέρνηση και το εγχώριο κεφάλαιο, έχει ως όρο και προϋπόθεση την κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής με διαδοχικά μέτρα.

Η όποια ανάκαμψη δεν θα ανακουφίσει καθόλου το λαό, αφού αυξάνονται τα αντιλαϊκά μέτρα

Οι νέες «δημοσιονομικές παρεμβάσεις» για τα έτη 2016 - 2017 υπολογίζονται σε 4 δισ. ευρώ και αποτελούνται από μόνιμα αντιλαϊκά μέτρα, με αντίστοιχη απόδοση σε ετήσια βάση από το 2017 και βέβαια για τα επόμενα χρόνια.

Από τη μια πλευρά κι ενώ ο εκτιμώμενος ρυθμός οικονομικής ανάκαμψης για το 2017 διαμορφώνεται σε 2,7%, την ίδια ώρα η απόδοση των αντιλαϊκών μέτρων της επόμενης χρονιάς είναι υπερτριπλάσια σε σχέση με αυτά του 2016 (1,41 δισ. ευρώ), τα οποία βέβαια διατηρούνται «μέχρι κεραίας», όπως και το σύνολο των παρεμβάσεων που κλιμακώθηκαν, στο πλαίσιο και των τριών μνημονίων. Σε αυτό το πλαίσιο, το καθαρό ταξικό πρόσημο του νέου κρατικού προϋπολογισμού υπέρ του εγχώριου κεφαλαίου, οι προβλέψεις του και τα αντιλαϊκά μέτρα που περιλαμβάνει, αποδεικνύουν ανάγλυφα τον απόλυτα ψευδεπίγραφο χαρακτήρα της «επιχειρηματολογίας» της συγκυβέρνησης περί... «δίκαιης ανάπτυξης», αλλά και τον κάλπικο χαρακτήρα της προπαγάνδας της κυβέρνησης, και συνολικά των αστικών επιτελείων, ότι η επάνοδος σε ρυθμούς καπιταλιστικής ανάκαμψης θα φέρει τάχα ανακούφιση στο λαό.

Υπενθυμίζεται ότι από την 1η Γενάρη 2017, μεταξύ άλλων, αυξάνονται τα χαράτσια ή επιβάλλονται νέα στις παρακάτω κατηγορίες:

  • Σταθερή τηλεφωνία. Επιβάλλεται νέο φορολογικό τέλος 5% σε κάθε λογαριασμό, επί των καθαρών (προ ΦΠΑ) τιμολογίων. Πάνω σε αυτό θα φορτώνεται και ο ΦΠΑ, με την τελική επιβάρυνση να υπολογίζεται κοντά στο 6%.
  • Καύσιμα κίνησης. Ο ΕΦΚ στη βενζίνη θα αυξηθεί κατά 3 λεπτά το λίτρο, από τα 0,67 στα 0,70 ευρώ το λίτρο.
  • Ανατιμήσεις στον καφέ. Επιβάλλεται ΕΦΚ, με αποτέλεσμα να επιβαρύνει τις λιανικές τιμές από 10% μέχρι 20%, ανάλογα με την κατηγορία.
  • ΦΠΑ στα νησιά. Στο τέλος του έτους, καταργείται η έκπτωση 30% του ΦΠΑ που έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα σε ορισμένα από αυτά.
  • Ανατιμήσεις στα τσιγάρα. Αυξάνονται οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης στα τσιγάρα και τα λοιπά προϊόντα καπνού, με την αναμενόμενη αύξηση των λιανικών τιμών να ξεπερνά το 0,50 ευρώ στο πακέτο.
  • Χαράτσι στα ηλεκτρονικά τσιγάρα. Επιβάλλεται ΕΦΚ στα υγρά που χρησιμοποιούνται στα ηλεκτρονικά τσιγάρα. Το ύψος του νέου φόρου θα είναι 10 λεπτά ανά ml υγρού.
ΕΕ - ΟΥΚΡΑΝΙΑ - ΡΩΣΙΑ
Γενικότερες επιδιώξεις και οξύτατες αντιθέσεις με αφορμή την Ενέργεια

Φωτογραφία από τα εγκαίνια του «Nord Stream Ι», που συνδέει τη Ρωσία με τη Γερμανία. Τα σχέδια για έναν δεύτερο αγωγό που θα παρακάμπτει την Ουκρανία φουντώνουν τις αντιπαραθέσεις εντός της ΕΕ
Φωτογραφία από τα εγκαίνια του «Nord Stream Ι», που συνδέει τη Ρωσία με τη Γερμανία. Τα σχέδια για έναν δεύτερο αγωγό που θα παρακάμπτει την Ουκρανία φουντώνουν τις αντιπαραθέσεις εντός της ΕΕ
Στην υπογραφή νέου μνημονίου δεκαετούς διάρκειας για μια «Στρατηγική Ενεργειακή Eταιρική Σχέση» προχώρησαν, την περασμένη Πέμπτη, η ΕΕ και η Ουκρανία, με στόχο, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται στη σχετική ανακοίνωση, «την ενδυνάμωση της ενεργειακής συνεργασίας μεταξύ των δύο πλευρών». Η νέα συμφωνία, ή μάλλον η επικαιροποίηση της προηγούμενης που είχε υπογραφεί μεταξύ τους το 2005, προβλέπει τη διεύρυνση της ενεργειακής εταιρικής σχέσης ΕΕ - Ουκρανίας σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των τομέων «της ενεργειακής επάρκειας και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας», ενώ παράλληλα στοχεύει «στη δημιουργία μεγαλύτερης ασφάλειας στους επενδυτές».

Η τελευταία επισήμανση είναι ξεκάθαρη σε ό,τι αφορά τους ευρωπαϊκούς μονοπωλιακούς ομίλους του ενεργειακού τομέα και τη διασφάλιση της θέσης τους ή την ανάπτυξη επενδύσεων στον τομέα Ενέργειας και τη σχέση του με την Ουκρανία. Ο Σλοβάκος αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μ. Sefcovic, αρμόδιος για θέματα Ενέργειας, ήταν κατηγορηματικός και ξεκάθαρος σε ό,τι αφορά τις επιδιώξεις της ΕΕ αναφορικά με τη διατήρηση από την Ουκρανία του διαμετακομιστικού της ρόλου στη μεταφορά σημαντικών ποσοτήτων ρωσικού φυσικού αερίου στην ευρωπαϊκή αγορά.

Οπως είπε συγκεκριμένα «η Ουκρανία υπήρξε επί μακρόν στρατηγικός ενεργειακός εταίρος της ΕΕ. Ηταν μία αξιόπιστη χώρα μεταφοράς του ρώσικου φυσικού αερίου ακόμη και κατά τη διάρκεια ταραγμένων περιόδων. Θέλουμε να διατηρήσουμε την Ουκρανία ως μία σημαντική χώρα μεταφοράς (ρώσικου φυσικού αερίου) και στο μέλλον. Η Ουκρανία υποστηρίζει απόλυτα την Ενεργειακή Ενωση της ΕΕ και επιθυμεί να είναι στρατηγικός εταίρος στην εφαρμογή της. Τώρα είναι η στιγμή να διευρύνουμε τη συνεργασία μας και να προσελκύσουμε περισσότερες επενδύσεις σε όλους τους διαφορετικούς κλάδους του ενεργειακού τομέα».

Βεβαίως, το ζήτημα δεν είναι στενά οικονομικό, ούτε μόνο στενά ζήτημα εξασφάλισης ενεργειακής ασφάλειας της ΕΕ. Εχει άμεση σχέση με την Ανατολική Εταιρική Σχέση, που έχει συγκροτήσει η ΕΕ με κράτη της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, σ' αυτήν εντάσσεται και η Ουκρανία, επομένως έχει σχέση με τη διείσδυση των ευρωενωσιακών μονοπωλίων σ' αυτά τα κράτη, στα οποία διεκδικούν να διεισδύσουν και ρωσικά μονοπώλια. Ας μην ξεχνάμε ότι μετά από μια τέτοια Σύνοδο ξέσπασε η κρίση στην Ουκρανία με τα σημερινά αποτελέσματα. Η ΕΕ με αυτό το μνημόνιο λοιπόν στηρίζει την Ουκρανία κόντρα στη Ρωσία, έχοντας ως στόχο την ανάπτυξη της δράσης του ευρωενωσιακού κεφαλαίου γενικότερα, και πέρα από την Ουκρανία.

Γεωστρατηγικό το ζήτημα

Παράλληλα χτες, μία μέρα μετά την υπογραφή της συμφωνίας με την Ουκρανία, ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής, M. Sefcovic, ταξίδεψε στη Μόσχα όπου συναντήθηκε με τον υπουργό Ενέργειας της Ρωσίας, Al. Novac. Οπως μετέδωσε το ρώσικο ειδησεογραφικό πρακτορεία «ΤASS», οι δύο πλευρές συμφώνησαν να προχωρήσουν σε τριμερή συνάντηση με τη συμμετοχή και της Ουκρανίας, με αποκλειστικό θέμα συζήτησης το φυσικό αέριο και τη μεταφορά του στην Ευρώπη. Αλλωστε, η Ουκρανία αποτελεί ενδιάμεσο κρίκο στη μεταφορά ρωσικού αερίου στην ΕΕ, αφού αγωγός μεταφοράς του περνά από το έδαφός της, ενώ εξαρτάται και η ίδια από το ρωσικό αέριο, δεν έχει δικό της.

Ο Ρώσος υπουργός Ενέργειας δήλωσε ότι βασικό θέμα της συνάντησης θα είναι «η αξιόπιστη μεταφορά φυσικού αερίου στην Ευρώπη κατά τη χειμερινή περίοδο, με δεδομένο ότι ξεκίνησε νωρίτερα και ο χειμώνας αναμένεται ιδιαίτερα ψυχρός».

Σημασία είχε και η δήλωση του Επιτρόπου Ενέργειας της ΕΕ ο οποίος υπογράμμισε ότι Ρωσία, Ουκρανία και ΕΕ έχουν αμοιβαίο συμφέρον, προσβλέποντας στην ενίσχυση της δράσης και των κερδών των ευρωενωσιακών επιχειρηματικών ομίλων στον τομέα του αερίου, αλλά εξασφαλίζοντας, ταυτόχρονα, Ενέργεια για τους ενεργοβόρους επιχειρηματικούς ομίλους της ΕΕ, την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας κ.λπ.

Πρόσθεσε ακόμη ότι «ΕΕ και Ρωσία είναι αλληλεξαρτημένες στα ενεργειακά ζητήματα. Η ΕΕ είναι βασικός εξαγωγικός προορισμός των στερεών καυσίμων της Ρωσίας, πληρώνει στην ώρα της και πληρώνει με "σκληρό νόμισμα". Επίσης, θέλει να συνεχίσει να αγοράζει και στο μέλλον ρωσικό φυσικό αέριο».

Η επισήμανση του Σλοβάκου Επιτρόπου περί «αξιοπιστίας» της Ουκρανίας ως χώρας μεταφοράς ρωσικού φυσικού αερίου έχει όπως έχουμε πει σχέση με την Ανατολική Εταιρική Σχέση της ΕΕ. Υπάρχει, επίσης, ένα ζήτημα που σχετίζεται με το ρωσικό φυσικό αέριο για την Ουκρανία, γύρω από το οποίο φαίνεται να έχει εκδηλωθεί όξυνση των σχέσεων της αστικής τάξης της Ρωσίας με αυτήν της Ουκρανίας, σύγκρουση μεταξύ τους με το θέμα των τιμών προμήθειας του ρωσικού φυσικού αερίου στην εσωτερική ουκρανική αγορά, αλλά και το γεγονός ότι η Ουκρανία είναι «κακοπληρωτής». Και γι' αυτό, η Ρωσία της κόβει την τροφοδοσία σε αέριο, με αποτέλεσμα να έχει ενεργειακή ανεπάρκεια. Αυτό εμφανίστηκε, για παράδειγμα, μετά τη λεγόμενη ουκρανική «πορτοκαλί επανάσταση» το 2004, ή το Γενάρη του 2007. Αυτό έχει σαν συνέπεια τη μείωση παροχής ρωσικού φυσικού αερίου μέσω Ουκρανίας προς τις αγορές της ΕΕ, και γινόταν με απόφαση της ουκρανικής κυβέρνησης. Η ουσία είναι ότι η Ουκρανία ως γεωστρατηγικό σημείο είναι πεδίο οξυμένων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών μεταξύ ΕΕ - Ρωσίας και ΗΠΑ - Ρωσίας. Και τα δύο αυτά παραδείγματα αλλά και η τωρινή ουκρανική κρίση αυτό δείχνουν. Αρα το πρόβλημα δεν είναι τόσο οι τιμές του αερίου, ούτε ότι η Ουκρανία είναι «κακοπληρωτής», αυτό είναι το πρόσχημα. Το κύριο είναι η επιδίωξη ΕΕ και ΗΠΑ να προωθήσουν τα συμφέροντα των μονοπωλίων τους σε όλα τα εδάφη των κρατών της πρώην ΕΣΣΔ πολιορκώντας τη Ρωσία, μην αφήνοντας ζωτικό χώρο για τα δικά της μονοπώλια. Και το κάνουν επίσης πολιτικοστρατιωτικά με το ΝΑΤΟ.

Εντεινόμενη διαπάλη

Σε ό,τι έχει σχέση ιδιαίτερα με το αέριο, μετά την αντεπανάσταση, τη διάλυση της ΕΣΣΔ και τη δημιουργία ξεχωριστών καπιταλιστικών κρατών η Ρωσία κάνει εξαγωγές φυσικού αερίου σε τιμές διεθνούς αγοράς στο πλαίσιο, βεβαίως, του ανταγωνισμού. Ετσι έγιναν και οι αγωγοί μέσω Ουκρανίας προς τη Δύση. Η ουκρανική πλευρά διεκδικούσε και δικά της οφέλη απ' αυτό, υποστηρίζοντας ότι δικαιούται την είσπραξη δασμών μεταφοράς του φυσικού αερίου μέσα από το έδαφός της. Η ενδοαστική αυτή αντιπαράθεση οδήγησε την «Gazprom» στη μείωση των ποσοτήτων φυσικού αερίου που έστελνε μέσω του ουκρανικού δικτύου στο ύψος των ποσοτήτων που προέβλεπαν τα σχετικά συμβόλαια με την Ουκρανία. Από την άλλη, η Ουκρανία διατηρούσε τις ποσότητες που αυτή επιθυμούσε μειώνοντας αντίστοιχα τις ποσότητες προς τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη. Βεβαίως, εκτός της μεταφοράς αερίου μέσω Ουκρανίας υπάρχει και ο Βόρειος Αγωγός («Nord Stream), υποθαλάσσιος στη Βόρεια Θάλασσα που μεταφέρει αέριο στη Γερμανία και από τη Γερμανία σε άλλα κράτη.

Μετά την ουκρανική κρίση, η Ρωσία αναζητά άλλους δρόμους μεταφοράς αερίου στις ευρωπαϊκές αγορές. Είχε προτάξει το Νότιο Αγωγό, «South Stream», ο οποίος ναυάγησε με παρέμβαση της Κομισιόν στο όνομα αναζήτησης πολλαπλών ενεργειακών πηγών. Στην ουσία, έγινε μετά από παρέμβαση των ΗΠΑ κόντρα στη Ρωσία και με σχεδιασμό προώθησης φυσικού αερίου από τη Μεσόγειο στην Ευρώπη, αφού σ' αυτό δραστηριοποιούνται αμερικανικοί επιχειρηματικοί όμιλοι.

Ρωσία, Γερμανία προχωρούν σχεδιασμό για την κατασκευή νέου σύγχρονου βόρειου αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου του «Nord Stream II» που θα καταλήγει επίσης στη Γερμανία. Παράλληλα, επιθυμούν και μία νότια όδευση, η οποία φαίνεται να προωθούν μέσω Τουρκίας.

Με δεδομένη την υπογραφή του μνημονίου ΕΕ - Ουκρανίας και τη συνάντηση του Σλοβάκου Επιτρόπου με τον Ρώσο υπουργό Ενέργειας φαίνεται ότι η Κομισιόν δεν βλέπει με καλό μάτι έναν νέο αγωγό στη Γερμανία και τη Γερμανία ως κράτος από το οποίο θα εξαρτάται ενεργειακά η ευρωπαϊκή αγορά. Φαίνεται, λοιπόν, να εκφράζεται ενδοαστική διαπάλη με αφορμή την Ενέργεια και στο εσωτερικό της ΕΕ, αλλά ακόμη και στο εσωτερικό της ίδιας της Γερμανίας, παρά το γεγονός ότι οι κυρίαρχες αστικές δυνάμεις στο εσωτερικό της ισχυρότερης οικονομίας της ΕΕ επιθυμούν τη συνέχιση και ολοκλήρωση του αγωγού. Πρόσφατα, στον γερμανικό Τύπο εμφανίστηκε ρεπορτάζ σύμφωνα με το οποίο το CDU, το κόμμα που ηγείται η Μέρκελ, και οι «Πράσινοι» της Γερμανίας αντιτάσσονται στον αγωγό «Nord Stream II», τον οποίο στηρίζουν οι Σοσιαλδημοκράτες. Αλλωστε, αυτοί επιμένουν και στην άρση των κυρώσεων στη Ρωσία. Λέγεται ότι η ολοκλήρωση αυτού του αγωγού με χωρητικότητα άνω των 110 δισ. κ.μ. θα καταστήσει τη Γερμανία βασικό κόμβο μεταφοράς φυσικού αερίου στην υπόλοιπη Ευρώπη, άρα αναβαθμίζονται τα γερμανικά μονοπώλια Ενέργειας. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε το βασικό λόγο επιμονής της ΕΕ με την Ουκρανία, όπως τον έχουμε εξηγήσει πιο πάνω.

Την ίδια ώρα, τόσο η Ουκρανία όσο και άλλες χώρες της Αν. Ευρώπης - κατά κύριο λόγο Πολωνία και οι Βαλτικές - είχαν ταχθεί και συνεχίζουν να τάσσονται σθεναρά ενάντια στην κατασκευή τόσο του «Nord Stream ΙΙ» όσο και του «South Stream», επικαλούμενες μια σειρά λόγους, μεταξύ των οποίων και η υπονόμευση της Ουκρανίας. Από την άλλη πλευρά, η Ιταλία ανοιχτά τάσσεται υπέρ της κατασκευής του «Νότιου Αγωγού», έχοντας από κοντά και την Ελλάδα, ενώ ενδιαφέρον θα έχει να δούμε εάν θα υπάρξει αλλαγή της στάσης της Βουλγαρίας στο ζήτημα μετά την ανάδειξη νέου Προέδρου στη χώρα, που φέρεται να είναι πιο φιλικός προς τη Μόσχα.

Εν κατακλείδι, παρά τα όσα αναφέρονται στο «μνημόνιο ενεργειακής συνεργασίας» με την Ουκρανία και τις δημόσιες δηλώσεις αξιωματούχων της ΕΕ που ακολούθησαν, κάθε άλλο παρά «ενιαία» στάση κρατούν στο θέμα οι άμεσα ενδιαφερόμενες ευρωπαϊκές χώρες.

Βεβαίως, εκτός από την όξυνση των ανταγωνισμών, ό,τι και αν γίνει, χαμένοι βγαίνουν οι εργαζόμενοι, οι λαοί, και επειδή από τα κέρδη των μονοπωλίων δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν, αλλά και επειδή θα αγοράζουν ακριβά την Ενέργεια. Ενώ η Ουκρανία ως πεδίο ανταγωνισμών συνεχίζει να αποτελεί παράγοντα που εγκυμονεί κινδύνους για ιμπεριαλιστικό πόλεμο, άρα καταστροφή για τους λαούς.


Φ. Κ.

ΓΑΛΛΙΑ
Προς αναζήτηση κατάλληλων εκπροσώπων της πλουτοκρατίας

Ο β' γύρος των προκριματικών εκλογών για το προεδρικό χρίσμα στους Ρεπουμπλικάνους, που γίνεται αύριο, είναι ενδεικτικό στοιχείο των ενδοαστικών διεργασιών

Φρανσουά Φιγιόν (αριστερά) και Αλέν Ζιπέ στο προχτεσινοβραδινό ντιμπέιτ

AFP or licensors

Φρανσουά Φιγιόν (αριστερά) και Αλέν Ζιπέ στο προχτεσινοβραδινό ντιμπέιτ
Ο β' γύρος των προκριματικών εκλογών που γίνεται αύριο για την ανάδειξη του προεδρικού υποψηφίου των Ρεπουμπλικάνων αναμένεται να προσφέρει νέα στοιχεία για την κατανόηση των διεργασιών στον εσωτερικό πολιτικό χάρτη της Γαλλίας. Η πρωτιά του Φρανσουά Φιγιόν στον α' γύρο (με δεύτερο τον πρώην πρωθυπουργό Αλέν Ζιπέ και τρίτο τον πρώην Πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί), διαψεύδοντας αρκετά προγνωστικά, συνδέθηκε από πολλούς ακόμα και με την πρόσφατη ανάδειξη του Ντόναλντ Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ, εξαιτίας της διάθεσης (υπό όρους βέβαια) επαναπροσέγγισης με τη Ρωσία που και οι δύο υποστηρίζουν.

Σίγουρα, χρειάζεται μεγάλη προσοχή, ώστε να μην εξισώνονται καταστάσεις και να μη βγαίνουν βιαστικά συμπεράσματα, έξω από το σύνθετο πλαίσιο που διαμορφώνουν οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις που βαθαίνουν στο φόντο των δυσκολιών ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας, οι συνέπειες της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης που μεγαλώνει τις αποστάσεις και ανάμεσα σε ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ευνοώντας, ταυτόχρονα, νέες «συγκλίσεις» και συμμαχίες, που μέχρι πριν από λίγο καιρό μπορεί σε κάποιους να έμοιαζαν ...απίθανες.

Οι ενδοαστικές διεργασίες στη Γαλλία που βρίσκονται σε εξέλιξη εδώ και καιρό, είναι ενταγμένες στην ευρύτερη όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, εκδηλώνονται σε μια περίοδο που ισχυρά ιμπεριαλιστικά κέντρα επανεξετάζουν την τακτική ή τις προτεραιότητές τους όσον αφορά τις οικονομικές και γεωπολιτικές τους συνεργασίες.

Την ανάγκη η Γαλλία να επανεξετάσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία την έχει επισημαίνει ακόμα και ο ίδιος ο σημερινός σοσιαλδημοκράτης Πρόεδρος της χώρας, Φρανσουά Ολάντ, που κατά καιρούς έχει επιλέξει κινήσεις, με ειδικό συμβολισμό. Για παράδειγμα, μετά τις πολύνεκρες επιθέσεις στο Παρίσι, τον περσινό Νοέμβρη, είχε επισκεφτεί την Ουάσιγκτον αλλά και τη Μόσχα, σε μια προσπάθεια για έναν ευρύτερο αντιτρομοκρατικό «συντονισμό».

Επίσης, το ακροδεξιό «Εθνικό Μέτωπο» της Μαρίν Λεπέν - που παραμένει πρώτο στις δημοσκοπήσεις για τις προεδρικές εκλογές της επόμενης άνοιξης, στις 23 Απρίλη 2017 - έχει θέσει από καιρό την ανάγκη η χώρα να προχωρήσει σε άλλη σχέση με το ΝΑΤΟ, προτείνοντας αποχώρηση από την κοινή στρατιωτική διοίκηση που θα συνδυαστεί με «προσφορά στη Ρωσία μιας στρατηγικής συμμαχίας δομημένης πάνω στον πλήρη στρατιωτικό και ενεργειακό συνεταιρισμό, την απόρριψη του πολέμου ως τρόπου παρέμβασης και στήριξης του διεθνούς δικαίου. Από κοινού, πρόταση προς τη Γερμανία για συνεργασία διαμόρφωσης της τριμερούς συμμαχίας Παρισιού - Βερολίνου - Μόσχας» (σ.σ. από το πρόγραμμα του «Μετώπου»).

Ζητούμενο το βαθύτερο «μπάσιμο» της Γαλλίας στη Μ. Ανατολή

Η υποψηφιότητα Φιγιόν έρχεται να καταγράψει αυτόν ακριβώς τον προβληματισμό ισχυρής μερίδας του γαλλικού κεφαλαίου, για την αξία η Γαλλία να αναπροσαρμόσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία.

Αρθρογραφώντας στο πολιτικό περιοδικό «Μαριάν» τον περασμένο Απρίλη, ο Φιγιόν σημείωνε ότι «ο ιδεαλισμός μας (σ.σ. Γαλλίας και Δύσης γενικά) τύφλωσε το γεωπολιτικό ρεαλισμό μας και βασιστήκαμε σε μια γρήγορη ήττα του Μπασάρ αλ-Ασαντ», συμπληρώνοντας: «Εδώ και τρία χρόνια, λέω και ξαναλέω ότι, καθιστώντας την αποχώρηση Ασαντ προτεραιότητά μας, αφήσαμε το Ισλαμικό Κράτος να κερδίσει έδαφος και χάσαμε την ευκαιρία να οικοδομήσουμε έναν αληθινά διεθνή συνασπισμό». Ενώ, προκρίνοντας την ακόμα ενεργότερη εμπλοκή του γαλλικού ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή, εξήγησε ποιες θεωρεί πιο ωφέλιμες συνεργασίες για την ντόπια πλουτοκρατία: «Εδώ και τρία χρόνια επισημαίνω ότι οι εναέριοι βομβαρδισμοί μας δεν μπορούν να κάνουν τη διαφορά χωρίς χερσαίες δυνάμεις ικανές να πολεμήσουν τους τζιχαντιστές. Στο έδαφος, ο συριακός κυβερνητικός στρατός μάς είναι απαραίτητος, καθώς οι άλλες δυνάμεις δε θα φτάσουν (στις συγκεκριμένες ζώνες) μόνες...». Και σε αυτήν τη βάση, εκτιμά τις επιλογές της Μόσχας, προτρέποντας στα εξής: «Σε αυτό το πλαίσιο, μόνο μια δύναμη φάνηκε ρεαλίστρια: η Ρωσία. Το ότι η Μόσχα έχει ιδιαίτερα συμφέροντα στην περιοχή, είναι προφανές. Αλλά ποιος δεν έχει στη Μέση Ανατολή;... Για να ανακόψει την επέλαση του ΙΚ στη Συρία, ο Πούτιν χρησιμοποίησε ένα πραγματισμό ψυχρό, αλλά αποτελεσματικό... Η Ρωσία πέτυχε σε έξι μήνες αυτό που οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δεν κατάφεραν από το 2014, όταν ενεπλάκησαν σε αυτήν τη σύγκρουση. Θα ήταν λογικό να το αναγνωρίσουμε (αυτό) και να πάρουμε μαθήματα για το μέλλον μιας περιοχής που δεν θα μπορέσει να σταθεροποιηθεί χωρίς τη στρατιωτική και πολιτική συνεργασία όλων των δυνάμεων».

Αλλά και στην προχτεσινοβραδινή του τηλεοπτική αναμέτρηση με τον άλλο διεκδικητή του χρίσματος των Ρεπουμπλικάνων Αλέν Ζιπέ, ο Φιγιόν διευκρίνισε ότι «το συμφέρον της Γαλλίας δεν είναι προφανώς να αλλάξει συμμαχίες», χαρακτηρίζοντας, ωστόσο, «παράλογη» την πολιτική Ολάντ απέναντι στη Ρωσία. «Η Ρωσία είναι η μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο με πυρηνικά όπλα, άρα μια χώρα επικίνδυνη αν της συμπεριφερόμαστε όπως της συμπεριφερθήκαμε την τελευταία πενταετία (...) Αυτό που ζητώ είναι να δοκιμάσουμε γύρω από ένα τραπέζι με τους Ρώσους χωρίς να ζητήσουμε τη συμφωνία των ΗΠΑ και να επιδιορθώσουμε μια σχέση σε πλαίσιο εμπιστοσύνης, που επιτρέπει να συνδέσουμε τη Ρωσία με την Ευρώπη».

Να γίνει η Γαλλία «πρώτη ευρωπαϊκή δύναμη»

Στην ίδια συνέντευξη, ο Φιγιόν δεσμεύθηκε να προωθήσει μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν τη Γαλλία «την πρώτη ευρωπαϊκή δύναμη» σε διάστημα δέκα ετών.

Ξεκαθαρίζοντας ότι η αντεργατική επίθεση θα μπει σε νέα τροχιά κλιμάκωσης, παρά τις σκληρές ανατροπές που πέρασαν πρόσφατα με το «νόμο Κομρί», ο Φιγιόν στο πρόγραμμά του προτείνει μεταξύ άλλων:

  • «Να αφήσουμε στους μισθωτούς και τις εταιρείες την ελευθερία να συνάψουν συμφωνίες για τη διάρκεια του χρόνου εργασίας». Είναι, όπως λέει, υπέρ των συλλογικών διαπραγματεύσεων, μέσω των οποίων οι εργοδότες επιδιώκουν να επιβάλουν νέα επέκταση των περιθωρίων για «προσαρμογή» ωρών εργασίας και αμοιβών στις εκάστοτε ανάγκες του κεφαλαίου, ζήτημα το οποίο και στηρίζει. Στο όνομα της αύξησης των θέσεων εργασίας, προτείνει στο Δημόσιο να καταργηθεί και τυπικά το 35ωρο (όπου εξακολουθούσε να ισχύει ακόμα) και να θεσπιστούν οι 39 ώρες εργασίας τη βδομάδα, έτσι ώστε και στον ιδιωτικό τομέα «να μπορέσει να αναπτυχθεί η (επιχειρηματική) δραστηριότητα χωρίς νομικό ζουρλομανδύα», χωρίς δηλαδή περιορισμούς που θέτουν σήμερα ορισμένες ρυθμίσεις. Στόχος είναι να δοθεί ώθηση για ακόμα πιο ευέλικτες «συμφωνίες» εργασίας με βάση «τον ευρωπαϊκό κανόνα», αναφέρεται στο πρόγραμμα Φιγιόν, δηλαδή να αξιοποιηθεί το σύνολο των τερατουργημάτων που συνδιαμορφώνονται στις Βρυξέλλες (βλ. διευθέτηση του χρόνου εργασίας, στοχευμένη επέκταση μερικής απασχόλησης, ενεργός - ανενεργός χρόνος εργασίας).
  • «Επαναδιοργάνωση της εταιρείας όσον αφορά τις διαδικασίες των συλλογικών απολύσεων», ώστε να επιτραπεί στις εταιρείες «να διατηρηθούν κάνοντας προσαρμογές και να μείνουν ανταγωνιστικές». Στέλνει δηλαδή «σήμα» για περαιτέρω απελευθέρωση των απολύσεων, ώστε να ανταποκριθεί η «χώρα» (δηλαδή το ντόπιο κεφάλαιο) στα δεδομένα του πανευρωπαϊκού ανταγωνισμού και με το βλέμμα κυρίως στραμμένο στα γερμανικά μονοπώλια που διατηρούν το προβάδισμα.
  • Αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 65, εξίσωσή τους σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, πολύ πιο δυσμενή για τους απόμαχους της δουλειάς υπολογισμό των συντάξεων (με βάση την τελευταία 25ετία). Πρόκειται, βέβαια, για ανατροπές των οποίων η προώθηση έχει εδώ και χρόνια χαραχτεί στις Βρυξέλλες, αλλά σε κάθε χώρα η αστική τάξη επιλέγει την κατάλληλη στιγμή και το κατάλληλο προσωπικό για το πώς θα ολοκληρώσει την εφαρμογή τους, ανάλογα βέβαια και με τις αντιστάσεις που συναντά από το εργατικό - λαϊκό κίνημα.
  • «Εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών», μεταξύ άλλων, με μείωση μέχρι και κατά 500.000 των δημοσίων υπαλλήλων την επόμενη 5ετία. Στο ίδιο διάστημα, επιδιώκει και να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες κατά 110 δισ. ευρώ, όπως και να «μεταρρυθμίσει σε βάθος τη δημόσια διακυβέρνηση». Πρόκειται για ορολογία που η πείρα όλων των ευρωπαϊκών λαών δείχνει ότι παραπέμπει σε μεταφορά αρμοδιοτήτων στους φορείς της Τοπικής Διοίκησης, με νέους φόρους για τις λαϊκές - εργατικές οικογένειες, διείσδυση των εταιρειών σε ευαίσθητους τομείς όπως Πρόνοια, Υγεία, Παιδεία κ.τ.λ., επιδείνωση των παρεχόμενων υπηρεσιών με συνθήκες εργασίας επικίνδυνες και για το προσωπικό και για τους δημότες.
  • Αλλά και σε άλλους τομείς, όπως αυτός της ασφάλειας, ο Φιγιόν διακρίνεται για την αποφασιστικότητά του να προστατέψει τα συμφέροντα του κεφαλαίου, προτείνοντας η δημοτική αστυνομία να οπλοφορεί, να αυξηθούν κατά 15.000 οι θέσεις στις φυλακές στο πλαίσιο των ευρύτερων επιχειρήσεων «εξουδετέρωσης» επίδοξων «τρομοκρατών» κ.τ.λ.
Πολλές οι εναλλακτικές κατά των λαϊκών συμφερόντων

Φυσικά, η απόρριψη της «σκληρής» ατζέντας Φιγιόν σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να οδηγεί στη στήριξη του εσωκομματικού του «αντιπάλου», Αλέν Ζιπέ, που επίσης τάσσεται υπέρ «αξιόπιστων, βαθιών μεταρρυθμίσεων», δηλαδή αντιλαϊκών ανατροπών.

Γενικά, οι ενδοαστικές διεργασίες που δυναμώνουν ενόψει και των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία δείχνουν την «κινητικότητα» στο εσωτερικό της αστικής τάξης για το πώς θα βρεθεί ο πλέον κατάλληλος υπερασπιστής της, αποτυπώνει και αντιθέσεις στο εσωτερικό της για το ποιο είναι το πλέον κατάλληλο μείγμα διαχείρισης της σημερινής κατάστασης, σε ένα όλο και πιο σύνθετο ευρωπαϊκό και διεθνές πολιτικό σκηνικό. Σε αυτές τις συνθήκες, η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα της χώρας όχι μόνο δεν πρέπει να παγιδευτούν στα ψευτοδιλήμματα και τις εναλλακτικές που οι αστοί τους προσφέρουν, αλλά πρέπει να τραβήξουν το δικό τους δρόμο, ενάντια στα μονοπώλια και σε όσους τα υπηρετούν.


Α. Μ.

Διαπάλη σε φάση δυσκολιών καπιταλιστικής ανάκαμψης

Οι έντονες διεργασίες που προκαλούνται όχι μόνον σε σχέση με το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά και σε σχέση με τις ανακατατάξεις στο εσωτερικό των δύο μεγαλύτερων αστικών κομμάτων είναι σε άμεση συνάρτηση με τις εξελίξεις που παρατηρούνται στο οικονομικό επίπεδο.

Αλλωστε, η διαπάλη του Ντ. Τραμπ με την Χ. Κλίντον σε μεγάλο βαθμό αφορούσε τη μεγάλη δυσκολία ελεγχόμενης απαξίωσης του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου τόσο εντός όσο και εκτός των ΗΠΑ. Αφορά ακόμη και τη ρευστότητα που υπάρχει στο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον με τη διαφαινόμενη αμφισβήτηση π.χ. της ηγεμονίας των ΗΠΑ στην Ασία με αντίπαλον «δέος» την Κίνα (και μακροπρόθεσμα και την Ινδία) στην Ευρώπη με σαφή την κόντρα των Αμερικανών (και ορισμένων Ευρωπαίων) με τη Ρωσία, αλλά και στη Μέση Ανατολή όπου είναι σε εξέλιξη μία παρατεταμένη ενδοϊμπεριαλιστική κόντρα ιδιαίτερα ανάμεσα στις πετρελαιομοναρχίες του Κόλπου (που λογαριάζονται έως τώρα στενοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στην περιοχή) και το Ιράν.

Από την άλλη, την ώρα που η απερχόμενη κυβέρνηση του Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα θεωρεί «επιτυχία» την ανάσχεση της καταιγίδας των εκατοντάδων χιλιάδων απολύσεων που σημειώθηκαν με την έναρξη της καπιταλιστικής κρίσης το 2008, αποσιωπά ότι η πραγματική συμβολή του είναι η τεράστια ενίσχυση του κεφαλαίου για να αναπτυχθεί η καπιταλιστική οικονομία έστω και αν αυτή η ανάπτυξη δεν έχει δυναμική. Ο Πρόεδρος Ομπάμα αποσιωπά επίσης το γεγονός ότι η πολιτική του ενίσχυσε τις ταξικές ανισότητες, μείωσε το εργατικό εισόδημα. Και ενώ καυχιέται ότι μείωσε την ανεργία, στην ουσία το σύστημα καταγραφής των ανέργων τη συγκαλύπτει. Είναι πολύ μεγαλύτερη.

Ο δισεκατομμυριούχος Τραμπ, στο μεταξύ, που αναδείχθηκε στο ύπατο αξίωμα, εγκλωβίζοντας το λαό στη «λογική» των αστών για το πώς θα πρέπει να έρθει η καπιταλιστική ανάπτυξη, βγήκε νικητής υποσχόμενος διαφορετικό μείγμα διαχείρισης. Υποσχέθηκε «ανάπτυξη» μέσω της δημιουργίας περισσότερων θέσεων εργασίας από την επαναδιαπραγμάτευση περιφερειακών και διεθνών εμπορικών συμφωνιών όπως η συμφωνία «Διειρηνική Συμφωνία Εμπορίου» (ΤΡΡ) για την οποία είπε πως έχει ως προτεραιότητα να αποσύρει τη συμμετοχή των ΗΠΑ μέσα στις πρώτες μέρες της κυβέρνησής του «για να επιστρέψουν χιλιάδες θέσεις εργασίας».

Με αυτόν τον τρόπο και δη με μία γερή τόνωση του εκσυγχρονισμού των δημοσίων υποδομών, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος εκτιμά πως θα πείσει κάποια από τα αμερικανικά μονοπώλια που διαθέτουν μυθικά αποθέματα σε μετρητά να επενδύσουν παραγωγικά. Το εάν θα τα καταφέρει είναι ζήτημα που δεν εξαρτάται μόνον από τον ίδιο. Εξαρτάται, μεταξύ άλλων, και από τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων και την πορεία του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Αλλά ακόμη και αν γίνουν αυτά, και αν έρθει μεγαλύτερη ανάπτυξη, η εργατική τάξη όχι μόνο δεν θα ωφεληθεί, αλλά θα συνεχίσει να χάνει.

ΗΠΑ
Σε πλήρη εξέλιξη μετεκλογική ρευστότητα και ενδοαστικές διεργασίες

Η εκλογή Τραμπ έγινε και με τον εγκλωβισμό ενός σημαντικού μέρους της εργατικής τάξης στις λογικές των καπιταλιστών για την οικονομική ανάκαμψη

Copyright 2016 The Associated

Η εκλογή Τραμπ έγινε και με τον εγκλωβισμό ενός σημαντικού μέρους της εργατικής τάξης στις λογικές των καπιταλιστών για την οικονομική ανάκαμψη
Το εκλογικό αποτέλεσμα της 8ης Νοέμβρη στις ΗΠΑ δεν κατάφερε, όπως άλλωστε αναμενόταν, να καταλαγιάσει τις μεγάλες εντάσεις, τις κόντρες και το βαθύ διχασμό που έχουν ξεσπάσει ανάμεσα σε διαφορετικά τμήματα της αστικής τάξης καιρό πριν στηθούν οι κάλπες, δεδομένης της αδύναμης καπιταλιστικής ανάκαμψης από το 2008... Στην πραγματικότητα, έως σήμερα, η νίκη του δισεκατομμυριούχου Ντόναλντ Τραμπ εξακολουθεί να αμφισβητείται από ένα μέρος του αστικού πολιτικού συστήματος, συγκροτημάτων του Τύπου, μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας και του εκλογικού σώματος, ιδιαίτερα στις μεγαλουπόλεις της χώρας. Ετσι, δυόμιση βδομάδες μετά τις εκλογές, τίποτε δεν φαίνεται ξεκάθαρο. Ολα παραμένουν ρευστά και κυλούν σε ένα κλίμα γενικής αβεβαιότητας, θέτοντας επί τάπητος ορισμένα κεντρικά ζητήματα, όπως:

  • Την αλλαγή του εκλογικού συστήματος στις ΗΠΑ, με την κουβέντα να εντείνεται και γύρω από την κατάργηση, όπως λένε, του θεσμού του 538μελούς λεγόμενου «Κολεγίου των Εκλεκτόρων», που χαρακτηρίζεται πλέον από ένα τμήμα του πολιτικού κόσμου στις ΗΠΑ ως αναχρονιστικός θεσμός και είχε αμφισβητηθεί και από τον Ντόναλντ Τραμπ, προτού κερδίσει την πλειοψηφία των εκλεκτορικών ψήφων...
  • Την κλιμάκωση πιέσεων στο Κολέγιο των Εκλεκτόρων, προκειμένου τα μέλη του, και δη οι Ρεπουμπλικάνοι, να ψηφίσουν κατά συνείδηση, ώστε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας που θα γίνει στις 19 Δεκέμβρη να αντανακλά τις διαθέσεις των λεγόμενων λαϊκών ψήφων, που ανέδειξαν πρώτη με διαφορά άνω των 2.000.000 τη Δημοκρατική υποψήφια Χίλαρι Κλίντον! Ηδη υπάρχει κίνηση έξι εκλεκτόρων, που δηλώνουν πως θα ψηφίσουν κατά συνείδηση και δεν θα υπακούσουν στο εκλογικό αποτέλεσμα της πολιτείας τους, που έδωσε με ελάχιστη διαφορά το σύνολο των εκεί εκλεκτορικών ψήφων στον Ντ. Τραμπ.
  • Την επανακαταμέτρηση των ψήφων στις τρεις κρίσιμες πολιτείες Ουισκόνσιν, Πενσιλβάνια και Μίσιγκαν (μολονότι στο τελευταίο, όπου ο Τραμπ φαίνεται να προηγείται με λίγες χιλιάδες ψήφους διαφορά, ακόμη δεν έχει τελειώσει η πρώτη καταμέτρηση ψήφων!), καθώς μία ομάδα πανεπιστημιακών καθηγητών θεωρεί πιθανό το ενδεχόμενο δολιοφθοράς στα ηλεκτρονικά συστήματα ψηφοφορίας. Ο καθηγητής Πληροφορικής στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, Αλεξ Χάλτερμαν, για παράδειγμα, εκφράζει επιφυλάξεις για το εκλογικό αποτέλεσμα, διαπιστώνοντας, όπως λέει ο ίδιος, πως σε όσες κομητείες «κρίσιμων» πολιτειών υπήρχαν αυτοματοποιημένα ηλεκτρονικά συστήματα ψηφοφορίας, ο Τραμπ επικρατούσε με ελάχιστες ψήφους διαφορά, ενώ αντίθετα όπου υπήρχε ψηφοφορία με το κλασικό χάρτινο ψηφοδέλτιο προπορευόταν η Κλίντον. Από την άλλη, 143 Αμερικανοί ακαδημαϊκοί, με επιστολή τους στο Κογκρέσο, απαίτησαν τη διενέργεια έρευνας για το ενδεχόμενο χάκερ να αλλοίωσαν το εκλογικό αποτέλεσμα της 8ης Νοέμβρη.
Η κουβέντα για το Κολέγιο των Εκλεκτόρων

Οσον αφορά το θέμα της «κατά συνείδηση» ψήφου των 538 μελών του Κολεγίου των Εκλεκτόρων, η κουβέντα που έχει ανοίξει δεν είναι απλώς υπαινικτική, αλλά αρκετά τολμηρή, ώστε να προτείνει ακόμη και ανατροπή του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών! Είναι, για παράδειγμα, χαρακτηριστικό άρθρο του αμερικανικού συντηρητικού πολιτικού περιοδικού «The Atlantic» (ιδρύθηκε το 1857!) που δημοσιεύτηκε την περασμένη Τρίτη, με τον εύγλωττο τίτλο «Το Κολέγιο των Εκλεκτόρων δημιουργήθηκε για να σταματά άνδρες όπως ο Τραμπ από το να γίνουν πρόεδροι».

Στο άρθρο αυτό, ο Αμερικανός ακαδημαϊκός Πέτερ Μπέιναρντ σημειώνει ότι «η πραγματική εκλογή Προέδρου στις ΗΠΑ θα γίνει στις 19 Δεκέμβρη, οπότε ψηφίζουν οι εκλέκτορες κάθε πολιτείας», τονίζοντας ότι αν τότε οι εκλέκτορες αποφασίσουν ότι ο Τραμπ είναι ακατάλληλος για Πρόεδρος, μπορεί να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου και να αποσταθεροποιηθεί το αμερικανικό εκλογικό σύστημα «και να ξεσπάσει βία». Και ο αρθρογράφος σημειώνει: «Πρόκειται για μία τρομερή προοπτική. Ομως, η προοπτική μίας προεδρίας Τραμπ είναι επίσης τρομακτική, με πολλούς απαράμιλλους τρόπους και αυτό εξηγεί γιατί, για πρώτη φορά στη σύγχρονη αμερικανική ιστορία, υπάρχει εύλογα το ενδεχόμενο να πιεστούν οι εκλέκτορες να ψηφίσουν κατά συνείδηση».

Σε παρόμοιους τόνους κινήθηκε το ίδιο διάστημα και το αμερικανικό περιοδικό «Νewsweek», επισημαίνοντας την περασμένη βδομάδα: «Οι υποστηρικτές του Τραμπ ανατριχιάζουν όταν ακούν γκρίνιες για το Κολέγιο Εκλεκτόρων και πιθανώς θα έπρεπε. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι ο άνθρωπός τους νίκησε σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού, αλλά πολλοί άνθρωποι τώρα αναρωτιούνται γιατί οι Αμερικανοί παίζουν ακόμη αυτό το ανόητο παιχνίδι κάθε τέσσερα χρόνια. Η "Δημοκρατική" γερουσιαστής Μπάρμπαρα Μπόξερ από την Καλιφόρνια έχει φέρει στη Γερουσία νομοσχέδιο για την κατάργηση του Κολεγίου των Εκλεκτόρων, ενώ εδώ και βδομάδες οι αρθρογράφοι αποδομούν τον συγκεκριμένο θεσμό, θέτοντας μεταξύ άλλων και ερωτήματα, όπως: Γιατί να έχουμε ένα σύστημα που εξασφαλίζει ότι οι περισσότερες πολιτείες αγνοούνται στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ενώ αντίθετα λίγες ταλαντευόμενες πολιτείες να τραβούν όλη την προσοχή των υποψηφίων; Θα έπρεπε μία μειονότητα ψηφοφόρων να αποφασίζει ποιος θα γίνει Πρόεδρος; Υπάρχει κανένας τρόπος να φτιαχτεί αυτό το σύστημα πλην της συνταγματικής τροποποίησης;».

Η εκστρατεία για την επανακαταμέτρηση ψήφων

Σε όλα αυτά μπορεί κανείς να προσθέσει και την πρωτοβουλία της αρχηγού των «Πρασίνων» Τζιλ Στάιν να μαζέψει μέσα σε ελάχιστες μέρες εκατομμύρια δολάρια από εισφορές εθελοντών (προφανώς όχι μόνο απλών ψηφοφόρων της, αλλά και πλούσιων αστών που δυσανασχετούν με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ), για να χρηματοδοτήσει την επανακαταμέτρηση ψήφων στο Ουισκόνσιν, στο Μίσιγκαν και στην Πενσιλβάνια. Το γεγονός ότι συγκεντρώθηκε ένα σημαντικό ποσό μέσα σε ελάχιστο χρόνο, αντανακλά σαφώς τον ευρύτερο προβληματισμό, ανησυχία και ρευστότητα που υπάρχει ενόψει της ανάληψης του προεδρικού αξιώματος (πλην απροόπτου) στις 20 Γενάρη, όχι μόνο από τη μεριά του εκλογικού σώματος, αλλά και από τη μεριά της αστικής τάξης και των μονοπωλίων (όπως π.χ. των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας) που είχαν ποντάρει πολλά στην εκλογή της Κλίντον.

Βέβαια, στον αντίποδα τέτοιων κινήσεων υπάρχουν και αντιδράσεις «πυροσβεστικού» τύπου, όπως αυτή του 93χρονου πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, ο οποίος μιλώντας στο περιοδικό «The Atlantic», μετά τη συνάντησή του με τον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο Ντ. Τραμπ, σημείωσε ότι «υπάρχει προφανές κενό μεταξύ της αντίληψης του κόσμου και της αντίληψης της ελίτ για τον ρόλο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ παγκοσμίως», τονίζοντας ότι ο νέος Πρόεδρος «μπορεί να συμφιλιώσει τις δύο αντιλήψεις... έχει την ευκαιρία και εναπόκειται σε αυτόν εάν θα την αξιοποιήσει». Ο Κίσινγκερ σταμάτησε αμέσως κάθε κουβέντα αμφισβήτησης του νέου Προέδρου, υπογραμμίζοντας ότι «πρέπει να σταματήσει η κουβέντα αμφισβήτησης των ικανοτήτων του Τραμπ», πως πρέπει να του δοθεί «η ευκαιρία για ανάπτυξη της φιλοσοφίας του». Οταν ρωτήθηκε ποια είναι η μεγάλη ανησυχία του για την παγκόσμια σταθερότητα σε σχέση με τις αμερικανικές εκλογές, απάντησε: «Το γεγονός ότι σοκαρίστηκαν ξένες χώρες... Αν κάποιες από τις πολιτικές του Τραμπ δεν είναι ίδιες με τις προηγούμενες, αλλά μοιράζονται βασικούς σκοπούς, τότε η συνέχεια είναι δυνατή».

Ενδιαφέρον είχε και η άποψή του για το εάν η εκλογή Τραμπ θα διευκολύνει άμεσα και την αποκλιμάκωση της έντασης μεταξύ ΗΠΑ - Ρωσίας. Σημείωσε πως η βελτίωση των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων δεν είναι δεδομένη και πως τα καλά λόγια που είπε προ μηνών ο Πούτιν για τον Τραμπ ήταν απλώς μία κίνηση τακτικής.


Δέσποινα ΟΡΦΑΝΑΚΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ