Κυριακή 25 Ιούλη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
24 ΙΟΥΛΗ 1974
Ενας συμβιβασμός υπό το φόβο του λαού

Τα ξημερώματα της 24ης Ιούλη του 1974, μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων της καταρρέουσας χούντας και του αστικού πολιτικού κόσμου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίζεται πρωθυπουργός. Ετσι ανοίγει το κεφάλαιο: «Μεταπολίτευση».

Κανείς δεν αμφισβήτησε ότι η πολιτική αλλαγή, που συντελέστηκε εκείνη τη μέρα, ήταν το προϊόν ενός συμβιβασμού. Η σωστή εκτίμηση για το χαρακτήρα αυτού του συμβιβασμού, όπως και των δυνάμεων που πήραν μέρος σ' αυτόν, ήταν πολύτιμο εργαλείο για την ανάλυση των νέων συνθηκών που προέκυπταν και των νέων καθηκόντων για το μαζικό λαϊκό κίνημα στη νέα κατάσταση.

Στις 29 Ιούλη η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ δίνει την εκτίμησή της και ανακοινώνει τις θέσεις της:

«1. Η ασίγαστη πάλη του ελληνικού λαού κατά της στρατιωτικής φασιστικής δικτατορίας, η έντονη λαϊκή αντίδραση στο χουντικό πραξικόπημα - προδοσία σε βάρος της Κύπρου και της Ελλάδας και η αντίσταση του κυπριακού λαού, η επέμβαση τουρκικών δυνάμεων στη Μεγαλόνησο, ύστερα από την επέμβαση της χούντας, η διεθνής απομόνωσή της, όλα αυτά, όξυναν στο έπακρο την κρίση του τυραννικού καθεστώτος. Η δικτατορία και οι νέοι προστάτες της βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Η αντίσταση στη χούντα επεκτεινόταν και στο στρατό. Η παραμονή της χούντας στη διακυβέρνηση της χώρας εγκυμονούσε άμεσο κίνδυνο για το φασιστικό καθεστώς, την αμερικανοκρατία και το ΝΑΤΟ.

Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση, η χουντική ηγεσία, με οδηγίες της Ουάσιγκτον και των άλλων ηγετικών ΝΑΤΟικών κύκλων ανέθεσε τη διακυβέρνηση της χώρας σε συντηρητικούς αστούς πολιτικούς, με επικεφαλής τον Κ. Καραμανλή.

2. Στην πολιτική ζωή σημειώνεται μια αλλαγή. Η αλλαγή αυτή, προϊόν μιας συμφωνίας ανάμεσα στη χούντα, στους Αμερικανούς, στους άλλους κύριους εταίρους του ΝΑΤΟ και στους παραπάνω πολιτικούς παράγοντες, συνίσταται στο ότι αποσύρθηκε από το προσκήνιο η χούντα και ήρθε πολιτική κυβέρνηση.

Η τέτοια αλλαγή αποτελεί προσπάθεια αναπροσαρμογής της πολιτικής των Αμερικανών και των άλλων κύριων δυνάμεων του ΝΑΤΟ στις νέες συνθήκες, εθνικές και διεθνείς. Αποβλέπει στην εκτόνωση της συμπυκνωμένης λαϊκής αγανάκτησης, στη ματαίωση της ριζικής δημοκρατικής μεταβολής, στη διατήρηση των στρατηγικών θέσεων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στη χώρα μας και στην επέκτασή τους στην Κύπρο και γενικότερα στη Μεσόγειο. Ταυτόχρονα, η αλλαγή αυτή αποτελεί ομολογούμενη χρεοκοπία της χούντας και της αμερικανοκρατίας, μια ήττα τους. Δημιουργεί νέες δυνατότητες για το δημοκρατικό αγώνα του λαού».

Παραθέσαμε ένα μεγάλο απόσπασμα της απόφασης της ΚΕ του ΚΚΕ για το χαρακτήρα της μεταπολίτευσης, για να κρίνει ο αναγνώστης τη σαφήνεια, αλλά και την ευστοχία μιας υποδειγματικής ανάλυσης της συγκεκριμένης πραγματικότητας. Μιας ανάλυσης που φώτισε το δρόμο όχι μόνο των κομμουνιστών αλλά και του προοδευτικού κινήματος στη χώρα μας στο σύνολό του. Και θα πρέπει να συνυπολογίσει κανείς ότι εκείνη την περίοδο το ΚΚΕ ήταν ακόμη, τυπικά, στην παρανομία. Στην πράξη όμως και στη συνείδηση του ελληνικού λαού, η νομιμοποίησή του είχε ήδη συντελεστεί.

Τον Ιούλη του 1974 αποδείχτηκε για μια ακόμη φορά ότι οι εξελίξεις στην Ελλάδα είχαν άμεση σχέση και επίδραση στην Κύπρο και αντιστρόφως. Κάθε κίνηση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην Κύπρο είχε άμεση αντανάκλαση στις ελλαδικές εξελίξεις. Ετσι και τα γεγονότα εκείνου του Ιούλη δεν ξέφυγαν από τον κανόνα.

Στις 15 Ιούλη οι δυνάμεις της χούντας, με την ενίσχυση και την καθοδήγηση των αμερικανονατοϊκών ιμπεριαλιστών, προχώρησαν σε πραξικόπημα στην Κύπρο και στην ανακήρυξη του φασίστα Σαμψών ως προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η επιχείρησή τους αποσκοπούσε στο πέρασμα ακέραιης της γραμμής του ΝΑΤΟ στην Κύπρο.

Οι Τούρκοι άρπαξαν την ευκαιρία, στις 20 Ιούλη έκαναν απόβαση και κατέκτησαν ένα μέρος της Βόρειας Κύπρου με τη δικαιολογία να «περιφρουρήσουν» τα δικαιώματα της τουρκοκυπριακής κοινότητας.

Λίγες μέρες μετά, μια νέα επεκτατική επιχείρηση - αστραπή τους έφερε να κατέχουν το 40% περίπου του εδάφους του νησιού.

Μετά απ' αυτό η κατάσταση στην Ελλάδα περιπλέκεται. Κηρύσσεται γενική επιστράτευση. Παράλληλα αρχίζει ένας μαραθώνιος διαβουλεύσεων μεταξύ Αθήνας - Ουάσιγκτον - Λονδίνου.

Είναι χαρακτηριστικό για το πόσο βαθιά στην υπόθεση είναι μπλεγμένοι οι Αμερικανοί, ότι ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, προαναγγέλλει από τις 22 Ιούλη, δηλαδή δύο μέρες πριν, ότι «... επίκειται πολιτική αλλαγή στην Αθήνα»!Αξίζει, επίσης να σημειωθεί ότι στις 20 Ιούλη, ημέρα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, επισκέφθηκε την Αθήνα ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Σίσκο, ο οποίος και αναλαμβάνει όλες τις διαβουλεύσεις ως σύνδεσμος μεταξύ ΗΠΑ - ΝΑΤΟ από τη μία πλευρά και της χούντας από την άλλη.

Οι συσκέψεις ακολουθούν η μία την άλλη, τα πρωτοπαλίκαρα της χούντας με επικεφαλής το «σκύλο της ΕΣΑ», Δ. Ιωαννίδη, έχοντας ολοκληρώσει το έγκλημα κατ' εντολή των αφεντικών τους, εξαφανίζονται. Αφήνουν στη θέση τους για τις τελικές διευθετήσεις, τον «Πρόεδρο της Δημοκρατίας», Φ. Γκιζίκη, και τους ομοϊδεάτες τους στρατηγούς (Μπονάνο, Γαλατσάνο, Παπανικολάου, Αραπάκη). Από το απόγευμα της 20ής Ιούλη αρχίζει το γαϊτανάκι: Οι Αμερικανοί έχουν δείξει από καιρό την προτίμησή τους στη «λύση Καραμανλή», ο Γκιζίκης αρχίζει τις επαφές με γνωστά στελέχη του αστικού πολιτικού κόσμου, Αβέρωφ, Μαύρο, Κανελλόπουλο, Γαρουφαλιά, Μαρκεζίνη, Νόβα, κ.ά. Κύριο αντικείμενο αυτών των επαφών είναι οι όροι παράδοσης της εξουσίας από τη χούντα σε πολιτική κυβέρνηση η οποία όμως θα διασφαλίζει αφ' ενός τη νομιμοφροσύνη στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και θα δίνει ελάχιστες εγγυήσεις για την τύχη των πραξικοπηματιών.

Κανένας από τους παράγοντες που πήραν μέρος σ' αυτές τις κινήσεις δεν μπορούσε να παραγνωρίσει τον λαϊκό παράγοντα ο οποίος παρακολουθεί με αγωνία τα γεγονότα. Το απόγευμα της 23ης Ιούλη πραγματοποιούνται συγκεντρώσεις χιλιάδων ανθρώπων στο κέντρο της Αθήνας, το χουντικό καθεστώς και μαζί μ' αυτό και οι Αμερικανοί προστάτες του παρακολουθούν έντρομοι την οργή του κόσμου που απαιτεί την αμνηστία όλων των πολιτικών κρατουμένων, την παραδειγματική τιμωρία των δικτατόρων και των συνεργατών τους, την αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, μια άλλη πορεία για τον τόπο. Οι συγκεντρώσεις αυτές επιταχύνουν τις πολιτικές ίντριγκες μέχρι που αργά το βράδυ ανακοινώνεται ότι επιστρέφει από το Παρίσι ο Καραμανλής για να αναλάβει την εξουσία.

Ο χαρακτήρας της μεταπολίτευσης, ο συμβιβασμός και οι δυνάμεις που πήραν μέρος σ' αυτόν, καθόρισαν τις πολιτικές εξελίξεις των επόμενων δεκαετιών. Η άρχουσα τάξη αντιλαμβανόταν ότι δε θα μπορούσε πλέον να ασκεί την εξουσία όπως πριν το 1967, όφειλε έστω και για τα μάτια του κόσμου, να αποδεχτεί τη νέα πραγματικότητα από τη ριζοσπαστικοποίηση του λαού. Η έξοδος από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, που ανακοίνωσε ο Καραμανλής λίγες μέρες μετά την αλλαγή, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, και ορισμένα άλλα μέτρα εκδημοκρατισμού, προχώρησαν κάτω από την πίεση που ασκούσε το λαϊκό κίνημα. Ωστόσο το κίνημα αυτό δεν ήταν σε θέση τέτοια που θα του επέτρεπε να βάλει τη σφραγίδα του στις εξελίξεις, να χαράξει μια άλλη πορεία για τον τόπο.


Δάνης ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Μόνη διέξοδος η λαϊκή συμμαχία - εξουσία

Ο «Ρ» συζητά με την αφορμή των 30 χρόνων από τη μεταπολίτευση με τον Δημήτρη Αρβανιτάκη μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και Γραμματέα της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας

--Τούτες τις μέρες συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από τη μεταπολίτευση. Τι έδωσε η περίοδος αυτή, παίρνοντας υπόψη τις προσδοκίες και τις ανάγκες του λαού και της νεολαίας της χώρας μας;

-- Δ.Α.: Αυτή η περίοδος έδωσε οπωσδήποτε ορισμένες νίκες, κατακτήσεις στο λαό και το κίνημά του, δεν εκπλήρωσε όμως πλέρια τις ελπίδες και τους πόθους του ελληνικού λαού. Μέσα στην περίοδο των τριάντα χρόνων που μεσολάβησαν από την πτώση της δικτατορίας, ο ελληνικός λαός και το επαναστατικό κίνημα της χώρας μας έχει αποκτήσει μια μεγαλύτερη πείρα από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης και τη δράση του ΚΚΕ και της ΚΝΕ. Θα μπορούσαμε μέσα σ' αυτά τα τριάντα χρόνια να εξετάσουμε τέσσερα κατά βάση ζητήματα που δίνουν το στίγμα της πορείας του λαϊκού και γενικότερα του επαναστατικού κινήματος στη χώρα μας.

Πρώτον: Πριν τριάντα χρόνια, όπως είναι γνωστό, η πτώση της στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας αποτέλεσε νίκη του ελληνικού λαού, άνοιξε δυνατότητες για την ανάπτυξη της πάλης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Η πτώση της χούντας ήταν αποτέλεσμα της ασίγαστης αντίστασης του ελληνικού λαού με κορυφαίο σημείο τον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου. Σημαντικό ρόλο έπαιξε η διεθνής αλληλεγγύη. Στις 23 Ιούλη του 1974 το στρατιωτικοφασιστικό καθεστώς κάτω από το βάρος και της προδοσίας της Κύπρου κατέρρευσε.


Δεύτερο: Καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της αντιδικτατορικής πάλης έπαιξε η δράση του ΚΚΕ και της ΚΝΕ. Τα μέλη του Κόμματος και της ΚΝΕ, οι φίλοι και οι οπαδοί του Κόμματος, στις φυλακές και τις εξορίες, οι πολιτικοί πρόσφυγες στις σοσιαλιστικές χώρες, η οικοδόμηση κομματικών οργανώσεων και οργανώσεων βάσης της ΚΝΕ μέσα σε δύσκολες συνθήκες συνεχών διώξεων, η διάδοση του παράνομου «Ριζοσπάστη» και του «Οδηγητή», ο ραδιοφωνικός σταθμός της «Φωνής της Αλήθειας», αναδείχτηκαν σε εμψυχωτές της πάλης ενάντια στη δικτατορία και την αμερικανοκρατία. Το Κόμμα μας εκείνη την περίοδο ταυτόχρονα επιδίωκε την κοινή δράση των αντιδικτατορικών δυνάμεων βάζοντας σαν άμεσο ζήτημα την ανατροπή της δικτατορίας και το άνοιγμα του δρόμου για να δεχτεί πλήγματα, να αποδυναμωθεί, να καταργηθεί η εξουσία του καθεστώτος των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού. Ταυτόχρονα, δηλαδή, με την πάλη ενάντια στη δικτατορία επιδιώκαμε η πτώση της να ανοίξει το δρόμο για γενικότερες αλλαγές και όχι απλά να φύγει η δικτατορία και να επανέλθουμε στο αστικό καθεστώς της προδικτατορικής περιόδου. Η προσπάθεια αυτή του Κόμματος δε βρήκε ανταπόκριση από άλλες αντιστασιακές οργανώσεις. Αυτές οι δυνάμεις έβαζαν πάνω απ' όλα τα δικά τους στενά ταξικά συμφέροντα. Στην ίδια δε περίοδο αρνητικό ρόλο έπαιζαν οι διασπαστές του Κομμουνιστικού Κόμματος, οι γνωστοί αναθεωρητές που έφταναν εκείνη την περίοδο μέχρι τη λεγόμενη πολιτικοποίηση του χουντικού καθεστώτος.

Τρίτο: Με την πτώση της δικτατορίας, δε στάθηκε δυνατό να δοθεί ριζική αλλαγή υπέρ του λαού γιατί το ΚΚΕ, η εργατική τάξη, το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα γενικότερα δεν ήταν στον απαιτούμενα βαθμό ισχυρά και οργανωμένα, ώστε να επιβάλλουν ριζοσπαστική λύση υπέρ των λαϊκών συμφερόντων. Στην εξουσία, λοιπόν, με την πτώση της δικτατορίας ήρθε ένας συνασπισμός αστικών κομμάτων και δυνάμεων που εξέφρασε ένα συμβιβασμό ανάμεσα στις χουντικές δυνάμεις, τους Αμερικανούς, άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, τον αστικό πολιτικό κόσμο. Η στρατηγική δηλαδή της άρχουσας τάξης ήταν να υπάρξει μια τέτοια μετάβαση, έτσι ώστε να μη θιγούν γενικότερα τα συμφέροντα των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού. Αυτός ο περιορισμένος χαρακτήρας της αλλαγής τότε έφερε τη σφραγίδα του και στη συνέχεια. Αυτή τη σφραγίδα είχε και η πολιτική μετέπειτα των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, που στην ουσία μπλόκαραν το ριζοσπαστισμό που είχαν αποκτήσει οι μάζες με την πτώση της δικτατορίας.

Τέταρτο: Το ΚΚΕ στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την πτώση της δικτατορίας συνέχισε την αντιμονοπωλιακή αντιιμπεριαλιστική πάλη. Αυτός ο αγώνας για τα προβλήματα και τη λύση τους, μαζί με το βάθεμα του αντιιμπεριαλιστικού χαρακτήρα των αγώνων, έδωσε κατακτήσεις. Αρκετές απ' αυτές σήμερα παίρνονται πίσω μετά και τις ανατροπές στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Κατά συνέπεια, η όλη περίοδος που εξετάζουμε δίνει μια τεράστια πείρα που υποδηλώνει ότι ο αγώνας για την απαλλαγή από το καθεστώς και την εξουσία των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού, δηλαδή του κεφαλαίου, παραμένει επίκαιρος. Τα οικονομικά, δημοκρατικά, κοινωνικά δικαιώματα της εργατικής τάξης και του λαού που καθημερινά καταπατούνται, ιδανικά και αξίες που ενέπνευσαν την αντιδικτατορική πάλη ζητούν δικαίωση και εκπλήρωση.

Απαίτηση των καιρών η ένταση της αντιιμπεριαλιστικής πάλης

-- Πολύ νερό κύλησε στ' αυλάκι από το 1974, αλλά τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα του λαού - όπως σημειώσατε κι εσείς - παραμένουν άλυτα και πολλά απ' αυτά οξύνονται. Σε ποιους κυρίως παράγοντες οφείλεται το γεγονός αυτό;

-- Δ.Α.: Πράγματι όλα τα προβλήματα οξύνονται και κατακτήσεις παίρνονται πίσω. Ποιοι παράγοντες συντελούν σ' αυτό. Καταρχήν το ίδιο το καθεστώς της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης που οδηγεί στη φτώχεια, παίρνει πίσω κατακτήσεις, περιορίζει δικαιώματα, που οδηγεί σε πολέμους βλέπε κατοχή στο Ιράκ, η κατάσταση στο Κυπριακό κ.α., είναι η πολιτική που διαιωνίζει τα συμφέροντα αυτού του καθεστώτος, η πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και συνεχίζει σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ. Είναι η πολιτική που απορρέει από την ΕΕ και ταυτόχρονα σ' αυτή την κατάσταση συμβάλλει φυσικά ο δυσμενής συσχετισμός δύναμης που υπάρχει σε παγκόσμιο επίπεδο και στη χώρα μας και που φυσικά σηματοδοτήθηκε από τις ανατροπές στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας.

-- Πώς βλέπει σήμερα το ΚΚΕ την αντιμετώπιση αυτών των παραγόντων;

-- Δ.Α.: Η μόνη απάντηση στις σημερινές συνθήκες είναι να ανέβει η πάλη της εργατικής τάξης σε συμμαχία με τη φτωχή αγροτιά, τα πιο λαϊκά μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού, μαζί με τη νεολαία, τις γυναίκες, όλα τα καταπιεζόμενα στρώματα, να συγκροτούνται μέτωπα πάλης και να βαθαίνει ο αντιμονοπωλιακός και αντιιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της πάλης. Αμεσος στόχος και επιδίωξή μας είναι να συγκροτηθεί το Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο Πάλης, γιατί είναι η μόνη άμεση απάντηση και λύση στη σημερινή κατάσταση όπως αυτή έχει διαμορφωθεί. Είναι ώριμο και αναγκαίο να δρομολογηθούν μέτρα σε επίπεδο οικονομίας, ώστε να ικανοποιούνται λαϊκές ανάγκες. Υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση της καπιταλιστικής παραγωγής. Είναι ώριμο να φύγει από τη μέση το εμπόδιο της μεγάλης καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, να κοινωνικοποιηθούν μεγάλες επιχειρήσεις να γίνουν λαϊκή περιουσία κι αυτό μπορεί να το εξασφαλίσει μόνο η λαϊκή εξουσία, η εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, ώστε ο παραγόμενος πλούτος να ανήκει σ' αυτούς που τον παράγουν.

Η πολιτική μας πρόταση ριζώνει στην εργατική τάξη, στο λαό

-- Οι πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις αποτέλεσαν μια δοκιμασία της πολιτικής αυτής. Ποιες είναι οι σχετικές εμπειρίες και εκτιμήσεις;

-- Δ.Α.: Επιγραμματικά, και οι δύο εκλογικές αναμετρήσεις σηματοδοτούν μια τάση, το ΚΚΕ και η πολιτική του πρόταση να ριζώνει περισσότερο στην εργατική τάξη, να κερδίζει έδαφος η πρόταση για το μέτωπο της λαϊκής συμμαχίας.

Δεν είναι τυχαία η τάση ανόδου στα μεγάλα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στην Αθήνα και όλες τις πρωτεύουσες νομών. Πράγμα που είναι θετικό όχι μόνο για το Κόμμα αλλά γενικότερα για το λαό. Ενα δεύτερο είναι ότι μέσα από την καθημερινή πάλη και τις εκλογές ένας κόσμος που σκέφτεται πιο ριζοσπαστικά, που προσδιορίζεται ως αριστερός κόσμος αρχίζει να επανασυσπειρώνεται γύρω από την πρόταση του ΚΚΕ και το Κόμμα μας και μάλιστα αυτό το γεγονός εάν συνυπολογιστεί με το πλήγμα που δέχτηκε ο οπορτουνισμός δηλαδή η ηγεσία του Συνασπισμού, είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρο. Επίσης, προσεγγίζει την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ ένας απλός κόσμος και από άλλους χώρους και αυτή η προσέγγιση δημιουργεί δυνατότητες να γίνεται πιο διακριτός ένας ριζοσπαστικός πόλος με αντιμονοπωλιακά, αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά που αρχίζει πλέον να διαμορφώνεται στη χώρα μας και ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Είναι ένα βήμα μπροστά που δείχνει τις δυνατότητες, αλλά και την αναγκαιότητα να γίνουν πιο αποφασιστικά βήματα στην κατεύθυνση της υπόθεσης του λαϊκού μετώπου.

-- Το ζήτημα - κλειδί, δηλαδή, βρίσκεται στο λαϊκό μέτωπο και την αντίστοιχη εξουσία. Πόσο ρεαλιστικό και άμεσο όμως είναι αυτό και, μάλιστα, σε συνθήκες τόσο δυσμενούς διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων;

-- Δ.Α.: Κατά τη γνώμη μας είναι ρεαλιστικό από την άποψη ότι είναι η μόνη πρόταση που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εργαζομένων και γενικότερα των λαϊκών στρωμάτων, ρεαλιστικό δηλαδή είναι ό,τι σήμερα συμφέρει το λαό. Απ' αυτή την άποψη υπάρχει ρεαλιστικότητα και κατά τη γνώμη μας η πρότασή μας για τη συγκρότηση του Μετώπου και οι διεκδικήσεις που απορρέουν απ' αυτή την πρόταση έχουν ρεαλιστικότητα και από την εξής άποψη: Ενώ από τη μια μεριά έχει συγκεντρωθεί ένας τεράστιος πλούτος που έχει παραχθεί από την εργατική τάξη και την πλειοψηφία του ελληνικού λαού, το ύψος των αμοιβών, των μισθών, των συντάξεων, η υγεία, η παιδεία κ.λπ., βρίσκονται σε άθλια κατάσταση. Κατά συνέπεια, υπάρχουν οι δυνατότητες να εξυπηρετηθούν οι σύγχρονες ανάγκες του λαού μας αλλά αυτό δε συμβαίνει. Αρκετές φορές το ΚΚΕ αποτύπωσε αυτές τις ανάγκες σε συγκεκριμένα αιτήματα που πρόβαλε και κατά τις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις, όπως το αίτημα για κατώτερο μισθό 1.100 ευρώ, για κατώτατη σύνταξη 880 ευρώ, δημόσια δωρεάν Παιδεία, Υγεία κ.λπ. Το κύριο ζήτημα είναι ότι πρέπει να αλλάξει ο συσχετισμός δύναμης, να ενισχυθεί περαιτέρω το ΚΚΕ, να κερδίσει έδαφος η πρότασή του για το λαϊκό μέτωπο, ώστε να γίνει και πράξη. Ετσι εμείς εννοούμε τη ρεαλιστικότητα και πίσω απ' αυτή τη γραμμή δεν υπάρχει ελπίδα η εργατική τάξη και ο λαός να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους και να χειραφετηθούν αλλά ούτε ελπίδα για αποφασιστική αντίσταση στα αντιλαϊκά μέτρα που έρχονται.

Εντείνουμε τη δράση μας, δίνουμε ώθηση στην υπόθεση του Μετώπου

-- Στη βάση όσων αναφέρατε προηγούμενα, σε ποια ζητήματα εκτιμάτε ότι πρέπει να συγκεντρώσει την προσοχή του το Κόμμα και γιατί;

-- Δ.Α.: Κύρια προσοχή πρέπει να δώσουμε στην προσπάθεια να βαθαίνει η πάλη ενάντια στα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, ο προσανατολισμός αυτός του εργατικού και γενικότερα του λαϊκού κινήματος και ιδιαίτερα η μεγάλη προσπάθεια που πρέπει να κάνουμε είναι ως Κόμμα να δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας ώστε συνολικά να πρωτοστατήσουμε στην οργάνωση των μαζών. Δηλαδή, να οργανωθούν στα ταξικά συνδικάτα, στους μαζικούς φορείς, να ενισχυθούν περισσότερο οι ριζοσπαστικές συσπειρώσεις που έχουν ήδη συγκροτηθεί, ιδιαίτερα το ΠΑΜΕ, η ΠΑΣΥ, η συσπείρωση για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες, οι επιτροπές ειρήνης ενάντια στους πολέμους και τον ιμπεριαλισμό. Κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι ότι πρέπει να ενταθεί στο έπακρο η δουλιά μας σε ό,τι αφορά στην πρότασή μας, με εκλαΐκευση και διάδοσή της. Επιδίωξη και φιλοδοξία μας είναι οι ΚΟΒ να γίνουν οργανωτές, εμψυχωτές μαζών, μαζί με οπαδούς και συμμάχους κι ακόμα καλύτερα και να οργανώνουν και να θέτουν σε κίνηση τις μάζες και να αποκτούν μεγαλύτερη δυναμική οι αγωνιστικές συσπειρώσεις και οι συμμαχίες που προωθούμε για το λαϊκό μέτωπο.


Β.Ν.

ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ
Ηταν κατάκτηση, όχι παραχώρηση

Η επιστροφή του Χαρίλαου Φλωράκη (22/8/74)
Η επιστροφή του Χαρίλαου Φλωράκη (22/8/74)
Το 1974, έπειτα από 27 χρόνια σκληρής παρανομίας, κατατρεγμών και πολυποίκιλων διώξεων, το ΚΚΕ νομιμοποιείται. Οχι χάρη στη μεγαλοψυχία της νεότευκτης αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αλλά γιατί η νομιμοποίησή του αποτελούσε χρόνιο λαϊκό αίτημα. Σ' εκείνη τη φάση, μια τέτοια ενέργεια ισοδυναμούσε με απόδειξη δημοκρατικότητας του νέου συστήματος στα μάτια του πολύπαθου λαού της χώρας μας, που δεν εννοούσε τη δημοκρατία χωρίς νόμιμο ΚΚΕ. Ο ίδιος, εξάλλου, είχε υποφέρει τα πάνδεινα, στο όνομα της δίωξης του ΚΚΕ και του κομμουνισμού, αφού οι αντικομμουνιστικοί νόμοι είχαν τελικά στραφεί εναντίον του προοδευτικού κινήματος στο σύνολό του, είχαν υπονομεύσει τα δικά του δικαιώματα και ελευθερίες.

Στο πρώτο συνέδριο σε συνθήκες νομιμότητας, το 10ο, ο Χ. Φλωράκης τόνιζε στην ομιλία του: «Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ δεν ήταν μόνο μια επιτυχία της εργατικής τάξης, αλλά και μια νίκη του δημοκρατικού κινήματος και της δημοκρατικής ζωής του τόπου γενικότερα» και συμπλήρωνε: «Το δεύτερο δίδαγμα της ζωής στα χρόνια αυτά είναι ότι το ΚΚΕ δεν εξαφανίζεται επειδή έτσι το θέλουν η ολιγαρχία του χρήματος κι ο ιμπεριαλισμός, ότι, παρά τους σκληρούς διωγμούς μελών του, το ΚΚΕ συνέχισε αδιάλειπτα την ύπαρξη και τη δράση του. Αυτό δεν οφείλεται σε καμιά συγκυρία ή ιδιοτροπία της ιστορίας. Η ύπαρξή του αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα».

Λίγο πριν από τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, το Σεπτέμβρη του 1974, τυπώνεται και κυκλοφορεί για λίγους μήνες η εφημερίδα «Νέα Ελλάδα». Σε εκείνα τα λιγοστά φύλλα αποτυπώθηκαν οι πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης και οι εξελίξεις ιδωμένες από μια διαφορετική σκοπιά. Στα πρωτοσέλιδα της «Νέας Ελλάδας», δεσπόζουν η κυπριακή τραγωδία, τα αιτήματα τιμωρίας των χουντικών εγκλημάτων. Αποτυπώνονται τα λαϊκά αιτήματα, που, έπειτα από μια μαύρη εφταετία, ξεσπούν σαν ορμητικός χείμαρρος.

Στο πρώτο τεύχος, που κυκλοφόρησε την Πέμπτη 8 Αυγούστου του 1974, κυριαρχεί το αίτημα για νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Στο πρωτοσέλιδο δεσπόζει ο τίτλος: «Η παλλαϊκή αντίσταση στην Ελλάδα και την Κύπρο οι βασικοί παράγοντες της ανατροπής της λαομίσητης χουντικής δικτατορίας» και παρακάτω η υπόμνηση ότι ο λαός στις μεγαλειώδεις διαδηλώσεις του ζήτησε: Αποκατάσταση αληθινής δημοκρατίας. Νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Κατάργηση των νόμων 509 και 375. Επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων της εμφύλιας σύρραξης. Κολασμό των υπευθύνων για τα οικονομικά σκάνδαλα της χουντοκρατίας. Τιμωρία των βασανιστών και δολοφόνων των παιδιών του. Λευτεριά και ανεξαρτησία στην Κύπρο.

Στις 29 Αυγούστου, η εφημερίδα φιλοξενεί συνέντευξη, που είχε παραχωρήσει τρεις μέρες νωρίτερα ο πρώτος Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ Χ. Φλωράκης, που είχε ήδη επιστρέψει στην Ελλάδα, παρότι τυπικά το ΚΚΕ παρέμενε παράνομο. Ο Χ. Φλωράκης διακηρύττει ότι το Κόμμα θα αγωνιστεί για τη δημοκρατία και την ελευθερία του ελληνικού λαού και για την ανεξαρτησία της Κύπρου. Το ΚΚΕ βάζει τον πήχη πολύ ψηλά, συναισθανόμενο τα νέα καθήκοντα που επωμίζεται και επιδιώκοντας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών, στις ανάγκες και τις προσδοκίες του ελληνικού λαού, παρότι το ίδιο εξακολουθεί να είναι λαβωμένο από τη μακρόχρονη παρανομία και τις τεράστιες απώλειες που μέτρησε στη διάρκειά της. Ρίχνεται κατευθείαν στη μάχη για την οργανωτική του ανασυγκρότηση, την ιδεολογική και πολιτική του επάρκεια.

Εν αναμονή της νομιμοποίησης, την Κυριακή 22 Σεπτέμβρη του 1974, η «Νέα Ελλάδα» κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδο θέμα που φέρει τον τίτλο: «Αύριο πιθανώς το ΝΔ για τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ» και στο οποίο υπογραμμίζεται ότι αυτή θα «είναι μια νίκη της δημοκρατίας», η οποία «κατακτήθηκε με αμέτρητες θυσίες, υπέροχες αγωνιστικές εξάρσεις, αθάνατα "άλματα στον ουρανό". Πρώτα απ' όλα των κομμουνιστών, αυτών των πρωτοπόρων και πιστών παιδιών του λαού, αλλά και όλων των αριστερών, των συνεπών αγωνιστών της δημοκρατίας, όλων των εργαζομένων. Δεν είναι νίκη μόνο των κομμουνιστών, μόνο των αριστερών. Είναι κατάκτηση όλου του λαού. Η ίδια η αστική τάξη της Ελλάδας αναγκάστηκε, ύστερα από δεκαετίες διωγμών, αφάνταστων πιέσεων και εκβιασμών κατά του πρωτοπόρου κόμματος του λαού, να αναγνωρίσει ότι είναι ακατανόητη ακόμα κι η αστική δημοκρατία χωρίς την ελεύθερη λειτουργία του ΚΚΕ».

Τη μεθεπόμενη μέρα, στις 24/9/1974, η «Νέα Ελλάδα» πανηγυρίζει από την πρώτη της σελίδα: «Νόμιμο το ΚΚΕ από χτες, καταργείται ο νόμος 509 του 1947 και επαναλειτουργούν τα κόμματα». Αναγγέλλει ακόμα ότι από την επομένη, 25/9, ξανακυκλοφορεί ο «Ριζοσπάστης», όργανο της ΚΕ του ΚΚΕ, η κυκλοφορία του οποίου είχε επίσης απαγορευτεί.

Τέσσερα χρόνια μετά, στο 10ο Συνέδριό του, το ΚΚΕ αποτιμά το διάστημα νόμιμης δράσης του. Συζητά τις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, εκτιμά το περιεχόμενο της πολιτικής αλλαγής, αλλά και τη δική του δράση και λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις για τη μετέπειτα πορεία του, ενώ υπογραμμίζει ως πρωταρχικό το καθήκον της πάλης για ένα ισχυρό και μαζικό Κόμμα, μαρξιστικό - λενινιστικό, βαθιά ριζωμένο μέσα στην εργατική τάξη και τους άλλους εργαζόμενους.


Βάσω ΝΙΕΡΡΗ

ΠΑΣΟΚ: Από τη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη στους Μάνο και Ανδριανόπουλο

Η 30χρονη διαδρομή του ΠΑΣΟΚ, από την ίδρυσή του, την 3η του Σεπτέμβρη του 1974, μέχρι σήμερα, είναι μια πορεία, στα πρώτα χρόνια της οποίας ο ιδρυτής του, Α. Παπανδρέου, δήλωνε ότι θα φέρει το «λαό στην εξουσία» και σταδιακά κατέληξε με το ΠΑΣΟΚ να κάνει αυτοσκοπό του την προάσπιση των συμφερόντων του πολυεθνικού κεφαλαίου.

Την περίοδο 1974 - 1981, τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ και ο Α. Παπανδρέου προχώρησαν σε μια απίθανη δημαγωγία, που στόχο είχε τον αποπροσανατολισμό του λαού. Ο Α. Παπανδρέου χρησιμοποίησε αντιιμπεριαλιστικά συνθήματα, οικειοποιήθηκε ξένες ιδέες και προτάσεις και δε δίστασε να ισχυριστεί ότι «θεμέλιος λίθος» του «κινήματός» του ήταν ο «σοσιαλιστικός μετασχηματισμός» της κοινωνίας.

Ανάμεσα στα άλλα, στην ιδρυτική Διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ σημειώνεται: «Ακυρώνονται οι διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες που έχουν οδηγήσει την Ελλάδα σε οικονομική, πολιτική και στρατιωτική εξάρτηση από τα μονοπωλιακά συγκροτήματα της Δύσης και ιδιαίτερα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού». Και παράλληλα, στο ίδιο κείμενο, επισημαίνεται: «Η ρίζα της συμφοράς βρίσκεται στην εξάρτηση της πατρίδας μας»...

Η δεύτερη επταετία του ΠΑΣΟΚ ξεκινάει με τους «σοσιαλιστές» να γίνονται κυβέρνηση και τα πάντα ανατρέπονται. Τα συνθήματα μαζί με τη Διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ πηγαίνουν ...περίπατο. Οι «δεσμεύσεις» για απαγκίστρωση της χώρας από τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς έληξαν με την παραμονή της Ελλάδας στους κόλπους του ΝΑΤΟ, ενώ το σύνθημα «Εξω οι βάσεις» του Α. Παπανδρέου, έγινε ...υπογραφή στη συμφωνία παραμονής των βάσεων, που ψευδεπίγραφα το ΠΑΣΟΚ χαρακτήρισε συμφωνία «απομάκρυνσής» τους... Η χώρα, φυσικά, δε βγήκε ποτέ από την ΕΟΚ, γιατί, όπως υποστήριξε ο Α. Παπανδρέου, «το κόστος αποχώρησης είναι μεγαλύτερο από αυτό της ένταξης».

Η «κοινωνικοποίηση του χρηματοδοτικού συστήματος στο σύνολό του και των βασικών μονάδων παραγωγής», που το 1974 έταζε το ΠΑΣΟΚ, περιορίστηκε στην «κοινωνικοποίηση» των χρεών των προβληματικών επιχειρήσεων, μοιράζοντας τα χρέη των Ελλήνων κεφαλαιούχων στις πλάτες του ελληνικού λαού.

Στο ίδιο διάστημα, το κίνημα των «μη προνομιούχων Ελλήνων» μετατράπηκε στο κίνημα των «νέων τζακιών», το οποίο στο τέλος της επτάχρονης διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ, το 1989, οδήγησε στις βρώμικες ιστορίες του Κοσκωτά...

Στις εκλογές του 1990, το ΠΑΣΟΚ περνάει στην αντιπολίτευση και με φραστικές κορόνες επιχειρεί να κρύψει την ταύτιση της πολιτικής που πρεσβεύει με αυτήν της κυβέρνησης της ΝΔ. Το 1993, το ΠΑΣΟΚ έρχεται εκ νέου στην εξουσία, για να συνεχίσει το αντιλαϊκό ...έργο των προκατόχων του. Δεν καταργεί κανένα αντεργατικό και αντιασφαλιστικό νόμο της ΝΔ, όπως προεκλογικά είχε δεσμευτεί. Αντίθετα, μάλιστα, ενισχύει την επίθεση στα λαϊκό εισόδημα και τα εργατικά δικαιώματα. Ξεπουλά τον ΟΤΕ και άλλες δημόσιες επιχειρήσεις, παρά τις προεκλογικές εξαγγελίες ότι δεν πρόκειται να τις ιδιωτικοποιήσει.

Το 1995 έχουμε την περίφημη δήλωση του Α. Παπανδρέου: «Πάμε χέρι - χέρι με τον Κλίντον». Παράλληλα, τα διαπιστευτήριά της στα γεράκια του αμερικανικού Πενταγώνου η ελληνική κυβέρνηση τα δίνει με τη συμμετοχή της στο βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας την περίοδο 1994 - '95, καθώς και με τη συμμετοχή της στο «απάνθρωπο» εμπάργκο εναντίον του γιουγκοσλαβικού λαού.

Με σύνθημα τον «εκσυγχρονισμό»

Το Γενάρη του 1996, παραιτείται από πρωθυπουργός ο Α. Παπανδρέου, αναλαμβάνει ο Κ. Σημίτης και το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές και ξεκινά τη νέα «εκσυγχρονιστική» πορεία του. Το ΠΑΣΟΚ έχει μετεξελιχθεί ήδη σε νεοφιλελεύθερο κόμμα και πιάνει δουλιά...

Με «σημαία» το στόχο της Οικονομικής Νομισματικής Ενοποίησης (ΟΝΕ), η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εξαπολύει, με τις ευλογίες της ΝΔ και τη στήριξη του ΣΥΝ, μια άνευ προηγουμένου αντιλαϊκή επίθεση και στο στόχαστρο μπαίνουν οι ...κοινωνικές δαπάνες. Περικοπές στην Υγεία, στην Παιδεία, «πάγωμα» στις αυξήσεις των μισθών και των συντάξεων, καθολική άρνηση σε οποιαδήποτε λαϊκή διεκδίκηση, είναι τα πρώτα επιτεύγματα της κυβέρνησης Σημίτη.

Εργαζόμενοι και αγρότες βλέπουν τα εισοδήματά τους να λεηλατούνται και όταν τολμούν να αντιδράσουν βρίσκουν απέναντί τους, τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους. Το ΠΑΣΟΚ ποινικοποιεί τους λαϊκούς αγώνες και δε διστάζει να χτυπήσει ακόμα και το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα της χώρας, επειδή τολμά να ...καταστρέψει τη φιέστα που έστησαν για να υποδεχτούν τον πλανητάρχη!

Στα οκτώ αυτά χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας, το ΠΑΣΟΚ ξεπούλησε τη ΔΕΗ, την ΕΥΔΑΠ, «αποτελείωσε» τον ΟΤΕ, έδωσε τα «Ελληνικά Πετρέλαια» στον Λάτση, τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά και το αεροδρόμιο στους Γερμανούς, το Ρίο - Αντίρριο στους Γάλλους και ξεπούλησε όλο το τραπεζικό σύστημα στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Δε δίστασε να βγάλει στο σφυρί τις παραλίες, τα δάση, ακόμα και τα σπήλαια αυτού του τόπου... Την ίδια στιγμή, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, για να «κλείσει» το έλλειμμα, δημιούργησε και κρούσματα διαφθοράς, με πρωταγωνιστές κυβερνητικά στελέχη και βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, ενώ, μέσω του σκανδάλου της Σοφοκλέους, καταληστεύτηκαν οι οικονομίες του ελληνικού λαού και «γεννήθηκαν» ...«Νεονάκηδες».

Πάντως, όλο αυτό το διάστημα, το ΠΑΣΟΚ δεν άλλαξε τη Διακήρυξή του, στην οποία καταγραφόταν: «Θέλουμε απαλλαγή της οικονομίας μας από τον έλεγχο του ξένου μονοπωλιακού και ντόπιου μεταπρατικού κεφαλαίου» και της «οικονομικής ολιγαρχίας»...

Οσο για τις σχέσεις που ανέπτυξε το ΠΑΣΟΚ με τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, τα «ευχαριστήρια» του Προέδρου Μπους προς την ελληνική κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τις διευκολύνσεις που παρείχε σε όλους τους τελευταίους ιμπεριαλιστικούς πολέμους μέσω της βάσης της Σούδας, αλλά και τις αποστολές Ελλήνων στρατιωτών στη Βοσνία, στο Κοσσυφοπέδιο και το Αφγανιστάν, και την ιστορική δήλωση Σημίτη: «Ευχαριστούμε τις ΗΠΑ», καταμαρτυρούν τη δράση του...

Σ' αυτήν την περίοδο, το ΠΑΣΟΚ δεν πρόλαβε μόνο να βάλει «ταφόπλακα» στο Κυπριακό, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που κατέβαλε όλο το προηγούμενο διάστημα με την προώθηση του αμερικανόπνευστου «σχεδίου Ανάν» και τις πιέσεις που άσκησε στον κυπριακό λαό και την ηγεσία του, μέχρι και την τελευταία στιγμή, προκειμένου να το αποδεχτεί και να οριστικοποιηθεί η διχοτόμηση του νησιού...

Το Φλεβάρη του 2004, πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ανακηρύχτηκε ο Γ. Παπανδρέου. Τα πρώτα δείγματα γραφής του «νέου» ΠΑΣΟΚ, όπως θέλει να το αποκαλεί ο νέος αρχηγός του, φανερώνουν ότι θα συνεχίσει τη σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική του. Αυτό, άλλωστε, μαρτυρά το γεγονός πως πρόσφατα μέσα στο ΠΑΣΟΚ βρήκαν καταφύγιο γνήσιοι εκφραστές αυτής της πολιτικής, όπως ο κ. Μάνος και ο κ. Ανδριανόπουλος.


Παναγιώτης ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Τριάντα χρόνια αντιλαϊκής συνέπειας

Φαντάζει ειρωνεία της ιστορίας: Η παράταξη, της οποίας δικαιώθηκαν, όπως διατείνεται, όλες οι μεγάλες στρατηγικές επιλογές, κυβέρνησε τη χώρα μόνο 10 από τα 30 χρόνια που πέρασαν από τη μεταπολίτευση.

Κανένα από τα στελέχη της, που συμμετείχε στη «μεγαλειώδη» υποδοχή του Κ. Καραμανλή το βράδυ της 24ης Ιούλη 1974 και, πολύ περισσότερο, μετά το «πρωτοφανές» ποσοστό του 54,37% που απέσπασε στις εκλογές που έγιναν στις 17 Νοέμβρη του ίδιου χρόνου, δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι την εποχή της πολιτικής κυριαρχίας και παντοδυναμίας, θα ακολουθούσε, λίγα χρόνια μετά, μια παρατεταμένη κρίση, που θα έβαζε σε δοκιμασία, σε κάποιες στιγμές, την ίδια την ύπαρξη του κόμματος.

Δεν πρόκειται, όμως, για μια παράξενη και αδικαιολόγητη πολιτική διαδρομή και άσχημο παιχνίδι της ιστορίας. Η ΝΔ ήταν και παραμένει το κόμμα του μεγάλου κεφαλαίου, το κόμμα της (άρχουσας) τάξης, στυλοβάτης των βασικών επιλογών και υπερασπιστής των συμφερόντων της. Συνάμα βρισκόταν και βρίσκεται σταθερά και αταλάντευτα απέναντι από τις λαϊκές ανάγκες και συμφέροντα.

Η ΝΔ, από την πρώτη στιγμή της γέννησής της, κουβάλαγε τις «αμαρτίες» και τις μισαλλόδοξες πρακτικές του μετεμφυλιακού «κράτους της Δεξιάς». Η πολιτική που ακολούθησε ο ιδρυτής της, Κ. Καραμανλής, στη «δεύτερη επταετία» του, (1974-1980) δεν επέτρεψε στις λαϊκές μάζες να διαπιστώσουν μεγάλες και ουσιαστικές διαφορές από το «βεβαρημένο» παρελθόν. Επί των ημερών του ιδρυτή της ΝΔ, στην ημερήσια διάταξη βρίσκονταν ο αυταρχισμός, η αστυνομική βία και η τρομοκρατία του λαού, με σήμα κατατεθέν τα ΜΑΤ και τις αύρες. Αντεργατικοί νόμοι (Ν.330), απολύσεις συνδικαλιστών, συμπλήρωναν το «παζλ» στο φόντο της λιτότητας για τους εργαζόμενους.

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση Καραμανλή εφάρμοσε πιστά το δόγμα του «ανήκομεν εις την Δύσιν», πράγμα που την έφερνε σε καθημερινή σύγκρουση με ένα ρωμαλέο αντιιμπεριαλιστικό κίνημα που εμπνεόταν από τα ιδανικά του Πολυτεχνείου. Αντί για οριστική και αμετάκλητη έξοδο από το ΝΑΤΟ, όπως είχε υποσχεθεί λόγω της στάσης της «συμμαχίας» και των ΗΠΑ στην εισβολή και κατοχή της Κύπρου και της στήριξης της χούντας, προχωρά στην επανένταξη της χώρας στη λυκοσυμμαχία (1980). Ταυτόχρονα, διατηρεί και επεκτείνει τις βάσεις του θανάτου.

Πρωταρχικός πολιτικός στόχος και όραμα του Κ. Καραμανλή ήταν η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ: «Η ένταξή μας στην Ενωμένη Ευρώπη αποτελεί μια μεγάλη πολιτική, που θα αλλάξει τη μοίρα του λαού μας. Θα επιταχύνει την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας, θα συμβάλει στην κατοχύρωση των δημοκρατικών μας θεσμών και προπαντός θα ενισχύσει την ασφάλεια της χώρας κατά εξωτερικών κινδύνων», διακήρυσσε ο Κ. Καραμανλής. (Ο ελληνικός λαός μπορεί σήμερα, 25 χρόνια μετά την ένταξη στην τότε ΕΟΚ και νυν ΕΕ, να κρίνει κατά πόσο δικαιώθηκε η κατ' εξοχήν πολιτική αυτή επιλογή και πόσο υλοποιήθηκαν οι υποσχέσεις για ευημερία του λαού και «ασφάλεια» των συνόρων της χώρας...).

Παρατεταμένη κρίση

Μετά την απομάκρυνσή της από την εξουσία (Οκτώβρης 1981), η ΝΔ εισήλθε σε μια παρατεταμένη κρίση εσωστρέφειας και «ταυτότητας», από την οποία ούτε και σήμερα έχει συνέλθει εντελώς. Οι δεκαετίες του '80 και του '90 έχουν αποτυπωθεί με μελανά χρώματα στη συνείδηση των στελεχών της, που προτιμούν να τις ξεχνούν, χαρακτηρίζοντάς τες «χαμένες δεκαετίες». Ο κυριότερος λόγος της πολύχρονης κρίσης της ΝΔ, που σημαδεύτηκε με συχνές αλλαγές αρχηγών - Γ. Ράλλης (1980), Ε. Αβέρωφ (1981), Κ. Μητσοτάκης (1984), Μ. Εβερτ (1993), Κ. Καραμανλής (1997) - και σοβαρές διασπάσεις (ΔΗΑΝΑ - Κ. Στεφανόπουλος, ΠΟΛΑΝ - Α. Σαμαράς), ήταν ασφαλώς ότι βρέθηκε εκτός εξουσίας και, άρα, της μοιρασιάς της λείας της.

Ταυτόχρονα, παρακολουθούσε ανήμπορη το ΠΑΣΟΚ να «κλέβει» την πολιτική της και να την εφαρμόζει καλύτερα, καλύπτοντάς τη με το μανδύα της «κοινωνικής συναίνεσης» και της στήριξης από το (κυβερνητικό) συνδικαλιστικό κίνημα.

Το «διάλειμμα εξουσίας» της κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη (1990 - '93) χαρακτηρίστηκε από τη χονδροειδή απόπειρα επιβολής των πιο άγριων νεοφιλελεύθερων επιλογών (ιδιωτικοποιήσεις ΔΕΚΟ - ακόμα και των μέσων μαζικής μεταφοράς(ΕΑΣ), ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας, γκρέμισμα Ασφαλιστικού, κ.ά.). Παράλληλα, δε δίστασε να επιστρατεύσει τη βία των ΜΑΤ και των τρομονόμων, επιχειρώντας να δημιουργήσει ένα αστυνομικό κράτος. Εχει μείνει στην ιστορία η φράση του Κ. Μητσοτάκη, που απευθυνόμενος στους αστυνομικούς είπε «εσείς είστε το κράτος»!

Στον Κ. Μητσοτάκη έλαχε ο κλήρος της ιστορίας να υπογράψει τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, με την αμέριστη συμπαράσταση του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΝ. Η πολιτική συμφωνία των τριών αυτών κομμάτων στο κείμενο που έφερε τη σφραγίδα των πολυεθνικών και των τραπεζιτών, καθόρισε και τις πολιτικές συμμαχίες και μέτωπα, καθώς και το σκηνικό των επόμενων χρόνων μέχρι σήμερα.

Πυλώνας του συστήματος

Αυτό που πρέπει να αναγνωριστεί στη ΝΔ είναι ότι και στις πιο δύσκολες στιγμές της 30χρονης διαδρομής της, από την ίδρυσή της, δεν πρόδωσε ούτε κατά διάνοια τα συμφέροντα της τάξης (της) ούτε την εμπιστοσύνη των υπερατλαντικών «συμμάχων».

Ούτε για μια στιγμή δε στήριξε τους αγώνες των εργαζομένων και τα δίκαια αιτήματά τους, εφ' όσον αυτά έθιγαν τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας. Η ιδεολογία του κόμματος, γνωστή ως «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός», εκχωρούσε στην «ελευθερία της αγοράς» τη λύση των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων (ανεργία, ακρίβεια, φτώχεια, Υγεία, Παιδεία, περιβάλλον), διατηρώντας για το κράτος ένα ρυθμιστικό -παρεμβατικό ρόλο, προκειμένου να διαφυλάσσει τα συνολικότερα συμφέροντα της άρχουσας τάξης και του καπιταλιστικού συστήματος.

Αξιοσημείωτη είναι η υποτέλεια που επέδειξαν όλες οι ηγεσίες της ΝΔ απέναντι στους «Δυτικούς συμμάχους», πρώτα και κύρια απέναντι στις ΗΠΑ. Σε τέτοιο βαθμό που δημιουργούνταν πολλές φορές η, διόλου αβάσιμη, εντύπωση ότι η αμερικάνικη πρεσβεία διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στη χάραξη της κομματικής γραμμής. Δεν είναι τυχαίο ότι ποτέ η ηγεσία της ΝΔ δεν επέτρεψε στα μέλη και τους οπαδούς του κόμματος να διαδηλώσουν μπροστά στην αμερικάνικη πρεσβεία, είτε στις πορείες για το γιορτασμό του Πολυτεχνείου είτε στα αντιπολεμικά συλλαλητήρια για τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη Γιουγκοσλαβία, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν.

Ολα τα χρόνια που βρισκόταν στην αντιπολίτευση, ήταν ο καλύτερος σύμμαχος των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να περάσει σκληρά αντιλαϊκά μέτρα. Διακηρυγμένος στόχος της, όπως κατ' επανάληψη είχε δηλώσει ο νυν αρχηγός του κόμματος Κ. Καραμανλής, ήταν να σύρει το ΠΑΣΟΚ στη σωστή κατεύθυνση. Φυσικά, δε χρειαζόταν να κουραστεί, γιατί ήταν το ΠΑΣΟΚ που πλειοδοτούσε σε νεοφιλελεύθερα μέτρα.

Για να επανέλθει πρόσφατα στην εξουσία, η ΝΔ χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει συστηματικά και για αρκετά χρόνια την ασύστολη δημαγωγία πάνω στα προβλήματα των λαϊκών μαζών και να φορέσει φιλολαϊκές μάσκες, προκειμένου να κρύψει, όσο ήταν δυνατόν, το αποτρόπαιο και βάρβαρο πρόσωπο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της.

Ο Κ. Καραμανλής, μετά και τη «δεύτερη νίκη» στις ευρωεκλογές, έσπευσε να μιλήσει για «κυρίαρχη πολιτική δύναμη», δημιουργώντας προσδοκίες στα στελέχη του για «ηγεμονίες» και «ανέφελες 8ετίες» στην εξουσία. Τα ίδια, όμως, ονειρεύονταν και τα ιδρυτικά στελέχη του κόμματός του πριν από 30 χρόνια...


Κείμενα:
Παναγιώτης ΚΑΚΑΛΗΣ

Το φαινόμενο του δικομματισμού

Η «δημιουργία» και η εδραίωση του δικομματισμού, της εναλλαγής δηλαδή δύο «μεγάλων» κομμάτων στο τιμόνι της εξουσίας, αποτέλεσε το σημαντικότερο πολιτικό φαινόμενο των τελευταίων 30 χρόνων και ένα «επίτευγμα» της άρχουσας τάξης. Πρόκειται για σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της «σταθερότητας» και κυριαρχίας του πολιτικού συστήματος, που στηρίχτηκε τόσο στο συσχετισμό των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, όσο και στη διεθνοπολιτική συγκυρία.

Ο δικομματισμός είναι ο επιβαλλόμενος εκσυγχρονισμός του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα κατά τα πρότυπα της Δύσης. Το Παλάτι, ο στρατός και ο «χωροφύλακας», οι μέχρι τότε στυλοβάτες του πολιτικού συστήματος, δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις σύγχρονες ανάγκες. Ηταν ένας αναχρονισμός που έστεκε εμπόδιο στην απρόσκοπτη διαιώνιση της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης. Το πρότυπο υπήρχε, ήταν ο δικομματισμός στις ΗΠΑ, στη Βρετανία, στη Γερμανία, κ.α. Ομως, δεν ήταν αυτόματη και ευθύγραμμη η επιβολή του δικομματισμού ούτε ήταν βέβαιο εξαρχής ότι θα πετύχαινε το «πείραμα» στην «ελληνική πραγματικότητα». Γι' αυτό, οι υπερατλαντικοί κυρίως προστάτες και αρχιτέκτονες του πολιτικού σκηνικού διέθεταν «κάθε είδους σχέδια για κάθε είδους εξελίξεις στην Ελλάδα».

Προϋπόθεση, εκ των ων ουκ άνευ, για τη λειτουργία του δικομματισμού είναι η εκ των προτέρων διασφαλισμένη συναίνεση δύο μεγάλων κομματικών σχημάτων στις στρατηγικές επιλογές του συστήματος: Τη διατήρηση και ενίσχυση των προνομίων των πολυεθνικών και του κεφαλαίου, την υποταγή στο καθεστώς της αμερικανοκρατίας, την ενεργό συμμετοχή σε ΝΑΤΟ και ΕΕ.

Αν σήμερα η πλειοψηφία του ελληνικού λαού αντιλαμβάνεται ότι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δεν έχουν διαφορές πολιτικής και ιδεολογίας, τα πράγματα δεν ήταν τόσο καθαρά στο λυκαυγές της μεταπολίτευσης. Τότε τέθηκαν οι βάσεις του σημερινού πολιτικού οικοδομήματος. «Οποιος θέλει να εννοήσει καλά την πολιτική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, οφείλει να σκύψει αρκετό χρόνο πάνω σε όλα όσα διαδραματίστηκαν στη χώρα μας και για τη χώρα μας κατά την τελευταία περίοδο της χούντας και κατά την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης. Οσα ζήσαμε από τότε και όσα ζούμε σήμερα έχουν τις ρίζες τους στην τριετία 1972 - 1974» (Χαρ. Φλωράκης, από το β' τόμο του βιβλίου του Χρ. Θεοχαράτου: Χαρ. Φλωράκης - Ο Λαϊκός ηγέτης).

Το «αναντικατάστατο» ΠΑΣΟΚ

«Αναντικατάστατος», λοιπόν, στη συγκρότηση του δικομματισμού ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισε το ΠΑΣΟΚ υπό την καθοδήγηση του ιδρυτή του Α. Παπανδρέου. Τα πρώτα χρόνια, στη «δεύτερη εφταετία του Κ. Καραμανλή» (1974 - 1980), χάρη στην οξεία, πολλές φορές, αντιαμερικανική ρητορική και τη χρήση αντιιμπεριαλιστικών συνθημάτων («Εξω οι βάσεις»), κατάφερε να δημιουργήσει σύγχυση και να «ενσωματώσει» ένα ρωμαλέο λαϊκό κίνημα, που βρισκόταν σχεδόν καθημερινά στους δρόμους, διεκδικώντας να πάει τα πράγματα ένα βήμα πιο μπροστά, στην κατεύθυνση της «εθνικής ανεξαρτησίας» και της «λαϊκής κυριαρχίας». Εκφραστής, δήθεν, των «μη προνομιούχων», εμφανίστηκε ο αποκλειστικός φορέας της «αλλαγής» και της «απαλλαγής από τη Δεξιά». Ο αυταρχισμός και η αστυνομική βία των κυβερνήσεων της ΝΔ πρόσφερε άφθονο «λίπασμα» για τη συνεχή «ανάπτυξη» του ΠΑΣΟΚ. Εκμεταλλεύτηκε και καλλιέργησε επιδέξια τα «αντιδεξιά σύνδρομα», τα οποία ήταν πανίσχυρα, αφού πάταγαν γερά στην πραγματικότητα και την τυραννία του μετεμφυλιακού «κράτους της Δεξιάς».

Η «ρυμούλκηση» του ΠΑΣΟΚ, ώστε να αποτελέσει το δεύτερο πυλώνα του πολιτικού συστήματος επιταχύνθηκε και φάνηκε πιο καθαρά μετά τις εκλογές του 1977 (20 Νοέμβρη) όταν διπλασίασε σχεδόν τις δυνάμεις του από τις εκλογές του 1974 (πήρε το 25,34% έναντι 13,58%) και πρόβαλε ως «εναλλακτική λύση» στην κυβέρνηση της ΝΔ. Η άρνηση ενότητας δράσης στο μαζικό λαϊκό κίνημα, ο ηγεμονισμός και η αποκήρυξη ουσιαστικά της συνεργασίας με το ΚΚΕ, ήταν από τα βασικά διαπιστευτήρια νομιμοφροσύνης προς τα αφεντικά του συστήματος. Οταν τον Οκτώβρη του 1981 το ΠΑΣΟΚ ανέβηκε στην κυβέρνηση ούτε ο λαός βρέθηκε στην εξουσία ούτε έγινε «σοσιαλισμός στις 18» (Οκτώβρη). Η ηγεσία του απέδειξε ότι ήταν έτοιμη από καιρό να παραλάβει τη σκυτάλη και να κυβερνήσει στο δρόμο που χάραξε η Δεξιά...

Φυσικά, τίποτα δεν αφέθηκε στην τύχη του και στις καλές προθέσεις των νεόκοπων «σοσιαλιστών». Το σύστημα είχε ήδη στη διάθεσή του ισχυρούς μοχλούς, για να δρομολογήσει τις πολιτικές εξελίξεις στην επιθυμητή κατεύθυνση: Κατ' αρχήν είχε φροντίσει να (επανα)προσδέσει τη χώρα στο άρμα του ΝΑΤΟ (Οκτώβρης 1980), να υπογράψει την ένταξη στην ΕΟΚ (Μάης 1979), ενώ είχε τοποθετήσει τον Κ. Καραμανλή με συνταγματικές υπερεξουσίες στο Προεδρικό Μέγαρο (Μάης 1980), άγρυπνο φρουρό και εγγυητή της «ορθής» πορείας πλεύσης της χώρας. «Με το πέρασμα του Κ. Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας, διαμορφώνεται ένα σημαντικό κέντρο εξουσίας της άρχουσας τάξης, που, αξιοποιώντας, όσο το δυνατόν περισσότερο, τις υπερεξουσίες που παρέχει το Σύνταγμα στον Πρόεδρο, θα αποσκοπεί στην παραπέρα θωράκιση του αυταρχικού, ατλαντικού, μεταχουντικού καθεστώτος», εκτιμούσε η ΚΕ του ΚΚΕ (Ιούλης 1980), προσδιορίζοντας μάλιστα τους τρόπους που μπορεί να γίνει αυτό: «Είτε με τη διατήρηση της ΝΔ στην κυβέρνηση, είτε με φιλομονοπωλιακές κυβερνήσεις συνασπισμού, είτε με την επιβολή αντιδημοκρατικού ελέγχου στην πολιτική μιας δημοκρατικής κυβέρνησης και τον περιορισμό της στα πλαίσια μιας απλής κυβερνητικής αλλαγής»...

Το ΠΑΣΟΚ δε διέψευσε τις προσδοκίες των μεγάλων αφεντικών, εντός και εκτός της χώρας. Και στην ΕΟΚ παρέμεινε και από το ΝΑΤΟ δεν έφυγε, ούτε και τις βάσεις έδιωξε. Μάλιστα ήταν τέτοιες οι υπηρεσίες που πρόσφερε στη σταθερότητα του συστήματος, κυρίως υπονομεύοντας τους λαϊκούς αγώνες και συκοφαντώντας τα οράματα και τα ιδανικά του σοσιαλισμού και κτυπώντας το ΚΚΕ, ώστε κέρδισε την απόλυτη εμπιστοσύνη και την απλόχερη στήριξή τους. Χάρη σε αυτή την υποστήριξη διατηρήθηκε στην εξουσία τα 20 επόμενα χρόνια, με μια «τριετή παρένθεση» από την κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη.

Ο σταθμός του '85

Οι βουλευτικές εκλογές του 1985 αποτέλεσαν σταθμό στην εδραίωση του δικομματισμού, καθώς σε αυτές φάνηκε πολύ καθαρά ότι και στη χώρα μας είχε επιβληθεί το «νέο» πολιτικό σύστημα.

«Στις εκλογές της 2.6.1985 θα κριθεί σε σημαντικό βαθμό αν θα περάσουν τα σχέδια της άρχουσας τάξης για την επιβολή ενός δικομματικού συστήματος ή αν ο λαός θα ανατρέψει τα σχέδια αυτά...», εκτιμούσε λίγες βδομάδες νωρίτερα η ΚΕ του ΚΚΕ (Διακήρυξη της ΚΕ, Μάης 1985).

Αμέσως μετά φάνηκε η «χρησιμότητα» και η αποτελεσματικότητα του συστήματος, καθώς ακολούθησε η «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» επιβολή της λιτότητας, μέσω της αλήστου μνήμης Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η πραξικοπηματική έκπτωση της νόμιμης πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, κ.ο.κ.

Για χάρη της ιστορίας στις βουλευτικές εκλογές του 1985, το ΠΑΣΟΚ απέσπασε το 45,82% των ψήφων και 161 έδρες, η ΝΔ 40,85% και 126 έδρες, το ΚΚΕ 9,89% και 12 έδρες και το λεγόμενο «Εσωτερικό» 1,84% και 1 έδρα...

«Θεσμικά» εργαλεία

Για την εδραίωση του δικομματισμού επιστρατεύτηκαν ορισμένα επιπλέον θεσμικά εργαλεία, με πρώτο το αυταρχικό και αντιδημοκρατικό Σύνταγμα του 1975, οι διατάξεις του οποίου «έκλειναν το δρόμο προς την πρόοδο». Οι περιορισμοί στο δικαίωμα της απεργίας, των διαδηλώσεων, οι υπερεξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, και άλλες διατάξεις του, αποτελούσαν εγγύηση για την «ομαλή» πορεία του καθεστώτος. «Η μεγαλοαστική τάξης της χώρας μας φροντίζει να θωρακίσει το καθεστώς της, ώστε να μπορέσει να αντέξει μακροχρόνια την πίεση και πάλη των εργαζομένων και του προοδευτικού κινήματος γενικότερα», εκτιμούσε η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το Γενάρη του 1975. Οι αναθεωρήσεις που ακολούθησαν, με κυριότερη αυτή του 1985/86 δεν άλλαξαν τη φιλοσοφία του, επιφέροντας απλώς μεταφορά της ισχύος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στον πρωθυπουργό («πρωθυπουργοκεντρική δημοκρατία»).

Την εξέλιξη του δικομματισμού υπηρέτησε και παρακολούθησε από κοντά ο εκλογικός νόμος, που σταθερά φρόντιζε να αλλοιώνει τη λαϊκή βούληση και να κλέβει ψήφους από τους «μικρούς» προς όφελος των δύο «μεγάλων». Είτε με το όριο του 17% για τη β' κατανομή είτε με το «διπλομέτρημα» της ψήφου προς το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, ο εκλογικός νόμος «μετέφραζε» τη μειοψηφία στο λαό σε πλειοψηφία στη Βουλή, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα «ισχυρές κυβερνήσεις».

Παράλληλα, για την εκτόνωση της λαϊκής δυσαρέσκειας κατασκευάζονταν σχεδόν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση «νέα» (απο)κόμματα δίπλα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, που λειτουργούσαν ως δεξαμενές όπου διοχετευόταν η λαϊκή δυσαρέσκεια, προκειμένου να αποτραπεί η ενίσχυση του ΚΚΕ.

Ο δικομματισμός φαντάζει παντοδύναμος αλλά δεν είναι. Αποσπά «ολοκληρωτικά» ποσοστά αλλά αυτό δε σημαίνει ότι το 85%, για παράδειγμα, του ελληνικού λαού εγκρίνει τις αντιλαϊκές πολιτικές του. Φυσικά, η πολιτική συναίνεση ΠΑΣΟΚ και ΝΔ δε μεταφράζεται αυτόματα σε κοινωνική συναίνεση και αποδοχή της βάρβαρης νεοφιλελεύθερης πολιτικής τους από τις λαϊκές μάζες. Αντίθετα, ολοένα και περισσότερο γίνεται αντιληπτό από ευρύτερες λαϊκές μάζες ότι ο δικομματισμός αποτελεί τον ένα και ενιαίο πόλο εξουσίας, αφήνοντας έτσι να φανεί το «κενό» της εναλλακτικής λύσης. Και όπως η φύση έτσι και η πολιτική απεχθάνεται το κενό... Και το πρόβλημα του δικομματισμού βρίσκεται ακριβώς στο ότι τριάντα χρόνια τώρα δεν μπόρεσε να περιθωριοποιήσει το ΚΚΕ. Από δω προέρχεται και η αληθινή «απειλή» για την «υπέρβασή» του...



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ