Σάββατο 25 Ιούνη 2022 - Κυριακή 26 Ιούνη 2022
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ειρήνη Παπά: Η γυναίκα - Οδυσσέας έπιασε λιμάνι

Γράφω σήμερα για μια γυναίκα που είναι «ένας ολόκληρος γαλαξίας», όπως λέει ο Μανούσος Μανουσάκης, που μοιάζει με «άγριο περήφανο άλογο» σύμφωνα με τον Μετζικώφ και η Τατιάνα Παπαμόσχου έχει πει πως συνυπήρξε με «ένα πλάσμα που περνούσε και άκουγες τριγύρω ένα άαααα!». Ενα κείμενο για την Ειρήνη Παπά, την Ρηνούλα απ' το Χιλιομόδι, την διεθνή Ιρένε Πάπας, την γυναίκα - Οδυσσέα, την 13η Ελληνίδα θεά.

* * *

Η Ειρήνη Λελέκου γεννήθηκε μέσα σε οικογένεια δασκάλων. Η δασκάλα μαμά, ο δάσκαλος παππούς, η δασκάλα θεία και ο καθηγητής κλασικού δράματος μπαμπάς φροντίζουν όχι μόνο για τη μόρφωσή της, αλλά τη μεγαλώνουν ελεύθερη, ατρόμητη και με ιστορίες γενναίων αρχαίων και νέων Ελλήνων.

Ο προπάππους της, Σταύρος Λελέκος, στα τέλη του 19ου αιώνα γράφει το πρώτο συντακτικό της ελληνικής γλώσσας. Η μικρή Ειρήνη μεγαλώνει σε άγριους καιρούς, μέσα σε πραξικοπήματα, συγκρούσεις, εμφύλιες διαμάχες, αναστολή του Συντάγματος, κλειστό κοινοβούλιο, τρομοκρατία...

Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές υποχρεώνονται τότε να εντάξουν τους μαθητές στην ΕΟΝ για την «επωφελή διάθεσιν του ελευθέρου - από της εργασίας - χρόνου των νέων, προς ανάπτυξιν του εθνικού φρονήματος και της πίστεως προς την θρησκείαν» κ.λπ. κ.λπ. Οχι όμως οι γονείς της Ειρήνης. Εκείνοι θέλουν ένα παιδί ανεξάρτητο, περήφανο, που θα εκτιμά την ελεύθερη ζωή στη φύση, την οποία και θα σέβεται. Οταν δεν είναι σκαρφαλωμένη στα δέντρα, ακούει από την γιαγιά της αρχαίους μύθους ή ζει σε έναν κόσμο φαντασίας που δημιουργεί η μάνα της, που δεν σταματά να ζωγραφίζει.

«Αγάπησα περισσότερο την μητέρα μου και λιγότερο τον πατέρα μου», λέει χρόνια αργότερα. «Στο σόι μας ήταν παραμυθάδες όλοι. Η γιαγιά μου ήξερε του κόσμου τις ιστορίες, όπως και η μάνα μου που τις φανταζόταν, και το σπίτι μας ήταν γεμάτο ανθρώπους που μιλούσαν πολύ, συνεχώς, ακατάπαυστα. Η μάνα μας έλεγε παραμύθια σε συνέχειες, κάθε βράδυ. Αυτά τα σίριαλ στην τηλεόραση δεν είναι τίποτα μπροστά στη δική της μυθοπλασία σε συνέχειες. Υπήρχε γύρω μας ένας αόρατος κόσμος και αυτός ήταν για εμένα ο εντελώς πραγματικός. Και εγώ ζούσα σ' αυτό το σύμπαν φαντασίας. Πίστευα πως τα καλύβια τα μεσάνυχτα ανοίγουν τις πόρτες τους και από μέσα βγαίνουν ορχήστρες, που παίζουν εξαίσιες μουσικές και πως οι κολοκύθες λιώνουν σιγά - σιγά τη νύχτα και στο τέλος γίνονται γυναίκες λαμπερές και πως στις τρύπες των μυρμηγκιών στα χωράφια από μέσα έχει τεράστιες σκάλες, και άμα τις κατέβεις φτάνεις στην ψυχή της γης, που είναι ο κόσμος όλο σοκολάτα, δρόμοι, λίμνες και σοκολατένια παλάτια».


Ο δάσκαλος πατέρας είναι πραγματιστής και πιστεύει πως από τους αρχαίους συγγραφείς μέχρι τον Γκαίτε είναι η ουσία της γνώσης. «Από τον Γκαίτε και μετά όλοι οι άλλοι γράφουν τόμους μιας λέξης», έλεγε. Μεγαλώνει τα κορίτσια του ελεύθερα στη φύση, θέλει να επικοινωνούν μαζί της και να σέβονται τους δικούς της νόμους. «Χίπηδες πάνω στα βουνά ήμασταν από παιδιά», λέει η Ειρήνη Παπά σε μια εκμυστήρευσή της το 1974. «Δεν μας έφτανε ο καθαρός αέρας στο Χιλιομόδι, αλλά το καλοκαίρι μας έπαιρνε και ανεβαίναμε ψηλά στο βουνό, στο Μετόχι και ήμασταν, ένα δέντρο, ένα πηγάδι, ένα εκκλησάκι και εμείς, πάντα ελεύθερα».

Ο δάσκαλος πατέρας ονειρεύεται να διαπλάσει ανθρώπους, όχι πολίτες β' κατηγορίας, όπως θεωρούσε η κοινωνία τότε τις γυναίκες. «Στον πατέρα μου έχω χρεώσει δυστυχίες μου πολλές, αλλά και του χρωστάω πολλά. Με έκανε αυτό που είμαι. Με έμαθε να έχω πάντα αμφιβολίες και να ρωτάω το γιατί. Να 'μαι και εγώ και οι αδελφές μου περήφανες γυναίκες. Οχι να είμαστε σκυμμένες και να κεντάμε μαξιλαράκια, αλλά να διαβάζουμε Αριστοτέλη! Διδάχθηκα την ασέβεια από τον πατέρα μου. Με έμαθε πως μια και μόνο αριστοκρατία υπάρχει, η αριστοκρατία του πνεύματος. Δεν υπάρχουν "κύριοι" και επίσημοι, αλλά άνθρωποι και πως η αγάπη με εξυψώνει», έλεγε στην Αλεξάνδρα Τσόλκα, πριν πολύ καιρό.

Στο σύμπαν αυτής της απίστευτης γυναίκας έζησαν και θα ζουν για πάντα η απαράμιλλη «Ηλέκτρα», η Ελένη, η γυναίκα του Λαμπράκη στο «Ζ», η Μαρία στα «Κανόνια του Ναβαρόνε», η χήρα στον «Ζορμπά», η Κυρά Φροσύνη, η Μπουμπουλίνα, η άκαρδη γιαγιά στην «Ερέντιρα» του Μάρκες, η Τζούλια στο «Ο Χριστός σταμάτησε στο Εμπολι» και τόσες ακόμη. Ελεγε πριν λίγα χρόνια στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο: «Αντιμετωπίζω τη ζωή μου σαν μια άσκηση διαρκούς απογύμνωσης - το μόνο που μ' ενδιαφέρει είναι η τέχνη μου. Και (με μεγάλα διαλείμματα χηρείας) κάποιος μεγάλος έρωτας. Υπάρχει ένα είδος απελπισίας, που δεν μπορείς να είσαι πλέον λυπημένος. Που δεν αντέχεις άλλη λύπη. Κάθε άνθρωπος που είναι ενήμερος της μοίρας του, ξέρει πότε χτυπάει το καμπανάκι. Ο χρόνος αρχίζει και μικραίνει. Συνειδητοποιείς ότι γεννήθηκες όταν δεν το ήθελες, κατοικείς ένα σώμα που δεν το ξέρεις και τελικά δεν ορίζεις τίποτα. Τότε δεν σου μένει παρά να υιοθετήσεις τη ζωή σου. Υιοθετείς ιδανικά, υιοθετείς αγάπες, απλώς και μόνο για να επιβιώσεις».


Η Ειρήνη Παπά - σημείωνε τότε ο Τσαγκαρουσιάνος - έχει διαρκώς το βάρος του image της. Την τυραννάει η άγρια αγέρωχη «Ελληνίδα» του κινηματογράφου - θέλει να ξεμπερδεύει γρήγορα με τις παρεξηγήσεις και έτσι σου παρουσιάζει την πιο πεζή εκδοχή της καθημερινότητάς της. «Η φήμη τίποτα δεν μου 'δωσε», έλεγε η Παπά. «Αντίθετα, έχει διαλύσει την προσωπική ζωή μου. Γιατί ο άνθρωπος που θα με πλησιάσει, ας πούμε ερωτικά, έχει αγαπήσει προηγουμένως την εικόνα μου και τη μεταφέρει, σαν το γάλα που χύνεται, πάνω σε όλο μου τον εαυτό. Δεν έχω σχέση εγώ μ' αυτήν! Είμαι άνθρωπος. Και τρυφερή και άγρια και όλα».

Ομως το θέμα στο οποίο η Ειρήνη Παπά γλιστράει διαρκώς, είναι ο έρωτας - οι άντρες. Εχει ένα είδος μικρής εμμονής: Τα βάσανα της αγάπης, το σκαμπανέβασμα των σχέσεων, το πάθος και ο χωρισμός. «Μπορείς να πιστέψεις ότι εγώ κάποτε έζησα σαν καλόγρια; Περάσανε 10 συναπτά χρόνια και δεν με είχε αγγίξει άνθρωπος, δεν είχα φιληθεί ούτε μια φορά. Γιατί είχα τόσο πολύ ταπεινωθεί απ' την κατάληξη ενός έρωτα, που δεν το άντεχα. Γιατί εγώ δεν έχω απλώς ορμή - τα πάντα είναι κάθε φορά ένας άνθρωπος»...

Σε εκείνη τη συνέντευξη είχε αρνηθεί το σκληρό της image: «Μια δειλή είμαι. Ακόμα και στο θέατρο βγήκα για να ξεπεράσω την τεράστια δειλία μου. Από μικρό παιδί ήμουνα μοναχή, κλεισμένη. Πέρασα χρόνια ταλαιπωρία για να αποτινάξω τις ηρωικές συμπεριφορές που μου επέβαλλε η εικόνα μου και να πω "Ειρήνη, είσαι αυτό που είσαι - μια δειλή"».

Το 2004 αποκαλύπτει στην ιταλική εφημερίδα «Corriere della Sera» ότι έζησε μια μακρά και «μυστική αγάπη» με τον Μάρλον Μπράντο. Είχαν συναντηθεί - είχε πει τότε - το 1954 στη Ρώμη. Εκείνος γοητεύεται από την ομορφιά και το ταμπεραμέντο της. Ζουν μια παθιασμένη σχέση, που μένει κρυφή από τους δημοσιογράφους. Πολλά χρόνια μετά αποκαλύπτει: «Αγαπούσα πολύ τον Μπράντο και νοιαζόμουν για εκείνον. Ηταν το μεγάλο πάθος της ζωής μου».

Συναντιούνται τελευταία φορά στην Αθήνα το 1999. Εκείνος, μαζί με τον Φελίνι και την φίλη της Κάθριν Χέμπορν, έλεγαν πως η Ειρήνη είναι η «σπουδαιότερη ηθοποιός του κόσμου». Εκτός από τον Μάρλον Μπράντο, «σημαδεύει» και τον Αντονι Κουίν και πολλούς από τους ξένους και Ελληνες συμπρωταγωνιστές της (ανάμεσά τους και τον Μάνο Κατράκη), ενώ είναι δεδομένο πως ο βαθύπλουτος Αγά Χαν, σύζυγος της θρυλικής Ρίτας Χέιγουορθ, υπήρξε ερωτευμένος μαζί της, αν και η ίδια δεν πίστεψε ότι αγαπήθηκε ποτέ από κανέναν.

Ζωντανή Καρυάτιδα

Δεν ήταν καν 15 ετών όταν ξεκίνησε ως ραδιοφωνική παραγωγός, τραγουδίστρια και χορεύτρια σε διάφορες εκδηλώσεις. Οταν στην εφηβεία της δηλώνει στην μητέρα της πως θέλει να γίνει ηθοποιός, εκείνη την αντικρούει λέγοντας: «Ναι, για να σε περάσουν ακόμα και τα γαϊδούρια». Στεναχωριέται πολύ η Ειρήνη, αλλά της απαντάει: «Ας γίνει έτσι! Οσο γρηγορότερα, τόσο το καλύτερο». Κι έτσι γίνεται.

Φεύγει. Σπουδάζει υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Παρθενική θεατρική εμφάνιση το 1948, στην επιθεώρηση των Σακελλάριου - Γιαννακόπουλου «Ανθρωποι Ανθρωποι», στη Λυρική Σκηνή. Τεράστια αντίθεση και πράξη επαναστατική για ηθοποιό κλασικής παιδείας. Η Ειρήνη λέει το ναι, γιατί της αρέσουν οι ηθοποιοί της επιθεώρησης, του μουσικού θεάτρου, που είναι πιο φυσικοί και πιο κοντά σε αυτό που εκείνη θεωρεί καλό παίξιμο. Του Εθνικού δεν τους μπορεί, τους θεωρεί ψεύτικους.

Οταν την βλέπει πρώτη φορά ο Σακελλάριος να περπατά στο Σύνταγμα, την αποκαλεί «ζωντανή Καρυάτιδα». Τη γνωρίζει στον Φίνο και έτσι παίζει στην πρώτη της ταινία το 1948. Είναι οι «Χαμένοι άγγελοι» του Νίκου Τσιφόρου. Τρία χρόνια μετά ο Φρίξος Ηλιάδης γυρνά μαζί της την «Νεκρή Πολιτεία» με τον Γιώργο Φούντα στον Μυστρά. Η ταινία συμμετέχει στο Φεστιβάλ Καννών και εκεί, με την πρώτη προβολή, ο κόσμος βρίσκει μια πρωταγωνίστρια που σαν να 'χε έρθει από την αρχαϊκή πομπή των Παναθηναίων.

Το 1952 οι Κάννες ασχολούνται μόνο με την Παπά! Το παγκόσμιο σινεμά ερωτεύεται το αγρίμι από το Χιλιομόδι Κορινθίας... Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Στέκεται 100 τουλάχιστον φορές απέναντι από την κάμερα σε διεθνείς παραγωγές, αριθμός ταινιών - ρεκόρ για Ελληνίδα ηθοποιό.

Τρεις από τις ταινίες στις οποίες η Ειρήνη Παπά πρωταγωνιστεί προτείνονται για Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, με την γαλλόφωνη «Ζ» του Κώστα Γαβρά να το κατακτά, ενώ υποψήφιες υπήρξαν επίσης και δύο ελληνικές ταινίες, μεταφορές στη μεγάλη οθόνη αρχαίων τραγωδιών, η «Ηλέκτρα» και η «Ιφιγένεια». Συμμετέχει σε πολλές χολιγουντιανές παραγωγές, ενώ πρωταγωνιστεί και στο Μπρόντγουεϊ. Πάντα όμως ξεκαθαρίζει: «Δεν είπα ποτέ πως εγώ "είμαι επιπέδου ευρωπαϊκού". Εγώ είμαι επιπέδου ελληνικού».

Σύμφωνα με τον Αμερικανό κριτικό κινηματογράφου, δημοσιογράφο και σεναριογράφο Ρότζερ Ιμπερτ, η Παπά, που έγινε ένα παγκόσμιο σύμβολο, μια διεθνής εκπρόσωπος του μεσογειακού πολιτισμού, μεταφέροντας παντού τη δύναμη της αρχαίας τραγωδίας, είχε τρία μειονεκτήματα, το ύψος της, που έκανε πολλούς ηθοποιούς να μην θέλουν να σταθούν δίπλα της, την ομορφιά της, που ήταν ανταγωνιστική για τις άλλες ηθοποιούς, και την «βαριά» πελοποννησιακή προφορά της.

Ο Πορτογάλος σκηνοθέτης Μανοέλ Ντε Ολιβέιρα είχε πει ότι είναι «η πανέμορφη και μεγαλοπρεπής φιγούρα που ενσαρκώνει τη γυναικεία ψυχή στη βαθύτερη έκφρασή της και την εικόνα της Ελλάδας όλων των εποχών». Κάθε φορά που παίρνει κάποιο βραβείο στην Ιταλία, όπου τη λατρεύουν και την αποκαλούν Bella Greca και Irene Nostra (δηλ. «η δικιά μας Ειρήνη»), διευκρινίζει: «Η Αθήνα θα είναι πάντα η μητέρα μου, αλλά η Ρώμη είναι η δεύτερη μητέρα μου, από ξεκάθαρη επιλογή μου».

Στην Ιταλία καταφεύγει στα χρόνια της χούντας, δεδομένου ότι είναι κομμουνίστρια και η ζωή της γίνεται πια πολύ δύσκολη στην πατρίδα της. Αλλά και η Πορτογαλία αγάπησε πολύ την Παπά κι έδειξε την εκτίμησή της, με την υποστήριξη στο θέατρο που ίδρυσε η μεγάλη ηθοποιός εκεί, για να παίζονται αρχαίες τραγωδίες. Γι' αυτό το θέατρο η Ειρήνη Παπά διέμενε στην Πορτογαλία τα τελευταία ενεργά χρόνια της.

Η Ειρήνη και η Μέλια

Η Ειρήνη Παπά, η επιφανέστερη εν ζωή Ελληνίδα, αποσύρθηκε μεγαλοπρεπώς. Οπως μεγαλοπρεπώς έζησε. Η συγγραφέας και ζωγράφος Μέλια Τατάκη είναι η αγαπημένη της ανιψιά, αλλά και ο φύλακας - άγγελός της τα τελευταία χρόνια, μετά από την περιπέτεια της υγείας της. Ζουν μαζί στα βόρεια της Αθήνας και φροντίζει να μην της λείπει τίποτα, να έχει την περιποίηση και τη θεραπεία που χρειάζεται από επιστημονικό επιτελείο και την προστατεύει με κάθε τρόπο.

Κι όπως μου λέει χαρακτηριστικά: «Είναι η αδελφή της μητέρας μου. Η αγαπημένη μου θεία. Εχει πάντα την απόλυτη αφοσίωση και τη φροντίδα μου, αλλά και την αγάπη όλων των ανιψιών της. Εγώ ειδικά της οφείλω πολλά. Αν δεν με βοηθούσε η Ειρήνη, δεν θα είχα κάνει τις σπουδές που έκανα και μπορεί να μην είχα καταφέρει και πολλά πράγματα στη ζωή μου». Την είπαν γυναίκα - Οδυσσέα. Ομως τα ταξίδια, οι περιπέτειες, οι εξερευνήσεις, οι περιπλανήσεις τέλειωσαν. Καιρό τώρα το αστραφτερό μυαλό της ζει σε κάποια αρχαία γειτονιά, σε κάποια από εκείνες που μικρή την πήγαιναν βόλτα οι γονείς της και που αγάπησε πολύ.


Της
Σεμίνας ΔΙΓΕΝΗ

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ
Διαχρονικές προσπάθειες για την ανάδειξη του έργου του

Το ΚΚΕ διαχρονικά και με διάφορες μορφές προβάλλει το σημαντικό έργο του Δημήτρη Κατσικογιάννη και υπογραμμίζει την ανάγκη καλύτερης ανάδειξης του έργου, που βρίσκεται στο «Μουσείο Δημήτρη και Λέγκως Κατσικογιάννη», τόσο με μέτρα συντήρησης καθώς και βελτίωσης του χώρου φύλαξης και έκθεσης του έργου με τα κατάλληλα υποστηρικτικά τεχνικά μέσα, ώστε πραγματικά να γίνει κτήμα του λαού.

Μεταξύ άλλων παρεμβάσεων, με αφορμή και την τραγική κατάσταση του Μουσείου, οι βουλευτές του ΚΚΕ Γιώργος Λαμπρούλης, Γιάννης Δελής και Γιώργος Μαρίνος με Ερώτηση που κατέθεσαν στη Βουλή, στα μέσα του προηγούμενου Απρίλη, προς τους υπουργούς Πολιτισμού και Αθλητισμού και Εσωτερικών, επισήμαναν πως το σπουδαίο αυτό έργο, που αποτυπώνει το μεγαλείο του λαού, βρίσκεται σε έναν χώρο εντελώς ακατάλληλο, που συνυπάρχει με το αμαξοστάσιο της ΔΕΥΑΤ και τον μηχανολογικό εξοπλισμό του (σωλήνες κ.λπ.), μέσα σε μουχλιασμένους τοίχους και σαπισμένες από τη σκουριά πόρτες. Μάλιστα, ένα μεγάλο κομμάτι του έργου δεν εκτίθεται και παραμένει στα συρτάρια λόγω του ότι δεν χωράει στις αίθουσες. Αναδείκνυαν πως από το 1998 παραμένει εκεί παρά τις επανειλημμένες υποσχέσεις όλων των εκάστοτε δημοτικών αρχών, τόσο των προηγούμενων όσο και της σημερινής, και καλούσαν τη σημερινή κυβέρνηση να πάρει μέτρα για τη διάσωση και διαφύλαξη του έργου.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΤΣΙΚΟΓΙΑΝΝΗΣ
«Κάποτε τα έργα μου πρέπει να επιστρέψουν στον μεγάλο μου δάσκαλο: Το λαό»

Συμπληρώνονται φέτος 31 χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου κομμουνιστή ζωγράφου και γλύπτη

Ο Δημήτρης Κατσικογιάννης
Ο Δημήτρης Κατσικογιάννης
Συμπληρώνονται φέτος 31 χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου κομμουνιστή ζωγράφου και γλύπτη Δημήτρη Κατσικογιάννη, που μας κληροδότησε πλήθος έργων για τους αγώνες τόσο του ελληνικού λαού όσο και των λαών όλου του κόσμου.

Ο Δημήτρης Κατσικογιάννης γεννήθηκε το 1915 στην Καρυά Ολύμπου της Λάρισας, το τέταρτο από τα οχτώ παιδιά μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας. Σε ηλικία μόλις 13 ετών δούλευε σε ένα μπακάλικο, όπου άρχισε να σχεδιάζει διάφορες παραστάσεις πάνω στο βούτυρο, γεγονός που εντυπωσίασε την πελατεία του μαγαζιού και έφτασε μέχρι τον τοπικό Τύπο. Το 1934 πήγε στην Αθήνα για να παρακολουθήσει μαθήματα σχεδίου και γλυπτικής πλάι στον γλύπτη Αντώνη Σώχο.

Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το διάστημα 1934 - 1940, σπουδάζοντας γλυπτική με τους δασκάλους Θωμά Θωμόπουλο, Κώστα Δημητριάδη και Μιχαήλ Τόμπρο. Ονειρό του ήταν να ασχοληθεί με τη γλυπτική, ενώ πάντοτε υπέγραφε πρώτα ως γλύπτης και έπειτα ως ζωγράφος. Εξάλλου, και το δίπλωμα που έλαβε από την ΑΣΚΤ ήταν αυτό της γλυπτικής. Ενδιαφέρον έχει πως, ενώ η κρίση του διπλώματός του έγινε το 1940, αυτό του απονεμήθηκε ύστερα από 22 ολόκληρα χρόνια, το 1962, οπότε και αποφυλακίστηκε. Οταν αποφοίτησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών, ήταν ήδη κάτοχος επτά βραβείων γλυπτικής και ενός επαίνου. Το 1940, κατόπιν εργασίας του πάνω στην αποκατάσταση αρχαιοτήτων στο παράρτημα της ΑΣΚΤ στο Μουσείο των Δελφών, έλαβε υποτροφία της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής για το Παρίσι, την οποία όμως προτίμησε να μετατρέψει σε υποτροφία εσωτερικού, με τη βοήθεια του Δημητριάδη, καθώς δεν ήθελε να αφήσει τη χώρα ενόψει του πολέμου. Μέχρι το '41, εργαζόταν στην Αθήνα.

***

Ηδη από το 1938, σε ηλικία 23 ετών, είχε γίνει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Το 1942 οργανώθηκε στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών και ξαναγύρισε στο χωριό του, εγκαταλείποντας τα έργα του στην Αθήνα, για να λάβει ενεργό μέρος στον ένοπλο αντιστασιακό αγώνα. Συμμετείχε στην οργάνωση της τοπικής Λαϊκής Επιτροπής και ήταν μέλος ειδικού συνεργείου των Καλλιτεχνών του ΕΑΜ της 1ης Μεραρχίας, που ανέλαβε το τμήμα της Διαφώτισης, με σκοπό τη φιλοτέχνηση αφισών και προπαγανδιστικού υλικού, δηλαδή προκηρύξεων στα Γαλλικά και στα Γερμανικά, τις οποίες σκορπούσαν στις γραμμές των Ιταλών και των Γερμανών στην Ελασσόνα και την Τσαριτσάνη. Εκεί έφτιαχνε ακόμα σφραγίδες και αναπαραστάσεις των μαχών.


Το 1944, μετά την Απελευθέρωση, εγκατέστησε το εργαστήριό του στη Λάρισα. Τότε φιλοτέχνησε συνολικά 80 αγάλματα και 500 συνθέσεις, χωρισμένες στις ενότητες «Λευτεριά και ανεξαρτησία», «Διαμαρτυρία», «Ο επικός αγώνας της γυναίκας» και «Καλάβρυτα». Τα έργα εκείνης της περιόδου έχουν καταστραφεί λόγω των μετέπειτα διώξεων. Είχε πει ο ίδιος:

«Βρήκα ένα χώρο και έπεσα με τα μούτρα. Μέσα σε δύο χρόνια έκανα 100 αγάλματα, 4 μεγάλες συνθέσεις, 500 συνθέσεις. Γκρέμισα νοερώς όλα τα αγάλματα απ' όλες τις πλατείες των Αθηνών κι έστησα την ΕΑΜική αντίσταση παντού. Νοερώς όπου υπήρχε χώρος, έστησα αγάλματα και ήταν μέσα κι όλη η σφαγή κι όλοι οι διωγμοί και όλη η έξαρση του λαού».

Η πίστη του καλλιτέχνη στην ανάγκη για την κοινωνική αλλαγή σηματοδότησε και τη στάση του απέναντι στα ιστορικά γεγονότα της εποχής του. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου εντάχθηκε στον ΔΣΕ. Τον Σεπτέμβρη του '47 ανέβηκε στο βουνό, ως μέλος στο Πολιτιστικό Τμήμα του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, μαζί με τον ζωγράφο Δημήτρη Οικονομίδη. Εκεί ασχολήθηκε με τη φιλοτέχνηση αφισών, τις οποίες σκάλιζε πάνω σε πλάκες από καουτσούκ και τις τύπωνε σε ένα αυτοσχέδιο πιεστήριο.

Τον Μάη του 1949 συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο της Καρδίτσας, όπου σχεδίαζε όλα όσα γίνονταν στην απομόνωση. Τα έργα του κατασχέθηκαν κατά τη μεταγωγή του στις φυλακές Τρικάλων. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για παράβαση του Γ' Ψηφίσματος περί κατασκοπείας και προδοσίας του έθνους. Εως το 1961 πέρασε από τις φυλακές της Κέρκυρας, των Τρικάλων, της Λάρισας και της Αλικαρνασσού. Στις φυλακές της Κέρκυρας φιλοτέχνησε 35 σατιρικές φιγούρες της αστικής κοινωνίας και ήταν εκεί που για πρώτη φορά δούλεψε με κιμωλία σε μαυροπίνακα, δημιουργώντας συνολικά 5.000 σχέδια και τέσσερα γλυπτά, από τα οποία κανένα δεν σώθηκε.


Αποφυλακίστηκε τον Δεκέμβρη του 1961 (με βάση τον νόμο 2058 «περί ειρηνεύσεως»), με κλονισμένη την κατάσταση της υγείας του, και νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο «Αγιος Παύλος» της Αθήνας. Εκτοτε, παρακολουθούνταν στενά από την Ασφάλεια, όπου ήταν υποχρεωμένος να δίνει το «παρών» σε εβδομαδιαία βάση. Τα χρόνια που ακολούθησαν εγκατέστησε το εργαστήριό του στο Γαλάτσι, στην οδό Νοταρά 31, όπου επιδόθηκε με πάθος στην καλλιτεχνική δημιουργία. Εκεί φιλοτέχνησε σε ξηρό παστέλ τα περισσότερα από τα ζωγραφικά έργα που σώζονται σήμερα, καθώς και κάποια μικρά γλυπτά σε γύψο, αφού δεν είχε λάβει ποτέ δημόσια παραγγελία για κάποιο μνημείο.

***

Το 1962 έγινε μέλος του ΚΕΕ (μετέπειτα ΕΕΤΕ) και πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στην γκαλερί «Ζυγός», ενώ ακολούθησαν άλλες δέκα εκθέσεις, μεταξύ άλλων, σε Αθήνα, Πειραιά, Μόσχα και Βαρσοβία. Το 1964 έλαβε πρόσκληση από την ΕΣΣΔ, να εκθέσει τα έργα του στο Μουσείο Πούσκιν, την οποία και δέχθηκε και έμεινε στην ΕΣΣΔ συνολικά 43 μέρες. Εκεί εξέθεσε 400 έργα. Πέθανε στην Αθήνα τον Ιούνη του 1991, σε ηλικία 76 ετών, ενώ η σύντροφός του, Λέγκω, τον ακολούθησε 6 μήνες αργότερα.

Πρόκειται για μια περίπτωση καλλιτέχνη που δεν εμπνεύστηκε απλώς από τα γεγονότα της περιόδου μέσα στην οποία έζησε. Αντίθετα, είχε ενεργή συμμετοχή, καθώς βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των συγκρούσεων. Λόγω αυτής της στάσης του δεν κατάφερε να διασώσει όσα δημιούργησε τότε, και μπόρεσε να δουλέψει απερίσπαστος μόνο μετά την αποφυλάκισή του. Ωστόσο, τα επόμενα χρόνια κύρια πηγή της έμπνευσής του ήταν το προσωπικό βίωμα του αντάρτικου αγώνα, του Εμφυλίου και φυσικά της φυλάκισής του, που άφησε στο έργο του ένα ανεξίτηλο στίγμα. Στην πορεία καταπιάστηκε με τα μεγάλα κοινωνικά γεγονότα της εποχής του, όπως το Πολυτεχνείο, ο πόλεμος στο Βιετνάμ και την Παλαιστίνη και άλλα. Το σύνολο της εικαστικής του παραγωγής χαρακτηρίζεται από περιεχόμενο αμιγώς κοινωνικό και ταξικό. Κάθε έργο του είναι και μία ιστορική μαρτυρία, μία κραυγή ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, στην εξαθλίωση, στην εκμετάλλευση και το άδικο. Ταυτόχρονα, όμως, είναι κι ένα παράθυρο ανοιχτό στο όραμα της επανάστασης.

Πρόθεση του ίδιου ήταν το έργο του, πέρα από αισθητική αξία, να έχει και τη λειτουργία της ιστορικής μαρτυρίας, που θα μνημονεύει την πρωτόγνωρη και μαζική συμμετοχή του λαού στον απελευθερωτικό και κοινωνικό αγώνα της περιόδου. Οντας συνειδητά στρατευμένος στην υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης, παρήγαγε έργο που διαπνέεται από το όραμα της σοσιαλιστικής κοινωνίας και είναι διαποτισμένο από τις αξίες και τα ιδανικά της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Ποτέ δεν στέκεται στην απλή αποτύπωση του πόνου και της αγωνίας του χειμαζόμενου λαού αλλά ενδιαφέρεται να αναδείξει την ηρωική διάσταση του αγώνα, που έγκειται στην αποφασιστικότητα και την αυτοθυσία, με τις οποίες ο λαός ρίχτηκε στη μάχη. Οι επιμηκυμένες μορφές του, με τα πελώρια μάτια, που μέσα τους καίει η επαναστατική φλόγα, ανάγονται σε διαχρονικά και πανανθρώπινα σύμβολα της ταξικής πάλης.

***

Σήμερα, περίπου 1.200 έργα ζωγραφικής και 110 γλυπτικές συνθέσεις βρίσκονται στο Μουσείο Δημήτρη και Λέγκως Κατσικογιάννη στα Τρίκαλα, στο κτίριο των πρώην ψυγείων της «Αγρέξ». Η μεγάλη και σημαντική αυτή συλλογή παραμένει άγνωστη στο ευρύ κοινό, καθώς ο χώρος δεν είναι ανοιχτός. Ως αποτέλεσμα, το έργο του Δημήτρη Κατσικογιάννη μένει ανεξερεύνητο, αχαρτογράφητο και πλήρως απαξιωμένο, γεγονός που εγείρει πολλά ερωτήματα και προβληματισμούς για τη διαχείριση της ιστορικής μνήμης και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Να σημειώσουμε, επίσης, πως τα έργα του εκεί χρειάζονται συντήρηση, καθώς καλύπτονται από μούχλα. Κρίνεται επομένως επιτακτική η ανάγκη το έργο του Δημήτρη Κατσικογιάννη να διασωθεί, να ταξινομηθεί, να ψηφιοποιηθεί και κατόπιν να εκτεθεί στο σύνολό του, ούτως ώστε να είναι προσιτό σε όλους και να καταστεί δυνατό να μελετηθεί και να αναδειχθεί. Εξάλλου, αυτός ήταν και ο διακαής πόθος του αγωνιστή καλλιτέχνη, το έργο του να στεγαστεί σε ένα μουσείο ανοιχτό σε όλους, το «Μουσείο Φιλίας και Αντίστασης των Λαών». Οπως χαρακτηριστικά έλεγε, «κάποτε τα έργα μου πρέπει να επιστρέψουν στον μεγάλο μου δάσκαλο: ΤΟ ΛΑΟ».

Βιβλιογραφία/πηγές:

Αθανασίου Α., «Η Πινακοθήκη της Αντίστασης», εφημ. «Ριζοσπάστης», Κυριακή 9 Οκτώβρη 1983, σελ. 12 - 13.

Αλεξίου Ν., «Ο καλλιτέχνης δεν είναι ένας παθητικός παρατηρητής», εφημ. «Ριζοσπάστης», Κυριακή 10 Φλεβάρη 1980, σελ. 4.

Ανωνύμου, «Πέθανε ο Δ. Κατσικογιάννης», εφημ. «Ριζοσπάστης», Πέμπτη 27 Ιούνη 1991, αρ. 5077, σελ. 28.

Κοκκοτάκη Δ., «Δημήτρης Κατσικογιάννης: Φιλοδοξώ το έργο μου να μείνει στον ελληνικό λαό», εφημ. «Ριζοσπάστης», Κυριακή 5 Γενάρη 1975, αρ. 88, σελ. 4.

Πετρής Γ., «Μια έκκληση για την αποφυλάκιση του γλύπτη Κατσικογιάννη», περ. «Επιθεώρηση Τέχνης», αρ. 80 - 81, Αύγουστος - Σεπτέμβρης 1961, σελ. 246.

Ριζάκης Ν., Η συμμετοχή των Καρυωτών στα ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ, http://www.karya-olympou.gr/images/pdf/2.pdf (τελευταία πρόσβαση: 08/04/2022).

Ντοκιμαντέρ, «Οι ζωγράφοι στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας 1941-1945», https://www.youtube.com/watch?v=WrAxeyDVGJc&ab_channel=KakasKseros (τελευταία πρόσβαση: 14/10/2020).


Σαββίνα ΛΙΤΣΗ
Μεταπτυχιακή φοιτήτρια στη Θεωρία και Ιστορία της Τέχνης, ΑΣΚΤ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ