Σάββατο 25 Φλεβάρη 2017 - Κυριακή 26 Φλεβάρη 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κάποιες σκέψεις για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και την παρέμβασή μας στη νεολαία

Τα τελευταία χρόνια, τα πανεπιστήμια και ΤΕΙ τελούν υπό διαρκή «μεταρρύθμιση», ώστε αυτά να είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν πιο αποτελεσματικά τους στρατηγικούς στόχους της ΕΕ, για μια «οικονομία της γνώσης» με εργαλεία αφενός την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού μέσα από την εκπαίδευση και την κατάρτιση και αφετέρου την εκμετάλλευση ερευνητικών και τεχνολογικών προϊόντων, στο όνομα της καινοτομίας, με το μικρότερο δυνατό κόστος για το κεφάλαιο. Η ευθυγράμμιση των ελληνικών ΑΕΙ με τους στόχους της ΕΕ απαιτεί προσαρμογές ή ανατροπές σε ιδεολογικό, θεσμικό, οικονομικό κι εργασιακό επίπεδο, που στοχεύουν στους φοιτητές, στο επιστημονικό - εκπαιδευτικό - τεχνικό - διοικητικό προσωπικό αλλά και στις δομές.

Δικό μας καθήκον είναι να είμαστε έτοιμοι να παρεμβαίνουμε σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους χώρους. Προτεραιότητά μας είναι η στήριξη και προετοιμασία των φοιτητών μας, ώστε να μπορούν να σταθούν όρθιοι καταρχήν σαν φοιτητές αλλά κι αργότερα σαν εργαζόμενοι. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται η οικοδόμηση της κοινωνικής συμμαχίας και στα πανεπιστήμια/ΤΕΙ, στην οποία θα συμμετέχουν τα πιο πρωτοπόρα και ριζοσπαστικά μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, λαμβάνοντας υπόψη ότι:

1. Οι καθηγητές είναι ερευνητές - δάσκαλοι - εργαζόμενοι. Οι τρεις αυτές ιδιότητες δεν έχουν την ίδια βαρύτητα, ούτε ιεραρχούνται το ίδιο από τον καθένα, αλλά η προσέγγισή μας πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τις τρεις για να είναι αποτελεσματική:

α) Με τον ερευνητή θα ανοίξουμε τη συζήτηση για τον ad hoc χαρακτήρα των διαφόρων έργων, την κατασπατάληση πόρων στη διαρκή αναζήτηση χρηματοδότησης, τα κριτήρια αποτίμησης της αξίας ενός έργου ή του ερευνητή, τη διαμόρφωση εργασιακών σχέσεων μέσα από την έρευνα, τον κοινωνικό χαρακτήρα της έρευνας, τα κριτήρια επιλογής ερευνητικών περιοχών, το γιατί είναι αντιεπιστημονικό ο επιστήμονας να ασχολείται μόνο με την επιστήμη του, τη σημασία που έχει εν τέλει να θέσει ο ερευνητής τις γνώσεις του στην υπηρεσία όχι απλά και αόριστα του κοινωνικού συνόλου, αλλά συγκεκριμένα αυτών που παράγουν τον κοινωνικό πλούτο. Να τον καλέσουμε να σχεδιάσουμε μαζί τρόπους διεκδίκησης κι αξιοποίησης κονδυλίων και να προτείνουμε έργα με κριτήριο τις κοινωνικές ανάγκες, που θα σμιλεύουν το σώμα της γνώσης, κόντρα στις κυρίαρχες αγοραίες αντιλήψεις για την καινοτομία, την εξωστρέφεια, το ρόλο του ερευνητή και της έρευνας.

β) Με τον δάσκαλο πρέπει να αναδείξουμε τη μεγάλη επιρροή που έχει πάνω στους φοιτητές και άρα τη μεγάλη ευθύνη του να τους οδηγεί με ασφάλεια στα δαιδαλώδη μονοπάτια της γνώσης, να τους μαθαίνει να τα ιχνηλατούν, να τους βοηθάει να απεγκλωβιστούν από τα πλοκάμια του συστήματος που τους θέλει σύγχρονους σκλάβους, «ανταγωνιστικούς» και αναλώσιμους. Να τον καλέσουμε να συζητάει με τους φοιτητές θέματα της επικαιρότητας μέσα στην τάξη, να αποκαλύπτει τον ύπουλο ρόλο του ατομικού δρόμου, να προστατεύει τη γνώση και να θωρακίζει τα μυαλά των φοιτητών απέναντι σε αντιεπιστημονικές κι αντιδραστικές θεωρίες.

γ) Στον εργαζόμενο πρέπει να αποκαλύπτουμε τον πραγματικό χαρακτήρα των οικονομικών σχέσεων μέσα κι έξω από τα ΑΕΙ, τι εξυπηρετεί η πληθώρα των εργασιακών σχέσεων, τι σημαίνει αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας στο Πανεπιστήμιο, την αιτία για την ανεπάρκεια μέσων και πόρων για αξιοπρεπή εργασία και να του υπενθυμίζουμε ότι πρέπει να αποτελεί πρότυπο για τους φοιτητές του και ως εργαζόμενος.

Στην προσέγγισή μας δεν πρέπει να κατατάσσουμε όλους τους καθηγητές στην «εργατική αριστοκρατία», δεν έχουν όλοι οι καθηγητές έσοδα από επιχειρήσεις κι έργα, δεν είναι όλοι αυτοβούλως και φανατικά στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Είναι λάθος να τους χαρίζουμε a priori και συλλήβδην στον αντίπαλο, γιατί χρειαζόμαστε συμμάχους για τον απεγκλωβισμό της νεολαίας και επιστήμονες που θα υπηρετήσουν την εργατική εξουσία.

2. Οι φοιτητές είναι μαθητές, συχνά εργαζόμενοι, αλλά και μελλοντικοί επιστήμονες /εργαζόμενοι.

Ενα σοβαρό πρόβλημα της εκπαίδευσης σήμερα σε όλον τον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο είναι η αποξένωση των μαθητών όλων των βαθμίδων από το εκπαιδευτικό σύστημα και η χρηστική αντιμετώπισή του σαν αναγκαίο στάδιο στην πορεία προς την ενηλικίωση. Οι αιτίες είναι πολλές και η παρέμβασή μας δεν πρέπει να εξαντλείται στα προφανή, π.χ. η μη συμμετοχή των φοιτητών δεν είναι μόνο απότοκη της απαξίωσης των φοιτητικών συλλόγων, η χρησιμοθηρία κι ο ατομισμός δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της διαφθοράς καθηγητών και φοιτητικών παρατάξεων, η αδιαφορία για τη γνώση δεν οφείλεται μόνο σε κακά προγράμματα σπουδών ή κακούς καθηγητές. Εχει ιδιαίτερη σημασία οι φοιτητές που συσπειρώνονται με την ΚΝΕ να είναι πρωτοπόροι μέσα κι έξω από την τάξη, να συμμετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία, για να εξειδικεύουν στοχευμένα τις θέσεις μας μέσα από ζητήματα τόσο της φοιτητικής καθημερινότητας όσο και της επιστήμης /εργασίας τους. Είναι λάθος η αμφισβήτηση του αστικού εκπαιδευτικού συστήματος να οδηγεί στην αμφισβήτηση της αξίας της γνώσης που έχει κατακτήσει ο άνθρωπος μέσα από την εργασία του.

Εν κατακλείδι, πρέπει να ρίξουμε μεγάλο βάρος στην καλλιέργεια ηθικού αναστήματος και ταξικής συνείδησης στους φοιτητές. Επίσης, να εξετάσουμε πώς μπορεί να βοηθήσει το ΠΑΜΕ για τη σύνδεση - παρέμβασή μας με χώρους δουλειάς, καθώς και για την παρέμβασή μας στους εργαζόμενους φοιτητές που συχνά δεν έχουν την πολυτέλεια να συμμετέχουν στις φοιτητικές διεργασίες.

3. Η πρότασή μας για την Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση απαιτεί περαιτέρω επεξεργασία, για να περιλάβει τα καινούρια δεδομένα κι εξελίξεις, όπως ο ενιαίος χώρος εκπαίδευσης - έρευνας, η «μάθηση στο χώρο της εργασίας» σε δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια, ή η άτυπη μάθηση, και να απαντήσει σε ιδεολογήματα όπως η «ενηλικίωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης» ή η εξατομικευμένη καμπύλη μάθησης. Πρέπει να αναλυθεί η ιστορική εξέλιξη, ο ρόλος, το θεσμικό πλαίσιο, η στελέχωση και η δομή της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και της Ερευνας στην Ελλάδα. Πρέπει να απαντάμε πολύ συγκεκριμένα σε ζητήματα όπως α) η ανάγκη για αλλαγές στο σημερινό Πανεπιστήμιο και ο αστικός εκσυγχρονισμός του, β) οι απαιτήσεις και ο σχεδιασμός σύγχρονων προγραμμάτων σπουδών, γ) η αριστεία ως έννοια και ως εργαλείο, δ) η διεθνοποίηση και η εξωστρέφεια ως εργαλείο πολιτισμικής επιβολής, εκμετάλλευσης πόρων τρίτων χωρών και εμπορευματοποίησης της Παιδείας, ε) η ανταγωνιστικότητα πτυχίων και πτυχιούχων, στ) η επιχειρηματικότητα σε μια οικονομία που κυριαρχεί και επεκτείνεται η μισθωτή εργασία.

Τέλος, ενόψει και των 100 χρόνων από την Οχτωβριανή Επανάσταση, πρέπει να αναλυθεί η πείρα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην ΕΣΣΔ (και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες), με έμφαση όχι μόνο στα επιτεύγματά του, αλλά και στη δομή, τη στελέχωση, τις προκλήσεις και τα εμπόδια στην ανάπτυξή του.


Αφροδίτη Κτενά
ΚΟΒ ΤΕΙ Χαλκίδας

Για τη δουλειά μας στους κλάδους

Βασικό ζήτημα αποτελεί η βελτίωση του τρόπου δουλειάς μας με σκοπό να αναβαθμίσουμε την ικανότητά μας στην προετοιμασία του υποκειμενικού παράγοντα για τις επαναστατικές συνθήκες. Χαρακτηριστικά, οι εργαζόμενοι δεν μπορούν από μόνοι τους να κατανοήσουν τα αίτια της κρίσης, τον χαρακτήρα του αστικού κράτους, τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, τη μόνη ρεαλιστική διέξοδο της επαναστατικής ανατροπής αυτού του συστήματος και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Πρώτο βήμα η ενίσχυση της δικής μας ιδεολογικής πολιτικής θωράκισης. Κατά δεύτερον η βελτίωση της δράση μας στις εργαζόμενες μάζες, βασικά μέσω της αυτοτελούς κομματικής παρέμβασης με το Πρόγραμμα του Κόμματος, με τις επεξεργασίες του για τον κλάδο, αλλά και με τη συνεχή, αποφασιστική παρέμβαση των κομμουνιστών στη διαπάλη για τον προσανατολισμό του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος.

Για να επιτευχθούν τα παραπάνω, όπως ορθά επισημαίνουν οι Θέσεις, απαιτείται σαφής γνώση των εξελίξεων κατά κλάδο, ακριβής και αντικειμενική εκτίμηση του συσχετισμού, των διαθέσεων των μαζών, της τακτικής της εργοδοσίας και των άλλων δυνάμεων, καθώς και της επίδρασής της.

Στον κλάδο τηλεπικοινωνιών - πληροφορικής παρατηρούμε: Στα τμήματα εξυπηρέτησης πελατών οι εργαζόμενοι είχαν άλλα όνειρα για τη ζωή τους. Η εργοδοσία το παίρνει υπόψη ενισχύοντας με κάθε τρόπο την αντίληψη της προσωρινότητας, της εύκολης αντικατάστασής τους, και έτσι εκφοβίζει, ενώ χρησιμοποιώντας και την αυτοματοποίηση διαδικασιών, εντατικοποιεί την εργασία στο έπακρο.

Αντίθετα, οι εργαζόμενοι, στην καρδιά του κλάδου (τμήματα τεχνικών, μηχανικών, πληροφορικής) εργάζονται στο αντικείμενό τους. Ειδικά οι νέοι, αλλά όχι μόνο, θεωρούν ότι μαθαίνουν, κάνοντας κάτι που τους ευχαριστεί, που μπορεί να το χρησιμοποιήσουν και αργότερα, και άρα δεν πειράζει αν δουλέψουν και κάποιες ώρες παραπάνω ή/και με μεγαλύτερη ένταση ή/και για λιγότερες απολαβές. Αυτό όχι μόνο το αναγνωρίζουν αλλά και το εκμεταλλεύονται τα μονοπώλια, ειδικά αφού βασικό ζητούμενο και τάση στον κλάδο είναι η παραπέρα σύνδεση μισθού - παραγωγικότητας.

Αλλο στοιχείο αποτελεί ότι η νέα γενιά εργαζομένων δεν γνωρίζει τι έχει χάσει συνολικά η τάξη της, δεν γνωρίζει πώς να το διεκδικήσει, και από πάνω καθώς προσφέρει ειδικευμένη εργασία σε κλάδο στρατηγικής σημασίας αμείβεται συνολικά καλύτερα από τον βασικό μισθό. Οι πιο μεγάλοι ηλικιακά εργαζόμενοι έχουν μείνει στάσιμοι, έχουν έντονη δυσαρέσκεια αλλά ταυτόχρονα νιώθουν εγκλωβισμένοι, απογοητευμένοι. Οι όμιλοι στοχεύουν όχι μόνο να αποδεχτούν οι εργαζόμενοι την ισχύουσα κατάσταση και την ντε φάκτο χειροτέρευσή της, αλλά να την νομιμοποιήσουν κιόλας σταματώντας να διεκδικούν όσα έχουν χάσει. «Εξω βρέχει», έλεγε χαρακτηριστικά πέρσι διευθύντρια ανθρώπινου δυναμικού μεγάλου ομίλου σε όλες τις συναντήσεις και με το επιχειρησιακό σωματείο και με εργαζομένους.

Μεγάλο όπλο στα χέρια της εργοδοσίας αποτελούν οι αξιολογήσεις. Χρησιμοποιούνται σαν εργαλείο εντατικοποίησης (δεν έπιασες τους στόχους, δεν είσαι αρκετά καλός πρέπει να προσπαθήσεις, να δουλέψεις παραπάνω, να βγει το «project»). Αποτελούν έκφραση της προσπάθειας διαχωρισμού των εργαζομένων, καλλιέργειας ανταγωνισμού ανάμεσά τους. Χρησιμοποιούνται για στοχοποίηση, για δικαιολόγηση απολύσεων, για τρομοκρατία. Χρησιμοποιούνται όμως και σαν καρότο για τη σύνδεση μισθού - παραγωγικότητας, συνδέονται άμεσα με το ύψος του ετήσιου bonus, της αύξησης.

Οι όμιλοι, ταυτόχρονα, χτίζουν με συγκεκριμένο και πολύμορφο τρόπο το «μοντέλο» τού όλοι μια «οικογένεια» είμαστε: πάρτι για τα παιδιά των εργαζομένων, ταξίδια στο εξωτερικό, επιμορφώσεις, γυμναστήριο μέσα σε χώρους δουλειάς κ.ά.

Πρέπει να τα παίρνουμε όλα αυτά υπόψιν μας, γιατί αυτά επηρεάζουν την ψυχολογία των εργαζομένων, την οπτική τους. Σε συνδυασμό, βέβαια, και πρωτίστως με την κυρίαρχη κυβερνητική πολιτική και προπαγάνδα, που όμως πάντα τα μονοπώλια επεξεργάζονται και εξειδικεύουν μεταφέροντάς την μέσα στους χώρους δουλειάς. Σκοπός τελικά να αποδεχτούν οι εργαζόμενοι το καπιταλιστικό σύστημα σαν αιώνιο και αδιασάλευτο, που μεταφράζεται τελικά και σε απογοήτευση, αποστασιοποίηση από τις συλλογικές διαδικασίες. Οτι ο καλός, δηλαδή ο υπάκουος, που δεν ασχολείται με την πολιτική μπορεί να διατηρήσει την εργασία του και όταν έρθει η «ανάπτυξη» μπορεί και να ανταμειφθει. Ετσι οι εργαζόμενοι «εκπαιδεύονται» να «διεκδικούν» να ζήσουν καλύτερα, όχι όμως συλλογικά και συνολικά, αλλά με την αποδοχή της αντεργατικής επίθεσης.

Κρίσιμο το πώς σε αυτήν τη βία (ιδεολογική, υλική) της εργοδοσίας, του αστικού κράτους διαμορφώνουμε, εκπαιδεύουμε μαζικοποιούμε μια υλική δύναμη τέτοια που βάσει σχεδίου αντιπαρατίθεται, συγκρούεται, έχει νίκες και τελικά κάνει βήματα στη συγκέντρωση και προετοιμασία δυνάμεων για τις επαναστατικές συνθήκες. Η ίδια η ύπαρξη και στάση των κομμουνιστών μέσα στους χώρους είναι κομβική. Πώς απαντάμε στον προϊστάμενο, στον διευθυντή, όχι απλά δείχνοντας ανυπακοή αλλά βάζοντας τη δική μας λογική. Πώς δεν δεχόμαστε στην πράξη την εντατικοποίηση, την αυθαιρεσία, την τρομοκρατία και ταυτόχρονα αποκαλύπτουμε τα αίτιά τους. Πώς, με το παράδειγμά μας, ανοίγουμε δρόμους, εμπνέουμε, δημιουργούμε προϋποθέσεις για να στηθούν πόλοι αντίστασης σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Πώς καλλιεργούμε ετοιμότητα και επαγρύπνηση. Μπροστάρηδες και οργανωτές αγώνων που μπαίνουν πραγματικά καρφί στο μάτι των ομίλων. Κρίσιμο το πώς η πρότασή μας γίνεται πιο συγκεκριμένη πιο ξεκάθαρη. Τα αιτήματά μας πατούν στο χώρο, χωρίς να περιορίζονται στενά οικονομικά αλλά αποκαλύπτοντας τους δύο δρόμους ανάπτυξης οδηγούν σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, σε σύγκρουση με την εργοδοσία, εξηγούν το περιεχόμενο των αναγκών μας, το γιατί δεν καλύπτονται από τον καπιταλισμό, το γιατί η ικανοποίησή τους απαιτεί ριζικά διαφορετικό δρόμο. Χρειάζεται πολλή προσπάθεια για να ξεριζωθεί π.χ. η λογική του «καλού, δίκαιου εργοδότη» ή του διαχωρισμού «καλών - κακών εργαζομένων». Οι λογικές αυτές αποκρύπτουν την αντίληψη ότι μπορεί στον καπιταλισμό να υπάρξει καλή διαχείριση, να βγουν κερδισμένοι και ο καταπιεστής και ο καταπιεζόμενος. Ο εργαζόμενος που έχουμε συζητήσει μαζί του για το χαρακτήρα του αστικού κράτους, που έχει πειστεί για τη θέση μας για τη μη συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις θωρακίζεται απέναντι σε αυτές τις λογικές. Αρα η προσωπική στάση, το μαζικό κάλεσμα του σωματείου για μη συμμετοχή στις διαδικασίες της αξιολόγησης, η αποκάλυψη των μηχανισμών της εργοδοσίας φτάνουν μέχρι ένα σημείο. Για να μετράμε βήματα στην κατεύθυνση που θέλουμε χρειάζεται ο εργαζόμενος να έρθει σε επαφή με την πολιτική μας πρόταση, χρειάζεται ο «Ριζοσπάστης», η ΚΟΜΕΠ, η κομματική εκδήλωση που στοχευμένα θα φωτίσουν αυτές τις πλευρές.

Για τη συγκρότηση μιας μαχητικής πρωτοπορίας, πεισμένης για την ανάγκη ανατροπής του συστήματος, που να εμπνέεται από τη σοσιαλιστική προοπτική, απαιτείται οργανωμένο σχέδιο παρέμβασης που ναι μεν «πατάει» στην αντικειμενική κατάσταση οφείλει όμως να υπηρετεί την στρατηγική μας, αγκαλιάζοντας όλες τις πλευρές της ζωής του εργαζόμενου ακριβώς όπως και ο αντίπαλος. Με αισιοδοξία και πίστη προχωράμε σε αυτήν την κατεύθυνση.


Ολγα Κολιούση
ΤΓ Τηλεπικοινωνιών της ΚΟ Αττικής

Για τη δουλειά μας στην Τοπική Διοίκηση και στους αυτοαπασχολούμενους

Το Κόμμα μας προχωράει προς το 20ό Συνέδριό του έχοντας, στο διάστημα που μεσολάβησε από το 19ο, συσσωρεύσει σημαντική πείρα, θετική και αρνητική καθώς οι εξελίξεις τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και σε πολιτικό, υπήρξαν ραγδαίες, διεθνώς αλλά και στη χώρα μας.

Οι Θέσεις για το 20ό Συνέδριο δεν μπορούν αν ιδωθούν παρά μόνο σε συνάρτηση με τις Αποφάσεις του 19ου, το Πρόγραμμα και το Καταστατικό του Κόμματος αλλά και την δική μας αντίληψη για τον σοσιαλισμό (18ο Συνέδριο). Με την έννοια αυτή γίνεται σημαντική προσπάθεια οργάνωσης της πολιτικής και των δυνάμεων του Κόμματος ακριβώς πάνω στη διαπίστωση της αντικειμενικής ωριμότητας και των καθηκόντων μας για το πέρασμα στο σοσιαλισμό χωρίς ενδιάμεσα στάδια. Μερικά άλλα πιο συγκεκριμένα ζητήματα:

Για τη δουλειά μας στην Τοπική Διοίκηση.

Δήμοι και Περιφέρειες έχουν πλέον ανοιχτά μετατραπεί σε μηχανισμούς του Κράτους. Είναι βραχίονες υλοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής και παράλληλα μέσο για την απαλλαγή της κεντρικής διοίκησης από βασικές υποχρεώσεις (Υγεία, Παιδεία, μέριμνα, έργα υποδομής κ.τ.λ.) και την παράδοσή τους στο κεφάλαιο. Αυτό δεν έχει γίνει κατανοητό από το λαό και έτσι σε έναν μεγάλο βαθμό δήμαρχοι και περιφερειάρχες παραμένουν πολιτικά αλώβητοι. Ο κόσμος ακόμα θεωρεί ότι μπορούν να τους απευθυνθούν σαν κάτι έξω από τον κρατικό μηχανισμό και εύκολα η κριτική περιορίζεται στο «προσπάθησαν αλλά δεν μπόρεσαν», «δεν είναι αρκετά ικανοί» (ικανότατοι είναι ...αλλά στην υλοποίηση της πολιτικής που υπηρετούν). Ειδικά η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας μετά την νίκη παράταξης Καρυπίδη και την πλήρη προσχώρησή του πλέον σε ΣΥΡΙΖΑ (η επίσημη παράταξη ΣΥΡΙΖΑ λειτουργεί πλέον ως δύναμη απόλυτης στήριξης Καρυπίδη). Η Περιφέρεια Δ. Μακεδονίας δίνει εικόνα πειραματόζωου των νέων μοντέλων αστικής διαχείρισης. Η Διοίκηση της Περιφέρειας τα προβάλλει ως δήθεν πρωτοποριακά, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για όλες τις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις για τις οποίες εδώ και χρόνια προειδοποιούμε. Το Περιφερειακό Συμβούλιο έχει υπερψηφίσει διάφορα επιχειρησιακά σχέδια και αναπτυξιακά προγράμματα που ανάμεσα σε έλα προβλέπουν συμπράξεις δημόσιου ιδιωτικού τομέα, δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών μέσα στις οποίες δεν θα υπάρχουν εργατικά και ασφαλιστικά δικαιώματα, προγράμματα φιλανθρωπίας για ελάχιστους, τους πλέον εξαθλιωμένους. Πρόσφατα αποφασίστηκε η ένταξη της «ΠΔΜ» στο «Ταμείο Ανάπτυξης Δυτικής Μακεδονίας (ΤΑΔΥΜ), το οποίο αναλαμβάνεται να τροφοδοτήσει τα χρήματα του Πόρου σε επιλεγμένα, με κριτήριο την βιωσιμότητα τόσο του Ταμείου όσο και των Επιχειρήσεων, επιχειρηματικά συμφέροντα δηλαδή προς τα εκεί που παράγεται κέρδος και όχι στις πραγματικές ανάγκες της περιοχής. Για το σκοπό αυτό, άλλωστε, θα χρησιμοποιηθεί και το «εργαλείο» της «μόχλευσης», δηλαδή της δήθεν ανάπτυξης με δανεικά/ ξένα κεφάλαια/ επιδοτήσεις, η ίδια συνταγή που οδήγησε στα κρατικά ελλείμματα όταν ξέσπασε η κρίση υπερσυσσώρευσης . Πρόκειται για ένα Ταμείο που θα λειτουργεί ως ιδιωτική «αναπτυξιακή» εταιρεία, αφαιρώντας χρήματα από το λαό της περιοχής. Ολα αυτά έρχονται στη συνέχεια να εξειδικευτούν στους Δήμους. Εχω την αίσθηση ότι αυτά τα ζητήματα υποτιμούνται με τη γενική αναφορά στη Θέση 35. Δυστυχώς, δεν έχουμε και οι ίδιοι καταφέρει να τα γνωστοποιήσουμε στο λαό και πολύ περισσότερο να τον κινητοποιήσουμε. Η δουλειά μας στα όργανα της Τοπικής Διοίκησης γίνεται αποσπασματικά και αφού πάρουμε στα χέρια μας την ημερήσια διάταξη. Είναι βέβαια σχεδόν αδύνατον ένας ή δύο αιρετοί του ΚΚΕ - επιφορτισμένοι και με άλλα καθήκοντα, αλλά και την προσωπική τους εργασία - να μπορούν να ενημερώνονται για τα ζητήματα αυτά πριν πάρουν την τελική τους μορφή, λίγο πριν έρθουν για ψήφιση. Γι' αυτό απαιτείται μια σταθερή κάθετη σύνδεση του Τμήματος της ΚΕ, των ΕΠ, των περιφερειακών συμβούλων, των δημοτικών συμβούλων και των δυνάμεών μας στους Συλλόγους Εργαζομένων ΟΤΑ. Η σύνδεση αυτή να έχει σταθερό χαρακτήρα με συσκέψεις τουλάχιστον μια φορά τον μήνα και χρέωση συγκεκριμένων καθηκόντων. Ανάλογα πρέπει να υπάρχει συνεργασία και μεταξύ των αιρετών το Κόμματος διαφορετικών περιοχών και βαθμών. Επίσης, να υπάρχει δημόσια ενημέρωση τουλάχιστον μετά από κάθε Συμβούλιο και εφόσον απαιτείται εξόρμηση σε χώρους δουλειάς κ.τ.λ.

Για τη δουλειά μας σε επιστήμονες - αυτοαπασχολούμενους

Η θέση 58 αναφέρεται στην ένταξη των αυτοαπασχολούμενων των αστικών κέντρων στην Κοινωνική Συμμαχία. Νομίζω ότι χρειάζεται αρκετή ακόμα επεξεργασία. Μια αντικειμενική διάκριση (σε σχέση με την αλυσίδα της παραγωγής) νομίζω πρέπει να γίνει μεταξύ των αυτοαπασχολουμένων μικροεμπόρων - μικροεπιχειρηματιών (συνήθως δεν απασχολούν άλλον παρά τον εαυτό τους και μέλη της οικογένειάς τους και άλλοτε 1 - 3 εργαζόμενους), από τη μια, και των αυτοαπασχολούμενων παρόχων υπηρεσιών, από την άλλη. Το τελευταίο έτος υπήρξαν έντονες κινητοποιήσεις με αφορμή το Ασφαλιστικό και μικροαστικών στρωμάτων επαγγελματιών, συχνά επιστημόνων και συχνά νέων, που μέχρι πρόσφατα βρίσκονταν υπό την πλήρη οικονομική και ιδεολογική επιρροή της αστικής τάξης. Δικηγόροι, Μηχανικοί, Υγειονομικοί κ.τ.λ. θεωρούσαν ότι διαθέτουν, και σε έναν βαθμό πράγματι απολάμβαναν, προνομιακή σχέση με τους αστούς. Εξυπηρετώντας άμεσα τα συμφέροντα οργάνωσης και υλοποίησης των επιχειρηματικών σχεδίων θεωρούσαν τον εαυτό τους «απαραίτητο», ενώ παράλληλα εξασφάλιζαν και πλαίσιο στήριξης εισοδημάτων και θεσμικής κατοχύρωσής τους. Με το ξέσπασμα όμως της κρίσης η «συμμαχία» αυτή κατέρρευσε και αποδείχθηκαν δύο πράγματα. Πρώτον ότι και οι ίδιοι αποτελούν (κατά μία έννοια) κομμάτι ζωντανού κεφαλαίου διαθέσιμο προς καταστροφή και δεύτερον ότι πεδία όπως το Δικαστικό Σύστημα ή η Υγεία αποτελούν πεδία κερδοφορίας του Κεφαλαίου, τα οποία θα εκχωρηθούν ώστε το τελευταίο να αποκτήσει διέξοδο επένδυσής του. Ετσι, μετά τις μεγάλες Δικηγορικές Εταιρείες, έρχονται οι πολυεπαγγελματικές και με βεβαιότητα οι κεφαλαιουχικές εταιρείες παροχής νομικών υπηρεσιών και άμεσης κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Οι μικρομεσαίοι αυτοαπασχολούμενοι επιστήμονες θα χρησιμοποιηθούν και σε νέους μηχανισμούς που θα εξυπηρετούν το κεφάλαιο, βλ. π.χ. διαμεσολάβηση στον χώρο εφαρμογής του νόμου. Στην κατηγορία αυτή των απασχολουμένων δεν μπορέσαμε, παρά τη συμμετοχή μας στις κινητοποιήσεις, να παρέμβουμε τόσο ώστε να πλήξουμε τις αυταπάτες για τη δυνατότητα επιστροφής «στους παλιούς καλούς καιρούς». Δεν καταδείξαμε (θέση 46) ότι η συμμαχία με την εργατική τάξη αντικειμενικά ωφελεί και τους σημερινούς αυτοαπασχολούμενους, δίνοντας διέξοδο στα σημερινά τους προβλήματα μέσω της προοπτικής ένταξής τους στην άμεσα κοινωνική εργασία. Στους δικηγόρους αντιμετωπίζουμε ενιαία τους μικρούς αυτοαπασχολούμενους με τους μισθωτούς (άτυπα) δικηγόρους κάτι το οποίο έχει ίσως προβλήματα. Θα πρέπει να δούμε τις δυνατότητες των Επιτροπών Αγώνα, αλλά και την παρέμβασή μας σε περιοχές εκτός Αθήνας - Θεσσαλονίκης.

Συμφωνώ με τις Θέσεις και εύχομαι καλή δουλειά σε όλους.


Βασίλης Καραντζίδης
ΚΟΒ Πόλης Φλώρινας

Σχετικά με την ισχυροποίηση του Κόμματος

Συμφωνώ με τις Θέσεις της ΚΕ μπροστά στο 20ό Συνέδριο του Κόμματος. Ηθελα να συμβάλω στην προσυνεδριακή διαδικασία με ορισμένες σκέψεις σχετικά με την ισχυροποίηση του Κόμματος.

Το προηγούμενο διάστημα (και σωστά) σε όλα τα συστήματα εσωτερικής μόρφωσης, στις σχολές αλλά και σε διαλέξεις, συζητήσεις με φίλους και οπαδούς, αναδείξαμε την ανάγκη της βαθύτερης γνώσης της πολιτικής και της ιδεολογίας μας, την ανάγκη της μαρξιστικής μόρφωσης και της αυτομόρφωσης.

Τονίσαμε, και έτσι είναι, την ιδιαίτερη σημασία που έχει η ιδεολογική διαπάλη σήμερα ώστε να απελευθερώνονται, να μαχητικοποιούνται δυνάμεις, να εξασφαλίζεται στράτευση στο Κόμμα, συσπείρωση μαζών γύρω από τους κομμουνιστές, τόσο ως προς το στόχο της εξουσίας όσο και ως προς το πλαίσιο πάλης που ζυμώνουμε στο κίνημα.

Η ιδεολογική δουλειά σε ρόλο οργανωτή μαζών, σε αυτές τις αργόσυρτες συνθήκες που η κούραση, η ρουτίνα, η συνήθεια και ο αρνητικός συσχετισμός, μαζί με τη φαινομενική στασιμότητα ή τα πολύ μικρά θετικά και ορισμένες φορές και αρνητικά αποτελέσματα, είναι απαραίτητη.

Χρειάζεται, ωστόσο, να κάνουμε ένα βήμα πιο πέρα στον τρόπο που την αντιλαμβανόμαστε, που την εντάσσουμε στην καθημερινή μας ζωή και δράση.

Και τούτο γιατί κάθε τι που κατακτιέται μέσα στις αίθουσες συνεδριάσεων, κάθε βήμα που μετράμε στην ιδεολογική - πολιτική συγκρότηση των στελεχών μας, των μελών του Κόμματος και της ΚΝΕ, των φίλων και των οπαδών μας, είναι στέρεο μόνο όταν αρχίζει να βρίσκει εφαρμογή στη ζωή.

Η ίδια η γνώση που μοχθούμε να καταχτά το κομματικό δυναμικό πρώτα και κύρια, εμπεδώνεται μόνο στη μάχη, στη σύγκρουση με τον αντίπαλο, στην αλληλεπίδραση με τις μάζες. Οταν θα χρειαστεί να ανατρέξει στο οπλοστάσιό του, να βρει επιχειρήματα, να βαθύνει στις εκτιμήσεις, στα ντοκουμέντα, στις αρχές μας, στην κοσμοθεωρία μας, για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στα καθήκοντά του. Και τότε θα πρέπει να μιλήσει και να βοηθηθεί από τον καθοδηγητή του, το όργανο στο οποίο συμμετέχει, και όχι από τον ιδεολογικό υπεύθυνο, που πρέπει με τη σειρά του να παίρνει υπόψη την πείρα της Κομματικής Οργάνωσης για να μπορεί να συμβάλει εξειδικεύοντας την παρέμβασή του στα μαθήματα και στις σχολές, πατώντας στην πραγματικότητα της Οργάνωσης στην οποία συμμετέχουν οι σύντροφοι.

Το καθήκον της κομματικής οικοδόμησης π.χ. δεν μπορεί να προχωράει χωρίς το κομματικό μέλος να κατανοήσει τον τρόπο που διαμορφώνεται η συνείδηση και η προσωπικότητα ενός ανθρώπου, που καθορίζουν έπειτα τις προτεραιότητες, την κατεύθυνση και το περιεχόμενο της κοινωνικής του δραστηριότητας και αντίστροφα.

Οσο κι αν έχει ιδιαίτερη αξία η επιμονή στη σταθερή λειτουργία σχολών, άλλη τόση αξία έχει η καθοδήγηση των συντρόφων μας, του περίγυρού μας, των πρωτοπόρων στο κίνημα, δουλεύοντας με επιμονή και σχέδιο, ώστε α) να αντιλαμβάνονται καλύτερα το χώρο στον οποίο δρουν, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, β) να μελετάνε πιο βαθιά τον τρόπο με τον οποίο παρεμβαίνει π.χ. η εργοδοσία, να διακρίνουν καλύτερα τις ρωγμές, τα αδύνατα σημεία της τακτικής της, το αίτημα που μπορεί να συσπειρώσει πλατύτερα κόσμο γύρω τους. Κι αν υπάρχουν χώροι στους οποίους αφορμές βρίσκονται πιο εύκολα γιατί η εργοδοσία είναι ευάλωτη, χτυπημένη από την κρίση, ή στερείται «τακτ», υπάρχουν και χώροι που οι εργαζόμενοι στοιχίζονται πίσω από τους στόχους για κερδοφορία, πιστεύουν στην «αγία οικογένεια», προσδοκούν καλύτερες μέρες από την ανταγωνιστικότητα, θεωρούν φυσιολογικό το να προσπαθεί ο κάθε ένας από αυτούς για τα ατομικά του συμφέροντα, ακόμα κι αν αυτά έρχονται σε σύγκρουση με το συμφέρον των συναδέλφων του. Είναι όμως εργάτες και εργάτριες.

Κομματική οικοδόμηση και ιδεολογική δουλειά σε ρόλο οργανωτή σημαίνουν να κατακτάμε την ικανότητα να καθοδηγούμε νέες δυνάμεις, ώστε να διαμορφώνουν μία άλλη οπτική για τα πράγματα, να συγκροτούνται σαν προσωπικότητες αγωνιστών και αγωνιστριών στην ταξική πάλη. Ακόμα κι αν δεν είναι ακόμα ώριμο να ταυτίσουν την πορεία και τις επιδιώξεις τους με τις δικές μας.

Μελετώντας την επίδραση που έχει η μόρφωση, τα βιώματα, οι καταβολές, η ταξική καταγωγή, πολιτισμικές παραδόσεις, το φύλο του κάθε ενός και της κάθε μίας από τον περίγυρό της (που δεν μπορεί να 'ναι μία λίστα ψηφοφόρων μας, αλλά ένας κατάλογος με δυναμική που περιλαμβάνει τα πρωτοπόρα, τίμια, καθαρά στοιχεία στο χώρο, ανεξάρτητα από την κομματική ή και πολιτική τους τοποθέτηση), η ΚΟΒ, το κάθε μέλος του Κόμματος χρειάζεται να διακρίνει ξεχωριστές δυνατότητες και ικανότητες, κλίσεις, ταλέντα αλλά και αδυναμίες, χούγια, που πρέπει να αντιμετωπίζονται στην αυτοτελή δράση, μέσα στο συνδικάτο, στα πλαίσια της συναδελφικής ή συντροφικής συζήτησης.

Ο καταμερισμός καθηκόντων, ο έλεγχος και η κριτική εξέταση της δουλειάς στα πλαίσια της ομάδας (ακόμα κι αν αυτή είναι άτυπη ή πίσω από τις δικές μας απαιτήσεις και εκφράζεται κατ' αρχάς σαν μία παρέα μέσα σε ένα χώρο δουλειάς), ο τακτικός ανακαταμερισμός και πάνω απ' όλα η υιοθέτηση στόχων μελετημένων έτσι ώστε να ισχυροποιείται η ΚΟΒ και ο πυρήνας, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη βαθύτερη αφομοίωση της πολιτικής και της ιδεολογίας μας.

Η ιδεολογική δουλειά σε ρόλο οργανωτή δεν μπορεί επίσης να θεωρείται επαρκής ή ολοκληρωμένη όταν περιορίζεται στην εξασφάλιση μίας καλύτερης επαφής με το πολιτικό βιβλίο, την κοσμοθεωρία μας συνολικά.

Μία ανθρώπινη προσωπικότητα μαθαίνει, αναπτύσσεται, ανεβαίνει ψηλότερα, όταν παράλληλα με τη γνώση παροτρύνεται να κατακτά και το πρωτόβουλο πνεύμα για δράση, παίρνει χαρτί και μολύβι, σχεδιάζει ατομικούς στόχους και προτεραιότητες με γνώμονα τις απαιτήσεις της ταξικής πάλης, δεν διστάζει να εκφραστεί, να δοκιμάσει, να κάνει ακόμα λάθη στην προσπάθεια να ανοίξει δρόμους. Στο πλαίσιο της συλλογικής συζήτησης, στην υλοποίηση των συλλογικών αποφάσεων, είναι στοίχημα προς κατάκτηση το αν το κάθε μέλος του Κόμματος ανησυχεί για την ατομική του βελτίωση και την ατομική του συμβολή στο προχώρημα της σκέψης και των επεξεργασιών της οργάνωσής του, κατ' επέκταση του ίδιου του Κόμματος.

Τέλος, η ιδεολογική παρέμβαση του αντιπάλου μέσα από τον αθλητισμό, την τέχνη και τον πολιτισμό, αλλά και η ίδια η μελέτη της δικής μας πείρας, μαρτυρούν πως πολλά πράγματα λύνονται πολύ πιο εύκολα όταν στην προσπάθειά μας να οικοδομήσουμε τον νέο τύπο ανθρώπου, λάβουμε υπόψη μας τις ανάγκες της έκφρασης, την αισθητική, τη σημασία που έχει για το μεγαλύτερο δέσιμο της ομάδας ένας αγώνας ποδοσφαίρου, μία θεατρική ομάδα, η σχεδιασμένη συζήτηση για ένα λογοτεχνικό βιβλίο, η ενθάρρυνση για ενίσχυση της ερασιτεχνικής δημιουργίας που θα 'χει ταξική σκοπιά και κατεύθυνση.


Κατερίνα Δημάκη
ΕΠ Αν. Στερεάς και Εύβοιας

Η ανάγκη ανασύνταξης του κινήματος (το παράδειγμα της Σουηδίας)

Το κείμενο των Θέσεων της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος με βρίσκει σύμφωνο. Μέσα από αυτές τις λέξεις θα ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα σε 2 βασικά ζητήματα που πραγματεύονται οι Θέσεις. Το 1ο έχει να κάνει με τις εξελίξεις της οικονομίας σε διεθνές επίπεδο με αναφορά στη Σουηδία, το 2ο με την κατάσταση στο σουηδικό εργατικό κίνημα και το πώς πρέπει να δουλέψουμε οι κομματικές μας δυνάμεις όντας σε μια ξένη χώρα ως μετανάστες.

Οι οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις στη Σουηδία, και σε κάθε καπιταλιστική χώρα, πρέπει να παρακολουθούνται και να εξηγούνται υπό το πρίσμα της ανισόμετρης ανάπτυξης που διέπει όλες τις καπιταλιστικές οικονομίες. Μια σειρά αντιλαϊκά μέτρα που είναι σε πορεία υλοποίησης στην Ελλάδα, στη Σουηδία έχουν εφαρμοστεί εδώ και πολλά χρόνια και έχουν να κάνουν με τη λειτουργία του αστικού κράτους («καλύτερη και γρηγορότερη γραφειοκρατία», εμπιστοσύνη των εργαζομένων στην εκάστοτε κυβέρνηση, άσκηση αυτοτελούς πολιτικής από τους δήμους «ανεξάρτητης από τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης» σε μια σειρά τομείς, όπως Παιδεία, Υγεία, απορρίμματα κ.λπ.). Το περιοδικό «Forbes» φέτος κατατάσσει τη Σουηδία στην 1η θέση παγκοσμίως (για πρώτη φορά) ως την καλύτερη δυνατή επιλογή που θα μπορούσε να κάνει το 2017 όποιος ασχολείται με το «επιχειρείν» και συνεχίζει ότι η Σουηδία το κατάφερε αυτό αφού την τελευταία 20ετία έχει επιτύχει μια μετάλλαξη σε ένα εύπορο κράτος λόγω του συγκρατημένου προϋπολογισμού - μέσω περικοπών που υλοποιεί. Κάτι το οποίο φαίνεται και στην επιδοματική της πολιτική, καθώς έχουν περικοπεί πολλές παροχές που υπήρχαν τα προηγούμενα χρόνια, όπως φοιτητικά επιδόματα, επιδόματα ανεργίας κ.λπ.

Το σημείο 18 των Θέσεων επιβεβαιώνεται και από τα παρακάτω: Υπάρχει τεράστια ανοικοδόμηση στη Στοκχόλμη κυρίως, αλλά και στις υπόλοιπες πόλεις της Σουηδίας με επενδύσεις στον τομέα των κατοικιών. Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα έλλειψης στέγης, αλλά ταυτόχρονα (αξιοποιώντας προφανώς και ευρωπαϊκά κονδύλια που είναι περισσότερα λόγω της ανισόμετρης ανάπτυξης, αλλά και της θέσης της αστικής τάξης της Σουηδίας) για να στεγάσουν πρόσφυγες χτίζονται ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα σε μια σειρά περιφέρειες της Στοκχόλμης, στη κατεύθυνση της γκετοποίησης, με μια σειρά έργα υποδομών (δρόμοι σύνδεσης με το κεντρικό δίκτυο, αποχετευτικό δίκτυο, εμπορικά καταστήματα, υπηρεσίες κ.λπ.). Για παράδειγμα, τους Σύρους πρόσφυγες, κατά πλειοψηφία επιστημονικό εργατικό δυναμικό, τους έχουν εγκαταστήσει σε περιοχές εκτός πόλης, δίνοντάς τους ταυτόχρονα ορισμένες παροχές, όχι από τη σκοπιά της κοινωνικής πολιτικής, αλλά με σκοπό στη συνέχεια βέβαια να αποτελέσουν το φθηνό εργατικό δυναμικό. Ταυτόχρονα, υπάρχει αντιπαράθεση μερίδων του κατασκευαστικού με μερίδες του τραπεζικού κεφαλαίου για το ποιος θα κερδίσει περισσότερο από αυτήν την πίτα. Μερίδες του τραπεζικού κεφαλαίου αντιτίθενται και «διαμαρτύρονται» ότι οι κατασκευαστικές εταιρείες πρέπει να μειώσουν το ποσοστό κέρδους τους γιατί πουλάνε στο 100% του κόστους κατασκευής και διατείνονται ότι γι' αυτό είναι και ακριβές οι πωλήσεις των κατοικιών. Βέβαια, υπάρχουν και τράπεζες που έχουν αποκλειστικά μερίδια και το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών σε κατασκευαστικές εταιρείες, αλλά και άλλες εμπορικές δραστηριότητες. Μια από αυτές είναι η γνωστή πολυεθνική σουηδική αλυσίδα ΙΚΕΑ, η οποία πέρα από τις εμπορικές δραστηριότητες έχει το πλειοψηφικό πακέτο της τράπεζας ΙΚΑΝΟ BANK, την κατασκευαστική εταιρεία ΙΚΑΝΟBOSTAD, τα έσοδα των οποίων αποτελούν το 14% του ΑΕΠ της Σουηδίας. Και πολλά άλλα τέτοια παραδείγματα μπορούμε να αναφέρουμε. Ολη η πίτα των μεγάλων κατασκευαστικών έργων ανήκει σε 5 μεγάλες ιδιωτικές κατασκευαστικές εταιρείες (με αμερικανικά και βρετανικά κυρίως κεφάλαια) καθώς και άλλες οι οποίες έχουν και εξαγωγή τεχνογνωσίας σε άλλες χώρες (εμπόλεμες ή που έχουν βγει από πόλεμο σε Λατινική Αμερική, Μέση Ανατολή, Ουκρανία, Ασία).

Στη θέση 6 είναι σωστό εκτιμώ, όπως μπαίνει σε αυτό το σημείο, ότι μια από τις περιοχές που πιθανόν να έχει εντάσεις είναι η Αρκτική, καθώς με το λιώσιμο των πάγων θα γίνει αντικείμενο συγκρούσεων και αντιτιθέμενων συμφερόντων για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών που θα είναι πιο εύκολα αξιοποιήσιμες. Εκεί εντάσσεται και η συζήτηση που έχει ανοίξει στη Σουηδία για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ (σήμερα συνδέεται με ειδική σχέση και δεν αποτελεί οργανικό μέρος της). Είναι εξελίξεις που θέλουν παρακολούθηση και από τις δικές μας κομματικές μας δυνάμεις εδώ στη Σουηδία.

Με βάση τα παραπάνω και με τη δεδομένη κατάσταση του εργατικού κινήματος, άμεσο καθήκον των κομματικών μας δυνάμεων, που ζούμε ως μετανάστες σε αυτή τη χώρα, είναι η άμεση προσαρμογή μας με τις αποφάσεις του Κόμματος που απορρέουν από το ίδιο το Πρόγραμμά του για την ανασύνταξη του εδώ κινήματος. Με δεδομένο ότι δεν είμαστε μέλη του Σουηδικού ΚΚ, που πρέπει να δράσει στη χώρα του βέβαια με αντίστοιχες κατευθύνσεις και επεξεργασίες και που είναι δικιά του υπόθεση - ευθύνη, βέβαια, εμείς ως Ελληνες κομμουνιστές, μέλη του ΚΚΕ, πρέπει να δρούμε με τις δικές μας κατευθύνσεις, επεξεργασίες και αποφάσεις. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν πρέπει να υποχωρούμε στον αρνητικότατο συσχετισμό δυνάμεων και στον εκφυλισμό που υπάρχει στο εργατικό κίνημα της Σουηδίας, κίνημα κυβερνητικό και εργοδοτικό που λειτουργεί καθαρά ως γραφειοκρατικός οργανισμός και έχει ασπαστεί πλήρως την ιδεολογία της αστικής τάξης, την οποία υπερασπίζεται και ενισχύει. Σύνθετο καθήκον, που απαιτεί εξειδίκευση και για τη βοήθεια που οφείλουμε να δώσουμε στο Σουηδικό ΚΚ, αλλά και στο ξεκούνημα δυνάμεων από την παγωμάρα που υπάρχει στο εδώ εργατικό κίνημα. Απαιτεί δηλαδή αυτοτελές σχέδιο δράσης μέσα στους χώρους δουλειάς, ξεκινώντας βέβαια από εκεί που δουλεύουν Ελληνες μετανάστες (και είναι αρκετοί και σε χώρους ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας, όπως τηλεπικοινωνίες, μεταφορές, Υγεία, Παιδεία), αλλά το κύριο η σύνδεσή μας με Σουηδούς εργαζόμενους, ξεφεύγοντας από λογικές να δουλεύουμε μόνο με τους Ελληνες μέσα από τις ελληνικές κοινότητες, όπως κάναμε τα προηγούμενα χρόνια. Βοήθεια σε αυτήν την κατεύθυνση θα μπορέσει να δώσει η σύσταση Επιτροπής Πόλης, αντίστοιχη με τις Λαϊκές Επιτροπές στην Ελλάδα, που θα απαρτίζεται από εργαζόμενους, μεμονωμένους συνδικαλιστές (που υπάρχουν), μια μαγιά, δηλαδή, πρωτοπόρων, Ελλήνων, Σουηδών και άλλων εθνικοτήτων. Στόχος της πρέπει να είναι να ανοίξει και να δράσει σε πλευρές της ζωής των εργαζομένων στη Σουηδία, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (π.χ. βιοτικό επίπεδο κ.λπ.), που έχουν να κάνουν με ζητήματα Υγείας, Παιδείας, Ασφάλισης, φορολογίας, Εργασιακών.

Με αυτά ως σκέψεις εύχομαι καλή επιτυχία στις εργασίες του 20ού Συνεδρίου του Κόμματός μας και με γερό στομάχι, στην υλοποίηση των αποφάσεων που αυτό θα λάβει.


Βασίλης Λαζαρίδης
ΚΟΒ Στοκχόλμης

Για την αντικειμενική αποτίμηση της δουλειάς μας

Η αξιολόγηση της παρέμβασης του Κόμματος επιβάλλεται να παίρνει υπόψη το αντικειμενικό πλαίσιο όπου διεξάγεται η ταξική πάλη. Η υποτίμηση των δυσκολιών που φέρνουν οι διεθνείς εξελίξεις, ασυνήθιστες ανακατατάξεις (λ.χ. μεταβολές συμμαχιών, Brexit, οξύτατες αντιθέσεις στην άρχουσα τάξη των ΗΠΑ με αντανάκλαση και στον κρατικό μηχανισμό), δυσκολεύει την αντικειμενική αξιολόγηση της παρέμβασης αλλά και των αδυναμιών μας.

Για παράδειγμα, η συνεχιζόμενη κρίση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, το γεγονός ότι δεν έχει κοπάσει το αντεπαναστατικό κύμα και συνεχίζεται διεθνώς η επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, επιδρούν στη συνείδηση των εργαζομένων, στην πολιτική - ιδεολογική διαπάλη.

Ας πάρουμε την τάση επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων στην Κούβα. Το 2015 καταγράφονται στον ιδιωτικό τομέα 1.185.000 εργαζόμενοι, μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι, ή 24,40%. Από αυτούς το 42% είναι αυτοαπασχολούμενοι (δηλαδή το 10,13% του Οικονομικά Ενεργού Πληθυσμού - ΟΕΠ). Εχουμε δηλαδή αύξηση 5,86% σε σχέση με το 2011 και μάλιστα η μισθωτή εργασία αυξάνεται συγκριτικά ταχύτερα (+3,41% έναντι +2,45% της αυτοαπασχόλησης). Αν, δε, συνυπολογίσουμε και τον - επίσης αυξανόμενο - αριθμό που εργάζεται στο συνεταιριστικό τομέα, αγροτικό και μη, τότε η απασχόληση στον μη κρατικό τομέα αγγίζει το 29% του ΟΕΠ. Ομως, η αποδυνάμωση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής δεν είναι απλά και μόνο θέμα ποσοτικών δεικτών. Αποτυπώνεται στην αντιεπιστημονική θέση του 7ου Συνεδρίου του ΚΚ Κούβας ότι οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης, δηλαδή της αγοράς, δεν αντιστρατεύονται την αρχή της σοσιαλιστικής σχεδιοποίησης, ότι μπορούν να συμβιώνουν μαζί της. Καταγράφεται στη νομιμοποίηση της ατομικής ιδιοκτησίας από την εισήγηση στο 7ο Συνέδριο, όπου δηλώνεται ότι «οι συνεταιρισμοί, η αυτοαπασχόληση και η μεσαία, μικρή και πολύ μικρή ιδιωτική επιχείρηση δεν είναι από την ουσία τους ούτε αντισοσιαλιστικές ούτε αντεπαναστατικές».

Η τάση της συνεχιζόμενης υποχώρησης των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής διεθνώς έχει σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο σε λαϊκά στρώματα, θολώνει τη σοσιαλιστική προοπτική, τροφοδοτεί απόψεις που συναντάμε ότι «αυτά που λέτε δεν γίνονται πουθενά στον κόσμο».

Ασκεί αρνητική επίδραση στο ίδιο το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα (ΔΚΚ). Αντικειμενικά ενισχύει λαθεμένες απόψεις που ταυτίζουν το σοσιαλισμό με τη ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους στην αγορά, συναντιέται με θέσεις της σοσιαλδημοκρατίας - παλιάς και νέας -, του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα», υποθάλπει θέσεις στήριξης των «αριστερών κυβερνήσεων» διαχείρισης του καπιταλισμού, επιτείνει προβλήματα εγκλωβισμού της εργατικής τάξης στα πλαίσια ενδοαστικών αντιθέσεων. Προσθέτει επιπλέον δυσκολίες στην αναγκαία προσαρμογή της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος, την αντιστοίχισή της με το χαρακτήρα της εποχής μας. Η ανοικτή συντροφική συζήτηση μέσα στο ΔΚΚ, η επιχειρηματολογημένη αντιπαράθεση με τέτοιες απόψεις είναι μορφή έκφρασης του προλεταριακού διεθνισμού σε συνθήκες κρίσης του ΔΚΚ. Η πείρα από τη διαπάλη στο διεθνές κίνημα αποτελεί πηγή εμπλουτισμού της γνώσης και της δράσης μας στην ίδια μας τη χώρα. Βοηθά να μην αφήνεται κανένας χώρος σε αμήχανη ή συναισθηματική αντιμετώπιση των εξελίξεων, να δυναμώνει η κομμουνιστική αντοχή, η μαχητική υπεράσπιση του σοσιαλισμού, ως ιστορική εμπειρία που αποτελεί το μεγαλύτερο επίτευγμα της ανθρωπότητας ως τα σήμερα αλλά και ως το αναγκαίο και φωτεινό μέλλον.

Η αντικειμενική εκτίμηση των συνθηκών μάς επιτρέπει να βλέπουμε πιο ουσιαστικά τη σημασία της πάλης και της προσφοράς του Κόμματος, χωρίς να αμβλύνεται το μέτωπο απέναντι σε αδυναμίες και ελλείψεις. Βοηθά να διακρίνουμε και να αναμετριόμαστε με σημαντικά προβλήματα, όπως οι καθυστερήσεις και η αδύναμη παρουσία μας σε στρατηγικούς βιομηχανικούς κλάδους και μεγάλες επιχειρήσεις. Πρόβλημα που μπαίνει τροχοπέδη στην καθημερινή παρέμβαση σε όλους τους τομείς, από τον αγώνα για τις ΣΣΕ, μέχρι την κατανόηση της ρεαλιστικότητας της πάλης για το σοσιαλισμό, που εγκυμονεί κινδύνους, δυσκολεύει την υλοποίηση της πολιτικής του Κόμματος, βάζει εμπόδια στην προώθηση της στρατηγικής του.

Θεωρώ ότι το πρόβλημα αυτό επέδρασε ώστε να εκδηλωθεί στην αρχή της κρίσης σε τμήματα του περίγυρού μας, αλλά και κομματικών δυνάμεων, μια μηχανιστική προσδοκία για σχετικά γοργή θετική εξέλιξη στο συσχετισμό δύναμης. Δυσκόλεψε την αντιμετώπιση της αρνητικής επίδρασης της κινητικότητας ανώτερων τμημάτων των μεσαίων στρωμάτων, τα οποία ακόμη και σήμερα φτωχά λαϊκά στρώματα τα αντιμετωπίζουν ως «μεσολαβητές» τους απέναντι στο κεφάλαιο. Διευκολύνει τη διάδοση άλλοτε της μοιρολατρίας και άλλοτε της μικροαστικής ανυπομονησίας, εκδηλώσεις με τις οποίες αναμετριόμαστε καθημερινά σε κάθε βήμα, σε κάθε προσπάθεια οργάνωσης της λαϊκής πάλης. Συνέβαλε έτσι στη διάχυση κοινοβουλευτικών αυταπατών που επέδρασαν ευρύτερα και διευκόλυναν την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος, τον εγκλωβισμό λαϊκών μαζών από τον ΣΥΡΙΖΑ και την αναδίπλωση των αγώνων.

Είμαστε πολύ μακριά από αυτό που καταγράφεται στις αποφάσεις μας, ότι δηλαδή το θέμα της κομματικής οικοδόμησης στους βασικούς κλάδους και επιχειρήσεις, στους τόπους δουλειάς γενικότερα, είναι καθήκον που αφορά στο σύνολο των Κομματικών Οργανώσεων. Είναι καθήκον που χρειάζεται να διαπερνά την ευθύνη όλων των στελεχών. Απαιτεί συστηματική, προσεκτική, προσαρμοσμένη δουλειά, μέτρα προσωποποιημένης χρέωσης και διάταξης όλων των στελεχών σε χώρους, με στόχους και σχέδιο παρέμβασης και οικοδόμησης, επιπρόσθετα από τον ιδιαίτερο καταμερισμό του καθένα.

Ταυτόχρονα, πρέπει να μας προβληματίσουν περισσότερο ορισμένα προβλήματα που σημειώνονται, ιδιαίτερα στο επίπεδο της καθοδήγησης των ΚΟΒ. Για παράδειγμα, στελέχη με χαμηλή ανησυχία για το τι περίγυρο έχουν ή οικοδομούν στο χώρο που χρεώνονται. Που δυσκολεύονται να κάνουν οικονομική δουλειά. Που αντιμετωπίζουν δυσκολία να επικοινωνήσουν, να δημιουργήσουν και να κρατήσουν επαφές με λαϊκά στρώματα με ανώριμη πολιτική συνείδηση. Που φορές φορές περιορίζονται σε μια διαχείριση του κομματικού δυναμικού, δυσκολεύονται να καθοδηγήσουν με κατάλληλες μεθόδους και περιεχόμενο την παρέμβαση στους φορείς και το μαζικό κίνημα στο χώρο ευθύνης τους. Που δεν βλέπουν απαιτητικά την προσωπική τους συμβολή και ευθύνη στην παρέμβαση στη νεολαία και τη στήριξη της ΚΝΕ. Αρκετές από τις δυσκολίες στο συντονισμό της κλαδικής με την εδαφική δουλειά, μιας πιο μετρήσιμης συμβολής της εδαφικής ΚΟΒ στην παρέμβαση και οικοδόμηση στους εργασιακούς χώρους και κλάδους, σχετίζονται και με τα παραπάνω.

Φυσικά υπάρχουν και πάμπολλα θετικά παραδείγματα. Ομως, χρέος μας είναι να σκύψουμε στις αδυναμίες. Να είμαστε αυστηροί χωρίς να αφαιρούμαστε από το αντικειμενικό πλαίσιο όπου διεξάγεται η ταξική πάλη. Να εξοπλιζόμαστε και με το εφόδιο της γνώσης να μπορούμε να ερμηνεύουμε σύνθετες πολιτικές εξελίξεις και να απαντάμε με σταθερότητα, αντοχή και πρωτοβουλία στα καθήκοντα που απορρέουν από τη στρατηγική του Κόμματος. Ενισχύοντας τους κρίκους της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος, της κοινωνικής συμμαχίας και της κομματικής οικοδόμησης. Ισχυροποιώντας το μέτωπο για την αναμέτρηση με τις αδυναμίες μας.


Νίκος Σερετάκης
ΚΟΒ Νέας Φιλαδέλφειας - Νέας Χαλκηδόνας

Για την παρέμβασή μας στον πολιτισμό

Αρχικά, θα ήθελα να εκφράσω τη συμφωνία μου με το κείμενο των Θέσεων, ένα κείμενο που αποτελεί ολοκληρωμένη δουλειά ανάλυσης των εξελίξεων της τετραετίας που πέρασε τόσο σε διεθνές όσο και σε εγχώριο επίπεδο, απολογισμού και καθορισμού των νέων καθηκόντων, και που η αξιοποίησή του θα συμβάλλει καθοριστικά στη δράση μας το διάστημα έως το επόμενο Συνέδριο.

Θα ήθελα να σταθώ στη Θέση 73, που αφορά την Τέχνη. Σωστά αναδεικνύεται ως αναπόσπαστη οργανική πλευρά της λειτουργίας και της δράσης όλου του Κόμματος. Σωστά εκτιμάται ο ρόλος της στη διαμόρφωση της επαναστατικής, ικανής να εμπνέει, πρωτοπορίας. Σωστά τίθεται και η αδυναμίας μας συνολικά ως προς την αντιμετώπισή της ως κάτι που συμπληρώνει τη δουλειά μας. Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτό το σημείο στο οποίο πονάμε.

Παρά τα βήματα που έχουμε μετρήσει με τα επιστημονικά συνέδρια, την αναβάθμιση της πολιτιστικής δουλειάς που ανοίγουμε στα Φεστιβάλ της ΚΝΕ και στα Στέκια Πολιτισμού, απέχουμε πολύ απ' το να αντιμετωπίσουμε συνολικά την Τέχνη, την επαναστατική Τέχνη βέβαια, ως παράγοντα που συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση της κομμουνιστικής μας ταυτότητας.

Δεν έχουμε ξεπεράσει ακόμη την αντίληψη του ότι η Τέχνη είναι για λίγους, για όσους καταπιάνονται με αυτή. Και πολλές φορές ακόμη κι όσοι έχουμε μεράκι μ' αυτή, όσοι φιλοδοξούμε να αποκτήσουμε τον τίτλο του κομμουνιστή καλλιτέχνη, μπροστά στην πίεση του χρόνου και των υποχρεώσεων, αντιμετωπίζουμε τη δουλειά μας πάνω στην Τέχνη με μια κάποια προχειρότητα. Προχειρότητα που αφορά το πώς και κατά πόσον εμείς οι ίδιοι εξελισσόμαστε μέσα απ' αυτή και παράγουμε έργο.

Βέβαια, το φαινόμενο της περιορισμένης, ή ακόμη και ανύπαρκτης επαφής μας με το κομμάτι αυτό, δεν είναι αποκομμένο από την αδυναμία που παρατηρούμε στο διάβασμα του κομματικού Τύπου και πόσο μάλλον του μαρξιστικού βιβλίου. Χρειάζεται εδώ να εντοπίσουμε τη δυναμική παρέμβαση του αντιπάλου σε όλους τους τομείς της διαπαιδαγώγησης και της καλλιέργειας της ανθρώπινης προσωπικότητας. Να την εντοπίσουμε όχι μόνο στα ιδεολογήματα που παράγονται και αναπαράγονται, αλλά στην υλική της βάση, στην ανάγκη δημιουργίας εργατικού δυναμικού με γενικές γνώσεις, γνώσεις που να ανταποκρίνονται σ' ένα συγκεκριμένο σκοπό, την αξιοποίησή του σ' ένα πολύ συγκεκριμένο κομμάτι της παραγωγής.

Εχουμε την ευκαιρία μπροστά στο 20ό Συνέδριο να βάλουμε τέτοιους στόχους προκειμένου η δραστηριότητα που θα ανοίξουμε στο κομμάτι αυτό να ανταποκρίνεται στο χαρακτήρα της επαναστατικής τέχνης. Οχι μόνο γιατί μπορούμε να εντοπίζουμε την παρέμβαση της αστικής τάξης, αλλά και λόγω των δυνατοτήτων που προκύπτουν απ' το δικό μας στρατόπεδο.

Να εκμεταλλευτούμε το επετειακό έτος 2017, για να μελετήσουμε και να αναδείξουμε έργα που γράφτηκαν προς τιμή της Οκτωβριανής Επανάστασης και Σοβιετικούς καλλιτέχνες, καθώς και το 2018, έτος συμπλήρωσης της 100χρονης ζωής του Κόμματός μας.

Να ορίσουμε κύκλους μαθημάτων στις ομάδες καλλιτεχνών σχετικών με την αισθητική, με καλλιτεχνικά ρεύματα, με τη μελέτη του υλικού των επιστημονικών συνεδρίων που θα συμβάλλει στην απόκτηση από τους κομμουνιστές καλλιτέχνες μιας πιο ώριμης αντιμετώπισης της επαναστατικής τέχνης και του σκοπού της.

Σαφώς, θα πρέπει το Κόμμα να βοηθήσει και να καθοδηγήσει την ΚΝΕ όσον αφορά τη δραστηριότητα που ανοίγεται στα Στέκια Πολιτισμού. Να γενικευτεί και να αξιοποιηθεί η πείρα από τη λειτουργία των ήδη υπαρχόντων. Δεν λέμε τυχαία πως οι Πολυχώροι μας δεν αποτελούν απλούς χώρους συνεύρεσης της νεολαίας, ότι προάγουν έναν άλλο τρόπο ζωής, στον οποίο η δωρεάν πρόσβαση στην Τέχνη είναι αναπόσπαστο κομμάτι της διαμόρφωσης της ανθρώπινης προσωπικότητας.

Εχουμε περιθώρια να αναδείξουμε θέματα περί Τέχνης όπως αφιερώματα σε κομμουνιστές καλλιτέχνες, προτάσεις και αναλύσεις έργων ή ακόμη και το ρόλο που έχει διαδραματίσει σε σημεία καμπής της ταξικής πάλης μέσα απ' τον «Ριζοσπάστη», τον «Οδηγητή» και την ΚΟΜΕΠ.

Τέλος, πέραν της μελέτης θεωρώ πως οφείλουμε να στηρίξουμε την παραγωγή έργων από νέους καλλιτέχνες κομμουνιστές και φίλους του Κόμματος. Εχουμε πείρα πάνω σε αυτό, με πρόσφατο παράδειγμα τη μελοποίηση τραγουδιών του ΔΣΕ μπροστά στο περσινό Διήμερο. Θα μπορούσαμε να διοργανώσουμε καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς ή ακόμη και φεστιβάλ δημιουργίας.

Η πιο εμπεριστατωμένη παρέμβασή μας μέσα στα χωράφια της Τέχνης σαφώς και εμπεριέχει υψηλό βαθμό δυσκολίας. Γνωρίζουμε πολύ καλά την προνομιακή θέση της αστικής τάξης, που φυσικά κατέχει κι εδώ το συσχετισμό. Ωστόσο, είμαστε πεισμένοι για την υπεροχή της θεωρίας, των ιδανικών, του σκοπού για τον οποίο παλεύουμε. Μπορεί η πρωτοπόρα τέχνη να μην έχει τη δυνατότητα να εκπληρώσει μόνη της αυτό το σκοπό, να αλλάξει τον κόσμο, όμως είναι η μοναδική που παίρνει θέση στο πλευρό των πολλών και αποθέτει τη μοίρα τους στα ίδια τους τα χέρια, για να γίνουν τελικά οι ίδιοι τα υποκείμενα της αλλαγής, να φέρουν ό,τι καλύτερο έχει γεννήσει ποτέ η ανθρωπότητα, να παλέψουν το σκοτάδι του σάπιου τούτου κόσμου για να έχουν μεθαύριο το δικό τους μερτικό στον ήλιο!

Ζήτω το 20ό Συνέδριο!

Ζήτω το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος!


Ζήνα Σαϊτά
Μέλος ΕΟΕ ΤΣ ΑΕΙ

Για την παρέμβαση του Κόμματος στους νέους εργαζόμενους

Συμφωνώ με τις Θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής για το 20ό Συνέδριο του Κόμματος.

Θέλω να σταθώ σε κάποιες πλευρές των Θέσεων που αφορούν την παρέμβαση του Κόμματος στους νέους εργαζόμενους.

Στις συνθήκες που παρεμβαίνουμε και περιγράφουν ολοκληρωμένα οι Θέσεις της ΚΕ, χιλιάδες μέλη του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, μαζί με οπαδούς και φίλους, δρουν πρωτοπόρα, έρχονται σε επαφή με νέους εργαζόμενους, προσπαθούν να οργανώσουν την πάλη, αποκτούν μέσα από αυτή τη διαδικασία κύρος και χαίρουν εκτίμησης από μεγάλο αριθμό εργαζομένων, τιμούν έτσι με τον πιο ουσιαστικό τρόπο την ιδιότητα του μέλους του Κόμματος, προσπαθώντας παρά τις όποιες αδυναμίες, να φέρουν σε πέρας τα καθήκοντα που έχουμε καθορίσει συλλογικά ως Κόμμα.

Εχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια μια γένια μελών του Κόμματος και της ΚΝΕ που έχουν αποκτήσει την ικανότητα παρέμβασης και δράσης στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στους χώρους δουλειάς. Με τα ωράρια - λάστιχο που σε πολλούς κλάδους περνούν βδομάδες για να συναντήσεις συναδέλφους σου στην ίδια βάρδια, συμβάσεις μίας μέρας, ενός μήνα, εποχικοί, εξτρατζήδες, που οδηγούν σε μεγάλη κινητικότητα, ζουν ανάμεσα στην ανεργία και την ημιαπασχόληση στα διάφορα προγράμματα που βγαίνουν. Τέτοια παραδείγματα συναντάμε στο εμπόριο, τον επισιτισμό, τις τηλεπικοινωνίες, στην υγεία, στους ΟΤΑ κ.α.

Η παραπάνω προσπάθεια των μελών της ΚΝΕ γίνεται μαζί με δυσκολίες που συναντούν και στη ζωή τους, όπως η μετάβαση από τη σχολή ή την ανεργία στην εργασία ή και η προσπάθεια να ανοίξουν δικό τους σπίτι ή να κάνουν οικογένεια.

Αντιμέτωποι έρχονται παράλληλα με την παρέμβαση της εργοδοσίας, η οποία είναι καλά επεξεργασμένη, τόσο στα ζητήματα της «κεντρικής πολιτικής σκηνής», όσο και στις εξελίξεις μέσα στο χώρο δουλειάς. Αυτή η προσπάθεια να τραβηχτούν οι εργαζόμενοι με τη γραμμή της εργοδοσίας, είναι ντυμένη πάντα με το μανδύα της «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης», με πρωτοβουλίες και δράσεις που παίρνουν μια σειρά επιχειρηματικοί όμιλοι, τόσο σε επίπεδο των εργαζομένων τους, όσο και στη «στήριξη της κοινωνίας», καλύπτοντας, όπως οι ίδιοι διαφημίζουν, «κενά που είναι στην ευθύνη του κράτους», κρύβοντας πάντα τα οφέλη που έχουν από αυτά. Στην παρέμβασή της η εργοδοσία αξιοποιεί και την κατάσταση του εργατικού κινήματος μαζί με την κατασυκοφάντηση του ΠΑΜΕ και των ταξικών σωματείων. Αυτό ενισχύεται και από εργοδοτικό συνδικαλισμό που επιδρά ακόμα και εκεί που δεν έχει φυσική παρουσία.

Ο εγκλωβισμός της συνείδησης των εργαζομένων δεν γίνεται μόνο σε σεμινάρια και συσκέψεις στους χώρους δουλειάς. Η δουλειά προετοιμασίας τους ξεκινά από το σχολείο και συνεχίζεται στις σχολές των ΑΕΙ, ΤΕΙ, Μαθητείας και Κατάρτισης, μέσα από το περιεχόμενο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά και μέσα από ημερίδες και σεμινάρια που οργανώνουν από κοινού επιχειρήσεις με σχολές των ΑΕΙ, ΤΕΙ και στα ΙΕΚ.

Υπάρχουν σήμερα οι δυνατότητες ως Κόμμα, μαζί με την ΚΝΕ, να δουλέψουμε πιο αποφασιστικά και αποτελεσματικά με βάση τα καθήκοντα που πηγάζουν από τους επαναστατικούς σκοπούς του Κόμματος, όπως προσδιορίζονται από το Πρόγραμμά μας. Την ανάπτυξη των δυνάμεών μας στην εργατική τάξη, μαζί με την καθοριστική συμβολή μας στην ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και την προώθηση της κοινωνικής συμμαχίας.

Βασική προϋπόθεση είναι η ολόπλευρη, ιδεολογικά - πολιτικά και πρακτικά, στήριξη των συντρόφων μας εργαζομένων και κύρια των νέων με επίκεντρο το χώρο δουλειάς και τον κλάδο. Με σχέδιο και κλιμάκωση, στόχους που να στηρίζουν τους γενικούς που καθορίζουμε ως Κόμμα, στήριξη στη διαπάλη και την ικανότητα να δουλεύουμε με τη γραμμή του Κόμματος. Παίρνοντας υπόψη τις εξελίξεις μέσα στο χώρο, για να αποκαλύπτουμε την ουσία τους, να δένουμε τους εργαζόμενους με τις θέσεις του Κόμματος και την πρόταση διεξόδου, αλλά και για να τις αξιοποιούμε στην οργάνωση του αγώνα μέσα στο χώρο, δημιουργώντας εστίες αγώνα, οργάνωσης και αντεπίθεσης.

Ακόμα και μέσα στον ίδιο τον κλάδο χρειάζεται επεξεργασία το πώς θα ξεδιπλώσεις το περιεχόμενο για παράδειγμα της διεκδίκησης υπογραφής Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας στο ύψος των σύγχρονων αναγκών, όταν η πλειοψηφία των εργαζομένων σε κάποιους χώρους δεν γνωρίζει τι είναι η ΣΣ ή ποιο είναι αυτό το πλέγμα των σύγχρονων αναγκών.

Μέσα από τη δράση μας, σκοπός πρέπει να είναι η διαπαιδαγώγηση όλων μας στον τρόπο δουλειάς, πολεμώντας την αυτάρκεια ή την υποτίμηση δυνατοτήτων που υπάρχουν, αποκτώντας αντοχή, καλή γνώση του χώρου, ικανότητα στην προώθηση του Προγράμματος του Κόμματος και σε κάθε βήμα να ενισχύεται η συμφωνία και αφομοίωση της ορθότητας και αναγκαιότητας του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.

Να φτάνουμε και να πιάνουμε σταθερή επαφή με ακόμα περισσοτέρους νέους εργαζόμενους, που παρά τις όποιες επιφυλάξεις ή επιμέρους διαφωνίες, εκτιμούν τη συνολική προσπάθεια και συμβολή του Κόμματος στην εργατική τάξη και το κίνημά της. Είναι πολλοί οι νέοι στους χώρους δουλειάς και τις γειτονιές που παρακολουθούν και ενδιαφέρονται για τις θέσεις, τις εκτιμήσεις, την πρόταση και τη δράση του Κόμματος. Πολλοί είναι κι αυτοί οι νέοι που μέσα από τη συνολική δουλειά του Κόμματος έχουν εκτιμήσει έως ένα βαθμό ως αρνητική την επιλογή τους να εναποθέσουν τις ελπίδες τους στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Απαιτείται από εμάς καλύτερη ικανότητα ανάπτυξης στέρεων πολιτικών δεσμών και προσπάθεια κοινής δράσης μέσα στα Σωματεία και το χώρο δουλειάς.

Είναι ανάγκη σήμερα και μπορούμε να μετρήσουμε ουσιαστικά βήματα στην κατανόηση και αφομοίωση των καθηκόντων που πηγάζουν από το Πρόγραμμά μας, με σκοπό να έχουμε την ετοιμότητα από σήμερα για δράση κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Οι Θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής για το 20ό Συνέδριο του Κόμματος και η προσυνεδριακή συζήτηση μπορούν να είναι ένας βασικός σταθμός εξοπλισμού και όρος για να ανταποκριθούμε στο επαναστατικό μας καθήκον σε αυτές τις συνθήκες.


Νίκος Λάππας
Μέλος του Γραφείου του ΚΣ της ΚΝΕ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ