Παρασκευή 25 Δεκέμβρη 2020 - Κυριακή 27 Δεκέμβρη 2020
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σε άλλους παραλλήλους έχει μπει...

Ενας χρόνος χωρίς τον Θάνο Μικρούτσικο, που «έφυγε» στις 28 Δεκέμβρη 2019

Από τις συναυλίες του αφιερωμένες στα 100 χρόνια ΚΚΕ το 2018
Από τις συναυλίες του αφιερωμένες στα 100 χρόνια ΚΚΕ το 2018
Κάπου έχει γραφτεί ότι για τον Θάνο Μικρούτσικο θα μιλάμε πάντα σε χρόνο ενεστώτα. Και πράγματι, μπορεί αυτές τις μέρες να συμπληρώνεται ένας χρόνος από το χαμό του και μπορεί η φυσική του απουσία να είναι ακόμα βαριά, όμως το έργο του συνεχίζει να πορεύεται στο χρόνο, η μουσική του «τον όγκο των ετών» να σκίζει και να περνά στην αιωνιότητα, εμπνέοντας όλους εμάς και τις μελλοντικές γενιές.

Ηταν πολλές οι στιγμές μέσα σε αυτήν τη χρονιά που σκεφτήκαμε τον Θάνο Μικρούτσικο. Τι θα έλεγε για αυτά που ζούμε; Αν ήταν εδώ, θα ήταν σίγουρα από τους πρώτους που θα συμμετείχαν, θα έπαιρνε θέση για τη δύσκολη κατάσταση που αντιμετωπίζει το «σινάφι» του... Και ήταν πολλές εκείνες οι στιγμές που, ενώ έλειπε από τη σκηνή, ήταν σαν να είναι εκεί... Στη Μακρόνησο, εκεί που στήθηκε το «μεγάλο μνημείο των ηρώων» μας με συνοδεία τη μουσική του από τη συγκλονιστική «Καντάτα», στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ, εκεί που πέρυσι έδωσε την τελευταία του συναυλία, όπου φέτος όλοι εμείς - οι «δικοί του» άνθρωποι και οι συνεργάτες του - τον τιμήσαμε με μια ξεχωριστή συναυλία.

Μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του παρέμεινε μαχητής, δημιουργικός, με το στίγμα του να χαράσσεται ανεξίτηλο στη μουσική, στην καρδιά και το νου, στα όνειρα και τους αγώνες. «Μην αφήσετε καμία στιγμή στη ζωή σας να πάει χαμένη. Ρουφήξτε κάθε δευτερόλεπτο. Ο χρόνος τρέχει τόσο γρήγορα. Διευρύνετε τις γνώσεις σας μέχρι τέλους. Συνεχώς να ονειρεύεστε», ήταν η τελευταία του αναφορά μέσα από το νοσοκομείο. Μαζί με εκείνον το στίχο του Χικμέτ: «Να μην παραδίνεσαι, αυτό είναι».


Αγαπούσε πολύ τη ζωή. Ωραίο για εκείνον ήταν καθετί που υπερνικά τις δυσκολίες. Αυτό ήταν και το μήνυμα που στέλνουν τα τραγούδια του, η στάση ζωής του... «Nα ονειρευτούμε μια άλλη κοινωνία, στην οποία ο άνθρωπος θα αυτοπραγματωθεί. Και για να γίνει αυτό θα πρέπει να "χορέψουμε πάνω στο φτερό του καρχαρία". Nα ξεπεράσουμε τις καταγεγραμμένες μας δυνατότητες, να ξεπεράσουμε τα όριά μας. Με άλλα λόγια, να κατακτήσουμε το Αδύνατο».

Νέοι ήχοι, νέα όνειρα, νέα ταξίδια

Ο Θ. Μικρούτσικος γεννήθηκε στην Πάτρα το 1947. «Ξεκίνησα να κάνω μουσική πριν πάω στο Δημοτικό Σχολείο. Σιγά - σιγά η μουσική έγινε η βασική διάσταση στη ζωή μου. Στην αρχή εγκαταστάθηκε εντός μου η κλασική μουσική, ο Μπαχ, ο Μπετόβεν, ο Μότσαρτ. Παίζοντάς τους στο πιάνο 10-12 χρονών, ταξίδευα στους δρόμους της πόλης μου, στην Πάτρα, στις στοές της, στα νεοκλασικά κτίριά της, αλλά έφευγα και πέραν αυτής. Σε πόλεις και εποχές παλιές που δεν ήξερα...».

Σημαντική σταθερά στη ζωή του, ήδη από πολύ μικρή ηλικία, ήταν η ποίηση. «Ηθικός αυτουργός ο πατέρας μου, που κρατώντας με στην αγκαλιά του, από τα 5 μου χρόνια, μου διάβαζε ποιήματα σχεδόν κάθε βράδυ».

Στη δεκαετία του '60 μπαίνει στη ζωή του η έντεχνη ελληνική μουσική. «Μάνος Χατζιδάκις, Μίκης Θεοδωράκης... Δεύτερο αγκωνάρι εντός μου. Χρωστάω και σε αυτούς ταξίδια, αλλά και πόνους αφόρητους. Ο αυστηρός δάσκαλος του Ωδείου εξασκείτο με τον χάρακα στα δάχτυλά μου, με δύναμη, για να πάψω να τους παίζω στο πιάνο. Δεν σταμάτησα να τους παίζω. Αλλαξα δάσκαλο».


Στη συνέχεια ήρθαν τα χρόνια της ενηλικίωσης, η αποφοίτησή του από το Μαθηματικό και παράλληλα η μελέτη αρμονίας, αντίστιξης, φούγκας και σύνθεσης, με καθηγητή τον συνθέτη Γ. Α. Παπαϊωάννου. Σε αυτά τα χρόνια ανακαλύπτει νέους μουσικούς κόσμους, τη μεταπολεμική avant garde μουσική, την πρωτοπορία της δεκαετίας του '60. «Νέοι ήχοι, νέες θεωρίες έγιναν καθημερινότητά μου. Καινούργια ταξίδια, νέα όνειρα, άγνωστοι τόποι». Ξεκινά και τη μελέτη έργων του Καρλ Μαρξ.

Η μελοποιημένη ποίηση

Βασικό θέμα που απασχολούσε τον νεαρό μουσικό, από την αρχή κιόλας της συνθετικής του διαδρομής, ήταν η μελοποίηση της ποίησης. «Ανατρέχοντας στα ημερολόγια που κρατούσα από εκείνη την εποχή, διαβάζω και θυμάμαι ότι ένας εφιάλτης με κυνηγούσε καθημερινά. Ως γνήσιο τέκνο της πρωτοπορίας, έπρεπε ο ήχος μου να είναι νέος, να μη θυμίζει τίποτα από το παρελθόν, συνεπώς δύσκολη αν όχι αδύνατη η επικοινωνία με τον κόσμο. Σαν παιδί της αριστεράς ήθελα την επικοινωνία με τον κόσμο. Πώς θα μπορούσαν να συνδυαστούν αυτά τα δύο;».

Τότε είναι που μπαίνει στη ζωή του ο Γιάννης Ρίτσος, ο δάσκαλός του όπως τον αποκαλούσε. Τον προτρέπει να γράφει για ό,τι τον καίει, αλλά του εφιστούσε την προσοχή στο αδιάσπαστο περιεχομένου και φόρμας. «Κάθε νέο περιεχόμενο απαιτεί μια νέα φόρμα, γιατί η φόρμα είναι κοινωνική εμπειρία αποκρυσταλλωμένη. Θα σέβεσαι το παρελθόν, θα το περιέχεις, θα το αφομοιώνεις, αλλά δεν θα το μιμηθείς».

Από την τελευταία του συναυλία στο 45ο Φεστιβάλ ΚΝΕ - «Οδηγητή» το Σεπτέμβρη του 2019
Από την τελευταία του συναυλία στο 45ο Φεστιβάλ ΚΝΕ - «Οδηγητή» το Σεπτέμβρη του 2019
Από τότε, προσπαθεί η μουσική του να αποκαλύπτει τις κρυμμένες πλευρές που ένα μεγάλο ποίημα πάντα περιέχει. «Tο κείμενο μετά τη μελοποίηση πρέπει να είναι "άλλο" κείμενο απ' ό,τι πριν τη μελοποίηση. Αν αυτό δεν συμβεί, τότε η μουσική παίζει το ρόλο του μεταφορέα της ποίησης, γίνεται υπόκρουση και η μελοποίηση χάνει τη σημασία της».

50 χρόνια δημιουργίας

Από το 1975 που κυκλοφόρησε η πρώτη του ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά, «Πολιτικά Τραγούδια», ακαταπόνητος και πολυγραφότατος, δεν σταμάτησε να δημιουργεί, ακόμα και λίγο πριν το τέλος: Αυτές τις μέρες αναμένεται να κυκλοφορήσει ο τελευταίος δίσκος που επιμελήθηκε ο συνθέτης, «Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία», που περιέχει την ηχογράφηση από τη συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 2019, με τα εμβληματικά έργα «Σταυρός Του Νότου» και «Γραμμές των οριζόντων», βασισμένα στη μελοποιημένη ποίηση του Νίκου Καββαδία.

Η μουσική για τον ίδιο ήταν η έμπνευσή του, η καταφυγή και η παρηγοριά του, το όπλο του, ο τρόπος της ελευθερίας του, η επικοινωνία του με τον κόσμο. Σίγουρα μεγάλο ταλέντο και αδιαμφισβήτητο. Για τον Θάνο Μικρούτσικο όμως δεν αρκεί αυτό. Γνωρίζει καλά ότι το μεγάλο ταλέντο είναι συνδυασμός πολλών ικανοτήτων, προϊόν σκληρής εργασίας και μελέτης. Είναι σαφής: «Το καλύτερο ταλέντο του κόσμου να έχεις και είναι αποδεδειγμένο ιστορικά, χωρίς γνώσεις κάποια στιγμή δεν δίνει έργο».

Από τις πρόβες για τη συναυλία στο Σπόρτιγκ το 1976 της παράστασης «Καντάτα για τη Μακρόνησο»
Από τις πρόβες για τη συναυλία στο Σπόρτιγκ το 1976 της παράστασης «Καντάτα για τη Μακρόνησο»
Στην περίπτωση λοιπόν του Θάνου Μικρούτσικου έχουμε την ιδανική περίπτωση: Το μεγάλο ταλέντο να πατά πάνω στη γνώση και με αυτόν τον τρόπο να εκφράζει αριστουργηματικά τον εαυτό του και την εποχή του. Είναι η διαλεκτική σχέση έμπνευσης - σκέψης, καρδιάς και μυαλού, που διαπερνά τη δημιουργία του. Μουσική βαθιά κοινωνική, βαθιά ανθρώπινη, απέριττη, δίδαγμα ευθύνης του καλλιτέχνη μπροστά στην εποχή του και μπροστά στον κόσμο.

Στη μουσική του πορεία ο Θάνος Μικρούτσικος ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα είδη της μουσικής. Δεν εφησυχάστηκε ποτέ. Εχει γράψει όπερες, συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, πειραματική μουσική. Μέσα από τα τραγούδια του κατάφερε και έβαλε στο στόμα των ανθρώπων λόγια μεγάλων ποιητών και στιχουργών. Τεράστια ήταν και η παρουσία του στη δισκογραφία. Εδωσε εκατοντάδες συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και συμμετείχε - ή έργα του παίχτηκαν - σε πολλά διεθνή φεστιβάλ μουσικής. Εργα του έχουν παρουσιαστεί από πολλές μεγάλες ορχήστρες και ορχήστρες μουσικής δωματίου, και τα έχουν διευθύνει σπουδαίοι μαέστροι. Συνεργάστηκε με πολλούς Ελληνες και ξένους σκηνοθέτες, γράφοντας μουσική για δεκάδες θεατρικά έργα που έχουν παρουσιαστεί σε ολόκληρο τον κόσμο. Συνεργάστηκε ακόμα με όλους σχεδόν τους σημαντικούς Ελληνες ερμηνευτές και μουσικούς, καθώς και με πολλούς διεθνείς καλλιτέχνες.

Η Τέχνη είναι το χνάρι του ανθρώπου πάνω στη Γη


Το ταλέντο, η σκληρή και συνεχής δουλειά, η συνεχής διεύρυνση των γνώσεών του κατέστησαν και καθιστούν τον Θάνο Μικρούτσικο έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες που πέρασαν από τον τόπο μας.

Για τον Θάνο Μικρούτσικο η Τέχνη είναι το χνάρι του ανθρώπου πάνω στη Γη και μπορεί από μόνη της να μην αλλάζει τον κόσμο, αλλά μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία ενεργητικών και συνειδητοποιημένων θεατών και ακροατών, που στη συνέχεια να μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Αυτή η θέση του είναι φανερή σε όλη τη δημιουργική του διαδρομή.

Εμείς αυτό το χνάρι του, τη μουσική και τα τραγούδια του, κρατάμε σφιχτά στην καρδιά μας. Με αυτά τα τραγούδια μεγάλωσαν γενιές και γενιές, γνωρίσαμε και αγαπήσαμε την ποίηση, μας συντρόφευσαν σε στιγμές περισυλλογής, μας κράτησαν και μας κρατάνε «ανοιχτό το παράθυρο στο όνειρο» προσμένοντας «τους σεισμούς που μέλλονται για να 'ρθουν».

Αλέχο Καρπεντιέρ: «Ο μύθος είναι αντανάκλαση της αλήθειας»
Μια κλεφτή ματιά στον κόσμο του μεγάλου Κουβανού συγγραφέα

Γράφει και μεταφράζει η Σαπφώ Διαμάντη

καθηγήτρια, μεταφράστρια, διερμηνέας

Πάντοτε υπήρχε κάποιος

έξω από τον κύκλο με την κιμωλία.

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

«Εκατό χρόνια μοναξιά»

Η πόρτα που οδηγεί στον οίκο του Αλέχο Καρπεντιέρ υ Βαλμόντ μισανοίγει σαν χαμόγελο. Μήτε αμπάρες μήτε κλειδιά. Πίσω απ' το Μαλεκόν, σοκάκια της Αβάνας με το ακόμα αποικιακό στυλ. Πρώτο διστακτικό βήμα στο χολ της εισόδου, φευγαλέα πνοή από Αλπεις λευκοφορούσες· οσμή από κοπάδια φύκια που λιάζονται αρμενίζοντας νωχελικά από μιαν ακτή της Καραϊβικής σε μιαν άλλη· μυρωδιές από παριζιάνικα καφέ του μεσοπολέμου. Τα παράθυρα όλα βλέπουν στο σκιερό χαγιάτι, ορθάνοιχτα σαν στόματα, σαν πύλες. Στην άκρη, ένα κελί φυλακής, όπου τον έστειλε η δικτατορία Ματσάδο «διότι πρέσβευε ιδέας κομμουνιστικάς», και στην αυλή, στα ριζά του βασιλικού φοίνικα, ο «νερόλακκος», ο Ατλαντικός, ξανά, που μας ενώνει, δεν μας χωρίζει.

Χαμηλωμένα φώτα μπιστρό στη σάλα δίπλα, ακούγεται ένας στίχος του Ελυάρ, το κοφτό γέλιο του Τζαρά, ένας αφορισμός του Αραγκόν, μια στροφή του Πρεβέρ... να και μια πινελιά του Πικάσσο, μια αναλαμπή του ντε Κίρικο... Μα η μιγάδα Καραϊβική στην καρδιά του τον απομακρύνει απ' τον υπερρεαλισμό: γίνεται ένας από τους προάγγελους του λατινοαμερικάνικου «Μπουμ». Πολύ μπροστά από την εποχή του, πρωτεργάτης αυτός της νέας λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, από τους θεμελιώδεις συγγραφείς του 20ού αιώνα. Και καθώς εξερευνούμε το σπίτι, μια κάμαρα όλο κυμάτων βουή, ψιθύρους, χορδισμούς, σελίδες απ' όπου προβάλλουν οι ήρωες που πλάθει, «άνθρωποι του σήμερα αλλά και του χθες και σίγουρα του αύριο» συμμετέχουν σε επαναστάσεις του χθες που θα μπορούσαν να είναι και οι επαναστάσεις του αύριο.

Με τον Φιντέλ Κάστρο
Με τον Φιντέλ Κάστρο
Αχτίδες τροπικών στο γραφείο του, η πένα του χαράζει «μια πολυτέλεια της δημιουργίας»: μπαρόκ. Γράφει ο πολυσυλλέκτης των εικόνων, ο αφουγκραστής των θορύβων του κόσμου, ο αιχμαλωτιστής των αποχρώσεων μιας γλώσσας απέραντης: «Τι είναι η Ιστορία της Αμερικής όλης αν όχι ένα χρονικό του θαυμαστού πραγματικού;». Η νέο-μπαρόκ τεχνοτροπία του εισάγει το «θαυμαστό πραγματικό» -ή «πραγματικό θαυμαστό»-, πρόδρομο ή και συνώνυμο του «μαγικού ρεαλισμού»: «Κανείς δεν έδινε σημασία στα ρολόγια, ούτε τέλειωναν οι νύχτες επειδή είχε ξημερώσει».

Στρέφουμε το βλέμμα στο πλαϊνό δωμάτιο, βιβλιοθήκες αιωρούνται, γράμματα χορεύουν σε ρυθμούς αφροκουβανέζικους, ενώνονται σε τίτλους που ταξιδεύουν στην οικουμένη, «Η επί γης βασιλεία», «Η άρπα και η σκιά», «Τα χαμένα βήματα», «Κοντσέρτο μπαρόκ», «Μεθόδου τέχνασμα», «Ο αιώνας των Φώτων»... χωρίζονται, στροβιλίζονται, συνθέτουν τραγούδια, γίνονται κορνίζα σ' ένα παράθυρο στο Καράκας, σχηματίζουν φράσεις: «Θεωρώ ότι ο συγγραφέας πρέπει ν' αρχίζει να γράφει όταν, πρώτον, έχει κάτι να πει, και δεύτερον, όταν ξέρει πώς να το πει». Αρθρα, ποιήματα και στίχοι, μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια -ως και «Τριστάνος και Ιζόλδη»-, στη γραμμή του Καζαντζάκη χθες και του Οσπίνα σήμερα.

Προχωρούμε σεβαστικά, ακροποδητί, γιατί να η μεγάλη αίθουσα, ολόφωτη με χίλιες δάδες, απόηχος τουφεκιών που εκπυρσοκροτούν, τρένων που ανατινάζονται, ιαχές ενός λαού που γιορτάζει την πραγματική αλλαγή που, ναι, μπορεί να έρθει. Venceremos. Eso seguro. Κουβανός ως το μεδούλι, έχοντας ασπαστεί την υπόθεση της Επανάστασης, ρίχνεται στον κοινό αγώνα, δεν επιζητά ανάδειξη, προνόμια, μοιράζεται νίκες και αντιξοότητες. Η Επαναστατική Κυβέρνηση, ο λαός της «διαλεγμένης πατρίδας», τον τιμούν με καίρια αξιώματα. «Είμαι πολιτικά δεσμευμένος συγγραφέας και έτσι δρω... θα προσπαθήσω να εκτελέσω τα καθήκοντα που μου απομένουν ακόμη να φέρω σε πέρας στην "επί γης βασιλεία"». Και ο κόσμος τού χαρίζει κορυφαίες διεθνείς διακρίσεις, και το Βραβείο Θερβάντες για πρώτη φορά σε Λατινοαμερικάνο, που δωρίζει στο Κόμμα το χρηματικό έπαθλο.

Πιο πέρα άλλο δωμάτιο -τι να κάνουμε, κουβανέζικη αρχιτεκτονική είν' αυτή, που τόσο του άρεσε-, πρόσωπα εδώ. Ο Διέγκο Ριβέρα ζωγραφίζει τον αντικρινό τοίχο. Ο Φιδέλ, με το αχώριστο κασκέτο του Κομαντάντε, του γράφει ένα γράμμα... Ο φίλος του ο Γκαμπριέλ, μόλις έχει διαβάσει τον «Αιώνα των Φώτων», σκίζει σκασμένος στα γέλια ό,τι έχει γράψει ως τώρα για τα «Εκατό χρόνια μοναξιά» και ξαναρχίζει τη συγγραφή εκ του μηδενός... Ο Ρόα Μπάστος μυθιστοριογραφεί κι αυτός περί δικτατόρων με συνοφρύωμα συνωμοτικό... Και τα τεράστια σαλονικιά μάτια της Μάγδας Κοτζιά σαν βγάζει, μέσα δεκαετίας 80, τα βιβλία του στον Εξάντα...

Στέκω σε μια κόχη του διαδρόμου, αναλογίζομαι παιδικά χρόνια που σφράγισε μια «πολιτισμική επιμειξία», κοινό μας σημείο που με τράβηξε ενστικτωδώς στο έργο και την προσωπικότητα. Στον μαγικό οίκο τον εσώτερο. «Να προσέχουμε τις ωραίες λέξεις, τους καλύτερους κόσμους που δημιουργούν οι λέξεις... Δεν υπάρχει άλλη γη της επαγγελίας από εκείνη που ο άνθρωπος μπορεί να βρει εντός του».

Βγαίνουμε διακριτικά, πισωπατώντας, η πόρτα μισάνοιχτη, να κάτσουμε λίγο στο κατώφλι του, και λέω, φέτος που συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από τον θάνατό του και κοντά στη «χριστουγεννιάτικη» επέτειο της γέννησής του, 26 Δεκεμβρίου, να ξαναδιαβάσουμε μαζί του την πρώτη σελίδα του «Αιώνα των Φώτων»:

«Απόψε είδα τη Μηχανή να πυργώνεται ξανά. Ηταν, στην πλώρη, σαν μια πόρτα ανοιχτή στον απέραντο ουρανό που μας έφερνε κιόλας μυρωδιές στεριάς πάνω από έναν ωκεανό τόσο ακύμαντο, τόσο κύριο του ρυθμού του, που το πλοίο, σπρωγμένο απαλά, φαινόταν να αποκοιμιέται στη ρότα του, μετέωρο ανάμεσα σ' ένα χθες κι ένα αύριο που μετακινούνταν μαζί μας. Χρόνος ακίνητος ανάμεσα στον Πολικό Αστέρα, τη Μεγάλη Αρκτο και τον Σταυρό του Νότου, - αγνοώ, εφόσον δεν είναι η δουλειά μου να το ξέρω, αν αυτοί ήταν οι αστερισμοί, τόσο πολυάριθμοι που οι κορυφές τους, τα φώτα τους στο στερέωμα, συγχέονταν, ανατρέπονταν, ανακατώνοντας τις αλληγορίες τους, στη φεγγοβολιά μιας πανσελήνου που τη χλόμιαζε η λευκότητα του Δρόμου των Αστρων... Αλλά η Πόρτα-δίχως-φύλλο βρισκόταν ορθή στην πλώρη, οριοθετημένη από το ανώφλι και τις παραστάδες, μ' εκείνον τον γνώμονα, εκείνο το ανεστραμμένο μισό αέτωμα, εκείνο το μαύρο τρίγωνο, λοξότμητο, ατσάλινο και παγωμένο, κρεμασμένο στο υπέρθυρό της. Εκεί ήταν η ξυλοδεσιά, γυμνή και απέριττη, στημένη ξανά πάνω στον ύπνο των ανθρώπων, σαν μια παρουσία -μια προειδοποίηση- που μας αφορούσε όλους εξίσου. Την είχαμε αφήσει πίσω, στην πρύμνη, μακριά πολύ, στις απριλιάτικες τραμουντάνες της, και τώρα μας επανεμφανιζόταν πάνω στην ίδια μας την πλώρη, εμπρός, σαν οδηγήτρια - παρόμοια, λόγω της απαραίτητης ακρίβειας στις παραλλήλους της, της αμείλικτης γεωμετρίας της, με ένα γιγάντιο όργανο ναυσιπλοΐας. Δεν τη συνόδευαν πια λάβαρα, ταμπούρλα και όχλος· δεν γνώριζε τη συγκίνηση, μήτε τη μήνιν, μήτε τον θρήνο, μήτε τη μέθη εκείνων που, πέρα εκεί, την περιέβαλλαν με χορό αρχαίας τραγωδίας, με το τρίξιμο των κάρων που κυλούν-προς-το-ίδιο, και το ταιριαστό τυμπάνισμα απ' τις κάσες. Εδώ, η Πόρτα ήταν μόνη, αντίκρυ στη νύχτα, ψηλότερα απ' το προστατευτικό ακρόπρωρο, φωτοστεφανωμένη απ' τη διαγώνια λεπίδα της, με το ξύλινο τελάρο που γινόταν κορνίζα ενός πανοράματος αστεριών. Τα κύματα έρχονταν καταπάνω μας, άνοιγαν, για να αλαφροχαϊδέψουν τα πλαϊνά του πλοίου· έκλειναν, πίσω μας, μ' ένα βουητό τόσο συνεχές και ρυθμικό που η διαρκής παρουσία τους γινόταν παρόμοια με τη σιωπή που ο άνθρωπος θεωρεί σιωπή όταν δεν ακούει φωνές όμοιες με τις δικές του. Σιωπή ζωντανή, παλλόμενη και μετρημένη, που δεν ήταν, μολαταύτα, ακρωτηριασμένη κι άκαμπτη... Οταν έπεσε η διαγώνια λεπίδα απότομα σαν σφύριγμα και το ανώφλι βάφτηκε άψογα, σαν αληθινή κορωνίδα πόρτας ψηλά στις παραστάδες της, ο Πληρεξούσιος, του οποίου το χέρι είχε θέσει τον μηχανισμό σε λειτουργία, μουρμούρισε ανάμεσα στα δόντια του: "Πρέπει να την προφυλάξουμε απ' την αλμύρα". Και σκέπασε την Πόρτα μ' ένα μεγάλο κάλυμμα από πισσωμένο πανί, ρίχνοντάς το από πάνω. Ο μπάτης μύριζε στεριά -μαυρόχωμα, κοπριά, στάχια, ρετσίνι- από εκείνο το νησί που είχε τεθεί, αιώνες πριν, υπό τη σκέπη μιας Παναγιάς της Γουαδαλούπε η οποία στο Κάθερες της Εξτρεμαδούρα και στο Τεπεγιάκ της Αμερικής όρθωνε τη μορφή της πάνω σ' ένα σεληνιακό τόξο που σήκωνε ψηλά ένας Αρχάγγελος.

Πίσω έμενε μια εφηβεία που τα οικεία τοπία της μου φαίνονταν τόσο απόμακρα, μετά από τρία χρόνια, όσο απόμακρο μού φαινόταν το πονεμένο, τσακισμένο πλάσμα που θα ήμουν εγώ πριν Κάποιος μάς καταφτάσει, μια νύχτα, τυλιγμένος σε βροντές ρόπτρων· τόσο απόμακρα όσο απόμακρος μου φαινόταν τώρα ο μάρτυρας, ο οδηγητής, ο διαφωτιστής καιρών αλλοτινών, πριν τον σκυθρωπό Αξιωματούχο ο οποίος, γερμένος στα ρέλια, συλλογιζόταν - πλάι στο μαύρο παραλληλόγραμμο το τυλιγμένο στο ιεροεξεταστικό του κάλυμμα, που ταλαντευόταν σαν δείκτης παλάντζας στο τέμπο κάθε κύματος... Το νερό ξάνοιγε, ενίοτε, από ένα λαμποκόπημα λεπιών ή απ' το πέρασμα κάποιου διαβατάρικου στεφανιού σαργασών».

«Με αφορμή την Columbia - Η βιομηχανία της δισκογραφίας στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα»

Συζήτηση με τον συγγραφέα Δημήτρη Φεργάδη

Ο συγγραφέας με τον Γιώργο Μαργαρίτη, στους Αγίους Αναργύρους
Ο συγγραφέας με τον Γιώργο Μαργαρίτη, στους Αγίους Αναργύρους
«Με αφορμή την Columbia - Η βιομηχανία της δισκογραφίας στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα», τιτλοφορείται το αξιόλογο και ενδιαφέρον βιβλίο του Δημήτρη Φεργάδη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ και πηγαίνει ήδη για τρίτη έκδοση, ενώ έχει επιλεγεί και ως πανεπιστημιακό σύγγραμμα στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Με αφορμή το βιβλίο, ο «Ριζοσπάστης» συζήτησε με τον συγγραφέα. Παραθέτουμε τη συνέντευξη:

***

-- Στο βιβλίο αποτυπώνεται η μεγάλη εμπειρία σας στο χώρο της δισκογραφίας, αλλά και η ευαίσθητη κοινωνική οπτική σας. Τι είναι αυτό που εσείς ξεχωρίζετε περισσότερο από το βιβλίο σας;

-- Μου βάζετε δύσκολα, πολύ. Ομως... θα προσπαθήσω με λίγα, απλά αλλά και σαφή λόγια να απαντήσω, πάνω από όλα με ειλικρίνεια. Για τους απαιτητικούς αναγνώστες του «Ριζοσπάστη». Που θέλουν, και καλά κάνουν, να ξέρουν από πρώτο χέρι μερικά πράγματα για τον ήχο, για τη μουσική και την επίδρασή τους στις κοινωνίες ανά τους αιώνες... Αλλά και για τους ανθρώπους που τον παράγουν. Και τη βιομηχανία που τον κάνει (τον ήχο, τη μουσική) εμπορεύσιμο, καταναλωτικό προϊόν. Δίσκο, δηλαδή.

Στο εργοστάσιο παραγωγής δίσκων γραμμοφώνου της «Κολούμπια» στη Ριζούπολη - πρωτοποριακή, για την εποχή της, βιομηχανική μονάδα, πλίνθοι και κέραμοι και πόνος καρδιάς σήμερα - βρέθηκα από τα τέλη της δεκαετίας του '50.

Του προηγούμενου αιώνα. Δύσκολες, πολύ δύσκολες εποχές. Και ένιωσα τυχερός πολύ που... «τρύπωσα». Εργάτης, βέβαια, αλλά... μια χαρά. Σε μια εταιρεία που το μεροκάματο ήταν εξασφαλισμένο. Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, βλέπετε, ζούμε. Μην ξεχνιόμαστε. Διευκρίνιση: Το βιβλίο δεν είναι η ζωή, δεν είναι το βιογραφικό ενός νεαρού εργαζόμενου σε εργοστάσιο παραγωγής δίσκων. Που ξεκίνησε εργάτης και ανελίχθηκε, σπουδάζοντας εργαζόμενος, σε δύσκολες εποχές, στην ιεραρχία. Συνηθισμένο μελό, δηλαδή, δεκαετίας του '60. Είναι, όπως και ο τίτλος προϊδεάζει, η ιστορία του μουσικού πολιτισμού της χώρας μας κατά τον 20ό αιώνα. Μέσα από την... ιστορία ενός εργοστασίου και των ανθρώπων του. Είναι η ιστορία του ήχου, της μουσικής... ενός άυλου... υλικού, δηλαδή, που μετατρέπεται, βιομηχανικά, σε ένα αξιοποιήσιμο, ευκολομεταφερόμενο και εύκολα - σε ένα βαθμό - αποκτήσιμο προϊόν.

Αρχές δεκαετίας του ’30. Ο Κώστας Προύσαλης, πρεσαδόρος, εν ώρα εργασίας
Αρχές δεκαετίας του ’30. Ο Κώστας Προύσαλης, πρεσαδόρος, εν ώρα εργασίας
Που επηρεάζει και επηρεάζεται από το εξελισσόμενο, κάθε φορά, οικονομικό - κοινωνικό - πολιτικό περιβάλλον. Καταγεγραμμένη, μάλιστα, από έναν νεαρό, τότε, που υφίστατο - ζούσε από τα μέσα - όλες αυτές τις μεταλλάξεις. Και είχε, όμως, την ευαισθησία ή την τυχαία υποψία πως κάτι σοβαρό συνέβαινε στη μουσική πολιτισμική ιστορία του τόπου.

Ετσι, χωρίς υποψία συγγραφικής ικανότητας ο τότε νεαρός, η αφεντιά μου, και σήμερα... δόκιμος συγγραφέας, παρατηρούσε, κράταγε σημειώσεις και στοιχεία και τελικά... κατάφερε να συγγράψει αυτό το βιβλίο. Που, σε ένα βαθμό, καταδεικνύει πως ο ήχος, η μουσική είναι ένα κατεξοχήν κοινωνικό προϊόν. Που ανάλογα με το ποιος τον χρησιμοποιεί, τον εμπορεύεται (όχι ποιος τον «παράγει») κερδίζει ή χάνει η κοινωνία.

Τώρα... στην πιο δύσκολη ερώτηση «τι ξεχωρίζω περισσότερο στο βιβλίο μου», θα απαντήσω με το χέρι στην καρδιά... Οπως ο Τοπόλ στον «Βιολιστή στη στέγη»: Την ευαισθησία, τις αληθινές αλήθειες. Τα απλά και καθημερινά ενός χώρου που ήταν - είναι; - γεμάτος από απίστευτες αλήθειες, από αληθινούς μύθους και από ρεαλιστικές υπερβολές. Κατασκευασμένες, αλλά και πραγματικές. Και με τον Χουντίνι - έτσι ένιωθα όταν έγραφα - έτοιμο σε κάποιες εκλείψεις του φεγγαριού να στείλει τα δικά του χάρτινα φεγγάρια. Για να συμπληρώσει τα κενά.

Το εξώφυλλο του βιβλίου
Το εξώφυλλο του βιβλίου
Και ακόμα, ξεχωρίζω, με σεβασμό και ταπεινότητα, αυτά που ξεχώρισαν δύο κορυφαίοι και αυστηροί ιστορικοί Μουσικής και μελετητές για το βιβλίο «Με αφορμή την "Columbia"».

«Κιβωτός γνώσεων. Κρατάμε στα χέρια μας μια πολύτιμη κιβωτό γνώσεων και μνήμης. Γοητεύει, συναρπάζει η παράθεση στοιχείων, φωτογραφιών και η εξιστόρηση γεγονότων. Ο περιούσιος, ο εύφορος λόγος του Δημήτρη Φεργάδη...».

Με αυτά τα λόγια «ξεχωρίζει» το περιεχόμενο του βιβλίου ο μοναδικός Γιώργος Μονεμβασίτης, κριτικός και ιστορικός Μουσικής - πολιτικός μηχανικός.

«Το βιβλίο το διάβασα σχεδόν απνευστί. Και τελειώνοντάς το, ήμουν ήσυχος... Υπήρχε πια η "ΒΑΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ" που θα εμπόδιζε τη μνήμη να παίξει τα παιχνίδια της. Η πιο στέρεη βάση της ιστορίας της δισκογραφίας είχε καταγραφεί. Πολύ περισσότερο που ο Δημήτρης Φεργάδης...».

Τάδε καταγράφει, ξεχωρίζοντας το περιεχόμενο του βιβλίου και ο Γιώργος Π. Τσάμπρας, δημοσιογράφος - μελετητής του ελληνικού τραγουδιού.

Εγώ, ταπεινά, σεμνύνομαι...

-- Ξεκινήσατε ως εργάτης, βοηθός πρεσαδόρου στο εργοστάσιο παραγωγής πλακών γραμμοφώνου της «Columbia». Υπάρχει ξεχωριστό κεφάλαιο στο βιβλίο σας, που αναφέρεται στους «ανώνυμους» της δισκογραφίας, σε όλους αυτούς τους εργάτες που δούλευαν στην παραγωγή των δίσκων...

-- Εγώ, ως εργάτης που προσλήφθηκα και μάλιστα κάλφας (βοηθός που λέμε) σε εποχές σκληρές, πέρασα όπως περνάγανε όλοι της κατηγορίας μου. Δύσκολα. Παρά το ότι (το σημειώνω αυτό άνευ φόβου και... πάθους) η «Κολούμπια» (για την εποχή) ήταν ένα εργοστάσιο με εξαιρετικά καλές συνθήκες εργασίας (μην παρεξηγηθούμε, όμως, κιόλας)... Τώρα... πώς προέκυψε ο πίνακας. Η καταγραφή, δηλαδή, των ονομάτων... των «ανωνύμων της δισκογραφίας». Και, μάλιστα, σε ένα κεφάλαιο με τίτλο... Libro d' oro... ο εστί μεθερμηνευόμενο «χρυσό βιβλίο» (των ευγενών των Επτανήσων). Συγγνωστή... η «ειρωνεία»... Θυμήθηκα λίγο... από Μπρεχτ. Που κάπου, σωστά, σημειώνει πως ο Μεγαλέξανδρος δεν θα 'φτανε ποτέ στις... Ινδίες αν... αν από κοντά δεν ήταν οι μάγειροι, οι παπουτσήδες, οι μπαλωματήδες.

Ετσι, λοιπόν, σκέφτηκα κι εγώ, απλά... πως τίποτα δεν θα μπορούσε να γίνει και στη δισκογραφία αν δεν υπήρχανε κι εδώ οι «ανώνυμοι εργάτες» της δισκογραφίας... οι μουσικοί (γιατί στο βιβλίο υπάρχει και κεφάλαιο με το Libro d' oro των καλλιτεχνών). Αυτά.

-- Θα θέλαμε τη γνώμη σας, πώς το τραγούδι, η μουσική σε αυτές τις δύσκολες μέρες που ζούμε μπορεί, εκτός από παρηγοριά, να συμβάλει στην ανάταση, να είναι δύναμη ενθάρρυνσης για τους αγώνες που έχουμε μπροστά μας;

-- Θα σας ξενίσει λίγο ή πολύ αλλά αυτή η απάντηση μού είναι πολύ αυθόρμητη. Αλλά και ώριμη σκέψη και πρόταση που έρχεται από μια ρήση και προτροπή του Τσε Γκεβάρα: «Αξίζει φίλε μου να υπάρχεις για ένα όνειρο κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει».

Εις «ενύπνιον» λοιπόν (έτσι δεν λέγανε οι αρχαίοι μας πρόγονοι;) έξωθεν ιερού Απόλλωνος, καιρόν Ανοίξεως, «είδον», οίδον, «μεταφράζω» και παρακαλώ σημειώστε προσεκτικά το όνειρον. «Την επαναστατικήν - "συνελόντι ειπείν" - πρότασιν». Ολοι οι καλλιτέχνες, οι εγγεγραμμένοι εις «πινάκιον» των καλλιτεχνών (μικροί, μεσαίοι, μεγάλοι, πολύ μεγάλοι, πάρα πολύ μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες) συνεννοούνται με τα συνδικαλιστικά τους όργανα, ΕΔΕΜ, ΕΤΕ κ.ά. Και μια συγκεκριμένη μέρα, συγκεκριμένη ώρα, σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας, αυτάρκεις ομάδες (τέσσερα - πέντε άτομα, οργανοπαίχτες, τραγουδιστές...) «καταλαμβάνουν» όλα τα καίρια πόστα της πόλης, ως «καλλιτέχνες του δρόμου». Και «χαρίζουν» τη μουσική τους στους διαβάτες.

Μπροστά τους, οπωσδήποτε, ανοιχτή η θήκη οργάνου για τα... φιλοδωρήματα. Οι «ιδιότυπες» ειρηνικές, ταπεινές αυτές συναυλίες μπορεί να επαναληφθούν δύο - τρεις φορές. Και... έξωθεν εκκλησιών, μουσείων, αρχαιολογικών χώρων, δημοτικών καταστημάτων, Βουλής, Προεδρικού Μεγάρου... Μαξίμου, πνευματικών ιδρυμάτων, σταθμών μετρό κ.λπ. Το ρεπερτόριο μπορεί να ποικίλλει... Εξωπραγματικό; Ουτοπικό; Μπορεί... και γι' αυτό κλείνω με τη... ρεαλιστική, πάλι, ρήση του Τσε Γκεβάρα. «Είμαστε ρεαλιστές, επιδιώκουμε το αδύνατο». Για... να το σκεφτούμε αυτό... Ολοι μας. Με τον Γιώργο Μαργαρίτη να άδει γωνία Πεινώντων και Διψώντων. Τον Τάση Χριστογιαννόπουλο να άδει «Figaro», γωνία Θυμού και Αγανακτήσεως. Και την Αλκηστη Πρωτοψάλτη... να κόβει - τουλάχιστον αμήχανα - βόλτες με το από Θεσσαλονίκης κατελθόν «Φορτηγό». Τρελό; Τρελό... αλλά μπορεί και αληθινό... Πάλι ο Τοπόλ... Σε αμηχανία, τώρα. Μαζί του, όμως, ίσως και άλλοι... επίσημοι.

-- Οι καλλιτέχνες, οι δημιουργοί, οι εργαζόμενοι στο χώρο του Πολιτισμού αντιμετωπίζουν με αφορμή την πανδημία ιδιαίτερα δύσκολες στιγμές. Ποια είναι η δική σας άποψη;

-- Νομίζω πως εδώ τα πράγματα είναι πιο απλά. Στο να απαντήσω... Δεν θα ανακαλύψω, δα, και την πυρίτιδα... Η θέση μου, αλλά και μεγάλου μέρους της κοινωνίας, πιστεύω πως είναι γνωστή. Η μουσική, ο μουσικός μας πολιτισμός είναι, αναμφίβολα, ένα κοινωνικό προϊόν. Η πολιτεία, λοιπόν, και εν προκειμένω το υπουργείο Πολιτισμού, η κα Μενδώνη, θα πρέπει άμεσα και χωρίς σαϋλωκικές μεμψιμοιρίες να αρθεί στο ύψος των καιρών - και των αναγκών - και να καλύψει - έχει υποχρέωση - με σταθερή επιδότηση, όλα τα μέλη του κλάδου του Πολιτισμού για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Αλλά επειδή... μην ξεχνιόμαστε, τίποτα δεν σου χαρίζεται... «συν Αθηνά και χείρα κίνει». Θα πρέπει - αν θέλουμε να δούμε μιαν... άσπρη μουσική μέρα - παράλληλα, όλοι οι καλλιτέχνες - έχοντες, μη έχοντες ανάγκη - να γίνουν μια γροθιά. Γύρω από τα συνδικαλιστικά τους όργανα. Και να αντιδράσουν. Με «παρουσίες» κι όχι με σιωπές και απουσίες.

Αυτά και εδώ.

-- Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;

-- Οταν ο... Από Πάνω βλέπει τους Από Κάτω να κάνουν σχέδια..., λένε πως γελάει. Καλό αυτό... γιατί, συνήθως, Τον βλέπουμε μουρτζούφλη. Τον Από Πάνω.

Ποια, λοιπόν, τώρα τα δικά μου σχέδια. Γράφω... Και ελπίζω πως δεν θα είναι μακρύς ο χρόνος που θα σας καλέσω στην παρουσίαση του δεύτερου βιβλίου μου. Που δεν θα είναι, ασφαλώς, η ακριβής συνέχεια του πρώτου με τον τίτλο «Με αφορμή την Columbia, ΙΙ».

Ασφαλώς, όμως, θα είναι πολύ κοντά και σχετικό. Και θα πραγματεύεται τα πάνω και τα κάτω του ήχου και των μουσικών πραγμάτων. Μέσα από τις κοινωνικές - πολιτικές διεργασίες, διακυμάνσεις και τις φιλοσοφικές περί τον χώρο διαπροσωπικές σχέσεις των πρωταγωνιστών. Με παρόντες Αγαμέμνονες και Θερσίτες.

Βλέπετε, ευτύχησα μια ζωή να βρίσκομαι σε αυτόν τον χώρο, τόσο κοντά σε σημαντικά, λαμπερά αλλά και «γυαλιστερά» πρόσωπα και πράγματα, όσο, όμως, να μην... καώ, να μην αλλοτριωθώ. Και να μην... απαλλοτριωθώ.

Τόσο μακριά, όσο να μη χρειάζομαι διαμεσολαβητή, μεταφορέα παρατηρητή των δρώμενων.

Και τέλος, τόσο πάνω και τόσο κάτω, όσο να μπορώ να βλέπω τα πράγματα στα ίσα. Αυτά προσπαθώ και ελπίζω πως θα τα καταφέρω, να είναι αυτό το κοινωνικο-μουσικό περιεχόμενο του επόμενου βιβλίου μου.

Ηχος, και μελωδία, και ψωμί, και γάλα, και αρμονία, και πόνος, και πικραμύγδαλο, και μέλι, και Υμνοι... θρηνητικοί και υμνητικοί.

Κλείνοντας... «epretereo censeo...» σχέδιο ζωής και ευχή («συν Αθηνά και...») ζωής είναι, ακόμα, η παρουσία μου στη δημιουργία και στα εγκαίνια (έστω... έτσι, έστω... αυτού...) Μουσείου Ελληνικής Δισκογραφίας. Στη Ριζούπολη. Που θα σέβεται (αντάξιο) απόλυτα και την ιερότητα του χώρου και όλους τους... Αγίους της Μουσικής μας Ιστορίας (Ορφέας, Βαμβακάρης, Απόλλωνας, Τσιτσάνης, γερο - Δήμος, Χατζιδάκις, Αλκαίος, Τόκας, Ρωμανός..., Πυργάκη, Θεοδωράκης, Σαμίου, Αηδονίδης... Καλδάρας... Θάνος Μικρούτσικος).

Και ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον και τη φιλοξενία τον «Ριζοσπάστη». Και με ευχές. Για μια χρονιά που να δικαιώσει «τα ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια, σαν εκκλησιές χωρίς στασίδια» (Γ. Ρίτσος - «17 Νοέμβρη»). Που τρέχουνε... Με ήλιο και με βροχή... Για του φτωχού τ' αρνί. Χρόνια πολλά. Με υγεία...



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ