Κυριακή 24 Αυγούστου 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΓΥΝΑΙΚΑ
«ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ»
Κακοπληρωμένη δουλειά - υποτυπώδεις κοινωνικές υπηρεσίες

«Καινοτόμες Γυναίκες για τις Κοινωνικές Επιχειρήσεις»: Κάτω από τον τίτλο αυτό υλοποιείται το πρόγραμμα «WiSE» (Women Innovators for Social Enterprise). Πρόκειται για πρωτοβουλία χρηματοδοτούμενη από την Ευρωπαϊκή Ενωση, που αποσκοπεί να εκπαιδεύσει και να στηρίξει γυναίκες προκειμένου να γίνουν «κοινωνικοί επιχειρηματίες». Το «WiSE» πρόκειται να εκπαιδεύσει συγκεκριμένα 60 γυναίκες από την Ελλάδα, την Κροατία και την Ισπανία ώστε να δημιουργήσουν «κοινωνικές επιχειρήσεις» και τους υπόσχεται πως με τη συμμετοχή τους στην «κοινωνική οικονομία» μπορούν να γίνουν μοχλοί ανάπτυξης και αλλαγής για την κοινότητα και την κοινωνία.

Το ενδιαφέρον της ΕΕ αλλά και των ελληνικών κυβερνήσεων για την «κοινωνική οικονομία και επιχειρηματικότητα» δεν ξεκινά σήμερα. Στην Ελλάδα τα πρώτα προγράμματα άρχισαν να διαμορφώνονται το 1999 από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υπό τον Κ. Σημίτη και μάλιστα από τον υπουργό Οικονομικών Ν. Χριστοδουλάκη σε συνεργασία με το υπουργείο Εργασίας και τον ΟΟΣΑ, αλλά δεν προχώρησαν. Το θεσμικό πλαίσιο για την «κοινωνική οικονομία και επιχειρηματικότητα» διαμορφώθηκε το 2011 από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ. Με βάση το Ν. 4019/2011 «Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις» (ΚΟΙΝΣΕΠ) μπορούν να ιδρύσουν νέοι, γυναίκες, μακροχρόνια άνεργοι και γενικά όσοι ανήκουν σε «ευάλωτες ομάδες» (ΑμΕΑ, μετανάστες, αποφυλακισμένοι, άτομα απεξαρτημένα από ουσίες), συνεταιριζόμενοι μεταξύ τους ή σε σύμπραξη με φορείς του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα (π.χ. δήμοι, ιδιωτικές επιχειρήσεις, ΜΚΟ). Με βάση το αντικείμενό τους οι ΚΟΙΝΣΕΠ διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: Κοινωνικής Φροντίδας (παρέχουν υπηρεσίες σε τομείς όπως φύλαξη παιδιών, βοήθεια στο σπίτι, Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας), Ενταξης (απευθύνονται σε ανέργους και σε «ευάλωτες ομάδες» που αναζητούν δουλειά) και Συλλογικού Σκοπού (με αντικείμενα όπως τον καθαρισμό ακτών και δασών, τη συντήρηση κτιρίων, το συνεταιρισμό γυναικών στο πλαίσιο του αγροτουρισμού, τις πολιτιστικές δραστηριότητες κ.λπ.).

Στοχεύουν διπλά τις γυναίκες

Οι «κοινωνικές επιχειρήσεις» απευθύνονται στις γυναίκες με διπλή έννοια: Από τη μια, τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας τα οποία αντιμετωπίζουν τις καθιστούν υποψήφιες εταίρους - εργαζόμενες των ΚΟΙΝΣΕΠ. Από την άλλη, οι αυξημένες ανάγκες τους για κοινωνικές υπηρεσίες τις κάνουν «πελάτες» των «κοινωνικών επιχειρήσεων», αποδέκτες - αγοραστές των υπηρεσιών τους. Ετσι, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις άνεργες γυναίκες προχώρησαν στη σύσταση τέτοιων συνεταιρισμών. Σημαντικός αριθμός αυτών δραστηριοποιείται στον κλάδο της εστίασης, κυρίως μέσα από «συνεταιριστικά καφενεία», καθώς το νομοθετικό πλαίσιο δίνει τη δυνατότητα να μην ασφαλίζονται στον ΟΑΕΕ, να απαλλάσσονται επομένως από δυσβάσταχτες ασφαλιστικές εισφορές και να έχουν έτσι περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν.

Σε διαδεδομένο πεδίο δραστηριοποίησης των ΚΟΙΝΣΕΠ έχει αναδειχθεί η παροχή υπηρεσιών προς τους δήμους. Ο Δήμος Ιλίου ήταν από τους πρώτους που προχώρησε στη σύσταση ΚΟΙΝΣΕΠ και στη σύναψη προγραμματικών συμβάσεων μαζί της για τη λειτουργία των κοινωνικών του υπηρεσιών. Ο συνεταιρισμός συγκροτήθηκε τον Αύγουστο του 2012, κατά κύριο λόγο από εργαζόμενες και εργαζόμενους των οποίων οι συμβάσεις είχαν λήξει, στέλνοντάς τους στην ανεργία. Η διοίκηση του δήμου πρόβαλλε την ΚΟΙΝΣΕΠ σαν λύση προκειμένου να εξασφαλιστεί το απαιτούμενο προσωπικό. Από τότε, αρκετό νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι. Μια σειρά δήμοι λειτουργούν παιδικούς σταθμούς, δημοτικά ωδεία, αθλητικές υπηρεσίες με αντίστοιχο τρόπο ενώ ακόμα περισσότεροι επιδιώκουν να μετατρέψουν συμβασιούχους και άνεργες σε «κοινωνικούς επιχειρηματίες». Είναι χαρακτηριστικές οι πιέσεις που δέχθηκαν οι εργαζόμενες και οι εργαζόμενοι στο «Βοήθεια στο Σπίτι» να σχηματίσουν ΚΟΙΝΣΕΠ προκειμένου να αναλάβουν μέσα από αυτές, ως «εργολάβοι», την υλοποίηση του προγράμματος, πιέσεις στις οποίες αντιστάθηκαν συνεχίζοντας να παλεύουν για το δικαίωμά τους στη δουλειά. Οσο για τους μετόχους - εργαζόμενους αλλά και για τους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται από τις ΚΟΙΝΣΕΠ, αναγκάζονται να δουλεύουν με μισθούς των 400 - 500 ευρώ, μένουν απλήρωτοι για μήνες, ενώ δε λείπουν και τα καλέσματα να προσφέρουν «εθελοντικά» την εργασία τους για μικρότερα ή μεγαλύτερα διαστήματα.

Διαχείριση της ανεργίας και της εξαθλίωσης

Η «κοινωνική επιχειρηματικότητα» αποτελεί έναν τρόπο διαχείρισης της ανεργίας και της φτώχειας σε συνδυασμό με τη διαχείριση κοινωνικών παροχών. Μέσα από τους συνεταιρισμούς των ανέργων συγκαλύπτεται το πραγματικό μέγεθος της ανεργίας, άνεργες «βαφτίζονται» επιχειρηματίες, εργαζόμενες απολύονται και «προσλαμβάνονται» ξανά με χειρότερους όρους μέσα από τις «κοινωνικές επιχειρήσεις». Το αστικό κράτος αποσύρεται από την υποχρέωση να παρέχει δωρεάν κοινωνικές υπηρεσίες, δίνει νέα ώθηση στην ιδιωτικοποίηση και την εμπορευματοποίησή τους. Στη θέση αυτού που σε άλλη περίοδο αποκαλούσε «κοινωνικό κράτος», το καπιταλιστικό σύστημα σήμερα δημιουργεί ένα «δίχτυ ασφαλείας», με υποτυπώδεις και υποβαθμισμένες υπηρεσίες. Ενα «δίχτυ» με στόχο να εξασφαλίσει την «κοινωνική συνοχή», να αποφύγει δηλαδή τις αντιδράσεις και τα προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει η ανεξέλεγκτη φτώχεια και ανεργία.

Στην κοροϊδία της «κοινωνικής οικονομίας» που «υπόσχεται» μια χούφτα θέσεις κακοπληρωμένης και προσωρινής δουλειάς στα εκατομμύρια των ανέργων, εργαζόμενες και άνεργες πρέπει να απαντήσουν διεκδικώντας μέτρα για την ουσιαστική προστασία των ανέργων, αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν Υγεία, Πρόνοια και Παιδεία. Στρέφοντας την πάλη τους στην κατεύθυνση της κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων και της ανατροπής της εξουσίας τους, της οργάνωσης της οικονομίας με κεντρικό σχεδιασμό και εργατικό έλεγχο, ώστε να εξαλειφθεί το πρόβλημα της ανεργίας και να μη στερείται καμία λαϊκή οικογένεια τις κοινωνικές υπηρεσίες που έχει ανάγκη και μάλιστα με την υψηλότερη ποιότητα και δωρεάν.

Δύο εύγλωττα παραδείγματα

Η ανάπτυξη των «κοινωνικών επιχειρήσεων» αποτελεί για την ΕΕ ένα ακόμα εργαλείο για να επιτευχθούν οι στόχοι της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». «Σε μια εποχή εντεινόμενου παγκόσμιου ανταγωνισμού, μεγάλων δημογραφικών αλλαγών και δημοσιονομικών περιορισμών, απαιτούνται νέες μορφές οργάνωσης και συνεργασίας ανάμεσα σε δημόσιο τομέα, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, ιδιωτικές επιχειρήσεις και πολίτες», αναφέρει η έκδοση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο «Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επιχειρηματικότητα - Οδηγός για την Κοινωνική Ευρώπη» (Μάρτης 2013). Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα από τον «Οδηγό» αυτό μπορούν να φωτίσουν λίγο περισσότερο το πεδίο δραστηριοποίησης των «κοινωνικών επιχειρήσεων» αλλά και τις εργασιακές σχέσεις των εργαζομένων σε αυτές:

Η γερμανική «Graefewirtschaft» παρουσιάζεται ως μια πρωτοβουλία με σκοπό την προώθηση της ένταξης των γυναικών στην εργασία και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Συστάθηκε το 2009 από 14 γυναίκες, Γερμανίδες και μετανάστριες, 9 από τις οποίες ήταν άνεργες. Δραστηριοποιείται σε έναν εργατικό οικισμό με υψηλά ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας, στον οποίο σχεδόν 57,5% των ενοίκων εξαρτάται από κοινωνικά επιδόματα ενώ το 28% έχει χρέη. Η «Graefewirtschaft» διαθέτει εστιατόριο, το οποίο «προσφέρει υγιεινό, οικονομικό και πολυπολιτισμικό μενού», «παρέχει διαπολιτισμικές υπηρεσίες τροφοδοσίας εκδηλώσεων» ενώ λειτουργεί «εργαστήρια ραπτικής και επαγγελματικής κατάρτισης». Η ένωση βασίζεται σε 3 εθελόντριες και απασχολεί 5 εργαζόμενες - μέλη. Από τις εργαζόμενες οι 3 απασχολούνται με σύμβαση αορίστου χρόνου και οι άλλες 2 εργάζονται με το καθεστώς των mini-jobs, δηλαδή με μηνιαίες μεικτές αποδοχές που δεν ξεπερνούν τα 450 ευρώ. Ο δρόμος της «ένταξης των γυναικών στην εργασία» είναι, με άλλα λόγια, στρωμένος με απλήρωτη «εθελοντική» εργασία και κακοπληρωμένη δουλειά με λειψά δικαιώματα.

Η γαλλική «Groupe SOS» παρουσιάζεται ως μια από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η περίπτωσή της είναι χαρακτηριστική για τους τρόπους με τους οποίους ΕΕ και κυβερνήσεις επιδιώκουν να διαχειριστούν την ακραία φτώχεια, πετυχαίνοντας παράλληλα την «απόσυρση του δημόσιου τομέα από την παροχή πολλών υπηρεσιών γενικού συμφέροντος», για την οποία γίνεται λόγος στον «Οδηγό». Στην ουσία πρόκειται για έναν ολόκληρο όμιλο, που αποτελείται από 44 κοινωνικές επιχειρήσεις και 300 άλλες δομές στη Γαλλία και άλλες χώρες, με κύκλο εργασιών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ και 1 εκατομμύριο ανθρώπους να κάνουν χρήση των υπηρεσιών της ετησίως. «Μέσω του δικτύου της, η Groupe SOS καταπιάνεται με κάθε μορφή κοινωνικής φτώχειας, προσφέροντας ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που συνδυάζουν (...) την υπεράσπιση ατόμων και ομάδων, και την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών στα πεδία της Υγείας, των κοινωνικών υπηρεσιών, των δικαιωμάτων των παιδιών, της κοινωνικής και επαγγελματικής ένταξης, της στέγασης εργαζομένων χαμηλού εισοδήματος (...)», αναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η γιγάντωση της «Groupe SOS» πηγαίνει χέρι χέρι με το «ξήλωμα» των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών, την εμπορευματοποίηση και την ιδιωτικοποίησή τους. Στην ιστοσελίδα της μπορεί κανείς να διαβάσει για τη δραστηριοποίησή της στον τομέα της Υγείας, προσφέροντας «προσβάσιμες» - δηλαδή φθηνότερες - υπηρεσίες σε άτομα με περιορισμένη οικονομική δυνατότητα, και σε ομάδες του πληθυσμού όπως οι ηλικιωμένοι, οι άστεγοι, οι τοξικοεξαρτημένοι. Επιπλέον, η «Groupe SOS» εκτιμά πως μέσα από την εμπλοκή της στον τομέα της νοσοκομειακής περίθαλψης έχει συμβάλει στη διατήρηση υπηρεσιών Υγείας σε περιοχές που απειλούνται από το φαινόμενο που αποκαλεί «ιατρική ερημοποίηση».


Ευ. Χαϊντ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ