Σάββατο 24 Απρίλη 2021 - Κυριακή 25 Απρίλη 2021
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παράταση στην προθεσμία υποβολής άρθρων

Η Επιτροπή Δημόσιου Προσυνεδριακού Διαλόγου για το 21ο Συνέδριο του ΚΚΕ ανακοινώνει ότι θα παραλαμβάνει κείμενα μέχρι την Τετάρτη 28 Απριλίου 2021, δίνοντας παράταση στη σχετική προθεσμία που είχε αρχικά ανακοινώσει.

Υπενθυμίζεται ότι τα κείμενα για τον Προσυνεδριακό Διάλογο μπορούν να στέλνονται:

α) Ηλεκτρονικά στη διεύθυνση: dialogos21@kke.gr, με ένδειξη «Για την Επιτροπή Δημόσιου Προσυνεδριακού Διαλόγου».

β) Ταχυδρομικώς στη διεύθυνση: Κεντρική Επιτροπή ΚΚΕ, Λεωφόρος Ηρακλείου 145, Τ.Κ. 14231, με την ένδειξη: «Για την Επιτροπή Δημόσιου Προσυνεδριακού Διαλόγου».

Η κοσμοθεωρία μας και η διαλεκτική σχέση οικονομίας - πολιτικής:

Μεθοδολογικά εργαλεία μελέτης, ανάλυσης και ερμηνείας των σύγχρονων φαινομένων του καπιταλισμού

Εκφράζω τη συμφωνία μου με το δεύτερο κείμενο των Θέσεων του 21ου Συνεδρίου του Κόμματος. Είναι ένα κείμενο το οποίο κατά την άποψή μου είναι αποτέλεσμα συνεχούς δουλειάς όλου του προηγούμενου διαστήματος. Η σύνδεση οικονομίας - πολιτικής και η έκφραση των αντιθέσεων δεν αποτυπώνεται φωτογραφικά, αλλά πολύπλευρα, σε κίνηση, σε εξέλιξη. Η μεθοδολογία μελέτης, ανάλυσης και ερμηνείας των σύγχρονων φαινομένων του καπιταλισμού, του ιμπεριαλιστικού συστήματος και η αποτύπωσή τους βοηθά να αντιλαμβάνεται κάποιος καλύτερα πώς εξετάζουμε τα ζητήματα, πως τίποτα δεν μένει στάσιμο και αμετάβλητο ειδικά όταν τα προσεγγίζεις από τη σκοπιά του πρώτου κειμένου. Το βασικό σημείο που θέλω να σταθώ είναι το ότι όταν χρησιμοποιείς τα βασικά μας εργαλεία και γνωρίζεις το γενικό πλαίσιο στο οποίο δρας, πιο ενιαία, πιο ακαριαία αποκτάς ως κομματικό δυναμικό ενιαίο κριτήριο, στα ιδεολογήματα που προκύπτουν.

Για παράδειγμα το ζήτημα του ιμπεριαλιστικού πολέμου είναι ένα θέμα που απασχόλησε το προηγούμενο τετράχρονο. Το Κόμμα το άνοιξε τόσο μέσα στις γραμμές του όσο και με την πλατιά παρέμβασή του στην εργατική τάξη, στο λαό, στη νεολαία, θέλοντας να προετοιμάσει, να ενισχύσει αντανακλαστικά επαγρύπνησης απέναντι στα σχέδια της αστικής τάξης για βάθεμα της εμπλοκής της χώρας μας στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Και αυτό ήταν αποτέλεσμα της παρακολούθησης και μελέτης των εξελίξεων. Το χάσμα ανάμεσα στην πρόοδο των επεξεργασιών του Κόμματος και στην αφομοίωσή τους από το κομματικό δυναμικό και πόσο μάλλον και του περίγυρού μας αποτυπώνεται με διάφορους τρόπους και στην αντιμετώπιση του ζητήματος του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Από αντιδράσεις πανικού, μέχρι αντιδράσεις «πώς θα γλιτώσω τα παιδιά μου» ή ακόμα «τι θα πρέπει να κάνουμε για να μη γίνει πόλεμος». Οταν δεν αποσπάς την οικονομία από την πολιτική, πιο εύστοχα απαντάς γιατί ο πόλεμος είναι φαινόμενο αντικειμενικό, σύμφυτο του συστήματος της εκμετάλλευσης, ότι ο Ερντογάν αυτός κάθε αυτού και ο χαρακτήρας του δεν καθορίζουν τις εξελίξεις. Οταν ξεσκεπάζεις τις στρατηγικές του κεφαλαίου που με ζήλο υπερασπίζονται τα αστικά κόμματα για βάθεμα της στρατιωτικής εμπλοκής της χώρας στην προσπάθεια της γεωστρατηγικής αναβάθμισής της στην περιοχή υπογράφοντας συμφωνίες όπως π.χ. των Πρεσπών ή οι συμφωνίες με τις ΗΠΑ παραχωρώντας βάσεις και δίνοντας δυνατότητα συνδιοίκησης ελληνικών στρατευμάτων ή όταν αναδεικνύεις τη σύγκρουση συμφερόντων για τον έλεγχο των πηγών και δρόμων μεταφοράς της Ενέργειας, πιο κατανοητό γίνεται το ενδεχόμενο πολέμου.

Η σύγκρουση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων είναι σύμφυτη με τη λειτουργία του συστήματος πάρα ταύτα η προηγούμενη κρίση, η αναιμική ανάπτυξη και η νέα κρίση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φαίνεται ότι λειτουργούν ως καταλύτης για τη συνεχή αναδιαμόρφωση του σκηνικού, παραδοσιακές συμμαχίες αναδιατάσσονται, το κυνήγι της πίτας είναι ανελέητο. Κρίσιμο ζήτημα είναι να γίνει ξεκάθαρο ότι αυτή η κρίση που ζούμε σήμερα είναι καπιταλιστική. Το έχουμε ξανασυζητήσει, αλλά η πανδημία το επισκιάζει τόσο σε ένα βαθμό στις δυνάμεις μας όσο και στο λαό. Ηταν κρίση που ερχόταν από καιρό, τα πρώτα δείγματα τα συζητάμε από το 2018, ήρθε πιο συγχρονισμένα, πιο ενιαία, πιο βαθιά και για αυτό επιλέγουν μείγμα κρατικής παρέμβασης στη διαχείρισή της. Η πανδημία δε μπορεί να αποτελέσει συγχωροχάρτι για το σύστημα, αυτή την κρίση πρέπει να την χρεωθεί. Αυτή τη συζήτηση θα πρέπει να την βαθύνουμε για να εξασφαλίσουμε ότι το δυναμικό μας την ανοίγει στην παρέμβασή μας. Θεωρώ ότι θα αναμετρηθούμε το επόμενο διάστημα με αυτό, θα κληθούμε να απαντήσουμε στο αν τα μέτρα που έρχονται είναι λόγω της συμφοράς που μας βρήκε ή αποτέλεσμα της κρίσης.

Η κούραση και η ψυχική εξάντληση που έχει επιφέρει η πανδημία από όλες τις πλευρές, σε συνδυασμό με τη φτώχεια, την ανεργία, την αυξανόμενη καταστολή και τα μέτρα που έρχονται γιατί η επιδοματική πολιτική έχει κοντά ποδάρια, μπορεί να οδηγήσουν τη χύτρα της αγανάκτησης στην έκρηξη, η βαλβίδα εκτόνωσης που θα χρησιμοποιηθεί είναι ένα θέμα για το οποίο θα πρέπει να είμαστε σε επαγρύπνηση. Φαίνεται ότι οι επιλογές και η στάση του Κόμματος όσον αφορά την 1η Μάη, 17 Νοέμβρη και την κατάσταση στα πανεπιστήμια, η στάση της «οργανωμένης απειθαρχίας», βοηθούν έναν κόσμο να αναθαρρήσει και να ανοίγουν δρόμο για τέτοιες αναμετρήσεις το επόμενο διάστημα.

Ενα τελευταίο ζήτημα στο οποίο θέλω να σταθώ είναι το μέτωπο προς τον οπορτουνισμό. Υπάρχουν φορές που, εξαιτίας της μη έντονης, εμφανούς οργανωμένης δράσης του σε μια σειρά χώρους, πιθανά να τον υποτιμάμε. Μπορεί να σκεφτόμαστε σε ποιον να απαντήσω, με ποιον να αντιπαρατεθώ. Η αντιπαράθεση με τον οπορτουνισμό δεν είναι αντιπαράθεση μόνο με τους εκπροσώπους του, που πολύ καλώς γίνεται όταν γίνεται, αλλά είναι αντιπαράθεση με λογικές που υπάρχουν και η πιο απλή που συναντάμε είναι αρκετές φορές η εξής: «Αφού ο καπιταλισμός φαίνεται να είναι ανίκητος, εδώ και τόσα χρόνια καταφέρνει να ξεπερνάει τις κρίσεις του, γιατί να μην χρησιμοποιήσουμε ό,τι μέσα έχουμε ώστε να τον κάνουμε πιο υποφερτό για τον λαό;», ένα ιδεολόγημα που πολλές φορές μπαίνει αθώα, όταν εξετάζεις τα πράγματα στατικά και με στενό ορίζοντα. Αυτό το ερώτημα όσο μένει αναπάντητο αφήνει έδαφος να πατήσουν και άλλα, όπως αυτό της φιλολαϊκής κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού ή της «ενότητας της αριστεράς» ή του «αντιδεξιού μετώπου» ή ακόμα στο ζήτημα ενός ενδεχόμενου πολέμου η συζήτηση να περιστρέφεται στην αποτροπή του χωρίς να θίγεται η αιτία που τον προκαλεί ή στην αναζήτηση της πρόσδεσης στον πιο δυνατό ώστε να έχουμε τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Είναι ζητήματα που βρίσκουν εύκολα δίοδο στις συνειδήσεις, πατάνε πάνω στο φόβο και την ανάγκη της άμεσης ανακούφισης. Οταν αποσπάται η οικονομία από την πολιτική, εύκολα γλιστράς από εδώ και από εκεί. Οπως αντικομμουνισμός δεν είναι ό,τι θίγει το ΚΚΕ και μόνο, αλλά η λογική που πολεμάει την κοσμοαντίληψή μας, διαστρεβλώνει συνειδήσεις, αποπροσανατολίζει ταξικά, έτσι και οπορτουνισμός δεν είναι ό,τι μόνο εκφράζεται από την Ανταρσύα, το ΜέΡΑ25 και τους λοιπούς. Κάτω από την πίεση πιο έντονα αναζητιέται η εύκολη λύση και πρέπει να οχυρωθούμε απέναντι σε τέτοιες λογικές, γιατί εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν. Θέλω να επισημάνω το εξής: Κατά τη γνώμη μου οι επεξεργασίες του Κόμματος είναι αποτέλεσμα επιστημονικής μελέτης, οικονομικού - κοινωνικού περιεχομένου με συγκεκριμένο μεθοδολογικό εργαλείο, την κοσμοθεωρία μας. Οπως ξέρουμε η επιστήμη είναι ταξική και η δική μας «μεροληπτεί» υπέρ της εργατικής τάξης και του λαού, αυτό εξασφαλίζει και την εγκυρότητά της.


Αναστασία Βάγια
Μέλος του Γραφείου της Τομεακής Επιτροπής Φθιώτιδας του ΚΚΕ

Για την ιδεολογικοπολιτική διαπάλη στον χώρο της Δικαιοσύνης

Η ιδεολογική αντεπίθεση απέναντι στην ιδεολογική κατάντια ενός συστήματος που σαπίζει είναι απαράβατος όρος για το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ετσι, επιβεβαιώνεται ολοκληρωμένα ο ρόλος του ως επαναστατικής πρωτοπορίας που δρα με μαχητικότητα και πίστη στην αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού - κομμουνισμού, βασισμένο στην επιστημονική γνώση και την αλήθεια.

Στη Θέση 12 του πρώτου κειμένου παρουσιάζονται ορισμένα ζητήματα στα οποία χρειάζεται να επικεντρώσουμε την προσοχή μας. Ανάμεσα στα άλλα, σημειώνεται «η κατανόηση μιας σειράς εξελίξεων στο αστικό εποικοδόμημα...». Το ζήτημα περιλαμβάνει σύνθετες προεκτάσεις, που επιδρούν στη ζωή και τη συνείδηση των εργαζομένων. Η αστική διανόηση διεξάγει αυτήν τη συζήτηση με όρους ελιτίστικης επιστημονικοφάνειας, χρησιμοποιώντας έννοιες συχνά ακατάληπτες για την πλειοψηφία του λαού. Ομως, η δική μας δουλειά μπορεί και πρέπει να αποκαλύψει την αλήθεια γύρω από τα ζητήματα αυτά. Δύο ειδικότερα:

1. Οι αλλαγές στη νομοθεσία και στη Δικαιοσύνη έχουν τη δική τους αυτοτελή σημασία. Εκφράζουν την προσπάθεια του αστικού κράτους να αντιστοιχηθεί στις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου. Οι νόμοι που ψηφίστηκαν την τετραετία, από ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, είναι χαρακτηριστικοί. Π.χ. νόμος για το περιβάλλον και στόχοι της «πράσινης ανάπτυξης», Πτωχευτικός Κώδικας και όροι της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, συγχωνεύσεις επιχειρήσεων κ.λπ.

Ιδιαίτερη πλευρά είναι οι μεταρρυθμίσεις στην απονομή της αστικής Δικαιοσύνης. Τα τελευταία χρόνια έχουν επέλθει σαρωτικές αλλαγές στην οργάνωση της αστικής δίκης συνολικά. Η Εκθεση Πισσαρίδη χτυπά στην «καρδιά» και ζητά: Αλλαγές στην εκπαίδευση των δικαστών, επέκταση των λεγόμενων πιλοτικών δικών. Επιδιώκεται ο ασφυκτικός έλεγχος της νομολογίας με κριτήριο τα συμφέροντα του κεφαλαίου, κλείνοντας ερμητικά κάθε χαραμάδα αποφάσεων από δικαστές που αφουγκράζονται τα βάσανα και τις αγωνίες του λαού και δεν στέκονται απέναντί του. Από αυτήν τη σκοπιά, άλλωστε, χρειάζεται να ερμηνεύουμε τις διεργασίες και παρεμβάσεις στις συνδικαλιστικές ενώσεις των δικαστών.

Ολα τα παραπάνω δεν αφορούν μόνο τον λεγόμενο «νομικό κόσμο». Το ακριβώς αντίθετο. Π.χ. Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας και μαζικές κατασχέσεις και πλειστηριασμοί της λαϊκής περιουσίας. Ποινικός Κώδικας - Κώδικας Ποινικής Δικονομίας και ένταση της καταστολής και του αυταρχισμού.

Επομένως, οι αλλαγές στην αστική νομοθεσία και στη Δικαιοσύνη αφορούν άμεσα την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, το κίνημά τους, τη διαμόρφωση πλαισίων πάλης. Δεν αρκεί απλά η παραδοχή ότι «ο αστικός νόμος σε τελική ανάλυση είναι πάντα αντιδραστικός». Η πάλη ενάντια σε ένα νομοσχέδιο που επιδρά άμεσα στη ζωή του λαού δεν μπορεί να γίνεται μόνο με όρους μιας γενικής αποκάλυψης για τον ταξικό χαρακτήρα του αστικού Δικαίου. Μια τέτοια προσέγγιση, χωρίς αποδεικτικό λόγο, χωρίς ανάδειξη των ιδιαίτερων στοιχείων του κάθε νομοσχεδίου, γίνεται στην πραγματικότητα ένας αφορισμός κενός περιεχομένου.

Εχουμε θετική πείρα. Π.χ. οι αγώνες ενάντια στον νόμο Κατρούγκαλου, που καθιερώθηκε στη συνείδηση του λαού ως «λαιμητόμος». Η πάλη ενάντια στην αντιεκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Πιο πρόσφατο παράδειγμα, η απεργία των ναυτεργατών ενάντια στον νόμο για τις ΣΣΕ τους. Μπροστά μας, οι αντιδραστικές αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο, το περιεχόμενο του οποίου αποκαλύπτεται με συγκεκριμένα επιχειρήματα. Ετσι φωτίζεται πρακτικά ο δρόμος της σύγκρουσης και της ανατροπής.

2. Τα τελευταία χρόνια διεξάγεται συστηματική συζήτηση γύρω από το λεγόμενο ζήτημα του αστικού «ατομικού δικαιωματισμού», η οποία μάλιστα συνδέεται με την ανάγκη υπεράσπισης του Συντάγματος και του κράτους δικαίου, όπως και της σχετικής επιβαλλόμενης τάχα νομοθετικής παρέμβασης. Είναι χαρακτηριστική τηλεοπτική διαφήμιση του εξαιρετικά πλούσιου σε θεματολογία νομικού site, syntagmawatch.gr (με ιδρυτικό δωρητή το Ιδρυμα «Σταύρος Νιάρχος»), που καλεί τους πολίτες να μάθουν τα συνταγματικά τους δικαιώματα.

Η έννοια χρειάζεται διευκρίνιση. Με τον όρο εννοούμε την προσπάθεια να εμφανιστούν υπαρκτά προβλήματα που γεννά το εκμεταλλευτικό σύστημα, όχι ως κοινωνικά φαινόμενα, αλλά ως παραβίαση των δικαιωμάτων του ατόμου, που είναι ατομική του υπόθεση να τα διαχειριστεί και να διεκδικήσει την όποια κρατική ρύθμιση (π.χ. ρατσισμός, βία κατά των γυναικών, ομοφοβία κ.ά.).

Το ζήτημα έχει βαθιές ιδεολογικές ρίζες. Σχετίζεται με την αντανάκλαση του οικονομικού ανταγωνισμού στη συνείδηση, τη μεταφυσική ανάλυση της κοινωνίας ως άθροισμα των ξεχωριστών ατόμων, τα οποία διατηρούν τάχα τον δικό τους «ζωτικό χώρο» που δεν πρέπει να παραβιάζεται. Ετσι, τα άλλα άτομα δεν είναι «συγκοινωνοί» ή συνάδελφοι, αλλά ξένοι, ανταγωνιστές, οιονεί εχθροί. Στην καλύτερη περίπτωση, τα ξεχωριστά άτομα αναπτύσσουν μεταξύ τους κάποια «συναλλαγή» - «ανταλλαγή». Τα πάντα μπορούν να μπουν στην αγορά, όπως ακόμα και η αξιοπρέπεια σε ένα τηλεπαιχνίδι «survivor», το σώμα στην πορνεία (δικαίωμα της αυτοδιάθεσής του)! Τελικά, ο εργαζόμενος βυθίζεται στην αυταπάτη της προστασίας του «ζωτικού χώρου» του, νιώθει ακόμα πιο αδύναμος απέναντι στον πραγματικό του εχθρό, που δεν τον βλέπει, διαμορφώνει ανταγωνιστικές σχέσεις με τους αγαπημένους του, απογοητεύεται, συνθλίβεται ψυχολογικά. Η κοινωνική συνοχή εξασφαλίζεται μέσα από τον ανταγωνισμό και την ανάθεση στο κράτος της εξισορρόπησής του (π.χ. μέσα από πλατφόρμες τύπου #meetoo.gov.gr)! Το εκμεταλλευτικό σύστημα δεν αμφισβητείται!

Η προοδευτική για την εποχή του αστικού διαφωτισμού ρήση του Καντ ότι «η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου» ήταν όρος για την απελευθέρωση από τα φεουδαρχικά δεσμά. Σήμερα, όμως, εκφράζει την παρακμή της αστικής τάξης (των απαλλοτριωτών που θα απαλλοτριωθούν) και συσκοτίζει (πίσω από τα μυθεύματα της τυπικής ισονομίας και ισότητας) την πραγματική ανισότητα της μισθωτής σκλαβιάς. Σε τελική ανάλυση, το ύψιστο δικαίωμα κάθε εργάτη είναι το δικαίωμά του στον αγώνα για την αποτίναξη του εκμεταλλευτικού ζυγού.

Επομένως, η αντιπαράθεση στην προβολή του «ατομικού δικαιωματισμού» δεν είναι εύκολη, ούτε μπορεί να περιορίζεται σε μια στείρα αντιπαράθεση ανάμεσα στα συλλογικά και ατομικά δικαιώματα. Αντίθετα, χρειάζεται μέσα από το παράδειγμα να αναδεικνύουμε τη μαρξιστική αντίληψη: Το άτομο πραγματώνεται στη σχέση του με την κοινωνία και όχι σε απόσταση θέασης από αυτή. Μέσα από αυτήν τη σχέση του διαμορφώνεται η συνείδησή του, αναπτύσσεται η προσωπικότητά του, αναδεικνύονται οι αρετές του, αποκαλύπτονται ο ξεχωριστός ρόλος του και η αναντικατάστατη συμβολή του στην κοινωνία. Η δράση του προσδιορίζεται από το ταξικό κριτήριο, αφού αφορά την ταξική εκμεταλλευτική κοινωνία.

Η καλύτερη απάντηση είναι η ίδια η οργάνωση του συλλογικού αγώνα στη βάση των κοινών ταξικών συμφερόντων ενάντια στον κοινό ταξικό αντίπαλο, η ανάδειξη των αξιών της ταξικής αλληλεγγύης και αδελφοσύνης, η έγνοια για κάθε μικρό ή μεγάλο πρόβλημα που βασανίζει το λαό, η καλοσύνη που πηγάζει από την πίστη στη δυνατότητα του ανθρώπου να χτίσει το «βασίλειο της ελευθερίας», μια κοινωνία όπου «η αγάπη θα ανταλλάσσεται μόνο με αγάπη» (Κ. Μαρξ).


Κατερίνα Γεράκη
Μέλος του Τμήματος Δικαιοσύνης και Λαϊκών Ελευθεριών της ΚΕ του ΚΚΕ

Νέες τεχνολογίες και ταξική πάλη

Ιδεολογήματα που κυριαρχούν στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες συχνά έχουν ως αποτέλεσμα το να τίθενται οι μισθωτοί εργαζόμενοι ακόμα και σε μεταξύ τους αντιπαράθεση. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της λειτουργίας του ιδεολογήματος της αναγκαιότητας κίνησης της αγοράς, υπό την πίεση του οποίου οι εργαζόμενοι καταλήγουν να θεωρούν τους ίδιους ως κύριους υπεύθυνους για την επίτευξη της μείωσης του κόστους παραγωγής.

Η χρήση της μικροηλεκτρονικής έγινε προσπάθεια, τόσο από αστικές όσο και από οπορτουνιστικές δυνάμεις, να παρουσιαστεί ως διεύρυνση των δυνατοτήτων των μισθωτών, μέσω της εξασφάλισης σε αυτούς περισσότερων δυνατοτήτων δημιουργίας και αυτονομίας.

Στόχος της εφαρμογής νέων τεχνολογιών στη δεκαετία του 1980 ήταν κυρίως η αξιοποίησή τους για την παρακολούθηση της παραγωγικής διαδικασίας. Σήμερα ένας επιπλέον στόχος είναι η αξιοποίησή τους για την ίδια τη διάρθρωση της παραγωγής.

Η εφαρμογή νέων τεχνολογιών έχει οδηγήσει σε μια δραματική «συμπύκνωση» της εργασίας, αυξάνοντας την πίεση που ασκείται προς τους εργαζόμενους. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και μέσα από έρευνες. Συγκεκριμένα στη Γερμανία, ενώ πριν από μερικά χρόνια τα 2/3 των μισθωτών πρόσμεναν σε ελάφρυνση στην εργασία τους μέσω της αξιοποίησης νέων τεχνολογιών, πρόσφατη έρευνα της Συνομοσπονδίας Γερμανικών Συνδικάτων έρχεται να επιβεβαιώσει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: Ενώ από τη μία πλευρά εκ μέρους των διευθύνσεων των επιχειρήσεων γίνεται λόγος για «νέες δυνατότητες δημιουργίας προς τους εργαζόμενους» και για «ψηφιακά πριμ», το 91% των μισθωτών δηλώνει ότι με τη χρήση νέων τεχνολογιών αυξήθηκαν τα βάρη της εργασίας και το 46% δηλώνει ότι εξίσου αυξήθηκαν οι απαιτήσεις και η πίεση κατά την εργασία.

Πολλοί κοινωνιολόγοι, κύρια σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης, έβλεπαν την υποχώρηση μοντέλων τεϊλορισμού στη βιομηχανική παραγωγή ως προώθηση της λεγόμενης «ποιοτικής εργασίας». Ωστόσο γρήγορα διαφάνηκαν τα μηδαμινά αποτελέσματα της υποχώρησης αυτής, ενώ οι σχέσεις κυριαρχίας, που προϋπήρχαν, διατηρήθηκαν: «Οι θεσμοί, που ασκούν κυριαρχία πάνω στα υποκείμενα και θέτουν το πλαίσιο της παραγωγής, όπου τα υποκείμενα αποδίδουν την οικειοθελή απόδοσή τους, διατηρούν και μετά την αποκέντρωση και χρήση νέων τεχνολογιών την ισχύ τους. Αυτό που άλλαξαν είναι μόνο τη μορφή τους».

Για ένα διάστημα υπήρξε κυρίαρχη μια ρεφορμιστική τάση στην κοινωνιολογία, που προσπαθούσε, παραβλέποντας την καταστροφική κυριαρχία του κεφαλαίου και την εκμεταλλευτική κατεύθυνσή του, να παρουσιάσει απατηλές εικόνες μιας πιο ανθρώπινης δομής των σχέσεων εργασίας, με έναν μισθωτό με «αυτοπεποίθηση» που «κοιτάει στα μάτια το κεφάλαιο». Ο Habermas μιλούσε για «ειρηνοποίηση» της βιομηχανικής αντιπαράθεσης. Ακόμα και ο Adorno αναγκάστηκε να πει γι' αυτούς ειρωνικά: «Υπάρχουν άνθρωποι, που ερευνούν την "ικανοποίηση από το μισθό" χωρίς προηγούμενα να έχουν ερευνήσει τι είναι "σχέση μισθού"».

Οταν οι προγνώσεις της αστικής και ρεφορμιστικής κοινωνιολογίας σε σχέση με τις νέες τεχνολογίες διαψεύστηκαν παταγωδώς, ακολούθησαν άλλες έρευνες, που ξεκινούσαν από μια ισόμετρη σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Μιλούσαν για «νέα σχέδια παραγωγής», που θεωρητικά δίνουν τη δυνατότητα για μια καλύτερη επικράτηση των συμφερόντων των εργαζομένων σε μια εποχή, ωστόσο, όπου ήδη επικρατούσαν νέες αυταρχικές μορφές οργάνωσης της παραγωγής.

Η εργατική τάξη βιώνει, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, το πώς επιβάλλεται η καπιταλιστική ανάγκη για αύξηση των κερδών και το πώς οι θέσεις εργασίας τους εξαρτώνται από την απόδοση κερδών και από τις διάφορες στρατηγικές επένδυσης του κεφαλαίου. Παρά τη συχνή έλλειψη στρατηγικής από τη μεριά των μισθωτών, αυτοί κατανοούν μέσα στην ομίχλη της αποξένωσης και των παραπλανήσεων τις αποφασιστικές συνιστώσες της κοινωνικής τους ύπαρξης και κύρια την αβεβαιότητα, που προκύπτει για την κοινωνική τους θέση.

Την παραδοχή αυτή είναι αναγκασμένες να δεχθούν σήμερα στα πλαίσια της γερμανικής κοινωνίας σχεδόν όλες οι σοβαρές αστικές αλλά και ρεφορμιστικές/σοσιαλδημοκρατικές έρευνες, σχετικά με το πώς βιώνουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι τις επιπτώσεις, που οι νέες τεχνολογίες έχουν στις συνθήκες διαβίωσής τους. Χαρακτηριστικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε δύο τέτοιες έρευνες, εκείνη του Rehbein και εκείνη του Lantermann, στις οποίες αποδεικνύεται ότι κύριο χαρακτηριστικό των σύγχρονων συνθηκών ζωής είναι η αβεβαιότητα.

Ταυτόχρονα, πολλοί ερευνητές αλλά και συνδικαλιστές στη Γερμανία, προερχόμενοι κύρια από το σοσιαλδημοκρατικό χώρο, επιμένουν ακόμα στις παραπλανητικές απόψεις ενός «ανθρωπιστικού άλματος» ή ενός «ψηφιακού πριμ» μέσω της χρήσης νέων τεχνολογιών για τους εργαζόμενους, οι οποίοι διακρίνουν όλο και περισσότερο στην εργασιακή τους πραγματικότητα ότι οι ψηφιακές εξελίξεις έφεραν μόνο πολύ λίγα θετικά αποτελέσματα γι' αυτούς. Εκείνο που κύρια διακρίνουν είναι αύξηση της απαίτησης της εργοδοσίας για επιτάχυνση της συμπύκνωσης εργασίας, πίεση για την εξασφάλιση όλο και περισσότερων πληροφοριών, αυξημένες απαιτήσεις στην ικανότητα επικοινωνίας, ευελιξία, κατακερματισμό στη ροή εργασίας, απαίτηση της εργοδοσίας για συνεχή διαθεσιμότητα και συνεχή φόβο για τη θέση εργασίας. Η συναίνεση των μισθωτών στη χρήση ψηφιακών μέσων όλο και μειώνεται, γιατί διαπιστώνουν ότι η χρήση τους στις καπιταλιστικές συνθήκες οδηγεί σε νέες μορφές παρακολούθησης και «συμπύκνωσης» στο χώρο εργασίας.

Η γενίκευση της ψηφιοποίησης στον χώρο της εργασίας δεν αφορά μόνο την εκμετάλλευση από το κεφάλαιο του σώματος και των διανοητικών ικανοτήτων του εργαζόμενου αλλά και στην παρακολούθηση των ψυχικών ιδιοτήτων του. Ο εργαζόμενος δεν εξαναγκάζεται απλά σε καλύτερη απόδοση. Μέσω μετρήσεων και καθορισμού στάνταρτ παρακολουθούνται οι προθέσεις, κι έτσι επιτυγχάνεται αυτό που επιδίωκε αλλά δεν κατάφερε ο βιομηχανικός τεϊλορισμός. Μέσω ψηφιακών αισθητήρων μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για κάθε κίνηση του εργαζόμενου, για τα κίνητρα και για τη «λειτουργική του αξιοπιστία». Οι εργαζόμενοι οδηγούνται σε εντατικοποίηση της εργασίας τους και σε έλεγχο της απόδοσης, γεγονός που μπορεί να αποτελέσει και πρόσθετο στοιχείο του ταξικού τους αγώνα στους χώρους δουλειάς.

Η τοποθέτηση μικροκομπιούτερ σε γυαλιά εργασίας επιβεβαιώνει τον στόχο του κεφαλαίου να εκμεταλλευτεί στο έπακρον τις ικανότητες και εμπειρίες του εργαζόμενου μέσω μιας «οργανωτικής και μηχανικής αντικειμενοποίησης», καθιστώντας εν τέλει τον εργαζόμενο μη απαραίτητο για την παραγωγή.

Η διαφημιζόμενη δημιουργία «ελεύθερων και δημιουργικών χώρων» στην παραγωγική διαδικασία μέσω ψηφιοποίησης αποκρύπτει ότι πίσω από την λεγόμενη αυτονομία βρίσκεται ο εξωτερικός έλεγχος της εργοδοσίας.

Η ψηφιοποίηση δεν είναι ένα ουδέτερο εργαλείο, αλλά ένα μέσο κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, που οδηγεί σε συρρίκνωση των όποιων δυνατοτήτων δημιουργίας στο χώρο εργασίας είχαν κατακτήσει οι εργαζόμενοι σε προηγούμενες περιόδους.

Η πρακτική να παραχωρεί το κεφάλαιο ελεύθερο χώρο σε εργαζόμενους, με στόχο να τους δημιουργεί περισσότερη διάθεση για απόδοση και έτσι να αυξάνει την υπεραξία του, εφαρμοζόταν τις τελευταίες 2 με 3 δεκαετίες σε επίπεδο διευθυντικού προσωπικού, τώρα όμως διευρύνεται και στη βάση της παραγωγικής διαδικασίας.

Παράλληλα, αυξάνεται μέσω της ψηφιοποίησης η διαθεσιμότητα και ευελιξία του εργαζόμενου, ενώ το κεφάλαιο έχει πρόσβαση πλέον και στον ελεύθερο χρόνο του.

Καταλήγοντας μπορούμε να πούμε ότι η αλλοτρίωση του εργαζόμενου και η αυτοσυμμόρφωση στις επιταγές του κεφαλαίου ενισχύονται με την ψηφιοποίηση στις καπιταλιστικές συνθήκες. Αντίθετα η ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε σοσιαλιστική - κομμουνιστική κατεύθυνση, θα μπορούσε να συμβάλει αποφασιστικά στην πρόοδο της κοινωνίας και την ελάφρυνση των εργαζομένων.


Γιώργος Μαντικός
ΚΟ Εξωτερικού του ΚΚΕ

Η διατήρηση και εμβάθυνση της επαναστατικής στρατηγικής απαραίτητος όρος ανασυγκρότησης του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος

Στο 2ο κείμενο των Θέσεων καταγράφονται η αργή, βασανιστική πορεία ανασυγκρότησης του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος (ΔΚΚ) και οι κοπιαστικές προσπάθειες του Κόμματός μας σε αυτήν την κατεύθυνση.

Η διαδρομή αυτή αποτελεί τρανή απόδειξη των μακρόχρονων συνεπειών της αντεπανάστασης. Το ευρέως χρησιμοποιούμενο (μετά την αντεπανάσταση) από μερίδα του αστικού πολιτικού κόσμου ΤΙΝΑ (There is no alternative - Δεν υπάρχει εναλλακτική) δεν γίνεται θεωρητικά αποδεκτό από τα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα. Ομως, στην πράξη, η πλειοψηφία τους αναζητά εναλλακτική εντός του καπιταλιστικού συστήματος, στο πλαίσιο μιας άλλης αστικής διαχείρισης και της συμμετοχής στην αστική διακυβέρνηση, ακόμα και όταν τις παρουσιάζει ως μεταβατικές προς το σοσιαλισμό.

Φυσικά, στη διαμόρφωση αυτής της κατάστασης σημαντική συμβολή έχει το κλείσιμο του κύκλου που άνοιξαν οι πρώτες σοσιαλιστικές επαναστάσεις. Ωστόσο, δεν ευθύνεται μόνο αυτό.

Πριν από 150 χρόνια, η ηττημένη Παρισινή Κομμούνα κλείστηκε εξαρχής στη μεγάλη καρδιά της εργατικής τάξης, αποτέλεσε σύμβολο του αγώνα της, φόβητρο των εχθρών της, έμπνευση για νέες στρατιές επαναστατών, πρότυπο της μορφής της μελλοντικής εργατικής εξουσίας, απόδειξη του εφικτού της κατάκτησής της. Εν κατακλείδι, μέσα από τις στάχτες της Κομμούνας ξεπήδησαν πιο ορμητικές οι φλόγες της νέας επαναστατικής ανόδου.

Επομένως, η ήττα δεν είναι η μοναδική αιτία. Το σημαντικότερο είναι η κατανόησή της. Στην περίπτωση της Κομμούνας, ο επιστημονικός κομμουνισμός δεν παρασύρθηκε από συναισθηματισμούς, μπόρεσε άμεσα να ξεδιαλέξει «την ήρα από το σιτάρι». Καυτηρίασε αποφασιστικά τα λάθη της, την ίδια στιγμή που φώναζε: Κοιτάχτε τη! Αυτή είναι η δικτατορία του προλεταριάτου! Ετσι μετουσίωσε μια αποτυχημένη έφοδο στους ουρανούς σε (θεωρητική και πρακτική) πολιτική πείρα και τελικά σε ρεαλιστικό επαναστατικό πρόγραμμα ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας.

Αντίθετα, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, η πορεία ήταν διαφορετική. Γιατί η ήττα δεν προήλθε ως αποτέλεσμα μόνο της αδυναμίας αντιμετώπισης των αντεπαναστατών, αλλά και ως συνέπεια της εσωτερικής διάβρωσης. Οι καπιταλιστικές σημαίες δεν ξαναστήθηκαν πάνω στα νεκρά κορμιά των επαναστατών, αλλά με τη βοήθεια των ηγετών των χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ετσι, τα κριτήρια αποτίμησης της ήττας υποσκάφτηκαν από την προηγούμενη ρεφορμιστική παρέκκλιση του ΔΚΚ, που κυριάρχησε στα Κόμματα των χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Το 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ, αφού επέμεινε στην υπεράσπιση των επιτευγμάτων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, έδειξε ιδιαίτερο βάρος στη μελέτη των αιτιών της αντεπανάστασης. Στιγμάτισε τη θεώρηση από τις σοβιετικές αρχές (απ' τα μέσα της δεκαετίας του 1950) του νόμου της αξίας ως νόμου κίνησης του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής. Ανέδειξε ότι η προώθηση της «αγοραίας» πολιτικής, αντί να ενισχύσει την κοινωνική ιδιοκτησία και τον Κεντρικό Σχεδιασμό, την ομογενοποίηση της εργατικής τάξης, την εργατική συμμετοχή στην οργάνωση της εργασίας, τον εργατικό έλεγχο από κάτω προς τα πάνω, άρχισε να δυναμώνει την αντίστροφη τάση. Τέλος, υπέδειξε πως αυτή η πολιτική σε μια πορεία χρόνου ενδυνάμωσε τους φορείς της αντεπανάστασης και οδήγησε στην επικράτησή της.

Η ρεφορμιστική παρέκκλιση, υπό την επίδραση των υποχωρήσεων στην ΕΣΣΔ και των πιέσεων της κάθε καπιταλιστικής εξουσίας απλώθηκε με τον «ευρωκομμουνισμό» και στα καπιταλιστικά κράτη, μεταλλάσσοντας την κομμουνιστική στρατηγική. Ταύτισε την ενότητα τις εργατικής τάξης με τις συμμαχίες με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Συμφιλίωσε τους κομμουνιστές με το αστικό κράτος, που παρουσίασε ως πεδίο ταξικής πάλης. Μετέστρεψε την ιδεολογική πλευρά της ταξικής πάλης σε προσπάθεια κατάκτησης των «κρατικών ιδεολογικών μηχανισμών» και την πολιτική σε επιδίωξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Υποκατέστησε την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής με τις αστικές κρατικοποιήσεις, τον εργατικό έλεγχο με τη συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων, τον κεντρικό σχεδιασμό με την αστική κρατική παρέμβαση. Συνέδεσε μονοσήμαντα τον ιμπεριαλισμό με τις ΗΠΑ και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τους και αποσυνέδεσε το φασισμό - ναζισμό από τον καπιταλισμό. Υποβάθμισε τον προλεταριακό διεθνισμό σε μια ταξικά αόριστη διεθνιστική αλληλεγγύη.

Με άλλα λόγια, το ΤΙΝΑ κυριαρχούσε πριν από την αντεπαναστατική καταιγίδα της περιόδου 1989 - 1991. Γι' αυτό μετά από αυτή, οι ηρωικές στιγμές του ΔΚΚ μπλέχτηκαν σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι με τα ατοπήματά του, τη στιγμή που η επαναστατική αυτοκριτική απαιτούσε βαθύ αναστοχασμό. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα και η εργατική τάξη δεν μπόρεσαν να διαχωρίσουν τους φίλους από τους εχθρούς, δεν ήξεραν ποιους να κλείσουν στην καρδιά τους και ποιους να κρεμάσουν στους πασσάλους της ιστορικής ατίμωσης.

Σε αυτήν τη θύελλα, το ΚΚΕ στάθηκε όρθιο. Συνέδραμαν ο ταξικός αγώνας του ΔΣΕ και η μακρόχρονη παρανομία του, που αποτέλεσαν εμπειρικά αντίδοτα στις αταξικές προσεγγίσεις των ρεφορμιστών, η οργανωτική διάσπαση με το «ευρωκομμουνιστικό» ρεύμα στο εσωτερικό του (που του επέτρεψε - παρά τις αδυναμίες στη στρατηγική του - να μην απαρνηθεί τον μαρξισμό-λενινισμό, τη σοσιαλιστική επανάσταση και τη δικτατορία του προλεταριάτου), η ύπαρξη κομμουνιστών που είχαν περάσει από φωτιά και σίδερο στα χρόνια της αντεπανάστασης.

Ομως, ο αγώνας ενάντια στις ρίζες και τις συνέπειες της αντεπανάστασης δεν είναι ποτέ οριστικός. Πόσο μάλλον, αφού ο διεθνής συσχετισμός είναι ο χειρότερος τα τελευταία 150 χρόνια αφού ο αγοραίος σοσιαλισμός συνεχίζει να προβάλλεται ως λύση από Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα, ενώ άλλα ταυτίζουν την κομμουνιστική στρατηγική με ένα στείρο δικαιωματισμό στο πλαίσιο της καπιταλιστικής εξουσίας αφού η αναζήτηση εναλλακτικής αστικής διαχείρισης δεν αποτελεί μόνο εξωτερικό φαινόμενο.

Στη διάρκεια της προηγούμενης καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, όλες οι εκδοχές του ρεφορμισμού ξαναμπήκαν στο τραπέζι, ασκώντας ιδεολογική-πολιτική πίεση σε μέλη και οπαδούς του Κόμματος. Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΜέΡΑ25, τμήματα της «εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς», ακόμα και αναρχικές ομάδες αποτελούν φλογερούς κήρυκες ανάλογων στρατηγικών, ακόμα και όταν (κάποιοι) ασκούν κριτική στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Αλλοι διαδίδοντας αυταπάτες για το ρόλο μερίδας του αμερικανικού ιμπεριαλισμού (green new deal) και άλλοι για αντίπαλα ιμπεριαλιστικά κέντρα (Ρωσία, Κίνα κ.λπ.), επιχειρούν να εγκλωβίσουν το εργατικό - λαϊκό κίνημα στις συμπληγάδες της αστικής διαχείρισης και των ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων. Η προσπάθεια αυτή θα εντείνεται όσο βαθαίνει η νέα καπιταλιστική οικονομική κρίση.

Συνεπώς, η διατήρηση και εμβάθυνση της επαναστατικής στρατηγικής αποτελεί όρο ενίσχυσης και του Κόμματος και του ΔΚΚ. Σε τελευταία ανάλυση, η ανασυγκρότηση του ΔΚΚ δεν μπορεί να αναζητηθεί στη στρεβλή αισιοδοξία ύπαρξης εναλλακτικών εντός του σάπιου καπιταλισμού, αλλά στη ρεαλιστική επαναστατική αισιοδοξία, στην εξαντλητική δουλειά όσων προσπαθούν να τον ανατρέψουν, γεφυρώνοντας το χάσμα ανάμεσα στις υπαρκτές δυνατότητες και στην αναγκαία (αλλά ανύπαρκτη ακόμα) επαναστατική ενότητα και δράση, στη βάση της επαναστατικής στρατηγικής.


Κώστας Σκολαρίκος
Μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ

Για την ιδεολογικοπολιτική παρέμβαση στις οικονομικές σχολές

Συμφωνώ με τις Θέσεις της ΚΕ. Στο πρώτο κείμενο στις Θέσεις 40-42 αναδεικνύεται η στρατηγική στόχευση της αστικής τάξης για διαμόρφωση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ως αρωγού και διασφαλιστή της καπιταλιστικής ανάπτυξης ειδικά μέσα από την παρέμβαση στο εμπόρευμα της εργατικής δύναμης. Στις οικονομικές σχολές η παρέμβαση του αντιπάλου διακρίνεται από ποιοτική αναβάθμιση, καθώς δεν επιδιώκεται μόνο η ενσωμάτωση των παιδιών της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, αλλά η συστράτευση πίσω από τους στόχους και τις προτεραιότητες του κεφαλαίου, η στοίχιση πίσω από τη διαρκή προσπάθεια για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας, η διαμόρφωση εργατικού δυναμικού εμποτισμένου από τη λογική των συμφερόντων της αστικής τάξης για να εξυπηρετηθεί απρόσκοπτα η κοινωνική αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

Η διαπάλη που διεξάγουν οι κομμουνιστές έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις, την ίδια ώρα που ο νέος κομμουνιστής δεν διαθέτει ισχυρό μαρξιστικό ιδεολογικό υπόβαθρο και ευρύ μορφωτικό πολιτιστικό επίπεδο (Θέση 11), καλείται να αντιπαρατεθεί με την επιστημονικοφανή αστική πολιτική οικονομία, με καθηγητές και πολιτικό προσωπικό. Χρειάζεται να γίνει κατανοητό ότι το διδακτικό αντικείμενο δεν είναι στο σύνολό του αντιεπιστημονικό, προσπαθεί να καταγράψει και να εξηγήσει τις τάσεις, τις εξελίξεις στην καπιταλιστική παραγωγή. Η κρίση του συνίσταται στην αντικειμενική αδυναμία του να εμβαθύνει στις νομοτέλειες της οικονομικής ζωής, στην υποκατάσταση της ανάλυσης της ουσίας των οικονομικών φαινομένων από την απλή περιγραφή της επιφάνειάς τους, με σκοπό την εξύμνηση του καπιταλισμού. Αυτό χρειάζεται να κατανοήσει ένας νέος κομμουνιστής, προκειμένου να μην υποτιμά την επίδραση αυτών των θεωριών, την επιρροή τους σε εργατικές - λαϊκές μάζες.

Οι αστικές αναλύσεις, δηλαδή, δεν καταργούν την πραγματικότητα, την διαστρεβλώνουν. Αντιστρέφουν τη σχέση αιτίου - αποτελέσματος, οικονομικής βάσης - εποικοδομήματος. Παρουσιάζουν π.χ. την εκάστοτε κρίση σαν παράγοντα εξωγενή από την καπιταλιστική παραγωγή, είτε ανάγουν μια συνέπεια διαχείρισής της όπως το χρέος σε αιτία, είτε παρουσιάζουν το σημείο που θα πρωτοεμφανιστεί, την κυκλοφορία του κεφαλαίου, ως την πηγή αντί για την παραγωγή. Ρίχνουν ένα πέπλο, δηλαδή, στην αιτία, που είναι οι αντιφάσεις της καπιταλιστικής παραγωγής, το ότι οι κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις είναι δέσμιες των καπιταλιστικών σχέσεων, της καπιταλιστικής ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της παραγωγής, αποκρύπτουν την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Η δυσκολία στο να αναδειχτεί η ουσία του φαινομένου πολλαπλασιάζεται σε σχέση με την προηγούμενη καπιταλιστική κρίση, όπου η συζήτηση για το μνημόνιο έφερνε τη συζήτηση στην οικονομία αντί για την υγεία και την πανδημία, όπως γίνεται τώρα.

Ο κομμουνιστής χρειάζεται να αναδείξει τη διαχρονικότητα, τα κοινά χαρακτηριστικά των κρίσεων, τη συρρίκνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης ως επακόλουθο της ορμητικής ανόδου της καπιταλιστικής οικονομίας, να θέτει παραδείγματα κορεσμού κλάδων και υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου όπως οι κατασκευές, οι «παραδοσιακές» μορφές ενέργειας και απαξίωσης κεφαλαίου, όπως οι μειώσεις μισθών, το κλείσιμο επιχειρήσεων, το κούρεμα ομολόγων. Πρέπει να μπει στο επίκεντρο η ίδια η καπιταλιστική ανάπτυξη για να αποδεσμευτούν εργατικές, λαϊκές δυνάμεις από τις ψεύτικες ελπίδες για επιστροφή στην «κανονικότητα» έπειτα από ένα μικρό «παραπάτημα». Η παρουσίαση των αντιδραστικών καπιταλιστικών μέτρων και αναδιαρθρώσεων ως λογικών και αναγκαίων από τα αστικά επιτελεία δεν μπορεί να απαντάται μόνο με ένα σύνθημα «ο λαός θα πληρώσει την κρίση», ούτε με την έμφαση μόνο στις αντιλαϊκές συνέπειες, κάτι που κάνουν άλλωστε και σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις. Χρειάζεται να συμπληρωθεί με το αδιέξοδο των μέτρων π.χ. το πώς τα κεϊνσιανά μέτρα δημοσιονομικής και νομισματικής χαλάρωσης και τόνωσης της ενεργούς ζήτησης μέσω της ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης θα τροφοδοτήσουν έναν νέο κύκλο κεφαλαιακής συσσώρευσης, επιφέροντας κορεσμό και υπερσυσσώρευση σε κλάδους που δεν προϋπήρχε, θα εμποδίσουν την αναγκαία για τον καπιταλισμό απαξίωση κεφαλαίου, ενώ θα δυσκολέψουν τη συγκράτηση της τάσης πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους μέσω της συμπίεσης των μισθών αλλά και θα χειροτερέψουν την πιστοληπτική ικανότητα λόγω της διόγκωσης του χρέους, διαμορφώνοντας τις βάσεις για μια πιο βαθιά κρίση.

Η συζήτηση που γίνεται στις σχολές και αφορά μονιμότερες μεταρρυθμίσεις, όπως η 4η Βιομηχανική Επανάσταση και η αυτοματοποίηση της παραγωγής, ο ψηφιακός μετασχηματισμός πρέπει για έναν κομμουνιστή να εξεταστεί υπό το πρίσμα τού πώς διευρύνει το χάσμα μεταξύ της κάλυψης των εργατικών - λαϊκών αναγκών και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, πώς αξιοποιείται για τη διεύρυνση της κερδοφορίας του κεφαλαίου κόντρα στα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η συζήτηση για τις χιλιάδες ανέργων που θα δημιουργηθούν από την επέκταση της αυτοματοποίησης στην παραγωγή αντί για την δυνατότητα της μείωσης του εργάσιμου χρόνου. Ο προβληματισμός των αστικών επιτελείων για την απώλεια θέσεων εργασίας δεν τίθεται στη βάση τού πώς θα ζήσει αυτή η στρατιά ανέργων, αλλά το πώς θα γίνει δυνατό να συγκρατηθεί μια μαζική πτώση της δυνατότητας να απορροφηθούν τα καταναλωτικά προϊόντα της καπιταλιστικής παραγωγής και της δυνατότητας απόσπασης υπεραξίας λόγω της τεχνικής και οργανικής βελτίωσης της σύνθεσης του κεφαλαίου. Είναι δηλαδή αποκομμένη από τις αγωνίες των εργαζομένων.

Τώρα είναι μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ οι δυνάμεις μας να μετατρέψουν την καταγραφή και ανάδειξη των αδιεξόδων του καπιταλισμού, των λαϊκών προβλημάτων σε δουλειά με τη στρατηγική μας, με την πρόταση εξουσίας του ΚΚΕ. Να αναδείξουν την ανωτερότητα του κεντρικού σχεδιασμού, ότι η εισαγωγή βελτιωμένου σταθερού κεφαλαίου, η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας, η ένταξη της επιστήμης ως άμεση παραγωγική δύναμη είναι δείκτες ανόδου στη σοσιαλιστική παραγωγή για τη διευρυνόμενη κάλυψη των αναγκών αντί για μηχανισμοί έντασης της εκμετάλλευσης. Η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής θα μεταφέρει τη συζήτηση στο πώς θα γίνει κατορθωτή η αναλογική ανάπτυξη των κλάδων της σοσιαλιστικής οικονομίας και όχι πώς το ένα μονοπώλιο θα συγκρούεται με το άλλο π.χ. στον τομέα των εμβολίων, της φαρμακευτικής παραγωγής ή μια μερίδα του κεφαλαίου με μια άλλη όπως η σύγκρουση βιομηχανικού και τουριστικού κεφαλαίου και η αντίστοιχη αρθρογραφία από καθηγητές περί παραγωγικής ανασυγκρότησης ή κατάλληλου μοντέλου ανάπτυξης. Να μπει στο επίκεντρο το γιατί στον σοσιαλισμό δεν θα υπάρχουν κρίσεις όπως βλέπουμε κάθε 10 χρόνια στον καπιταλισμό, ποια είναι αυτή την στιγμή η βασική αντίφαση που βάζει εμπόδιο στην ανάπτυξη της παραγωγής για την κάλυψη των εργατικών - λαϊκών αναγκών, ότι, δηλαδή, οι καπιταλιστές είναι αυτοί που καρπώνονται τα αποτελέσματα της κοινωνικής παραγωγής, αυτοί που την ελέγχουν, που επιλέγουν τι και πόσο θα παραχθεί και θέτουν τα όρια της επέκτασης σε κάθε κλάδο. Τώρα είναι η στιγμή να τεθεί το πραγματικό δίπολο, σοσιαλισμός - καπιταλισμός. Το μόνο δίπολο που εκφράζει την εργατική τάξη.


Νίκος Καραγιάννης
Μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής του ΚΣ της ΚΝΕ

Προβάλλουμε σε κάθε φάση μέσα στη νεολαία τον πραγματικό, ταξικό εχθρό!

Στο δεύτερο κείμενο των Θέσεων της ΚΕ για το 21ο Συνέδριο του Κόμματος αποτυπώνονται οι διεθνείς και εγχώριες εξελίξεις, στις οποίες καλούμαστε να δράσουμε ως Επαναστατική Νεολαία του ΚΚΕ. Βασικό ζήτημα που αναδεικνύεται είναι η ανάγκη για διαρκή μελέτη τους, η αξιοποίηση του κομματικού Τύπου, της ΚΟΜΕΠ, προκειμένου πρώτα απ' όλα εμείς, ως νέοι κομμουνιστές, να μπορούμε να ξεδιαλύνουμε το κουβάρι, φωτίζοντας διαρκώς το ποιος είναι ο πραγματικός εχθρός, τα όρια του σάπιου εκμεταλλευτικού συστήματος, ζυμώνοντας τη μόνη πρόταση πραγματικής διεξόδου, αυτή του ΚΚΕ, για τον λαό της χώρας και τα παιδιά του.

Τα τελευταία χρόνια, η ΚΝΕ έχει αποκτήσει πολύτιμη πείρα, καλούμενη να δράσει μπροστά στα αποτυπώματα όλων αυτών των εξελίξεων και στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης.

Θυμόμαστε πριν από ένα χρόνο, πώς η όξυνση των ανταγωνισμών μεταξύ αστικών τάξεων Ελλάδας - Τουρκίας, με φόντο τα παζαρέματα με ΝΑΤΟ και ΕΕ, μεταφράστηκε σε εργαλειοποίηση χιλιάδων προσφύγων, ως μοχλό πίεσης, από το κράτος της Τουρκίας στα σύνορα του Εβρου. Τότε η Οργάνωσή μας, πλάι στο Κόμμα, ήρθε αντιμέτωπη και συγκρούστηκε παλικαρίσια με τον καλλιεργούμενο εθνικισμό, που πρόβαλλε σαν «εχθρό και εισβολέα» τους πρόσφυγες και μετανάστες, συσκοτίζοντας τον ρόλο των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων ΕΕ και ΝΑΤΟ, που ξερίζωσαν εκατομμύρια ανθρώπους από τις πατρίδες τους. Αναδείξαμε τον χαρακτήρα των συμφωνιών της ΕΕ που οδηγούσαν στον εγκλωβισμό τους και καταδικάζαμε σταθερά την ενεργό συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτούς τους οργανισμούς, με ευθύνη όλων των κυβερνήσεων. Ολα αυτά που ζούμε και σήμερα δηλαδή στον Εβρο, με τον εγκλωβισμό προσφύγων και μεταναστών στο βόρειο τμήμα του και την ταυτόχρονη συγκέντρωση τεράστιων ΝΑΤΟικών δυνάμεων - τους βασικούς υπεύθυνους δηλαδή για το δράμα των προσφύγων, αφού αυτές είναι που τους ξερίζωσαν από τη Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν - στο νότιο τμήμα του και ιδιαίτερα στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης.

Παράλληλα, συγκρουστήκαμε με τις θέσεις του αστικού κοσμοπολιτισμού και του οπορτουνισμού, που χυδαία διαστρέβλωνε, συκοφαντούσε τις θέσεις του Κόμματος ως εθνικιστικές, αδιαφορούσε για τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, κάνοντας λόγο για «άνοιγμα των συνόρων». Στην ουσία, έριχνε και ρίχνει νερό στο μύλο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, για αμφισβήτηση συνόρων και συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο. Μόνο με μια τέτοια ολόπλευρη αντιπαράθεση καταφέραμε να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη νέων, εκείνη την περίοδο, που προβληματίζονταν έντονα και μέσα στη «θολούρα» των εξελίξεων, έψαχναν τον πραγματικό «φταίχτη». Αυτά ήταν πολύ σημαντικά γεγονότα για την Οργάνωσή μας, καθώς απέκτησε μεγαλύτερη ικανότητα στη διαπάλη, αύξησε τη διακίνηση του «Ριζοσπάστη», συσπείρωσε γύρω της περισσότερους νέους, ορισμένοι από τους οποίους εντάχθηκαν στις γραμμές της.

Αποδεικνύεται πώς η στρατηγική σύμπλευση όλων των αστικών κυβερνήσεων στον στόχο για γεωστρατηγική αναβάθμιση της χώρας, μέσα από την ενεργό συμμετοχή στα σχέδια ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους. Μετά τη μετατροπή του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης σε ΝΑΤΟική βάση και ενώ έχουν προηγηθεί δηλώσεις Ρώσων και Ιρανών αξιωματούχων οι οποίες στοχοποιούν τη χώρα για αντίποινα, σε εξέλιξη βρίσκεται η ΝΑΤΟικη άσκηση «Defender Europe 21». Η κυβέρνηση διαθέτει το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, τα δίκτυα του Εβρου σε δεκάδες χιλιάδες ΝΑΤΟικούς στρατιώτες, με σκοπό να διεξάγουν ασκήσεις - πρόβα πολέμου - στα σύνορα με τη Ρωσία. Οι ασκήσεις αυτές περιλαμβάνουν ένα δίκτυο επιχειρήσεων και πεδίων εκπαίδευσης, με αυτές να διεξάγονται και σε πεδίο βολής της Ξάνθης. Την ίδια στιγμή, στους στόχους των ασκήσεων περιλαμβάνεται και η εξουδετέρωση του «εσωτερικού εχθρού» από το ΝΑΤΟ, με συγκεκριμένη αναφορά σε καταστολή «μετώπου που ηγείται και υποστηρίζει διαδηλώσεις» εναντίον του.

Η ΚΝΕ πρωτοστατεί στο να αναδείξει σε κάθε νέο και νέα, μαθητή, φοιτητή και εργαζόμενο της περιοχής, πως κανένα συμφέρον δεν έχει από την εμπλοκή της χώρας σε αυτούς τους επικίνδυνους σχεδιασμούς. Πως ο προβληματισμός τους για τον ρόλο του ΝΑΤΟ πρέπει να οδηγήσει στην οργανωμένη πάλη για απεμπλοκή της χώρας από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, με τους λαούς της χώρας και των γειτονικών χωρών στο τιμόνι της εξουσίας, νοικοκύρηδες στον τόπο τους. Ταυτόχρονα έχουμε οξύνει την αντιπαράθεση με τον οπορτουνισμό, καθώς οι διάφορες ομάδες του στα ΔΣ των φοιτητικών συλλόγων διαχρονικά βάζουν εμπόδια ώστε να παρθούν αποφάσεις συμμετοχής των φοιτητών σε αντιιμπεριαλιστικές δράσεις, δίπλα στον λαό της Ανατ. Μακεδονίας - Θράκης. Συνεχίζουμε να συγκρουόμαστε με τις θέσεις αυτών των ομάδων, που είτε βλέπουν «μαξιμαλιστικές θέσεις» στα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, είτε την χώρα «υπόδουλη και εξαρτημένη» στις ΗΠΑ, είτε την όξυνση των ανταγωνισμών σαν «κακή επιλογή συμμάχων» και οι οποίες συγκλίνουν εν τέλει στην ταξική, εθνική, ενότητα και ομοψυχία στους στόχους της αστικής τάξης. Και μόνο με μία τέτοια αντιπαράθεση, η ΚΝΕ απάντησε τελικά στον προβληματισμό των νέων, των συμφοιτητών μας, για το «τι τελικά συμβαίνει σήμερα», αλλά και άνοιξε την προοπτική, το πολιτικό περιεχόμενο του αγώνα που έχουμε ανάγκη σήμερα.

Η Οργάνωσή μας έχει πείρα από την προσπάθεια να αναδεικνύει τον χαρακτήρα μηχανισμών των ΗΠΑ στην χώρα μας, διόλου αθώους και τυχαίους, προς ενίσχυση ρεύματος φιλοαμερικανισμού στη νεολαία. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το «Xanthi Techlab» στην Ξάνθη που χρηματοδοτείται από την αμερικάνικη πρεσβεία, με στόχο το μυαλό των μαθητών της πόλης και φιλοξενείται ως στέκι από τον δήμο.

Η ΚΝΕ στην περιοχή της Ανατ. Μακεδονίας - Θράκης έχει χρέος να ζυμώνει σταθερά τις θέσεις του Κόμματός μας και στη μειονότητα της περιοχής. Σταθερά προβάλλουμε την ταξική ενότητα ως όπλο μεταξύ των εργατών κάθε θρησκείας και καταγωγής, οι οποίοι έχουν ίδιο αντίπαλο. Μεγάλης αξίας είναι και η προβολή της κοινής δράσης του Κόμματός μας με το Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας.

Τα παραπάνω φανερώνουν το καθήκον της ΚΝΕ, αφενός να γνωρίζουμε σε βάθος τις θέσεις του Κόμματός μας, προκειμένου σε κάθε φάση και ενώ αυξάνονται οι πιέσεις για «εθνική ενότητα» στους στόχους του κεφαλαίου να προβάλλουμε τον πραγματικό, ταξικό εχθρό. Αφετέρου, και ενώ τα σύννεφα συνεχίζουν να πυκνώνουν πάνω από την περιοχή μας, να δουλεύουμε πλατιά, με σχέδιο και πείσμα, μέσα στους μαζικούς φορείς, στο φοιτητικό κίνημα, στους νέους εργαζόμενους, στους μαθητές, την πάλη για την απεμπλοκή της χώρας μας από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ. Για να ανοίξει ο δρόμος για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, για την πραγματική ευημερία και ειρήνη, για τον λαό μας και τους γειτονικούς λαούς: Για τον σοσιαλισμό.


Αντώνης Τζιρίτας
Μέλος του Γραφείου του Συμβουλίου Περιοχής Ανατ. Μακεδονίας - Θράκης της ΚΝΕ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ