Αν μια κότα, δίκην στρεβλού χιούμορ, δικαιούται επίσημο, έστω και διαφορετικό σχολιασμό, αν ο σαρκασμός φτάνει ως την έννοια του πολιτικού ασύλου για μια κότα και η τρέχουσα ειδησεογραφία γεμίζει με μεγαλοστομίες για την επανάσταση της γραβάτας, τότε αρχίζει και γίνεται ορατό το ζευγάρι ακουστικών που προσφέρεται δωρεάν στον καθένα και στην καθεμία που δεν βγήκαν ακόμη στους δρόμους, ώστε να μην ακούν τίποτα ουσιαστικότερο και πολιτικό. Και βέβαια όχι το ΠΑΜΕ στου Μαξίμου, αλλά τα κακαρίσματα στου Μαξίμου. Μοιάζουν όλοι όμως μοδέρνοι και σύγχρονοι, ιακωβίνοι της διπλανής πόρτας, αιχμαλωτισμένοι σ' ένα ναι που ήρθε σαν απάντηση από την κάλπη στο όχι που ήδη είχε γίνει ναι.
Μια κυβέρνηση που ξεπουλάει τον ΟΛΠ χωρίς να το ξέρει ο υπουργός κι ένα πόπολο που φαντάζεται δικαίως πως σε λίγο θα περιμένει στην ουρά κοτόσουπα νερομπλούκι - μια κότα για χίλιους πεινασμένους - είναι μια χαψιά για τα ευρωπαϊκά μονοπώλια, τους θεσμούς, τις τρόικες και τις τράπεζες, ασκέρι που γίνεται μπουλούκι και φρόνημα που κρατάει μόνο το φι του φόβου.
Με απλωμένο το χέρι σ' αυτούς που ανεμίζουν τη γραβάτα, θέλοντας κάτι παραπάνω απ' αυτό να πουν και να διεκδικήσουν στους δασκάλους και τους μηχανικούς που σε λίγο δε θα 'χουν μήτε μυαλά μήτε κτίρια να χτίσουν, αυτή τη σύγχρονη μορφή προπαγάνδας που κλείνει αυτιά, κάνει πολιτικά άναρθρες τις κραυγές κι εκτονώνει το λαϊκό καζάνι για χάρη των αφεντικών πρέπει να τη μαδήσουμε να την ξεπουπουλιάσουμε κάθε ώρα και κάθε στιγμή που το μάτι πάει να καρφωθεί στην κότα που κάνει τα χρυσά αβγά και της επικοινωνίας και του πλούτου. Γιατί αλλιώς η κότα θα είναι ο λαός κι απλώς θα χαζεύει τον εαυτό του κι οι άλλοι θα μαζεύουν τ' αβγά και θα καταλήγουν στο συμπέρασμα «σιγά τα ωά»!
Το Ασφαλιστικό και το Φορολογικό, με τα εξοντωτικά μέτρα που προβλέπουν, δημιουργούν το έδαφος για να επιταχυνθεί το ξεκλήρισμα των μικρών και μεσαίων αγροτών. Αυτό θα οδηγήσει στη συγκέντρωση γης και παραγωγής σε ακόμα λιγότερα χέρια και έτσι υπηρετείται ο στόχος της επιτάχυνσης και του εκσυγχρονισμού της καπιταλιστικής ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής. Στο στόχο αυτό, όπως είναι φυσικό, συντάσσονται αγρότες με μεγάλες εκμεταλλεύσεις και επιχειρηματίες του αγροτοκτηνοτροφικού τομέα, πολλοί από τους οποίους στηρίζουν ή και πρωτοστατούν αυτή την περίοδο σε διάφορα μπλόκα ανά την Ελλάδα.
Τακτικά συναντιούνται με τις κυβερνήσεις, την αξιωματική αντιπολίτευση και τα άλλα κόμματα που θέλουν να γίνουν «χαλίφης στη θέση του χαλίφη», αρκετές φορές χωρίς οι ίδιοι οι αγρότες των μπλόκων να το παίρνουν είδηση από πριν, όπως έγινε στη συνάντηση εκπροσώπων των μπλόκων της «Πανελλαδικής Συντονιστικής Επιτροπής αγροτών κτηνοτρόφων» την Πέμπτη 21 Γενάρη με τον Γ. Κατρούγκαλο και τον Κυρ. Μητσοτάκη. Επιδιώκουν, κρυφά και φανερά, η εφαρμογή της ΚΑΠ από την κυβέρνηση να προσαρμοστεί πιο αποτελεσματικά στα δικά τους ιδιαίτερα συμφέροντα, να δημιουργηθούν καλύτεροι όροι για την ανάπτυξη της επιχειρηματικής δράσης στον αγροτικό τομέα.
Δεν είναι τυχαίο ότι εκπρόσωποι του «Πανελλαδικού Συντονιστικού» διαλαλούν στα κανάλια ότι στόχος των κινητοποιήσεων που καλούν, είναι να δυναμώσουν τη διαπραγματευτική ισχύ της κυβέρνησης, ενώ σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο επικεφαλής της «Πανελλήνιας Συντονιστικής Επιτροπής» διαβεβαίωνε ότι διάβασε το μνημόνιο και αντιλήφθηκε ότι τα μισά απ' όσα περιέχονται είναι πράγματα «που θα έπρεπε να είχαμε κάνει μόνοι μας εδώ και χρόνια», «όμως τα άλλα μισά είναι καταστροφικά και θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μη συμβούν»...
Σύμφωνα με δικές τους εκτιμήσεις, αν εφαρμοζόταν αυτό το μέτρο, ο αριθμός των αγροτών στην Ελλάδα θα περιοριζόταν στις 150.000, από τις 900.000 που είναι σήμερα. Με τον τρόπο αυτό, οι επιδοτήσεις - ενισχύσεις, που είναι ούτως ή άλλως πετσοκομμένες από τη νέα ΚΑΠ, θα μοιράζονταν σε ακόμα λιγότερους, κατά βάση «μεγάλους» και έτσι θα μπορούσε να αναπληρωθεί και η ενδεχόμενη χασούρα από την αύξηση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών. Μάλιστα, για τους κατ' επάγγελμα αγρότες, ζητάνε να παραμείνει ο συντελεστής φορολόγησης στο 13%.
Για το Ασφαλιστικό αρκούνται στο αίτημα να μη γίνουν αυξήσεις στις εισφορές στον ΟΓΑ και να παραμείνει ο ΟΓΑ όπως είναι. Δηλαδή, να παίρνει ψίχουλα στα 67 χρόνια ο αγρότης και η αγρότισσα. Δεν ζητούν Κοινωνική Ασφάλιση για όλους, αποκλειστικά δημόσια και υποχρεωτική, δωρεάν Υγεία - Πρόνοια για όλους και να μην επιβαρύνονται οι αγρότες με επιπλέον 7% ασφάλιστρα για τον κλάδο της Υγείας.
Είναι φανερό και μόνο από τα παραπάνω ότι με τέτοια γραμμή πάλης, δεν υπάρχει καμιά προοπτική για το φτωχό και μεσαίο αγρότη, αν δε διαχωρίσει τη θέση του από τους μεγαλοαγρότες και δεν παλέψει οργανωμένα, με συνέπεια και σταθερότητα στα αιτήματα και τους στόχους πάλης που υπηρετούν τα δικά του συμφέροντα. Η προοπτική αυτού του αγώνα δεν μπορεί να είναι άλλη από την ανάπτυξη της αγροτική παραγωγής έξω από τα δόκανα της ΚΑΠ της ΕΕ, κόντρα στα συμφέροντα των μονοπωλίων και των πολυεθνικών και προς όφελος του ελληνικού λαού.
Αποκαλύπτεται σε όλο της το μεγαλείο η κοροϊδία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, όπως και όλων των προηγούμενων, που μας καθησύχαζαν καλλιεργώντας φρούδες προσδοκίες ότι τα ειδικά μισθολόγια δεν θα θιγούν και θα εξαιρεθούν από τις περικοπές μισθών και συντάξεων, ότι θα επαναφέρουν τη 13η σύνταξη, ότι θα εφαρμόσουν την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για αποκατάσταση μισθών και συντάξεων.
Το αποτέλεσμα είναι γνωστό αφού έγιναν μεγάλες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, με μειώσεις πάνω από 50%, κουρεύτηκαν τα αποθεματικά, συγχωνεύτηκαν τα Ταμεία, καθιερώθηκε ρήτρα μηδενικού ελλείμματος, το εφάπαξ πετσοκόφτηκε, αυξήθηκε η συμμετοχή μας στις παροχές Υγείας. Ολα αυτά βέβαια προστίθενται στα καθημερινά δυσβάσταχτα προβλήματα που βιώνει κι όλος ο ελληνικός λαός και είναι αποτέλεσμα της ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής.
Η κυβέρνηση αξιοποιεί τη συγχώνευση των Ταμείων με τη δημιουργία του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ), για να μειώσει ακόμη περισσότερο τις συνταξιοδοτικές δαπάνες, να χορηγεί συντάξεις - επιδόματα και στο προσωπικό των Ε.Δ. και των Σ.Α.
Συνεχίζει την πολιτική του διαχωρισμού μας, της διαφορετικότητας από τον υπόλοιπο λαό. Αξιοποιεί κάθε ευκαιρία και ωθεί τους ένστολους στη δημιουργία «αυτοδιαχειριζόμενων» Ταμείων, δηλαδή επαγγελματικών Ταμείων. Από τη Σκύλλα του ΕΤΕΑ στη Χάρυβδη των επαγγελματικών Ταμείων. Πρόκειται για επιλογή που θα έχει καταστροφικές συνέπειες για εμάς τους ίδιους και τις οικογένειές μας.
Τα αποθεματικά των Ταμείων μας θα κατατεθούν στο βωμό του τζόγου. Τα κοράκια, οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρείες θα καταληστεύσουν τα κεφάλαια των Ταμείων, τις δικές μας κρατήσεις δηλαδή, μετατρέποντάς τα σε μετοχές - χαρτιά με ολέθριες συνέπειες για τους ασφαλισμένους. Ταυτόχρονα θα υπάρχουν αυξήσεις στις εισφορές και μείωση των παροχών. Με αυτά τα μέτρα από ασφαλισμένοι με δικαιώματα, θα γίνουμε πελάτες των ασφαλιστικών εταιρειών.
Στην κατεύθυνση αυτή κινούνται και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες των Ομοσπονδιών των Σ.Α. Εχουν σοβαρές ευθύνες για την επιλογή τους να οδηγήσουν το προσωπικό μαζί με την περιουσία των Ταμείων στις τράπεζες. Με αυτόν τον τρόπο καλλιεργείται η λογική της εξαίρεσής μας από τον υπόλοιπο λαό. Οδηγεί να δεχτούμε παθητικά τα αντιλαϊκά μέτρα, το σφαγιασμό των δικαιωμάτων μας.
Να αντιταχθούμε στον αυταρχισμό και την καταστολή.
Κανείς δεν έχει δικαίωμα να βάλει εμπόδια στο λαό που αγωνίζεται. Πολύ περισσότερο να καταστείλει τις προσπάθειες που κάνει για να διεκδικήσει το δικαίωμα στην εργασία, στην Ασφάλιση, στην Υγεία, την Παιδεία.
Η διέξοδος απέναντι στην αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης είναι να υπάρχει κοινός βηματισμός, των συνταξιούχων και των εν ενεργεία συναδέλφων, με το λαό που αγωνίζεται για να καθιερωθεί για όλους το δικαίωμα στην Αποκλειστικά Δημόσια και Δωρεάν Κοινωνική Ασφάλιση για όλο το λαό.
Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να κατεδαφιστεί ό,τι κατακτήθηκε με αγώνες. Να μη φτάσει ο νόμος - λαιμητόμος για την Κοινωνική Ασφάλιση στη Βουλή.
Ολοι στον αγώνα, όλοι στο δρόμο για να διεκδικήσουμε αυτά που μας ανήκουν, με την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης και της ΕΕ.
Η έκθεση της Κομισιόν βοηθά και σε κάτι άλλο. Κρίνοντας θετικά την εκπαιδευτική πολιτική της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ για το 2015, δίνει απάντηση στο υποτιθέμενο «παράλληλο πρόγραμμα», στα περιθώρια να υπάρξει φιλολαϊκή πολιτική στην Εκπαίδευση, όταν δεν αμφισβητείται η στρατηγική των ιμπεριαλιστικών οργανισμών για την Εκπαίδευση.
Ενα βασικό στοιχείο σε σχέση με την έκθεση είναι ότι αποτυπώνει σε μια σειρά ποσοτικούς δείκτες τα αποτελέσματα της πορείας υλοποίησης των αναδιαρθρώσεων που έχουν προχωρήσει τα τελευταία χρόνια σε όλες τις βαθμίδες Εκπαίδευσης, παρακολουθώντας τους συγκριτικά για τα έτη 2011 και 2014. Δε μένει όμως σε αυτό, καθώς συγκεφαλαιώνει μια σειρά συμπεράσματα και διατυπώνει τους άξονες της συνέχειας των αναδιαρθρώσεων. Στη συνέχεια του άρθρου, θα παρακολουθήσουμε τη δομή της έκθεσης για να σταθούμε κάποια από τα πιο σημαντικά της σημεία.
Στην ενότητα αυτή, η έκθεση αποδίδει εύσημα στις τελευταίες αστικές κυβερνήσεις της χώρας για τις «σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» που έχουν υλοποιήσει σε καθεστώς «αυστηρής δημοσιονομικής εξυγίανσης» μέχρι τον Ιούνη του 2015. Εστιάζει ιδιαίτερα στο ότι «η Ελλάδα ξεκίνησε μια σημαντική δουλειά για να αναδιοργανώσει τη Γενική Εκπαίδευση και να αναβαθμίσει την Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση» και σημειώνει ότι η χώρα έχει «αναλάβει να αναδιαρθρώσει την οργάνωση και διοίκηση του Τριτοβάθμιου εκπαιδευτικού της συστήματος».
Γίνεται εξαρχής σαφές, λοιπόν, ότι οι άξονες για την «αξιολόγηση» από μέρους της ΕΕ της εκπαιδευτικής πολιτικής των αστικών κυβερνήσεων ανεξαρτήτως σύνθεσης (εν προκειμένω, τόσο η προηγούμενη ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, όσο και η νυν ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ) τίθενται σε ένα σαφώς ορισμένο, ενιαίο πλαίσιο. Επισημαίνοντας ότι «είναι σημαντικό αυτές οι πρωτοβουλίες να συνεχίσουν», δείχνει ότι η κατεύθυνση είναι η ένταση της επίθεσης, καθώς «η ελληνική Εκπαίδευση και Κατάρτιση απαιτεί περαιτέρω εκσυγχρονισμό από την άποψη της αποδοτικότητας και του τρόπου λειτουργίας». Και όσο κι αν στη διαπίστωση αυτή δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να προβάλει αντίρρηση, το ζητούμενο είναι ποιο θα είναι το περιεχόμενο αυτού του «εκσυγχρονισμού».
Η έκθεση, επισημαίνοντας τις ευθύνες που έχει αναλάβει η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, προειδοποιώντας ενόψει πιθανών καθυστερήσεων, υπογραμμίζει ότι με το μνημόνιο του Αυγούστου, ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύτηκε να υπηρετήσει αυτούς τους στόχους. Το μνημόνιο περιείχε ρητή αναφορά στην Εκπαίδευση, με έμφαση στην «Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση» και την «αναθεώρηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος». Αυτό είναι, λοιπόν, και το πλαίσιο του διεξαγόμενου «Εθνικού Διαλόγου».
Ενα σημαντικό στοιχείο που αναφέρει η έκθεση, αφορά την έρευνα του ΟΟΣΑ και του Διεθνούς Προγράμματος Αξιολόγησης Μαθητών του 2012, η οποία δείχνει ότι «η Ελλάδα έχει από τις χειρότερες επιδόσεις στην Ευρώπη όσον αφορά τις βασικές δεξιότητες». Αυτές οι μελέτες εστιάζουν στην υστέρηση σε σχέση με την επάρκεια βασικών δεξιοτήτων σε ανάγνωση (Ελλάδα 22,6% - ΕΕ 17,8%), Μαθηματικά (Ελλάδα 35,7% - ΕΕ 22,1%), Φυσική - Χημεία (Ελλάδα 25,5% - ΕΕ 16,6%), σε δείγματα 15χρονων μαθητών. Μάλιστα, διαπιστώνεται τάση ελαφράς επιδείνωσης σε σχέση με την αντίστοιχη μελέτη του 2009. Στο σημείο αυτό, δεν έχει τόση σημασία να σταθούμε σε μεθοδολογικά ζητήματα των παραπάνω ερευνών και στην εγκυρότητα αυτών των αναλύσεων. Τα προβλήματα που επισημαίνονται, έρχονται να κουμπώσουν με τη διακήρυξη για νέα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία στο σχολείο. Αλλωστε, είναι κοινή πεποίθηση ότι τα σχολικά βιβλία σε Δημοτικό και Γυμνάσιο που μπήκαν το 2006-2007, δεν έχουν φέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Από αυτή τη σκοπιά έχουν γίνει αντικείμενο κριτικής και στο κείμενο για το «νέο σχολείο» επί Διαμαντοπούλου. Ας μην ξεχνάμε ότι στο 3ομνημόνιο μπαίνει ρητά η ανάγκη να ελεγχθεί κατά πόσο έχει υλοποιηθεί το πνεύμα και το γράμμα του «νέου σχολείου».
Επισημαίνεται, ακόμα, η «έλλειψη νοοτροπίας σχετικά με την αξιολόγηση επίδοσης, η οποία θα αυξήσει την ποιότητα της Γενικής Εκπαίδευσης». Η «αξιολόγηση» αναδεικνύεται ως βασικό εργαλείο για την προώθηση αναδιαρθρώσεων. Η ΕΕ, μέσα και από την έκθεση, δείχνει ότι η κατεύθυνση είναι να ληφθούν και άλλα «μέτρα για την βελτίωση», τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιολόγησης σχολείων και εκπαιδευτικού προσωπικού. Παράλληλα, διατυπώνεται ρητά ως «πρόκληση» (που συνδέεται και με το ζήτημα της «αξιολόγησης») η εφαρμογή μέτρων για την ενίσχυση της οικονομικής και οργανωτικής αυτονομίας Πρωτοβάθμιων και Δευτεροβάθμιων σχολείων.
Η έκθεση υπογραμμίζει ότι το μνημόνιο Τσίπρα προβλέπει την «πλήρη αναθεώρηση της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και την ανέθεσε στον ΟΟΣΑ και σε διεθνείς ειδικούς, με χρονικό ορίζοντα έως τον Απρίλη του 2016». Αμφιβάλλει κανείς ότι αυτά περιγράφουν και προδιαγράφουν το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα του «Εθνικού Διαλόγου»;
Δίνοντας την κατεύθυνση σε σχέση με τις περαιτέρω αλλαγές στη δομή και το περιεχόμενο του σχολικού μαθήματος, η έκθεση επισημαίνει ότι, με βάση τα συμπεράσματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2013, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην οποία «οι εκπαιδευτικές αρχές παίρνουν αποφάσεις σχεδόν σε όλα τα θέματα που σχετίζονται με τη διδασκαλία, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής των μεθόδων διδασκαλίας». Προωθεί, έτσι, τη μεγαλύτερη διαφοροποίηση σε ζητήματα διδασκαλίας, κατ' αντιστοιχία με τις περίφημες «βέλτιστες πρακτικές» σε επίπεδο ΕΕ, που προάγει παραπέρα την κοινωνική κατηγοριοποίηση σχολείων, το σπάσιμο του ενιαίου χαρακτήρα του προγράμματος σπουδών και του μαθήματος (ή έστω ό,τι έχει απομείνει από αυτόν). Συνδέεται, μάλιστα, το συγκεκριμένο ζήτημα με την «επαγγελματική ανάπτυξη δραστηριοτήτων των εκπαιδευτικών» και την ενίσχυση των διαδικασιών επιμόρφωσής τους.
Ως προς αυτά, επισημαίνεται από την έκθεση η σημασία του νόμου 4327/2015 «Εκτακτα μέτρα για την Πρωτοβάθμια, Δευτεροβάθμια και Τριτοβάθμια Εκπαίδευση» που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στις 14 Μάη του 2015, γιατί «προωθεί τις κατευθύνσεις της μεγαλύτερης αυτονομίας και των διαδικασιών εσωτερικής - εξωτερικής αξιολόγησης σχολείων και εκπαιδευτικών». Πρόκειται για νόμο που παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση ως ριζοσπαστική κίνηση επίλυσης άμεσων προβλημάτων στην Εκπαίδευση. Το ΚΚΕ είχε αναδείξει τότε ότι με το νομοσχέδιο αυτό «συνεχίζονται και εφαρμόζονται οι αντιεκπαιδευτικές ρυθμίσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων».
Είναι, επίσης, αποκαλυπτικό ότι ενώ αποτιμάται ουσιαστικά με θετικό πρόσημο η μείωση κατά περίπου 24% του κόστους ανθρώπινων πόρων, εντοπίζεται ως αδυναμία το γεγονός ότι (σύμφωνα με τα στοιχεία της κυβέρνησης) υπήρχαν 25.000 κενές θέσεις εργασίας στα σχολεία (βέβαια, τα πραγματικά κενά ήταν πολύ μεγαλύτερα και από αυτό το νούμερο). Αυτό, βέβαια, δεν τους εμποδίζει να προβούν στην εντυπωσιακή (ή και εξοργιστική, αν προτιμάτε) εκτίμηση ότι η «αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά αίθουσα και του αριθμού των διδακτικών ωρών» που «έφερε την Ελλάδα πιο κοντά στο μέσο όρο του ΟΟΣΑ», αποτελεί σημαντικό στοιχείο του «εξορθολογισμού» του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος το διάστημα 2011 - 2014!
Βασικό ζήτημα που εντοπίζεται από την έκθεση είναι ότι «η Ελλάδα συνεχίζει να υποφέρει από τα χαμηλά επίπεδα της απασχολησιμότητας των πρόσφατα αποφοίτων», δίνοντας ως σχετικό ποσοστό για την Ελλάδα το 47,4% το 2014, σε σύγκριση με το μέσο όρο της ΕΕ που ήταν 80,5%. Το στοιχείο αυτό αποτυπώνει μια υπαρκτή κατάσταση, αλλά δεν μπορεί να εκτιμηθεί ολοκληρωμένα, αν δε ληφθεί υπόψη η επίδραση της καπιταλιστικής κρίσης. Οπως, επίσης, πρέπει να ληφθούν υπόψη ο αριθμός των φοιτητών που εργάζονται κατά τη διάρκεια των σπουδών, ο ρυθμός αποφοίτησης, η σχέση αντικειμένου σπουδών - κλάδου απασχόλησης μετά τις σπουδές κ.ο.κ.
Τι μπορεί να σημαίνει αυτή η επισήμανση από τη σκοπιά του σχεδιασμού των αστικών επιτελείων; Ως προς αυτό, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη διαπίστωση που έχει κάνει ο ΟΟΣΑ περί σημαντικής απόκλισης μεταξύ των απαιτούμενων από την αγορά εργασίας προσόντων και δεξιοτήτων και αυτών που αποκτούν οι πτυχιούχοι όλων των βαθμίδων Εκπαίδευσης, ακόμα και αυτοί υψηλότερης ειδίκευσης. Η διαπίστωση αυτή, μάλιστα, αφορά - αν και με διαφοροποιήσεις κατά περίπτωση - όλη την ΕΕ και αποτελεί ακριβώς τον πολιορκητικό κριό για την περαιτέρω προώθηση της ευελιξίας των προγραμμάτων σπουδών (διάβαζε: αποδιοργάνωσή τους), τη διαφοροποίηση και κατηγοριοποίηση τίτλων σπουδών και φορέων παροχής τους και, τέλος, την περίφημη «διά βίου μάθηση». Επί της ουσίας, πρόκειται για το διάλογο που αφορά το περιεχόμενο της συζήτησης για την πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών και τις στοχεύσεις αυτής της διαδικασίας.
Γι' αυτό και η έκθεση υπογραμμίζει ότι η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα «θα μπορούσε να επωφεληθεί από την παροχή καλύτερης σύνδεσης μεταξύ των αποτελεσμάτων της Τριτοβάθμιας και των μελλοντικών αναγκών σε δεξιότητες της ελληνικής οικονομίας», επιβεβαιώνοντας έτσι τα παραπάνω συμπεράσματά μας.
Δίνεται έτσι το στίγμα για τις εξελίξεις που προδιαγράφονται στο τοπίο της λεγόμενης «μεταδευτεροβάθμιας» Εκπαίδευσης. Από εδώ μπορούμε να ξετυλίξουμε το νήμα που περνά από τους σχεδιασμούς για την τεχνική Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και φτάνει μέχρι τις δομές κατάρτισης μετά το Λύκειο. Οι αναμενόμενες εξελίξεις σε σχέση με την αναμόρφωση του χάρτη της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης μέσω ενός νέου «σχεδίου Αθηνά», που θα εξυπηρετήσει πιο ολοκληρωμένα από το προηγούμενο το στόχο «να συνδεθούν καλύτερα ο ακαδημαϊκός τομέας με τις ανάγκες της περιφερειακής ανάπτυξης», θα πρέπει να ιδωθούν και υπό αυτό το πρίσμα.
Επίσης, η έκθεση αναφέρει ότι το νομοθετικό πλαίσιο για τις νέες αναδιαρθρώσεις στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση θα ψηφιστεί μέχρι τον Ιούνη του 2016, βάσει των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ έναντι της ΕΕ.
Διαπιστώνεται ως ανησυχητικό φαινόμενο η χαμηλή συμμετοχή στη Δευτεροβάθμια Επαγγελματική Εκπαίδευση (ΕΠΑΛ - ΕΠΑΣ - ΣΕΚ) (ποσοστό 33,7%, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 48,9%), καθώς και η χαμηλή συμμετοχή ενηλίκων στη διά βίου μάθηση (2% στην Ελλάδα, έναντι 10,7% ΕΕ). Στη βάση αυτών των στοιχείων, προδιαγράφονται εξελίξεις στο πλαίσιο που περιγράψαμε παραπάνω και αφορούν τον «εκσυγχρονισμό» της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης.
Η έκθεση διαπιστώνει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι έτοιμη να εξασφαλίσει «την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου» που ψήφισε η κυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ το Σεπτέμβρη του 2013 (4186/2013, νόμος Αρβανιτόπουλου) και να «εκσυγχρονίσει και να επεκτείνει την Επαγγελματική Εκπαίδευση και μαθητεία». Μάλιστα, η ΕΕ επιχαίρει για το ότι η Ελλάδα έχει πάρει «μία τεράστια πρωτοβουλία για την αναβάθμιση και επέκταση της ΕΕΚ και της μαθητείας». Προσδιορίζονται, μάλιστα, και οι άξονες αυτού του αναμενόμενου «εκσυγχρονισμού», που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν τη «σταδιακή συμμετοχή εργοδοτών και ιδιωτικού τομέα για τη χρηματοδότηση της ΕΕΚ», τον «προσδιορισμό μελλοντικών αναγκών σε δεξιότητες» και την «αντιστοίχιση της παροχής της ΕΕΚ με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας». Είναι, λοιπόν, καθαρή η στόχευση των αναδιαρθρώσεων που θα προωθήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Η έκθεση είναι αρκετά αναλυτική και σε ό,τι αφορά το περιεχόμενό τους. Αναφέρει ρητά ότι «ο αριθμός των σπουδαστών σε προγράμματα μαθητείας πρόκειται να αυξηθεί», αν και διατυπώνει προβληματισμό για το από πού θα αντληθούν οι απαιτούμενοι πόροι.
Ως προς τις ΕΠΑΣ, αναφέρεται η πρόθεση της κυβέρνησης να τις «ενσωματώσει σταδιακά στο επονομαζόμενο επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα», ανοίγοντας για τους σπουδαστές τους την πόρτα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Η πρόβλεψη αυτή δεν μπορεί να αποτιμηθεί αποκομμένη από τα όσα είπαμε στις προηγούμενες ενότητες. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την αναφορά ότι «διάφορες δημοφιλείς ειδικότητες, συμπεριλαμβανομένων και των ειδικοτήτων που σχετίζονται με την Υγεία και των Εφαρμοσμένων Τεχνών, θα επανεισαχθούν στην ΕΕΚ και στο μεταδευτεροβάθμιο επίπεδο».
Και μπροστά στο «διάλογο» που οργανώνει η κυβέρνηση, χρειάζεται να αντιπαλευτούν στη λαϊκή συνείδηση τα αστικά κριτήρια για την αποδοτικότητα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Η καθυστέρηση στην υλοποίηση των αντιδραστικών αλλαγών στην Εκπαίδευση δε σημαίνει και καθυστέρηση στην ικανοποίηση των σύγχρονων μορφωτικών λαϊκών και νεανικών αναγκών.
Το επόμενο διάστημα, το ΚΚΕ θα ανοίξει ουσιαστική συζήτηση για την πρότασή του για το σχολείο των σύγχρονων απαιτήσεων και δυνατοτήτων της εποχής μας. Πρόταση που βρίσκεται στον αντίποδα της αστικής στρατηγικής, μπολιάζοντας καθημερινά τον αγώνα για τη μόρφωση των παιδιών της λαϊκής οικογένειας.