Eurokinissi |
Μάλιστα, η συζήτηση περιλαμβάνει ζητήματα όπως αυτά που αφορούν τη λεγόμενη «κοινή άμυνα» (στην πραγματικότητα τις πολεμικές δαπάνες), τη διαμόρφωση των προϋπολογισμών της ΕΕ (επιμερισμός εσόδων, δαπανών), τους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, την τραπεζική ένωση, την ένωση κεφαλαιαγορών κ.ά. Βέβαια, οι διεργασίες αυτές θα συνεχιστούν το επόμενο διάστημα, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις που δρομολογούνται είναι αναπόσπαστα δεμένες με την κλιμάκωση των αντεργατικών μέτρων και της αντιλαϊκής πολιτικής, σε όλα ανεξαιρέτως τα κράτη - μέλη της ιμπεριαλιστικής ένωσης.
Να σημειωθεί πως μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, στις αρχές της βδομάδας, επίσκεψη στην Αθήνα και συνάντηση με τον πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα πραγματοποίησε ο επίτροπος για Θέματα Προϋπολογισμού και Ανθρώπινων Πόρων της ΕΕ, Γκίντερ Ετινγκερ, ο οποίος παρουσίασε και στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής το «Εγγραφο προβληματισμού για το μέλλον των οικονομικών της ΕΕ ως μέρος της διαδικασίας της Λευκής Βίβλου», αναφερόμενος στη χρηματοδότηση τόσο των επενδύσεων που εξυπηρετούν τις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων, όσο και της «κοινής άμυνας και ασφάλειας» της ΕΕ, προκειμένου να διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στον έλεγχο των αγορών.
Σε αυτό το φόντο, στο επίκεντρο της συζήτησης τα «έγγραφα προβληματισμού» της Κομισιόν, μεταξύ άλλων, θέτουν τα παρακάτω ζητήματα:
Οπως αναφέρεται στο «έγγραφο προβληματισμού» σχετικά με το ζήτημα των προϋπολογισμών της ΕΕ, «οι επιλογές κυμαίνονται από τη μείωση των δαπανών για τις υφιστάμενες πολιτικές έως την αύξηση των εσόδων», σε μια εξέλιξη που αναμένεται να τροφοδοτήσει τα παζάρια και τους ενδοαστικούς ανταγωνισμούς ανάμεσα σε κυβερνήσεις και κράτη - μέλη της ΕΕ, ενόψει και του επόμενου πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ των «27», που αναμένεται να υποβάλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τους επόμενους μήνες.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «η προσπάθεια περιλαμβάνει την πρόοδο με βάση στοιχεία που είναι ήδη διαθέσιμα και τη συμφωνία για τα συμπληρωματικά μέτρα που χρειάζεται να ληφθούν από σήμερα έως το 2025» για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης «με μέτρα που θα καθιστούν τις ευρωπαϊκές τράπεζες ανθεκτικότερες».
Σε αυτή τη φάση, ψηλά στην ατζέντα βρίσκεται το ζήτημα της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων, ενώ σε πρόσφατο Γιούρογκρουπ συζητήθηκε και το ενδεχόμενο ίδρυσης λεγόμενων «κακών τραπεζών» (bad banks), σε εθνικό επίπεδο, που θα αναλάβουν τη διαχείριση των προβληματικών δανείων.
Οπως τονίζεται, η προώθηση της «Ενωσης Κεφαλαιαγορών» είναι επίσης «υψίστης σημασίας, προκειμένου να προσφερθούν πιο διαφορετικές και καινοτόμες δυνατότητες χρηματοδότησης, μεταξύ άλλων μέσω των κεφαλαιαγορών».
Επισημαίνεται ακόμη πως η «Ενωση Κεφαλαιαγορών» αποτελεί βασικό πυλώνα του επενδυτικού σχεδίου της Επιτροπής για την Ευρώπη, του επονομαζόμενου «Σχεδίου Γιούνκερ». Οπως λένε, «μέσα από ένα μείγμα κανονιστικών και μη κανονιστικών μεταρρυθμίσεων, το σχέδιο αυτό επιδιώκει να συνδέσει καλύτερα τις αποταμιεύσεις με τις επενδύσεις» με στόχο να ενισχύσει το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα, με την παροχή «εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης». Πρόκειται για το ζήτημα φρέσκων και φτηνών - «ανταγωνιστικών» κεφαλαίων προς τα ευρωπαϊκά μονοπώλια, ανεξάρτητα από το όποιο μείγμα νομισματικής πολιτικής θα εφαρμόζει η πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Αξίζει να σημειωθεί επίσης πως με αφορμή και γύρω από την προωθούμενη «Ενωση Κεφαλαιαγορών», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε πρόσφατα την προώθηση μιας νέας κατηγορίας «συνταξιοδοτικών προϊόντων πανευρωπαϊκής εμβέλειας», δηλαδή προγραμμάτων ιδιωτικής ασφάλισης, τα οποία, όπως οι ίδιοι επισημαίνουν, θα παρέχουν στους Ευρωπαίους πολίτες «περισσότερες επιλογές όσον αφορά την αποταμίευσή τους με σκοπό το σχηματισμό ενός κεφαλαίου κατά τη συνταξιοδότησή τους». Είναι φανερό ότι η προώθηση της «πραμάτειας» συντελείται στο έδαφος των διαρκών περικοπών αλλά και των αλλεπάλληλων αξιολογήσεων στα ασφαλιστικά συστήματα της Ευρωζώνης και της ΕΕ. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα ιδιωτικά ασφάλιστρα (pan-European personal pension product) «εθελοντικής» ατομικής σύνταξης θα πωλούνται σε ολόκληρη την ΕΕ και θα προσφέρονται από ασφαλιστικές εταιρείες, τράπεζες, ταμεία επαγγελματικής συνταξιοδότησης, επιχειρήσεις επενδύσεων και διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων. Οπως χαρακτηριστικά τονίζουν, «τα νέα προϊόντα θα ενισχύσουν επίσης, σε τελική ανάλυση, το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μια Ενωση Κεφαλαιαγορών, βοηθώντας να διοχετεύονται οι αποταμιεύσεις σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην ΕΕ».
Παρά τα μεγάλα λόγια περί «δημοκρατίας» και «αλληλεγγύης» βέβαια, οι σχεδιασμοί αυτοί (στο βαθμό που προχωρήσουν πάνω στο έδαφος των μεγάλων ανταγωνισμών και της καπιταλιστικής ανισομετρίας) για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και των λαών θα σημάνουν ότι σφίγγει ακόμη περισσότερο η «μέγγενη» της ιμπεριαλιστικής ένωσης.
Στο σημερινό τετρασέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» μπορείτε να διαβάσετε:
ΕΥΡΩΖΩΝΗ - ΕΜΒΑΘΥΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ: Σχέδια αναδιαρθρώσεων με άξονα την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων.
ΕΥΡΩ-ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ: Ενίσχυση σχέσεων για την εξασφάλιση θέσεων και «πρωτείων» των ευρωπαϊκών μονοπωλίων.
ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Μια ματιά στις αντεργατικές αναδιαρθρώσεις των τελευταίων δεκαετιών, σύμφωνα με στοιχεία από μελέτη του Κέντρου Ευρωπαϊκών Μεταρρυθμίσεων.
ΤΥΝΗΣΙΑ: Λαϊκές διαδηλώσεις ενάντια στη φτώχεια και την εκμετάλλευση έξι χρόνια μετά την «Αραβική Ανοιξη», που ήταν άνοιξη μόνο για το κεφάλαιο.
The Associated Press |
Το προηγούμενο διάστημα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με την απόφαση της 18ης Ιούνη του 2017, ήρθε να επιβεβαιώσει την εκπεφρασμένη επιθυμία του ευρωπαϊκού κεφαλαίου να ενισχύσει τις θέσεις του στην τεράστια αφρικανική αγορά και στις στρατηγικού χαρακτήρα πηγές πρώτων υλών, μέσω της χρηματοδότησης επιχειρηματικών σχεδίων με έναν πακτωλό κονδυλίων.
Το κείμενο ξεκάθαρα υπογραμμίζει ότι η ΕΕ και τα κράτη - μέλη της επιθυμούν να παραμείνουν ο βασικός εταίρος της Αφρικής στα πεδία των άμεσων ξένων επενδύσεων, του εμπορίου και φυσικά της άμυνας και ασφάλειας, μέσω της ενίσχυσης των δράσεων ενάντια στην «τρομοκρατία» και την πειρατεία, παράλληλα με τη μάχη κατά του λαθρεμπορίου όπλων και του «trafficking».
Λίγες μέρες μετά ήρθε το Ευρωκοινοβούλιο να επιβεβαιώσει την ίδια πολιτική κατεύθυνση, εγκρίνοντας την εκταμίευση δεκάδων δισ. ευρώ για το επόμενο διάστημα, στο όνομα της «αειφόρου ανάπτυξης», της «καταπολέμησης της τρομοκρατίας», της «μείωσης των ανισοτήτων» και όλων των άλλων προφάσεων που αξιοποιεί η ιμπεριαλιστική ένωση για τη διείσδυση των μονοπωλίων της σε μια σειρά από κρίσιμες για τα συμφέροντά τους ζώνες.
Ειδικότερα, η απόφαση του Συμβουλίου της 18ης Ιούνη χαρακτηρίζει το 2017 ως «έτος ορόσημο» στην εταιρική σχέση ΕΕ - Αφρικής, καθώς οι δύο πλευρές, όπως λέει, θα επιδιώξουν την ενίσχυση και εμβάθυνση της πολιτικής και οικονομικής τους συνεργασίας. Βασικοί άξονες πάνω στους οποίους θα κινηθεί η «συνεργασία» είναι η Συμφωνία του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή και οι κατευθύνσεις που δίνονται από την «αναπτυξιακή ατζέντα Αφρική 2063». Ο δεύτερος άξονας αναφέρεται στο συνολικότερο πρόγραμμα πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης της αφρικανικής ηπείρου με χρονικό ορίζοντα την επόμενη πεντηκονταετία, η οποία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την εκτέλεση ενός τεράστιου όγκου επενδύσεων σε υποδομές μεταφορών και επικοινωνιών, όπου οι μονοπωλιακοί όμιλοι της ΕΕ προσπαθούν να αποκτήσουν πρωταγωνιστικό ρόλο, την ίδια στιγμή που μονοπωλιακοί όμιλοι των ΗΠΑ, της Κίνας και άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων προσπαθούν να αποκτήσουν, διατηρήσουν και επεκτείνουν κι εκείνοι τις θέσεις τους στην περιοχή.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι ήδη σήμερα η ΕΕ κατέχει μια ισχυρή επενδυτική παρουσία στην Αφρική σε όρους συνολικού όγκου Αμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ). Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα επίσημα στοιχεία της Eurostat, οι ΑΞΕ των κρατών - μελών της ΕΕ στην Αφρική το διάστημα 2012-2015 έφτασαν τα 71,7 δισ. ευρώ σωρευτικά, ποσό που ωστόσο αντιστοιχεί μόνο στο 5,8% των συνολικών επενδυτικών εκροών της ΕΕ προς άλλες αγορές, ενώ το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κεφαλαίων στράφηκε κατά κύριο λόγο προς τη Νότιο Αφρική και την Αίγυπτο, δύο χώρες που αποτελούν ούτως ή άλλως τους βασικότερους επενδυτικούς προορισμούς συνολικά των ξένων κεφαλαίων που εισρέουν στην Αφρική.
Ο σχεδιασμός της ΕΕ δείχνει ότι το επόμενο διάστημα θα γίνει προσπάθεια καλύτερου γεωγραφικού διαμοιρασμού των επενδυτικών κεφαλαίων και στις υπόλοιπες χώρες της Αφρικής, και στη βάση αυτή γίνονται οι επισημάνσεις περί της ανάγκης να υπάρξει «σταθερότητα» και «ασφάλεια» στις περιοχές όπου πλήττονται από εμφύλιες συρράξεις, «τρομοκρατία» κ.λπ., ώστε να «τρέξουν» οι επενδύσεις. Το δίχως άλλο, δηλαδή, η διάνοιξη νέων πεδίων κερδοφορίας περνάει μέσα και από τη δρομολόγηση στρατιωτικών και άλλων επεμβάσεων, προκειμένου να διασφαλιστεί η ιμπεριαλιστική «σταθερότητα» με το πιστόλι στον κρόταφο των λαών.
Από τα στοιχεία των ΑΞΕ του 2015, προκύπτει ότι η ΕΕ, ως σύνολο, διατηρεί την πρώτη θέση στη λίστα των επενδυτών στην αφρικανική ήπειρο, καθώς κατέχει το 45% της συνολικής αγοράς νέων επενδύσεων γι' αυτό το έτος.
Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι στη σχετική λίστα κατά χώρα σε σχέση με τον αριθμό των συνολικών επενδυτικών σχεδίων, στην πρώτη θέση βρίσκονται οι ΗΠΑ με 93 συνολικά επενδυτικά σχέδια και ακολουθούν Βρετανία με 76, Γαλλία με 53, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα με 45, Γερμανία με 37, όσα και η Ινδία, ενώ ακολουθεί η Κίνα με 32. Τα στοιχεία αυτά είναι ενδεικτικά (καθώς είναι δύσκολη η εξακρίβωση πραγματικών πηγών επενδυτικών κεφαλαίων), σε κάθε περίπτωση πάντως καταγράφουν τάσεις. Σε σχέση με την επενδυτική θέση της Κίνας στην περιοχή, δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι η Κίνα, παρά το ότι εμφανίζεται σε χαμηλή θέση σε σχέση με άλλους ανταγωνιστές στην περιοχή, μόλις τα τελευταία χρόνια έχει εισέλθει στην πρώτη δεκάδα, αυξάνοντας με διψήφιο ποσοστό κάθε χρόνο τα κεφάλαια που επενδύει στην αφρικανική ήπειρο. Ενδεικτική δε και των σφοδρών ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που «τρέχουν», αλλά και του ρόλου της Κίνας, είναι και η πρόσφατη αποστροφή του προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου, Α. Ταγιάνι, πως «δεν μπορούμε να αφήσουμε την Αφρική στην Κίνα».
Ενδεικτικές, πάντως, των προθέσεων της ΕΕ να παίξει το ρόλο «παγοθραυστικού» για την ακόμα μεγαλύτερη διείσδυση των ευρωπαϊκών μονοπωλίων στην Αφρική, αλλά και των τεράστιων κεφαλαίων που λιμνάζουν και αναζητούν κερδοφόρες διεξόδους, είναι και οι πιο συγκεκριμένες αποφάσεις για τη χρηματοδότηση των δράσεων της ΕΕ στην Αφρική, που περιλαμβάνει η απόφαση που έλαβε το Ευρωκοινοβούλιο στις 6 Ιούλη σχετικά με την έγκριση του νέου «Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Αειφόρο Ανάπτυξη» (EFSD), το οποίο συγκεντρώνει αρχικά κονδύλια ύψους 88 δισ. ευρώ, με τη συμμετοχή και του ιδιωτικού τομέα, για την ενίσχυση των «αναπτυξιακών» προγραμμάτων της ΕΕ στην Αφρική.
Το EFSD αποτελεί τμήμα του «Ευρωπαϊκού Σχεδίου Εξωτερικών Επενδύσεων» (EEIP), βασικό χρηματοδοτικό εργαλείο οικονομικής διείσδυσης της ΕΕ στις γειτονικές της χώρες, με την αφρικανική ήπειρο στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας. Τα κονδύλια του EFSD θα μεταφερθούν σε ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, οι οποίοι με τη σειρά τους θα παράσχουν δάνεια και εγγυήσεις σε ιδιωτικές εταιρείες, που είτε ήδη δραστηριοποιούνται στις χώρες της Αφρικής είτε σχεδιάζουν να εισέλθουν στην τεράστια αυτή αγορά το επόμενο διάστημα.
Στα συμπεράσματα του Συμβουλίου ειδική αναφορά γίνεται στην προετοιμασία της Συνόδου Κορυφής Αφρικής - ΕΕ που θα πραγματοποιηθεί τον ερχόμενο Νοέμβρη, με τίτλο «Επενδύοντας στους νέους», μια βασική προτεραιότητα τόσο για την Ευρώπη όσο και για την Αφρική, λαμβάνοντας υπόψη τα αφρικανικά δημογραφικά χαρακτηριστικά. Το θέμα απασχολεί σε πολλαπλό επίπεδο και για τις μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη, οι οποίες παρουσιάζονται αυξητικές τα τελευταία χρόνια, αλλά κυρίως λόγω των σημαντικών ευκαιριών που προσφέρει για το κεφάλαιο η ύπαρξη μεγάλης και νέας σε ηλικία εργατικής δύναμης.
Τα δημογραφικά στοιχεία της ηπείρου όπως καταγράφονται σε εκθέσεις του ΟΗΕ και της Αφρικανικής Αναπτυξιακής Τράπεζας αποτελούν πραγματική «πρόκληση», αλλά «και επενδυτική ευκαιρία» για τους μονοπωλιακούς ομίλους. Ο πληθυσμός της ηπείρου έχει ξεπεράσει ήδη από το 2011 το 1 δισ. και αναμένεται να υπερδιπλασιαστεί φτάνοντας τα 2,4 δισ. μέχρι το 2050. Παράλληλα, διαθέτει νέα σε ηλικία και αυξανόμενη εργατική δύναμη, η οποία από τα περίπου 620 εκατ. που αριθμεί σήμερα, θα προσεγγίσει τα 1,6 δισ. μέχρι το 2060. Με αυτό ως δεδομένο, τα επόμενα χρόνια η Αφρική θα διαθέτει τη μεγαλύτερη μάζα εργατικού δυναμικού στον κόσμο. Είναι ένα στοιχείο, βέβαια, που η ΕΕ δεν μπορεί να παραβλέψει από πολλές απόψεις, κάτι που σημειώνεται και στο κείμενο συμπερασμάτων του Συμβουλίου στο οποίο τονίζεται ότι η επερχόμενη Σύνοδος Κορυφής θα εξετάσει το ζήτημα από τη σκοπιά της οικονομικής ανάπτυξης, της δημιουργίας θέσεων εργασίας, της πολιτικής συμμετοχής του πληθυσμού, της μετανάστευσης, της εκπαίδευσης κ.ά.
Μια ματιά στις αντεργατικές αναδιαρθρώσεις των τελευταίων δεκαετιών σύμφωνα με στοιχεία από μελέτη του Κέντρου Ευρωπαϊκών Μεταρρυθμίσεων
Associated Press |
Αυτή η κατάσταση είναι αποτέλεσμα αντεργατικών μέτρων που άρχισαν να εφαρμόζονται από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και κορυφώθηκαν στις αρχές του 2000. Το 2003, επί καγκελαρίας του σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ, αποφασίστηκε η λεγόμενη «Ατζέντα 2010», με στόχο να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της καπιταλιστικής οικονομίας και να μετατρέψει τον «ασθενή της Ευρώπης» στην ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης. Μέρος της «ατζέντας» ήταν και οι «μεταρρυθμίσεις Χαρτζ» (Hartz IV). Η «θεραπεία» της γερμανικής καπιταλιστικής οικονομίας ήταν η ραγδαία μείωση του εργασιακού «κόστους» και των προνοιακών παροχών. Αποδεικνύεται ότι αντεργατικά μέτρα που παίρνονται συσσωρευμένα και εσπευσμένα στην Ελλάδα (και άλλες χώρες που χτυπήθηκαν από την καπιταλιστική κρίση υπερπαραγωγής), έχουν εφαρμοστεί προ πολλού σε ισχυρές καπιταλιστικές χώρες.
Η φτηνή εργατική δύναμη, σε συνδυασμό με το «άνοιγμα» αναδυόμενων αγορών στην Ασία και άλλους παράγοντες, «εκτόξευσαν» τη γερμανική καπιταλιστική οικονομία, όπως δείχνει πρόσφατη μελέτη του Κέντρου Ευρωπαϊκών Μεταρρυθμίσεων, με τίτλο «Ο μύθος Χαρτζ: Μια προσεκτική ματιά στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας στη Γερμανία».
Ανάμεσα σε άλλα, τα μέτρα της «Ατζέντας 2010»: Εισήγαγαν αντικίνητρα για «πρόωρη συνταξιοδότηση», μείωσαν τις συντάξεις, άνοιξαν το δρόμο για κατάργηση της κρατικής χρηματοδότησης στα ασφαλιστικά ταμεία. Επιδότησαν τις ήδη υπάρχουσες χαμηλόμισθες και συνήθως ανασφάλιστες θέσεις εργασίας (μίνι τζομπς), διευκόλυναν την πρόσληψη εργαζομένων ορισμένου χρόνου και μέσω εργολαβικών συνεργείων, έγιναν ευκολότερες και φτηνότερες οι απολύσεις. Σήμερα, το κόστος απόλυσης εργαζομένων στη Γερμανία είναι χαμηλό σε σχέση με διεθνή στάνταρ.
Ενδεικτικά, αναφέρει η παραπάνω μελέτη: Οι εργολαβικοί εργάτες αυξήθηκαν από περίπου 300.000 το 2003 σε 1 εκατ. το 2016. Το ποσοστό των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ήταν ήδη υψηλό και αυξήθηκε περαιτέρω από 40% το 2003 στο 45% το 2015. Το 2002 οι εργαζόμενοι με μισθούς 400 - 450 ευρώ (μίνι τζομπς) ανέρχονταν σε 4,1 εκατ. και μόλις το 2005 είχαν αυξηθεί σε 5,1 εκατ. Η αύξηση παρατηρείται κυρίως σε άντρες που βρίσκονταν σε μαθητεία ή είχαν υψηλότερη εξειδίκευση, αυτοί άλλωστε ήταν και ο βασικός «στόχος» των «μεταρρυθμίσεων». Επιπλέον, υπάρχουν στοιχεία ότι οι μίνι τζομπς αντικατέστησαν θέσεις πλήρους εργασίας σε νοσοκομεία και λιανεμπόριο.
Τα παραπάνω μέτρα της «ατζέντας» εκτόξευσαν την ήδη υπάρχουσα ελαστική εργασία. Οι εργοδότες είχαν στη διάθεσή τους από τη γερμανική νομοθεσία «εργαλεία» για πιο φτηνή και πλήρως προσαρμοσμένη στις ανάγκες των επιχειρήσεων εργασία, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '90. Για να μην απολύσουν τους εξειδικευμένους εργάτες, που κόστιζαν και περισσότερο, εφάρμοζαν τη «μειωμένη εργασία» («Kurzarbeit»), η οποία επέτρεπε στις επιχειρήσεις να μειώνουν τις ώρες εργασίας σε θέσεις που επιδοτούνταν από το κράτος. Με τους «λογαριασμούς ωρών εργασίας», είχαν το δικαίωμα να «αποθηκεύουν» υπερωρίες τις χρονιές αύξησης της παραγωγής και να μειώνουν τις ώρες εργασίας σε περιόδους ύφεσης.
Μέσω του «Hartz IV» συγχωνεύτηκαν επιδόματα ανεργίας και πρόνοιας και περιορίστηκαν δραστικά. Αντίστοιχο μέτρο θα εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ το Μάρτη 2018 υπό τον τίτλο «σύγχρονο σύστημα "στέγασης" οικογένειας και παροχών αναπηρίας» και «εξορθολογισμό των περιττών κοινωνικών προγραμμάτων», αλλά και με «όχημα» το «Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης». Πρόκειται για κατακρεούργηση των προνοιακών και αναπηρικών επιδομάτων.
Στη Γερμανία, η διάρκεια των επιδομάτων ανεργίας μειώθηκε από 32 σε 12 μήνες. Μειώθηκε ακόμη το ποσό του επιδόματος ανεργίας που ήταν στο 50% του καθαρού μισθού που έπαιρνε πριν ο άνεργος. Σήμερα το επίδομα «Hartz IV» των ικανών προς εργασία ανέρχεται σε μόλις 409 ευρώ. Μάλιστα, ο άνεργος για να λάβει το επίδομα θα πρέπει αρχικά να συντηρείται από τον/την σύζυγό του και να εξαντλήσει τις όποιες οικονομίες της οικογένειας για να λάβει το βοήθημα. Γι' αυτόν το λόγο, οι Γερμανοί τα αποκαλούν «επιδόματα ξεγυμνώματος», επειδή πρέπει να μην έχει κανείς «στον ήλιο μοίρα» για να τα «δικαιούται».
«Ενας τεράστιος αριθμός ανθρώπων επηρεάστηκε», σημειώνει η μελέτη. Πριν τις «μεταρρυθμίσεις», περίπου 4 εκατ. άνθρωποι είχαν παροχές (ανεργίας, πρόνοιας) που παρέπεμπαν στο προηγούμενο βιοτικό τους επίπεδο. Το 2008, ήταν λιγότεροι από 1 εκατ.
Ενα μεγάλο μέρος του «Ηartz IV» αφορούσε τη γρήγορη ένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας και την αύξηση της πίεσης να αναλάβουν μια θέση που προτεινόταν από τα γραφεία ευρέσεως εργασίας. Επίσης, οι ίδιες οι περικοπές στις παροχές ανεργίας εξώθησαν μεγάλα τμήματα των εργαζομένων να δέχονται κακοπληρωμένες, προσωρινές και ελαστικές θέσεις εργασίας. Στην πραγματικότητα, «όποια δουλειά είναι διαθέσιμη πρέπει να γίνεται δεχτή, και αυτό έπρεπε αυστηρά να επιβληθεί», τονίζεται στη μελέτη.
Η επίδραση ήταν έντονη στους εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας που έχασαν το δικαίωμά τους στην πρόωρη συνταξιοδότηση. Πριν το 2003 σχεδόν το 40% των ανθρώπων ηλικίας 55 - 64 ετών εργάζονταν, το 2016 αυξήθηκε σημαντικά αυτό το ποσοστό.
Οι μεταρρυθμίσεις «Hartz IV» έδωσαν νέα ώθηση στη χαμηλόμισθη εργασία, η οποία όμως ήταν αρκετά διευρυμένη πριν το 2003. Στη Γερμανία υπάρχει ένας διευρυμένος τομέας χαμηλόμισθων θέσεων εργασίας - ο μεγαλύτερος στην ΕΕ μετά τις χώρες της Βαλτικής, την Πολωνία και τη Ρουμανία, ενώ λίγο πίσω από τη Γερμανία ακολουθούν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία. Η «ανισότητα», οι μεγάλες διαφορές στα εισοδήματα, αυξήθηκε απότομα από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και από το 2005 παραμένει παγιωμένη.
Το 2014 το 20% των εργατών αμείβονταν με λιγότερο από 10 ευρώ την ώρα και το 1/3 των εργατών λιγότερα από 12 ευρώ την ώρα, ενώ θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η μερική απασχόληση.
Ετσι, γενικά εκτιμάται στη μελέτη, ότι οι μεταρρυθμίσεις «Hartz» συνέχισαν, επέκτειναν τη διαδικασία μείωσης του εργατικού «κόστους», οδήγησαν στη μείωση των μισθών, αλλά κυρίως των ήδη χαμηλόμισθων. Δημιούργησαν μια «δεξαμενή διαθέσιμης εργασίας», ανθρώπων που ήταν υποχρεωμένοι να δεχτούν οποιαδήποτε δουλειά, με οποιονδήποτε μισθό και συνθήκες εργασίας.
Με αυτόν τον τρόπο, στη Γερμανία πράγματι υπήρξε μια αύξηση της απασχόλησης από 39 εκατ. εργαζόμενους το 2003 σε 40 εκατ. το 2008 και σε 43,5 εκατ. εργαζόμενους σήμερα. Περισσότεροι απασχολούμενοι, σημαίνει μεγαλύτερη παραγόμενη υπεραξία, δεδομένης μάλιστα της φτηνής εργατικής δύναμης και της τεχνολογικής εξέλιξης που ανεβάζει την παραγωγικότητα. Ομως, αναφέρει η μελέτη, οι «δεδουλευμένες ώρες», ένα μέτρο που δείχνει πόσες θέσεις εργασίας έχουν δημιουργηθεί, μόλις πρόσφατα έφτασαν τα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Δηλαδή, οι συνολικές «δεδουλευμένες ώρες» έχουν μοιραστεί σε περισσότερα άτομα, τα οποία υποαπασχολούνται και δουλεύουν λιγότερες ώρες κερδίζοντας, φυσικά, λιγότερα.
Επίσης, η μελέτη υπογραμμίζει ότι η προθυμία των εργατικών συνδικάτων και των τοπικών εργατικών συμβουλίων να συναινέσουν ήταν καθοριστική για τη μείωση του εργασιακού «κόστους» στη Γερμανία. Ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός, όπου κυριαρχεί η «εργατική αριστοκρατία» με στόχο να «ανταποκριθεί στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης», έπαψε να διεκδικεί αυξήσεις, δέχτηκε την ελαστική εργασία και την πολυδιάσπαση της εργατικής τάξης. Βέβαια, στη Γερμανία ο εργοδοτικός συνδικαλισμός πολλές δεκαετίες πριν είχε ταχθεί στο πλευρό των αναγκών του γερμανικού κεφαλαίου και είχε «πουλήσει» την εργατική τάξη.
Αρχικά, να σημειωθεί ότι ήδη - πολύ πριν το 2003 - τα μέλη των συνδικάτων και κυρίως η κάλυψη των εργαζομένων από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) είχαν μειωθεί δραστικά. Ταυτόχρονα με αυτό, η νομοθεσία επέτρεπε στις μεμονωμένες επιχειρήσεις να αποκλίνουν από τις ΣΣΕ. Το 1993 αυτό αφορούσε μόλις 600.000 εργάτες, το 1998 σχεδόν 7 εκατ.
Στο μεταξύ, οι επιχειρήσεις άρχισαν να αναθέτουν σε εργολαβικά συνεργεία τμήματα των λειτουργιών τους με στόχο να πέσει το εργατικό «κόστος». Οι εργολαβικοί εργάτες αποκλείονταν από τις Συλλογικές Συμβάσεις. Ετσι δημιουργήθηκαν εργαζόμενοι δύο «ταχυτήτων»: Εκείνοι που εντάσσονταν στις ΣΣΕ των συνδικάτων και αποτελούσαν τον «πυρήνα» της παραγωγής και εκείνοι που ήταν εκτός, βασικά στις υπηρεσίες.
Αλλά και για τους εργαζόμενους που καλύπτονταν από τις ΣΣΕ, τα συνδικάτα στο όνομα της «διατήρησης των θέσεων εργασίας» δεν διαπραγματεύονταν για αυξήσεις στους μισθούς. Από τα μέσα της δεκαετίας του '90 οι μισθοί στη Γερμανία αυξάνονταν μόνο αμυδρά. «Πράγματι, μια προσεχτική ματιά δείχνει ότι στη Γερμανία τα υψηλά μεροκάματα συνέχισαν να αυξάνουν, αν και λίγο. Τα μεσαία μεροκάματα έμειναν στάσιμα και τα χαμηλά έπεσαν, ιδιαίτερα στις υπηρεσίες», υπογραμμίζει η μελέτη.
Η μελέτη αναφέρει ακόμη ότι παρά την - έστω μετριοπαθή - αύξηση των μισθών από το 1995, το κόστος εργασίας μειωνόταν για τις επιχειρήσεις. Κι αυτό γιατί η άνοδος της παραγωγικότητας αυξάνει την υπεραξία που αποκομίζει ο επιχειρηματίας ανά εργαζόμενο. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η εξωτερική ανάθεση τμημάτων των επιχειρήσεων και άλλα μέτρα (π.χ. φοροελαφρύνσεις, επιδοτήσεις θέσεων ελαστικής εργασίας).
Γεγονός είναι, πάντως, ότι η αστική τάξη και εννιά από τα κόμματα που προωθούν τα συμφέροντά της, βλέποντας τις εντεινόμενες λαϊκές κινητοποιήσεις και τις πιέσεις των εργατών για αξιοπρεπή δουλειά και ζωή, αποφάσισαν να υπογράψουν τη λεγόμενη «συμφωνία της Καρθαγένης» (Ιούλιος 2016). Ανάμεσά τους είναι βεβαίως το κοσμικό «Νιντάα Τουνές» και το ισλαμικό «Ενάχντα» που αποτελούν τα δύο χέρια του ίδιου συστήματος που διαιωνίζει την εκμετάλλευση του λαού και του πλούτου της χώρας από τα ντόπια και ξένα μονοπώλια. Πλούτου σαφώς μικρότερου σε σχέση με αυτόν που διαθέτουν οι τεράστιοι γείτονες της Τυνησίας (Αλγερία - Λιβύη) αλλά διόλου ευκαταφρόνητου. Με αυτόν τον τρόπο, διαιωνίζεται η μάστιγα της φτώχειας, της ανεργίας, της μιζέριας. Με μία διαφορά: Οσο περνά ο καιρός, ο λαός, που μοιάζει με «καζάνι που βράζει» από αγανάκτηση για το μίζερο μέλλον που του εξασφαλίζουν οι καπιταλιστές, εντείνει τον αγώνα και κλιμακώνει τις απεργίες και άλλες πολύμορφες κινητοποιήσεις. Οχι για μέρες. Ούτε για βδομάδες. Αλλά για μήνες.
Σε πρόσφατη έρευνά του το «Τυνησιακό Φόρουμ για Οικονομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα» (FTDES) διαπίστωσε ότι ιδιαίτερα από το 2008, οπότε η διεθνής καπιταλιστική κρίση όξυνε ακόμη πιο πολύ την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από τα μονοπώλια και τους αστούς, οι Τυνήσιοι εργάτες και άνεργοι νέοι συμμετέχουν ολοένα και περισσότερο σε κινητοποιήσεις, απεργίες, διαδηλώσεις, πολυήμερες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, απαιτώντας τα δικαιώματά τους. Το FTDES εκτιμά μάλιστα ότι όσο περνά ο καιρός, οι κινητοποιήσεις πολλαπλασιάζονται, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι το 2015 είχαν γίνει σε όλη τη χώρα πάνω από 5.000 διαδηλώσεις με εργασιακά αιτήματα και το 2016 πάνω από 8.000 κινητοποιήσεις και απεργίες!
Το Φλεβάρη του 2016, τα πρωτοσέλιδα ορισμένων τυνησιακών εφημερίδων είχαν προβάλει φωτογραφίες από την πορεία 400 χλμ. που διάνυσαν από την πόλη Γκάφσα στην πρωτεύουσα Τύνιδα εκατοντάδες άνεργοι, διεκδικώντας δουλειά και ζωή με αξιοπρέπεια.
Και το τρέχον έτος, σημειώθηκαν κινητοποιήσεις από χιλιάδες εργάτες και άνεργους νέους (εκ των οποίων πολλοί απόφοιτοι πανεπιστημίων με μεταπτυχιακά και διδακτορικά, χωρίς καμία ελπίδα για οποιαδήποτε δουλειά). Τον περασμένο Απρίλη, υπολογίζεται πως πραγματοποιήθηκαν σε αστικά κέντρα της χώρας πάνω από 1.500 διαδηλώσεις! Μέσα σε αυτές τις κινητοποιήσεις ξεχώρισε αναμφισβήτητα ο αγώνας που έκαναν επί περίπου 3,5 μήνες, από τον περασμένο Φλεβάρη έως τα μέσα Μάη, πολλές εκατοντάδες κάτοικοι της νότιας επαρχίας Ταταουίν (που έγινε διεθνώς γνωστή από τα εκεί γυρίσματα ταινίας του χολιγουντιανού «Πολέμου των Αστρων»). Αρκετοί από αυτούς κατασκήνωσαν επί πολλές βδομάδες στην έρημο του Ελ Καμούρ, κοντά σε πλατφόρμες γεώτρησης πετρελαίου και φυσικού αερίου, κλείνοντας τους δρόμους και διεκδικώντας άοκνα τη δημιουργία θέσεων εργασίας και αναδιανομή στις τοπικές κοινωνίες μέρους του πλούτου που απομυζούν τα μονοπώλια από τα κοιτάσματα πετρελαίου, φυσικού αερίου και φωσφορικού άλατος.
Γιατί όμως ξέσπασαν αυτές οι πολύμηνες κινητοποιήσεις στο Ταταουίν και στο Ελ Καμούρ; Γιατί, πολύ απλά, όπως δήλωναν τότε σε δημοσιογράφους οι νέοι της περιοχής «όλοι στο Ταταουίν γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε χωρίς δουλειά». Τυνησιακά ΜΜΕ ανέφεραν χαρακτηριστικά ότι στους περίπου 150.000 κατοίκους της επαρχίας, υπάρχουν πάνω από 12.000 μακροχρόνια νέοι άνεργοι. Τα τελευταία χρόνια, οι επτά πετρελαϊκές εταιρείες και εκμετάλλευσης φυσικού αερίου που δραστηριοποιούνται στην περιοχή δημιούργησαν μερικές εκατοντάδες θέσεις εργασίας με το μισθό του εργάτη να μην ξεπερνά τα 1.200 δηνάρια (300 ευρώ) που είναι και ο μέσος μισθός στη χώρα. Ωστόσο και αυτές ακόμη οι θέσεις εργασίας που δημιούργησαν δεν καλύφθηκαν από ντόπιους αλλά από πιο καλά καταρτισμένους εργάτες από άλλες περιοχές της χώρας. Βλέποντας οι κάτοικοι αυτήν την κατάσταση, ξεσηκώθηκαν και διεκδίκησαν ένα καλύτερο μέλλον.
Μπροστά στη θύελλα των εντεινόμενων λαϊκών αγώνων, ο 90χρονος Τυνήσιος Πρόεδρος Μπεζί Καΐντ Εσέμπσι έριξε τη μάσκα του τάχα φιλολαϊκού, κοσμικού «εκσυγχρονιστή» και έστειλε στρατό. Οπως ανήγγειλε τότε απροκάλυπτα σε έκτακτο διάγγελμά του στις 10 του Μάη έστειλε το στρατό για να «προστατεύσει» από τους εκατοντάδες νέους απεργούς και άνεργους του Ταταουίν, τις ντόπιες και ξένες εταιρείες πετρελαίου, φυσικού αερίου, και φωσφορικού άλατος που εκμεταλλεύονται αντίστοιχα, σημαντικά κοιτάσματα κυρίως στην κεντρική και νότια Τυνησία.
Μετά από πολλές βδομάδες δυναμικών κινητοποιήσεων, παζαριών ανάμεσα σε κυβέρνηση και συνδικάτα, και το θάνατο ενός νεαρού διαδηλωτή από «στραβοτιμονιά» φορτηγού του στρατού, η απεργία σταμάτησε. Σταμάτησε τον περασμένο Ιούνη, μετά την υποχώρηση της κυβέρνησης σε αρκετά από τα αιτήματα των απεργών και την υπογραφή σχετικής συμφωνίας από την κυβέρνηση του Προέδρου Εσέμπσι, αποδεικνύοντας τη νίκη του αγώνα που μπορεί να πετύχουν ενωμένοι εργάτες και άνεργοι. Ο Τυνήσιος οικονομολόγος - ερευνητής στο περιοδικό «L' Economist Magreb», Φέτχι Νούρι, που είναι πανεπιστημιακός καθηγητής ειδικός σε θέματα Ενέργειας, εκτίμησε ότι η πολύμορφη κινητοποίηση που έκαναν επί 3,5 μήνες οι κάτοικοι της περιοχής «κόστισε» στα μονοπώλια διαφυγόντα κέρδη άνω των 24.000.000 δολαρίων.
Οπως ανακοινώθηκε τότε, μέρος της συμφωνίας κυβέρνησης - διαδηλωτών προέβλεπε:
Από την άλλη, όπως ανέφερε η γαλλόφωνη τυνησιακή εφημερίδα «Realites», στις αρχές Ιούνη κάποιες από τις ξένες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου που δρουν στην Τυνησία (γαλλική «Τοτάλ», ιταλική ΕΝΙ, γαλλο-αγγλική «Perenco», η καναδική «Serinus Energy», η αυστριακή OMV) απείλησαν να κλείσουν τις μονάδες γεώτρησης και να εγκαταλείψουν την Τυνησία, γιατί δεν θέλουν να χάσουν ούτε κομμάτι από την πίτα εκμετάλλευσης του τυνησιακού ορυκτού πλούτου.
O δρόμος του αγώνα είναι μονόδρομος για τους Τυνήσιους εργάτες και ανέργους, όπως και κάθε λαού σε οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα και το ζητούμενο είναι ο ταξικός προσανατολισμός του. Για να έχει αποτέλεσμα και προοπτική δεν αρκεί να αντιπαρατεθεί με μια μορφή αστικής διαχείρισης αλλά με την τάξη που έχει την εξουσία, τα μέσα παραγωγής για να τα θέσει στην υπηρεσία της ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών. Και αυτό απαιτεί εργατική λαϊκή εξουσία.