Πέμπτη 22 Φλεβάρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παίζονται ακόμα

Η μουσική ερωτική κωμωδία του Μαρκ Λόρενς, «Music and Lyrics», με τους: Χιού Γκραντ, Ντρου Μπάριμορ, Χάλεϊ Μπένετ, Μπραντ Γκάρετ.

Ενας βετεράνος ροκάς δέχεται μια πρόταση να γράψει ένα νέο τραγούδι, για μια τραγουδίστρια της μόδας. Δέχεται την πρόταση πιστεύοντας ότι θα μπορέσει να ξεφύγει από τα πανηγύρια που τραγουδάει σήμερα.

Ομως, αποφάσισε χωρίς τον ξενοδόχο! Υπάρχει μουσική (ο ίδιος είναι συνθέτης), αλλά δεν υπάρχει στίχος (αυτός δεν έγραψε ποτέ στίχους). Από το αδιέξοδο τον βγάζει το κορίτσι, που ποτίζει τα λουλούδια στο σπίτι του! «Θεέ» μου!

Ναι, καλά το καταλάβατε! Το τραγούδι θα πετύχει και το ζευγάρι θα παντρευτεί! «Κουφαθήκατε» από την πρωτοτυπία και τη φαντασία; Και εγώ!

Από κοντά, το ίδιο «μαγευτική» και το ίδιο «πρωτότυπη» και η ταινία του Σιλβέστερ Σταλόνε, «Rocky Balboα», με πρωταγωνιστή τον ίδιον και τους Μπερτ Γιάνγκ, Τζέραλντιν Χιούζ, Μίλο Βεντιμίλια, Αντόνιο Τάρεβερ.

Ενας βετεράνος του μποξ, ο θρυλικός Rocky, έχει ανοίξει ρεστοράν και ταΐζει τους θαυμαστές του μακαρονάδες και διηγήσεις από τους νικηφόρους αγώνες του. Ο Rocky, όμως, δεν είναι ευτυχισμένος. Είναι, πια, ένας μοναχικός θρύλος που σβήνει.

Ελπίζοντας πάντα στο «θεό», ποτέ δεν πας χαμένος. Ο Rocky αποφασίζει να ξαναβγεί στο ρινγκ. Εκεί που ξέρει να «κουβεντιάζει». Από την αφάνεια ξαναβγαίνει στην επιφάνεια. Και, όπως έκανε και ο ροκάς της παραπάνω ταινίας, κερδίζει και αυτός και παίρνει - και αυτός - το κορίτσι. Αυτός, μάλιστα, πιο τυχερός, παίρνει κορίτσι που έχει και ενήλικα γιο! Εχει και ο Rocky, άλλο ένα παιδί. Αγόρι και εκείνο. Γίνονται, από το τίποτα, τετραμελής οικογένεια!

ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΜΟΥΤΣΙΝΟ
Το κυνήγι της ευτυχίας

Η ταινία είναι βασισμένη στην «αληθινή ιστορία» του φτωχού και άστεγου Κρις Γκάρνερ που, σύμφωνα με την κινηματογραφική εκδοχή της ιστορίας, έφτασε να διοικεί δική του χρηματιστηριακή εταιρεία και να έχει συγκεντρώσει του κόσμου το χρήμα! Μια ιστορία - ύμνος στο «αμερικάνικο όνειρο»! Που, βέβαια, συμβαίνει μια στο δισεκατομμύριο! Και αυτό κάτω από άλλες προϋποθέσεις, με άλλους όρους και μέσα σε άλλες συνθήκες!

Εδώ θα σας έλεγα, «πάμε να φύγουμε, αυτό το έργο το έχουμε δει χιλιάδες φορές στον αμερικάνικο κινηματογράφο». Ομως, πριν φύγουμε, γιατί στο τέλος, λίγο πριν τους τίτλους, οπωσδήποτε πρέπει να φύγουμε, έχουμε αρκετά σημαντικά - και αληθινά - πράγματα να δούμε! Η ιστορία του έγχρωμου Κρις Γκάρνερ, όπως μας την αφηγείται στο μεγαλύτερο μέρος της η ταινία, μοιάζει με τις ζωές εκατομμυρίων Αμερικανών. Οπου τρέχουν - και δε φτάνουν - πίσω από το θεό της Αμερικής, το δολάριο. Το δολάριο που χωρίς αυτό, στη μεγάλη αυτή χώρα, τη μητρόπολη του καπιταλισμού, δεν είσαι άνθρωπος, αλλά πράγμα. Πράγμα, που μπαίνεις στην ουρά για συσσίτιο, για κάποιο κατάλυμα, για τις πρώτες βοήθειες ή, και το πιο πιθανό, σαπίζεις νηστικός κάτω από κάποια γέφυρα. Για να σχηματίσουμε μια εικόνα: Οι αναλφάβητοι στην Αμερική ξεπερνάνε τα 40 εκατ. Οι άστεγοι είναι, επίσης, εκατομμύρια. Οπως, και οι άνεργοι!

Ο Γκάμπριελ Μουτσίνο, χωρίς να υποκύπτει σε τραγικότητες και μελό, μας προσκαλεί να παρακολουθήσουμε τη ζωή ενός πλασιέ που πιστεύει και αγωνίζεται να «πιάσει την καλή»! Στο κυνήγι της αναζήτησης της «καλής», πρώτα διαλύεται η οικογένεια του «κυνηγού». Yστερα, ο «κυνηγός» και ο μικρός γιος του που τον τραβάει από το χέρι, χωρισμένοι από γυναίκα και μάνα, χωρίς στέγη και εργασία, περνάνε του κόσμου τους εξευτελισμούς για να επιβιώσουν. Ο σκηνοθέτης της ταινίας, ακολουθώντας πατέρα και γιο, τους ήρωες της ταινίας, και καταγράφοντας την περιπέτειά τους, τη μικρή τους Οδύσσεια, δίνει στο φακό του, πολύ διακριτικά είναι αλήθεια, την ευκαιρία, να μας δείξει την πραγματική Αμερική. Την Αμερική των ανέργων, των άστεγων, των πεινασμένων. Την Αμερική της εκμετάλλευσης.

Ομως, τα όνειρα, δεν κρατάνε αιώνια. Εκεί που λες, «μπράβο, έστω και με αυτό τον "χαριτωμένο" τρόπο, η ταινία είναι τόσο αληθινή και τόσο ανθρώπινη», φτάνει στο τέλος της και αποκαλύπτεται «τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου». Ο έγχρωμος Κρις Γκάρνερ γίνεται χρηματιστής και πολυεκατομμυριούχος! Ετσι απλά! Οπως στην «πραγματικότητα»! Χωρίς να πατήσει επί πτωμάτων, χωρίς να έχει διασυνδέσεις με τη Μαφία, χωρίς να εξαγοράσει πολιτικούς, χωρίς σκάνδαλα! Τίμια και αγνά, όπως όλοι οι χρηματιστές του κόσμου! Ελεος!

Η ταινία μέχρι λίγο πριν τους «τίτλους τέλους», θα σας αποζημιώσει. Θα σας συγκινήσει, θα σας προβληματίσει. Θα την αγαπήσετε! Γιατί είναι τρυφερή και ανθρώπινη. Μόλις δείτε στην οθόνη τον ήρωα να γίνεται χρηματιστής, πολύ λίγα λεπτά πριν πέσουν οι τίτλοι του τέλους, σηκωθείτε και βγείτε! Δεν πρόκειται να προσβάλλετε κανέναν. Αντίθετα, θα προστατέψετε τον εαυτό σας, αλλά και τους δημιουργούς της ταινίας!

Παίζουν: Γουίλ Σμιθ, Θάντι Νιούτον, Τζέιντεν Κρίστοφερ Σάιρ Σμιθ (γιος του πρωταγωνιστή).

ΜΠΙΛ ΚΟΝΤΟΝ
Dreamgirls

Οι Αμερικανοί έχουν μεγάλη - και καλή - παράδοση στα μιούζικαλ («West Side Story», «Cabaret» κ.ά.). Τα τελευταία χρόνια, δυστυχώς, δείχνουν να στέρεψαν από φαντασία! Τα «Dreamgirls», παρότι έβαλαν οκτώ υποψηφιότητες για τα Οσκαρ, δεν είναι από τις ευτυχισμένες μουσικές στιγμές του αμερικανικού κινηματογράφου. Σε καμία στιγμή της ταινίας δεν «παθαίνεις».

Δεν «παθαίνεις» ακόμα και όταν αναφέρονται σε θέματα που από μόνα τους φέρνουν φωτιές. Οπως είναι το θέμα του ρατσισμού. Τα «Dreamgirls» ήταν μαύρα και ο δρόμος προς την επιτυχία στένευε πολύ για τους μαύρους. Ακόμα και αυτό το καυτό ζήτημα η ταινία το αναφέρει ακροθιγώς. Για να μην πονέσει κανέναν!

Οσκαρ χωρίς πόνο μπορεί να παίρνεις. Ταινία, όμως, δεν κάνεις.

Με το ίδιο πνεύμα που αντιμετωπίστηκε ο ρατσισμός, ακροθιγώς δηλαδή, αντιμετωπίζονται και άλλα σοβαρά ζητήματα στην ταινία. Το ζήτημα της μεταλλαγής της μαύρης μουσικής. Από μουσική διαμαρτυρίας, σε μουσική για να διασκεδάζουν οι αστοί. Αλλά και το ζήτημα της εκμετάλλευσης των νέων καλλιτεχνών από τους παλιότερους και τους μάνατζερ. Ολα είναι εκεί, αλλά τίποτα δεν είναι στη θέση του.

Τι μένει; Κάποιες θαυμάσιες φωνές και δυο - τρία αξιόλογα τραγούδια.

Παίζουν: Μπιγιονσέ Νόουλς, Τζέιμι Φοξ, Τζένιφερ Χάντσον, Ανίκα Νόνι Ρόουζ, Εντι Μέρφι, Μάρτιν Κόμπστον, Νάταλι Πρες.

ΝΤΙΠΑ ΜΕΧΤΑ
Water

Στην Ινδία του 1930, σε κάποιες περιοχές της, ακόμα και σήμερα, όταν πέθαινε ο σύζυγος πέθαινε κατά κάποιο τρόπο και η σύζυγος! Η οποία, σύμφωνα με την παράδοση, είχε τρεις επιλογές: α) να καεί μαζί του, β) να παντρευτεί τον μικρότερο αδερφό του πεθαμένου, αν συμφωνούσε η οικογένειά του και γ) να κλειστεί σε μοναστήρι. Να σημειώσουμε εδώ, για να έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα, πως τις γυναίκες τις πάντρευαν, αν ήθελε ο γαμπρός, από τη γέννησή τους ακόμα! Οι χήρες θεωρούνταν, και θεωρούνται ακόμα και σήμερα, καταραμένες! Στην Ινδία σήμερα υπάρχουν 34 εκατ. «καταραμένες»!

Η ταινία, με εξαιρετικά ποιητικό τρόπο, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα για ινδική παραγωγή, αυτό το ζήτημα πραγματεύεται. Μια χήρα, παιδί ακόμα, κλείνεται σε μοναστήρι. Το οποίο, για να συντηρηθεί, ευκαιριακά, δούλευε και σαν πορνείο. Η κοπέλα γνωρίζει και ερωτεύεται έναν «απελευθερωμένο» από προκαταλήψεις και κακές παραδόσεις νεαρό, πιστό υποστηρικτή του Γκάντι (παθητική αντίσταση, απελευθέρωση (τρόπο τινά) της γυναίκας). Οι προκαταλήψεις, όμως, οι κακές παραδόσεις και ο χρόνος, που δεν έχει φέρει ακόμα τα αποτελέσματά του, δε βοήθησε το ζευγάρι...

Η ταινία μοιάζει να είναι έργο κάποιου αστού διανοούμενου, ο οποίος, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση (Ντίπα Μέχτα), ερμηνεύοντας τον κόσμο ιδεαλιστικά, δεν μπορεί να αποφύγει και τον άκριτο «θαυμασμό» της για την παράδοση, γενικά. Εστω και αν αυτό το κομμάτι της παράδοσης είναι αντιδραστικό και απάνθρωπο. Η κριτική της, υποκύπτοντας στα εξωτερικά στοιχεία της παράδοσης, κρύβει και κάποια νοσταλγία. Τα λαογραφικά στοιχεία της ταινίας έρχονται σε πρώτο πλάνο, εξαφανίζοντας κάθε ρεαλισμό. Με αποτέλεσμα ο θεατής να μένει αμέτοχος από το δράμα που συντελείται στην οθόνη. Να παρακολουθεί τα διαδραματιζόμενα, όπως παρακολουθεί διάφορες αδιάφορες φολκλορικές χορευτικές αναπαραστάσεις. Τίποτα περισσότερο!

Παίζουν: Λίζα Ρέι, Τζον Αμπραχαμ, Σαράλα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
Η ψυχή στο στόμα

Πρώτη αρετή της ταινίας: Δεν είναι συμβατική! Δεύτερη: Είναι υπερ-ρεαλιστική. Τρίτη: Ερμηνεύεται εξαιρετικά. Τέταρτη: Οσες διαφωνίες και αν έχεις, βγαίνεις από την αίθουσα και την κουβαλάς μαζί σου! Πέμπτη: Είναι πολλές οι αρετές της. Πρόκειται για σοβαρή περίπτωση!

Το θέμα υποτυπώδες (ποιος νοιάζεται για το θέμα). Ενας μεσήλικας εργάτης βιομηχανίας, πατέρας ενός νεογέννητου, γεμάτος χρέη και πιέσεις από παντού, ακόμα και από τη γυναίκα του που τον απατάει ασύστολα, είναι εγκλωβισμένος, όπως το ποντίκι στη φάκα! Καθημερινά βουλιάζει και βαθύτερα. Ολοι γύρω του, ακόμα και οι συγγενείς του, τον εκμεταλλεύονται και τον καταπιέζουν! Και αυτοί, βέβαια, με τη σειρά τους, καταπιέζονται από το διπλανό τους, τον αδερφό τους, τον εαυτό τους!

Με αφορμή - οδηγό αυτό το πράγματι τραγικό πρόσωπο, τραγικό γιατί δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί τη ζωή του, πώς να την παλέψει, πώς να συγκρουστεί μαζί της και όποιος νικήσει (τελικά, αυτός θα νικήσει αν αποφασίσει να παλέψει), ο Κύπριος σκηνοθέτης μάς μεταφέρει στον αδιέξοδο κόσμο των συμβιβασμένων. Εναν κόσμο που, ακόμα και οι «πετυχημένοι» του, είναι αιχμάλωτοι της άγνοιάς τους, της υποταγής τους στη «μοίρα» τους.

Ολα τα πρόσωπα της ταινίας μοιάζουν σαν αδέρφια με τους «μοιραίους» του Κώστα Βάρναλη (καλή του ώρα)! Μόνο που ετούτοι, αποτέλεσμα του χρόνου που κύλησε από την περίοδο που γράφτηκε το ποίημα, είναι πιο βίαιοι, πιο απελπισμένοι. Σηκώνουν το χέρι και βαράνε. Τις γυναίκες και τους αδύναμους! Βρίζουν, βρίζουν, βρίζουν! Οι βρισιές στην ταινία είναι εργαλείο, κλειδί που ανοίγει την πόρτα που οδηγεί στην εσωτερική άβυσσο, στο εσωτερικό αδιέξοδο των ηρώων. Εκεί που οι πληγές αιμορραγούν. Εκεί που η καταπίεση βρίσκει διέξοδο μόνον στις κατάρες ή στις «οριακές» λέξεις! Στις λέξεις, που όταν λέγονται από απελπισία, γίνονται χυδαίες. Μόνο χυδαίες, χάνοντας κάθε άλλη τους αξία.

Ο θεατής, λοιπόν, πρέπει να πάρει τις βρισιές, μόνο βρισιές ακούγονται στην ταινία, βρισιές πρωτάκουστες, σαν κραυγές. Μόνον έτσι θα κατανοήσει τους ήρωες, θα αντιληφθεί το πρόβλημα. Γιατί ετούτοι οι άνθρωποι, δεν έχουν άλλο λεξιλόγιο, τους τέλειωσαν όλες οι άλλες λέξεις. Λέξεις όπως αγώνας, αξιοπρέπεια, θυμός, για να μην προχωρήσουμε σε μεγαλύτερες αξίες -λέξεις, όπως ελευθερία, εκτίμηση, σεβασμός!

Θέλουμε δε θέλουμε, ακόμα και όσοι από εμάς θα κλοτσήσουν με τον λεκτικό οχετό της ταινίας, θα αναγνωρίσουμε πως ετούτες οι εκφράσεις, ετούτος ο κόσμος μάς είναι τόσο οικείος! Οι πιο τολμηροί από εμάς, οι πιο ειλικρινείς, θα αναγνωρίσουμε πως μέρος έστω του προβλήματος το έχουμε μέσα στο σπίτι μας! Αν όχι μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, στο διπλανό σπίτι. Στο σπίτι του αδερφού μας, του φίλου μας, του γείτονά μας. Η ήττα, ο συμβιβασμός, η απελπισία έχουν χωθεί στις πολυκατοικίες μας, έχουν περάσει στα σαλόνια μας, στις κρεβατοκάμαρές μας. Μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας μας πέρασε στον κόσμο των «μοιραίων». Συμβιβάστηκε με την υποταγή. Εγινε ένα με την απελπισία!

Η ταινία του Γιάννη Οικονομίδη δε λέει μισόλογα. Αποκαλύπτει το βάθος του πιο καθυστερημένου, του πιο αμόρφωτου κομματιού της εργατικής τάξης. Του κομματιού εκείνο που παράγει όλα τα λούμπεν στοιχεία της κοινωνίας μας. Συμβιβασμένους, καταδότες, πόρνες, λωποδύτες, απατημένους, υποταγμένους, ταγματασφαλίτες!..

Η επανάληψη των ίδιων λέξεων, των ίδιων σκηνών (που μπορεί να εκληφθεί και σαν αδυναμία της ταινίας), λειτουργεί δραματουργικά. Δεν είναι λίγες οι φορές, που δεν κατανοείς την επιμονή του σκηνοθέτη στα «ίδια» και στα «ίδια». Είναι πολλές οι στιγμές που συλλαμβάνεις τον εαυτό σου να λέει «φτάνει πια». Αυτό το «φτάνει πια» (αυτό θέλει να αποσπάσει ο δημιουργός), κάνει ακόμα πιο τραγικό, το τραγικό τέλος της ταινίας. Και επιπλέον θυμίζει (και απειλεί) πως, για ετούτο το είδος των ανθρώπων, η τραγωδία δεν τελειώνει εδώ, που τελείωσε στην ταινία. Υπάρχει και άλλη, ακόμα, τραγωδία για τους υποταγμένους...

Παίζουν: Ερρίκος Λίτσης, Βαγγέλης Μουρίκης, Μαρία Κεχαγιόγλου, Μαρία Ναυπλιώτου, Γιάννης Βουλγαράκης, κ.ά.

«Η ψυχή στο στόμα» βρίζει από απελπισία!..

Εξι οι νέες ταινίες αυτής της βδομάδας. Η πιο άγρια, η πιο ζωντανή, είναι η ελληνική «Η ψυχή στο Στόμα» του Γιάννη Οικονομίδη! Ευχάριστο αυτό! Μια σοβαρή προσπάθεια ψυχολογικής καταγραφής ενός κομματιού της εργατικής τάξης. Του πιο καθυστερημένου κομματιού. Από τη λούμπεν Ελλάδα, ένα σάλτο και βρισκόμαστε στο πολιτικά εξαπατημένο Σαν Φρανσίσκο! «Το Κυνήγι της Ευτυχίας» εδώ περνάει μέσα από μύριες όσες ταπεινώσεις (σκηνοθεσία Γκαμπριέλ Μουτσίνο). Ενας στα 370 εκατ. των Αμερικανών αγκαλιάζει το όνειρο! Οι υπόλοιποι τρέχουν ακόμα, όπως ο μαύρος πρωταγωνιστής της ταινίας, μέχρι που έπιασε (αυτός στα 370 εκατ.!) το όνειρο! Εγινε βαθύπλουτος! Η Ινδή Ντίπα Μέχτα, με το «Water» (Νερό) συμπληρώνει την τριλογία της (Fire, 1996, Earth 1998) πάνω σε ζητήματα της πατρίδας της. Εδώ, με αρκετά ποιητικό τρόπο, αναφέρεται στη θέση της γυναίκας στην Ινδία!

Μετά τις τρεις παραπάνω αρκετά σοβαρές προσπάθειες περνάμε στα συνηθισμένα! «Dreamgirls», του Μπιλ Κόντον. Ενα επιφανειακό μιούζικαλ, που καταπιάνεται με τον κόσμο του τραγουδιού της Αμερικής, της περιόδου του '60. Ακολουθεί η άγευστη μουσική ρομαντικο-ερωτική κωμωδία του Μαρκ Λόρενς «Music and Lyrics». Ψεύτικοι έρωτες, ψεύτικα συναισθήματα, ψεύτικα τραγουδάκια. Και κλείνουμε με την αχαρακτήριστη, αχαρακτήριστη γιατί δεν μπορούμε (δε μας διευκολύνει η ίδια) να την κατατάξουμε κάπου, ταινία του Σιλβέστερ Σταλόνε, «Rocky Bolboa». Ο «Rocky» ανασταίνεται και ξανα-ανεβαίνει στο ρινγκ!



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ