Κυριακή 22 Γενάρη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΓΥΝΑΙΚΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ
Σπρώχνουν τις εργαζόμενες στη φτώχεια

Στην κλίνη του Προκρούστη τοποθετεί η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ - ΝΔ - ΛΑ.Ο.Σ. κάθε κατάκτηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, με στόχο να ικανοποιήσει στο μέγιστο δυνατό βαθμό τις απαιτήσεις του κεφαλαίου για ακόμα πιο φθηνή εργατική δύναμη. Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των μονοπωλίων προϋποθέτει την ένταση της εκμετάλλευσης και επιφέρει βαριές συνέπειες στη ζωή των γυναικών της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Από την προσαρμογή στα μέτρα αυτής της απαίτησης είναι σαφές πως δεν ξεφεύγει κανένα δικαίωμα των εργαζομένων. Στο τραπέζι των «διαπραγματεύσεων» βρίσκεται ό,τι έχει απομείνει από τα εργασιακά δικαιώματα και ανάμεσα σε αυτά και ο κατώτατος μισθός.

Ο κατώτατος μισθός με βάση την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), το ύψος του οποίου σήμερα ανέρχεται σε 751,4 ευρώ, πλαγιοκοπείται με διάφορους τρόπους. Εχει δεχθεί σημαντικό πλήγμα από τη νομοθέτηση μειωμένης αμοιβής για τους νέους από 18 έως 25 ετών αλλά και τους εργαζόμενους σε καθεστώς «μαθητείας» από 15 έως 18 ετών, στο 80% και το 70% αντίστοιχα του ποσού που ορίζει η ΕΓΣΣΕ. Ακόμα πιο συντριπτικό είναι το χτύπημα που επιφέρει η κατάργηση των κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων, η αντικατάστασή τους από επιχειρησιακές και ατομικές. Στην ατζέντα της επίθεσης βρίσκεται επίσης η κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού, η κατάργηση ή μείωση των επιδομάτων, το πάγωμα των αυξήσεων και των μισθολογικών ωριμάνσεων για την επόμενη τριετία. Ηδη οι μισθοί έχουν μειωθεί 20% μεσοσταθμικά μέσα στο 2011, μέσα από ατομικές και επιχειρησιακές συμβάσεις και ελαστικές εργασιακές σχέσεις.

Οι εργαζόμενες γυναίκες από τη μια αμείβονται ήδη χαμηλότερα από τους άνδρες και η επίθεση αυτή οδηγεί τους μισθούς και τα μεροκάματά τους μερικά ακόμα σκαλιά πιο κάτω. Από την άλλη βρίσκονται πιο εκτεθειμένες στις πιέσεις που ασκεί η εργοδοσία για αποδοχή των μειώσεων στα πλαίσια ατομικής και όχι συλλογικής διαπραγμάτευσης και λειτουργούν ως μοχλός πίεσης για το σύνολο των εργαζομένων.

Χαμηλότεροι μισθοί

Ανάμεσα στους μισθούς των ανδρών και των γυναικών ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει «ψαλίδα». Παρά την τυπική εξίσωση των μισθών στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και στο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, η αμοιβή εξακολουθεί να παραμένει άνιση, πιο χαμηλή δηλαδή για τις εργαζόμενες. Οι διαφορές δε γίνονται ορατές όταν συγκρίνονται μεμονωμένες περιπτώσεις εργαζομένων ή όταν οι συγκρίσεις γίνονται στα πλαίσια του ίδιου κλάδου. Ομως, στο σύνολό τους οι μισθωτές αμείβονται κατά μέσο όρο χαμηλότερα σε σύγκριση με το σύνολο των ανδρών.

Ενας παράγοντας που διατηρεί τη διαφορά αυτή έχει να κάνει με το γεγονός ότι περισσότερες γυναίκες απ' ό,τι άνδρες εργάζονται σε θέσεις μερικής απασχόλησης, με ελαστικές μορφές εργασίας, σε δουλεμπορικά γραφεία εργολάβων, σε καθεστώς «μαύρης» αδήλωτης εργασίας, πράγμα που οδηγεί σε χαμηλότερους μισθούς και μεροκάματα. Ακόμα όμως και αν εργάζονται με σχέση πλήρους απασχόλησης οι γυναίκες εργάζονται με ωράρια μικρότερης διάρκειας κατά μέσο όρο από τους άνδρες. Η εργασιακή ζωή των γυναικών διακόπτεται, λόγω της μητρότητας αλλά και της αυξημένης ανεργίας. Οι διακοπές της εργασιακής ζωής από διαστήματα ανεργίας επηρεάζουν το ύψος του μισθού, καθυστερούν τις μισθολογικές ωριμάνσεις, την προσαύξηση δηλαδή του μεικτού μισθού κατά περίπου 5% κάθε τρία χρόνια. Οι εργαζόμενες εξασφαλίζουν με μεγαλύτερη δυσκολία πρόσβαση στις πιο καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας και λόγω της τακτικής των εργοδοτών να αποφεύγουν να τις απασχολούν σε αυτές ώστε να αποφεύγουν το «κόστος» της μητρότητας, τις άδειες και την απουσία από την εργασία που αυτή συνεπάγεται. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ανισότητας των αμοιβών παίζει και το γεγονός ότι οι γυναίκες συγκεντρώνονται σε επαγγέλματα και κλάδους χαμηλής ειδίκευσης, όπως, για παράδειγμα, στο εμπόριο και στον τουρισμό, στα οποία οι μισθοί και τα μεροκάματα είναι χαμηλότερα σε σύγκριση με κλάδους και επαγγέλματα που απαιτούν ειδικευμένη εργασία.

Πιο κοντά στη φτώχεια

Η σαρωτική επίθεση στους μισθούς, σε συνδυασμό με τη φορολεηλασία, την εμπορευματοποίηση της Παιδείας, της Πρόνοιας και της Υγείας, οδηγεί τις εργαζόμενες και τις οικογένειές τους πιο κοντά στη φτώχεια. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται στα πρόσφατα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, σύμφωνα με τα οποία το 20,1% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας. Το χρηματικό όριο της φτώχειας σύμφωνα με την αστική στατιστική, με την οποία βεβαίως δε συμφωνούμε γιατί αυτό το όριο είναι όριο εξαθλίωσης, ορίζεται στο ετήσιο ποσό των 7.178 ευρώ ανά άτομο και σε 15.073 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών. Με δεδομένο ότι τα στοιχεία αφορούν στα εισοδήματα του έτους 2009, η πραγματικότητα σήμερα, μετά από δύο χρόνια κλιμάκωσης της αντιλαϊκής επίθεσης, είναι σίγουρα ακόμα πιο άσχημη.

Ο πληθυσμός που απειλείται από τη φτώχεια έχει υψηλή γυναικεία σύνθεση. Σε ποσοστό 40% αποτελείται από άνεργες γυναίκες, σε ποσοστό 33,4% αποτελείται από μονογονεϊκά νοικοκυριά με τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί, ενώ μέρος της τάξης του 27,7% αφορά μονοπρόσωπα νοικοκυριά με μέλος θήλυ. Από τα ποσοστά αυτά φαίνεται πως οι χαμηλοί μισθοί των γυναικών γίνονται πιο ορατοί στις περιπτώσεις που δε συγχωνεύονται στο οικογενειακό εισόδημα, στις περιπτώσεις των μονογονεϊκών οικογενειών και των γυναικών που ζουν μόνες τους. Η υψηλή ανεργία και τα χαμηλά μεροκάματα τις κατατάσσουν πρώτες στον κατάλογο του κινδύνου της φτώχειας.

Η επίθεση στους μισθούς, ακόμα και αν δεν αυξήσει την ανισότητα στις αμοιβές, είναι προφανές πως θα πιέσει κι άλλο προς τα κάτω τους μισθούς συνολικά και θα οδηγήσει περισσότερες εργαζόμενες και τις οικογένειές τους πιο κοντά στη φτώχεια. Η κατάργηση, για παράδειγμα, του 13ου και 14ου μισθού θα επιφέρει μείωση της τάξης του 15% στο εργατικό εισόδημα. Προς την ίδια κατεύθυνση σπρώχνει και η κατάργηση ή μείωση μιας σειράς από κοινωνικά επιδόματα, όπως τα οικογενειακά επιδόματα, τα επιδόματα ανεργίας, τα επιδόματα αναπηρίας.

Μεγαλύτερη πίεση για υποχώρηση

Η εργοδοσία επιδιώκει να μετατρέψει τις εργαζόμενες σε μοχλό πίεσης για την κατάργηση του βασικού μισθού για το σύνολο των εργαζομένων. Αξιοποιεί τα ποσοστά της ανεργίας που κάθε μήνα καταγράφονται και πιο υψηλά, φτάνοντας τον Οκτώβρη το 21,3% στις γυναίκες. Ο φόβος της ανεργίας τις κάνει πιο ευάλωτες στους εκβιασμούς του εργοδότη για αποδοχή ατομικής σύμβασης, είναι πιο εύκολο να υποχωρήσουν μπροστά στο δίλημμα που εκβιαστικά τίθεται σε όλο και περισσότερους εργαζόμενους: Δουλειά με μειωμένο μισθό ή ανεργία. Το γεγονός ότι μεγάλη μάζα εργαζόμενων γυναικών δεν είναι οργανωμένες στα σωματεία τους, ότι η συμμετοχή τους στο κίνημα συναντά μια σειρά εμπόδια που πρέπει να ξεπεράσουν, ότι υπάρχουν δυσκολίες λόγω των υποχρεώσεών τους στην οικογένεια και της πίεσης που νιώθουν να ανταποκριθούν σε αυτές, λόγω του ελάχιστου αν όχι ανύπαρκτου ελεύθερου χρόνου που διαθέτουν, τις οδηγεί συχνά στη μοιρολατρία, στη συναίνεση, στην αναζήτηση ατομικής λύσης.

Μπροστά στα νέα αντιλαϊκά σχέδια έχει μεγάλη σημασία οι γυναίκες της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων να πειστούν από αυτό που η ίδια η ζωή επαληθεύει: Η όποια αναμονή και υποχώρηση δε σταματά ούτε επιβραδύνει την επίθεση αλλά δημιουργεί το έδαφος για την έντασή της, αφού αποθρασύνει τον ταξικό αντίπαλο. Απάντηση στα σχέδια αυτά μπορεί να δώσει μόνο η λαϊκή συμμαχία, που θα ανατρέψει την εξουσία του κεφαλαίου και θα του αφαιρέσει τη δυνατότητα να εκβιάζει και να τρομοκρατεί το λαό.


Ευτυχία ΧΑΪΝΤΟΥΤΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ