Κυριακή 21 Μάρτη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Βιογραφικό Του Τίτου ΚΟΚΚΙΝΕΑ

Ο Τίτος Κοκκινέας (Δήμος Ζευγολάτης) γεννήθηκε το 1942 στο «Μερολίθι» Φιλιατρών Μεσσηνίας. Από κει, 4 χρόνων, η οικογένειά του αυτοεξορίστηκε στο Ηράκλειο Αττικής στην παρανομία, επειδή ο πατέρας του Τίτος Αινείας (Σταύρος Κοκκινέας), ως υπεύθυνος του ΕΑΜ Φιλιατρών, κυνηγήθηκε για την αντιστασιακή του δράση. Εκεί «έχασε» τη μητέρα του το 1951, στα 9 του χρόνια. Βγήκε στη βιοπάλη στα 13 του χρόνια. Στο εργοστάσιο, στο εργαστήρι ή στο κατάστημα μοχθούσε από τότε ολημερίς. Τα βράδια πήγαινε στο Νυχτερινό Γυμνάσιο, παράλληλα άρχισε από 14 χρόνων να γράφει, στο «Για σας και το παιδί σας», «Διάπλαση των παίδων», «ΦΙΛΙΑΤΡΑ», «Μεσσηνιακά Νέα», «Προς τη νίκη», «Παιδική χαρά», «Ζωή του παιδιού», «Ερυθρός Σταυρός», «Φαντασία», κ.ά.

Για δεκαπέντε χρόνια έγραφε στο «Ρομάντζο» κάθε βδομάδα την παιδική σελίδα με λαϊκά παραμύθια, ιστορίες λαογραφικές, αινίγματα, κλπ. Το 1962 έγινε μέλος των «Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών». Εδώ και 30 περίπου χρόνια είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ έχει εκλεγεί στο ΔΣ της πολλές φορές ως ταμίας, έφορος, κλπ. Εχει γράψει αρκετά βιβλία διηγημάτων, χρονογραφικών ποιημάτων, παραμυθιών, λαογραφικά κλπ., μεταξύ των οποίων: «Το σούρουπο οι ίσκιοι μακραίνουν» (1961), «Στάση ο Ζέφυρος» (1971), «Λαϊκά παραμύθια ελληνικά» (1963), «Παραμύθια του λαού μας» (1974), «Θα 'βρεχε» (1976), «Εύθυμα ελληνικά λαϊκά παραμύθια» (1978-79), Ποιητικά (1981), Χρονογραφικά (1983), «Του λαού και του τόπου» (1985), «Στο μέλλον μας» (1987) κ.ά. κι έχει πολλή ανέκδοτη δουλειά.

Συνταξιούχος σήμερα, για 40 χρόνια βοηθός συμβολαιογράφου, ιδρυτικό μέλος μετά τη χούντα ξανά του Σωματείου Συμβολαιογραφοϋπαλλήλων, του Συλλόγου των «Απανταχού Σαϊδωνιτών» του κόκκινου ηρωικού, πρώτου στην Αντίσταση χωριού της Μάνης και άλλων Συλλόγων και Συνδικαλιστικών Σωματείων.

Το σούρουπο οι ίσκιοι μακραίνουν...

...ή εσύ τι έκανες για να μη γίνει;

Παπαγεωργίου Βασίλης

Η θάλασσα καθρέφτης! Πρώτη φορά τέτοια μπουνάτσα. Ο ήλιος στη δύση. Μάλλον! έχει δύσει. Κι ας φαίνεται δυο πόδια απ' την θάλασσα έξω. Ολοκόκκινος, πορφυρένιος. Είναι κι αυτό οφθαλμαπάτη! Εχει δύσει. Κατά πώς λένε τουλάχιστον τεφτέρια - Γραμματικοί. Και γω γυαλίζω τους μπρούντζους στην πλώρη στο «Σφουγγάρι!» Γιατί «Σφουγγάρι» λέγεται το «ντεπόζιτό» μας, το καΐκι μας. «Σφουγγάρι» που πάει για σφουγγάρια! Σήμερα φύγαμε το πρωί, από τη Λέρο, για την Μπαρμπαριά, για σφουγγάρια. Ο καπετάν Χαραλάμπης ψηλόλιγνος, αρκουδιάρης θαρρείς, τόσο τον έχει καβουρντισμένο θάλασσα - ήλιος, βλέπει κατά δω. Παρατάω τους μπρούντζους. Πιάνω τη βούρτσα. Και δώστου φασίνα. Και δώστου τρίψιμο... Ωσπου να ξεφτίσουνε τα σανίδια. Δε θέλω να με πετάξει στη θάλασσα! Να με πούνε χαραμοφάη. Γιατί τα κάνει κάτι τέτοια ο καπετάν Χαραλάμπης. Σκληρότερος δεν είναι στο νησί, όλοι σου λένε. Να φας σκουλικιασμένη γαλέτα με τη χούφτα από δαύτον που να πάει καπνός! Να φας μπάτσο που να γυρίσεις πέντε φούρλες! Κακίτερος καπετάνιος δεν υπάρχει σου λένε. Μα καλύτερα έτσι. Αλλιώς δε θα έπιανα δουλειά πάνω στο «Σφουγγάρι»! Το ντεπόζιτό του! Γιατί κανένας δεν αφήνει το γιο του μούτσο στα χέρια του μέσα. Και έτσι μια και δεν έχει κανένα για μούτσο, πήρε εμένα! Ξένος για δαύτον, απ' άλλο χωριό στα μέσα του νησιού ήμουν.

Ξεσπάει λέει προπάντων πάνω στους μούτσους μόλις και κάνουνε τίποτε. Από πρόπερσι, τότε που τόσκασε ο μονάκριβος γιος του, 16 χρονών παλικάρι, μούτσος σε ξένο καράβι, στην απουσία του. Και από τότε ξεσπάει στα παιδιά πάνω. Βλέπεις δεν του στέλνει και κείνο το καταραμένο ούτε γράμμα ούτε γραφή. Από ξένα στόματα αραιά και πού μαθαίνει χαμπέρια για δαύτον. Κακά χαμπέρια: Εγινε άσωτος, μπεκρής, λέει ο γιος του, εκεί στο ξένο καράβι. Δώστου φασίνα. Να με δει πως δουλεύω. Φασινάροντας, έπεσα πάνω στον ίσκιο του απότομα. Γύρισα κατά κει τρομαγμένος. Και όμως στεκόταν 5 ολάκερα μέτρα πιο πέρα! Ας το καλό. Τρόμαξα! Νόμιζα πως ήταν απάνω μου. Ετοιμος να με κλωτσήσει, έτσι όπως είχε το ένα πόδι πιο πίσω... Να πάρει φόρα για την κλωτσιά λες. Ας το καλό! Είναι πέντε μέτρα πιο πέρα. Το σούρουπο βλέπεις οι ίσκιοι μακραίνουν. Κοιτά αετήσια, πέρα, στα βόρεια. Και ας πηγαίνουμε νότο. Αγρια, αυστηρά κοιτάει. Λες και μαλώνει μπροστά του το γιο του. Τούχανε πει πως ταξιδεύει βόρεια, με ιρλανδέζικο για κείνο.

-- Τι έπαθες.

-- Ωχ, ωχ πήρε κάβο πως τον κοιτάω...

-- Τίποτα. Συμπάθα με καπετάνιο... Γυρνάει αλλού. Στα νότια στη ρότα μας τώρα. Και γω στη δουλειά μου. Δώστου φασίνα να λάμψουν οι τάβλες, βουρτσίτσα μου. Δώστου! Φύγαμε από τη Λέρο το πρωί. Ολα τα ντεπόζιτα τσούρμο. Εκεί να δουν τα μάτια σου κόσμο! Χαροκαμένες μανάδες. Ευτυχισμένες μανάδες. Ανήσυχες μανάδες. Αδερφές, γυναίκες, αρραβωνιαστικές. Ολο ζήλια παιδιά και γέρους. Να κουνούνε μαντίλια, να κλαίνε, να χαιρετάνε, να φωνάζουν, να φιλούν με το χέρι, τους ναύτες, τους βουτηχτάδες, τους μούτσους. Και δώστου να χαιρετάνε, να κουνούν μαντίλια, να φιλούν με το χέρι. Να πηγαίνει το δάκρυ κορόμηλο. Κι οι ναύτες και οι βουτηχτάδες και οι μούτσοι να χαιρετάνε καθένας κάποιον δικό του και να δίνουνε θάρρος.

...Και γω στο δεξί παραπέτο ακουμπισμένος, να μην έχω να χαιρετήσω κανέναν. Βλέπεις ο πατέρας μου μπαίνει, στους 10 χρόνους που' ν' στο κρεβάτι, παράλυτος. Από βουτηχτής τόβρε. Και η μάνα μου να κάθεται κοντά του, 3 ώρες πορεία βλέπεις από δω το χωριό. Πού να κατέβει μονάχη, χαροκαμένη γυναίκα. Και πού να αφήσει τον άνδρα της παράλυτο άνθρωπο, που δεν κάνει στιγμή μοναχός... Και να συγκινούμαι περισσότερο απ' όλους... Χρόνια και χρόνια πρόσμενα τούτη τη στιγμή! Πότε θα φύγω για άλλους τόπους, για της Μπαρμπαριάς τα μέρη, γι' αλλού ναυτικός. Και να με χαιρετά λέει η μάνα μου και η αδελφή μου από την παραλία και να μου στέλνουν φιλιά και να κουνούν το μαντίλι, και γω περήφανος να τις ησυχάζω: «Δεν είναι τίποτα μάνα, Φρόσω. Μην κλαίτε! Θα ξαναγυρίσω γρήγορα. Με ένα σωρό δώρα. Μην κλαίτε και θα νιώθω περήφανος. Ανδρας! Η αδελφή μου τώρα είναι υπηρέτρια στην Αθήνα! Κι ούτε το ξέρει που φεύγω. Θε να της γράψω μεσοπέλαγα, μόλις και πιάσουμε πόρτο... Κι η μάνα μου στο χωριό... Με πήρε το παράπονο, εδεκεί στο δεξί παραπέτο. Κι έκλαψα. Βλέποντας όλον εκείνον τον κόσμο που χαιρετούσε καθένας και έναν δικό του και μένανε κανένας. Μα ντράπηκα, που θα με έβλεπαν έτσι οι άλλοι και θα με κορόιδευαν. Και σκουπίστηκα. Και κατέβηκα στις μηχανές κάτω που στέκαν και κείνες μονάχες. Από δώδεκα χρονών στη βιοπάλη εμπήκα. Στην αρχή σε τσαγγάρικο να μάθω την τέχνη, με ένα τάλιρο την ημέρα! Και αν το θυμόταν και είχε δηλαδή να μου δώσει. Μάθαινα τέχνη λέει. Επειτα σε περιβόλι, με 10 δραχμές. Τώρα στα 14 μου χρόνια μούτσος με 30 δραχμές. Ολο και στο καλύτερο πάμε. Αυτά σκέφθηκα εκεί κάτω και παρηγορήθηκα λίγο. Αυτά και τον εαυτό μου πέρυσι, πρόπερσι, αντιπρόπερσι, κάθε χρόνο που χάζευε στο μώλο, φερμένος επίτηδες, σκαστός από το σπίτι και τη δουλειά, και ζήλευα που φεύγανε τα καΐκια και χαιρετούσα με τα χέρια μου κανένα και όλους που έφευγαν, και δάκρυζα από τη ζήλια που δεν με παίρναν.

Σε λίγο ήρθε ο Βάνιας ο μηχανικός κάτω. Εβαλε μπρος τις μηχανές. Κατάλαβε, έτσι βουρκωμένον κιόλας που με είδε, και μου μίλησε. Και μου είπε να πάω πάνω. Στο πόστο μου, με χρειάζονταν! Μα εγώ δεν πήγα. Παρά έπειτα από ώρα. Σαν από το νησί τα βουνά του μόνον φαινόταν και ο κόσμος στο μώλο δε φαινόταν. Ευτυχώς που με την αναμπουμπούλα δεν τον είχε πάρει μυρωδιά ο καπετάν Χαραλάμπης.

...Ο ίσκιος του με τρόμαξε πάλι. Γύρισα περίεργα και τον ξανακοιτώ. Ωχ, ωχ το πήρε χαμπάρι και έρχεται κατά δω.

-- Βρε, συ με παραμονεύεις; Τι βλέπω; Γιατί άφησες τους μπρούντζους μισοτριμμένους; Το νερό στο μαστέλο που βουτάς τη φασίνα σου βρώμισε. Χαραμοφάης είσαι, βρε; Τι σε πήρα; Αγριεύει. Ε, τι σε πήρα; Να το ξέρεις, αν πάμε έτσι, σίγουρα θα σε φουντάρω στη θάλασσα. Πρόσεξε. Δίνει μια κλωτσιά με τις μπότες στο μαστέλο με τα βρωμόνερα. Μουσκεύουν το παντελόνι μου για καλά εκείνα. Λερώνουν το πάτωμα που πάσκιζα τόσην ώρα να καθαρίσω. Κρίμα και παιδευόμουνα τόσην ώρα να γυαλίσω τούτες τις τάβλες. Εφυγε. Πιάνω το μαστέλο, το κρεμώ από το σχοινί του στη θάλασσα. Το γεμίζω θάλασσα για να ξαναρχίσω με καινούργιο νερό τη φασίνα. Ο ήλιος είναι εκεί μισή πιθαμή απ' τη θάλασσα έξω. Ολοκόκκινος. Ο άλλος μισός, βουλιαγμένος. Καθώς κοιτώ να τραβήξω τον κουβά μου επάνω βλέπω τον ίσκιο του «Σφουγγαριού» του καϊκιού μας, στην ακύμαντη θάλασσα, πάνω, είναι παχυός ίσκιος δέκα μέτρα και βάλε. Και κυματίζει εδώ και κει από κυματάκια που κάνει το καΐκι μας σκίζοντας τα νερά, και κουνιέται μονάχος του έτσι, μια πάνω μια παρά κάτω, σαν φίδι, που προχωρεί με ζικ-ζακ. Παχύς και μακρύς ίσκιος. Ετσι σαν πάντα, σαν και μας τώρα, το σούρουπο που οι ίσκιοι μακραίνουν! Πάντα μακραίνουν! όπου και αν είσαι. Σε στεριά, σε θάλασσα, μέσα... Σαν και μας...

ΤΩΡΙΝΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Τα χρόνια από τότε μάκρυναν περισσότερο απ' τους ίσκιους! Αυτά έγιναν το 1954! Ο τότε μούτσος, έγινε άντρας. Ξύπνησε. Πήγε στο σχολειό. Σπούδασε. Εγινε καπετάνιος! Ταξίδεψε, σε θάλασσες, πόντους και ωκεανούς. Ουρανούς και στεριές:

Το πρώτο του κείνο ταξίδι όμως, ποτέ του δεν το ξέχασε! Τούγινε αξέχαστο μάθημα! Μπούσουλας σ' όλη του τη ζωή! Και πάλεψε από τότε την αδικία, την εγκατάλειψη και την τρομοκρατία της εργοδοσίας. Συνδικαλίστηκε, αγωνίστηκε, απήργησε μ' όλους τους άλλους. Πάλεψε. Βούτηξε και έπιασε την προπέλα στο λιμάνι, να μη γυρίσει μ' απεργοσπάστες. Κρεμάστηκε μ' αυτοθυσία απ' τον καταπέλτη για να μην τόνε κλείσουν και φύγει το πλοίο.

Εδωσε το είναι του, τη ζωή του γι' αυτά. Μαζί με άλλους. Τα παλικάρια! Τα πραγματικά παλικάρια της θάλασσας της ζωής. Για να γίνει η ζωή μας καλύτερη! Πιο ανθρώπινη! Πιο δίκαιη! Και τώρα συνταξιούχος του NAT δε μέρεψε! Παλεύει! Κοντά στους τωρινούς αγωνιστές. Τους συμβουλεύει! Αγωνίζεται μαζί τους. Τους οδηγεί με την πείρα του! Ετσι πρέπει να γίνουμε όλοι, μικροί και μεγάλοι, νέοι, μεσόκοποι και γέροι, σαν αυτόν. Σε στεριά και σε θάλασσα. Και όταν κάποιος μας ρωτά για μια αδικία που μας έγινε, εμείς να του λέμε:

-- ΕΣΥ ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΓΙΝΕΙ;

ΤΙΤΟΣ ΚΟΚΚΙΝΕΑΣ

Από το βιβλίο του: «ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ ΟΙ ΙΣΚΟΙ ΜΑΚΡΑΙΝΟΥΝ», Αθήνα 1961 (χωρίς τον τωρινό επίλογο).



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ