Παρασκευή 15 Μάη 2020
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΑΕΡΟΜΕΤΑΦΟΡΕΣ
Κρατικές παρεμβάσεις και πακτωλός για τους ομίλους, «στον αέρα» οι εργαζόμενοι

Copyright 2020 The Associated

Σοβαρές ανακατατάξεις στον τομέα των αερομεταφορών μεταξύ των μεγαλύτερων ομίλων του χώρου, καθώς και περαιτέρω όξυνση του ανταγωνισμού, προκαλούν η πανδημία του κορονοϊού και ο επακόλουθος περιορισμός των πτήσεων σε όλη την Ευρώπη. Αυτή την περίοδο τα κράτη παρεμβαίνουν για να διασώσουν τις εταιρείες αερομεταφορών και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «χαλαρώνει» τη μέχρι πρόσφατα «αυστηρή» νομοθεσία της για την παροχή κρατικών εγγυήσεων, τονίζοντας βέβαια, όπως και με τα μέτρα στήριξης των υπόλοιπων τομέων και κλάδων της οικονομίας, ότι το κύριο βάρος θα επωμιστούν οι κρατικοί προϋπολογισμοί και όχι ο κεντρικός προϋπολογισμός της ΕΕ, ενώ σε κάθε περίπτωση το «μπιλιετάκι» θα πάει στους λαούς. Την ίδια στιγμή, όπως αποκάλυψε και κατήγγειλε η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ, δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι στον τομέα των αερομεταφορών σε όλη την Ευρώπη πετιούνται στο δρόμο ή βρίσκονται λίγο πριν την απόλυση.

Επιβεβαιώνεται έτσι για άλλη μια φορά ότι όταν το απαιτούν οι συνθήκες, η κρατική παρέμβαση έρχεται να διασώσει τους ιδιωτικούς μονοπωλιακούς ομίλους παρέχοντας αφειδώς δημόσιο χρήμα και φορτώνοντας στις πλάτες των εργαζομένων την κρίση, όπως όλα τα προηγούμενα χρόνια φόρτωσαν στις πλάτες τους - με την εντατικοποίηση που έσπασε κόκαλα, τους μισθούς πείνας και τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων - την «απογείωση» των κερδών τους.

Τεράστια ποσά για αρχή και έπεται συνέχεια

Μόλις πριν από λίγες μέρες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τη μεγαλύτερη μέχρι στιγμής παροχή ενίσχυσης, στην «Air France» από το γαλλικό κράτος, ύψους 7 δισ. ευρώ, υπό τη μορφή εγγυήσεων στα δάνεια της εταιρείας αλλά και άμεσης παροχής ρευστότητας, για να περιορίσει τις επιπτώσεις που προκάλεσαν η πανδημία και ο σχεδόν πλήρης περιορισμός πτήσεων. Πρόκειται για ένα από τα πρώτα πακέτα διάσωσης που χορηγούνται σε ευρωπαϊκή αεροπορική εταιρεία, σε μια περίοδο που στις ΗΠΑ ήδη «τρέχει» ανάλογο κρατικό πρόγραμμα στήριξης του τομέα των αερομεταφορών, αρχικού προϋπολογισμού 60 δισ. ευρώ, όπως θα δούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια.

Η «Air France» είναι μία από τις μεγαλύτερες αεροπορικές εταιρείες του κόσμου, με στόλο που ξεπερνά τα 300 αεροσκάφη, και αποτελεί μέρος του ομίλου «Air France - KLM Group», όπου Γαλλία και Ολλανδία διατηρούν από 14% αντίστοιχα, μετά τη συγχώνευση των δύο εταιρειών το 2004. Το πακέτο στήριξης προβλέπει την παροχή εγγυήσεων εξαετούς διάρκειας για το 90% των δανειακών υποχρεώσεων της εταιρείας και ύψους μέχρι 4 δισ. ευρώ, ενώ επιπλέον θα χορηγηθούν απευθείας 3 δισ. ευρώ υπό τη μορφή δανείου με ευνοϊκούς όρους.

Και στην Ολλανδία όμως ετοιμάζεται ανάλογο πακέτο διάσωσης προς την «KLM». Τα σχετικά δημοσιεύματα αναφέρουν ότι η παρέμβαση του ολλανδικού κράτους θα κινηθεί από 2 έως 4 δισ. ευρώ, αφού κάτι τέτοιο κρίνεται απαραίτητο για να μη βάλει ο αεροπορικός κολοσσός «λουκέτο» το αμέσως επόμενο διάστημα. Πάντως ακόμα κι αυτά τα κονδύλια θεωρούνται αρκετά μόνο υπό τα σημερινά δεδομένα, δίχως να είναι κανείς σε θέση να πει τι ακριβώς θα επακολουθήσει. Οπως ανέφερε χαρακτηριστικά σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου ο υπουργός Οικονομικών της χώρας, Wopke Hoekstra, «αυτή τη στιγμή η εταιρεία μπορεί να συνεχίσει τη λειτουργία της για λίγες ακόμα βδομάδες, αλλά με το 90% του στόλου της καθηλωμένο, το τέλος θα αρχίσει σύντομα να γίνεται ορατό. Με την υποστήριξη που θα λάβει η επιχείρηση θα μπορέσει να συνεχίσει τη λειτουργία της για τα αμέσως επόμενα χρόνια. Αυτή είναι η καλύτερη πρόβλεψη που μπορώ να κάνω, αλλά δεν μπορώ να προβλέψω επακριβώς πώς θα είναι το μέλλον».

Ανοιχτό και το ζήτημα των «επανεθνικοποιήσεων»

Πολύ κοντά σε συμφωνία με τη γερμανική κυβέρνηση για τη λήψη ενίσχυσης έως και 10 δισ. ευρώ βρίσκεται ο όμιλος της «Lufthansa». Την ίδια στιγμή οι θυγατρικές της, Ελβετικές και Αυστριακές Αερογραμμές, έχουν συμφωνήσει για τη λήψη βοήθειας 1,2 δισ. ευρώ και 767 εκατ. ευρώ από το ελβετικό και το αυστριακό κράτος αντίστοιχα. Σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της γερμανικής κυβέρνησης και της διοίκησης της εταιρείας αφορούν και το ενδεχόμενο ανάληψης του 25% του ομίλου από το γερμανικό κράτος σε αντάλλαγμα για την παροχή βοήθειας, ενδεχόμενο που προς το παρόν δεν φαίνεται να βρίσκει σύμφωνη τη διοίκηση της εταιρείας.

Ανάλογη παροχή ενίσχυσης για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας εγκρίθηκε από το σουηδικό κράτος προς τις Σκανδιναβικές Αερογραμμές (SAS), ύψους 137 εκατ. ευρώ, όπως ανακοινώθηκε στα τέλη Απρίλη. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι κυβερνήσεις σε Ιταλία - στις 16 Μάρτη ανακοίνωσε την πρόθεσή της να «επανεθνικοποιήσει» την «Alitalia» - και Ηνωμένο Βασίλειο, όπου έχει χορηγηθεί ρευστότητα 600 εκατ. λιρών στην «Easyjet» ενώ πολύ μεγαλύτερη χρηματοδότηση ετοιμάζεται για την «British Airlines», το ύψος της οποίας μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 7,5 δισ. λίρες.

Στην Ελλάδα ακόμα δεν έχει γίνει γνωστό πόση και τι είδους ενίσχυση θα λάβει η εγχώρια «Aegean», αλλά θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι θα υπάρξει χρηματοδότησή της, και μάλιστα υψηλή. Οι πρώτες πληροφορίες αναφέρουν ότι είναι έτοιμη «γραμμή χρηματοδότησης» άνω των 120 εκατ. ευρώ, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι με την ΠΝΠ της 13ης Απρίλη η κυβέρνηση επέτρεψε στην εταιρεία να μην αποζημιώσει τους επιβάτες που είχαν ήδη πληρώσει εισιτήρια για διάφορους προορισμούς.

Ευρωενωσιακή «ομπρέλα», με το βλέμμα και στον παγκόσμιο ανταγωνισμό

«Κερασάκι στην τούρτα» της προσπάθειας να θωρακιστούν τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων στον κλάδο είναι οι κατευθύνσεις της Κομισιόν την Τετάρτη για το άνοιγμα των μεταφορών. Ανάμεσα στα άλλα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκανε δεκτό το αίτημα για γεμάτες πτήσεις, παραβιάζοντας και τα πιο στοιχειώδη μέτρα υγιεινής δηλαδή, και νομιμοποίησε τις απαράδεκτες πρακτικές με την έκδοση κουπονιών αντί αποζημίωσης των επιβατών για τις ακυρωμένες πτήσεις. Είχε προηγηθεί η τροποποίηση του Ευρωπαϊκού Κανονισμού με την οποία οι εταιρείες αερομεταφορών θα διατηρήσουν τις «χρονοθυρίδες» τους στα αεροδρόμια της ΕΕ μέχρι τέλη Οκτώβρη, ανεξάρτητα από το χρόνο χρήσης τους.

Αυτά με το βλέμμα και στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, και ενώ τα κρατικά πακέτα διάσωσης των αεροπορικών εταιρειών δεν αποτελούν βέβαια ευρωπαϊκή πρωτοτυπία. Αντίθετα, μια σειρά κρατών σε όλο τον κόσμο ετοιμάζονται να παράσχουν ανάλογες δανειακές εγγυήσεις αλλά και άμεση ρευστότητα στους δικούς τους αεροπορικούς ομίλους, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Αυστραλία, η Βραζιλία, το Κατάρ κ.ά.

Ειδική σημασία έχει φυσικά η παροχή ενίσχυσης του αμερικανικού κράτους προς τον τομέα των αερομεταφορών και τη βιομηχανία, με δεδομένο τον σφοδρό ανταγωνισμό μεταξύ των αμερικανικών και ευρωπαϊκών αεροπορικών εταιρειών. Στις 27 Μάρτη, μεταξύ άλλων μέτρων «στήριξης της οικονομίας», ανακοινώθηκε ότι το αμερικανικό κράτος διαθέτει συνολικά 61 δισ. δολάρια για τις αερομεταφορές, υπό τη μορφή άμεσων ενισχύσεων, ευνοϊκών δανείων και φοροαπαλλαγών. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι «Delta Air Lines» θα λάβουν 5,4 δισ. δολάρια σε άμεση ρευστότητα, με τα σχετικά δημοσιεύματα να αναφέρουν ότι θα αιτηθεί τη λήψη επιπλέον 4,6 δισ. Οι δε «American Airlines» θα λάβουν 5,8 δισ. και ετοιμάζονται να αιτηθούν άλλα 4,8 δισ.

Με τα δεδομένα αυτά, γίνεται φανερό ότι η «επόμενη μέρα» στην αγορά των αερομεταφορών δεν θα είναι ίδια με τη σημερινή. Ορισμένοι αεροπορικοί όμιλοι θα λάβουν πολύ υψηλότερη χρηματοδότηση σε σχέση με άλλους ανταγωνιστές τους, αναλόγως της οικονομικής ισχύος κάθε κράτους, και φυσικά θα δημιουργηθούν ακόμα πιο ευνοϊκές συνθήκες για εξαγορές και συγχωνεύσεις, εν τέλει για περαιτέρω συγκέντρωση του τομέα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι εργαζόμενοι στο χώρο θα πληρώσουν πρώτοι το «μάρμαρο», αφού ήδη μετρούν χιλιάδες απολύσεις και έπεται συνέχεια.


Φ. Κ.

Στο σημερινό 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» μπορείτε να διαβάσετε:
  • ΑΕΡΟΜΕΤΑΦΟΡΕΣ: Κρατικές παρεμβάσεις και πακτωλός για τους ομίλους, «στον αέρα» οι εργαζόμενοι
  • ΓΑΛΛΙΑ: «Πλούτος» ιδεών για να ενισχυθεί το αντεργατικό οπλοστάσιο του κεφαλαίου
  • ΙΣΠΑΝΙΑ: Η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση ενισχύει το κεφάλαιο και δίνει στον λαό ...ψίχουλα, που καλείται να πληρώσει και τη νέα καπιταλιστική κρίση
  • ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: Πλευρές για το οικονομικό «υπόβαθρο» των εξελίξεων καταγράφουν οι εκθέσεις των υπηρεσιών του ΥΠΕΞ
ΙΣΠΑΝΙΑ
Η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση ενισχύει το κεφάλαιο και δίνει ψίχουλα στους εργαζόμενους

Οι υγειονομικοί, στην πρώτη γραμμή της μάχης κατά του ιού, διεκδικούν μέτρα προστασίας και ενίσχυση του δημόσιου συστήματος Υγείας
Οι υγειονομικοί, στην πρώτη γραμμή της μάχης κατά του ιού, διεκδικούν μέτρα προστασίας και ενίσχυση του δημόσιου συστήματος Υγείας
Το αφήγημα που χρησιμοποιεί και η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Ισπανίας (ο συνασπισμός των Σοσιαλιστών και των Ουνίδας Ποδέμος, όπου συμμετέχουν η Ενωμένη Αριστερά και το μεταλλαγμένο ΚΚ Ισπανίας και σχηματίστηκε στις αρχές του χρόνου μετά από πολύμηνο παζάρι) είναι ότι πλέον έρχεται η «κανονικότητα» γιατί η «καμπύλη» της πανδημίας βελτιώνεται και πρέπει να επανεκκινήσει η οικονομία. Η «κανονικότητα» στην οποία αναφέρονται δεν διαφέρει και πολύ από την κανονικότητα που βλέπουμε στη χώρα μας και σε άλλες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης και του κόσμου, όπου με αφορμή την πανδημία, προωθούνται μέτρα περαιτέρω χτυπήματος των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων και ενίσχυσης του κεφαλαίου με διάφορους τρόπους. Τα μέτρα περαιτέρω διάλυσης των εργασιακών σχέσεων που τώρα εμφανίζονται ως έκτακτα ήρθαν για να μείνουν, άλλωστε αποτελούν πάγιες απαιτήσεις του κεφαλαίου για τη μείωση του «εργασιακού κόστους» και την αύξηση των κερδών του. Μετά από μια δεκαετία κρίσης η ασθενική καπιταλιστική ανάπτυξη που ακολούθησε και στην Ισπανία υποδείκνυε ότι η κρίση υπερσυσσώρευσης και υπερπαραγωγής προετοιμαζόταν ήδη και η πανδημία λειτούργησε ως καταλύτης επιτάχυνσής της. Επιπλέον, αποδείχτηκε και με την πανδημία ότι και η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση δεν άλλαξε ουσιαστικά την κατάσταση στο χτυπημένο από την υποχρηματοδότηση και τις ελλείψεις δημόσιο συστήματος Υγείας, γι' αυτό και τα λαϊκά στρώματα πληρώνουν βαρύ φόρο αίματος.

Με τις θέσεις του κεφαλαίου

Η «προοδευτική» κυβέρνηση, όπως την πλασάρει ο ΣΥΡΙΖΑ στη χώρα μας, δεν άργησε να επιβεβαιώσει με ποιανού το μέρος τάσσεται. Με τις προβλέψεις να προϊδεάζουν για πτώση από 10 έως 13% του ΑΕΠ, η ισπανική κυβέρνηση ανακοίνωσε 200 δισ. ευρώ σε «ζεστό» χρήμα ή εγγυήσεις για την ενίσχυση των επιχειρήσεων, με κάποια ψίχουλα να πηγαίνουν στην επιδότηση της «προσωρινής ανεργίας» (ΕRTE - αίτηση προσωρινής διευθέτησης εργασίας) έως τον Ιούνη και υποτίθεται να εξασφαλίζονται οι θέσεις εργασίας. Επί της ουσίας, όπως και στη χώρα μας, επιδοτούνται οι επιχειρήσεις που είτε σταμάτησαν είτε μείωσαν τη δραστηριότητά τους την περίοδο της καραντίνας με την καταβολή ενός μέρους του μισθού των εργαζομένων σε αναστολή και τη «δέσμευση» ότι δεν θα απολύσουν. Το κράτος ανακοινώθηκε ότι αναλαμβάνει την καταβολή του 100% των συνεισφορών (μισθοί και Κοινωνική Ασφάλιση) των επιχειρήσεων με λιγότερους από 50 υπαλλήλους και το 75% για τις υπόλοιπες. Από το μέτρο της επιδότησης ανακοινώθηκε ότι εξαιρούνται οι επιχειρήσεις που έχουν έδρα σε «φορολογικούς παραδείσους». Επίσης, καλλιεργείται η απάτη στο λαό ότι θα φορολογηθούν αυστηρά εταιρείες του διαδικτύου και χρηματοοικονομικών συναλλαγών, κάτι σαν τον «φόρο Τόμπιν», προς ...τέρψη όσων πιστεύουν τέτοια παραμύθια, που τα βλέπουμε να πλασάρονται και αλλού εδώ και δεκαετίες.

Την ώρα που οι επιχειρήσεις θα παίρνουν χρήμα από τα κρατικά ταμεία (δηλαδή πάλι από την εργαζόμενη πλειοψηφία) 3,1 εκατομμύρια που πέρασαν στην ανεργία θα μοιράζονται μερικά ψίχουλα (20 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τις εξαγγελίες) και υποσχέσεις μιας αβέβαιης συνέχισης της δουλειάς από τα τέλη Ιούνη.

Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, που το ίδιο ομολογεί ότι δεν καταγράφουν την πλήρη εικόνα, 3,4 εκατομμύρια εργαζόμενοι ζήτησαν επιδόματα ανεργίας από το αρμόδιο Ταμείο λόγω της πανδημίας, από τους οποίους τα 3,1 εκατομμύρια για προσωρινή αναστολή των συμβάσεών τους. Ηδη από τις 12 Μάρτη απολύθηκαν 947.000 εργαζόμενοι ενώ 1,1 εκατομμύρια αυτοαπασχολούμενοι επίσης έμειναν χωρίς δουλειά.

Στην Ισπανία ακόμα μεγαλώνει το τμήμα εκείνο του πληθυσμού που προστρέχει στη «φιλανθρωπία» για να εξασφαλίσει λίγα τρόφιμα για τη επιβίωσή του. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, περίπου 102.000 άνθρωποι μόνο στην πρωτεύουσα Μαδρίτη καταγράφονται στις λεγόμενες «ουρές της πείνας» (αντίστοιχη εικόνα υπάρχει και σε άλλες πόλεις).

Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι αυτή η επιδείνωση της ζωής των εργαζομένων είχε και τον «φερετζέ» της «κοινωνικής συναίνεσης», της συμφωνίας δηλαδή των συμβιβασμένων ηγεσιών των μεγαλύτερων εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων (CCOO και UGT), των εργοδοτικών ενώσεων και της κυβέρνησης. Ορισμένες μικρές σχετικά αγωνιστικές ταξικές δυνάμεις αντέδρασαν στην αντεργατική λαίλαπα, με δυναμικές διαμαρτυρίες, ειδικά στο χώρο των υγειονομικών, οι οποίοι σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος της τραγωδίας που βιώνει η Ισπανία, με πάνω από 27.000 νεκρούς, και των εργαζομένων στις υπηρεσίες, στα σούπερ μάρκετ, στην εφοδιαστική αλυσίδα, στις επιχειρήσεις ηλεκτρονικού εμπορίου. Επίσης, κινητοποιήσεις έγιναν και στο εργοστάσιο της «Nissan» στην Καταλονία. Πρωτοπόρο ρόλο σε αυτά τα αγωνιστικά σκιρτήματα παίζουν τα μέλη και τα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος των Εργαζομένων της Ισπανίας.

Η κατάσταση της εργατικής τάξης ήταν ήδη άσχημη

Στην Ισπανία, ειδικά, η «ελαστική» απασχόληση (δουλειά με συμβόλαια εργασίας με την ώρα ή κάποιες μέρες τη βδομάδα) ήταν και πριν από την πανδημία σε πολύ υψηλά επίπεδα, ιδιαίτερα στη νέα βάρδια της εργατικής τάξης. Σύμφωνα με τελευταία στατιστικά στοιχεία, το 35% των εργαζομένων στην Ισπανία δουλεύουν με συμβάσεις περιορισμένου χρόνου. Από αυτό το ποσοστό, το 20% είναι εποχικοί εργαζόμενοι με πλήρες ωράριο, το 8% με συμβόλαια μερικής απασχόλησης κάποιων ωρών τη μέρα (ειδικά στον χώρο του εμπορίου και των σούπερ μάρκετ) και το 7% με δουλειές περιστασιακές για κάποιες ώρες τη μέρα ή τη βδομάδα. Αυτή η κατάσταση, αποτέλεσμα της ίδιας της λειτουργίας του καπιταλισμού στο πλαίσιο της ενιαίας πολιτικής της ΕΕ για φτηνή και αναλώσιμη εργατική δύναμη, είχε προκαλέσει σημαντικές κοινωνικές εντάσεις και «κινήματα αγανακτισμένων» πριν από μερικά χρόνια, από όπου ξεπήδησε και η νέα σοσιαλδημοκρατία των Ποδέμος, όπως άλλωστε και ο ΣΥΡΙΖΑ στη χώρα μας.

Μάλιστα, η βαρβαρότητα της «ελαστικής» απασχόλησης και της επισφαλούς, χαμηλά αμειβόμενης εργασίας είχε προβληθεί ως ζήτημα που πρέπει να ξεπεραστεί και για το οποίο οι Ποδέμος, του σημερινού αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Πάμπλο Ιγκλέσιας, μαζί με το Σοσιαλιστικό Κόμμα του σημερινού πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ στις εκλογές του Νοέμβρη του 2019, ξιφουλκούσαν με τους νεοφιλελεύθερους του Λαϊκού Κόμματος. Επίσης, υποσχέθηκαν μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης, στις αρχές του 2020, στις προγραμματικές δηλώσεις, να καταργήσουν τις αντεργατικές μεταρρυθμίσεις του 2010 - 2012 της κυβέρνησης Ραχόι. Στη συνέχεια άρχισαν να μιλάνε μόνο για την κατάργηση της μεταρρύθμισης του 2012 και μετά μόνο των πιο αρνητικών πλευρών της, για να καταλήξουν να ετοιμάζουν νέα μεταρρύθμιση, που τώρα λένε πρέπει να πάρει υπόψη της τις ανάγκες της ανάκαμψης από την «κρίση του κορονοϊού» και βέβαια θα κινείται στο πλαίσιο της γενικής πολιτικής της ΕΕ, της λεγόμενης «ευελφάλειας» (ευελιξία και ασφάλεια), που είναι ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια των εργοδοτών για τη διάλυση των δικαιωμάτων που είχαν έως τώρα οι εργαζόμενοι.

Ο λαός να απορρίψει τα διλήμματα των αστικών κομμάτων

Σε αυτήν την κατεύθυνση, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση (που έχει τις 155 έδρες, σε σύνολο 350, της Βουλής) με τη συναίνεση και του νεοφιλελεύθερου συνονθυλεύματος των «Πολιτών» (Cuidadanos) κατάφερε να παρατείνει τη λεγόμενη κατάσταση συναγερμού, που θα αποτελέσει σημαντικό εργαλείο για την εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής. Με την επιδότηση της προσωρινής ανεργίας μέσω των ΕRTE, επί της ουσίας περνάει η επιβάρυνση στο κράτος, για να μην πληρώσει η μεγαλοεργοδοσία.

Οπως υπογραμμίζει σε πρόσφατη δήλωσή του ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚ των Εργαζομένων της Ισπανίας, Αστορ Γκαρσία «το ιδιωτικό χρέος μετατρέπεται σε κρατικό και δεν υπάρχει καμία ουσιαστική εγγύηση για τα δικαιώματα των εργαζομένων ενόψει της βάναυσης καπιταλιστικής κρίσης που ξεκινά. Σήμερα υποστηρίζουν ότι το κράτος πληρώνει αυτό που οι εταιρείες δεν θέλουν να πληρώσουν και σύντομα θα το χρησιμοποιήσουν ως επιχείρημα για να απαιτήσουν περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες». Προσθέτει επίσης ότι «κάθε μέρα εμφανίζονται μπροστά στη λαϊκή πλειοψηφία νέα ψεύτικα διλήμματα, νέες δήθεν αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα αστικά κόμματα που επί της ουσίας γίνονται για να αποπροσανατολίζουν από τις αντεργατικές επιθέσεις κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Η πλειοψηφία των εργαζομένων δεν πρέπει να δείξει καμία εμπιστοσύνη στα κόμματα που στηρίζουν τον καπιταλισμό, είναι αναγκαίο να πιστέψει στις δικές της δυνάμεις για να μη γονατίσει στις απαιτήσεις των αφεντικών».


Δ. Κ.

ΓΑΛΛΙΑ
«Πλούτος» ιδεών για να ενισχυθεί το αντεργατικό οπλοστάσιο του κεφαλαίου

Το Ινστιτούτο Montaigne κατέθεσε προτάσεις για αύξηση ωρών εργασίας και αναδιοργάνωση του συστήματος αμοιβής, ώστε όλα να γίνουν ακόμα περισσότερο «λάστιχο» με βάση τις νέες ανάγκες της μεγαλοεργοδοσίας

Από διαμαρτυρία υγειονομικών στις αρχές Απρίλη με το χαρακτηριστικό σύνθημα «Φοράμε μάσκες αλλά όχι φίμωτρα», δηλώνοντας ότι οι εργαζόμενοι αντιδρούν στην αντεργατική επίθεση
Από διαμαρτυρία υγειονομικών στις αρχές Απρίλη με το χαρακτηριστικό σύνθημα «Φοράμε μάσκες αλλά όχι φίμωτρα», δηλώνοντας ότι οι εργαζόμενοι αντιδρούν στην αντεργατική επίθεση
Αναγνωρίζοντας την «ανάγκη να δουλεύουμε συνυπάρχοντας για καιρό με έναν ιό που κυκλοφορεί» και ότι αυτή μαζί «με τις πιο αυστηρές ή πιο χαλαρές περιόδους περιορισμού» θα «αναστατώσουν για καιρό τους παραγωγικούς μας οργανισμούς» το Ινστιτούτο Montaigne, μία από τις διακεκριμένες «δεξαμενές σκέψης» της γαλλικής πλουτοκρατίας, ξεκίνησε τη δημοσίευση σειράς αναλύσεων με τίτλο «Επιστροφή από τον Covid-19».

Στόχος της είναι η προσαρμογή της αγοράς εργασίας στις νέες αυξημένες ανάγκες του γαλλικού μεγάλου κεφαλαίου, που ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει μια μεγάλη καπιταλιστική κρίση - κατά πολλούς τη σοβαρότερη από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο - και γι' αυτό ετοιμάζεται για μια ακόμα σκληρότερη επίθεση στις εργατικές ανάγκες και κατακτήσεις.

Αρχίζοντας τις συστάσεις από την «πρόκληση του χρόνου εργασίας», το πρώτο σημείωμα της σειράς αναλύσεων του Ινστιτούτου, απευθυνόμενο στο πολιτικό προσωπικό του μεγάλου κεφαλαίου διατυπώνει συστάσεις προς άμεση εκτέλεση, εκφράζοντας αγωνία για την παραγωγικότητα της χώρας και το αν θα μπορέσει να «καλύψει» τις «συσσωρευμένες απώλειες».

Θεωρώντας «ανεπαρκείς» τις κεϊνσιανού τύπου παρεμβάσεις, όπως το καθεστώς της «μερικής ανεργίας» (κρατική επιδότηση αμοιβών εργαζομένων για εταιρείες που υπολειτουργούν ή και αναστέλλουν τη λειτουργία τους για ένα διάστημα), τονίζει ότι η νέας περίοδος θα χαρακτηριστεί από «επιταχυνόμενη ανάπτυξη νέων μορφών οργάνωσης της εργασίας, μεγαλύτερο φόρτο εργασίας σε ορισμένους κλάδους της οικονομίας και αντίθετα μειωμένο φόρτο εργασίας σε άλλους κλάδους», για να καταλήξει ότι χρειάζεται καλύτερη προσαρμογή των ωρών και αμοιβών εργασίας στις νέες ανάγκες της μεγαλοεργοδοσίας.

Ουσιαστικά το Ινστιτούτο ζητά ευελιξία για επαναχάραξη στρατηγικής και δυνατότητα διαρκούς αναπροσαρμογής του εργασιακού περιβάλλοντος που θα επιδιωχθεί να διευκολύνουν την απορρόφηση κεφαλαίων σε κλάδους με μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους. Τόσο μπροστά στην πιθανότητα ενός νέου κύματος εξάπλωσης της πανδημίας όσο και στη βάση ευρύτερων αλλαγών σε επενδυτικές προτεραιότητες, οι μονοπωλιακοί όμιλοι θα μπορούν να αλλάζουν τους όρους εργασίας σε κλάδους με «αυξημένο» ή «μειωμένο φόρτο», με το μικρότερο γι' αυτούς δυνατό κόστος και το μεγαλύτερο δυνατό όφελος.

Εμφαση στις «παρεκκλίσεις» και στον «κοινωνικό διάλογο»

Μεταξύ άλλων ο συντάκτης - ειδικευμένος στον «κοινωνικό διάλογο» και τις πολιτικές απασχόλησης, βραβευμένος για τη συνεισφορά του στην «αντιμετώπιση της ανεργίας» (προφανώς όχι με βάση τα εργατικά - λαϊκά συμφέροντα) και σύμβουλος της γαλλικής κυβέρνησης επί προεδρίας Σαρκοζί - ξεκαθαρίζει ότι θεωρεί «απαραίτητη την αύξηση της μέσης διάρκειας εργασίας». Την κατάργηση δηλαδή του 8ωρου, χωρίς βέβαια αύξηση μισθού ή ημερομίσθιου, ούτε με διασφάλιση υπερωριακής αμοιβής. Αντίθετα, προτείνει συνολική αναδιοργάνωση του συστήματος αμοιβής του εργαζόμενου και τονίζει ότι «ο κοινωνικός διάλογος σε επίπεδο εταιρείας πρέπει να μπορεί να διαμορφώνει τέτοιες διευθετήσεις κατά περίπτωση».

Επισημαίνεται δηλαδή ότι κρίσιμο στοιχείο για την προώθηση των επόμενων αντεργατικών ανατροπών θα είναι οι μηχανισμοί χειραγώγησης και τρομοκράτησης των εργαζομένων. Η απομόνωση των εργαζομένων από τον υπόλοιπο κλάδο, τα ψευτοδιλήμματα με βάση τους ισολογισμούς που παρουσιάζει κάθε εταιρεία κ.ά. θα επιστρατευτούν για να εκβιάζεται η «συναίνεση» των εργαζομένων, πάντα στο όνομα του «μικρότερου κακού».

Για να μπορέσει η μεγαλοεργοδοσία να προσαρμόζει την απασχόληση και την αμοιβή των εργαζομένων στις εκάστοτε ανάγκες της - που η συνέχιση της πανδημίας είναι πιθανό να αλλάζει για μεγάλα χρονικά διαστήματα - το Ινστιτούτο προτείνει μια σειρά από «λύσεις», όπως:

Τη «χαλάρωση ορισμένων επίμονων νομικών εμποδίων», με διασφάλιση της δυνατότητας «παρέκκλισης από τον ελάχιστο ημερήσιο χρόνο ανάπαυσης 11 ωρών την ημέρα» που προβλέπεται σήμερα.

Ακόμα, «να δοθεί στον εργοδότη η δυνατότητα, προσωρινά (π.χ. έως το 2022) να επιβάλλει την εξαργύρωση των ρεπό συνολικά (και) χωρίς προσαυξήσεις», παρέχοντας περιθώρια αύξησης των ωρών και ημερών εργασίας αλλά χωρίς την αναλογική αύξηση της αμοιβής. Βέβαια, η καθιέρωση και η τήρηση των ρεπό αφορούν την αναπλήρωση της εργατικής δύναμης και τη στοιχειώδη ανάπαυση του εργαζόμενου, την οποία δεν ισοφαρίζει απλά μια «εξαργύρωση» κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της εργοδοσίας.

Ουσιαστικά προτείνεται μια γενίκευση της δυνατότητας διευθέτησης του χρόνου εργασίας (όπως εδώ και χρόνια επιδιώκεται μέσα και από Οδηγίες της ΕΕ), ανάλογα με την προσπάθεια κάθε ομίλου να μειώσει τη χασούρα του ή να διεκδικήσει προβάδισμα σε όρους μεγάλης αύξησης του ανταγωνισμού, όπου οι επιχειρηματικές κόντρες για τη μοιρασιά της πίτας θα γίνουν ανελέητες, τσακίζοντας τους εργάτες.

Μάλιστα, αναφέρεται ότι «θα μπορούσε να επιτρέπεται η επέκταση της προσωρινής αύξησης των μέγιστων ορίων (ωρών εργασίας) σε τομείς σαφώς με ένταση (δουλειάς), με μέγιστες ώρες εργασίας ημερησίως τις 10 και κατώτατο εβδομαδιαίο όριο ωρών εργασίας τις 48».

Μεθοδεύσεις ενάντια στο σταθερό, ενιαίο μισθό

Αξιοσημείωτες είναι οι επεξηγήσεις που δίνονται για τα «κίνητρα» αύξησης του χρόνου εργασίας, με στόχο την υποκατάσταση του σταθερού και ενιαίου για τους εργαζόμενους μισθού, που αποτελεί αντικείμενο συλλογικής διεκδίκησης των εργαζομένων και διαμορφώνεται άλλωστε με βάση μια σειρά από κριτήρια (χρόνια εργασίας, αντικείμενο εργασίας, οικογενειακή κατάσταση, επίπεδο μόρφωσης κ.λπ.).

Το Ινστιτούτο ξεχωρίζει την ανάγκη για «παροχή νέων κινήτρων για αύξηση χρόνου εργασίας μέσα από μορφές αποζημίωσης που θα γίνονται αντικείμενο διαφορετικής διαπραγμάτευσης, σε επίπεδο εταιρείας ή και επαγγελματικού κλάδου». Ανοιχτά διευκρινίζει ότι «η ιδέα είναι να ενθαρρυνθεί η αύξηση του χρόνου εργασίας χωρίς η αντίστοιχη πρόσθετη αποζημίωση να πληρωθεί άμεσα από τις εταιρείες». Αλλωστε, από την εισαγωγή ακόμα έχει επισημανθεί ότι αναζητούνται εναλλακτικές ώστε να «συνυπολογιστούν οι οικονομικές δυσκολίες των επιχειρήσεων».

Σε αυτήν τη βάση, προτείνεται η αμοιβή για τον αυξημένο χρόνο εργασίας να καθορίζεται με «τρόπους αποζημίωσης διαφορετικούς από την καταβολή υπερωριών», που θα εφαρμόζονται μέσα από «μηχανισμούς συμμετοχής (σ.σ. σε μια επιχείρηση), κατανομής κερδών ή αποταμίευσης εργαζομένων». Μεταξύ άλλων ο συντάκτης αναφέρεται στη δυνατότητα «συνταξιοδοτικής αποταμίευσης», παραπέμποντας μάλιστα σε μια σειρά από καινοτομίες, μέσα από τις οποίες η κυβέρνηση Μακρόν προσπάθησε τα τελευταία χρόνια να μειώσει τη δημόσια συνταξιοδοτική δαπάνη, επιταχύνοντας τη λειτουργία των αυτοτελώς ιδιωτικών Ταμείων αλλά και των επαγγελματικών. Βρήκαν λοιπόν ευκαιρία, επιβάλλοντας υπερωρίες και αύξηση ωρών εργασίας, αντί για αύξηση της αμοιβής του εργαζόμενου, να «αποταμιεύουν» ένα τμήμα της ώστε κάποια στιγμή, αυτό να εξαργυρωθεί ως σύνταξη, ανάλογα βέβαια με μια σειρά όρων που προβλέπονται στη λειτουργία τέτοιων «λογαριασμών αποταμιεύσεων» κ.τ.λ.

Μεταξύ άλλων, η συγκεκριμένη ανάλυση προτείνει κατάργηση αργιών (όπως της Ανάληψης), μείωση των σχολικών διακοπών (προφανώς για να μην «αναστατώνονται» οι εργαζόμενοι γονείς) αρχίζοντας από την κατάργηση φέτος της πρώτης βδομάδας των (φθινοπωρινών) διακοπών του Toussaint.

Ακόμα, προτείνει αύξηση ωρών εργασίας και στο Δημόσιο, ξεκινώντας από τους εργαζόμενους «σε τομείς δραστηριότητας απαραίτητους για την οικονομική ζωή».

Τα είχε πει ο πρόεδρος της MEDEF

Οταν στα μέσα Απρίλη συζητιούνταν ακόμα οι όροι επαναλειτουργίας των μεγάλων βιομηχανιών και κυρίως το πώς θα συνέλθουν από τη μεγάλη χασούρα, ο πρόεδρος της MEDEF (Ενωση Βιομηχάνων), Ζοφρί ντε Ρου ντε Μπεζιέ, είχε ανοιχτά δηλώσει: «Αργά ή γρήγορα θα χρειαστεί φυσικά να τεθεί το ερώτημα τι θα γίνει με το χρόνο εργασίας, τις ημέρες των διακοπών και τις αμειβόμενες αργίες για να υποστηριχτεί η επανεκκίνηση και να διευκολυνθεί, με λίγη παραπάνω δουλειά, με τη δημιουργία πρόσθετης ανάπτυξης»... Μετά τις έντονες αντιδράσεις που προκάλεσαν τότε οι δηλώσεις ντε Μπεζιέ, τόσο η ίδια η MEDEF όσο και η κυβέρνηση Μακρόν προσπάθησαν να «τα μαζέψουν».

Πλέον, όμως, η σταδιακή «επιστροφή στην κανονικότητα» διευρύνει τη συζήτηση για τις νέες θυσίες που πρέπει να κάνουν οι εργαζόμενοι. Σχέδια που υπήρχαν στα συρτάρια των μεγαλοεπιχειρηματιών και των κομμάτων τους βγαίνουν στο τραπέζι. Το κεφάλαιο και οι υπηρέτες του ετοιμάζουν ήδη τη νέα αντεργατική θύελλα...


Α. Μ.

Η τουρκική οικονομία στο «μικροσκόπιο»

Ορισμένες πλευρές για το οικονομικό «υπόβαθρο» των εξελίξεων στη γείτονα χώρα καταγράφουν εκθέσεις υπηρεσιών και διεθνών οργανισμών

Το εργοστάσιο της «Ford» στη γείτονα
Το εργοστάσιο της «Ford» στη γείτονα
Με αφορμή τη συζήτηση για την κατάσταση στην τουρκική οικονομία, που προβάλλεται ως καθοριστικός παράγοντας για τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, έχουν ενδιαφέρον ορισμένα ενδεικτικά στοιχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας μέσα από καταγραφές υπηρεσιών του ελληνικού ΥΠΕΞ, αλλά και αναφορές τουρκικών και διεθνών οργανισμών.

Η γείτονα χώρα βρίσκεται στο «μικροσκόπιο», με δεδομένο το μέγεθος της οικονομίας της, τη «στρατηγική σχέση» με τα μονοπώλια της ΕΕ, το ρόλο της στα ιμπεριαλιστικά σχέδια και τους ανταγωνισμούς που «τρέχουν» στην περιοχή, αλλά και την κρίση που γίνεται ολοένα και περισσότερο αισθητή.

Ενδεικτικά, έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τη γερμανική Ενωση Επιμελητηρίων Εμπορίου και Βιομηχανίας (DIHK) σε συνεργασία με το Γερμανο-Τουρκικό Επιμελητήριο (German-Turkish Chamber of Commerce and Industry, DTR-IHK, με έδρα την Κωνσταντινούπολη), αποτυπώνει την επίδραση που θα έχει η οικονομική κρίση στην τουρκική οικονομία, με το 80% των γερμανικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη γείτονα να έχει αρνητικές προβλέψεις αναφορικά με τις εκτιμήσεις και τις προοπτικές για την οικονομία της χώρας μετά την πανδημία, καθώς και για το επόμενο έτος.

Ποσοστό 44% των εταιρειών κλίνει προς την επιλογή συρρίκνωσης των δραστηριοτήτων και μόνο 5% προσανατολίζεται στην επέκταση της επένδυσης. 80% των εταιρειών αναμένουν μείωση των εσόδων, ενώ 15% εκτιμά ότι το εισόδημα μπορεί να μειωθεί κατά το ήμισυ. Οι εταιρείες θεωρούν ότι υπηρεσίες και εμπόριο θα είναι οι κλάδοι που θα πληγούν περισσότερο από την οικονομική κρίση.

Οι εκτιμήσεις τους έχουν ιδιαίτερη αξία, με δεδομένο ότι η Γερμανία είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας, όπως καταγράφεται και στα στοιχεία της τουρκικής Στατιστικής Υπηρεσίας (TurkStat). Για το 2019, ο όγκος των διμερών εμπορικών συναλλαγών ανήλθε σε 33,4 δισ. δολάρια έναντι 36,5 δισ. το 2018. Οι τουρκικές εξαγωγές ανήλθαν σε 15,4 δισ. δολάρια (2018: 16,1 δισ.) και οι εισαγωγές σε 18 δισ. δολάρια (2018: 20,4 δισ.).

Σημειωτέον, βάσει στοιχείων του Γερμανο-Τουρκικού Επιμελητηρίου, οι 7.500 γερμανικές εταιρείες στην Τουρκία έχουν επενδυμένο κεφάλαιο άνω των 14 δισ. δολαρίων και συνολικό αριθμό απασχολουμένων 140.000 άτομα. Η Γερμανία, την περίοδο 2002-2018, προέβη σε ΑΞΕ στην Τουρκία ύψους 10 δισ. δολαρίων, ενώ η Τουρκία αντιστοίχως σε επενδύσεις 2,4 δισ. δολαρίων, με περίπου 80.000 τουρκογερμανικές επιχειρήσεις να λειτουργούν στη Γερμανία και ετήσιο τζίρο 52 δισ. ευρώ.

Η πορεία των ΑΞΕ

Ενδιαφέρον έχει και μια μελέτη που περιλαμβάνεται σε αναφορές του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στην Αγκυρα και εστιάζει στις εξελίξεις τη 16ετία 2003-2018, περίοδο κατά την οποία η Τουρκία προσέλκυσε 187,87 δισ. δολ., έναντι μόλις 15 δισ. δολ. τη χρονική περίοδο 1973-2003 (30 έτη). Περισσότερο από το μισό των συνολικών επενδυτικών εισροών στην Τουρκία, την περίοδο αυτή, προέρχεται από χώρες - μέλη της ΕΕ (συμπεριλαμβάνεται το Ηνωμένο Βασίλειο).

Αναλυτικά, 15,70% των ΑΞΕ στη 16ετία προέρχεται από την Ολλανδία, 7,70% από τις ΗΠΑ, 6,80% από χώρες του Κόλπου, 6,60% από τη Βρετανία, 6,20% από το Λουξεμβούργο, 6,10% από την Ισπανία, επίσης 6,10% από τη Γερμανία, 5,60% από το Βέλγιο, 4,20% από το Αζερμπαϊτζάν, 4,10% από τη Ρωσία, 2,80% από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, 1,60% από την Ιαπωνία, ενώ το 26,50% μοιράζεται σε άλλες χώρες.

Οι βασικοί κλάδοι της τουρκικής οικονομίας που απορροφούν ξένα επενδυτικά κεφάλαια είναι οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και η βιομηχανία, όπου η αυτοκινητοβιομηχανία κατέχει τα ηνία («Ford», «Fiat», «Renault», «Mercedes Benz», «Toyota» κ.ο.κ.).

Ακολουθεί ο κλάδος της Ενέργειας, όπου ξεχωρίζει η επένδυση ύψους περίπου 20 δισ. δολαρίων της αζερικής SOCAR (διυλιστήριο σε Αλίαγα Σμύρνης, «Petkim», «TANAP» κ.ά.) και η μονάδα παραγωγής συστημάτων πρόωσης ανεμογεννητριών της αμερικανικής GE. Μεταξύ των εν εξελίξει μεγάλων επενδύσεων συγκαταλέγεται η κατασκευή του πυρηνικού εργοστασίου στο Ακούγιου, από τη ρωσική «Rosatom» (εκτιμώμενο ύψος επένδυσης περί τα 20 δισ. δολάρια).

Το 2019, ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια μελέτη, οι καθαρές εισροές ΑΞΕ ανήλθαν σε μόλις 5,1 δισ. ευρώ, το μισό περίπου από το 2018 και μόλις το 25% των ΑΞΕ που εισέρρευσαν στη χώρα το 2007 (18,54 δισ. ευρώ).

Τα στοιχεία του τουρκικού υπουργείου Βιομηχανίας και Τεχνολογίας για την περσινή χρονιά (2019) δείχνουν ότι το 39,5% των ΑΞΕ (στοιχεία δεκαμήνου) προήλθε από χώρες της Ασίας και της Μέσης Ανατολής, καταγράφοντας αύξηση 91% σε σχέση με την ίδια περίοδο του παρελθόντος έτους.

Αντίθετα, οι επενδύσεις από χώρες της ΕΕ σημείωσαν υποχώρηση (-16,8%) την ίδια χρονική περίοδο, διατηρώντας όμως την πρώτη θέση μεταξύ των ξένων επενδυτών στην Τουρκία με ποσοστό 52,6% επί του συνόλου. Υποχώρηση σημείωσαν και οι προερχόμενες από τις ΗΠΑ επενδύσεις.

Η έκθεση του τουρκικού υπουργείου σημειώνει ότι τα ευρωπαϊκά κεφάλαια που εισρέουν στη γείτονα έχουν - στην πλειοψηφία τους - το χαρακτήρα υποστήριξης/κεφαλαιακής ενίσχυσης υφιστάμενων επενδύσεων, κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα και τον κλάδο της μεταποίησης. Αντιθέτως, τα κεφάλαια που προέρχονται από χώρες της Μέσης Ανατολής, του Καυκάσου και της Ασίας κατευθύνονται σε νέες επενδύσεις, στρατηγικού χαρακτήρα σε πλείστες περιπτώσεις (SOCAR, εξαγορά κατασκευάστριας οχημάτων BMC από καταριανό κοινοπρακτικό σχήμα κ.λπ.).

Σημειώνεται επίσης ότι ξένοι επενδυτές προέβησαν σε πωλήσεις τουρκικών μετοχικών τίτλων και ομολόγων αξίας περί τα 4,6 δισ. δολάρια ΗΠΑ το 2019, με το 8,3% των κρατικών ομολόγων της Τουρκίας να διακρατείται πλέον από ξένους επενδυτές, έναντι 17% στα τέλη του 2017.

Σύμφωνα εξάλλου με την Ενωση Διεθνών Επενδυτών της Τουρκίας (YASED), η τουρκική οικονομία απορροφά περί το 1% των ετήσιων ροών ΑΞΕ σε παγκόσμιο επίπεδο, έναντι 3% που θα μπορούσε δυνητικά να αποσπάσει. Εκφράζεται ωστόσο η προσδοκία ότι η πτωτική τάση στο πεδίο των ΑΞΕ θα αναστραφεί το τρέχον έτος και ότι σε εύλογο χρονικό διάστημα η Τουρκία θα κατορθώσει να εισέλθει στην πρώτη δεκάδα των κορυφαίων επενδυτικών προορισμών παγκοσμίως.

Οι διμερείς εμπορικές σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας

Σε ό,τι αφορά τις διμερείς οικονομικές σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας, οι ελληνικές εξαγωγές στη γείτονα σημείωσαν μείωση στο σύνολό τους το 2019 κατά 3%, ανερχόμενες σε 1.973,7 δισ. ευρώ.

Αν όμως εξαιρεθεί η βασική κατηγορία εξαγωγών προς την Τουρκία, που είναι τα καύσιμα - πετρελαιοειδή, οι ελληνικές εξαγωγές εμφάνισαν άνοδο 17%, φτάνοντας σε αξία τα 874,5 εκατ. ευρώ από 747 εκατ. το 2018. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει και την προσπάθεια της τουρκικής οικονομίας να απεξαρτηθεί από τις εισαγωγές σε ό,τι αφορά την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών.

Η Τουρκία συνέχισε και το 2019 να αποτελεί τον τρίτο σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της χώρας μας, με τις εξαγωγές προς τη γείτονα να αντιπροσωπεύουν το 5,9% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών (2019), καταγράφοντας ελαφρά πτώση 0,3% σε σχέση με το προηγούμενο έτος (6,2% το 2018). Αντίστοιχα, η αναλογία των τουρκικών εξαγωγών με προορισμό τη χώρα μας επί του συνόλου των τουρκικών εξαγωγών είναι σχετικά περιορισμένη. Οι εισαγωγές από την Τουρκία ανήλθαν το 2019 στο ποσό του 1,94 δισ. ευρώ, σημειώνοντας μικρή αύξηση 5,17%.

Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη του διμερούς εμπορίου, μετά την αλματώδη αύξηση του 2017, από 2,73 δισ. ευρώ σε 3,38 δισ. ευρώ (+24,2%), οι ρυθμοί, αν και αυξητικοί, έχουν πέσει αισθητά, φτάνοντας τα 3,917 δισ. ευρώ το 2019 (+0,87%).


Θ. Μπ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ