Παρασκευή 7 Ιούνη 2019
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Στο σημερινό 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» μπορείτε να διαβάσετε:
  • ΚΟΜΙΣΙΟΝ - ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2019: «Ειδικές συστάσεις» για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών ομίλων.
  • ΕΝΕΡΓΕΙΑ: Νέα επίθεση στα λαϊκά στρώματα προμηνύει η έκθεση της Κομισιόν.
  • ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Νέες αντιλαϊκές αλλαγές απαιτούν από την κυβέρνηση οι βιομήχανοι για να αντιμετωπίσουν τον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
  • ΓΑΛΛΙΑ: Μείωση της απόστασης που χωρίζει την «επιχειρηματική ελκυστικότητα» της Γαλλίας από τη Γερμανία καταγράφει έρευνα. Κινήσεις Μακρόν για νέες συμμαχίες στην ΕΕ.
ΚΟΜΙΣΙΟΝ - «ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΞΑΜΗΝΟ» 2019
«Ειδικές συστάσεις» για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών ομίλων

Την έκθεση με τις «ειδικές συστάσεις ανά χώρα» που προβλέπονται στη διαδικασία των «Ευρωπαϊκών Εξαμήνων», των μνημονίων διαρκείας δηλαδή για τους λαούς όλης της Ευρώπης, δημοσιοποίησε την Τετάρτη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δίνοντας τις κεντρικές κατευθύνσεις οικονομικής πολιτικής σε όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ για τους επόμενους 12 έως 18 μήνες.

Για το συγκεκριμένο διάστημα μέχρι και τα τέλη του 2020, ο κεντρικός άξονας στην προσπάθεια τόνωσης της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων και επιχειρηματικών ομίλων αφορά την «ιεράρχηση των επενδυτικών αναγκών σε εθνικό επίπεδο», προκειμένου όπως τονίζεται «να χρησιμεύσουν για την ιεράρχηση της χρήσης των κονδυλίων της ΕΕ στον επόμενο μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ ή στο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο για την περίοδο 2021 - 2027».

Πρόκειται για τις προτεραιότητες αιχμής με τη χρηματοδότηση επιχειρηματικών ομίλων και κλάδων της οικονομίας και της παραγωγής, σε συνδυασμό βέβαια με τις «υπεύθυνες δημοσιονομικές πολιτικές», δηλαδή με τη διατήρηση και την κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής και των αναδιαρθρώσεων στην ΕΕ.

Σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία, η οποία θυμίζουμε ότι έχει ενταχθεί στο ειδικό καθεστώς των «υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών» (μαζί με την Ιταλία και την Κύπρο), μεταξύ άλλων «αναδεικνύονται ζητήματα που σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο και εξωτερικό χρέος, τα χαμηλά επίπεδα αποταμίευσης και το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, και όλα αυτά σε συνθήκες υψηλής ανεργίας, χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας και υποτονικής επενδυτικής δραστηριότητας». Σε αυτό το φόντο, ειδικό βάρος δίνεται στην «τόνωση της παραγωγικότητας», ζήτημα που αναμένεται να εξειδικευτεί με νέες στοχευμένες παρεμβάσεις τόνωσης εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων και κλάδων με ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στη διεθνή αγορά.

«Συστάσεις» από τα κιτάπια του κεφαλαίου

Αποκαλυπτική είναι η λίστα των «συστάσεων» που απευθύνει η Κομισιόν στην ελληνική κυβέρνηση με σειρά από παρεμβάσεις τόνωσης των εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων, που επίσης προσδοκούν τα κάθε είδους κονδύλια της ΕΕ, παράλληλα βέβαια με αυτά του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων του ελληνικού κρατικού προϋπολογισμού.

Στις παρεμβάσεις που δρομολογούνται συγκαταλέγονται οι εξής:

  • Η «σύσταση» επικεντρώνει μεταξύ άλλων στην «επενδυτική οικονομική πολιτική στους τομείς των βιώσιμων μεταφορών και της εφοδιαστικής αλυσίδας, της περιβαλλοντικής προστασίας, της ενεργειακής απόδοσης, των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και των έργων διασύνδεσης, των ψηφιακών τεχνολογιών, της Ερευνας και ανάπτυξης, της Εκπαίδευσης, των δεξιοτήτων, της απασχολησιμότητας, της Υγείας και της ανάπλασης των αστικών περιοχών».
  • Μεταρρυθμίσεις που «βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και την ποιότητα των θεσμών», και ιδίως την «αποδοτικότητα» του δικαστικού συστήματος. «Παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις, το ελληνικό δικαστικό σύστημα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις και ανεπάρκειες, καθώς ο χρόνος για την έκδοση μιας απόφασης είναι συχνά υπερβολικά μεγάλος και οι εκκρεμείς υποθέσεις επηρεάζουν την παραγωγικότητα των δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, η περαιτέρω στοχευμένη δράση στον τομέα αυτόν έχει καθοριστική σημασία, τόσο για να διευκολύνει την ομαλή λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος όσο και για να συντελέσει στην απελευθέρωση του επενδυτικού δυναμικού της οικονομίας», τονίζεται. Χωρίς περιστροφές δηλαδή ομολογούν ότι η «αποδοτικότητα» του δικαστικού συστήματος συνδέεται με προτεραιότητες όπως η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και οι πλειστηριασμοί, και βέβαια η ταχύτατη εκδίκαση υποθέσεων που σχετίζονται με τις κερδοφόρες επενδύσεις.
  • Τόνωση των επενδύσεων στην Εκπαίδευση, στην Ερευνα και στην Καινοτομία. Οπως λένε, «είναι κρίσιμης σημασίας για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς στην Ελλάδα, καθώς και για την άρση των αναπτυξιακών φραγμών σε καινοτόμους τομείς». Και παραπέρα, «η προώθηση της ποιοτικής και χωρίς αποκλεισμούς Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, με μεγαλύτερη συσχέτιση μεταξύ της Εκπαίδευσης και των αναγκών της αγοράς εργασίας, η βελτίωση της ελκυστικότητας της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης και η αύξηση της συμμετοχής στη διά βίου μάθηση είναι σημαντικές για τη στήριξη της βιώσιμης ανάπτυξης».

Το εκπαιδευτικό σύστημα δηλαδή καλείται να υποταχθεί στις επενδυτικές προτεραιότητες και τις εκάστοτε ανάγκες της αγοράς εργασίας. Σύμφωνα με την Κομισιόν, «το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα αντιμετωπίζει διάφορες προκλήσεις λόγω ανεπαρκών πόρων, χαμηλής αυτονομίας, μειωμένων επιδόσεων σε βασικές δεξιότητες (συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών) και εμμενουσών αναντιστοιχιών σε δεξιότητες. Σε όλα τα επίπεδα, υπάρχει εν γένει έλλειψη λογοδοσίας και παρακολούθησης».

  • Αύξηση των επενδύσεων: «Αρκετά χρόνια ανεπαρκών επενδύσεων δημιούργησαν μεγάλα επενδυτικά κενά στην Ελλάδα», σημειώνεται, ενώ η κάλυψη του επενδυτικού «κενού» συνδέεται με τον προγραμματισμό των κονδυλίων των ταμείων της ΕΕ για την περίοδο 2021 - 2027, που θα μπορούσε να συμβάλει στην αντιμετώπιση ορισμένων από τα κενά που εντοπίστηκαν στις συστάσεις.
  • «Δραστική μείωση της ανεργίας». Κάτω από τον εύηχο τίτλο αποκαλύπτονται οι κατευθύνσεις για ακόμη πιο «ευέλικτη» και φτηνή εργασία. Οπως χαρακτηριστικά τονίζεται, «ο αποτελεσματικός κοινωνικός διάλογος και η υπεύθυνη κοινωνική σύμπραξη στην Ελλάδα μπορούν να στηρίξουν το περιβάλλον για την εφαρμογή και τον ενστερνισμό βιώσιμων μεταρρυθμίσεων, με αποτέλεσμα την καλύτερη λειτουργία της αγοράς εργασίας». Την ίδια ώρα, η μείωση της ανεργίας συνδέεται με παρεμβάσεις κρατικής ενίσχυσης (επιδοτήσεις κ.ά.).
«Υποδομές» κερδοφορίας

Παραπέρα, η Κομισιόν αναφέρεται στην ανάγκη «βελτίωσης των ενεργειακών υποδομών», σημειώνοντας ότι «η ανεπαρκής ανάπτυξη των υποδομών αυξάνει το ενεργειακό κόστος για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και αποτελεί εμπόδιο στην αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας». Ουσιαστικά πρόκειται για το παραπέρα ξεδίπλωμα της πολιτικής «απελευθέρωσης» της Ενέργειας, με άξονα το άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας στο κεφάλαιο και - όπως συμπληρώνουν - «η μεταρρύθμιση των αγορών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να επιδιώκει την αξιοποίηση αυτών των νέων δυνατοτήτων που προσφέρουν οι υποδομές».

Σε ό,τι αφορά τη βελτίωση του συστήματος μεταφορών, σημειώνεται ότι «το κόστος μεταφοράς εξακολουθεί να είναι υψηλό, ενώ η ποιότητα των υπηρεσιών, τα πρότυπα ασφαλείας και η διείσδυση των ευφυών συστημάτων μεταφορών παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα», και επισημαίνεται πως «απαιτούνται νέες επενδύσεις για την αύξηση των πολυτροπικών μεταφορών και την προώθηση της περιφερειακής ολοκλήρωσης και της αστικής ανάπτυξης». Σύμφωνα με την Κομισιόν, «το κόστος μεταφοράς εξακολουθεί να είναι υψηλότερο από ό,τι σε ανταγωνιστικές χώρες».

Σημειώνεται ακόμα πως η ιδιωτικοποίηση 14 περιφερειακών αερολιμένων αναμένεται να στηρίξει την ανάπτυξη του τουρισμού, ενώ η ιδιωτικοποίηση του λιμένα της Θεσσαλονίκης «δημιουργεί την ευκαιρία να καταστεί η Βόρεια Ελλάδα μείζων κόμβος εφοδιαστικής και βιομηχανικός κόμβος για την εξυπηρέτηση των γειτονικών χωρών», ενώ για το σκοπό αυτόν απαιτούνται «στενός συντονισμός των νέων επενδύσεων στον λιμένα με άλλα επενδυτικά προγράμματα του δημόσιου τομέα (π.χ. τοπική οδική πρόσβαση) και εκσυγχρονισμός των διασυνοριακών σιδηροδρομικών συνδέσεων».

Στον σιδηροδρομικό τομέα, «η εφαρμογή της στρατηγικής για την εφοδιαστική αλυσίδα και η λειτουργία του εμπορευματικού συγκροτήματος Θριασίου Πεδίου δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη των σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών και σημαντικών νέων επενδύσεων».

Βέβαια, οι θαλάσσιες μεταφορές βρίσκονται στο κάδρο των «γεωπολιτικών πλεονεκτημάτων» που προσφέρονται προς αξιοποίηση από τα μονοπώλια: «Η αύξηση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της Ευρώπης, της Απω Ανατολής και της Αφρικής ευνοεί ιδιαίτερα την ανάπτυξη των θαλάσσιων μεταφορών στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο Πέλαγος, όπου η Ελλάδα θα μπορούσε να αξιοποιήσει τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που συνεπάγεται η γεωγραφική της θέση». Σ' αυτό το φόντο και με «το σημαντικό ύψος των ξένων επενδύσεων, οι λιμένες του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης έχουν τη δυνατότητα να μετεξελιχθούν σε πύλες εισόδου στη Νοτιοανατολική και Κεντρική Ευρώπη, εφόσον δημιουργηθούν αξιόπιστες σιδηροδρομικές συνδέσεις μεγάλων αποστάσεων και το σύστημα θαλάσσιων λιμένων της χώρας αναπτυχθεί περαιτέρω, για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας οικονομίας», αναφέρεται στην έκθεση της Κομισιόν.

Σε ό,τι αφορά, τέλος, τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας και της κοινωνίας, σημειώνεται ότι «εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση, λόγω της χαμηλής πρόσβασης σε ευρυζωνικό δίκτυο υψηλής ταχύτητας και των ψηφιακών δεξιοτήτων που βρίσκονται πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ».

Επίσης, τονίζεται, «η επένδυση στην καινοτομία και στις δεξιότητες του πληθυσμού δεν επαρκεί για να προωθηθεί η αύξηση της παραγωγικότητας, η δε έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων στο σύνολο του πληθυσμού αποτελεί τροχοπέδη για την εξεύρεση εργασίας και εμποδίζει την ανάπτυξη καινοτόμων επιχειρήσεων».


Α. Σ.

ΕΝΕΡΓΕΙΑ
Νέα επίθεση στα λαϊκά στρώματα προμηνύει η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Eurokinissi

Μερική ικανοποίηση για τις αντιλαϊκές επιδόσεις που καταγράφει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στον τομέα της Ενέργειας εκφράζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην εαρινή της έκθεση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, ενώ παράλληλα «συνιστά» ένταση των ρυθμών πώλησης των μεριδίων του κράτους στις επιχειρήσεις της Ενέργειας με σκοπό την ολοκλήρωση του «ανοίγματος» της αγοράς και ταυτόχρονη κλιμάκωση της επίθεσης στο λαϊκό εισόδημα. Την ίδια στιγμή, διαπιστώνει ότι οι προθεσμίες για την επίτευξη των βασικών στόχων στον τομέα της Ενέργειας έχουν χαθεί και σημειώνει ότι υπάρχει... «αβεβαιότητα» προς την κατεύθυνση στην οποία προχωρά η εγχώρια αγορά Ενέργειας. Προφανώς και στις Βρυξέλλες γνωρίζουν ότι οι αστικές κυβερνήσεις που διαδέχονται η μία την άλλη είναι πλήρως δεσμευμένες στην πολιτική της «απελευθέρωσης» της αγοράς, παρ' όλα αυτά δεν χάνουν την ευκαιρία να υπενθυμίζουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει να εκπληρώσουν εντός συγκεκριμένων χρονοδιαγραμμάτων προς χάριν της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων.

Πιο συγκεκριμένα, στην έκθεση της Επιτροπής επισημαίνεται η «θετική» νομοθετική παρέμβαση του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που ανάμεσα σε άλλες ρυθμίσεις και «δωράκια» στους ομίλους της Ενέργειας προωθεί το «σπάσιμο» της ΔΕΠΑ σε δύο εταιρείες, υποδομών και εμπορίας, για να διευκολυνθεί η ιδιωτικοποίησή τους, και θέτει τους όρους για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ. Η «αποεπένδυση» της ΔΕΗ χαρακτηρίζεται «μεταρρύθμιση - κλειδί» για την εξέλιξη της εγχώριας αγοράς ηλεκτρισμού και ενώ σημειώνεται η αποτυχία του προηγούμενου διαγωνισμού, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι προσφορές των επενδυτών ήταν χαμηλότερες της αποτίμησης των περιουσιακών της στοιχείων. Τονίζεται παράλληλα η «ανάγκη» ο νέος διαγωνισμός να ολοκληρωθεί «επιτυχώς».

Να ολοκληρωθεί η πώληση των λιγνιτικών μονάδων

Σε αυτό το σημείο παραθέτει τη νέα ρύθμιση του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η οποία διευκολύνει την κατάθεση ανταγωνιστικών προσφορών από τους ομίλους, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη την προηγούμενη «υψηλή» αποτίμηση που είχε πραγματοποιηθεί από ανεξάρτητο εκτιμητή. Παρά τις «φιλότιμες» προσπάθειες που καταβάλλουν από κοινού η πολιτική ηγεσία του αρμόδιου υπουργείου και η διοίκηση της ΔΕΗ για την παράδοση των λιγνιτικών μονάδων στους ιδιώτες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν παραλείπει να σημειώσει στην έκθεσή της ότι η παράταση που δόθηκε για τον νέο διαγωνισμό μέχρι τις 15 Ιούλη, θέτει όλη τη διαδικασία εκτός του χρονοδιαγράμματος που είχε συμφωνηθεί με την τρόικα.

«Καθυστέρηση» διαπιστώνεται και σε ό,τι αφορά την εφαρμογή του λεγόμενου «Μοντέλου Στόχου» της ΕΕ για την αγορά Ενέργειας, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά η λειτουργία ενός χρηματιστηρίου ενεργειακών προϊόντων, που στο πλαίσιο της λειτουργίας του οι επιχειρηματικοί όμιλοι, παραγωγοί, προμηθευτές και μεγάλοι καταναλωτές θα «τζογάρουν» καθημερινά πάνω στις τιμές αυτών των προϊόντων. Στην έκθεση διαπιστώνεται πως παρά το γεγονός ότι έχουν γίνει ορισμένα «θετικά βήματα» σχετικά με την υιοθέτηση του απαιτούμενου θεσμικού πλαισίου από τη σημερινή κυβέρνηση, ο στόχος για την πλήρη λειτουργία του τον Απρίλη του 2019 δεν επιτεύχθηκε.

Κατ' αντιστοιχία, η καθυστέρηση στη λειτουργία του χρηματιστηρίου Ενέργειας προκαλεί ανάλογες καθυστερήσεις στη διασύνδεση της εγχώριας ενεργειακής αγοράς με τις αγορές της Βουλγαρίας και της Ιταλίας. Οπως συνεχίζει η έκθεση, «η τελική εφαρμογή των διασυνδέσεων θα δώσει πρόσβαση στην Ελλάδα στην πανευρωπαϊκή αγορά Ενέργειας και θα φέρει σημαντικά οφέλη στην ασφάλεια του συστήματος και στις τιμές ηλεκτρισμού».

Στην πραγματικότητα, βέβαια, αυτό που υπονοεί η έκθεση είναι ότι η ολοκλήρωση της «ενιαίας αγοράς Ενέργειας» της ΕΕ - μέρη της αποτελούν το «Μοντέλο - Στόχος» και οι διασυνδέσεις - εξασφαλίζει την αδιάλειπτη τροφοδοσία των επιχειρηματικών ομίλων με Ενέργεια, σε τιμές που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητά τους, ενώ παράλληλα εξασφαλίζονται και τα κέρδη των ομίλων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής και προμήθειας Ενέργειας. Τελικός χαμένος τα λαϊκά νοικοκυριά, καθώς οι τιμές ηλεκτρισμού και άλλων ενεργειακών αγαθών εκτοξεύονται παραπέρα και τα ίδια θα καλούνται να βάζουν ολοένα και πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Επιπλέον, οι δημοπρασίες τύπου ΝΟΜΕ - η πώληση από τη ΔΕΗ σε ιδιώτες ηλεκτρικού ρεύματος κάτω από το κόστος παραγωγής - θα συνεχίσουν να υφίστανται για όσο διάστημα δεν προχωρά η πώληση των λιγνιτικών μονάδων. Γίνεται επίσης αναφορά στους στοιχειώδεις περιορισμούς που επιβλήθηκαν στις εξαγωγές ηλεκτρισμού - από ποσότητες που αποκτήθηκαν μέσω των ΝΟΜΕ - σημειώνοντας ότι ακόμη δεν έχουν εξακριβωθεί οι επιπτώσεις αυτής της απόφασης στην αγορά. Υπενθυμίζεται ότι οι περιορισμοί στις εξαγωγές ρεύματος που αποκτήθηκαν από ΝΟΜΕ, επιβλήθηκαν έπειτα από σχεδόν δύο χρόνια και αφού οι ιδιώτες προμηθεύονταν ρεύμα κάτω του κόστους από τη ΔΕΗ και το εξήγαγαν στις αγορές που εκείνοι έκριναν ότι θα τους αποδώσει μεγαλύτερο κέρδος, κι ενώ τα ΝΟΜΕ επιβλήθηκαν υποτίθεται για να ρίξουν τις τιμές τους στην εγχώρια αγορά και να προσελκύσουν κατ' αυτόν τον τρόπο πελάτες από τη ΔΕΗ. Το κόστος αυτό - που ακόμη δεν έχει προσμετρηθεί επακριβώς, όπως επίσης ούτε και τα τεράστια κέρδη που αποκόμισαν οι ιδιώτες μέσω αυτής της καταφανούς ληστρικής διαδικασίας - ήταν τεράστιο και συνετέλεσε και αυτό στη σοβαρή επιδείνωση των οικονομικών της επιχείρησης, τις συνέπειες της οποίας πολύ σύντομα θα γευτούν τα εργατικά - λαϊκά στρώματα.

Το κοινωνικό τιμολόγιο «στρεβλώνει την αγορά»

Την ίδια στιγμή, σημειώνεται ως «θετική» εξέλιξη η μείωση του μεριδίου λιανικής της ΔΕΗ στο 76,6% τον περασμένο Μάρτη έναντι 78% τον περασμένο Γενάρη και 80,3% συγκριτικά με το διάστημα που μεσολάβησε από την έκδοση της προηγούμενης έκθεσης ενισχυμένης εποπτείας. «Μολονότι το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει πρόοδο, οι συνθήκες της αγοράς απέχουν αρκετό δρόμο ακόμη από τον στόχο μείωσης του μεριδίου της ΔΕΗ κάτω από το 50% μέχρι το τέλος του 2019». Με δεδομένα τον παραπάνω μνημονιακό στόχο, αλλά και τα αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα που παρουσίασε η επιχείρηση για το τέλος του 2018, φαίνεται ότι πλησιάζει η στιγμή που θα προτιμηθούν πιο... δραστικές λύσεις για το οριστικό «άνοιγμα» της αγοράς ηλεκτρισμού...

Η Επιτροπή μάλιστα βάζει στο στόχαστρο ακόμη και αυτό το «κουτσουρεμένο» Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο, αφού θεωρεί ότι «στρεβλώνει» την αγορά. Παράλληλα, όμως, εγκρίνει την απόφαση της ΔΕΗ να μειώσει τη λεγόμενη έκπτωση «συνέπειας» από το 15% στο 10%, σημειώνοντας ότι πρόκειται για ένα «θετικό βήμα για την ανάκαμψη των τιμών αγοράς όπως επίσης και για την αύξηση των κερδών της επιχείρησης». Η παραπάνω επισήμανση σε συνδυασμό με τη μόνιμη προτροπή να ληφθούν δραστικά μέτρα για την επίλυση του ζητήματος των ανεξόφλητων οφειλών διαμορφώνουν την επόμενη αντιλαϊκή επίθεση που θα ξεκινήσει από ένα ακόμη μέτωπο.

Για τον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας σημειώνεται ότι ο σχετικός λογαριασμός στήριξής τους παραμένει πλεονασματικός, ωστόσο διαπιστώνονται «προβλήματα στις ροές ρευστού», ενώ η Κομισιόν παραθέτει τις «ανησυχίες» που εκφράζουν πολλοί επενδυτές του χώρου των ΑΠΕ σχετικά με το «πολύπλοκο» και «χρονοβόρο» καθεστώς αδειοδοτήσεων.

Τέλος, αναφορά γίνεται και στις αλλαγές που επήλθαν στον τομέα του φυσικού αερίου, με θετικές αναφορές στην ιδιωτικοποίηση του ΔΕΣΦΑ και στο σύνολο των ρυθμίσεων για την «απελευθέρωση» της αγοράς, με την επισήμανση ότι η... καλή δουλειά πρέπει να συνεχιστεί. Σχετικά με το κυβερνητικό σχέδιο για την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ - σπάσιμο της επιχείρησης σε δύο διαφορετικές επιχειρήσεις υποδομών και εμπορίας - υπογραμμίζεται ότι το μελλοντικό ιδιοκτησιακό καθεστώς θα πρέπει να ακολουθεί τη λογική του επιχειρησιακού διαχωρισμού, δίνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο κατεύθυνση για τις επιχειρηματικές εξελίξεις του επόμενου διαστήματος.

Γίνεται δηλαδή φανερό ότι το επόμενο διάστημα οι αντιλαϊκές εξελίξεις στον τομέα της Ενέργειας θα κλιμακωθούν, ενώ με αιχμή του δόρατος τα αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα της ΔΕΗ, στο πλαίσιο της πολιτικής «απελευθέρωσης» κυβερνήσεων και ΕΕ, θα εξαπολυθεί νέος γύρος επίθεσης προς τα λαϊκά νοικοκυριά, ανάμεσα στα άλλα και με ένταση των εκβιασμών για όσους αδυνατούν να ανταποκριθούν στα τσουχτερά τιμολόγια.


Φ. Κ.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Νέα προνόμια ζητούν οι βιομήχανοι

Τα «ζόρια» της γερμανικής οικονομίας και ο μεγάλος ανταγωνισμός καθρεφτίζονται και στις διεργασίες στο πολιτικό σκηνικό της χώρας

Η Αγκ. Μέρκελ με τον Ντ. Κεμπφ (δίπλα της) στη Μέρα Γερμανικής Βιομηχανίας

CHLietzmann

Η Αγκ. Μέρκελ με τον Ντ. Κεμπφ (δίπλα της) στη Μέρα Γερμανικής Βιομηχανίας
ΒΕΡΟΛΙΝΟ.--

Ολο και πιο έντονα αμφισβητείται η κυβέρνηση του «μεγάλου συνασπισμού» Χριστιανοδημοκρατών/ Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) από τον Σύνδεσμο Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI), φτάνοντας σε σημείο να ισχυριστεί την περασμένη βδομάδα πως η κυβέρνηση επιβαρύνει την οικονομία. «Η οικονομική κατάσταση γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνη, πολλά από τα προβλήματα είναι εγχώρια. Χρειάζεται αλλαγή πορείας. Η κυβερνητική πολιτική βλάπτει τις επιχειρήσεις», σημείωσε ο πρόεδρος του BDI, Ντίτερ Κεμπφ, μιλώντας την Τρίτη στη Μέρα της Γερμανικής Βιομηχανίας στο Βερολίνο.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο BDI εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για την κυβέρνηση που συνεχίζει σε «μια από τα ίδια», για την αναποφασιστικότητα και παθητικότητά της σε αρκετά ζητήματα, για τη δημοσιονομική πολιτική, αλλά και για έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού απέναντι σε Κίνα και ΗΠΑ.

Σε κάθε περίπτωση, η παρέμβαση του προέδρου των Γερμανών βιομηχάνων ήρθε να επιβεβαιώσει πως οι διεργασίες και οι αναδιατάξεις στο πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας - που βρίσκονται σε εξέλιξη τα τελευταία χρόνια - συνδέονται άμεσα με ανάγκες και προσδοκίες του γερμανικού κεφαλαίου στον ευρωπαϊκό και διεθνή ανταγωνισμό. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι σημαντικό τμήμα του γερμανικού κεφαλαίου είχε εκφράσει έντονες επιφυλάξεις για τον σχηματισμό του τρίτου μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού μετά τις εκλογές του 2017, που θα οδηγούσε σε μεγάλη φθορά τα δυο παραδοσιακά «λαϊκά κόμματα» της Γερμανίας, ενώ υπήρχε έκδηλη ανησυχία για το «κουρασμένο» πολιτικό σύστημα. Αυτή η φθορά επιβεβαιώθηκε και στις ευρωεκλογές, όπου CDU/CSU και SPD είχαν μεγάλες απώλειες, ενώ στη δεύτερη θέση αναδείχτηκαν οι Πράσινοι εκτοπίζοντας για πρώτη φορά το SPD.

Στη δημοσκόπηση «Forschungsgruppe Wahlen» για το τηλεοπτικό δίκτυο ZDF, που δημοσιεύτηκε χτες, οι Πράσινοι εμφανίζονται στην πρώτη θέση με 26%, ξεπερνώντας κατά μία ποσοστιαία μονάδα την CDU/CSU, ενώ το SPD βυθίζεται στην τρίτη θέση με 13%.

«Κλίμα», φοροελαφρύνσεις, ενεργειακή μετάβαση...

«Στις ευρωπαϊκές εκλογές, αλλά και στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, τα αποτελέσματα για τα δύο κόμματα του μεγάλου συνασπισμού είναι καταστροφικά», τόνισε ο Ντ. Κεμπφ. Αντί για «απαντήσεις στα μεγάλα ζητήματα» η συγκυβέρνηση αναλώνεται σε μικροπολιτικές και σε «μια ανθυγιεινή αναδιανομή, ελπίζοντας ότι (τα δύο κόμματα) θα βελτιώσουν τα ποσοστά τους στην επόμενη δημοσκόπηση». Κάλεσε την πολιτική να δώσει ώθηση στις επενδύσεις και την καινοτομία και μάλιστα σε όλους τους τομείς: Από την προστασία του κλίματος και τις μεταφορές έως την ψηφιοποίηση.

Καθόλου τυχαία, οι Γερμανοί βιομήχανοι εμφανίζονται να «συμμερίζονται» τις ανησυχίες για το κλίμα, λέγοντας πως «οι επιχειρήσεις μας περιμένουν επειγόντως αποφάσεις και απαντήσεις από τη γερμανική κυβέρνηση» σε αυτό το θέμα, καθώς οι νέες τεχνολογίες και η λεγόμενη «πράσινη επιχειρηματικότητα» είναι πεδίο σφοδρού ανταγωνισμού με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Ο Κεμπφ κάλεσε την κυβέρνηση να «θωρακίσει» τις γερμανικές επιχειρήσεις απέναντι σε μια επικείμενη ύφεση, προσθέτοντας ότι αυτές υποφέρουν από την υψηλότερη φορολόγηση και τα υψηλότερα ενεργειακά κόστη στην Ευρώπη. Ασκησε κριτική για την «κολλημένη» ενεργειακή μετάβαση, την ελλιπή υποδομή για την ψηφιοποίηση, την ανεπαρκή ώθηση της έρευνας κ.ά. Επανέλαβε πως σε Γαλλία και ΗΠΑ έχουν γίνει φοροελαφρύνσεις επιχειρήσεων και ζήτησε την πλήρη κατάργηση του «φόρου αλληλεγγύης». «Η βιομηχανία ζητά να μειωθεί η μέση φορολογία των εταιρειών από περίπου 31% στο 25%», είπε ο Κεμπφ, ενώ σύμφωνα με τον ίδιο, κατά μέσον όρο στην ΕΕ οι εταιρείες φορολογούνται με 22%.

«Οι κοινωνικές δαπάνες αυξάνονται και αυξάνονται, ενώ για την προώθηση της Τεχνητής Νοημοσύνης ο κυβερνητικός συνασπισμός θα επενδύσει μόνο 1 δισ. ευρώ έως το 2023», είπε ο πρόεδρος του BDI, ομολογώντας πως η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών στοχεύει βασικά στην ανταγωνιστικότητα απέναντι σε Κίνα και ΗΠΑ και την κερδοφορία των γερμανικών ομίλων.

Ανταγωνισμός και αλληλεξάρτηση

Φυσικά, όλες αυτές οι αγωνίες του BDI δεν αφορούν στη βελτίωση της ζωής και των όρων εργασίας του γερμανικού λαού, αλλά στον ανταγωνισμό και την τακτική απέναντι σε Κίνα και ΗΠΑ. «Αναμφίβολα η Κίνα είναι ο δυνατός παίκτης δίπλα στις ΗΠΑ. Εχουμε μιλήσει εσκεμμένα για "συστημικό ανταγωνισμό" με την Κίνα. Θα ήταν όμως πολύ απλοϊκό, απλά και μόνο να καταγγείλουμε την Κίνα. Η γερμανοκινεζική οικονομική συνεργασία έχει αποφέρει τις τελευταίες 4 δεκαετίες τεράστια κέρδη και ευημερία σε όλες τις πλευρές», υπογράμμισε ο πρόεδρος του BDI. «Δυστυχώς, πολύ λίγα έχουν γίνει για το άνοιγμα της κινεζικής αγοράς, παρά τις εξαγγελίες (της Κίνας)», πρόσθεσε.

Αλλά και σε σχέση με τις ΗΠΑ, οι βιομήχανοι ζητούν από τη Γερμανία και την ΕΕ «ξεκάθαρες απαντήσεις» και «παρά την απογοητευτική κατάσταση» χρειάζεται να συνεχιστεί ο διάλογος και οι διαπραγματεύσεις.

«Βλέπουμε τις προκλήσεις»

«Βλέπουμε τις προκλήσεις», τόνισε η καγκελάριος, Αγκελα Μέρκελ, απαριθμώντας τα βήματα που έχουν γίνει για τη στήριξη του γερμανικού κεφαλαίου από τον Μάρτη του 2018, όταν σχηματίστηκε η νέα κυβέρνηση: Χρηματοδότηση της ψηφιοποίησης και της έρευνας, ο νόμος που διευκολύνει τη μετανάστευση εξειδικευμένων εργαζομένων, για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη εργατικού δυναμικού των γερμανικών επιχειρήσεων, ο έλεγχος των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, ενώ ο ρωσικός αγωγός «Nord Stream 2» θα συμβάλει στην «έξοδο από τον άνθρακα».

Εξήγησε ότι η γερμανική κυβέρνηση κάνει πολλά για να βελτιώσει περαιτέρω τις συνθήκες για τη γερμανική καπιταλιστική οικονομία. Παρέχει περισσότερα χρήματα για έρευνα και ανάπτυξη που θα ωφελήσει το γερμανικό κεφάλαιο και η Γερμανία έγινε μια ελκυστική χώρα για ξένους επιστήμονες και ερευνητές. Ταυτόχρονα, βέβαια, οι κοινωνικές ανισότητες μεγαλώνουν, γιγαντώνεται ο αριθμός των χαμηλόμισθων και των χαμηλοσυνταξιούχων που «δεν βγάζουν τον μήνα», μεγάλες γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν ανακοινώσει χιλιάδες απολύσεις στη χώρα, για να επενδύσουν στην ηλεκτροκίνηση...

Ακόμη υπερασπίστηκε την κυβερνητική στρατηγική για συγχωνεύσεις μεγάλου μεγέθους κατά τα πρότυπα του γερμανικού κολοσσού χημικής βιομηχανίας BASF, την αυστηροποίηση του πλαισίου για επιθετικές εξαγορές γερμανικών εταιρειών από κινεζικές και άλλες εταιρείες, ενώ δεν έλειψε και η κριτική προς τις επιχειρήσεις για έλλειμμα επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες, πλατφόρμες παροχής υπηρεσιών και εμπορίου. Πάντως, διαβεβαίωσε ότι η γερμανική κυβέρνηση στηρίζει τις επιχειρήσεις και εξέφρασε την πεποίθηση ότι με τη συμβολή του BDI η κυβερνητική πολιτική θα γίνει πιο ...ολοκληρωμένη.

«Η Ευρώπη έχει επίγνωση των προκλήσεων σε καιρούς ραγδαίων αλλαγών», ανέφερε η Μέρκελ, προσθέτοντας, πως γι' αυτόν το λόγο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα αναπτύξει μια Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τη Βιομηχανία, η οποία θα δηλώνει σαφώς ποια είναι η θέση της Ευρώπης στον ανταγωνισμό με την Κίνα και τις ΗΠΑ. Στάθηκε για ακόμη μια φορά στη σημασία των εμπορικών συμφωνιών και επαίνεσε τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με την Ιαπωνία και τη Σιγκαπούρη. «Τώρα, η Ευρώπη πρέπει να επιδιώξει να τερματίσει την εμπορική διαμάχη με τις ΗΠΑ» και να διαπραγματευτεί μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, είπε η Μέρκελ, συμπληρώνοντας ότι οι αρνητικές επιπτώσεις της εμπορικής διαμάχης ΗΠΑ - Κίνας είναι αισθητές για τη γερμανική οικονομία.

Η Γερμανία «δεν είναι πια ο κινητήρας της Ευρώπης»...

Το τελευταίο διάστημα, οι προβλέψεις για την ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας προσαρμόζονται διαρκώς προς τα κάτω, με ορισμένους οικονομολόγους να κάνουν λόγο για εμφανή σημάδια κόπωσης ή ακόμη και ύφεσης. Επίσης, η πρόσφατα δημοσιευμένη Παγκόσμια Επετηρίδα Ανταγωνιστικότητας 2019 της ελβετικής IMD δείχνει κατρακύλα της Γερμανίας στη 17η θέση της ανταγωνιστικότητας (από την 6η θέση το 2014).

Σε πρόσφατη πανευρωπαϊκή έρευνα για τις πιο ελκυστικές χώρες επενδύσεων της συμβουλευτικής εταιρείας ΕΥ, πάνω από το 1/3 των πολυεθνικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη Γερμανία εκφράζουν δυσαρέσκεια. Αναφορικά με τον αριθμό των επενδυτικών σχεδίων, η Γερμανία έπεσε από τη δεύτερη στην τρίτη θέση και τώρα βρίσκεται πίσω από τη Γαλλία. Η Μ. Βρετανία εξακολουθεί να βρίσκεται στην πρώτη θέση παρά την αβεβαιότητα του Brexit. «Το ότι μειώνονται οι ξένες επενδύσεις στη Γερμανία είναι ένα προειδοποιητικό σήμα. Η Γερμανία δεν είναι πια ο κινητήρας ανάπτυξης της Ευρώπης», σχολίασε ο Χούμπερτ Μπαρτ, επικεφαλής της εταιρείας ΕΥ στη Γερμανία.

Ο BDI αναμένει για το 2019 ρυθμό ανάπτυξης στο 1% του ΑΕΠ. Ταυτόχρονα, «οι διεθνείς συγκρούσεις (ΗΠΑ - ΕΕ και ΗΠΑ - Κίνας) οξύνουν την ανασφάλεια των επιχειρήσεων και απειλούν τη γερμανική οικονομία, που είναι απαράμιλλη στο εξωτερικό εμπόριο», ενώ σε περίπτωση άτακτου Brexit οι Γερμανοί βιομήχανοι προβλέπουν υψηλό κίνδυνο ύφεσης για το επόμενο έτος.


Ε. Μ.

ΓΑΛΛΙΑ
Προσδοκίες και διεργασίες για ανάκτηση εδάφους

Ερευνα για την «επιχειρηματική ελκυστικότητα» της Γαλλίας δίνει νέα εύσημα στην αστική της τάξη

Ο Μακρόν προσερχόμενος στην πρόσφατη άτυπη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, όπου «βγήκαν στον αφρό» βαθιές ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις

Copyright 2019 The Associated

Ο Μακρόν προσερχόμενος στην πρόσφατη άτυπη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, όπου «βγήκαν στον αφρό» βαθιές ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις
Πλατιά χαμόγελα ικανοποίησης προκάλεσε την περασμένη Τρίτη στο Παρίσι η δημοσίευση του φετινού «Βαρόμετρου για την επιχειρηματική ελκυστικότητα» της Γαλλίας, σύμφωνα με την οποία η χώρα ανακτά έδαφος στην προσέλκυση επενδυτών και τα «προσόντα» της ως έδρας επιχειρηματικών κολοσσών.

Την έρευνα οργανώνει κάθε χρόνο η εταιρεία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών EY (Ernst & Young) και με βάση τα στοιχεία για το 2018 η γαλλική κυβέρνηση και αστική τάξη εισπράττει νέα εύσημα για την αγριότητα με την οποία δυναμώνει την αντιλαϊκή - αντεργατική επίθεση.

Μεταξύ άλλων καταγράφεται ότι:

-- Το 2018 η Γαλλία προσέλκυσε 1.027 νέες επιχειρηματικές επενδύσεις, αύξηση 1% σε σχέση με το 2017 (1.019 τότε). Κατατάσσεται έτσι μόλις μία θέση πίσω από την πρώτη χώρα στην πανευρωπαϊκή λίστα, δηλαδή το Ηνωμένο Βασίλειο με 1.054 νέες επιχειρηματικές επενδύσεις, μείωση 13% σε σχέση με το 2017 (1.205), ενώ στην τρίτη θέση βρίσκεται η Γερμανία με 973 νέες επενδύσεις, μείωση 13% σε σχέση με το 2017 (1.124). Σχολιαστές σε γαλλικά ΜΜΕ υποστήριζαν ότι είναι η πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία που η Γαλλία περνά μπροστά από τη Γερμανία στην προσέλκυση επιχειρηματικών επενδύσεων.

-- Η Γαλλία καταγράφεται για το 2018 ως 1ος προορισμός σε όλη την Ευρώπη όσον αφορά τις επενδύσεις κεφαλαίων στους τομείς «R&D» (Research & Development - «Ερευνα και Ανάπτυξη») με ευρεία χρήση ιδιαίτερα προηγμένων τεχνολογιών και πλατιά εφαρμογή επιστημονικών καινοτομιών σε διάφορους κλάδους της παραγωγής. Συγκεκριμένα, η Γαλλία εμφανίζεται να προσέλκυσε 144 τέτοιες επενδύσεις, καταγράφοντας αύξηση 85% από το 2017. Ακολουθούν στη 2η θέση το Ηνωμένο Βασίλειο με 74 επενδύσεις, μείωση 17% από το 2017, και στην 3η η Γερμανία με 64 επενδύσεις, μείωση 21% από το 2017.

-- Τέλος, σημαντικές είναι οι διακρίσεις που εμφανίζεται στη συγκεκριμένη έρευνα να έχει η Γαλλία και όσον αφορά τις επενδύσεις σε τομείς που περιλαμβάνονται στην κατηγορία «Βιομηχανία». Κατατάσσεται πρώτη στην προσέλκυση τέτοιων επενδύσεων με 339, και ακολουθούν η Τουρκία με 203 και η Γερμανία με 152. Οι 339 επενδύσεις στη Γαλλία προσανατολίστηκαν κυρίως σε μονάδες παραγωγής μηχανολογικού εξοπλισμού, μεταλλουργία, χημική βιομηχανία, αγροδιατροφικό κλάδο, ηλεκτρονικά.

Η «αντιμετώπιση» της Γερμανίας

Βέβαια, ο ενθουσιασμός με τον οποίο η έρευνα έγινε δεκτή στα αστικά επιτελεία της Γαλλίας δεν ακυρώνει την ανησυχία για την πορεία της ευρωπαϊκής και διεθνούς οικονομίας, εξαιτίας των αναιμικών ρυθμών ανάπτυξης. Αλλωστε και το «Βαρόμετρο» μιλά για αυξημένους κινδύνους για την οικονομία που προκαλούν π.χ. οι δύσκολες διαπραγματεύσεις Βρετανίας - ΕΕ για το Brexit, συνολικά η μείωση των ρυθμών της διεθνούς καπιταλιστικής ανάπτυξης, η όξυνση της κόντρας ΗΠΑ - Κίνας (που φυσικά δεν εξαντλείται στο εμπόριο) κ.ά. Μάλιστα, οι ερωτηθέντες που προσδοκούν ότι η «επιχειρηματική ελκυστικότητα» της Γαλλίας θα αυξηθεί είναι μόλις 3 στους 10.

Πάντως, και αυτή η έρευνα αποτυπώνει ότι για τη Γαλλία βασικό ζητούμενο παραμένει η μείωση του προβαδίσματος που διατηρεί η Γερμανία, η οποία παραμένει βασικός ανταγωνιστής της στην Ευρώπη και όχι μόνο. Σ' αυτό το πλαίσιο, την αισιοδοξία για την πορεία της γαλλικής οικονομίας τροφοδοτεί και η πίεση που εκτιμάται ότι μεγαλώνει για τη Γερμανία, για την οποία η έρευνα αναφέρει ότι «μετά από 10 χρόνια συνεχούς αύξησης των Αμεσων Ξένων Επενδύσεων, αυτή η τάση αντιστρέφεται». Υπάρχουν «πολλοί μακροοικονομικοί δείκτες που επιβεβαιώνουν τη σχετική απώλεια ταχύτητας για την πρώτη ευρωπαϊκή οικονομία» και στους οποίους η έρευνα περιλαμβάνει:

--Την κατάσταση της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, με δεδομένο και το βάρος που έχει ως κλάδος στη γερμανική βιομηχανία και οικονομία συνολικά. Η έρευνα ξεχωρίζει την επίδραση των συνεπειών που έχουν οι νέοι ευρωπαϊκοί κανόνες που τέθηκαν σε ισχύ την 1η Σεπτέμβρη του 2018, για την πιστοποίηση των αυτοκινήτων με στόχο τη μείωση των εκπομπών αερίου θερμοκηπίου, αναγκάζοντας τους κατασκευαστές να μειώσουν την παραγωγή. Την ίδια στιγμή, βέβαια, η «πίεση» αυτή είναι αντίστοιχη για όλες τις αυτοκινητοβιομηχανίες και η κόντρα μετατοπίζεται πλέον στην ηλεκτροκίνηση, στην οποία η Γερμανία διεισδύει πολύ αποφασιστικά.

-- Το μερίδιο του τομέα της μεταποίησης, που υπολογίζεται ότι περιορίζεται. Ο περασμένος Μάης, αναφέρει η έρευνα, ήταν ο 5ος συνεχόμενος μήνας με καταγεγραμμένη υποχώρηση στη μεταποίηση, συνολικά.

-- Τις σημαντικές ελλείψεις εργατικού δυναμικού που διαπιστώνει η Γερμανία «στην πλειοψηφία των κλάδων» της οικονομίας, σύμφωνα με την έρευνα. Επικαλείται μάλιστα στοιχεία του γερμανικού ινστιτούτου DIW, σύμφωνα με τα οποία το επόμενο διάστημα θα λείψουν 440.000 εργαζόμενοι και εκτιμάται ότι το κόστος αυτής της έλλειψης ανέρχεται στα 30 δισ. ευρώ ή σε 0,9% του ΑΕΠ.

-- Τέλος, ειδικό βάρος αναφέρεται ότι ασκεί στην πορεία της γερμανικής οικονομίας η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου, η οποία σύμφωνα με τον ΠΟΕ έφτασε το 3,2% το 2018 και το 4,7% το 2017. Το εξωτερικό εμπόριο ήταν πάντα «βασικός κινητήρας για την ανάπτυξη της Γερμανίας», σημειώνεται και προστίθεται: «Πράγματι, το εμπορικό πλεόνασμα μειώνεται από τα επίπεδα ρεκόρ που κατέγραψε το 2016. Από τα 252,9 δισ. ευρώ το 2016, έπεσε στα 227,8 δισ. ευρώ το 2017, και το 2018 καταγράφηκε στα 247,9 δισ. ευρώ. Κατ' επέκταση, το γερμανικό ΑΕΠ αναπτύσσεται πιο αργά: Κατά 2,2% το 2017, κατά 1,5% το 2018 και όπως εκτιμάται, κατά 0,5% το 2019».

«Στόχοι προς κατάκτηση»

Στους «στόχους προς κατάκτηση» που πρέπει να θέσει η γαλλική αστική τάξη, εντατικοποιώντας τις προσπάθειές της να ανακτήσει χαμένο έδαφος, ξεχωρίζουν συστάσεις όπως «η γρήγορη αναπλήρωση της καθυστέρησης που παρουσιάζουν Ηνωμένο Βασίλειο και Γερμανία σε στρατηγικούς κλάδους».

Ειδικότερα για τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να προταχθούν, η πρώτη πεντάδα περιλαμβάνει τα εξής:

-- «Απλοποίηση διοικητικών διαδικασιών» που αφορούν μεταξύ άλλων τη σύσταση και διοίκηση επιχειρήσεων, την ευκολία μεταφοράς κεφαλαίων από τον έναν κλάδο στον άλλο, αλλά και την πιο ωφέλιμη για τους μεγαλομετόχους διαχείριση πολυεθνικών ομίλων, ώστε να μπορούν πιο ευέλικτα να ανακυκλώνουν προσωπικό κ.λπ.

-- Ενίσχυση της «φορολογικής ανταγωνιστικότητας», που σημαίνει νέες φοροαπαλλαγές, επιδοτήσεις κ.ά.

-- Μείωση του «κόστους εργασίας», όπως το μεγάλο κεφάλαιο προκλητικά αποκαλεί μισθολογικά και εργασιακά δικαιώματα, κατακτήσεις κερδισμένες με αίμα, τις οποίες κατακρεουργεί.

-- Μεγαλύτερη «ευελιξία του εργατικού Δικαίου», δηλαδή ακόμα πιο αποφασιστική προσαρμογή της εργατικής νομοθεσίας στις ανάγκες της μεγαλοεργοδοσίας.

-- Ενίσχυση του «κοινωνικού διαλόγου», δηλαδή των εργαλείων ενσωμάτωσης και καθυπόταξης των εργαζομένων και της συνείδησής τους.

Και ο «ευρωπαϊκός ρόλος»

Τέλος, στα πλεονεκτήματα που εκτιμάται ότι η Γαλλία μπορεί να αξιοποιήσει ιδιαίτερα για να σταθεροποιήσει την ανοδική πορεία της είναι ο «ρόλος της στην Ευρώπη». Ενας ρόλος που το γαλλικό κεφάλαιο προσδοκά να αναβαθμίσει σημαντικά, όπως δείχνουν και οι «ζυμώσεις» που αναζωπυρώθηκαν μετά τις πρόσφατες ευρωεκλογές, ενόψει και των αλλαγών που θα γίνουν στα νευραλγικά πόστα της ΕΕ (πρόεδροι Κομισιόν, Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ.λπ.). Δεν είναι τυχαίες οι συναντήσεις που επιδίωξε ο Γάλλος Πρόεδρος Εμ. Μακρόν με εκπροσώπους από διάφορες πολιτικές πτέρυγες, όπως τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, αλλά και τους Φιλελεύθερους ηγέτες του Βελγίου και της Ολλανδίας.

Ηδη συζητιούνται πολλά για την επιμονή με την οποία ο Μακρόν θα εξετάσει νέες και παλιές συμμαχίες απέναντι στη Γερμανία, αξιοποιώντας και τις απώλειες των δυνάμεων του κυβερνητικού συνασπισμού της Αγκ. Μέρκελ (CDU/CSU - SPD). Στο ίδιο πλαίσιο φαίνεται ότι θα ενταθεί και μια προσπάθεια στενότερου συντονισμού με «ανερχόμενες» πολιτικές δυνάμεις, όπως οι Οικολόγοι και οι Πράσινοι, δυνάμεις των οποίων η ισχυροποίηση συνδέεται και με τη στροφή υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων σε κλάδους με μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους (π.χ. «εναλλακτικές μορφές ενέργειας», «πράσινη οικονομία»). Από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων, βέβαια, το μόνο σίγουρο είναι πως όλα αυτά αφορούν την κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης και την εμφάνιση νέων αντιλαϊκών συμμαχιών...


Α. Μ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ