Σάββατο 11 Νοέμβρη 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Στο σημερινό 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία», μπορείτε να διαβάσετε:

ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΕΥΡΩΖΩΝΗ - ΔΝΤ: Επίφοβη ανάκαμψη για το κεφάλαιο στο «γόνιμο» έδαφος των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων

ΚΟΜΙΣΙΟΝ: Προτάσεις για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας έναντι των διεθνών ανταγωνιστών της

ΓΑΛΛΙΑ: Φορολογική και ασφαλιστική μεταρρύθμιση στα μέτρα του κεφαλαίου

ΣΟΥΗΔΙΑ: Το πρόβλημα της στέγης παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις

ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΕΥΡΩΖΩΝΗ - ΔΝΤ
Επίφοβη ανάκαμψη για το κεφάλαιο, στο «γόνιμο» έδαφος των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων

Η ενσωμάτωση, μέχρι κεραίας, ολόκληρης της γκάμας με τα αντιλαϊκά μέτρα της προηγούμενης μνημονιακής περιόδου, με την προσθήκη και νέου σκληρού «πακέτου», με αιχμή στην παραπέρα συμπίεση των προνοιακών επιδομάτων που έχουν απομείνει για τη λαϊκή οικογένεια, αποτελούν τα κύρια στοιχεία του κρατικού προϋπολογισμού για το 2018, που αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή στις 21 Νοέμβρη. «Προ των πυλών» εμφανίζονται και οι νομοθετικές και άλλες παρεμβάσεις αναφορικά με το κλείσιμο μιας μεγάλης μάζας από τα δεκάδες αντιλαϊκά «προαπαιτούμενα» που περιλαμβάνονται στον 3ο κύκλο της «αξιολόγησης», ενώ οι τελευταίες «πινελιές», για την τρέχουσα φάση, αναμένεται να ολοκληρωθούν στο πλαίσιο των συνεννοήσεων με το κουαρτέτο, τα υψηλόβαθμα κλιμάκια του οποίου επανέρχονται στην Αθήνα στις 27 του Νοέμβρη.

Οι Φθινοπωρινές Προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Την ίδια ώρα, η γρήγορη ολοκλήρωση της 3ης «αξιολόγησης» και το «συντεταγμένο κλείσιμο» του προγράμματος του ESM το 2018, σε συνδυασμό βέβαια με τα δημοσιονομικά μέτρα που υιοθετήθηκαν το 2015 και το 2016, καθώς επίσης και με τα μέτρα που υιοθετήθηκαν τον Μάη του 2017, αναφορικά με την περαιτέρω κατακρεούργηση των συντάξεων (2019) και του αφορολόγητου ορίου (2020), αποτελούν κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προϋπόθεση για τους αναμενόμενους ρυθμούς ανάκαμψης της εγχώριας καπιταλιστικής οικονομίας. Ρυθμοί για τους οποίους η Επιτροπή προχώρησε σε νέο «ψαλίδισμα» των προβλέψεών της.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις Φθινοπωρινές Προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ΑΕΠ για το 2017 εκτιμάται να ανακάμψει με ρυθμό μόλις 1,6% από 2,1% στις φετινές Εαρινές Προβλέψεις και 2,7% που προέβλεπε ένα χρόνο νωρίτερα. Για το 2018 καθώς και για το 2019, προβλέπονται ρυθμοί 2,5% (αμετάβλητοι σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη έκθεση), από 3,1% ένα χρόνο νωρίτερα.

Θυμίζουμε ότι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, από την πλευρά του, σύμφωνα με το κεντρικό σενάριο προβλέπει μακροπρόθεσμους ρυθμούς ανάκαμψης στην ελληνική οικονομία, κατά μέσο όρο μόλις στο 1,3% το χρόνο για την περίοδο μέχρι το 2060. Να σημειωθεί ότι η σωρευτική κατρακύλα του παραγόμενου ΑΕΠ, από το 2008, όταν εκδηλώθηκε η καπιταλιστική κρίση, μέχρι σήμερα, έχει φτάσει στο 26%, ποσοστό, που, με βάση τις προβλέψεις τους θα ανακτηθεί μετά από 20 χρόνια, δηλαδή το 2038.

Συζήτηση για το «εφεδρικό» πακέτο

Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρά τις «στρογγυλοποιήσεις» αναφορικά με την επίτευξη των στόχων για τα ματωμένα πλεονάσματα, επισημαίνει πως «τα φορολογικά έσοδα είναι κάπως κατώτερα των μηνιαίων στόχων», ανοίγοντας «παράθυρο» για την εφαρμογή και νέου συμπληρωματικού αντιλαϊκού «πακέτου», κάτι που ήδη συζητείται στο παρασκήνιο.

Σε αυτό το φόντο, πέρα και πάνω από τη δεδομένη πλέον «υπεραπόδοση» των γενικών στόχων για τα «πλεονάσματα» στο φετινό προϋπολογισμό, ήδη έχει ανοίξει η «συζήτηση» αναφορικά με τους επιμέρους στόχους που αφορούν τη μάζα των αντιλαϊκών φόρων και των άλλων χαρατσιών που θα εισρεύσουν στο κρατικό ταμείο μέχρι το τέλος Δεκέμβρη.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες, οι υπάρχουσες εκτιμήσεις αναφορικά με το δημοσιονομικό κενό του 2018 - όπως αυτό προκύπτει με βάση την επίτευξη του στόχου για διπλασιασμό των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% του ΑΕΠ - κάνουν λόγο σήμερα για 0,4% του ΑΕΠ ή περισσότερα από 700 εκατ. ευρώ, κάτι που μεταφράζεται και σε επόμενο συμπληρωματικό πακέτο αντιλαϊκών μέτρων, που θα συζητηθεί με τους «θεσμούς» σε επόμενη φάση, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η κυβέρνηση στην πλήρη εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται για την τρέχουσα φάση.

Εντείνονται οι ανισομετρίες στην ΕΕ

Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παράλληλα επισημαίνει πως «μολονότι η κυκλική ανάκαμψη μετρά πλέον 18 συνεχή τρίμηνα, παραμένει ελλιπής, καθώς υπάρχουν για παράδειγμα σημαντική κάμψη στην αγορά εργασίας και ασυνήθιστα χαμηλή αύξηση των μισθών», στην ΕΕ. Από την πλευρά του, ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Β. Ντομπρόβσκις, αφού επισήμανε πως «οι επιδόσεις της οικονομίας της ΕΕ είναι συνολικά θετικές», τόνισε ότι «υπάρχουν ωστόσο σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών - μελών, καθώς σε ορισμένα από αυτά εξακολουθεί να παρατηρείται σημαντική κάμψη στην αγορά εργασίας». Σε αυτό το έδαφος, εστίασε εκ νέου στην ανάγκη του ευρωπαϊκού κεφαλαίου για «μακροοικονομικές πολιτικές και μεταρρυθμίσεις που είναι προσανατολισμένες προς τη σταθερότητα, με στόχο να τονωθούν η παραγωγικότητα και η προσαρμοστικότητα στην αλλαγή...».

Σύμφωνα με την Κομισιόν, σε επίπεδο Ευρωζώνης αναμένεται ρυθμός ανάκαμψης, για το 2017 στο 2,1% (από 1,7% στην προηγούμενη έκθεση) και για το 2018 στο 2,1% (από 1,8%).

Συνολικά στην ΕΕ αναμένονται ρυθμοί στο 2,4% (από 1,9%) για το 2017 και στο 2,1% (από 1,9%) για το 2018.

Κίνδυνοι και αβεβαιότητες

Εξάλλου, σύμφωνα με τις Φθινοπωρινές Προβλέψεις, «οι κυριότεροι κίνδυνοι δυσμενών εξελίξεων είναι εξωτερικοί και συνδέονται με υψηλές γεωπολιτικές εντάσεις (π.χ. στη Χερσόνησο της Κορέας), ενδεχομένως δυσχερέστερες παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες (π.χ. λόγω αυξημένης απροθυμίας ανάληψης κινδύνων), την οικονομική προσαρμογή στην Κίνα ή την επέκταση των προστατευτικών πολιτικών».

Επιπλέον, αναφορικά με τους «κινδύνους» και τις «αβεβαιότητες» που εντοπίζονται στο εσωτερικό της ΕΕ, εστιάζουν σε παράγοντες που συνδέονται με την «έκβαση των διαπραγματεύσεων για το Brexit», την «ισχυρότερη ανατίμηση του ευρώ» και τα «υψηλότερα μακροπρόθεσμα επιτόκια».

Μάλιστα, η πρόβλεψη της Κομισιόν, αναφορικά με το ρυθμό ανάκαμψης στη Βρετανία, συνοδεύεται με έναν επιπλέον «αστερίσκο», καθώς, όπως λένε, «βασίζεται σε καθαρά τεχνική παραδοχή για διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης όσον αφορά τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ της ΕΕ των 27 και του Ηνωμένου Βασιλείου».

Τα «γυρίσματα» του οικονομικού κύκλου

Την ίδια ώρα, οι όποιοι ρυθμοί ανάκαμψης στην ελληνική οικονομία τροφοδοτούνται και συνδέονται με τις γενικότερες συνθήκες στην ΕΕ και την παγκόσμια οικονομία, καθώς και μια σειρά από εξαιρετικά ευμετάβλητους συγκυριακούς παράγοντες. Σε κάθε περίπτωση, η όποια εναλλαγή του οικονομικού κύκλου (π.χ. μείωση της μάζας του παγκόσμιου εμπορίου) θα έχει άμεσες επιπτώσεις και στην ελληνική οικονομία.

Σε αυτό το φόντο, το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), σε πρόσφατη έκθεση για την ελληνική οικονομία επισημαίνει: «Οσο ευπρόσδεκτη είναι η καταγραφή θετικών ρυθμών ανάπτυξης, άλλο τόσοανησυχητικό είναι ότι αυτοί είναι χαμηλοί και μάλιστα δεδομένης της ευνοϊκής συγκυρίας». Σε αυτό το πλαίσιο και σε αντίστοιχη προσέγγιση με αυτήν του ΣΕΒ και άλλων αστικών επιτελείων, επισημαίνεται ότι «σε θετική κατεύθυνση συμβάλλει αποφασιστικά το ιδιαίτερα ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον, όπου οι τοπικές γεωγραφικές συνθήκες ενίσχυσαν τον εισερχόμενο τουρισμό, αλλά και ευρύτερα, καθώς στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς καταγράφονται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, το κόστος χρήματος είναι ιδιαίτερα χαμηλό, όπως σχετικά χαμηλό είναι και αυτό της Ενέργειας».

Ως κρίσιμο ζήτημα αποτυπώνεται το γεγονός ότι «ο ρυθμός ανάπτυξης στη χώρα υπολείπεται από αυτόν των Ευρωπαίων εταίρων, με την απόκλιση των οικονομιών να διευρύνεται αντί να μειώνεται».

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Μέτρα ενίσχυσης των ευρωπαϊκών μονοπωλίων στον παγκόσμιο ανταγωνισμό

Κατευθύνσεις προς όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ εμπεριέχει το κείμενο της Επιτροπής «Επενδύοντας στην έξυπνη, καινοτόμο και βιώσιμη βιομηχανία. Μια ανανεωμένη στρατηγική για την βιομηχανική πολιτική της ΕΕ. [COM (2017) 479 final]», ώστε να διατηρηθεί και να ενισχυθεί, όπως λέει, η υπεροχή της ευρωπαϊκής βιομηχανίας «στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, των προκλήσεων βιωσιμότητας και της ταχείας εξέλιξης της τεχνολογίας».

Πρόκειται για ένα κείμενο στο οποίο υπογραμμίζεται η ανάγκη για την «πάση θυσία» διατήρηση των πρωτείων των ευρω-μονοπωλίων σε βιομηχανικούς κλάδους που σήμερα υπερέχουν αλλά και η απόκτησή τους σε άλλους που σήμερα υστερούν. Υπογραμμίζεται επίσης η αποφασιστικότητα της ΕΕ να διατηρήσει απρόσκοπτη πρόσβαση σε στρατηγικού χαρακτήρα πρώτες ύλες αλλά και να υψώσει «τείχη» προστασίας για τα μονοπώλιά της έναντι «αθέμιτων» πρακτικών από ανταγωνιστικά κέντρα, ακόμη και να δώσει το δικαίωμα απαγόρευσης εξαγορών ευρωπαϊκών επιχειρήσεων από ξένους επενδυτές. Ολα αυτά τα βαφτίζει με τον... ευρηματικό τίτλο «τιθάσευση της παγκοσμιοποίησης».

Οι δείκτες

Το κείμενο επισημαίνει ότι η βιομηχανία της ΕΕ κατόρθωσε να αναστρέψει την κάμψη των μεριδίων αγοράς των εξαγωγών βιομηχανίας της ΕΕ και του μεριδίου της βιομηχανίας στη συνολική προστιθέμενη αξία. Η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της βιομηχανίας για την ΕΕ των 27 αυξήθηκε κατά 6,4% μεταξύ 2009 και 2016 και 4,7% για την ΕΕ των 28. Η συμβολή των μεταποιητικών βιομηχανιών και οι μεταποιητικές εισροές από τις εξορυκτικές βιομηχανίες και τους κλάδους των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στη συνολική προστιθέμενη αξία στην ΕΕ των 27 αντιστοιχούσε σε 21% (19% στην ΕΕ των 28) το 2016.

Η προστιθέμενη αξία μόνο της μεταποίησης αυξήθηκε κατά 25% στην ΕΕ των 27 (23% στην ΕΕ των 28). Σε πραγματικούς όρους από το 2009, το μερίδιό της ως ποσοστό της οικονομίας αυξήθηκε από 15,5% (14,7% στην ΕΕ των 28) σε 17,1% (16,1% στην ΕΕ των 28).

Ενίσχυση διαπιστώνεται παράλληλα και στην παραγωγικότητα της εργασίας, η οποία παρουσιάζει ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 2,7% κατά μέσο όρο από το 2009 έως το 2016. Με δεδομένο το σύνολο των αντεργατικών μέτρων που πέρασαν ενιαία σε όλες τις χώρες της ΕΕ, συμπιέζοντας περαιτέρω την τιμή της εργατικής δύναμης, γενικεύοντας την «ευελιξία» κ.ο.κ., ο δείκτης αυτός αποτυπώνει και την ακόμα μεγαλύτερη ένταση της εκμετάλλευσης από τα ευρωπαϊκά μονοπώλια.

Με δεδομένο αυτό το στοιχείο, διαπιστώνεται επίσης αναστροφή της φθίνουσας τάσης απασχόλησης στη βιομηχανία. Οπως αναφέρεται στο κείμενο, μεταξύ 2009 και 2013 η απασχόληση στη βιομηχανία μειώθηκε κατά 1,8 εκατ. θέσεις εργασίας (5,4%) στην ΕΕ των 27, ενώ από το 2013, πάνω από 1,5 εκατ. καθαρές νέες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν στη βιομηχανία. Ουσιαστικά τα στοιχεία αυτά αποτυπώνουν έως ένα βαθμό το πώς το κεφάλαιο, αφού πρώτα απέλυσε κατά τη διάρκεια της καπιταλιστικής κρίσης, αναπληρώνει εργατικό δυναμικό με μια νέα «φουρνιά» εργαζομένων που δουλεύουν με τους νέους, ακόμα χειρότερους, όρους σε σχέση με πριν.

Παρά ταύτα, διαβλέπει κινδύνους εξαιτίας του γεγονότος ότι «οι ανταγωνιστές της Ευρώπης», όπως λέει, «πραγματοποιούν σημαντικές επενδύσεις για την αναβάθμιση της βιομηχανίας τους, ο δείκτης επενδύσεων στην ΕΕ δεν έχει ακόμη επανέλθει στο ιστορικό μέσο επίπεδό του». Την ίδια στιγμή, διαπιστώνεται ένα εξίσου επικίνδυνο «χάσμα καινοτομίας» της ΕΕ με ανταγωνιστές και συγκεκριμένα τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία, ενώ άλλοι, όπως η Κίνα, «έχουν αρχίσει να ανταγωνίζονται την ΕΕ σε εκείνα ακριβώς τα τμήματα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας στα οποία η Ευρώπη τα καταφέρνει καλύτερα».

Οι τομείς παρέμβασης

Ως προς τις τομεακές πολιτικές που έχουν ασκηθεί τα τελευταία χρόνια για την ενίσχυση βιομηχανικών κλάδων, ξεχωρίζουν τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την προστασία της ευρωπαϊκής χαλυβουργίας, τα οποία «ενισχύουν την άμυνα της ΕΕ έναντι αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Να υπενθυμίσουμε ότι ο τομέας του χάλυβα αποτελεί σημαντικό στοιχείο αντιπαράθεσης μέχρι και σήμερα, σε επίπεδο Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, μεταξύ της ΕΕ και των ισχυρών ανταγωνιστών της, όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ, με την ΕΕ να έχει προχωρήσει μονομερώς τα τελευταία χρόνια σε ρυθμίσεις προστασίας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων του κλάδου έναντι των ανταγωνιστών τους, οι οποίοι «κατηγορούνται» από τα ευρωπαϊκά επιτελεία για την υιοθέτηση «αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Ανάλογο πλέγμα προστασίας επιθυμεί η Επιτροπή και στον διαστημικό τομέα με σκοπό, όπως αναφέρει, «να προωθηθεί η παγκόσμια πρωτοκαθεδρία της Ευρώπης στον τομέα του διαστήματος και να αυξηθεί το μερίδιό της στις παγκόσμιες διαστημικές αγορές».

Στο κείμενο γίνεται λόγος για την «εν εξελίξει βιομηχανική επανάσταση» που, όπως λέει, έχει στο επίκεντρό της τις νέες τεχνολογίες, όπως τα μαζικά δεδομένα, την τεχνητή νοημοσύνη και τη ρομποτική, το «Διαδίκτυο των Πραγμάτων» (Internet of Things-IoT). Σε αυτήν τη νέα «κούρσα» ανταγωνισμού στην οποία επιδίδονται οι μονοπωλιακοί όμιλοι σε παγκόσμιο επίπεδο, και για τους εργαζόμενους στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος θα σημάνει ένταση της εκμετάλλευσης και της εντατικοποίησης και μαζική ανεργία, η ΕΕ επιθυμεί να διατηρήσει τα πρωτεία όπου τα κατέχει σήμερα αλλά και να ενισχύσει τις θέσεις της σε άλλους τομείς που σήμερα διαπιστώνεται καθυστέρηση.

Ετσι, σημειώνει πως η ευρωπαϊκή βιομηχανία κατέχει σήμερα παγκόσμιο μερίδιο αγοράς 33% στη ρομποτική, 30% στα ενσωματωμένα συστήματα (υπολογιστικά συστήματα εκτός των επιτραπέζιων υπολογιστών, όπως αυτά που υπάρχουν, για παράδειγμα, στα αυτοκίνητα), 55% στους ημιαγωγούς της αυτοκινητοβιομηχανίας κ.ά.

Ωστόσο, η Επιτροπή σημειώνει πως μόνο το 1/5 σήμερα των ευρωπαϊκών εταιρειών εμφανίζει υψηλό βαθμό ψηφιοποίησης, αναφέροντας ότι η τέτοια καθυστέρηση θα επιφέρει μεσοπρόθεσμα απώλεια ανταγωνιστικότητας της επιχείρησης και μείωση του μεριδίου αγοράς και εν τέλει απειλεί την ίδια την ύπαρξη της επιχείρησης. Κι εδώ η Επιτροπή προωθεί δέσμη μέτρων - εννοείται πως η παροχή «ζεστού» χρήματος είναι εντός των μέτρων αυτών - ενίσχυσης της ψηφιοποίησης της βιομηχανίας και εισαγωγής νέων τεχνολογιών στη βιομηχανική παραγωγή. Η ανάπτυξη νέων σύγχρονων δικτύων και ψηφιακών επικοινωνιών κρίνεται απαραίτητη για την επιτυχία του εγχειρήματος και εντοπίζεται ειδικά η ανάπτυξη συνδέσεων 5G αφού, όπως λέει, η επέκτασή του θα δώσει τεράστια ώθηση στην ευρωπαϊκή βιομηχανία έναντι των ανταγωνιστών της.

Εξασφάλιση πρόσβασης σε κρίσιμες πρώτες ύλες

Η λεγόμενη «πράσινη οικονομία» είναι σαφώς μεταξύ των τομέων που η ΕΕ επιθυμεί να «αξιοποιήσει την πρωτοπορία που κατέχει και να αντιμετωπίσει τον αυξανόμενο παγκόσμιο ανταγωνισμό στον τομέα της πράσινης παραγωγής και των τεχνολογιών καθαρής ενέργειας». Επισημαίνεται ότι για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος απαιτείται η απρόσκοπτη πρόσβαση των ευρωπαϊκών βιομηχανιών στις πρώτες ύλες που απαιτούν οι νέες «πράσινες τεχνολογίες». Για το λόγο αυτό η Επιτροπή «θα συνεχίσει να συμβάλλει στην εξασφάλιση ασφαλούς βιώσιμου και οικονομικά προσιτού εφοδιασμού» των βιομηχανιών της με τα στρατηγικής σημασίας αυτά υλικά.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι πρόσφατα η Επιτροπή εξέδωσε λίστα με τις «κρίσιμες πρώτες ύλες» για την ευρωπαϊκή βιομηχανία [Com (2017) 490], οι οποίες στη συντριπτική τους πλειοψηφία βρίσκονται εκτός ευρωπαϊκών εδαφών, με την Κίνα να κατέχει ένα σημαντικό μέρος τους, όπως επίσης και οι ΗΠΑ, η Ρωσία και κάποιες αφρικανικές χώρες.

Ολα αυτά κάθε άλλο παρά άσχετα είναι με την όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και επεμβάσεων και στη γειτονιά μας, με «επίδικο» τον έλεγχο αυτών των πηγών. Χαρακτηριστικό π.χ. είναι και το όλο και πιο έντονο «ενδιαφέρον» της ΕΕ για την Αφρική.

Εξάλλου, στο κείμενο ειδική αναφορά γίνεται φυσικά και στην «αμυντική βιομηχανία», για την οποία η Επιτροπή έχει ήδη συντάξει ειδικό σχέδιο δράσης για την ενίσχυσή της κι έχει συστήσει ειδικό ταμείο, το «Ευρωπαϊκό Ταμείο Αμυνας», για τη χρηματοδότηση επενδύσεων στον τομέα της «αμυντικής» Ερευνας και Ανάπτυξης.

Η αυτοκινητοβιομηχανία επίσης σημειώνεται ότι έχει «καίριο ρόλο στην οικονομία της ΕΕ» και στόχος είναι να εξασφαλιστεί πως τα σύγχρονης τεχνολογίας οχήματα παράγονται στην Ευρώπη, με τα ηλεκτρικά οχήματα φυσικά να τίθενται στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας. Σε σχέση με τη χρηματοδότηση το κείμενο επισημαίνει ότι μέχρι τον Ιούλη του 2017 εγκρίθηκαν συνολικές επενδύσεις 225 δισ. ευρώ από το Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων, ποσό που αποτελεί το 72% του συνολικού στόχου των 315 δισ. ευρώ μέχρι τα μέσα του 2018.

Τέλος, σε ό,τι αφορά τη «διεθνή διάσταση» της ευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής, επισημαίνεται ότι «η ΕΕ χρησιμοποιεί το ειδικό της βάρος για την προώθηση ισότιμων όρων παγκόσμιου ανταγωνισμού σε διμερείς και πολυμερείς εμπορικές διαπραγματεύσεις...». Γίνεται ειδική αναφορά στα μέσα «εμπορικής άμυνας» της ΕΕ τα οποία, όπως λέει η Επιτροπή, αξιοποιεί πλήρως «για να αντιμετωπίσει τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές», ενώ αναμένεται ο εκσυγχρονισμός τους για την περαιτέρω ενίσχυσή τους. Παράλληλα, ετοιμάζεται νέος κανονισμός που θα επιτρέπει στα κράτη - μέλη να εμποδίζουν την εξαγορά ευρωπαϊκών εταιρειών «με καίριας σημασίας τεχνολογίες» από ξένους επενδυτές.


Φ. Κ.

ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ KAI ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ
Νέοι μποναμάδες για το μεγάλο κεφάλαιο

Από πρόσφατη απεργιακή κινητοποίηση στη Γαλλία

Copyright 2017 The Associated

Από πρόσφατη απεργιακή κινητοποίηση στη Γαλλία
Πρόσφατα, η αρμόδια Επιτροπή της γαλλικής Βουλής ψήφισε την αύξηση της λεγόμενης «Contribution Sociale Generalisee» - CSG (στα Ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως «Γενικευμένη Κοινωνική Εισφορά»), σηματοδοτώντας έτσι τη δρομολόγηση μιας ακόμα σειράς νέων αντιλαϊκών μέτρων, στο πλαίσιο αφενός μιας ευρύτερης μεταρρύθμισης στο φορολογικό σύστημα της χώρας, αφετέρου ριζικών αλλαγών στο σύστημα χρηματοδότησης της Κοινωνικής Ασφάλισης και διαφόρων κοινωνικών παροχών και υπηρεσιών (μεταξύ άλλων και της προστασίας των ανέργων κ.τλ.).

H CSG αποτελεί μία εισφορά που έχει θεσπιστεί από τη δεκαετία του 1990, στη λογική τού να μοιραστεί το «κόστος» (όπως το κεφάλαιο και οι εκπρόσωποί του επιμένουν προκλητικά να χαρακτηρίζουν τις εργατικές κατακτήσεις και ανάγκες) της Κοινωνικής Ασφάλισης. Θα μπορούσε να παρομοιαστεί με την Εισφορά Κοινωνικής Αλληλεγγύης που καθιερώθηκε στην Ελλάδα την τελευταία πενταετία, ενταγμένη κι αυτή στην ευρύτερη πολιτική επιδίωξη μείωσης του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους».

Η αύξηση της CSG πέρασε ως μέρος ενός νέου «πακέτου» αλλαγών που η κυβέρνηση του «μεταρρυθμιστή» Εμανουέλ Μακρόν, με πρωθυπουργό τον κεντροδεξιό Εντουάρντ Φιλίπ, κατέθεσε στα τέλη του περασμένου Σεπτέμβρη, ταυτόχρονα με την κατάθεση του σχεδίου προϋπολογισμού για το νέο έτος.

Στις 27 του Σεπτέμβρη παρουσιάστηκε το σχέδιο του προϋπολογισμού για το 2018 και την αμέσως επόμενη μέρα, στις 28 του Σεπτέμβρη, παρουσιάστηκε ο νέος «νόμος για τη χρηματοδότηση της Κοινωνικής Ασφάλισης».

Πρόκειται για μέτρα μιας γενικότερης «αναπροσαρμογής» φόρων και εισφορών που ισχύουν στη Γαλλία και η κυβέρνηση εμφανίζει ενιαία, ως αλλαγές που - δήθεν - αυξάνουν την αγοραστική δύναμη των μισθωτών και ταυτόχρονα αυξάνουν τα «αναπτυξιακά κίνητρα» για τις επιχειρήσεις. Η αλήθεια είναι ότι στο όνομα στήριξης των γαλλικών μονοπωλίων ενισχύεται η ορμή, με την οποία το γαλλικό κεφάλαιο αναπτύσσει την επιθετικότητά του, διεκδικώντας μεγαλύτερα μερίδια στην ευρωπαϊκή αλλά και γενικά στην παγκόσμια αγορά. Σε αυτήν την κατεύθυνση εντάσσεται και η δραστική μείωση της φορολογίας των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.

Οπως χαρακτηριστικά είχε σημειώσει σε σύναξη της MEDEF (Ενωση των Γάλλων μεγαλοβιομηχάνων) τον περασμένο Αύγουστο ο υπουργός Οικονομίας της χώρας, Μπρουνό Λε Μερ, ανακοινώνοντας από τότε τη μεγάλη μείωση της φορολόγησης των εταιρειών: «Θέλετε πράξεις και θέλετε αποφάσεις: Θα τις έχετε... Η Γαλλία μπορεί να τα πάει καλύτερα, πολύ καλύτερα... Ενα πράγμα λείπει: ένα οικονομικό πλαίσιο πιο ευνοϊκό... Για να ξαναβρεί το μεγαλείο της, η Γαλλία δεν πρέπει (απλά) να το οραματίζεται, πρέπει να το οικοδομήσει αντιμετωπίζοντας την αλήθεια. Πρέπει να αντιληφθεί τα δεδομένα, που είναι πεισματάρικα, ειδικά τα οικονομικά δεδομένα...». Και περιγράφοντας τους «κινδύνους» που συνιστούν τα «οικονομικά δεδομένα» σε διεθνές επίπεδο συνέχισε: «Πίσω από την τεράστια ποίηση με τους "δρόμους του μεταξιού" (σ.σ. εμπορικές και ενεργειακές «διαδρομές» που προωθούν τα ανερχόμενα κινεζικά κεφάλαια) υπάρχει μια αυτοκρατορική κινεζική βούληση που εκδηλώνεται. Πίσω από την αμερικανική επέκταση εκτός εδαφών, υπάρχει μια ευθεία επίθεση ενάντια (...) στα γαλλικά οικονομικά συμφέροντα... Κανείς δεν θα μας προσφέρει δώρα. Ετσι, λοιπόν, ας μην είμαστε αφελείς, ας είμαστε διαυγείς...».

«Αποκατάσταση των ανισοτήτων...»

Ηδη από εκείνη την εκδήλωση της MEDEF, ο Λε Μερ είχε ανακοινώσει ότι η φορολογία για το μεγάλο κεφάλαιο θα μειωθεί από το 33% στο 25%. Αυτό επιβεβαιώθηκε επίσημα και με το σχέδιο προϋπολογισμού για το 2018, στο πλαίσιο μιας συνολικότερης φορολογικής μεταρρύθμισης.

Στόχος είναι η λεγόμενη «διεύρυνση της φορολογικής βάσης», όπως το πολιτικό προσωπικό του κεφαλαίου αποκαλεί την όλο και αγριότερη φοροαφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων, υποβάλλοντάς τα σε νέες στερήσεις, ώστε να «μπουκώνει» τα μονοπώλια νέες παροχές.

Αφού ανακοινώθηκαν οι σχεδιαζόμενες αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, στελέχη της κυβέρνησης και αστικά επιτελεία ξεκίνησαν μια καλοσυντονισμένη προσπάθεια να πείσουν ότι τα νέα μέτρα θα στηρίξουν την πλειοψηφία του λαού και θα αποκαταστήσουν «ανισότητες». Πριν από μερικές μέρες, μιλώντας από την έδρα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, στη Νέα Υόρκη, ο Λε Μερ εξήγησε ότι επιδίωξη είναι να αντιμετωπιστούν «ανισότητες» όπως το ότι «στη Γαλλία, το 10% των φορολογουμένων πληρώνουν το 70% των φόρων στο εισόδημα...». Αγωνία και της κυβέρνησης Μακρόν είναι, λοιπόν, πώς μια χούφτα που ελέγχει τον πλούτο της χώρας θα απαλλαγεί κι άλλο από τα «φορολογικά βάρη».

Μιλώντας λίγες μέρες μετά στην οικονομική εφημερίδα «Λεζ Εκό», ο Λε Μερ σημείωνε όλο έμφαση: «Θέλουμε να αποζημιώσουμε εκείνους που αναλαμβάνουν ρίσκο...», αναφερόμενος καταρχάς σε εκείνους τους επενδυτές που σπρώχνουν κεφάλαια σε «ανερχόμενους» κλάδους, όπου τα περιθώρια κέρδους θεωρούνται αυξημένα και οι προσδοκίες για συνολικότερη αναβάθμιση της θέσης τους μεγαλώνουν.

Δραστική «ανακούφιση» για τη μεγαλοεργοδοσία

Την ίδια στιγμή, μέσα από τις νέες μεταρρυθμίσεις, η κυβέρνηση Μακρόν - Φιλίπ ενισχύει προκλητικά το μεγάλο κεφάλαιο, αποφασίζοντας την κατάργηση - μέχρι τον Οκτώβρη του 2018 - των εισφορών για την ασθένεια αλλά και για την ανεργία. Πρόκειται για τις εισφορές που μέχρι σήμερα πλήρωναν μισθωτοί και εργοδότες κάθε μήνα. Η κατάργησή τους αποτελεί μια σοβαρή «ανακούφιση» για τη μεγαλοεργοδοσία, με δεδομένο ότι τα ποσοστά των συγκεκριμένων εισφορών είναι από τα μεγαλύτερα. Συγκεκριμένα, η εργοδοτική εισφορά για την υγεία είναι 12,89% και για την ανεργία είναι 4,05%.

Το μέτρο αυτό θα δώσει συντριπτικό χτύπημα σε ασφαλιστικά και άλλα δικαιώματα των εργαζομένων. Προκλητικά, η κυβέρνηση λέει ότι η κατάργηση των εισφορών των εργαζομένων θα αυξήσει την αγοραστική τους δύναμη (επειδή θα μειωθούν οι κρατήσεις από τους μισθούς τους) και δεν λέει ότι οι μειωμένες κρατήσεις δεν ισοφαρίζουν με τίποτα το τεράστιο πρόσθετο οικονομικό βάρος που συνεπάγεται για την εργατική οικογένεια η ραγδαία ιδιωτικοποίηση της Υγείας και της Πρόνοιας, η διαρκής μείωση των μισθών μέσα από την ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας κ.τ.λ.

Ειδικά η κατάργηση της εισφοράς ανεργίας σηματοδοτεί τη σταδιακή εγκατάλειψη των ανέργων και των μισο-ανέργων (που φυτοζωούν με τις άφθονες μορφές «απασχόλησης», μέχρι και μια μέρα τη βδομάδα ή δύο ώρες τη μέρα, αλλά τυπικά δεν θεωρούνται άνεργοι), ώστε τα κονδύλια για την «αντιμετώπιση της ανεργίας» να απορροφούνται σε προγράμματα «απασχόλησης» με ημερομηνία λήξης, μισοκατάρτισης κ.τ.λ.


Α. Μ.

Στόχος η μείωση του «μη μισθολογικού κόστους»

Ενδεικτική η αξιοποίηση της CSG, της γαλλικής εκδοχής της «Εισφοράς Αλληλεγγύης»

Την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση λύνει τα χέρια των εργοδοτών, καταργώντας τμήμα των εισφορών τους, η αύξηση της CSG σηματοδοτεί τη δραστική ενίσχυση του βάρους που φορτώνεται στις πλάτες των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων.

Συγκεκριμένα, η CSG αυξάνεται κατά 1,7 ποσοστιαία μονάδα, από 1η Γενάρη 2018. Η εξέλιξη της CSG είναι ενδεικτική της σχεδιασμένης ανακούφισης της μεγαλοεργοδοσίας από το λεγόμενο «μη μισθολογικό κόστος». Πρόκειται για εισφορά που δεν πληρώνει η εργοδοσία σε κάθε επιχείρηση.

Οταν θεσπίστηκε αρχικά, το ύψος της προσδιοριζόταν στο 1,1% του μισθού. Το 1993 ανέβηκε στο 2,4%, το 1996 στο 3,4% και τελικά το 1998 στο 7,5%, όπου έμενε μέχρι και σήμερα.

Οπως εξηγούν οι ίδιες οι ιστοσελίδες των αρμόδιων υπουργείων, «η CSG στοχεύει στη διαφοροποίηση του τρόπου χρηματοδότησης της κοινωνικής προστασίας που, πριν τη δημιουργία αυτού του φόρου, επαφίετο ουσιαστικά (μόνο) στις κοινωνικές εισφορές (σ.σ. εννοούν τις εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών). Αυτό το σύστημα είχε γίνει αμφισβητήσιμο εξαιτίας: μιας αύξησης του κόστους εργασίας. Ενός προβλήματος αποτελεσματικότητας και δικαιοσύνης μιας εισφοράς που δεν επιβαλλόταν παρά στις εργατικές απολαβές...».

Στο όνομα, λοιπόν, μιας δικαιότερης «κατανομής» του «κόστους» της Κοινωνικής Ασφάλισης και, ταυτόχρονα με τη σταδιακή «απαλλαγή» της μεγαλοεργοδοσίας (όπως σήμερα συμβαίνει με την κατάργηση των εισφορών ασθενείας και προστασίας της ανεργίας), επιβλήθηκε η CSG, ως εισφορά όχι απλά επί των μηνιαίων αποδοχών των εργατοϋπαλλήλων, αλλά και επί των περισσότερων συντάξεων, ακόμα και επί των επιδομάτων ανεργίας (!), ενώ για να σωθούν τα προσχήματα προβλέφθηκε και καταβολή εισφοράς επί αποδοχών κληρονομιάς, συμμετοχής σε τυχερά παιχνίδια κ.τ.λ.

ΣΟΥΗΔΙΑ
Το πρόβλημα της στέγης παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις

Τα σπίτια που χτίζονται είτε προορίζονται μόνο για πώληση είτε έχουν πανάκριβα ενοίκια και είναι απρόσιτα για τα λαϊκά στρώματα

Κατοικίες στη Σουηδία, που είναι όμως απρόσιτες για τις λαϊκές οικογένειες
Κατοικίες στη Σουηδία, που είναι όμως απρόσιτες για τις λαϊκές οικογένειες
Σε εφιάλτη έχει μετατραπεί η αναζήτηση σπιτιού στη Σουηδία και τα τελευταία χρόνια η φράση «στεγαστική κρίση» έχει ταυτιστεί με τη σκανδιναβική χώρα. Μεγάλο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι, οι λαϊκές οικογένειες, οι νέοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι, καθώς τα σπίτια που προορίζονται για ενοικίαση όλο και λιγοστεύουν και τα ενοίκια έχουν φτάσει στα ύψη.

Πλέον το πρόβλημα δεν αφορά μόνο μεγάλες πόλεις, όπως η Στοκχόλμη και το Γκέτεμποργκ, αλλά όλη τη χώρα, με 255 από τους 290 δήμους της Σουηδίας να αναφέρουν έλλειψη σπιτιών, σύμφωνα με το Εθνικό Συμβούλιο Στέγασης, Οικοδόμησης και Χωροταξίας.

Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: Γιατί μια χώρα τόσο προηγμένη τεχνολογικά και επιστημονικά, με ισχυρή οικονομία σε ανάπτυξη, που θεωρείται μάλιστα η «βιτρίνα του καπιταλισμού» και καταλαμβάνει τις πρώτες θέσεις στις λίστες με τις «καλύτερες χώρες για να ζεις» ή με το «καλύτερο περιβάλλον για επενδύσεις», δεν μπορεί να λύσει το θέμα της στέγης για όλο τον πληθυσμό;

Η απάντηση είναι το καπιταλιστικό κέρδος. Η καπιταλιστική ανάπτυξη όχι μόνο δεν έχει σαν κινητήριο μοχλό της την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών, αλλά αυτές αποτελούν πηγή κερδοφορίας, αντικείμενο εκμετάλλευσης και πεδίο επενδύσεων των επιχειρηματικών ομίλων. Η κερδοφορία είναι σε άμεση σύγκρουση με την κάλυψη των αναγκών.

Στη Σουηδία χτίζονται σπίτια. Ομως αυτά είτε προορίζονται μόνο για πώληση, είτε όσα λίγα προορίζονται για ενοικίαση είναι πολύ ακριβά - και εξαιτίας της έλλειψης. Οι μεγάλες εταιρείες έχουν οικόπεδα ανεκμετάλλευτα και δεν χτίζουν μαζικά προσιτές κατοικίες, επειδή θα πέσουν οι τιμές, ενώ τώρα οι τιμές ενοικίασης και πώλησης έχουν ανέβει στα ύψη, με τη Στοκχόλμη να είναι η τρίτη πιο υπερτιμημένη αγορά ακινήτων στον κόσμο. Ουσιαστικά τέσσερα μεγάλα μονοπώλια κυριαρχούν στον κατασκευαστικό τομέα στη Σουηδία: «Skanska», PEAB, NCC και «JM Bygg». Σε αυτές, οι μεγαλύτερες σουηδικές τράπεζες έχουν μεγάλα μερίδια, αναδεικνύοντας τη σύμφυση κατασκευαστικού και τραπεζικού κεφαλαίου, και κερδίζουν από τα στεγαστικά δάνεια και τις πωλήσεις, από το στεγαστικό πρόβλημα του σουηδικού λαού.

Η μόνη λύση αυτής της αντίφασης είναι η επιστήμη και η τεχνολογία να είναι στην υπηρεσία του λαού. Μόνο με κοινωνικοποιημένη παραγωγή μπορεί να εξασφαλιστεί για όλους η φθηνή ή και δωρεάν, σύγχρονη, ασφαλής κατοικία, όπου θα χτίζονται σπίτια για να καλυφθούν όλες οι λαϊκές σύγχρονες ανάγκες και όχι για να αποτελούν εμπόρευμα.

Σπίτια απρόσιτα για τα λαϊκά στρώματα

«Χτίζουμε όπως ποτέ ξανά στη Στοκχόλμη. Πέρυσι χτίστηκαν πάνω από 7.000 νέα σπίτια, θα χτιστούν περισσότερα φέτος και θα πιάσουμε τον στόχο για 40.000 νέα διαμερίσματα έως το 2020», σημειώνει η δήμαρχος Στοκχόλμης, Κάριν Βάνγκερντ.«Χτίζονται όμως με υψηλές περιβαλλοντικές και ενεργειακές προδιαγραφές και αυτό αντανακλάται στην τιμή τους. Είναι αρκετά ακριβά», προσθέτει.

«Από τη δεκαετία του '90 οι κατασκευαστικές εταιρείες κατασκευάζουν συγκεκριμένους τύπους σπιτιών που είναι επικερδείς: Μονοκατοικίες και διαμερίσματα που ανήκουν συνεταιριστικά σε πολλούς ιδιοκτήτες. Δεν τους συμφέρει να κατασκευάσουν οικονομικές κατοικίες και τα διαμερίσματα που προορίζονται για ενοικίαση - όταν χτίζονται τέτοια - απευθύνονται σε υψηλά εισοδήματα», τονίζει ο Μάρτιν Γκράντερ, ερευνητής για το θέμα αυτό στο πανεπιστήμιο του Μάλμε.

Να σημειωθεί ότι στις αρχές της δεκαετίας του '90 καταργήθηκαν οι κρατικές επιδοτήσεις προς τις δημοτικές κατασκευαστικές εταιρείες και αυτές έχουν πλέον τις ίδιες χρηματοδοτικές συνθήκες με τις ιδιωτικές. Οι δημοτικές εταιρείες κατασκεύαζαν διαμερίσματα πιο προσιτά για ενοικίαση ή πώληση, όμως στη συνέχεια το κόστος κατασκευής κατοικιών αυξήθηκε σημαντικά για τους δήμους, άρα χτίζονται λιγότερα και ακριβότερα. Οι δημοτικές επιχειρήσεις, που λειτουργούν με καθαρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και με στόχο το κέρδος, είναι ιδιοκτήτες ενός σημαντικού μέρους των διαμερισμάτων που νοικιάζονται. Ανακαινίζουν τα διαμερίσματά τους και αυξάνουν τα νοίκια μέχρι και κατά 90% ή τα πωλούν σε ιδιώτες. Ετσι, ολοένα και μειώνεται το απόθεμα προσιτών κατοικιών για τα χαμηλότερα εισοδήματα.

«Η ειρωνεία είναι ότι οι δημοτικές επιχειρήσεις ανακαινίζουν και πουλάνε διαμερίσματα προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την κατασκευή νέων, πιο ακριβών κατοικιών», σημειώνει ο ερευνητής του πανεπιστημίου του Μάλμε.

Αν και παρατηρείται αύξηση στο χτίσιμο κατοικιών τα τελευταία χρόνια, το Εθνικό Συμβούλιο Στέγασης Οικοδόμησης και Χωροταξίας προβλέπει ότι δεν αντιστοιχεί ούτε στην αύξηση του πληθυσμού, ούτε στις λαϊκές ανάγκες και τα λαϊκά πορτοφόλια. Αυξάνεται ο αριθμός των νέων και των μεταναστών, δηλαδή ομάδες που δεν μπορούν να «αντέξουν» το είδος των σπιτιών που χτίστηκαν και χτίζονται.

«Το τμήμα του πληθυσμού που αναπτύσσεται - νέοι και μετανάστες - είναι σχεδόν εξ ορισμού το φτωχότερο. Οπότε τα προβλήματά τους δεν μπορούν να επιλυθούν με βάση πρότυπα και όρους που έχουν καθοριστεί από την αγορά», σημειώνει ο αναλυτής για την αγορά ακινήτων του Εθνικού Συμβουλίου Στέγασης, Μπο Σόντερμπεργκ.

Οι σύγχρονοι «άστεγοι»

Στη Σουηδία έχει αρχίσει να αναπτύσσεται μια γενιά σύγχρονων «αστέγων» και αντί για πρόοδο σημειώνεται πισωγύρισμα. Για παράδειγμα, οι νέοι πλήττονται ιδιαίτερα, με περίπου 1 στους 4 ηλικίας 20 - 27 ετών να μένει ακόμη με τους γονείς του. Το 1997 το ποσοστό αυτό ήταν στο 15%. Τα συχνά διαστήματα ανεργίας των νέων έχουν σαν αποτέλεσμα να μην μπορούν να αγοράσουν δικό τους σπίτι, οπότε εξαρτώνται αποκλειστικά από την ύπαρξη προσιτών ενοικίων.

Οι συνέπειες της παρατεταμένης διαμονής των νέων με τους γονείς τους είναι πολλαπλές. Καταρχάς δεν μπορούν να δεχτούν μια δουλειά σε άλλη περιοχή, επειδή δεν βρίσκουν ή δεν «αντέχουν» να νοικιάσουν σπίτι. Ιδιαίτερα στην Στοκχόλμη, όπου υπάρχουν οι περισσότερες δουλειές, τα ενοίκια είναι εξωφρενικά. Η αβεβαιότητα αυτή «τους κόβει τα φτερά», προκαλείται έντονο άγχος που επιδρά στην υγεία και την ψυχολογία τους.

Ακόμη χειρότερα, για ορισμένους η έλλειψη οικονομικών σπιτιών σημαίνει ότι είτε κοιμούνται στο δρόμο, είτε σε προσωρινά καταλύματα. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, το «προφίλ» των αστέγων τείνει να αλλάξει. Ενώ τα προηγούμενα χρόνια οι βασικές αιτίες ήταν η τοξικοεξάρτηση, οι πνευματικές/ψυχολογικές διαταραχές και οι άστεγοι ήταν κυρίως «περιθωριοποιημένα» άτομα, τα τελευταία χρόνια άστεγοι καταλήγουν και άνθρωποι με χαμηλά εισοδήματα!

«Οι νέοι και οι νεοεισερχόμενοι μετανάστες έχουν μεγάλο πρόβλημα, αλλά επίσης και οι ηλικιωμένοι, των οποίων η σύνταξη είναι πολύ χαμηλότερη από το μισθό τους ως εργαζομένων. Δεν υπάρχουν πολλά φθηνά διαμερίσματα, δεν υπάρχουν πολλά χαμηλά ενοίκια και βρίσκεσαι σε αδιέξοδο αν δεν έχεις υψηλό εισόδημα», τονίζει η Αννα Γιόχανσον, κοινωνική λειτουργός του ιδρύματος που διεξήγαγε την έρευνα για τους άστεγους («Stadsmission»).

«Και τίθεται το ερώτημα: Ποια είναι η πολιτική ευθύνη; Τι είδους διαμερίσματα χτίζονται; Είναι ξεκάθαρο ότι σε αυτά τα διαμερίσματα που προστίθενται στην αγορά ακινήτων οι οικονομικά ασθενέστεροι δεν μπορούν να έχουν καμία πρόσβαση», προσθέτει.

Καμαρούλα μια σταλιά...

Στο μεταξύ έχουν αρχίσει να «ξεπηδάνε» διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες στην αγορά κατοικιών που πλασάρονται ως «καινοτόμες». Η νεοφυής επιχείρηση «Tech Farm» συμπεραίνει ότι περισσότεροι άνθρωποι στη Σουηδία πρέπει να συνηθίσουν στην ιδέα να ζουν μαζί με άλλους και όχι μόνοι τους. Η εταιρεία διαθέτει αρκετά ακίνητα, όπου ομάδες ενοικιαστών ζουν σε μικρούς κοιτώνες και μοιράζονται κοινόχρηστους χώρους σε μια προσπάθεια να μεγιστοποιηθεί η χρήση του χώρου. Στο κτίριό της σε περιοχή της Στοκχόλμης, 50 άνθρωποι μοιράζονται 1.100 τετραγωνικά μέτρα, δηλαδή ζουν το πολύ σε 22 τετραγωνικά μέτρα. Το μέγεθος των «σπιτιών» ποικίλει, από μια γκαρσονιέρα μέχρι μικροσκοπικούς κοιτώνες, όπου ίσα ίσα χωράει ένας άνθρωπος να περπατήσει δίπλα από το κρεβάτι χωρίς να αγγίξει τον τοίχο...

Η εταιρεία σχεδιάζει να κατασκευάσει έως και 100 τέτοια συγκροτήματα στο μέλλον. Φυσικά η ζήτηση είναι πολύ μεγάλη, καθώς η ανάγκη σπρώχνει πολλούς - νέους κυρίως - εργαζόμενους σε τέτοιες λύσεις. Μπορεί να μην είναι η ιδανική διαβίωση που έχει φανταστεί κανείς, όμως οι 5.000 κορόνες (πάνω από 500 ευρώ) ενοίκιο ανά άτομο το μήνα προτιμώνται, από το να πληρώνει κανείς πάνω από τα διπλά για ένα εξάμηνο συμβόλαιο ενοικίου, όπως ισχύει γενικά στη σουηδική πρωτεύουσα.


Ε. Μ.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ