Σάββατο 19 Αυγούστου 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Στο σημερινό τετρασέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» μπορείτε να διαβάσετε:

ΕΚΤ - ΤτΕ: Ευέλικτη εργασία, περικοπές μισθών και απολύσεις το «λίπασμα» της ανάκαμψης του κεφαλαίου

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΗΠΑ - ΕΛΛΑΔΑΣ: Σχέδια για μπίζνες μέσα από αντιφάσεις και ανταγωνισμούς

ΔΑΝΙΑ: Η επέκταση της μερικής απασχόλησης διευρύνει την εκμετάλλευση των εργαζομένων

ΚΙΝΑ - ΙΝΔΙΑ: Ενταση με φόντο μεθοριακές διαφορές και ευρύτερους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς

ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΤ - ΤτΕ
Ευέλικτη εργασία, περικοπές μισθών και απολύσεις το «λίπασμα» της ανάκαμψης του κεφαλαίου

«Η αύξηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας και η μείωση της υπερβολικής εργατικής προστασίας» είναι ανάμεσα στους παράγοντες της «ανάκαμψης» κατά την ΕΚΤ
«Η αύξηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας και η μείωση της υπερβολικής εργατικής προστασίας» είναι ανάμεσα στους παράγοντες της «ανάκαμψης» κατά την ΕΚΤ
«Η προσαρμογή της χρησιμοποιούμενης εργασίας (ώρες εργασίας και αριθμός εργαζομένων) παρέμεινε ο βασικός δίαυλος προσαρμογής σε πολλές χώρες της ΕΕ, ενώ και οι μειώσεις των μισθών φαίνεται ότι εφαρμόστηκαν με μεγαλύτερη συχνότητα κατά την πρόσφατη ύφεση».

Αυτό διαπιστώνεται στο πρόσφατο οικονομικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδας, όπου παρουσιάζονται τα αποτελέσματα ειδικής έρευνας που διενεργήθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ΕΚΤ σχετικά με τους τρόπους και τις μεθόδους που επέλεξαν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις συνθήκες της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Την ίδια ώρα, η ΕΚΤ επισημαίνει πως η ανάκαμψη της απασχόλησης στη Ζώνη του Ευρώ τα τελευταία χρόνια οφείλεται:

1. Στη μεταβολή της «σύνθεσης της εργασίας υπέρ μορφών μερικής απασχόλησης».

2. Στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες, όπως οι ίδιοι εξηγούν, αφορούν στις «πολιτικές αύξησης της ευελιξίας στην αγορά εργασίας και μείωσης της υπερβολικής εργατικής προστασίας οι οποίες υλοποιήθηκαν σε ορισμένες χώρες όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία».

Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, οι «ακαμψίες στην αγορά εργασίας, που ενδεχομένως αποτρέπουν τη δυναμικότερη ανάκαμψη της απασχόλησης στην ανοδική φάση του κύκλου», αφορούν σε ορισμένα «θεσμικά χαρακτηριστικά» που επικρατούν σε κάθε οικονομία, όπως η «διαδικασία διαμόρφωσης των αμοιβών και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις που καθορίζουν ενιαία μεταβολή μισθών ανεξαρτήτως της χρηματοοικονομικής κατάστασης των επιμέρους επιχειρήσεων ή κλάδων, η προστασία των εργαζομένων κ.λπ.)».

Την ίδια ώρα, τα στοιχεία της ΕΚΤ αποτυπώνουν το μεγάλωμα της απόλυτης και σχετικής εκμετάλλευσης των εργαζομένων και το τσάκισμα της τιμής της εργατικής δύναμης. Οπως χαρακτηριστικά τονίζεται, οι όποιες «αυξήσεις των μισθών παραμένουν χαμηλές συγκριτικά με τους ιστορικούς μέσους όρους» και συμπεραίνουν: «Αυτό ενδεχομένως οφείλεται στην υπερπροσφορά στην αγορά εργασίας, η οποία εξακολουθεί να είναι σημαντική, σύμφωνα με τους ευρύτερους δείκτες υποχρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού, καθώς και στον χαμηλό πληθωρισμό».

Υποαπασχόληση και αφθονία εφεδρικού εργατικού δυναμικού

Αποκαλυπτική είναι και η ειδική μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας σχετικά με την «υποαπασχόληση και το εν δυνάμει εργατικό δυναμικό την περίοδο 2008 - 2016», που δημοσιεύθηκε στο πλαίσιο της πρόσφατης έκθεσής της για τη νομισματική πολιτική.

Σύμφωνα με τα εν λόγω στοιχεία:

Στο Δ' τρίμηνο του 2016, σε κατάσταση «υποαπασχόλησης ή ακούσιας μερικής απασχόλησης» στην Ελλάδα βρισκόταν το 5,7% του εργατικού δυναμικού, ή 271,7 χιλιάδες άτομα από 5,1% (244,5 χιλιάδες) ένα χρόνο νωρίτερα και 2% του εργατικού δυναμικού (99,1 χιλιάδες άτομα) το 2008. Οπως προκύπτει, στη διάρκεια της περιόδου 2008 - 2016 ο αριθμός των εργαζομένων της συγκεκριμένης κατηγορίας διογκώθηκε κατά 172,6 χιλιάδες άτομα.

Δίπλα στους εργαζόμενους της προηγούμενης κατηγορίας, στην επίσημη ταξινόμηση φιγουράρει και το «εν δυνάμει εργατικό δυναμικό», όπου καταγράφονται δύο υποομάδες, συγκεκριμένα «τα άτομα που αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι διαθέσιμα άμεσα να εργαστούν» και άτομα «διαθέσιμα για εργασία που δεν αναζητούν», γιατί θεωρούν πως δεν υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις εργασίας. Στο Δ' τρίμηνο του 2016, η πρώτη ομάδα φτάνει στο 1% του «διευρυμένου εργατικού δυναμικού» και η δεύτερη στο 2,4%, έναντι 0,66% και 0,74% το έτος 2008. Στο τέλος του 2016 το «εν δυνάμει εργατικό δυναμικό» στην ελληνική οικονομία εμφανίζεται στα 162,7 χιλιάδες άτομα.

Με βάση τα παραπάνω, υπολογίζεται ότι οι υποαπασχολούμενοι και το «εν δυνάμει εργατικό δυναμικό» φτάνουν στο 31,8% του εργατικού δυναμικού (εργαζομένων και των επίσημα ανέργων) στο τέλος του 2016 από 11,7% το 2008. Στην Ευρωζώνη, το ποσοστό αυτής της κατηγορίας υπολογίζεται στο 18% του «διευρυμένου» εργατικού δυναμικού.

Σε αυτό το επίπεδο, πέρα και πάνω από τις όποιες προσεγγίσεις και ταξινομήσεις των αστικών επιτελείων, η μαζική υποαπασχόληση, οι ευέλικτες μορφές εργασίας και η μαζική ανεργία έρχονται να τροφοδοτήσουν την κερδοφορία των καπιταλιστών, ανεξάρτητα από τη φάση του οικονομικού κύκλου.

Μάλιστα, όπως υποστηρίζει η έκθεση της ΤτΕ «προκειμένου να αντιμετωπιστεί η υποχρησιμοποίηση ανθρώπινων πόρων (σ.σ. ζήτημα που βέβαια είναι άλυτο στο πλαίσιο του εκμεταλλευτικού συστήματος) (...) απαιτείται η αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής κανονικότητας», ενώ κρίνεται αναγκαία η «προσέλκυση νέων επενδύσεων». Βέβαια, αυτές με τη σειρά τους έχουν όρο και προϋπόθεση την κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής, προκειμένου να διαμορφωθεί το κατάλληλο «ευνοϊκό» περιβάλλον για τους καπιταλιστές.

Απολύσεις και περικοπές μισθών

Οι περικοπές στα μεροκάματα και τους μισθούς ταυτόχρονα και σε συνδυασμό με τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης καθώς και τις απολύσεις αποτέλεσαν βέβαια τη βασική συνταγή των εγχώριων επιχειρήσεων, στην κατεύθυνση μείωσης του «κόστους». Σύμφωνα με έρευνα της ΕΚΤ και της Τράπεζας της Ελλάδας «στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2010 - 2013, φαίνεται ότι υπήρξε ευελιξία στην προσαρμογή τόσο του κόστους εργασίας όσο και της απασχόλησης. Ενα μεγάλο ποσοστό των επιχειρήσεων προσάρμοσε και τα δύο», επισημαίνεται στο τελευταίο «οικονομικό δελτίο» της ΤτΕ.

Σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα:

Ως προς τα επιμέρους στοιχεία του κόστους, το 68% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι μείωσε το «κόστος εργασίας», μέχρι το 2013. Οπως επισημαίνεται, «το υψηλό ποσοστό των επιχειρήσεων που ανέφεραν μείωση του κόστους εργασίας συμβαδίζει επίσης με τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που «κατέστησαν ευκολότερη την προσαρμογή του μισθολογικού κόστους και της απασχόλησης για τις επιχειρήσεις». Σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, το ποσοστό των επιχειρήσεων που μείωσαν το κόστος εργασίας, διαμορφώνεται στο 29% στην Ισπανία και 23% στην Ιταλία.

Τα μέτρα που χρησιμοποιήθηκαν επίσης εκτενώς από ένα σημαντικό ποσοστό επιχειρήσεων για την προσαρμογή της απασχόλησης είναι η μείωση των ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο καθώς και οι ατομικές απολύσεις.

«Ευέλικτη» εργασία στην υπηρεσία του κεφαλαίου

Την ίδια ώρα, η Κομισιόν προδιαγράφει και τα επόμενα χτυπήματα στα Εργασιακά, με βάση και τις περιβόητες «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ. Οπως τονίζεται σε έκθεση για το «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο 2017», «εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών - μελών όσον αφορά την απασχόληση και τα κοινωνικά αποτελέσματα». Ταυτόχρονα, σύμφωνα με την Κομισιόν, τα «υψηλά επίπεδα ανισότητας μειώνουν τα οικονομικά αποτελέσματα καθώς και το δυναμικό για βιώσιμη ανάπτυξη».

Σε συνοδευτικό παράρτημα της έκθεσης αναφέρονται σε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, όπως:

-- Αλλαγές στη νομοθεσία «για την προστασία της απασχόλησης με στόχο αξιόπιστες ρυθμίσεις», που προωθούν την περιβόητη «ευελφάλεια» για λογαριασμό των καπιταλιστών.

-- «Σύγχρονα και κατάλληλα συστήματα κοινωνικής προστασίας, που υποστηρίζουν αυτούς που έχουν ανάγκη». Πίσω από τα λόγια αυτά κρύβεται η συρρίκνωση των προνοιακών επιδομάτων και η πολύπλευρη αξιοποίησή τους ως μέσου διαχείρισης της κοινωνικής δυσαρέσκειας στα χέρια του αστικού κράτους, ζήτημα που συζητείται και στο πλαίσιο των συνεννοήσεων συγκυβέρνησης - κουαρτέτου.

Ανάκαμψη για το κεφάλαιο στο έδαφος της αντιλαϊκής πολιτικής

Την ίδια ώρα, η προοπτική προσέλκυσης νέων κερδοφόρων επενδύσεων και οι όποιοι ρυθμοί ανάκαμψης έχουν ως όρο και προϋπόθεση την κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής, σε συνδυασμό με τις αναδιαρθρώσεις που αφορούν στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας του εγχώριου κεφαλαίου.

Σε αυτό το φόντο, το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ ), σε τριμηνιαία έκθεση και σε αντίστοιχη ρότα με αυτήν του ΣΕΒ, των τραπεζιτών και των άλλων τμημάτων του κεφαλαίου, επισημαίνει: «Η πρόοδος η οποία θα σημειωθεί στην υλοποίηση των σχετικών μεταρρυθμίσεων οι οποίες αποτελούν προαπαιτούμενες ενέργειες για τη δεύτερη αξιολόγηση, θα επηρεάσει το επενδυτικό κλίμα». Επιπλέον, όπως χαρακτηριστικά τονίζει, «ηπλέον σημαντική μεταξύ αυτών αφορά στα χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας, όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, οι ομαδικές απολύσεις».


Α. Σ.

«Νέες ευκαιρίες» στον ενεργειακό τομέα

Από την έκθεση δεν θα μπορούσε να λείπει και η αναφορά σε ένα από τα βασικά στοιχεία των διμερών σχέσεων, αυτό που αφορά στην Ενέργεια, στον έλεγχο των πηγών και των δρόμων μεταφοράς για τα οποία συγκρούονται ισχυρά καπιταλιστικά κράτη και ιμπεριαλιστικά κέντρα στην περιοχή μας. Πεδίο για το οποίο ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι αποτελεί «πρώτη προτεραιότητα» για τη χώρα του, «επισημαίνοντας» ότι τα συμφέροντα Ελλάδας και ΗΠΑ συμπίπτουν.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η πρεσβεία εκτιμά ότι «οι αμερικανικές επενδύσεις στο σχιστολιθικό αέριο, σε συνδυασμό με την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου που επιτρέπει πλέον την εξαγωγή φυσικού αερίου, έχουν αναδείξεινέες ευκαιρίες για την ελληνική πλευρά στον ενεργειακό τομέα», δείχνοντας ουσιαστικά προς τα νέα πεδία κερδοφορίας που ανοίγουν για το εφοπλιστικό - αλλά όχι μόνο - κεφάλαιο.

Η έκθεση συμπληρώνει πως «άλλωστε οι ΗΠΑ, ομοίως με την ΕΕ, υποστηρίζουν τη στόχευση για διαφοροποίηση των προμηθευτών ενέργειας στην Ευρώπη και ουσιαστικά την απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο», και επισημαίνοντας ουσιαστικά το πώς τα σχέδια αυτά κουμπώνουν στο στόχο του εγχώριου κεφαλαίου για ανάδειξη της χώρας σε «ενεργειακό κόμβο», θυμίζει ότι «στο ίδιο πλαίσιο, η Διοίκηση των ΗΠΑ έχει εκφράσει την υποστήριξή της σε έργα, όπως ο Διαδριατικός Αγωγός (Trans Adriatic Pipeline - TAP) και o Αγωγός Διασύνδεσης Αερίου Ελλάδας - Βουλγαρίας (Interconnector Greece - Bulgaria - IGB) που αναμένεται να ενισχύσουν το ρόλο της χώρας μας στον ευρωπαϊκό ενεργειακό χάρτη».

Σημειώνει ακόμη ότι «αξιοσημείωτο είναι το ενδιαφέρον που έχει εκφράσει η αμερικανική πετρελαϊκή εταιρεία ExxonMobil για τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στο Ιόνιο», με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ να υπογράφει πρόσφατα τις συμφωνίες για την έναρξη των σχετικών διαδικασιών, αν και η πρεσβεία συμπληρώνει πως «ωστόσο, σημειώνεται ότι ως προς τους τερματικούς σταθμούς υγροποιημένου φυσικού αερίου, η αμερικανική πλευρά στηρίζει, επί του παρόντος, τον υπό κατασκευή σταθμό στο νησί KRK της Κροατίας, ανταγωνιστικό των ελληνικών σχεδίων επέκτασης του σταθμού στη Ρεβυθούσα και κατασκευής του νέου σταθμού στην Αλεξανδρούπολη».

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΗΠΑ - ΕΛΛΑΔΑΣ
«Περιθώρια» και σχέδια για μπίζνες μέσα από αντιφάσεις και ανταγωνισμούς

Μια ενδιαφέρουσα «ακτινογραφία» των διμερών επιχειρηματικών σχέσεων ΗΠΑ - Ελλάδας, όπως και την προσπάθεια για παραπέρα επέκταση των εν λόγω σχέσεων από τη σκοπιά του εγχώριου κεφαλαίου, δίνει η ετήσια έκθεση του 2016 που συνέταξε η ελληνική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον με θέμα «Η οικονομία των ΗΠΑ και οι διμερείς οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με την Ελλάδα».

Στην έκθεση, που βάζει και τις προτεραιότητες για το 2017 και αργότερα, αποτυπώνονται τόσο οι προσπάθειες αλλά και τα μέτρα που προτείνονται για την προσέλκυση αμερικανικών κεφαλαίων στην εγχώρια καπιταλιστική οικονομία, στοιχείο που αποτελεί άλλωστε προτεραιότητα για την «αναζωογόνησή» της, όσο και η προσπάθεια τμημάτων του κεφαλαίου να επωφεληθούν περαιτέρω, με την ανάλογη στήριξη από το αστικό κράτος, από τα «αναξιοποίητα» όπως λέγεται περιθώρια που παρέχουν οι πολύ στενές σχέσεις ΗΠΑ - Ελλάδας.

«Αναξιοποίητα περιθώρια» και δυσκολίες

Συγκεκριμένα, στην έκθεση τονίζεται ότι «οι διμερείς οικονομικές σχέσεις Ελλάδας - ΗΠΑ χαρακτηρίζονται από αναξιοποίητα περιθώρια που δύνανται να δώσουν νέα δυναμική στις επιχειρηματικές σχέσεις των δύο χωρών».

Από την πλευρά του εγχώριου κεφαλαίου, σε ό,τι αφορά τα περιθώρια αυτά, σημειώνεται πως «ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της αμερικανικής αγοράς που την κατατάσσουν μεταξύ των οικονομιών που προσφέρουν ευκαιρίες για την ελληνική επιχειρηματική κοινότητα είναι: το φιλικό κλίμα μεταξύ των χωρών, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ αποτελούν στρατηγικό εταίρο της Ελλάδας, το μέγεθος της αμερικανικής αγοράς, η αναγνώριση της υψηλής ποιότητας των ελληνικών προϊόντων από τους Αμερικανούς καταναλωτές και η πολυπληθής ελληνική κοινότητα (ομογένεια) που εκτιμάται στα 3 εκατ. άτομα, η πλειοψηφία των οποίων έχουν έντονη και επιτυχημένη επιχειρηματική δραστηριότητα στις ΗΠΑ».

Την ίδια ώρα, βέβαια, καταγράφει πως «πέραν των ευκαιριών που αναφέραμε παραπάνω, η ελληνική επιχειρηματική κοινότητα θα πρέπει να λάβει υπόψη και τα χαρακτηριστικά που αποτελούν τροχοπέδη στην είσοδό τους στην αμερικανική αγορά.

Καταρχάς πρόκειται για μία αγορά με έντονα στοιχεία προστατευτισμού, σε τομείς μάλιστα που ενδιαφέρουν τη χώρα μας, όπως τα αγροτικά προϊόντα. Ενδεικτικά αναφέρουμε το παράδειγμα του ελαιόλαδου, καθώς κατά καιρούς οι Αμερικανοί παραγωγοί, κυρίως από την Καλιφόρνια, καταβάλλουν συντονισμένες προσπάθειες για να θέσουν μη δασμολογικά εμπόδια στην εισαγωγή του ανταγωνιστικού ευρωπαϊκού ελαιόλαδου, επικαλούμενοι την ανάγκη επιβολής περισσότερων ελέγχων, βάσει μάλιστα διαφορετικών κριτηρίων/προτύπων από τα ευρωπαϊκά.

Γενικότερα, η μη εναρμόνιση των ευρωπαϊκών και των αμερικανικών προτύπων και η ανάγκη υποβολής ξεχωριστού αιτήματος ισοδυναμίας, για κάθε κατηγορία προϊόντων, από κάθε χώρα ξεχωριστά, διαδικασία ιδιαιτέρως χρονοβόρα (3-4 έτη), αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην είσοδο περισσότερων ελληνικών αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων στις ΗΠΑ. Επίσης, ενώ το μέγεθος της αγοράς αποτελεί κίνητρο για τους Ελληνες εξαγωγείς, ταυτόχρονα αποτελεί και μία πρόσθετη δυσκολία. Καταρχάς, εξαιτίας της ανάγκης προσφοράς μεγάλων ποσοτήτων, προκειμένου να είναι σταθερή η παρουσία ενός προϊόντος στην αγορά και κατ' επέκταση η επιχειρηματική συνεργασία. Οι μεμονωμένοι Ελληνες παραγωγοί και εξαγωγείς συνήθως αδυνατούν να ανταποκριθούν στη ζήτηση αυξημένων ποσοτήτων, λόγω του κατακερματισμού των εξαγόμενων ποσοτήτων με πολλές διαφορετικές επωνυμίες. Πρόσθετα, οι Ελληνες εξαγωγείς θα πρέπει να λάβουν υπόψη το ομοσπονδιακό σύστημα διοίκησης της χώρας, που έχει ως αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση του θεσμικού πλαισίου ανά Πολιτεία. Παρόλο που οι γενικοί κανόνες/πρότυπα εισαγωγής υιοθετούνται σε ομοσπονδιακό επίπεδο, οι Πολιτείες έχουν τη δυνατότητα να εξειδικεύσουν τις προϋποθέσεις και το κόστος εισαγωγής επιβάλλοντας πρόσθετους κανόνες».

Η πρεσβεία καταγράφει ως σημαντικότερες πύλες εισόδου των ελληνικών προϊόντων στην αμερικανική αγορά τους λιμένες της Ανατολικής Ακτής (π.χ. Νέα Υόρκη, Βαλτιμόρη). Ταυτόχρονα, επιμένει ότι «αν και παραδοσιακά το μεγαλύτερο μέρος των δράσεων επικεντρώνεται στην Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ, υπάρχει σημαντικό περιθώριο ανάπτυξης των ελληνικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τόσο στην Κεντρική Αμερική, όσο και στη Δυτική Ακτή, όπου, όπως προαναφέραμε, συγκεντρώνεται η πλειοψηφία των νεοφυών επιχειρήσεων και των εταιρειών του τομέα των ΤΠΕ (Τεχνολογίες Πληροφοριών και Επικοινωνίας)».

«Συμπερασματικά», καταλήγει η πρεσβεία δείχνοντας και προς την ανάγκη το αστικό κράτος να στηρίξει πιο αποφασιστικά την είσοδο των επιχειρηματικών ομίλων σε μια τόσο «απαιτητική» καπιταλιστική αγορά, «η αμερικανική αγορά παρουσιάζει σημαντικές ευκαιρίες για την ελληνική επιχειρηματική κοινότητα, οι οποίες όμως παραμένουν αναξιοποίητες. Το 2015 σημειώθηκε αύξηση στην αξία των διμερών εμπορευματικών ροών, η οποία όμως οφείλεται κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό στην πτώση της ισοτιμίας ευρώ - δολαρίου. Προκειμένου να εδραιωθεί και να διευρυνθεί η παρουσία ελληνικών προϊόντων στις ΗΠΑ, θα πρέπει η ελληνική πλευρά να προχωρήσει σε στρατηγικό σχεδιασμό συντονισμένων προσπαθειών, δημιουργώντας clusters που θα μπορέσουν να αξιοποιήσουν τις οικονομίες κλίμακας που θα προκύψουν από αυτό το ευρύτερο σχήμα οργάνωσης της εξαγωγικής μας προσπάθειας».

«Κίνητρα για τους επενδυτές»

Σε ό,τι αφορά τον έτερο στόχο, αυτόν της προσέλκυσης κεφαλαίων στην εγχώρια καπιταλιστική οικονομία, οι Ελληνες διπλωμάτες σημειώνουν ότι «ως προς τις επενδυτικές δραστηριότητες, οι Αμερικανοί μέχρι στιγμής φαίνεται να επικεντρώνονται στον κτηματομεσιτικό τομέα της χώρας μας, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει κατά καιρούς εκφραστεί και πάλι από τη Δυτική Ακτή, και συγκεκριμένα την περιοχή του Las Vegas.

Ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι κατά τις εδώ επαφές μας, η αμερικανική πλευρά, αν και εκφράζει το επενδυτικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα, ταυτόχρονα εκφράζει επιφυλάξεις που συνδέονται με την υψηλή φορολογία και τις συνεχείς αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο.

Αντίστοιχα, σημαντικό περιθώριο ανάπτυξης έχουν και οι τουριστικές ροές μεταξύ Ελλάδας - ΗΠΑ, οι οποίες παραμένουν σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο, ειδικά ως προς τις αμερικανικές ταξιδιωτικές ροές με προορισμό τη χώρα μας. Ενας από τους βασικούς λόγους που δεν έχουν αξιοποιηθεί οι δυνατότητες συνεργασίας στον τουριστικό τομέα φαίνεται πως είναι η έλλειψη απευθείας αεροπορικής σύνδεσης με τις σημαντικότερες αμερικανικές πόλεις. Ιδιαίτερη ώθηση αναμένεται να δώσει η νέα, καθημερινή, απευθείας σύνδεση της Αθήνας με τη Νέα Υόρκη (Newark Airport) από τις αερογραμμές "Emirates Airlines" που ξεκίνησε κατά τη διάρκεια του 2017. Σημειώνουμε ότι μικρός αριθμός απευθείας πτήσεων πραγματοποιείται κατά τη θερινή περίοδο και από αμερικανικούς αερομεταφορείς, συνδέοντας, όμως, αποκλειστικά την Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ με την Αθήνα».

Εξάλλου, η έκθεση, επαναλαμβάνοντας τα επιπλέον κίνητρα που πρέπει να δοθούν για την προσέλκυση επενδύσεων, υπογραμμίζει πως «για την προσέλκυση αμερικανικών κεφαλαίων, θα πρέπει να προβληθούν περαιτέρω, μέσω συντονισμένων δράσεων και πρωτοβουλιών, τα επενδυτικά κίνητρα, οι θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με την επίλυση τυχόν προβλημάτων που αντιμετωπίζουν Αμερικανοί επενδυτές και εταιρείες αμερικανικών συμφερόντων εγκατεστημένες στη χώρα μας (π.χ. χρονικές υστερήσεις σε έκδοση αδειών κ.λπ.), προκειμένου να αναδειχθεί η Ελλάδα ως ελκυστικός επενδυτικός προορισμός». Στόχος που, βέβαια, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, πιάνοντας το νήμα από εκεί που το άφησαν οι προηγούμενες, σπεύδει να εκπληρώσει.


Θ.

ΔΑΝΙΑ
Οργιάζουν τα ελαστικά ωράρια και η μείωση αποδοχών

Εκ περιτροπής εργασία, ημιαπασχόληση, συμβάσεις ορισμένου χρόνου διαμορφώνουν τη «σύγχρονη» πραγματικότητα στην αγορά εργασίας

Από απεργιακή συγκέντρωση τον Απρίλη για τη διεκδίκηση Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας
Από απεργιακή συγκέντρωση τον Απρίλη για τη διεκδίκηση Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας
Σε μια από τις πιο ανταγωνιστικές καπιταλιστικές οικονομίες του κόσμου (στην 7η θέση, σύμφωνα με στοιχεία του Ιούνη 2017), όπως είναι η Δανία, οι εργασιακές σχέσεις και συνολικά οι συνθήκες δουλειάς είναι πλήρως αντιστοιχισμένες στις ανάγκες των επιχειρήσεων, ενώ τα τελευταία χρόνια γνωρίζουν σημαντική επιδείνωση. Ταυτόχρονα, επισημαίνεται η ανάγκη για ένταση της εκμετάλλευσης με διάφορους τρόπους.

«Πρέπει να προστατεύσουμε τις δυνάμεις μας. Αν θέλουμε να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί έχουμε δουλειά να κάνουμε», σημειώνει ο Αλαν Σέρενσεν, κορυφαίος αναλυτής της Δανέζικης Συνομοσπονδίας για τη Βιομηχανία (Dansk Industri) και πιο συγκεκριμένα: Μείωση των εξόδων που εμποδίζουν τις επενδύσεις (φόροι, τέλη κ.λπ.), μείωση των μισθών, αύξηση των ωρών εργασίας (σήμερα είναι συνήθως στις 37 ώρες τη βδομάδα), περισσότερο εξειδικευμένο προσωπικό στη διάθεση των εταιρειών, άνοδος της παραγωγικότητας, ψηφιοποίηση της παραγωγής.

Μειωμένα ωράρια και μεροκάματα

Ενδεικτικά είναι τα πρόσφατα στοιχεία της έρευνας για λογαριασμό της Δανέζικης Γενικής Συνομοσπονδίας Εργαζομένων, σχετικά με τις εργασιακές σχέσεις στη χώρα.

Σύμφωνα με αυτά, το 32,3% του συνολικού εργατικού δυναμικού απασχολείται με διάφορες μορφές εκ περιτροπής απασχόλησης μέσω ατομικών συμβάσεων. Δηλαδή, απασχόληση κατά λιγότερες μέρες τη βδομάδα ή κατά λιγότερες βδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών ανάλογα με τις ανάγκες του εργοδότη. Αυτού του είδους οι προσλήψεις, προωθούνται κατά βάση από τα δουλεμπορικά γραφεία.

Η Δανία, με βάση την ίδια έρευνα, βρίσκεται σήμερα στην τρίτη θέση μετά την Αυστρία και την Ολλανδία, μεταξύ των χωρών της ΕΕ με το υψηλότερο ποσοστό μερικής απασχόλησης. Πιο συγκεκριμένα, από τα 2,7 εκατ. εργαζόμενους συνολικά, οι 700.000 υποαπασχολούνται (στοιχεία Eurostat 2017), δηλαδή το 26%. Την τελευταία 5ετία έχει αυξηθεί κατά 50.000 ο αριθμός όσων εργάζονται ακόμη και λιγότερες από 15 ώρες τη βδομάδα!

Ακόμη, το ποσοστό των απασχολούμενων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου αυξήθηκε μόνο τον τελευταίο χρόνο κατά 13,1%.

Κατά τα άλλα, η κυβέρνηση κομπάζει ότι μέσα στην τριετία 2013 - 2016 δημιουργήθηκαν 126.000 νέες θέσεις εργασίας, χωρίς φυσικά να αναφέρει με τι όρους εργασίας και με τι μισθούς...

Περισσότερο πλήττονται οι νέοι εργαζόμενοι

Η μόνιμη δουλειά και η πλήρης απασχόληση τείνουν να θεωρούνται πια ξεπερασμένες έννοιες και αφορούν κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας άτομα που καλύπτονται από Συλλογικές Συμβάσεις περασμένων χρόνων.

Η μερική απασχόληση στους νέους ανεβαίνει κατακόρυφα. Οπως δείχνουν τα στοιχεία, το 58% των νέων από 18 έως 29 ετών απασχολείται μερικώς. Το 32,4% των νέων από 15 έως 24 ετών εργάζεται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Αυτό είναι το αποτέλεσμα των αντεργατικών μεταρρυθμίσεων των τελευταίων χρόνων, προκειμένου να μειωθεί κι άλλο το εργασιακό «κόστος» και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, να γίνουν πιο ελκυστικές οι επενδύσεις κ.λπ. Σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία, τέτοιου είδους συμβάσεις εργασίας εκτός του ότι εξασφαλίζουν πολύ χαμηλότερους μισθούς στον εργοδότη, τον απαλλάσσουν και από μια σειρά επιδόματα και εισφορές, όπως ασθένειας, τοκετού, σύνταξης κ.λπ.

Ολα τα αντεργατικά μέτρα στη Δανία περνάνε με τη συναίνεση του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού που κυριαρχεί στη Γενική Συνομοσπονδία Εργαζομένων. Η ΓΣΕ, οι εργοδοτικές ενώσεις και το υπουργείο Εργασίας είναι «κοινωνικοί εταίροι» στην προσπάθεια να εφαρμόζονται τα μέτρα που μειώνουν την τιμή της εργατικής δύναμης και εντείνουν την εκμετάλλευση και να επικρατεί «εργασιακή ειρήνη» στους χώρους δουλειάς.

Αξιοσημείωτο είναι πού εστιάζουν οι «αντιδράσεις» του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού σχετικά με τις ελαστικές μορφές και την υποαπασχόληση. «Ανησυχούν» καθώς, όπως λένε, τα ασφάλιστρα σχετικά με το δικαίωμα επιδόματος ανεργίας αυξάνονται σταδιακά για τους συμβασιούχους, παρόλο που οι μισθοί τους είναι χαμηλότεροι, και αυτή η εξέλιξη θέτει σε κίνδυνο το «δανέζικο μοντέλο» που στηρίζεται στην αρχή της «ευελφάλειας» (ευελιξία και ασφάλεια)! Αυτό το «μοντέλο» παρέχει στον εργοδότη πλήρη ευελιξία της εργασίας και στους εργαζόμενους την ...«ασφάλεια» του επιδόματος ανεργίας και της εργασιακής περιπλάνησης από δουλειά σε δουλειά. Αυτοί και αν είναι ...εκπρόσωποι των εργαζομένων! Αντί να ζητάνε μόνιμη και σταθερή δουλειά με δικαιώματα για να ικανοποιούνται οι σύγχρονες ανάγκες, ουσιαστικά υπερασπίζονται την «ευελιξία», δηλαδή το ξεχαρβάλωμα των εργασιακών σχέσεων που αυξάνει τα κέρδη των καπιταλιστών και το βαθμό εκμετάλλευσης και ...κλαίγονται για τα επιδόματα ανεργίας, που την θεωρούν φυσιολογικό φαινόμενο.

Πλήρης προσαρμογή στις ανάγκες των επιχειρήσεων

Η Δανία, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία που δημοσιεύονται κάθε χρόνο για τις πιο ανταγωνιστικές χώρες του κόσμου, είναι η χώρα με την πιο ευέλικτη αγορά εργασίας και θεωρείται μοντέλο της λεγόμενης «ευελφάλειας». Το τι σημαίνει αυτό για τους εργαζόμενους το αποκαλύπτει η ίδια η ιστοσελίδα του υπουργείου Εξωτερικών της χώρας, σε μια προσπάθεια να προσελκύσει τους επιχειρηματικούς ομίλους ανά τον κόσμο να επενδύσουν στη Δανία (investindk.com):

«Ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να απολύσει τους υπαλλήλους ανά πάσα στιγμή, χωρίς να επιβαρύνεται με το κόστος». Aπό τη μεριά της, η επίσημη ιστοσελίδα της Δανίας (denmark.de) τονίζει πως οι ευέλικτοι κανόνες πρόσληψης και απόλυσης διευκολύνουν τους εργοδότες να απολύουν τους εργαζόμενους κατά τη διάρκεια της ύφεσης και να προσλαμβάνουν νέο προσωπικό όταν βελτιώνονται τα πράγματα. Ετσι, περίπου το 25% - 30% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα αλλάζουν δουλειά κάθε χρόνο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα δικαιώματά τους και τις απολαβές τους.

«Το εργατικό δυναμικό της Δανίας είναι από τα πιο παραγωγικά στην Ευρώπη και δεν ισχύουν περιορισμοί όσον αφορά την εργασία υπερωριών, επιτρέποντας στις επιχειρήσεις να λειτουργούν 24 ώρες το 24ωρο, 365 ημέρες το χρόνο», προσθέτει το υπουργείο Εξωτερικών.

Στο μεταξύ, η Δανία διαφημίζεται συχνά ως η χώρα με ένα από τα καλύτερα «καθεστώτα αδειών», όμως έρευνα που έγινε στις αρχές του καλοκαιριού έδειξε ότι οι μισοί Δανοί εργαζόμενοι δουλεύουν κατά τη διάρκεια των διακοπών τους. Οι περισσότεροι πρόβαλαν σαν αιτίες ότι «η δουλειά δεν μπορεί να περιμένει» και ότι «δεν υπάρχει άτομο που να μπορεί να κάνει τη δουλειά τους», ώστε να τους αντικαταστήσει.

«Μηδενικές εισφορές για τους εργοδότες», διαφημίζει το υπουργείο Εξωτερικών, ενώ, σύμφωνα με την ιστοσελίδα «Copenhagen Capacity», του επίσημου οργανισμού για την προσέλκυση επενδύσεων, η Δανία, «προσφέρει το χαμηλότερο εργασιακό κόστος στον κόσμο με τους εργοδότες να πληρώνουν λιγότερο από 1% (ανώτατο όριο 1.350 ευρώ) ανά υπάλληλο ετησίως στις κοινωνικές εισφορές» (ασφαλιστικές εισφορές, υγειονομική περίθαλψη, πληρωμές αδειών κ.ά.). «Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η υγειονομική περίθαλψη και οι κοινωνικές παροχές χρηματοδοτούνται από το κράτος και στο ότι τα περισσότερα συνταξιοδοτικά συστήματα στη Δανία είναι ιδιωτικά, παρά δημόσια», συνεχίζει.

Αυτή η πραγματικότητα έγινε αντικείμενο θαυμασμού και από τον Γάλλο Πρόεδρο, Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος ήδη προωθεί αντεργατικά - αντιασφαλιστικά μέτρα στη χώρα του, με στόχο να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της γαλλικής καπιταλιστικής οικονομίας. Τον Ιούνη, κατά τη συνάντησή του με τον Δανό πρωθυπουργό, Λαρς Λόκε Ράσμουσεν, στο Παρίσι εξήρε τη λεγόμενη «ευελφάλεια», σημειώνοντας: «Το δανέζικο μοντέλο είναι πηγή έμπνευσης για πολλούς και για τη Γαλλία, φυσικά». «Η Δανία είναι μια χώρα από την οποία μπορεί κανείς να μάθει πολλά όσον αφορά στην ευέλικτη αγορά εργασίας», ανταπάντησε ο Ράσμουσεν.

Παρότι η αφετηρία των περικοπών στη Δανία είναι διαφορετική από άλλες λιγότερο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, η τάση είναι η μείωση των δικαιωμάτων, η εντατικοποίηση της δουλειάς, οι περικοπές στις όποιες προνοιακές παροχές και μάλιστα με όλο και μεγαλύτερη ένταση τις τελευταίες δεκαετίες. Κοινός παρονομαστής για τη μείωση του εργασιακού «κόστους» είναι πάντα η κερδοφορία και η ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών ομίλων και αυτό μπορεί μόνο να το σταματήσει η οργανωμένη λαϊκή δράση, το ταξικό εργατικό κίνημα, η αμφισβήτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.


Ε. Μ.

ΚΙΝΑ - ΙΝΔΙΑ
«Πυρετός» στα σύνορα με φόντο όξυνση ευρύτερων ανταγωνισμών

Στιγμιότυπο από τις βολές με πραγματικά πυρά που έκαναν στις 4 Αυγούστου δυνάμεις του σινικού πυροβολικού κοντά στα σύνορα με την Ινδία...

CCTV

Στιγμιότυπο από τις βολές με πραγματικά πυρά που έκαναν στις 4 Αυγούστου δυνάμεις του σινικού πυροβολικού κοντά στα σύνορα με την Ινδία...
«Θα γίνει πόλεμος;» αναρωτιόνταν στις 7 Αυγούστου το προτελευταίο τεύχος του αγγλόφωνου ινδικού περιοδικού «Ιndia Today», με αφορμή την ένταση που επικρατεί από τις 18 Ιούνη στη μεθόριο Ινδίας - Κίνας - Μπουτάν στα δυτικά Ιμαλάια, με πρόσχημα την έναρξη εργασιών οδοποιίας από τους Κινέζους στη διαφιλονικούμενη περιοχή Ντόκλαμ. Ηταν τότε που μερικές δεκάδες Ινδοί στρατιώτες πέρασαν τη σινική πλευρά του Ντόκλαμ, επικαλούμενοι «υποχρεώσεις» που έχουν αναλάβει στο πλαίσιο του ινδο-μπουτανικού «Συμφώνου Φιλίας» και έκτοτε έχουν «στρατοπεδεύσει» στην περιοχή, εμποδίζοντας τις σινικές εργασίες οδοποιίας. Η κίνηση του ινδικού στρατού στην περιοχή έγινε επειδή θεωρήθηκε ότι το άνοιγμα νέου δρόμου από την Κίνα στην περιοχή θα μπορούσε μελλοντικά να κόψει την πρόσβαση των ινδικών δυνάμεων στο διάδρομο Σιλιγκούρι (Siliguri, γνωστός και ως «λαιμός του κοτόπουλου»), στερώντας τους την πρόσβαση προς τις ινδικές βορειοανατολικές πολιτείες.

Εκτοτε οι Κινέζοι απαιτούν την άμεση αποχώρηση των Ινδών από μία περιοχή που την θεωρούν «σινικό έδαφος», επικαλούμενοι συμφωνία που είχε υπογραφεί το 1890 ανάμεσα στη δυναστεία των Τσινγκ και τους Βρετανούς αποικιοκράτες στην Ινδία, και οι Ινδοί αντιστέκονται υποστηρίζοντας ότι απλώς «συνδράμουν» και προστατεύουν στρατιωτικά το Μπουτάν από τις επιβουλές του Πεκίνου, στο πλαίσιο συμφωνίας που υπέγραψαν πριν μερικά χρόνια...

Κόντρες σε πολλά επίπεδα

Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, εάν θα οδηγήσει σε πόλεμο η σημερινή ένταση στη σινο-ινδική μεθόριο των Δυτικών Ιμαλαΐων, δεν είναι εύκολη, μολονότι καμία από τις δύο χώρες δεν θα βγει ωφελημένη από μία επικίνδυνη σύγκρουση, που από τον τελευταίο σινο-ινδικό μεθοριακό πόλεμο του 1962 έχει ουσιαστικά περιοριστεί σε (λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά) επεισόδια μεθοριακής έντασης. Ωστόσο, εάν κάτι είναι βέβαιο, είναι το γεγονός πως η διένεξη Κίνας - Ινδίας στο Ντόκλαμ αφενός δεν αφορά άμεσα τις διμερείς εδαφικές διαφορές αφού εξελίσσονται σε περιοχή του Μπουτάν, που λειτουργεί εδώ και δεκαετίες ουσιαστικά ως ινδικό προτεκτοράτο, αφετέρου αφορά περισσότερο τις μελλοντικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή και την ενδεχομένως μεγαλύτερη όξυνση των ανταγωνισμών. Η διένεξη διαδραματίζεται δηλαδή σε μία μεταβατική φάση μεγάλων αλλαγών που περνούν Κίνα και Ινδία, μέσα σε ένα ιδιαίτερα ρευστό περιφερειακό και διεθνές μεταβαλλόμενο πλαίσιο με φόντο την όξυνση της σύγκρουσης της αστικής τάξης και των μονοπωλίων αμφοτέρων χωρών που διαγκωνίζονται μεταξύ τους, επιδιώκοντας μεγαλύτερα μερίδια στις περιφερειακές και διεθνείς αγορές και αύξηση του γεωπολιτικού τους ρόλου. Σχετίζεται, επίσης, με την κλιμάκωση των περιφερειακών ανταγωνισμών στον άξονα Ινδίας - Πακιστάν, Ινδίας - Πακιστάν - Κίνας και Ινδίας - ΗΠΑ - Ιαπωνίας και της ευρύτερης κόντρας ΗΠΑ - Κίνας. Επιπλέον, αφορούν, πολύ περισσότερο, τις μακροπρόθεσμες σημαντικές επιπτώσεις που θα επιφέρουν στην ευρύτερη περιοχή τα μεγαλεπήβολα σχέδια της Κίνας για επενδύσεις πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων έως το 2025 σε στρατηγικές περιοχές της Ευρασίας, στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, ένας Δρόμος», ώστε να μειώσει μελλοντικά, μεταξύ άλλων, την εξάρτησή της από τα Στενά Μάλακα που συνδέουν τον Ινδικό με τον Ειρηνικό Ωκεανό, απ' όπου περνά πάνω από το 85% του πετρελαίου και φυσικού αερίου που εισάγει το Πεκίνο.

Σημαντικές αλλαγές

Η ένταση στη σινο-ινδική μεθόριο συνέπεσε με την 90χρονη επέτειο την 1η Αυγούστου από την ίδρυση του «Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού» της Κίνας, που είναι ο μεγαλύτερος παγκοσμίως με 2.300.000 στρατιωτικούς. Ο Κινέζος Πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, φρόντισε τότε να στείλει μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση, τονίζοντας ότι η χώρα του «δεν θα συμβιβαστεί ποτέ» στην υπεράσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. «Δεν θα επιτρέψουμε ποτέ σε κανένα λαό, οργάνωση ή πολιτικό κόμμα να αποσχίσει οποιοδήποτε μέρος του σινικού εδάφους, οποτεδήποτε και με οποιαδήποτε μορφή» είπε. Λοξοκοιτώντας στη συνέχεια και προς τη μεριά της Ινδίας, ο Πρόεδρος Σι τόνισε ότι «ο κινεζικός λαός αγαπά την ειρήνη» και ότι «ποτέ δεν θα επιδιώξει επίθεση ή την επέκταση, έχοντας συνάμα την αυτοπεποίθηση πως θα μπορεί να νικήσει όλες τις εισβολές»...

Το «μήνυμα» του Προέδρου Σι δεν είχε βεβαίως μόνο ως αποδέκτη την Ινδία αλλά και μεγαλύτερους ανταγωνιστές της Κίνας, όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, ιδιαίτερα όσο η σινική αστική τάξη ξεδιπλώνει τα σχέδιά της σε διάφορα επίπεδα για αύξηση της γεωπολιτικής της ισχύος προς την εξυπηρέτηση των δικών της μονοπωλιακών συμφερόντων.

Από το 2008, οπότε η Κίνα είχε ξεκινήσει τις περιπολίες ανοικτά των σομαλικών ακτών στον Κόλπο του Αντεν, με πρόσχημα την καταπολέμηση των πειρατών, μέχρι σήμερα, έχουν αλλάξει πολλά. Πρώτα απ' όλα, στα τέλη του 2013 καταστρώθηκαν τα φιλόδοξα σχέδια των νέων δρόμων του Μεταξιού με την πρωτοβουλία «Μία Ζώνη - Ενας Δρόμος» (One Belt, One Road, OBOR). Η πρωτοβουλία αφορά χερσαία και ναυτικά περάσματα στην ευρύτερη περιοχή της Ευρασίας με στόχο τις αγορές της Ευρώπης, της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, μέσω του εκσυγχρονισμού ή της δημιουργίας υπερσύγχρονων σιδηροδρομικών δικτύων και οδικών αξόνων, λιμανιών, αγωγών Ενέργειας από την Κίνα, την Κεντρική και Νότια Ασία, έως την Ανατολική Αφρική (Τζιμπουτί, Κένυα κ.α.) και τη Νότια Ευρώπη (π.χ. λιμάνια Πειραιά και Βενετίας). Πριν περίπου ένα μήνα, η Κίνα εγκαινίασε την πρώτη στρατιωτική βάση ανεφοδιασμού στο εξωτερικό, στο Τζιμπουτί της Ανατολικής Αφρικής, εντείνοντας την κούρσα με τους μεγαλύτερους ανταγωνιστές της...

Επιπροσθέτως, η Κίνα εντείνει τις επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων στο Πακιστάν καθώς στο πλαίσιο του «Οικονομικού Διαδρόμου Κίνας - Πακιστάν» επιδιώκει τη σύνδεση της νοτιοδυτικής σινικής πόλης Κασγκάρ (Kashgar) με το πακιστανικό νοτιοδυτικό λιμάνι Γκουαντάρ (Gwadar) του Μπαλουχιστάν προς τον Κόλπο του Ομάν και την Αραβική Θάλασσα. Οι μεγάλες σινικές επενδύσεις στο (για ιστορικούς και οικονομικούς λόγους) ανταγωνιστικό Πακιστάν τροφοδοτούν τις ανησυχίες της ινδικής αστικής τάξης πως μπορεί «να στενέψουν» τα περιθώρια δράσης και κέρδους των ινδικών μονοπωλίων στην ευρύτερη περιοχή. Από την άλλη, η καχυποψία και οι δισταγμοί μέρους της αστικής τάξης στην Ινδία, απέναντι στις κινήσεις στρατηγικής που προωθεί στην ευρύτερη γεωπολιτική σκακιέρα η Κίνα, περιορίζουν, σε αυτή τουλάχιστον τη φάση, τις δυνατότητες για ανάπτυξη των σινικών σχεδίων για έναν ανάλογο «Οικονομικό Διάδρομο μεταξύ Μπαγκλαντές - Ινδίας - Κίνας - Μιανμάρ».

Η απάντηση των Μόντι - Αμπε

Με αυτά τα δεδομένα και τα τεράστια μεγέθη της σινικής οικονομίας σε σχέση με αυτά της οικονομίας της Ινδίας, ο Ινδός εθνικιστικής πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι προσπάθησε στις 23 του περασμένου Μάη να απαντήσει με ένα ανάλογο σχέδιο.

Στη διάρκεια της ετήσιας συνάντησης στελεχών της Αφρικανικής Αναπτυξιακής Τράπεζας στο Γκουζαράτ της Ινδίας, ο Μόντι πρότεινε την ανάπτυξη ενός «Αναπτυξιακού Διαδρόμου Ασίας - Αφρικής» (AAGC) με την τεχνολογική υποστήριξη της Ιαπωνίας. Μάλιστα, ο Μόντι και ο Ιάπωνας ομόλογός του, Σίνζο Αμπε, παρουσίασαν στη συνέχεια εγγράφως το «όραμά τους» για την αύξηση επενδύσεων και ανάπτυξης στην Αφρική ως αντιστάθμισμα στην αύξηση της επιρροής και δράσης ανταγωνιστικών σινικών μονοπωλίων, τονίζοντας ότι επιδιώκουν τη δημιουργία μίας «ελεύθερης και ανοικτής περιοχής στην περιοχή της Ινδίας και του Ειρηνικού Ωκεανού», ανακαλύπτοντας «ξανά» αρχαία ναυτιλιακά περάσματα και δημιουργώντας νέους θαλάσσιους διαδρόμους. Το ινδο-ιαπωνικό «όραμα» αυτού του «Οικονομικού Διαδρόμου Ασίας - Αφρικής» είναι ακόμη στα χαρτιά και πολλά αναμένεται να καθοριστούν έως το τέλος τρέχοντος έτους, οπότε προβλέπονται νέες συναντήσεις μεταξύ Μόντι και Αμπε. Ωστόσο, οι κινήσεις και οι επενδύσεις κινεζικών μονοπωλίων στο πλαίσιο των νέων «Δρόμων του Μεταξιού» είναι καίριες, γρήγορες και ενδεχομένως καθοριστικές, καλύπτοντας μέσα σε μερικά χρόνια ένα τεράστιο έδαφος σε στρατηγικές περιοχές της Ευρασίας και του Ινδικού Ωκεανού.

Κινήσεις προς Ιράν και ΗΠΑ...

Παράλληλα, η Ινδία προωθεί από το 2016 σημαντικά επενδυτικά σχέδια στο Ιράν, αναλαμβάνοντας την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό του ιρανικού λιμανιού Τσαμπαχάρ που βρίσκεται στον κόλπο του Ομάν, κοντά στα σύνορα με το ανταγωνιστικό Πακιστάν, φιλοδοξώντας να το μετατρέψει σε διαμετακομιστικό κόμβο, που θα προσφέρει άμεση πρόσβαση στις αγορές στο βόρειο τμήμα του Ινδικού Ωκεανού και της Κεντρικής Ασίας. Στις 8 Αυγούστου, ο Ινδός υπουργός Μεταφορών Νιτίν Γκαντκάρι δήλωσε πως ήδη έχει εξασφαλιστεί το 65% των κονδυλίων που απαιτούνται για τον εκσυγχρονισμό του λιμανιού Τσαμπαχάρ, πως οι εργασίες θα έχουν ολοκληρωθεί έως το 2018, οπότε μετά θα ενεργοποιηθεί η σύμβαση παραχώρησης του λιμανιού για 10 χρόνια...

Η Ινδία πασχίζει να αξιοποιήσει την ευρύτερη κόντρα ΗΠΑ - Κίνας για να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα, αναπτύσσοντας εδώ και χρόνια με τις ΗΠΑ στρατηγική σχέση, σχεδόν αμέσως μετά από τις ινδικές πυρηνικές δοκιμές του 1998. Εκτοτε, Ινδία και ΗΠΑ ήρθαν πιο κοντά, ιδιαίτερα στους τομείς της ασφάλειας και των στρατιωτικών σχέσεων. Η τάση αυτή φαίνεται πως θα συνεχιστεί και επί Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, καθώς στις 6 Ιούλη και για οκτώ μέρες ΗΠΑ - Ινδία και Ιαπωνία πραγματοποίησαν μεγάλα ναυτικά γυμνάσια στην περιοχή Μάλαμπαρ (Malabar 2017), με στόχο τον εντοπισμό «εχθρικών» υποβρυχίων που επιχειρούν να κινηθούν μέσω των Στενών Μάλακα και τον Κόλπο της Βεγγάλης.

Μετά απ' όλα αυτά, είναι μάλλον σαφές πως η σημερινή εστία έντασης στις σχέσεις Κίνας - Ινδίας στα δυτικά Ιμαλάια είναι προσχηματική. Αφορά ευρύτερους, πολυεπίπεδους ανταγωνισμούς σε ένα ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον, δίχως επί του παρόντος να είναι σίγουρο εάν και πότε θα οδηγήσουν σε ευρύτερη σύγκρουση. Από την άλλη, δεν θα πρέπει κάποιος να παραβλέπει το ενδεχόμενο ακόμη και μίας (έστω πρόσκαιρης) αποκλιμάκωσης της έντασης σε περίπτωση που οι κυρίαρχες δυνάμεις αστικών τάξεων και μονοπωλίων σε Κίνα και Ινδία κρίνουν πως θα μπορούσαν να ωφεληθούν περισσότερο από μία μεταξύ τους συνεργασία παρά από μία μεταξύ τους σύγκρουση.

Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις στην περιοχή, μέσα στην επόμενη δεκαετία, αναμένονται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, αν όχι καταιγιστικές.


Δέσποινα ΟΡΦΑΝΑΚΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ