Σάββατο 8 Ιούλη 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Στο σημερινό 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» μπορείτε να διαβάσετε:

-- Κυβέρνηση - κουαρτέτο - εγχώριο κεφάλαιο: Προσπάθεια προσέλκυσης επενδυτών με «κράχτη» τις αντεργατικές ανατροπές

-- Ελλάδα - Βουλγαρία: Σχεδιασμοί ανάπτυξης κοινών δικτύων μεταφορών

-- Γερμανία: Οι βιομήχανοι «ξεδιπλώνουν» τα «θέλω» τους, ενόψει των εκλογών του Σεπτέμβρη και βρίσκουν... δικομματική ανταπόκριση

-- Τουρκικό κεφάλαιο: Αυξημένες προσδοκίες και από τη συνεχιζόμενη κρίση στον Περσικό Κόλπο

ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ - ΕΓΧΩΡΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Προσπάθεια προσέλκυσης επενδυτών με «κράχτη» τις αντεργατικές ανατροπές

«Η ανάγκη αποφασιστικής υποστήριξης της ανάκαμψης ώστε αυτή να μπορέσει να εδραιωθεί», που διαπιστώνεται στην ετήσια έρευνα του ΣΕΒ, αποτελεί κοινό στόχο κυβέρνησης και κεφαλαίου (φωτ. αρχείου)

Eurokinissi

«Η ανάγκη αποφασιστικής υποστήριξης της ανάκαμψης ώστε αυτή να μπορέσει να εδραιωθεί», που διαπιστώνεται στην ετήσια έρευνα του ΣΕΒ, αποτελεί κοινό στόχο κυβέρνησης και κεφαλαίου (φωτ. αρχείου)
«Η Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική 2021 έρχεται να λειτουργήσει συμπληρωματικά αφενός με το 3ο Μνημόνιο της περιόδου 2015 - 2018 (...). Αφετέρου με το ΕΣΠΑ 2014 - 2020 που στοχεύει στην αναγέννηση της ελληνικής οικονομίας με ανάταξη και αναβάθμιση του παραγωγικού και κοινωνικού ιστού της χώρας και τη δημιουργία και διατήρηση βιώσιμων θέσεων απασχόλησης, έχοντας ως αιχμή την εξωστρεφή, καινοτόμο και ανταγωνιστική επιχειρηματικότητα (...)».

Aυτό αναφέρεται επιγραμματικά σε προσχέδιο της λεγόμενης «Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής» που καταρτίζεται από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, σε συνεργασία με το κουαρτέτο και βέβαια σε ανοιχτό διάλογο με τον ΣΕΒ και τα άλλα τμήματα του εγχώριου κεφαλαίου. Σε αυτό το επίπεδο, κυβέρνηση, κόμματα της αστικής διαχείρισης, και τα τμήματα του εγχώριου κεφαλαίου συμπλέουν στους στόχους για την ανάκαμψη των επιχειρηματικών ομίλων, στην προσέλκυση ικανής μάζας νέων κερδοφόρων επενδύσεων, στο έδαφος βέβαια της αντιλαϊκής πολιτικής και των μόνιμων μέτρων που διασφαλίζουν την ανταγωνιστικότητα.

Την ίδια ώρα, με φόντο το κλείσιμο της δεύτερης «αξιολόγησης» και στην πορεία για τον επόμενο κύκλο της αντιλαϊκής κλιμάκωσης, έχει ξεκινήσει «στα γεμάτα» η ενδοαστική συζήτηση και ο «προβληματισμός» γύρω από το νέο μοντέλο «ανάπτυξης» και διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας στη γραμμή βέβαια της συγκέντρωσης της επιχειρηματικής πίτας, του εξαγωγικού προσανατολισμού.

Σε αυτό το φόντο, ο επικεφαλής του ΣΕΒ, Θ. Φέσσας, παρουσιάζοντας έρευνα των εγχώριων βιομηχάνων σχετικά με το «επιχειρηματικό περιβάλλον», ουσιαστικά απέδωσε εύσημα στη συγκυβέρνηση, τονίζοντας ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και ειδικά τα μέλη του Συνδέσμου «δεν έχουν πρόβλημα στα εργασιακά τους», στη βάση βέβαια των αντεργατικών ανατροπών που ήδη νομοθετήθηκαν και ενόψει των νέων μέτρων που έρχονται στο πλαίσιο της τρίτης «αξιολόγησης».

Το πεδίο ξεκαθαρίζει περισσότερο το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Οπως χαρακτηριστικά τονίζει, στην τριμηνιαία έκθεση που δημοσιοποιήθηκε τις προάλλες, «οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας δεν αναμένεται να επηρεάσουν σημαντικά την υφιστάμενη απασχόληση επιχειρήσεων που ήδη λειτουργούν», καθώς όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν «οι προσαρμογές που χρειάζονταν στο παρελθόν, ήταν εφικτό να γίνουν τα προηγούμενα χρόνια, με τη σταδιακή άρση ακαμψιών».

Παράλληλα, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ «οι νέοι κανονισμοί αναμένεται να συμβάλουν στην ίδρυση νέων επιχειρήσεων και την πραγματοποίηση επενδύσεων από υφιστάμενες επιχειρήσεις, καθώς διευκολύνουν τη διαχείριση νέου / πρόσθετου προσωπικού»...

Επιπλέον, η έκθεση του ΙΟΒΕ, εστιάζοντας στις αναπτυξιακές παρεμβάσεις της δεύτερης «αξιολόγησης», που «αναμένεται να επιδράσουν σταδιακά από την τρέχουσα περίοδο στη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας», αναφέρει, μεταξύ άλλων, τη διευκόλυνση αδειοδότησης επενδύσεων, τις διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, τις αλλαγές στον πτωχευτικό κώδικα και τα μέτρα για τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Ανάκαμψη με προϋπόθεση την αντιλαϊκή πολιτική

«Η ανάγκη αποφασιστικής υποστήριξης της ανάκαμψης, ώστε αυτή να μπορέσει να εδραιωθεί» αποτελεί το βασικό συμπέρασμα της ετήσιας έρευνας που διενεργήθηκε από τον ΣΕΒ σε στατιστικό δείγμα εγχώριων επιχειρήσεων.

Για τη συνέχεια και προκειμένου να εδραιωθούν οι όποιες προοπτικές ανάκαμψης το ΙΟΒΕ επισημαίνει: «Εμφαση θα πρέπει να δοθεί στην επιτάχυνση της συστηματικής βελτίωσης της παραγωγικής βάσης μέσω προσέλκυσης των επενδύσεων και συνέχισης των δομικών μεταρρυθμίσεων, συνεπούς αναπτυξιακής πολιτικής που θα συμπεριλαμβάνει την, χωρίς χρονοτριβή, ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης».

Θυμίζουμε ότι ο κύκλος της επόμενης «αξιολόγησης» περιλαμβάνει ένα μπαράζ αναδιαρθρώσεων που στοχεύουν στην ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας του εγχώριου κεφαλαίου, σε συνδυασμό βέβαια με το «κρίσιμο» ζήτημα της προσέλκυσης «άμεσων ξένων επενδύσεων». Μεταξύ άλλων, μέσα στο καλοκαίρι δρομολογούνται και άλλες παρεμβάσεις αναφορικά με την εφαρμογή των «εργαλειοθηκών» του ΟΟΣΑ.

Ταυτόχρονα και σε συνδυασμό με τα παραπάνω, είναι αποκαλυπτική η νέα λίστα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με τις «εκκρεμότητες» της επόμενης περιόδου, όπως για τα επόμενα χτυπήματα στα Εργασιακά, σε ό,τι αφορά την προκήρυξη εργατικών απεργιών, την παραπέρα διάλυση ή και ολοκληρωτική κατάργηση των κάθε είδους προνοιακών επιδομάτων που έχουν απομείνει για τη λαϊκή οικογένεια.

Διεργασίες για το μοίρασμα της «πίτας»

Οπως χαρακτηριστικά τονίζεται στην έκθεση του ΣΕΒ, «το μικρό μέγεθος της μέσης ελληνικής επιχείρησης αποτελεί βασική διαρθρωτική αδυναμία της χώρας, η οποία συνδέεται άμεσα με την αδυναμία της να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφειά της στα χρόνια της ταχείας και έντονης εσωτερικής υποτίμησης». Η έρευνα, που εντοπίζει επιχειρήσεις «πολλαπλών και διαφορετικών ταχυτήτων», αναδεικνύει για μια ακόμη φορά ως νευραλγικό ζήτημα της «ανταγωνιστικότητας» αυτό της μεγαλύτερης συγκέντρωσης της επιχειρηματικής «πίτας» και των κερδών.

Στην ίδια κατεύθυνση, στην ετήσια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας, αναφορικά με το ζήτημα της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων τονίζεται: «Οι τράπεζες οφείλουν να εντοπίσουν τις επιχειρήσεις με προοπτικές βιωσιμότητας και να ενθαρρύνουν και να στηρίξουν έμπρακτα επενδύσεις σε καινοτόμες δραστηριότητες και στρατηγικούς κλάδους της οικονομίας, ιδίως με εξαγωγικό προσανατολισμό, αξιοποιώντας τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της χώρας». Ταυτόχρονα, όπως αναφέρεται, «να προωθήσουν οριστικές λύσεις για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις οι οποίες διατηρούνται τεχνητά στη ζωή». Σε αυτό το πλαίσιο, χαρακτηριστικά τονίζεται: «Η παραμονή σε λειτουργία μη βιώσιμων επιχειρήσεων, που αποκαλούνται και "εταιρείες ζόμπι", θα παρατείνει την κατάσταση στασιμότητας της οικονομίας και την υποαπασχόληση των διαθέσιμων πόρων».

Κίνητρα για τους επιχειρηματικούς ομίλους

Στην πρώτη γραμμή των παρεμβάσεων που αξιώνει ο ΣΕΒ βρίσκεται το ζήτημα των νέων «κινήτρων» για την προσέλκυση επενδύσεων. Στη συγκεκριμένη κατηγορία, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα «ισχυρά οριζόντια φορολογικά κίνητρα και φοροαπαλλαγές», η μείωση των επιτοκίων δανεισμού από το τραπεζικό σύστημα, η επιτάχυνση των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, η εξεύρεση τρόπων εξωτραπεζικής χρηματοδότησης.

Επιπλέον, οι παρεμβάσεις που προτείνονται από τον ΣΕΒ, μεταξύ άλλων, αφορούν: Μείωση των φορολογικών συντελεστών για επιχειρήσεις, παράταση του χρόνου συμψηφισμού ενδεχόμενων ζημιών με τα μελλοντικά κέρδη, αποκατάσταση της «κανονικότητας» των φορολογικών ελέγχων σε ό,τι αφορά τους χρόνους παραγραφής, διευθέτηση του ζητήματος των «μη εξυπηρετούμενων δανείων» κ.ά.

ΕΛΛΑΔΑ - ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ
Σχεδιασμοί ανάπτυξης κοινών δικτύων μεταφορών, στα «στενά» των ανταγωνισμών

Σχεδόν ένα χρόνο μετά το ταξίδι του πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα στη Σόφια και την υπογραφή μιας σειράς συμφωνιών με την βουλγαρική πολιτική ηγεσία, μεταξύ των οποίων η από κοινού ανάπτυξη των εμπορευματικών δικτύων και των συνδυασμένων μεταφορών, οι δύο πλευρές διεξάγουν περαιτέρω βήματα στην παραπάνω κατεύθυνση. Το απόγευμα της Πέμπτης ο υπουργός Υποδομών Χρ. Σπίρτζης συναντήθηκε με τον Βούλγαρο ομόλογό του Ιβ. Μοσκόφσκι, με τον οποία συζήτησε εκτενέστερα το ζήτημα της σιδηροδρομικής διασύνδεσης Καβάλας - Αλεξανδρούπολης - Μπουργκάς - Βάρνα, στο πλαίσιο του ευρύτερου έργου διασύνδεσης του Αιγαίου με τη Μαύρη Θάλασσα, και την παράλληλη ανάπτυξη των εμπορευματικών κέντρων των εμπλεκόμενων λιμανιών.

Η επίτευξη αυτού του στόχου είχε τεθεί και στην κοινή διακήρυξη που υπέγραψαν οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών τον περασμένο Αύγουστο, με την οποία είχαν δεσμευτεί για την περαιτέρω ανάπτυξη των υποδομών μεταφορών, εμπορευματικών κέντρων και των διασυνδέσεών τους, δίνοντας «ιδιαίτερη έμφαση» σε πρώτη φάση στη σύνδεση Αλεξανδρούπολης - Ορμενίου / Σβίλενγκραντ - Μπουργκάς. Πρόκειται για ένα έργο που έχει ως στόχο, όπως προαναφέραμε, να ενώσει τη Μαύρη Θάλασσα με το Αιγαίο Πέλαγος, παρακάμπτοντας την Τουρκία και τα Στενά του Βοσπόρου, δημιουργώντας νέες διεξόδους για την ενίσχυση των εμπορευματικών συναλλαγών με τις αγορές του Ευξείνου Πόντου και φυσικά με την τεράστια ρωσική αγορά.

«Fast track» διαδικασίες για την προσέλκυση κεφαλαίων

Κατά τη διάρκεια της προχτεσινής συνάντησης των αρμόδιων υπουργών των δύο χωρών, συμφωνήθηκε το υπό κατασκευή «πολυτροπικό» δίκτυο μεταφορών να επεκταθεί πέραν των λιμανιών της Βάρνας, του Μπουργκάς, της Καβάλας και της Αλεξανδρούπολης, και να συμπεριλάβει επίσης το λιμάνι του Ρούσε στον Δούναβη αλλά και τη Θεσσαλονίκη. Οι επίσημες ανακοινώσεις θα προκύψουν το αμέσως επόμενο διάστημα, οπότε θα υπογραφεί και σχετικό «μνημόνιο κατανόησης» μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά ήδη εκφράζεται «έντονη αισιοδοξία» πως το εν λόγω έργο μπορεί να προσελκύσει σημαντικά επενδυτικά κεφάλαια από τη Μέση Ανατολή, την Κίνα και τη Ρωσία, αλλά και άλλους μεγάλους «παίκτες» που δραστηριοποιούνται στην κατασκευή και ανάπτυξη δικτύων μεταφορών και εμπορευματικών κέντρων.

Οι δύο υπουργοί συμφώνησαν επίσης το όλο έργο να προχωρά με διαδικασίες «fast track» ώστε να αποφευχθούν κατά το δυνατόν οι «περιττές γραφειοκρατικές διαδικασίες», αξιοποιώντας και οι δύο πλευρές τις λεγόμενες «υπηρεσίες μιας στάσης» για την έγκριση όλων των απαιτούμενων εγγράφων και αδειών. Στο «μνημόνιο κατανόησης» που θα συνυπογράψουν οι δύο πλευρές, εκτός από την πολιτική και στρατηγική σημασία του έργου για την οικονομική ανάπτυξη των δύο χωρών, αλλά και ευρύτερα για την ανάπτυξη των διευρωπαϊκών μεταφορικών εμπορευματικών δικτύων, θα επισημαίνεται παράλληλα και η πρόθεση των δύο χωρών να κινηθούν στην κατεύθυνση υλοποίησης ενιαίου έργου νέων σιδηροδρομικών αξόνων.

«Φιλόδοξα» σχέδια στην υπηρεσία του κεφαλαίου

Για την υλοποίηση του εν λόγω σχεδίου, σύμφωνα με όσα ανακοινώνονται από το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών, προτεραιότητα δίνεται στην αναβάθμιση της γραμμής Αλεξανδρούπολη - Ορμένιο, με ηλεκτροκίνηση και στοχευμένες παρεμβάσεις σε συγκεκριμένα σημεία της γραμμής. Η σιδηροδρομική σύνδεση θα έχει συνολικό μήκος 187 χλμ. και αρχικό προϋπολογισμό 171 εκατ. ευρώ. Θα συνεχίζει στο βουλγαρικό έδαφος από το Σβίλενγκραντ στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και από εκεί 150 χλμ. μέχρι το Πλοβντίφ (Φιλιππούπολη) και στη συνέχεια για ακόμη 272 χλμ. μέχρι το Μπουργκάς στη Μαύρη Θάλασσα. Επίσης προωθούνται ανάλογα έργα διασυνδέσεων και με το Ρούσε και τη Βάρνα.

Το έργο περιλαμβάνει επίσης την επέκταση των σιδηροδρομικών συνδέσεων με το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης και τη βιομηχανική της ζώνη, όπως επίσης και την οδική τους σύνδεση με την Εγνατία Οδό, έργα με επιπλέον προϋπολογισμό 50 εκατ. ευρώ. Η κατασκευή της σύνδεσης αυτής υπολογίζεται ότι θα αυξήσει τουλάχιστον κατά 30% την ταχύτητα των συρμών, ενώ θα αυξήσει ανάλογα και τον όγκο των διακινούμενων φορτίων.

Αντίστοιχα, η νέα ηλεκτροδοτούμενη σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκη - Καβάλα και στη συνέχεια στους Τοξότες Ξάνθης, συνολικού μήκους 147 χλμ., υπολογίζεται ότι θα μειώσει τους χρόνους μεταφορών έως και 50% και θα ενισχύσει τις «συνέργειες» μεταξύ των δύο λιμένων.

Το έργο θα αποτελεί έναν σημαντικό κρίκο στο ευρύτερο σχέδιο για την κατασκευή της «σιδηροδρομικής Εγνατίας», η οποία βέβαια ακόμη παραμένει σε επίπεδο σχεδιασμού. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα «φιλόδοξο» έργο, που θα απαιτήσει τεράστια κονδύλια για την ολοκλήρωσή του και πάνω σ' αυτό επενδύονται πολλά από τα τμήματα του κεφαλαίου που επιθυμούν διακαώς να μετατρέψουν την Ελλάδα «στον πιο σημαντικό ''παίκτη'' της Νοτιοανατολικής Ευρώπης» στον τομέα των μεταφορών.

Η «Σιδηροδρομική Εγνατία» θα επεκτείνει τη σύνδεση της Αλεξανδρούπολης με την Ηγουμενίτσα και κατά προέκταση τις αγορές της Μαύρης Θάλασσας με την Αδριατική, και βασική επιδίωξη των εμπνευστών της είναι να καταστεί η Ελλάδα ένα «συνεχές κέντρο εμπορευματικών κέντρων», καθώς θα συνδέει 4 λιμάνια, 6 αεροδρόμια και 4 κέντρα «logistics». Για το συγκεκριμένο έργο η Παγκόσμια Τράπεζα Επενδύσεων έχει αναλάβει να εκπονήσει «μελέτη βιωσιμότητας».

«Στρατηγικοί στόχοι», μέσα στα «στενά» των ανταγωνισμών

Αξίζει να σημειωθεί - σε άλλη μια υπόμνηση της στοχοπροσήλωσης όλων των αστικών κυβερνήσεων στα «στρατηγικής σημασίας» σχέδια του εγχώριου κεφαλαίου - πως αν και η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ «τρέχει» την υλοποίηση του σχεδιασμού, το έργο βρίσκεται σε επίπεδο διαβουλεύσεων εδώ και αρκετά χρόνια, με την πρώτη διακήρυξη για την προώθηση του έργου από τα συναρμόδια υπουργεία των δύο χωρών να έχει υπογραφεί ήδη από τις 2 Δεκέμβρη του 2010.

Οπως επίσης δεν πρέπει να παραβλέπεται και το γεγονός ότι οι αρχικές «μελέτες βιωσιμότητας» που έχει συγχρηματοδοτήσει η ΕΕ σημειώνουν πως το προτεινόμενο έργο κατασκευής νέου «πολυτροπικού» εμπορευματικού διαδρόμου μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας διατηρεί ένα «ιδιαίτερο ρόλο» στον συνολικότερο ευρωπαϊκό σχεδιασμό για την ανάπτυξη των διευρωπαϊκών δικτύων μεταφορών (TEN-T).

Αλλωστε, είναι μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο που στην Ελλάδα προωθείται η ανάπτυξη των εγχώριων σιδηροδρόμων και τα τελευταία χρόνια εκτελείται ένα μεγάλο επενδυτικό πρόγραμμα από τον ΟΣΕ και την ΕΡΓΟΣΕ. Πολύ χονδρικά υπολογίζεται ότι από το νέο ΕΣΠΑ θα εκταμιευτούν 2 δισ. ευρώ και επιπλέον 1,5 δισ. από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, αλλά και 1 δισ. ευρώ ακόμη από το πρόγραμμα «Συνδέοντας την Ευρώπη», για τον εκσυγχρονισμό και των σιδηροδρομικών υποδομών, με γνώμονα πάντα τους στόχους του κεφαλαίου για την ανάδειξη της Ελλάδας σε κρίσιμο «κρίκο» των διευρωπαϊκών μεταφορών, και ιδιαίτερα στην περιοχή των Βαλκανίων.

Οι σχεδιασμοί αυτοί βέβαια περνάνε ανάμεσα από τις «Συμπληγάδες» ανταγωνιστικών επιχειρηματικών συμφερόντων και τους αντίστοιχους ανταγωνισμούς καπιταλιστικών κρατών και ιμπεριαλιστικών κέντρων στην περιοχή, για τη μοιρασιά των δρόμων μεταφοράς εμπορευμάτων αλλά και Ενέργειας.

Είναι χαρακτηριστικό ως προς αυτό ότι τα αρμόδια στελέχη του υπουργείου συχνά - πυκνά επισημαίνουν πως η οριστική υλοποίησή του εν λόγω σχεδίου θα είναι αποτέλεσμα «πολιτικής απόφασης», «δείχνοντας» εμμέσως πλην σαφώς στους μεγάλους ανταγωνισμούς που τρέχουν στην περιοχή.

Σε μελέτη του 2014 για το σχέδιο καταγραφόταν σχετικά πως «γενικά, η αναβάθμιση των διασυνοριακών τμημάτων και των ενδιάμεσων διαδρομών πρόσβασης έχουν καθυστερήσεις, είτε λόγω διαφορετικών απόψεων σχετικά με τις ανάγκες (...) είτε επειδή οι δυο χώρες δεν έχουν αυτά τα τμήματα ως προτεραιότητα. Επιπλέον, από ευρωπαϊκή οπτική γωνία, η ανάπτυξη του διαμετακομιστικού άξονα είναι αντικείμενο διαφορών τόσο σε ό,τι αφορά τους πολιτικούς στόχους που συνδέονται με τη διαδρομή, όσο και των ευρωπαϊκών κονδυλίων που διατίθενται. (...) Οποιαδήποτε ανάλυση για το μέλλον του άξονα πρέπει να παίρνει υπόψη το συνολικό πλαίσιο και έτσι να περιλαμβάνει τις διαδρομές προς τη Βόρεια Θάλασσα, τη Βαλτική, τη Μαύρη Θάλασσα και την Τουρκία (ειδικά με το άνοιγμα το τούνελ στον Βόσπορο, που είναι πιθανό να προσελκύσει σημαντική σιδηροδρομική κίνηση μεταξύ Τουρκίας και Κεντρικής Ευρώπης), καθώς και τις επιπτώσεις της ανάπτυξης της παράλληλης διαδρομής μέσω των Δυτικών Βαλκανίων».

Αν μη τι άλλο, οι αναφορές αυτές είναι αρκετά ενδεικτικές για τις «Συμπληγάδες» των ανταγωνισμών μέσα από τις οποίες περνάνε τα σχετικά σχέδια. Οι δυσκολίες, όπως και τα κίνητρα για την υλοποίηση του σχεδίου δημιουργίας εναλλακτικής εμπορευματικής οδού μεταξύ Αλεξανδρούπολης - Μπουργκάς, που θα προσπερνά τα στενά και τον τουρκικό έλεγχο, δεν είναι μόνο τεχνικού χαρακτήρα, απλά για τη «διευκόλυνση των εμπορευματικών ροών». Το επόμενο διάστημα, όταν θα υπάρξουν οι επίσημες ανακοινώσεις των δύο χωρών και θα αρχίσει να ξεδιπλώνεται και το επενδυτικό ενδιαφέρον, σίγουρα θα μετρηθούν και οι αντιδράσεις.

Είτε έτσι είτε αλλιώς πάντως, τα σχέδια αυτά αφήνουν σίγουρα «απ' έξω» τις εργατικές και λαϊκές ανάγκες, τόσο των εργαζομένων στις μεταφορές και στις υποδομές, όσο και ευρύτερα του λαού για ασφαλείς μεταφορές και φτηνά προϊόντα. Πολύ δε περισσότερο, οι ανταγωνισμοί για τα συμφέροντα του κεφαλαίου συσσωρεύουν επικίνδυνη ενέργεια για τους λαούς.


Φ. Κ.

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ
Οι απαιτήσεις τους από την κυβέρνηση που θα προκύψει το Σεπτέμβρη

Εκτόξευση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας μέσω της τεχνολογικής εξέλιξης και καινοτομίας, ευελιξία για τις εργασιακές σχέσεις

Ο πρόεδρος των Γερμανών βιομηχάνων, Ντίτερ Κεμπφ
Ο πρόεδρος των Γερμανών βιομηχάνων, Ντίτερ Κεμπφ
«Η πολιτική καλείται τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο να ενισχύει τη θέση των γερμανικών επιχειρήσεων στον παγκόσμιο ανταγωνισμό», υπογραμμίζει ο Σύνδεσμος Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI) και διατυπώνει με ξεκάθαρο τρόπο τα καθήκοντα της κυβέρνησης που θα προκύψει από τις γερμανικές εθνικές εκλογές στις 24 Σεπτέμβρη. Οι Γερμανοί βιομήχανοι έχουν «βάλει στο χαρτί» τις συστάσεις τους για όλους τους οικονομικούς και πολιτικούς τομείς και δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στα «10 βασικά μηνύματα για τις εκλογές του 2017, για μια ισχυρή βιομηχανία που διαμορφώνει το μέλλον του αύριο».

Ο «Ριζοσπάστης» παρουσιάζει σήμερα, σε συνέχεια προηγούμενου δημοσιεύματος (1/7/2017), τα «θέλω» των Γερμανών βιομηχάνων στις εξής ενότητες: Ψηφιοποίηση της οικονομίας και της παραγωγής, έρευνα και ανάπτυξη, μεταφορές, Ενέργεια, φορολογία, ευελιξία στην εργασία. Πρόκειται για τις πιο «κρίσιμες», όπως οι ίδιοι τις χαρακτηρίζουν, προτεραιότητες του ισχυρότερου τμήματος του γερμανικού κεφαλαίου, που θα «εκτοξεύσουν» την παραγωγικότητα της εργασίας και την ανταγωνιστικότητα. Απαιτήσεις που αξίζει να σημειωθεί ότι έχουν ενσωματωθεί μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, τόσο στην ασκούμενη πολιτική από τον σημερινό κυβερνητικό συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD), όσο και στα προεκλογικά τους προγράμματα. Παράλληλα, για το γερμανικό λαό συνεχίζονται τα αντιλαϊκά μέτρα, οι εργασιακές σχέσεις - λάστιχο και δεν προβλέπονται παρά ορισμένα ψίχουλα από την υψηλή καπιταλιστική ανάπτυξη στην «ατμομηχανή της Ευρώπης».

Ψηφιοποίηση και έρευνα στην υπηρεσία του κεφαλαίου

Η «ψηφιοποίηση της παραγωγής και της βιομηχανίας» είναι το νούμερο 1 των απαιτήσεων του BDI, καθώς αυτή «θα κρίνει την ανταγωνιστικότητα της γερμανικής βιομηχανίας», σημειώνει ο πρόεδρος των Γερμανών βιομηχάνων, Ντίτερ Κεμπφ, και «χαιρετίζει τη δέσμευση για ψηφιοποίηση στο κοινό πρόγραμμα των Χριστιανοδημοκρατών (CDU/CSU)», που παρουσιάστηκε τη Δευτέρα (3/7/2017). Με την υποστήριξη της πολιτικής, ο ψηφιακός μετασχηματισμός της βιομηχανίας μπορεί να γίνει η προσδοκώμενη πηγή κερδοφορίας για το γερμανικό κεφάλαιο, τονίζουν οι βιομήχανοι, αφού ανεβάζει την παραγωγικότητα και την ποιότητα.

Ετσι, οι επιχειρήσεις χρειάζονται τα επόμενα χρόνια: «Μεγαλύτερη ταχύτητα για την ευρυζωνική επέκταση, περισσότερες επενδύσεις στην ψηφιακή καινοτομία, πιο εξειδικευμένο προσωπικό, περισσότερη εμπιστοσύνη στην ασφάλεια πληροφορικής, περισσότερα επιχειρηματικά κεφάλαια για νεοσύστατες επιχειρήσεις και επιτάχυνση στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση». Μάλιστα, στις συστάσεις για την ΕΕ αναφέρονται ξεχωριστά στην «ψηφιοποιημένη ενιαία αγορά με ένα ενιαίο νομικό πλαίσιο» και ζητούν «γρήγορα αύξηση των επενδύσεων σε ψηφιακές υποδομές». «Η ψηφιοποίηση της βιομηχανίας μπορεί να οδηγήσει στην ΕΕ στη δημιουργία επιπλέον προστιθέμενης αξίας 250 δισ. ευρώ ανά έτος», προσθέτουν.

Για την προετοιμασία του «εργασιακού περιβάλλοντος» για την ψηφιοποίηση οι βιομήχανοι ζητούν: «Η εκπαίδευση και η διά βίου μάθηση να θεμελιωθούν στην κοινωνία, οι ψηφιακές δεξιότητες να διδάσκονται από νωρίς καιοι ευέλικτες μορφές εργασίας να μην εμποδίζονται από τις νομοθετικές ρυθμίσεις». Να σημειωθεί ότι στη Γερμανία σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι είναι με ελαστικές μορφές εργασίας και κάτω από τη λαϊκή δυσαρέσκεια συζητιέται προεκλογικά «ο περιορισμός των καταχρήσεων»...

Εξίσου ψηλά ιεραρχούν οι βιομήχανοι την «Ερευνα και Ανάπτυξη» και την «Καινοτομία» και εκφράζουν την ικανοποίησή τους για την προεκλογική «δέσμευση των Χριστιανοδημοκρατών για κρατική χρηματοδότηση της έρευνας». Αλλά και οι Σοσιαλδημοκράτες, με υποψήφιο καγκελάριο τον Μάρτιν Σουλτς, έχουν διαμορφώσει αντίστοιχη θέση για φορολογικά κίνητρα και χρηματοδότηση της έρευνας. Ετσι, «μια απλή και μη γραφειοκρατική υποστήριξη της Ερευνας και Ανάπτυξης θα επιτευχθεί την επόμενη νομοθετική περίοδο. Για τον BDI είναι πιο σημαντικό από ποτέ να υπάρξει αυτό το κίνητρο για όλες τις επιχειρήσεις», αναφέρει ο πρόεδρός του.

«Η ψηφιοποίηση και η παγκοσμιοποίηση έχουν κάνει ακόμη πιο επιτακτική την πίεση για καινοτομία. Ετσι, είμαστε εξαρτημένοι από ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη. Από το 1991 παρατηρείται μείωση της κρατικής βοήθειας για την έρευνα που διεξάγεται από τις επιχειρήσεις. Αυτή η τάση πρέπει να σταματήσει», λένε οι βιομήχανοι και ζητούν: «Να ενισχυθούν τα φορολογικά κίνητρα για την έρευνα και μέχρι το 2021 η κρατική χρηματοδότηση της έρευνας να ανέλθει στο 3,5% του ΑΕΠ».

Μεταφορές και ενεργειακή μετάβαση

Οι βιομήχανοι σημειώνουν ότι «μέχρι το 2030 θα γίνονται 38% περισσότερες οδικές εμπορικές μεταφορές» και ζητούν επείγουσα βελτίωση των υποδομών με τουλάχιστον 15 δισ. ευρώ το χρόνο να διατίθενται από το κράτος για δρόμους κυκλοφορίας. Επίσης, «πάνω από 350 εκατ. τόνοι ετησίως - περίπου το 20% των συνολικών μεταφορών - μεταφέρονται μέσω των σιδηροδρόμων», έτσι ζητούν «οι μεταφορές εμπορευμάτων μέσω των σιδηροδρόμων να γίνουν άμεσα πιο φθηνές. Το σχέδιο για τις Μεταφορές πρέπει να εφαρμοστεί από την κυβέρνηση γρήγορα και αποφασιστικά».

Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία των κινεζικών τελωνειακών αρχών που δημοσίευσε το ειδησεογραφικό πρακτορείο «Σινχουά», σύμφωνα με τα οποία οι εμπορευματικές αμαξοστοιχίες φέρνουν ολοένα και περισσότερα γερμανικά προϊόντα στην Κίνα. Από πέρυσι το Μάη, μέσω της σιδηροδρομικής σύνδεσης Κίνας - Ευρώπης έχουν εισαχθεί γερμανικά προϊόντα αξίας άνω των 64 εκατ. γουάν, δηλαδή περίπου το 37% της συνολικής αξίας των εισαγόμενων προϊόντων μέσω των σιδηροδρόμων. Το ταξίδι με το τρένο διαρκεί γύρω στις 14 μέρες, περίπου ο μισός χρόνος που χρειάζεται η μεταφορά των εμπορευμάτων διά θαλάσσης.

Παράλληλα, η γερμανική βιομηχανία, αναζητώντας νέες πηγές κερδοφορίας αλλά και ενεργειακής απόδοσης, προωθεί την ηλεκτροκίνηση, καθώς και εναλλακτικά καύσιμα, «όπως ντίζελ, υβριδικά, βιοκαύσιμα και φυσικό αέριο». Στόχος των αυτοκινητοβιομηχανιών είναι μέχρι το 2020 να κυκλοφορούν ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα, ανοίγοντας νέα πεδία κερδοφορίας.

Αναφορικά με την Ενέργεια ζητούν λιγότερες κρατικές επιβαρύνσεις των επιχειρήσεων στο ρεύμα των βιομηχανιών, καθώς «δίνονται πολλά δισ. ευρώ και υποχωρούν οι επιχειρήσεις στο διεθνή ανταγωνισμό». «Το 44,9% της τιμής ρεύματος είναι φόροι και εισφορές στη Γερμανία, τη στιγμή που ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ "28" είναι 22,2%, στη Γαλλία 15,4%, στην Πολωνία 7,7%, στη Σουηδία 1,2%», αναφέρουν. «Παράλληλα το ενεργειακό κόστος εμποδίζει την επιθυμητή ενεργειακή μετάβαση, καθώς το ρεύμα είναι πολύ ακριβό για να χρησιμοποιηθεί στις μεταφορές και στις εγκαταστάσεις», σημειώνει ο BDI και ζητά «το κόστος της ενεργειακής μετάβασης να μειωθεί γρήγορα».

Φοροελαφρύνσεις και κρατικές επενδύσεις

Αλλα μεγάλα καπιταλιστικά κράτη, «όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, έχουν ανακοινώσει σημαντικές μειώσεις στη φορολογία των επιχειρήσεων, αντίθετα με τη Γερμανία», υπογραμμίζει ο BDI και ζητά από τη νέα βουλή φοροελαφρύνσεις για το κεφάλαιο, την ώρα που τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα στη Γερμανία «εξανεμίζονται» από τη βαριά φορολογία.

«Σε ομοσπονδιακό επίπεδο, την επόμενη νομοθετική περίοδο θα έχουμε πάνω από 100 δισ. ευρώ φορολογικά έσοδα. Ομοσπονδία, κρατίδια και κοινότητες μαζί θα έχουν πάνω από 280 δισ. ευρώ περισσότερα έσοδα. Είναι καιρός για μεταρρυθμίσεις στη φορολογία. Εχουν καθυστερήσει τα φορολογικά κίνητρα για την έρευνα, τη στιγμή που σε άλλα βιομηχανικά κράτη είναι αυτονόητα. Μόνο μια μείωση φόρου στο ύψος του 10% των δαπανών θα οδηγούσε σε επέκταση των επενδύσεων στην έρευνα κατά 14%», επιχειρηματολογεί ο BDI.

Επίσης, λόγω των αυξημένων φορολογικών εσόδων, «το κράτος θα έχει στην επόμενη νομοθετική περίοδο τα μέσα για να επενδύσει περισσότερο. Χρειαζόμαστε επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη, την ψηφιακή μετατροπή της οικονομίας και τις υποδομές. Περισσότερες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις θα μειώσουν το υψηλό εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας». Πολλές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και βασικά οι ΗΠΑ κατηγορούν έντονα τη Γερμανία για τα μεγάλα εμπορικά της πλεονάσματα και ζητούν τον περιορισμό τους στο πλαίσιο ενός τάχα «δίκαιου παγκόσμιου εμπορίου». Αλλά και μέσα στην ΕΕ αποτελεί σημείο αντιπαράθεσης της Γερμανίας με τα υπόλοιπα κράτη - μέλη.

Επίσης, για τη σταδιακή κατάργηση του φόρου αλληλεγγύης - που έχουν υποσχεθεί και οι δυο διεκδικητές της καγκελαρίας - οι βιομήχανοι ζητούν να γίνει πιο σύντομα.

Ευελιξία, ευελιξία, ευελιξία

Ιδιαίτερα μπροστά στην προσπάθεια ψηφιοποίησης της γερμανικής βιομηχανίας (σ.σ. «Βιομηχανία 4.0»), συζητιέται έντονα το «μελλοντικό εργασιακό τοπίο», με την ευελιξία να κυριαρχεί σε κάθε φράση των βιομηχάνων. Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του BDI για την εξέλιξη της εργασίας έως το 2030, «το ευέλικτο πρόγραμμα εργασίας είναι από καιρό ο κανόνας» και στο μέλλον ο μέσος χρόνος εργασίας θα διαμορφωθεί στις 32 ώρες/4 μέρες τη βδομάδα. Εκτός από την αύξηση της ευελιξίας στο χρόνο εργασίας, οι βιομήχανοι βλέπουν και αντίστοιχη «ευελιξία στον τόπο εργασίας» (σ.σ. δουλειά από το σπίτι κ.λπ.), καθώς οι νέες τεχνολογίες θα το επιτρέπουν.

Ως προϋποθέσεις για την εποχή της ψηφιοποίησης οι Γερμανοί βιομήχανοι θέτουν την περισσότερη κατάρτιση και εξειδίκευση, ενώ οι ευκαιρίες της εξέλιξης (δηλαδή η εκτόξευση της κερδοφορίας) δεν θα πρέπει να εμποδίζονται από υπερβολική κρατική ρύθμιση (της αγοράς εργασίας). «Πρέπει να διατηρήσουμε την ευελιξία των επιχειρήσεών μας στο διεθνή ανταγωνισμό», έχουν δηλώσει παλιότερα.

Επίσης, βλέπουν μεγάλη «ακαμψία» στο συνταξιοδοτικό σύστημα και ζητούν περισσότερη «ευελιξία», δηλαδή κίνητρα παραμονής στην εργασία μέχρι τα βαθιά γεράματα. «Στο μέλλον, όποιος είναι σε καλή φυσική κατάσταση θα είναι αναγκαίος στην αγορά εργασίας ακόμη και σε μεγάλη ηλικία», λένε.

Ολα αυτά δείχνουν ότι στην καπιταλιστική ανάπτυξη, στο βωμό της ανταγωνιστικότητας θα θυσιάζονται πάντα οι ανάγκες και τα δικαιώματα. Η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας δεν αξιοποιείται για την ολοένα βελτίωση της ζωής και της εργασίας, γιατί αυτό είναι ασύμβατο με τα καπιταλιστικά κέρδη.


Ε. Μ

ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΟΝ ΠΕΡΣΙΚΟ ΚΟΛΠΟ
Αυξανόμενες οι προσδοκίες του τουρκικού κεφαλαίου

Η επιμονή για διατήρηση της τουρκικής στρατιωτικής βάσης στο Κατάρ και η μεγάλη σημασία του καταριανού LNG

Μονάδα παραγωγής αερίου LNG στην περιοχή Ρας Λαφάν του Κατάρ

Copyright 2017 The Associated

Μονάδα παραγωγής αερίου LNG στην περιοχή Ρας Λαφάν του Κατάρ
Σε ένα μακρύ «τεντωμένο σκοινί» αναπτύσσονται οι ισορροπίες σε όλη τη Μέση Ανατολή, αφού, εκτός από τον πόλεμο σε Συρία και Ιράκ, συνεχείς διαστάσεις αποκτά και η κρίση στον Περσικό Κόλπο μετά τις κυρώσεις που διάφορες αραβικές χώρες επέβαλαν στο Κατάρ, με πρόσχημα ότι στηρίζει τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως το «Ισλαμικό Κράτος» («ΙΚ»). Βέβαια, η υποκρισία ξεχειλίζει αφού και στις δύο πλευρές συγκαταλέγονται μερικοί από τους βασικότερους πρωταγωνιστές (Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Τουρκία κ.τ.λ.) στη δημιουργία και ισχυροποίηση οργανώσεων όπως το «ΙΚ».

Η αλήθεια είναι πως οι εξελίξεις στον Κόλπο αναδεικνύουν πόσο ραγδαία οξύνονται οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και οι αντιθέσεις ακόμα και μεταξύ δυνάμεων ή ολόκληρων «στρατοπέδων» που μέχρι πρότινος συνεργάζονταν, δίνοντας νέα ορμή σε ευρύτερες ανακατατάξεις, σε γεωπολιτικό αλλά και επιχειρηματικό επίπεδο.

Αλλωστε, στη λίστα «αιτημάτων» που δόθηκε στο Κατάρ ως προϋποθέσεις για την άρση του αποκλεισμού του, επιβεβαιώθηκε πως το ζήτημα αφορά τον ευρύτερο συσχετισμό δύναμης στην περιοχή. Είναι ενδεικτικό ότι στους όρους που τέθηκαν ήταν η υποβάθμιση των σχέσεων του Κατάρ με το Ιράν, όπως και το κλείσιμο της στρατιωτικής βάσης που η Τουρκία έχει στο Κατάρ. Μάλιστα, όταν στα μισά της βδομάδας η Ντόχα απέρριψε αυτά τα αιτήματα, η Σαουδική Αραβία και οι υπόλοιπες χώρες διαμήνυσαν από κοινή συνάντηση στο Κάιρο ότι την «κατάλληλη στιγμή» θα επιβάλουν νέες κυρώσεις, αναγγέλλοντας ουσιαστικά κλιμάκωση της έντασης, την ώρα που το Κατάρ ξεκαθαρίζει ότι είναι έτοιμο να προστατέψει τα σύνορα και τα συμφέροντά του, με «όποιον τρόπο χρειαστεί».

Ανησυχία για την «ασφάλεια της περιοχής»

Η στάση της Τουρκίας ήταν χαρακτηριστική, από την πρώτη στιγμή, απορρίπτοντας τις κυρώσεις ενάντια στο Κατάρ και χαρακτηρίζοντάς τες αντίθετες με το Διεθνές Δίκαιο. Την περασμένη Τετάρτη, ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σε συνέντευξή του, αναρωτήθηκε σχετικά με την επιμονή για κλείσιμο της τουρκικής βάσης στο Κατάρ: «Μα γιατί δεν διατυπώνουν το ίδιο αίτημα για τη CENTCOM (σ.σ. τη δύναμη των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων που είναι αρμόδια για Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική και Κεντρική Ασία που διατηρεί δυνάμεις και στο Κατάρ); Γιατί και οι Αμερικανοί και οι Γάλλοι επίσης έχουν μία βάση στο Κατάρ...». Ο Τούρκος ηγέτης τόνισε πως «εκτός και αν το Κατάρ το θελήσει, δεν θα φύγουμε από εκεί», θυμίζοντας πως η συγκεκριμένη βάση προβλέπεται από την «αμυντική» συμφωνία που υπέγραψαν οι δύο χώρες το 2014. Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι η Τουρκία έχει ζητήσει και από τη Σαουδική Αραβία να φτιάξει στρατιωτική βάση στα δικά της εδάφη, αλλά το Ριάντ «ήθελε καιρό να το σκεφτεί». «Εμείς, συνέχισε, θα μείνουμε πιστοί στη συμφωνία μας με το Κατάρ και θα δούμε στο τέλος τι θα γίνει».

Τη σημασία που έχει η συγκεκριμένη βάση για την Τουρκία αναδείκνυε, πιο αναλυτικά, κεντρικό άρθρο της εφημερίδας «Σαμπάχ» (που λειτουργεί ουσιαστικά ως έντυπο όργανο της κυβέρνησης του ΑΚΡ), στις 24 Ιούνη. «Η τουρκική στρατιωτική παρουσία στο Κατάρ έχει υψηλή σημασία για τη σταθερότητα και την ασφάλεια όχι μόνο του Κατάρ, αλλά ολόκληρης της περιοχής του Κόλπου», ενώ στο πλαίσιο της ευρύτερης ετοιμότητας της Τουρκίας να υπερασπιστεί την «ασφάλειά» της, πρόσθετε: «Η κρίση στον Κόλπο δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα και, παρατηρώντας τον άγριο ανταγωνισμό μεταξύ των δυνάμεων της περιφέρειας, είναι ασφαλές να υποτεθεί ότι οι χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC) θα πρέπει να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με το Κατάρ αργά ή γρήγορα. Για να είμαστε καθαροί, κανείς δεν μπορεί να περιμένει, ούτε από την Τουρκία ούτε από το Κατάρ να παραιτηθούν από στρατηγικές κινήσεις τους εξαιτίας ορισμένων προσωρινών εντάσεων. Ας ελπίσουμε απλά ότι η Σαουδική Αραβία και τα υπόλοιπα έθνη του Κόλπου θα αντιληφθούν ότι τα τουρκικά στρατεύματα θα είναι ζωτικής σημασίας (και) για τη δική τους ασφάλεια στο μέλλον. Την ίδια στιγμή, η Αγκυρα πρέπει να χρησιμοποιήσει την επίδρασή της σε Ντόχα και Ριάντ για να λυθεί αυτή η κρίση μέσω διαλόγου».

Προσπαθώντας να διευρύνει τα περιθώρια δικών της παρεμβάσεων, σε όλα τα επίπεδα δηλαδή και το στρατιωτικό, η Τουρκία τα τελευταία χρόνια επιδιώκει διακριτή στρατιωτική παρουσία και έχει αναπτύξει στρατεύματα και βάσεις στην περιοχή Μπασίκα του βόρειου Ιράκ, στη Σομαλία και βέβαια στο Κατάρ. Πρόκειται για στοχευμένες κινήσεις της τουρκικής αστικής τάξης να διασφαλίσει τα συμφέροντά της, σε μια περίοδο που «ανασυντάσσονται» διάφορες συμμαχίες και αυτό αποτυπώνεται και στην περιπλοκότητα που χαρακτηρίζει πλέον τις σχέσεις και της Αγκυρας με την Ουάσιγκτον, τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο. Αλλωστε, την ίδια αποφασιστικότητα της τουρκικής πλουτοκρατίας να προστατέψει τις δικές της προτεραιότητες με κάθε τρόπο, επιβεβαιώνουν και η επιμονή της να διατηρήσει «αυτοτέλεια» και σημαντικό ρόλο στα πεδία των μαχών σε Συρία και Ιράκ, οι επιχειρήσεις κατά των Κούρδων παρά τις «επιφυλάξεις» ΗΠΑ και Ρωσίας, ο ρόλος που διεκδίκησε στην ανακατάληψη κρίσιμων περιοχών όπως η Ράκα και η Μοσούλη κ.τ.λ.

Ολα αυτά είναι πλευρές της τουρκικής επιθετικότητας που εκδηλώνεται άλλωστε και σε «μέτωπα» όπως το Κυπριακό, τα Ελληνοτουρκικά. Αναδεικνύεται έτσι πόσο επικίνδυνα «φουντώνουν» οι κόντρες στη «γειτονιά» μας, αλλά και πόσο επικίνδυνες είναι οι μεθοδεύσεις της ελληνικής συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, που για τη γεωπολιτική αναβάθμιση του ντόπιου κεφαλαίου «ανοίγει» όλο και περισσότερο το παζάρεμα με την τουρκική αστική τάξη, πάνω σε αντιθέσεις πολλαπλά «εύφλεκτες» και με μπούσουλα επιδιώξεις λυκοσυμμαχιών όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ.

Θέμα - «κλειδί» η Ενέργεια

Την ίδια στιγμή, «κλειδί» αποτελεί το ζήτημα της Ενέργειας, με δεδομένο ότι το Κατάρ αποτελεί τον μεγαλύτερο παραγωγό Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG) στον κόσμο. Από την εκδήλωση της κρίσης, τα τουρκικά ΜΜΕ γεμίζουν καθημερινά με μακροσκελή ρεπορτάζ που δείχνουν πως η κρίση στον Κόλπο είναι ενταγμένη στη «μεγάλη εικόνα» για τον έλεγχο των υδρογονανθράκων και τη χάραξη νέων δρόμων μεταφοράς τους, αλλά και το κλείσιμο «παλιών». Για παράδειγμα, πρόσφατο δημοσίευμα της επίσης φιλοκυβερνητικής εφημερίδας «Γενί Σαφάκ» ξεχώριζε πλευρές όπως ότι το Κατάρ ελέγχει το 72% των εξαγωγών LNG και βρίσκεται σε προνομιακή θέση για την προμήθεια αγορών στη Δύση αλλά και την αναπτυσσόμενη Ανατολή. Ακόμα, ότι ο ρόλος του LNG μπορεί να αναβαθμιστεί σημαντικά στην αγορά Ενέργειας (με δεδομένο ότι μεταφέρεται μόνο με πλοία και άρα μπορεί να παρακάμψει εμπόδια στη δημιουργία χερσαίων αγωγών), κάτι που γεννά προβληματισμό σε διάφορους ισχυρούς παίκτες στην Ενέργεια.

Ο ίδιος αρθρογράφος παρατηρούσε: «Αποκτώντας μια αυξανόμενα σημαντική θέση στις παγκόσμιες αγορές Ενέργειας, το LNG μπορεί να αλλάξει την ενεργειακή εξίσωση στον κόσμο, ειδικά όσον αφορά τους ενεργειακούς παίκτες και τις ενεργειακές πολιτικές και να δημιουργήσει πολλές περιφερειακές κρίσεις όπως η σημερινή στο Κατάρ...

Οι εξαγωγές LNG του Κατάρ προσφέρουν σημαντικές ευκαιρίες για χώρες εισαγωγείς σχετικά με τη διαφοροποίηση των πηγών τους και τη μείωση της εξάρτησής τους από μία ή περισσότερες χώρες. Είναι επίσης προφανές ότι αυτή η κατάσταση έκανε πολλές χώρες που θεωρούνται ότι έχουν λόγο στο ενεργειακό πεδίο να επανακαθοριστούν και να επανεξετάσουν την κατάσταση. Από την άλλη πλευρά, πολλές χώρες εισαγωγείς που έχουν φυσικές ανάγκες σε αέριο πρέπει να δουν το Κατάρ ως εναλλακτική και τη σημαντικότερη χώρα - πηγή για την προμήθεια ενεργειακής ασφάλειας...».

Δίπλα σε τέτοιες επισημάνσεις, χρειάζεται να θυμόμαστε πως η Τουρκία συμμετέχει σε όλο και περισσότερες απόπειρες ενεργειακών συνεργασιών, οι οποίες μάλιστα επέδρασαν σημαντικά και στην εξέλιξη γεωπολιτικών συμμαχιών. Για παράδειγμα, τέτοια περίπτωση είναι η κατασκευή του αγωγού «Turkish Stream» που ξεκίνησε μετά την αναθέρμανση των σχέσεών της με τη Ρωσία. Υπάρχουν ακόμα οι επαφές με το Ισραήλ, για τη μεταφορά αερίου από τα μεγάλα «οικόπεδα» «Ταμάρ» και «Λεβιάθαν» προς Ευρώπη και αλλού μέσω τουρκικών εδαφών, που επίσης επέδρασαν στην αποκατάσταση των σχέσεων της Αγκυρας με το Τελ Αβίβ. Γενικά, η τουρκική αστική τάξη επενδύει αρκετά σε μια προσπάθεια μετατροπής της χώρας σε «κόμβο μεταφοράς» Ενέργειας, πιεσμένη και από την υποχώρηση των ρυθμών της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Βέβαια, η έκβαση του «παιχνιδιού» δεν θα καθοριστεί από έναν παίκτη, αλλά θα καθοριστεί μέσα σε ένα σύνθετο πλέγμα ευρύτερων ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και συμβιβασμών, που εξετάζονται στις πλάτες των λαών όλης της περιοχής.


Α. Μ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ