Πέμπτη 21 Ιούλη 2016
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Στο σημερινό τετρασέλιδο «Εργαζόμενοι και Λαϊκή Συμμαχία» μπορείτε να διαβάσετε:

-- Οι «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ στα Εργασιακά, «κορώνα στο κεφάλι» της κυβέρνησης, των εργοδοτών, του κουαρτέτου και της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ.

-- Οι «κοινωνικός διάλογος», εργαλείο για τη νομιμοποίηση των αντεργατικών ανατροπών.

-- Συνέντευξη για τις εξελίξεις στον όμιλο «Μαρινόπουλος» και για την προσπάθεια των κλαδικών σωματείων και των Επιτροπών Αγώνα να οργανώσουν τον αγώνα των εργαζομένων.

ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΕΡΓΟΔΟΤΕΣ - ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ - ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ ΓΣΕΕ
Κορώνα στο κεφάλι τους οι «βέλτιστες πρακτικές»...

Ο Γ. Κατρούγκαλος και οι «κοινωνικοί εταίροι» σε πλήρη διάταξη, στον πρόσφατο «κοινωνικό διάλογο» για τα Εργασιακά

Eurokinissi

Ο Γ. Κατρούγκαλος και οι «κοινωνικοί εταίροι» σε πλήρη διάταξη, στον πρόσφατο «κοινωνικό διάλογο» για τα Εργασιακά
Η κυβέρνηση επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους ότι στις αλλαγές που συζητάει με το κουαρτέτο στα Εργασιακά, θα ακολουθήσει με ευλάβεια τις λεγόμενες «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ. Αυτή τη δέσμευση, που περιέχεται αυτολεξεί στο τρίτο μνημόνιο, η κυβέρνηση και ο αρμόδιος υπουργός την πλασάρουν ως ευνοϊκή για τα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα, λέγοντας ότι με τη μεταρρύθμιση που ετοιμάζουν, η Ελλάδα θα επιστρέψει στην «κανονικότητα» σε σχέση με όσα ισχύουν στα άλλα κράτη - μέλη της ΕΕ.

Η θέση τους αυτή κρύβει μια μεγάλη αλήθεια και ταυτόχρονα ένα μεγάλο ψέμα. Η αλήθεια είναι ότι, πράγματι, στόχος της μεταρρύθμισης στα Εργασιακά είναι να εναρμονιστεί το ελληνικό Εργατικό Δίκαιο με όσα ισχύουν στα άλλα κράτη - μέλη της ΕΕ, στους τομείς εκείνους που για διάφορους λόγους δεν προχώρησαν οι μεταρρυθμίσεις ή δεν ολοκληρώθηκαν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.

Το ψέμα είναι ότι αυτή η εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό «κεκτημένο» θα βελτιώσει την κατάσταση για τους εργαζόμενους. Το αντίθετο ακριβώς θα γίνει, επειδή οι «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ στα Εργασιακά απαρτίζονται από αντεργατικούς νόμους και διατάξεις που είτε ισχύουν στην Ελλάδα είτε βρίσκονται ένα βήμα πιο μπροστά σε αγριότητα, σε ό,τι αφορά το ξήλωμα εργοδοτικών δικαιωμάτων από τη μια και την ενθάρρυνση - υπόθαλψη της εργοδοτικής επιθετικότητας από την άλλη. Ας δούμε ορισμένα παραδείγματα.

Ποιος λέει τερατολογίες;

Μιλώντας τις προάλλες στο ΑΠΕ - ΜΠΕ, η κυβερνητική εκπρόσωπος, Ολγα Γεροβασίλη, υποστήριξε ότι η επικείμενη μεταρρύθμιση στα Εργασιακά είναι «ένα ακόμη θέμα που καλύπτεται από τα περισσότερα ΜΜΕ με όρους θεάματος και μεγάλες δόσεις τερατολογίας». Οπως η ίδια ισχυρίζεται, «δεν τίθεται θέμα μείωσης περαιτέρω των δικαιωμάτων και των μισθών των εργαζομένων», αλλά «τίθεται μόνο ζήτημα να επιστρέψουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις».

Προσθέτει, μάλιστα, ότι «σε αυτή τη θέση συγκλίνουν και οι κοινωνικοί εταίροι στην Ελλάδα και η ευρωπαϊκή πλευρά στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης». Για να δούμε, όμως, πώς έχει πραγματικά η κατάσταση. Στην Αιτιολογική Εκθεση που συνοδεύει το άρθρο 103 του νόμου 4172/2013, με τον οποίο ρυθμίζεται η διαδικασία καθορισμού του κατώτερου μισθού από το κράτος, μετά την 1/1/2017, γράφονται επί λέξη τα εξής:

«Στην ευρωπαϊκή και διεθνή πρακτική, ο καθορισμός του νομοθετημένου κατώτατου μισθού γίνεται είτε με διάταξη νόμου ή με Υπουργική Απόφαση που εκδίδεται έπειτα από νομοθετική εξουσιοδότηση ή με απόφαση συλλογικού οργάνου της διοίκησης που έχει συγκεκριμένη αρμοδιότητα για το σκοπό αυτό μέσω νόμου. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, προηγείται διαβούλευση μεταξύ της κυβέρνησης και εκπροσώπων των Κοινωνικών Εταίρων, η οποία, ναι μεν, δεν είναι δεσμευτική για την κυβέρνηση, ασκεί όμως υψηλή πολιτική επιρροή στα σημεία για τα οποία οι Κοινωνικοί Εταίροι έχουν σύμφωνη άποψη.

Σε 20 από τις 27 χώρες της Ευρώπης ο κατώτατος μισθός καθορίζεται από την κυβέρνηση έπειτα από διαβούλευση με τους Κοινωνικούς Εταίρους (ενδεικτικά Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Βουλγαρία, Ιρλανδία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ισπανία και Τσεχία). Με συλλογικές συμβάσεις μόνο, ο κατώτατος μισθός καθορίζεται στο Βέλγιο, την Εσθονία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία τη Σλοβενία και την Ουγγαρία, καθώς και στην Ελλάδα μέχρι την ψήφιση του Ν.4093/2012.

Οπου ο κατώτατος μισθός ορίζεται από όργανο της κυβέρνησης μετά από διαβούλευση με τους Κοινωνικούς Εταίρους, οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και οι ατομικές συμβάσεις εργασίας δεν επιτρέπεται να ορίζουν αμοιβές κατώτερες από το νομοθετημένο κατώτατο μισθό. Σε πολλές χώρες ορίζεται χαμηλότερος νομοθετημένος μισθός για νέους, όπως συμβαίνει στο Βέλγιο, στον Καναδά, τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο κ.λπ.».

Μ' ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια

Επομένως, με βάση τις «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ, ο κατώτατος μισθός ορίζεται από το κράτος, στη διαδικασία καθορισμού του οι «κοινωνικοί εταίροι» έχουν συμβουλευτικό χαρακτήρα, η διαφοροποίηση του κατώτατου μισθού για μεγαλύτερους και μικρότερους σε ηλικία εργαζόμενους ισχύει σε πολλές χώρες, ο μισθός αυτός ρυθμίζει τα κατώτερα θεσμοθετημένα όρια και από εκεί και πάνω λειτουργούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για άλλου είδους συμβάσεις (κλαδικές, επιχειρησιακές).

Βεβαίως, είναι αυτονόητο ότι στις κλαδικές και επιχειρησιακές δεν μπορεί να μην παίρνεται υπόψη το ύψος του κατώτερου, πολύ περισσότερο που ο μισθός αυτός αφορά τη συντριπτική πλειοψηφία των νεοεισερχομένων σε έναν κλάδο, γεγονός που σπρώχνει προς τα κάτω το μέσο κλαδικό μισθό, όσο και γενικότερα το μέσο μισθό.

Αυτή τη «βέλτιστη πρακτική» ορίζει ο νόμος που έχει ψηφιστεί για τον κατώτερο μισθό και μόνο σ' αυτό το πλαίσιο μπορούν να λειτουργήσουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, οι οποίες να σημειωθεί ότι δεν απαγορεύτηκαν ποτέ σε ό,τι αφορά τις κλαδικές και επιχειρησιακές συμβάσεις. Αυτό που έγινε ήταν με νόμο να «παγώσουν» ορισμένες θεσμικές και μισθολογικές προβλέψεις, όπως οι τριετίες και άλλα.

Η Αιτιολογική Εκθεση του νόμου λέει και κάτι ακόμα. Οτι «ακολουθώντας την ευρωπαϊκή και διεθνή πρακτική, με το Ν.4093/2012 θεσπίστηκε ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός και ημερομίσθιο, με αντίστοιχο περιορισμό της έκτασης εφαρμογής των μισθολογικών όρων της ΕΓΣΣΕ στους εργαζόμενους που απασχολούνται από επιχειρήσεις εκπροσωπούμενες από τις συμβαλλόμενες εργοδοτικές οργανώσεις».

Τι λέει εδώ; Οτι ο κατώτατος μισθός ισχύει μόνο για τους εργαζόμενους εκείνους που δεν καλύπτονται από κλαδικές. Τι δεν λέει; Οτι πέρα από τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από το κράτος, «βέλτιστη πρακτική» της ΕΕ είναι η κατάργηση της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων. Δηλαδή, οι όροι τους δεν είναι υποχρεωτικοί για εκείνες τις επιχειρήσεις που δεν είναι μέλη των εργοδοτικών ενώσεων οι οποίες υπογράφουν την κλαδική. Επομένως, για όλες αυτές τις επιχειρήσεις, τα κατώτερα όρια των μισθών ταυτίζονται με αυτά της ΕΓΣΣΕ.

Επομένως, η Αιτιολογική Εκθεση της τότε κυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να θολώσει τα νερά, γράφοντας ότι «η εξέλιξη αυτή προσδίδει στο νομοθετημένο κατώτατο μισθό συμπληρωματικό χαρακτήρα στο ισχύον σύστημα καθορισμού κατώτατων μισθών με Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που εφαρμόζεται στην Ελλάδα σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (Ν.1876/1990)». Παρουσιάζει δηλαδή την ΕΓΣΣΕ να έχει συμπληρωματικό ρόλο στις κλαδικές και άλλες συμβάσεις, όταν στην πραγματικότητα ο κατώτερος μισθός είναι το όριο που κατατείνουν όλοι οι κλαδικοί και επιχειρησιακοί μισθοί.

Ολοι ευχαριστημένοι

Και παρακάτω: «Το ισχύον πλέον σύστημα μισθών δομείται ιεραρχικά με ελάχιστο όριο το νομοθετημένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο και στη συνέχεια οργανώνεται αποκεντρωμένα με βάση τις λοιπές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (κλαδικές, ομοιοεπαγγελματικές) που εφαρμόζονται μόνο για τους εργοδότες και εργαζόμενους των συμβαλλομένων εργοδοτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων εκπροσωπούμενους και τις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις».

Επομένως, παίρνοντας τοις μετρητοίς όσα γράφονται στην Αιτιολογική Εκθεση, με τις «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ για τον κατώτατο μισθό και ο καθορισμός του από το κράτος διασφαλίζεται και ο θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων συνεχίζει να ισχύει και οι εργοδότες απαλλάσσονται από την υποχρέωση να εφαρμόζουν τις κλαδικές συμβάσεις και οι μισθοί διαμορφώνονται αυτόματα με βάση τις αντοχές της οικονομίας και της αγοράς. Ολοι, λοιπόν, εργαζόμενοι, εργοδότες και κράτος, θα πρέπει να αισθάνονται ικανοποιημένοι.

Κι όλα αυτά επειδή, όπως σημειώνεται στην ίδια Αιτιολογική Εκθεση, «η διαβούλευση της κυβέρνησης με τους Κοινωνικούς Εταίρους και την επιστημονική υποστήριξη ερευνητικών και επιστημονικών φορέων, καθώς και εμπειρογνωμόνων υψηλού γνωστικού κύρους, διασφαλίζει (...) αφενός τη στενή παρακολουθηματικότητα που απαιτείται των δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας, την αναγκαία συνάφεια που χρειάζεται να υπάρχει για την καταπολέμηση της ανεργίας και την αύξηση της απασχόλησης και αφετέρου βοηθά δραστικά στην ανάπτυξη ενός ώριμου, καλόπιστου, αντικειμενικού, πλούσιου, παραγωγικού και σύγχρονου Κοινωνικού Διαλόγου, χωρίς την καχύποπτη λογική του παρελθόντος, αλλά με όρους το Εθνικό και Κοινωνικό Συμφέρον». Με μια ανάσα, τα είπε όλα ο νομοθέτης...

Αλλα για να δούμε πώς τοποθετείται η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ απέναντι στην «κανονικότητα» της ΕΕ και στις «βέλτιστες πρακτικές»; Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Γ. Παναγόπουλου μετά τη συνάντηση που είχαν οι «κοινωνικοί εταίροι» για τα Εργασιακά, στις 12 Ιούλη, όπου μάλιστα συζητήθηκε η διαμόρφωση «εθνικής γραμμής» με τους εργοδότες και την κυβέρνηση.

Είπε ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ: «Σήμερα, μαζί με τον υπουργό συζητήσαμε τρόπους για να χαράξουμε μια εθνική γραμμή (...) Εκτιμώ ότι μπορεί να υπάρξει μία τέτοια γραμμή, αρκεί να γίνει κατανοητό ότι είναι αδιανόητο στην Ελλάδα της κρίσης, στην Ελλάδα της τεράστιας ύφεσης, δεν μπορεί να υπάρχει απελευθέρωση ομαδικών απολύσεων, δεν μπορεί να υπάρχει ανταπεργία, δεν μπορεί να μην υπάρχει προστασία της συλλογικής δράσης και κυρίως πρέπει να υπάρχει ένα σαφές και κινούμενο στα ευρωπαϊκά πλαίσια, πλαίσιο διαπραγματεύσεων εθνικών και κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας».

Αλήθεια, πόσο απέχουν οι τεμενάδες της ΓΣΕΕ στα «ευρωπαϊκά πλαίσια» από την αποθέωση των «βέλτιστων πρακτικών» που περιγράφονται πιο πάνω; Αλλωστε, η συνδικαλιστική πλειοψηφία συνυπέγραψε την περασμένη Τρίτη την «κοινή δήλωση» με τους εργοδότες για τα Εργασιακά, όπου μεταξύ άλλων αποδέχεται τις «βέλτιστες πρακτικές», ορίζοντας μάλιστα ότι ως τέτοιες θα πρέπει να θεωρηθούν «όσες εναρμονίζονται με το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και την προστασία των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, που προσδιορίζουν την ταυτότητα της Ευρώπης».

Προσοχή στην παγίδα!

Ωστόσο, «βέλτιστες πρακτικές» δεν υπάρχουν μόνο στον κατώτερο μισθό και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, άλλα και στα υπόλοιπα ζητήματα που «ανοίγουν» στη διαπραγμάτευση για τα Εργασιακά. Για παράδειγμα, πώς θα νομοθετήσει η κυβέρνηση για τις ομαδικές απολύσεις, με βάση τις «βέλτιστες πρακτικές»; Την απάντηση δίνει η Βελγίδα επίτροπος για την Απασχόληση, Μαριάν Τάισεν, σε συνέντευξη που παραχώρησε πρόσφατα στο ΑΠΕ - ΜΠΕ.

Λέει για τις ομαδικές απολύσεις και την ευρωπαϊκή εμπειρία: «Σε ό,τι αφορά τις συλλογικές (σ.σ. ομαδικές) απολύσεις, στην Ευρώπη έχουμε κανόνες, θέλουμε οι εργαζόμενοι να προστατεύονται. Εχουμε συγκεκριμένη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί, έχουμε κεφάλαια που διατίθενται για τη στήριξη των απολυμένων και τον προσανατολισμό τους σε άλλη εργασία. Ομως, δεν απαγορεύουμε τις συλλογικές απολύσεις, όπως γίνεται μόνο στην Ελλάδα και σε καμία άλλη χώρα, γιατί κάτι κοστίζει σε επενδύσεις.

Κανένας επενδυτής Ελληνας ή ξένος δε θα θέλει να επενδύσει αν ξέρει ότι σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά, η κρατική διοίκηση μπορεί να μπλοκάρει τις αποφάσεις του επιχειρηματία. Αυτό εμποδίζει τις επενδύσεις, τις οποίες τις χρειάζεται η Ελλάδα για την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι θέλουμε να πάμε και στο άλλο άκρο. Υπάρχουν κανόνες».

Οι κανόνες που λέει η επίτροπος, περιγράφονται στη σχετική οδηγία της ΕΕ 98/59/ΕΚ, όπου οι ομαδικές απολύσεις είναι αναγνωρισμένο «δικαίωμα» του εργοδότη, αρκεί να είναι τυπικά εντάξει στο υπόμνημα που καταθέτει προς την κυβέρνηση για να αιτιολογήσει την «αναγκαιότητά» τους και να προτείνει σε συνεργασία με το κράτος ορισμένα μέτρα «αποκατάστασης» των απολυμένων.

Και για να μη μείνει καμιά αμφιβολία για το ποιον υπηρετούν αυτές οι οδηγίες της ΕΕ, έρχεται ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Θ. Φέσσας, σε συνέντευξη στο ίδιο Μέσο, να πιέσει προς την ίδια κατεύθυνση με άλλα λόγια. Λέει συγκεκριμένα: «Η ευρωπαϊκή Οδηγία για τις ομαδικές απολύσεις εφαρμόστηκε στη χώρα μας με την ελληνική πατέντα να παρεμβάλλεται το υπουργείο Εργασίας, το οποίο εγκρίνει ή όχι αυτές τις αποφάσεις. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην Ευρώπη.

Από τότε που νομοθετήθηκε το μέτρο αυτό, σχεδόν όλοι οι υπουργοί αρνήθηκαν να συναινέσουν, ακόμη και στις λίγες περιπτώσεις που υπήρχε αμοιβαία κατανόηση εργοδοσίας - εργαζομένων. Το αποτέλεσμα; Οι εταιρείες που είχαν κάνει σχετική αίτηση έβαλαν λουκέτο. Δεν επιτεύχθηκε ποτέ ο στόχος, δηλαδή να επιβιώσει τουλάχιστον ένα μέρος της επιχείρησης. Συνεπώς, επί της αρχής καλό είναι να υιοθετηθούν οι ευρωπαϊκές Οδηγίες ως έχουν και να εστιάσουμε την προσοχή μας στις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα προσελκύσουν σοβαρές επενδύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα δημιουργήσουν καλές θέσεις εργασίας»...

Η σύμπτωση των απόψεων κυβέρνησης, εργοδοσίας και κουαρτέτου για την εφαρμογή των «βέλτιστων πρακτικών» αν μη τι άλλο πρέπει να υποψιάσει τους εργαζόμενους για την παγίδα που τους στήνουν.

Δημιούργημα του κεφαλαίου, της ΕΕ και των κομμάτων της

Μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία του «κοινωνικού διαλόγου»

Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, σε ένα από τα πολλά... ενσταντανέ με τον πρώην πρόεδρο του ΣΕΒ, στο πλαίσιο του «κοινωνικού διαλόγου»

Eurokinissi

Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, σε ένα από τα πολλά... ενσταντανέ με τον πρώην πρόεδρο του ΣΕΒ, στο πλαίσιο του «κοινωνικού διαλόγου»
Η έννοια του «κοινωνικού διαλόγου» εμφανίστηκε επίσημα στην Ευρωπαϊκή Ενωση (τότε ΕΟΚ) το 1985. Ο πρώτος «κοινωνικός διάλογος» έγινε μεταξύ των οργανώσεων που εκπροσωπούσαν, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τους εργαζόμενους και τους εργοδότες και ονομάστηκε «κοινωνικός διάλογος Val Duchesse», από το μέρος όπου έγινε η πρώτη συνεδρίαση. Στην ανακοίνωση της Κομισιόν «για την ανάπτυξη του κοινωνικού διαλόγου σε επίπεδο κοινότητας», στις 18 Σεπτέμβρη 1996, αναφέρεται ότι ο διάλογος αυτός «συνέβαλε στη μεγαλύτερη αποδοχή των κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών που εφαρμόστηκαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο».

Ηδη από το 1970 είχε συσταθεί η «Μόνιμη Επιτροπή Απασχόλησης» υπό την αιγίδα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στην οποία επίσης συμμετείχαν οι «κοινωνικοί εταίροι». Ανάλογες επιμέρους επιτροπές λειτουργούσαν και τα επόμενα χρόνια. Ομως, από το 1985 αρχίζει η διεύρυνση της διαδικασίας και το 1986 με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη εισάγεται στη Συνθήκη ΕΟΚ το άρθρο 118β, με το οποίο ορίστηκε ότι η προβολή του «κοινωνικού διαλόγου» σε κοινοτικό επίπεδο αποτελεί ένα από τα επίσημα καθήκοντα της Κομισιόν.

Στην Ελλάδα ο «κοινωνικός διάλογος» έκανε ντεμπούτο το 1997. Ωστόσο, η έννοια της ταξικής συνδιαλλαγής - υποταγής είχε εισχωρήσει νωρίτερα με διάφορες μορφές. Μιλώντας για τη διαδικασία, ο τότε πρωθυπουργός Κ. Σημίτης σημείωνε: «Ο κοινωνικός διάλογος είναι στρατηγικός σχεδιασμός και συνεννόηση για κοινές δράσης με συναίνεση. Στόχος είναι να βελτιωθεί η θέση όλων μας, όλων των Ελλήνων, στις νέες συνθήκες που θα παγιωθούν τα πρώτα χρόνια του επόμενου αιώνα. Είναι η διαμόρφωση συναντίληψης για τις μεγάλες επιλογές που βρίσκονται μπροστά μας, μέσα από την αμοιβαία κατανόηση των προβλημάτων».

Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησε τον «κοινωνικό διάλογο» για να νομιμοποιήσει τις επόμενες αντιλαϊκές παρεμβάσεις της στο Ασφαλιστικό, στο Φορολογικό, στον αγροτικό τομέα, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και αλλού. Η έννοια της ταξικής συνεργασίας αφορά και στη λειτουργία της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ), στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι των εργοδοτικών και εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων και άλλοι φορείς. Η ΟΚΕ ιδρύθηκε το 1994, υποστηριζόμενη από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, με τις ταξικές δυνάμεις να αγωνίζονται εναντίον της. Η Επιτροπή εκφράζει «γνώμη» για κάθε νομοθέτημα της κυβέρνησης. Αντίστοιχα υπάρχει και η κεντρική ΟΚΕ, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης.

«ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ»
«Πλυντήριο» για αντιλαϊκά μέτρα που υπαγορεύει το συμφέρον των μονοπωλίων

Δεν αποτελεί παράλληλη διαδικασία στις μεταρρυθμίσεις, αλλά συστατικό κομμάτι των ανατροπών σε βάρος των εργαζομένων και του λαού

Από παλιότερη κινητοποίηση ενάντια στον «κοινωνικό διάλογο»
Από παλιότερη κινητοποίηση ενάντια στον «κοινωνικό διάλογο»
Η ενίσχυση του «κοινωνικού διαλόγου» προβάλλεται ως μια από τις βασικές προτεραιότητες της ΕΕ και των κυβερνήσεων στα κράτη - μέλη της. Είναι ένα από τα κύρια εργαλεία με τα οποία προσπαθούν να εμφανίσουν τα συμφέροντα των μονοπωλίων σαν συμφέροντα συνολικά των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.

Από αυτή τη σκοπιά, η συμμετοχή του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, στον «κοινωνικό διάλογο» με τις Ενώσεις των εργοδοτών και το κράτος τους καλλιεργεί τη λογική της ταξικής συνεργασίας, με στόχο να νομιμοποιήσει στις εργατικές - λαϊκές συνειδήσεις πολιτικές και μέτρα που είναι σε βάρος τους.

Η ΕΕ, τον τελευταίο χρόνο, κρίνοντας ότι ο «κοινωνικός διάλογος» έχει αποδυναμωθεί λόγω της κρίσης, δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ενίσχυση των θεσμών και των διαδικασιών που τον προωθούν. Μέρος του σχεδιασμού της είναι η «θεσμική» συμμετοχή των «κοινωνικών εταίρων» στο σχεδιασμό και την εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής, ώστε να εξασφαλιστεί η «κοινωνική συναίνεση» πριν ακόμα εφαρμοστούν τα μέτρα και να αμβλυνθούν οι αντιδράσεις.

Ετσι, στις 2 Μάρτη 2016, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μπροστά στη Σύνοδο του Συμβουλίου Απασχόλησης, που έγινε πέντε μέρες μετά, έστειλε έγγραφο με θέμα «Νέα αρχή για τον κοινωνικό διάλογο», το οποίο ξεκινούσε ως εξής: «Τον Μάρτιο του 2015, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τους κοινωνικούς εταίρους και τα άλλα θεσμικά όργανα της ΕΕ δρομολόγησαν μια νέα αρχή για τον κοινωνικό διάλογο, 30 χρόνια μετά την έναρξη του ευρωπαϊκού κοινωνικού διαλόγου, το 1985».

Πιο κάτω σημείωνε: «Ο κοινωνικός διάλογος (...) είναι κρίσιμος παράγοντας για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» και πρόσθετε πως οι κοινωνικοί εταίροι είναι «ουσιώδεις παράγοντες για τη βελτίωση της διακυβέρνησης και της χάραξης πολιτικής».

Σε άλλο σημείο, το κείμενο διαπιστώνει ότι στις χώρες όπου αξιοποιήθηκε καλύτερα το εργαλείο του «κοινωνικού διαλόγου», εφαρμόστηκαν πιο εύκολα οι αντιλαϊκές πολιτικές και αυτό συνέβαλε στην προστασία τους από την κρίση: «Τα κράτη - μέλη που αποδείχθηκαν ως πλέον ανθεκτικά κατά τη διάρκεια της κρίσης, μπορούσαν συχνά να βασίζονται σε πολιτικές για την αγορά εργασίας τις οποίες είχαν σχεδιάσει από κοινού εκπρόσωποι των εργαζομένων και των εργοδοτών».

Κάνουν ...επιστήμη τη χειραγώγηση του λαού

Η φενάκη που σερβίρουν στους εργαζόμενους είναι ότι ο «κοινωνικός διάλογος» είναι αναγκαίος για τη διατήρηση σε υψηλά επίπεδα της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας, ενός κλάδου ή μιας μεμονωμένης επιχείρησης, άρα και προϋπόθεση για να υπάρχουν και να δημιουργούνται θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με την ΕΕ, ο «κοινωνικός διάλογος» συμβάλλει «στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας (...) στη δημιουργία εργασιακού περιβάλλοντος περισσότερο ευνοϊκού για τις επενδύσεις και τη βιώσιμη ανάπτυξη».

Το τι σημαίνει ανταγωνιστικότητα το έχει ήδη ορίσει η ΕΕ. Σε σχετική έκθεση πριν από ένα χρόνο περίπου, σημείωνε την ανάγκη βελτιώσεων «στον ευρύτερο και ολοένα κεντρικό τομέα της "ανταγωνιστικότητας"» και για το λόγο αυτό έχει προτείνει τη δημιουργία εθνικών φορέων που θα αξιολογούν το βαθμό «στον οποίο η εξέλιξη των μισθών συμβαδίζει με την παραγωγικότητα, μέσω της σύγκρισης με τις εξελίξεις στις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ και στους κυριότερους συγκρίσιμους εμπορικούς εταίρους».

Επομένως, βασική πλευρά της ανταγωνιστικότητας είναι το λεγόμενο κόστος εργασίας, που πρέπει να συντηρείται σε χαμηλά επίπεδα, σε σύγκριση και με τους βασικούς ανταγωνιστές. Προκειμένου να το πετύχει αυτό, «η Επιτροπή αποφάσισε να δώσει νέα ώθηση στον κοινωνικό διάλογο» και αναφέρεται στη διάσκεψη που έγινε το Μάρτη του 2015, όπου συμμετείχαν τα θεσμικά όργανα της ΕΕ μαζί με τους ευρωπαϊκούς και εθνικούς «κοινωνικούς εταίρους».

Σ' αυτή τη διάσκεψη, συζητήθηκε «η συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στην οικονομική διακυβέρνηση σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, καθώς και η ανάμειξή τους στη χάραξη πολιτικής και τη νομοθέτηση της ΕΕ». Με άλλα λόγια, οι «κοινωνικοί εταίροι» κάθονται στο ίδιο τραπέζι και συζητούν με τις κυβερνήσεις των κρατών - μελών τη χάραξη της πολιτικής που υπηρετεί τα μονοπώλια! Αυτός είναι ο πυρήνας του «κοινωνικού διαλόγου».

Στη διάσκεψη ορίστηκαν δύο θεματικές ομάδες, με την πρώτη να εκτιμά, μεταξύ άλλων, ότι «η προσάρτηση των απόψεων των κοινωνικών εταίρων στα εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων θεωρήθηκε καλή πρακτική», προφανώς επειδή με αυτόν τον τρόπο καθιστούν τους εργαζόμενους και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις συνένοχους στη χάραξη και στην υλοποίηση βαθιά ταξικών, αντιλαϊκών μέτρων.

Μάλιστα, γι' αυτό το σκοπό η ΕΕ δεν λυπάται να ξοδέψει όσο χρήμα χρειαστεί και γι' αυτό η ομάδα επισήμανε στο κείμενό της την «ανάγκη να διασφαλιστούν κατάλληλοι χρηματοδοτικοί πόροι και υποστήριξη για τις δραστηριότητες ανάπτυξης ικανοτήτων, κυρίως μέσω των κοινωνικών εταίρων και των εθνικών πόρων, αλλά ενδεχομένως και μέσω της χρήσης ενωσιακών κονδυλίων (ιδίως του ΕΚΤ και των προνομιακών γραμμών του προϋπολογισμού που προορίζονται για τον κοινωνικό διάλογο)».

Φυλάνε σαν κόρη οφθαλμού την «κοινωνική συνοχή»

Σε άλλο έγγραφο στις 16 Ιούνη 2016, όπου αναφέρονται τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για το ζήτημα του «κοινωνικού διαλόγου», σημειώνεται πως ο «κοινωνικός διάλογος» έχει επηρεαστεί αρνητικά από το πολύ δύσκολο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, το οποίο περιγράφεται ως εξής: «Οι πολλαπλές κρίσεις τις οποίες έχει υποστεί η ΕΕ από το 2008, έχουν αναδείξει όχι μόνο τις διαρθρωτικές αδυναμίες, αλλά έχουν επίσης δημιουργήσει μια σημαντική ανησυχία για την κοινωνική συνοχή στην ΕΕ, με υψηλή ανεργία, περισσότερους ανθρώπους να ζουν με τον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού και των αυξανόμενων ανισοτήτων μεταξύ των κρατών - μελών».

Απ' όλα τα παραπάνω ξεχωρίζουμε την ανησυχία τους για την «κοινωνική συνοχή». Ομολογούν, δηλαδή, ότι η εξασθένηση του «κοινωνικού διαλόγου» πολλαπλασιάζει τις προϋποθέσεις για κοινωνικές εντάσεις και συγκρούσεις, για όξυνση δηλαδή της ταξικής πάλης, στο βαθμό που η αστική τάξη και το κράτος της στερείται ένα τόσο ισχυρό όπλο χειραγώγησης των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.

Στο ίδιο έγγραφο, το Συμβούλιο τονίζει την «ανάγκη για ουσιαστική συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων σε εθνικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση», ενώ καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να «συνεχίσει να ερευνά, μαζί με το ίδιο και τους κοινωνικούς εταίρους, τρόπους για την ενίσχυση της συμμετοχής τους, σε επίπεδο ΕΕ, στην οικονομική διακυβέρνηση και το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο». Ξανά στο προσκήνιο, δηλαδή, η ενεργός συμμετοχή των «κοινωνικών εταίρων» στο σχεδιασμό της πολιτικής που εξοντώνει τα εναπομείναντα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα.

Τέλος, λίγες μέρες μετά, στις 26 Ιούνη, δημοσιοποιείται κοινή δήλωση της Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των «κοινωνικών εταίρων», μεταξύ αυτών και της ETUC (της αποκαλούμενης Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, το μακρύ χέρι των ευρωπαϊκών μονοπωλίων στο συνδικαλιστικό κίνημα), όπου επισημαίνεται ότι «οι υπογράφοντες χαιρετίζουν το θεμελιώδη ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Διαλόγου ως σημαντικού παράγοντα στη χάραξη εργασιακών και κοινωνικών πολιτικών της ΕΕ, και γι' αυτό χαιρετίζουν την ενίσχυση του διαλόγου μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων».

Στήνουν δόκανο για τις ανατροπές στα Εργασιακά

Στη χώρα μας, εντείνεται το τελευταίο διάστημα η προσπάθεια της κυβέρνησης να «βαφτίσει» τα αντεργατικά μέτρα που ετοιμάζει με το κουαρτέτο στην κολυμβήθρα του «κοινωνικού διαλόγου». Αυτό το στόχο υπηρετεί η «κοινή δήλωση» που υπέγραψαν την Τρίτη που μας πέρασε εργοδότες και πλειοψηφία της ΓΣΕΕ. Βέβαια, οι εργαζόμενοι και ο λαός διαθέτουν πλέον μπόλικη πείρα για τη σκοπιμότητα του κοινωνικού διαλόγου, έχοντας δεχτεί στην πλάτη τους τα αποτελέσματα όλων των προηγούμενων «θεσμικών» συνεννοήσεων και συνδιαλλαγών ανάμεσα στους εργοδότες, στους εργατοπατέρες, στις κυβερνήσεις και τα κόμματά τους.

Μεγάλες ανατροπές στο Ασφαλιστικό και στα Εργασιακά πέρασαν πρώτα από το πλυντήριο του «κοινωνικού διαλόγου». Η «κοινή δήλωση» των «κοινωνικών εταίρων» για τα Εργασιακά, παρά το γεγονός ότι στο περιεχόμενο υπολείπεται των προσδοκιών που καλλιέργησε αρχικά η κυβέρνηση, δεν παύει να προωθεί τη χειραγώγηση και τον αποπροσανατολισμό του λαού από το βασικό καθήκον αυτής της περιόδου, που δεν είναι άλλο από την οργάνωση μαζικών ταξικών αγώνων, σε σύγκρουση με τους εργοδότες, την κυβέρνηση και το κράτος τους.

Καθόλου τυχαία, τη σημασία που έχει για το κεφάλαιο να αναθερμανθεί ο «κοινωνικός διάλογος» στην Ελλάδα, ιδιαίτερα μπροστά στις ανατροπές που σχεδιάζονται στα Εργασιακά, ανέδειξε με έμφαση η Ευρωπαία Επίτροπος για θέματα Απασχόλησης, Μαριάν Τίσεν σε πρόσφατη συνέντευξη στο ΑΠΕ - ΜΠΕ. Μέσα σε λίγες λέξεις περιέγραψε το νέο αντεργατικό πακέτο μέτρων και τον τρόπο με τον οποίο θα προσπαθήσουν να το περάσουν.

Στην ερώτηση ποιες μεταρρυθμίσεις πρέπει να γίνουν στην Ελλάδα δήλωσε με σαφήνεια: «Πρώτ' απ' όλα, η ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου. Και αυτό γιατί έτσι μπορούν να σχεδιαστούν καλύτερα οι πολιτικές, καθώς επίσης και να εφαρμοστούν. Κατά τη διάρκεια της κρίσης ήταν πολύ δύσκολος αυτός ο διάλογος, γι' αυτό και πιέζουμε τώρα για την αποκατάστασή του. Επίσης, χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις στο νόμο για τις απεργίες, αλλά πρέπει να γίνει με συλλογικό τρόπο, στη νομοθεσία για τον ιδιωτικό τομέα, τις συλλογικές απολύσεις που είναι πραγματικά ένα εμπόδιο στις επενδύσεις, την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας».

Πιο κάτω παρουσίασε και το πρόσχημα το οποίο θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να περάσουν οι αντεργατικές πολιτικές. «Οι μεταρρυθμίσεις - απάντησε - δεν είναι ποτέ κάτι εύκολο. Αυτό που πιστεύω πως πρέπει να κάνουμε και να κάνουν και οι πολιτικοί στην Ελλάδα είναι να δώσουμε στον κόσμο να καταλάβει ότι είναι προς το δικό τους συμφέρον οι αλλαγές αυτές, γιατί έτσι θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας». Να λοιπόν μια από τις βασικές χρησιμότητες του «κοινωνικού διαλόγου»: Να πείσει τους εργαζόμενους ότι οι ανατροπές στα Εργασιακά γίνονται προς όφελός τους!

Οπως εύστοχα σημείωνε το ΠΑΜΕ σε ανακοίνωσή του, «ο διάλογός τους είναι με την αγχόνη στο λαιμό! Είναι στημένος όπως και οι προηγούμενοι. Δεν υπάρχει γενικά "κοινωνικός" διάλογος που γίνεται για το συμφέρον της συντριπτικής πλειοψηφίας του εργαζόμενου λαού! Οι εξελίξεις και η προσπάθεια για τη διαμόρφωση δήθεν ενιαίου κοινωνικού μετώπου στα Εργασιακά, επιβεβαιώνουν πως η συμφωνία του περασμένου Ιούλη και συνολικά τα μνημόνια είναι οι απαιτήσεις της μεγαλοεργοδοσίας που στη συνέχεια γίνονται νόμοι».

ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΣΤΟΝ ΟΜΙΛΟ «ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ»
Κρίσιμο βήμα η συμμετοχή στην αυριανή απεργία

Συνέντευξη με την Ντίνα Γκογκάκη, πρόεδρο του Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων Αθήνας και τον Στέλιο Στύλα, εργαζόμενο σε κατάστημα της επιχείρησης στην Αττική

Για τις εξελίξεις στον όμιλο «Μαρινόπουλος» και την αυριανή 24ωρη απεργία, ο «Ριζοσπάστης» συζήτησε με την Ντίνα Γκογκάκη, πρόεδρο του Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων Αθήνας και τον Στέλιο Στύλα, εργαζόμενο σε κατάστημα της επιχείρησης στην Αττική.

***

-- Μετά την απόφαση του δικαστηρίου για προσωρινή προστασία του Μαρινόπουλου από τους πιστωτές, πώς διαμορφώνεται η κατάσταση για τους εργαζόμενους στα καταστήματα του ομίλου;

-- Ντίνα Γκογκάκη: Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από την απόφαση του δικαστηρίου και τις όποιες εξελίξεις δρομολογηθούν, τα δύσκολα είναι μπροστά για τους εργαζόμενους, καθώς η υλοποίηση του σχεδίου «εξυγίανσης» της εταιρείας περνάει μέσα από το τσάκισμα των δικαιωμάτων τους, με απολύσεις, κλείσιμο καταστημάτων και μειώσεις μισθών. Αυτήν την ώρα δεν χωράει καμία επανάπαυση, κανένας εφησυχασμός από τις εξελίξεις, από τις αποφάσεις των δικαστηρίων, από τις δήθεν δεσμεύσεις της εργοδοσίας. Απαιτείται επιπλέον σταθερή επαγρύπνηση για το χειρότερο σενάριο.

Ηδη, από την επομένη της απόφαση του δικαστηρίου έως και σήμερα, οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να είναι απλήρωτοι. Τις προηγούμενες μέρες καταβλήθηκε τμηματικά το επίδομα άδειας, ενώ προχτές καταβλήθηκε ένα μέρος (10%) από το μισθό του Ιούνη, γεγονός που επιτείνει την ανησυχία, καθώς οι ανάγκες των εργαζομένων «τρέχουν».

Εργαζόμενοι της «Μαρινόπουλος» σε κινητοποίηση στα κεντρικά γραφεία του ομίλου
Εργαζόμενοι της «Μαρινόπουλος» σε κινητοποίηση στα κεντρικά γραφεία του ομίλου
Η εργοδοσία επιδιώκει να κάνει συνείδηση στους εργαζόμενους την απληρωσιά. Οι εργαζόμενοι όλα τα προηγούμενα χρόνια πλήρωσαν ακριβά τα κέρδη του Μαρινόπουλου με απολύσεις, μειώσεις μισθών και κατάργηση επιδομάτων, με σμπαράλιασμα των εργασιακών σχέσεων. Τώρα, καλούνται να πληρώσουν την κρίση του, παραμένοντας απλήρωτοι και «στον αέρα», θυσιάζοντας ακόμα και την ίδια τους τη δουλειά.

-- Τι κλίμα επικρατεί ανάμεσα στους εργαζόμενους; Τι στάση κρατάει η εργοδοσία και πώς παρεμβαίνει η πλειοψηφία στο επιχειρησιακό σωματείο;

-- Ντίνα Γκογκάκη: Οι συνάδελφοι στον «Μαρινόπουλο» αγωνιούν για το μέλλον, για το αν θα συνεχίσουν να έχουν δουλειά, αν θα πληρωθούν, αν θα διατηρήσουν τα λιγοστά δικαιώματά τους. Από την πλευρά της, η εταιρεία σπέρνει δεξιά και αριστερά φήμες ότι επίκειται η εξαγορά της από άλλον όμιλο, ότι η κυβέρνηση θα παρέμβει για τη σωτηρία της και άλλα παρόμοια, για να καλλιεργήσει τον εφησυχασμό. Παράλληλα, αξιοποιώντας τα στελέχη της, προσπαθεί να τρομοκρατήσει εργαζόμενους που αντιδρούν και οργανώνουν την πάλη τους, ενώ την ίδια στιγμή ζητά από τους εργαζόμενους να βάλουν πλάτες στα σχέδια για εξυγίανση της εταιρείας.

Σε αυτές τις συνθήκες, η πλειοψηφία στο επιχειρησιακό σωματείο συνδράμει την προσπάθεια της εργοδοσίας να καλλιεργήσει κλίμα παραίτησης και εφησυχασμού. Το προηγούμενο διάστημα, που οι εργαζόμενοι με τις Επιτροπές Αγώνα και τα κλαδικά τους σωματεία μπήκαν μπροστά και οργάνωσαν τον αγώνα, χαρακτήριζε ως επιτυχία το γεγονός ότι η επιχείρηση απέστειλε δήλωση, σύμφωνα με την οποία αποδέχεται και δεσμεύεται να διατηρηθούν όλες οι θέσεις εργασίας και να καταβάλλονται οι πάσης φύσεως δεδουλευμένες αποδοχές των εργαζομένων, όπως προβλέπεται από την εργατική νομοθεσία.

Χωρίς ίχνος ντροπής και μέσα από ανακοινώσεις στο διαδίκτυο, μιλάει για αγωνιστικές κινητοποιήσεις του επιχειρησιακού σωματείου, χωρίς να έχει προχωρήσει στον παραμικρό αγώνα! Εκ των υστέρων, ενημερώνει για τις αποφάσεις και τις κινήσεις του, θεωρεί ως αγώνες τη συνδιαλλαγή και τις κρυφές συνεννοήσεις στα γραφεία του υπουργείου και της εργοδοσίας. Μάλιστα, έχει φτάσει στο σημείο να καλεί ανοιχτά σε συμβιβασμό, σε μη συμμετοχή σε κινητοποιήσεις και σε απεργοσπασία, να λέει στους εργαζόμενους ότι τα κλαδικά σωματεία δεν έχουν δικαίωμα να καλούν τους εργαζόμενους σε κινητοποιήσεις, παρεμβαίνει με στόχο να ξεφουσκώσει τις όποιες διαθέσεις.

Σε τελική ανάλυση, ζητά να ταυτίσουν οι εργαζόμενοι τα συμφέροντά τους με τα συμφέροντα της εργοδοσίας. Η εμπειρία, όμως, έχει δείξει πως όπου υπήρχε ταύτιση συμφερόντων, όταν ο εργαζόμενος αντιμετώπισε τα συμφέροντά του από την οπτική πλευρά της εργοδοσίας, βγήκε χαμένος.

Αποκαλυπτική η στάση της κυβέρνησης

-- Είδαμε ότι από την πρώτη στιγμή οι ταξικές δυνάμεις στον κλάδο πήραν πρωτοβουλίες για την οργάνωση και την κινητοποίηση των εργαζομένων. Τι συμπεράσματα βγαίνουν από τη μέχρι τώρα δράση και ιδιαίτερα από τη στάση εργασίας που έγινε την περασμένη βδομάδα;

-- Ντίνα Γκογκάκη: Η στάση εργασίας που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη βδομάδα ήταν μια πετυχημένη κινητοποίηση των εργαζομένων στην εταιρεία «Μαρινόπουλος». Εκατοντάδες εργαζόμενοι της επιχείρησης, μέσα από Γενικές Συνελεύσεις, συσκέψεις, με μάζεμα υπογραφών και με συζήτηση στους χώρους δουλείας, εργαζόμενοι πήραν την κατάσταση στα χέρια τους, συμμετείχαν στη στάση εργασίας και στην κινητοποίηση στο υπουργείο, με τα δικά τους αιτήματα. Τα κλαδικά σωματεία στηρίζουν τους εργαζόμενους της εταιρείας «Μαρινόπουλος» στις πρωτοβουλίες που παίρνουν, χαιρετίζουν τους συναδέλφους που συμμετείχαν στην 4ωρη στάση εργασίας.

Από την πλευρά των συναδέλφων εκφράστηκε η ανάγκη ότι δεν πρέπει να χαθεί άλλος πολύτιμος χρόνος, αλλά και η ανάγκη για κλιμάκωση, καθώς η πίεση προς την εργοδοσία και την κυβέρνηση πρέπει να αυξηθεί. Ηταν ένα βήμα στο να σπάσει ο φόβος και τα εμπόδια που βάζει η εργοδοσία. Επίσης, βοήθησε στο να βγουν συμπεράσματα σχετικά με τη στάση τόσο της εργοδοσίας και του επιχειρησιακού σωματείου, αλλά και για τη στάση της κυβέρνησης.

Χαρακτηριστική ήταν η συνάντηση με τον υπουργό Εργασίας, ο όποιος δήλωσε αναρμόδιος και παραδέχτηκε ότι οι εργαζόμενοι είναι έρμαια των επιχειρηματικών ομίλων και εντελώς απροστάτευτοι. Στις επίμονες ερωτήσεις για το τι μπορεί πρακτικά να κάνει το υπουργείο, αφού - όπως ανέφερε - δεν μπορεί να δώσει τα δεδουλευμένα που οφείλει η επιχείρηση, όταν αναφέρθηκε το αίτημα να νομοθετήσει η κυβέρνηση την προτεραιότητα των εργαζομένων σε μια ενδεχόμενη πτώχευση, σήκωσε τα χέρια ψηλά και έριξε τις ευθύνες στην «τροϊκανή τρομοκρατία». Αντίστοιχη αντιμετώπιση είχε και το αίτημα για άμεση οικονομική ενίσχυση, ώστε να μη φτάσουμε στην κατάσταση των εργαζομένων στο «Ledra» που είναι απλήρωτοι από τον Απρίλη.

Η τοποθέτηση του υπουργού, πως ως κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει τίποτα για τους μισθούς και τη δουλειά των εργαζομένων, δείχνει ότι το πραγματικό κουμάντο το έχουν οι μεγάλες επιχειρήσεις και πως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, αλλά και οι προηγούμενες, τις υπηρετούν πιστά. Αλλωστε, τα μέτρα που προηγήθηκαν, αλλά και αυτά που προετοιμάζει, είναι οι απαιτήσεις της μεγαλοεργοδοσίας, είναι μέτρα που απαιτεί και σχεδιάζει με βάση αυτά και η εργοδοσία της «Μαρινόπουλος».

-- Αναμφίβολα οι Επιτροπές Αγώνα είναι μια σημαντική κατάκτηση για τη συνέχεια. Τι το καινούργιο φέρνουν σε ό,τι αφορά την οργάνωση στον όμιλο;

-- Στέλιος Στύλας: Η συγκρότηση Επιτροπών Αγώνα αποτελεί σημαντικό βήμα για την παραπέρα οργάνωση της πάλης των εργαζομένων στον όμιλο «Μαρινόπουλος». Οι Επιτροπές συγκροτήθηκαν μέσα από Γενικές Συνελεύσεις που έγιναν σε καταστήματα της επιχείρησης, κόντρα στην επίθεση της εργοδοσίας και των ανθρώπων της, κόντρα στο κλίμα εφησυχασμού, φόβου και ψεύτικων αυταπατών που καλλιεργείται, δείχνουν το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι.

Οτι, δηλαδή, η υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους απέναντι στην επιθετικότητα της εργοδοσίας, περνάει μέσα από την οργάνωση και κλιμάκωση του αγώνα όλων των εργαζομένων στον όμιλο. Οι εργαζόμενοι στην εταιρεία πρέπει να ακολουθήσουν το παράδειγμα των συναδέλφων τους στα καταστήματα που έστησαν Επιτροπές Αγώνα, για να φτιαχτεί ένα μεγάλο δίκτυο με όλα τα καταστήματα, ώστε να δώσουμε συντονισμένη αγωνιστική απάντηση, να δυναμώσει αποφασιστικά ο αγώνας μας, διότι οι εξελίξεις είναι μπροστά μας.

Οι Επιτροπές Αγώνα όπως και η δράση των κλαδικών σωματείων βρίσκονται στο στόχαστρο της εργοδοσίας, αλλά και του επιχειρησιακού σωματείου, που ακολουθεί τη γραμμή της, διότι με τη δράση και την παρέμβασή τους αναδεικνύουν τα πραγματικά συμφέροντα των εργαζομένων, αποτελούν «κακό σπυρί» στο κλίμα συμβιβασμού και αναμονής που, από κοινού μαζί και με την κυβέρνηση, σπέρνουν.

Μαζικά - αποφασιστικά στην απεργία

-- Αύριο είναι μέρα απεργίας. Δώστε μας μια εικόνα από την προετοιμασία της και πώς βλέπετε να εξελίσσεται η κινητοποίηση, με βάση το κλίμα που συναντάτε στα καταστήματα;

-- Στέλιος Στύλας: Η συμμετοχή στη στάση εργασίας που υπήρξε στις 13/7 σε αρκετά καταστήματα στην Αθήνα, αλλά και η απεργία που προηγήθηκε στη Θεσσαλονίκη, είναι ενθαρρυντικά δείγματα και αυτή η δράση μπορεί και πρέπει να απλωθεί σε περισσότερα καταστήματα.

Μπροστά μας έχουμε την 24ωρη απεργία στις 22 Ιούλη και συγκέντρωση στο υπουργείο Εργασίας. Την προηγούμενη βδομάδα συνεδρίασαν οι Επιτροπές Αγώνα που έχουν συγκροτηθεί στα καταστήματα της Αθήνας και κατέληξαν σε σχέδιο δράσης και σε κοινή ανακοίνωση, που καλούν τους υπόλοιπους εργαζόμενους να οργανώσουν την πάλη τους μέσα στα καταστήματα, με συγκεκριμένα αιτήματα την άμεση καταβολή όλου του μισθού, τη διασφάλιση όλων των θέσεων εργασίας και να μην υπάρξει καμία βλαπτική μεταβολή στις εργασιακές σχέσεις.

Οι Επιτροπές Αγώνα και τα κλαδικά σωματεία αποφάσισαν τη συμμετοχή τους στην απεργία αυτή, στη βάση της ανάγκης για κλιμάκωση και συντονισμό με το σωματείο εργαζομένων του «Μαρινόπουλου» στη Βόρεια Ελλάδα και Επιτροπών Αγώνα που έχουν συγκροτηθεί σε άλλες πόλεις. Ολες αυτές τις μέρες, οι δυνάμεις των κλαδικών σωματείων αλλά και των Επιτροπών Αγώνα, οργάνωσαν ένα μαζικό άνοιγμα με εξορμήσεις και περιοδείες, στους χώρους δουλειάς, για να συζητήσουν με τους εργαζόμενους, να οργανωθούν συσκέψεις και Γενικές Συνελεύσεις μέσα στα καταστήματα, να στηθούν και άλλες Επιτροπές Αγώνα.

Ηδη, προγραμματίζεται η σημερινή μέρα να αποτελέσει μέρα πανεξόρμησης στα μαγαζιά και τις αποθήκες για την αυριανή απεργία. Αυτήν τη στιγμή υπάρχει ανησυχία αλλά και αγανάκτηση από τους εργαζόμενους. Με την απεργία αυτή πρέπει να γίνει ένα ακόμα βήμα, ώστε να σπάσει ο φόβος από την εργοδοτική τρομοκρατία που εκδηλώνεται πιο ανοιχτά σε ορισμένα καταστήματα, να μην υπάρξει συμβιβασμός με την απληρωσιά και κυρίως να διαφυλάξουμε την εργασία όλων των συναδέλφων μας σε κάθε κατάστημα, σε κάθε πόστο.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ