Σάββατο 30 Γενάρη 2016
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΥΡΩΖΩΝΗ - ΕΚΤ
«Ευέλικτη» εργασία με γνώμονα την «ανταγωνιστικότητα κόστους» του κάθε κεφαλαιοκράτη

Τα χαμόγελα του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας περισσεύουν, όπως περισσεύει και η εφευρετικότητά τους να τσακίζουν τα εργασιακά δικαιώματα

Associated Press

Τα χαμόγελα του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας περισσεύουν, όπως περισσεύει και η εφευρετικότητά τους να τσακίζουν τα εργασιακά δικαιώματα
«Προκειμένου να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα της οικονομίας σε κλονισμούς, οι μισθοί πρέπει να αντανακλούν δεόντως τις συνθήκες στην αγορά εργασίας και τις εξελίξεις της παραγωγικότητας, γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία των μεταρρυθμίσεων που συμβάλλουν σε μεγαλύτερη ευελιξία των μισθών και διαφοροποίησή τους μεταξύ εργαζομένων επιχειρήσεων και κλάδων».

Αυτό τονίζεται στο πρόσφατο Οικονομικό Δελτίο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), σύμφωνα με την οποία βασικός πυλώνας, για την ενίσχυση ανταγωνιστικότητας και σε συνδυασμό με αυτή, είναι οι αντιλαϊκές διαρθρωτικές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας και μάλιστα όχι με βάση τις γενικές συνθήκες που επικρατούν στην καπιταλιστική οικονομία ή σε κάποιον οικονομικό κλάδο, αλλά ακόμη και σε επίπεδο της κάθε επιχείρησης.

«Ο σχεδιασμός των θεσμών της αγοράς εργασίας μπορεί να εμποδίσει την ευθυγράμμιση της αύξησης των μισθών σε επίπεδο επιχείρησης», επισημαίνεται χαρακτηριστικά, βάζοντας στο στόχαστρο τις «Συλλογικές Συμβάσεις που υπογράφονται σε κλαδικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο». Διευκρινίζοντας περαιτέρω, υπογραμμίζουν πως σε αυτές τις περιπτώσεις «οι μισθολογικές αυξήσεις καθορίζονται σύμφωνα με το μέσο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της περιφέρειας ή του κλάδου ή ακόμη σύμφωνα με την αύξηση της παραγωγικότητας μεγαλύτερων και συνήθως πιο παραγωγικών επιχειρήσεων». Στο «διά ταύτα τονίζουν» ότι ο προσδιορισμός ενός κατώτατου ορίου στις μισθολογικές αμοιβές θα οδηγήσει σε απώλεια «ανταγωνιστικότητας κόστους», κλάδους ή και επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο κλάδο, σε περίπτωση που αυτές δεν ανταποκρίνονται στις γενικότερες συνθήκες της ανταγωνιστικότητας.

«Με δεδομένο το μεγάλο βαθμό ανομοιογένειας των επιδόσεων των επιχειρήσεων εντός των επιμέρους κλάδων, αυτό που πραγματικά έχει σημασία για την ανταγωνιστικότητα κόστους δεν είναι η ευθυγράμμιση των μέσων εξελίξεων των μισθών και αντίστοιχα της παραγωγικότητας, αλλά η ευθυγράμμιση των μισθολογικών αυξήσεων με την άνοδο της παραγωγικότητας σε επίπεδο επιχείρησης», τονίζει η ΕΚΤ.

Ολα τα παραπάνω συνθέτουν το πλέγμα των αντιλαϊκών παρεμβάσεων στις αγορές εργασίας της ΕΕ και ειδικότερα στην Ευρωζώνη, την κατάργηση των κλαδικών και εθνικών Συμβάσεων Εργασίας, την κατάργηση ακόμη και του ελάχιστου μισθού και του μεροκάματου με «κριτήριο» την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα του κάθε κεφαλαιοκράτη. Και, βέβαια, η πολιτική αυτή έρχεται να τσακίσει τις αμοιβές των εργαζομένων, τόσο συνολικά σε επίπεδο οικονομίας και των επιμέρους κλάδων δραστηριότητας, όσο και στην κάθε επιχείρηση.

Σύμφωνα με την ΕΚΤ:

Τα χαρακτηριστικά των μισθολογικών διαπραγματεύσεων στις αγορές εργασίας της Ζώνης του Ευρώ επιβεβαιώνουν την ύπαρξη «σημαντικής ανομοιογένειας του θεσμικού πλαισίου της αγοράς εργασίας από χώρα σε χώρα».

Σε αυτό το πλαίσιο, σημειώνουν πως τα κράτη της Βαλτικής έχουν αγορές εργασίας που χαρακτηρίζονται «ευέλικτες» καθώς διαθέτουν «αποκεντρωμένο σύστημα διαπραγματεύσεων και σχετικά χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στις εργατικές ενώσεις».

Οι αγορές εργασίας, π.χ. σε Βέλγιο, Μάλτα, Φινλανδία, «χαρακτηρίζονται από ισχυρή παρουσία ενώσεων εργαζομένων».

«Υψηλός βαθμός συντονισμού στις διαδικασίες μισθολογικών διαπραγματεύσεων» εμφανίζεται σε Βέλγιο, Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία και Φινλανδία.

Κατώτατοι μισθοί, προσδιορίζονται σε Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Λετονία, Πορτογαλία, Σλοβακία.

Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται, τα κράτη της Ευρωζώνης, που χτυπήθηκαν περισσότερο από την κρίση (δηλαδή όπως η Ελλάδα) προχώρησαν σε προγράμματα «συνολικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», ειδικότερα με την «αποκέντρωση» των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε επιχειρησιακό επίπεδο, μείωση του αριθμού των συλλογικών συμβάσεων, «περισσότερο ευέλικτη διευθέτηση του χρόνου εργασίας και μείωση του κόστους απολύσεων και προσλήψεων» (αποζημιώσεις, ασφαλιστικές εισφορές εργοδοσίας). Πρόκειται για το στρατηγικού χαρακτήρα ζήτημα, προκειμένου να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου και του ελληνικού, στο πλαίσιο βέβαια των ανισομετριών και των αποκλίσεων ανάμεσα στις οικονομίες που εντοπίζει και η ΕΚΤ.

Τα παραπάνω αποκαλύπτουν τον ενιαίο χαρακτήρα του στρατηγικού σχεδίου που ξεδιπλώνουν τα ιμπεριαλιστικά κέντρα απέναντι και στον ελληνικό λαό, ανεξάρτητα, από τις μεταξύ τους διαφορές και τους ανταγωνισμούς. Το ίδιο σχέδιο, σε ό,τι αφορά το Εργασιακό, περιγράφει και η πλευρά του ΔΝΤ, το οποίο, στο πλαίσιο της αξιολόγησης του «προγράμματος στην Ελλάδα» βγαίνει μπροστά, ανοίγοντας και το ζήτημα του Εργασιακού, των ομαδικών απολύσεων και του νέου συνδικαλιστικού νόμου.

Νέα «Λευκή Βίβλος»

Τα παραπάνω συνδέονται με τις διεργασίες για την «εμβάθυνση της ΟΝΕ», με κομβικό σημείο τη σύνταξη της νέας «Λευκής Βίβλου», η δημοσιοποίηση της οποίας προγραμματίζεται για την άνοιξη του 2017.

Ανάμεσα σε άλλα, η «έκθεση των 5 προέδρων» εστιάζει στη δημιουργία ευρωπαϊκού μηχανισμού ελέγχου, ο οποίος, σε συνεργασία με τις εθνικές αρχές, θα έχει αρμοδιότητα την αποτροπή των αποκλίσεων στην ανταγωνιστικότητα των μισθών ανάμεσα στα κράτη της Ευρωζώνης. Αποκαλυπτικό είναι το γεγονός ότι τα συμβούλια ανταγωνιστικότητας (κρατικά και σε επίπεδο ΕΕ) θα αξιολογούν το βαθμό, στον οποίο η εξέλιξη των μισθών συμβαδίζει με την παραγωγικότητα. Μάλιστα, η σύνδεση μισθών - παραγωγικότητας θα γίνεται σε σχέση τόσο με τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης, όσο και με τους «κυριότερους συγκρίσιμους εμπορικούς εταίρους» της ΕΕ. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει έναν ακόμη παράγοντα μείωσης των μισθών που δίνουν οι επιχειρηματικοί όμιλοι, με γνώμονα τις συνθήκες της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων, στη διαρκή διαπάλη τους για την απόσπαση μεριδίων και αγορών.

Σε αυτό το πλαίσιο, σχεδιάζουν να προχωρήσουν στον καθορισμό «ειδικών προτύπων και δεικτών» που θα απαιτήσουν διεξοδικότερη ανάλυση. Ωστόσο, σημειώνουν πως τα «πρότυπα για τις αγορές εργασίας» θα πρέπει να συνδυάζουν την ασφάλεια με την ευελιξία, όπως με «ευέλικτες και αξιόπιστες συμβάσεις εργασίας», έτσι ώστε να αποφευχθεί μια αγορά εργασίας δύο ταχυτήτων, να προχωρήσουν οι πολιτικές της «διά βίου μάθησης» και τα σύγχρονα συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης, με διευκόλυνση της φορολόγησης της εργασίας (μείωση ασφαλιστικών εισφορών για τους εργοδότες). Τα παραπάνω σημαίνουν ισοπέδωση των μισθών προς τα κάτω, εφαρμογή, όσο γίνεται μεγαλύτερη, των ευέλικτων μορφών εργασίας, σε συνδυασμό με το βαθμό της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, περικοπές στα συστήματα της Κοινωνικής Ασφάλισης, προσαρμογή των όποιων «συμβάσεων εργασίας» (ατομικές κ.ά.) στις εκάστοτε ανάγκες του κεφαλαίου, έτσι που να μπορούν οι καπιταλιστές να μειώνουν τους μισθούς και να εφαρμόζουν εργασιακές σχέσεις κατά το δοκούν.

Προδιαγράφοντας το γενικό πλαίσιο των παρεμβάσεων, επισημαίνουν πως «δεν υπάρχει μοντέλο κατάλληλο για όλες τις περιπτώσεις, αλλά οι προκλήσεις είναι συνήθως παρόμοιες σε όλα τα κράτη - μέλη».

Σε αυτό το πλαίσιο, οι άξονες πολιτικής αφορούν:

-- Στη δημιουργία θέσεων εργασίας για περισσότερα άτομα όλων των ηλικιών (χωρίς καν να αναφέρονται σε κάποιο όριο ηλικίας).

-- Επίτευξη σωστής ισορροπίας μεταξύ ευέλικτων και ασφαλών Συμβάσεων Εργασίας.

-- Αποφυγή του χάσματος μεταξύ αυτών που «είναι εντός» και έχουν υψηλή προστασία και υψηλούς μισθούς και εκείνων που «είναι εκτός», πολιτική που σηματοδοτεί τη γενικευμένη συμπίεση του μισθολογικού «κόστους», με γνώμονα τις συνθήκες ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.

-- Ελάφρυνση της φορολόγησης της εργασίας, δηλαδή των ασφαλιστικών εισφορών, που καταβάλλει η εργοδοσία.

Η ΕΚΤ, από την πλευρά της, ασκεί μια ορισμένη κριτική στην έκθεση των «5 Προέδρων» κάνοντας λόγο για ορισμένες «ασάφειες», τονίζοντας πως οι σχετικές συστάσεις θα πρέπει να δρομολογηθούν σε «συνδυασμό με τον περαιτέρω επιμερισμό της κυριαρχίας επί της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής». Καταλήγοντας τονίζουν: «Κάτι τέτοιο, θα πρέπει να περιλαμβάνει τη σταδιακή μετατόπιση από το συντονισμό βάσει κανόνων στην από κοινού λήψη αποφάσεων».


Α.Σ.

Στο σημερινό 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» μπορείτε να διαβάσετε τα εξής θέματα:

  • Ευρωζώνη - ΕΚΤ: «Ευέλικτη» εργασία με γνώμονα την «ανταγωνιστικότητα κόστους» του κάθε κεφαλαιοκράτη.
  • Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας: Τα λαϊκά στρώματα τις πληρώνουν πανάκριβα, ενώ οι ιδιώτες παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας μέσω ΑΠΕ επενδύουν, κερδοφορούν και πλουτίζουν και με την πολιτική κρατικών επιδοτήσεων που εφαρμόζουν όλες οι αστικές κυβερνήσεις.
  • Το άνοιγμα των γαλλικών μονοπωλίων στην Ινδία, όπως καταγράφεται και μέσα από την πρόσφατη επίσκεψη του Προέδρου της Γαλλίας, Φρ. Ολάντ, στην ασιατική χώρα.
  • Η πρώτη περιοδεία του Ιρανού Προέδρου στην Ευρώπη, μετά την άρση των διεθνών κυρώσεων κατά του Ιράν με πρόσχημα το πυρηνικό του πρόγραμμα, με επισκέψεις σε Γαλλία και Ιταλία, συνοδεύεται από το κλείσιμο συμφωνιών ύψους δεκάδων δισ. ευρώ.
ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ ΠΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Πανάκριβα τις πληρώνουν τα λαϊκά στρώματα

Οι ιδιώτες παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας μέσω ΑΠΕ επενδύουν, κερδοφορούν και πλουτίζουν και με την πολιτική κρατικών επιδοτήσεων που εφαρμόζουν όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις

Με πρόσχημα την ενίσχυση της «καθαρής Ενέργειας» και την «προστασία του περιβάλλοντος», η ΕΕ έχει ανοίξει τα τελευταία χρόνια τη «φάμπρικα» των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Ειδικά για την Ελλάδα, έτσι όπως εφαρμόζεται η εν λόγω πολιτική από τις μέχρι σήμερα κυβερνήσεις, έχει εξελιχθεί σε πραγματική «ενεργειακή θηλιά» για εργαζόμενους, αυτοαπασχολούμενους και μικρούς ΕΒΕ, φτωχούς αγρότες, για το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων.

Μέσω της ψήφισης και υλοποίησης συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, οι ελληνικές κυβερνήσεις, εκτός όλων των άλλων παροχών και διευκολύνσεων για την εγκατάσταση έργων ΑΠΕ (επιδοτούμενα δάνεια, επιτάχυνση διαδικασιών έκδοσης αδειών κ.ά.) παρείχε και το σύστημα των εγγυημένων τιμών για σίγουρη κερδοφορία. Με απλά λόγια, αποφάσισε να αγοράζει η ΔΕΗ ΑΕ, επειδή ήταν η μόνη που μπορούσε να διαθέσει την παραγωγή ρεύματος μέσω ΑΠΕ από το Δίκτυο, πανάκριβα το σύνολο της Ενέργειας που παρήγαν οι άλλοι ιδιώτες επιχειρηματίες μέσω ΑΠΕ, βάσει της ευνοϊκής τιμολογιακής πολιτικής που είχαν θεσπίσει οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις. Φυσικά, η ΔΕΗ ΑΕ μετέφερε το παραπάνω κόστος του ρεύματος από τις ΑΠΕ στο λογαριασμό των λαϊκών νοικοκυριών που πληρώνουν πανάκριβα μέσα από τις συνεχείς αυξήσεις στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος.

Ο λογαριασμός στο λαό

Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της στήριξης που παρέχεται στους καπιταλιστές - επενδυτές του τομέα των ΑΠΕ και πληρώνει ο λαός, να πούμε ότι για το 11μηνο του 2015, σύμφωνα με το επίσημο μηνιαίο δελτίο που δημοσιεύει ο ΛΑΓΗΕ (Λειτουργός Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας), η ΔΕΗ οφείλει να καταβάλει για την παραγωγή Ενέργειας μόνο από τα Φωτοβολταϊκά και τα Αιολικά 1,342 δισ. ευρώ. Αν σε αυτό το ποσό προστεθεί και η δαπάνη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσω σταθμών ΣΥΘΗΑ (Συμπαραγωγή Ηλεκτρικής ενέργειας και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης) αλλά και οι ΑΠΕ στα μη διασυνδεδεμένα νησιά, τότε φτάνουμε σε ένα ετήσιο κόστος κοντά στα 2 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου το 1/3 του ετήσιου τζίρου της ΔΕΗ ΑΕ.

Για να γίνουν ακόμη περισσότερο κατανοητά τα μεγέθη πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η εγγυημένη τιμή για τα φωτοβολταϊκά είναι 286,6 ευρώ/MWh, για τα αιολικά 88 ευρώ/MWh και για τα φωτοβολταϊκά στις στέγες 391,7 ευρώ/MWh. Η ΔΕΗ πουλά κάτω από τα 55 ευρώ/MWh. Οι παραπάνω εγγυημένες τιμές έχουν διαμορφωθεί μετά το «κούρεμα» που αποφάσισε το υπουργείο Περιβάλλοντος το 2014, όταν πια έγινε σε όλους κατανοητό ότι ήταν αδύνατο εκ των πραγμάτων να πληρωθούν οι τιμές που είχαν διαμορφωθεί από το 2010 με το νόμο 3851/10 περί «Επιτάχυνσης της ανάπτυξης ΑΠΕ για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής...», τον γνωστό και ως «νόμο Μπιρμπίλη», από το όνομα της τότε αρμόδιας υπουργού της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου.

Βασικός στόχος αυτού του νόμου ήταν, όπως η ίδια η κυβέρνηση ομολογούσε τότε, να μειωθεί ο συνολικός χρόνος αδειοδότησης των έργων ΑΠΕ από 3 έως 5 χρόνια που ίσχυε μέχρι τότε, σε λιγότερο από 8 - 10 μήνες και την ίδια στιγμή να υιοθετήσει τα νέα προκλητικά τιμολόγια που ίσχυσαν για τα επόμενα χρόνια, δίνοντας έτσι οικονομικό κίνητρο για την ανάπτυξή τους.

Πρέπει επίσης να σημειώσουμε πως το «κούρεμα» που αποφασίστηκε το 2014 κυμαινόταν, περίπου, μεταξύ 10% και 30%. Οπως όλα δείχνουν, εξαιτίας της συσσώρευσης χρεών του ειδικού λογαριασμού του ΛΑΓΗΕ, που το Νοέμβρη ξεπερνούσαν τα 600 εκατ. ευρώ, είτε θα επέλθει και νέο «κούρεμα» είτε το υπουργείο Περιβάλλοντος θα προχωρήσει και σε νέα αύξηση του τέλους ΕΤΜΕΑΡ (πρώην τέλος ΑΠΕ) στα τιμολόγια της ΔΕΗ. Νέο χαράτσωμα, δηλαδή, των καταναλωτών, κυρίως λαϊκών νοικοκυριών, αυτοαπασχολούμενων ΕΒΕ, αγροτών κ.λπ.

Ραγδαία ανάπτυξη σε όλη την Ευρώπη

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, τα ποσοστά συμμετοχής των ΑΠΕ στο συνολικό ενεργειακό μείγμα κατανάλωσης στην ΕΕ, σε σχέση με το 2004, την πρώτη χρονιά από την οποία διατηρούνται στοιχεία, έχουν σχεδόν διπλασιαστεί, καθώς από το 8,3% έφτασε στο 16% το 2014, με στόχο να φτάσει το 2020 στο 20%. Τα υψηλότερα ποσοστά παρουσιάζονται στη Σουηδία (52,6%), στη Λετονία (38,1%), στη Φινλανδία (38,7%) και την Αυστρία (33,1%) και τα χαμηλότερα στο Λουξεμβούργο (4,5%), στη Μάλτα (4,7%), στην Ολλανδία (5,5%) και το Ην. Βασίλειο (7%). Το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελλάδα είναι 15,3%, όσο ακριβώς και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος, από 6,9% που ήταν το 2004 με στόχο για το 2020 το 18%.

Υπολογίζεται ότι η λεγόμενη «πράσινη αγορά» στην ΕΕ απασχολεί πάνω από 3,5 εκατομμύρια άτομα, αποτελεί το 2,5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, με ετήσιο κύκλο εργασιών που ξεπερνά τα 300 δισ. ευρώ το χρόνο. Ειδικότερα, οι ΑΠΕ αποτελούν ένα σημαντικό τομέα της εν λόγω αγοράς, καθώς, σύμφωνα με στοιχεία του «Bloomberg new energy finance», τα ποσά που επενδύονται παρουσιάζουν συνεχή αύξηση κάθε χρόνο, καθώς από τα 19,7 δισ. ευρώ, που επενδύθηκαν πανευρωπαϊκά το 2004, φτάσαμε στα 114,8 δισ. ευρώ το 2011. Τα αμέσως επόμενα δύο χρόνια παρουσιάστηκε μια σχετική μείωση στις επενδύσεις ΑΠΕ καθώς το 2012 διαμορφώθηκαν στα 86,4 δισ., το 2013 στα 48,4 δισ. ευρώ, το 2014 ανήλθαν στα 58,9 δισ. ευρώ και στο εννεάμηνο του 2015 στα 29,11 δισ.

Πάντως, οι σχετικές προβλέψεις αναφέρουν ότι οι επενδύσεις στον τομέα τα επόμενα χρόνια θα σημειώσουν ραγδαία αύξηση, έπειτα και από τις αποφάσεις που πάρθηκαν στην πρόσφατη Σύνοδο του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, καθώς εκτός από τη δυναμική παρουσία της Κίνας και των ΗΠΑ και η Ινδία προτίθεται να μπει στο σχετικό ανταγωνισμό, αλλά και μια σειρά άλλων οικονομιών, μεταξύ αυτών πολλές από τις λεγόμενες «αναδυόμενες» της Ασίας.

Είναι προφανές ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις - στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει εξαιτίας της συμμετοχής της χώρας στην ΕΕ και της ανάγκης των ευρωπαϊκών μονοπωλιακών ομίλων να καταλάβουν ισχυρή θέση στον διεθνή ανταγωνισμό - θα συνεχίσουν να παρέχουν κάθε είδους διευκόλυνση για την ανάπτυξη της «πράσινης» Ενέργειας. Να σημειωθεί πως οι ανταγωνισμοί αυτοί περιπλέκονται και με τον ανταγωνισμό μεταξύ των μονοπωλίων της «Πράσινης Ενέργειας» και εκείνων που δραστηριοποιούνται στα ορυκτά καύσιμα, τα οποία για την ώρα υπερτερούν ως προς τη δυνατότητα εγγυημένης εξασφάλισης ενεργειακής επάρκειας.

Η περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ και στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την ΕΕ γίνεται σε συνδυασμό με την απελευθέρωση του κλάδου της Ενέργειας, γεγονός που επιταχύνει τη διείσδυση των μονοπωλιακών ομίλων στον κλάδο και τη συγκεντροποίηση. Αλλά και οι επενδύσεις σε ΑΠΕ παίρνουν μεγάλες ενισχύσεις από τα κράτη.

Οι ΑΠΕ για να παρέχουν Ενέργεια σε όφελος του λαού πρέπει να είναι ενταγμένες σε έναν κοινωνικοποιημένο πολύμορφο τομέα Ενέργειας που θα είναι λαϊκή ιδιοκτησία. Μόνο τότε μπορεί να προσφέρεται φθηνή Ενέργεια στα λαϊκά στρώματα, να μειώνεται η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από εισαγόμενα καύσιμα και να ενισχύεται η ανάπτυξη της βιομηχανίας και συνολικά της οικονομίας για την ικανοποίηση των αναγκών των εργατικών, λαϊκών οικογενειών, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την ελάχιστη δυνατή επίδραση στο φυσικό περιβάλλον. Αυτή είναι η διέξοδος που προτείνει το ΚΚΕ και απαιτεί εργατική, λαϊκή εξουσία για να κοινωνικοποιηθούν τα μονοπώλια.


Φ. Κ.

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΟΛΑΝΤ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ
Ακόμα ένα «άνοιγμα» του γαλλικού κεφαλαίου στην Ασία

Φρ. Ολάντ - Ν. Μόντι: Από την πρόσφατη επίσκεψη του Γάλλου Προέδρου στην Ινδία
Φρ. Ολάντ - Ν. Μόντι: Από την πρόσφατη επίσκεψη του Γάλλου Προέδρου στην Ινδία
«Η Γαλλία έχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη μια χώρα όπως η Ινδία σε δύο κρίσιμους τομείς: Την αμυντική βιομηχανία και την πυρηνική συνεργασία, για εσωτερικούς οικονομικούς λόγους», σημείωναν μεσοβδόμαδα αναλυτές που σχολίαζαν την τριήμερη επίσημη επίσκεψη (22 με 24 Γενάρη) που πραγματοποίησε ο Γάλλος Πρόεδρος στην Ινδία. Αρκετοί στάθηκαν και στο γεγονός ότι για πρώτη φορά Γάλλος ηγέτης ήταν επίσημος προσκεκλημένος στις εκδηλώσεις και τη μεγάλη στρατιωτική παρέλαση που γίνεται για τη Μέρα ανακήρυξης της Ανεξαρτησίας της Ινδίας.

Είναι γεγονός ότι η περιοδεία του Φρανσουά Ολάντ σε μια από τις σημαντικότερες χώρες απ' αυτές που χαρακτηρίζονται ως αναδυόμενες οικονομίες, έγινε σε μια περίοδο που το γαλλικό κεφάλαιο αναζητά «απεγνωσμένα» τρόπους να μειώσει την απόσταση που το χωρίζει από ανταγωνιστές του, στη διεθνή αγορά, και ενώ βιώνει ολοένα και πιο ασφυκτικά την πίεση από μια οικονομική στασιμότητα και μια τεράστια δυσκολία ανάκαμψης της κερδοφορίας του.

Ετσι, με δεδομένο ότι στην Ινδία οι ρυθμοί ανάπτυξης κυμαίνονται γύρω στο 7% (πολύ αυξημένοι σε σχέση με αυτούς των αναπτυγμένων χωρών), ότι πρόκειται για μια χώρα με τεράστια δεξαμενή εργατικών χεριών (με μικρό μέσο όρο ζωής), πολύ κοντά στις πολυπληθείς και αναδυόμενες αγορές της Νοτιοανατολικής Ασίας, με μεγάλα περιθώρια συγκέντρωσης κεφαλαίου, με άφθονο φυσικό πλούτο, με μια σειρά καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις να επιταχύνονται, προσελκύοντας ξένες επενδύσεις, η γαλλική πλουτοκρατία στρέφεται προς την κατεύθυνσή της, επιδιώκοντας αφενός να επεκτείνει χρυσοφόρες μπίζνες, αφετέρου να αξιοποιήσει τα όποια πλεονεκτήματα μπορεί να αποδώσει η σύσφιξη της συνεργασίας με μια τέτοια ισχυρή καπιταλιστική δύναμη, πέρα από το οικονομικό και σε άλλα επίπεδα. Ολα αυτά, σε μια περίοδο που οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί οξύνονται διαρκώς, κυοφορώντας επιχειρηματικές, αλλά και γεωπολιτικές ανακατατάξεις, αλλά και ενώ όλο το γεωγραφικό «τόξο» που ξεκινά δίπλα ακριβώς από τη Μέση Ανατολή (Ινδικός - Νοτιοανατολική Ασία - Ειρηνικός) φιλοξενεί κι αυτό με τη σειρά του αρκετές «κόντρες», ακριβώς επειδή συγκεντρώνει το ενδιαφέρον ισχυρών μονοπωλιακών συμφερόντων.

Σήμερα, η Γαλλία είναι ο τρίτος μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στην Ινδία, όπως τουλάχιστον υποστήριξε ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μισέλ Σαπέν σε μια από τις συναντήσεις που είχε η αντιπροσωπεία υπό τον Ολάντ με επιχειρηματίες, συμπληρώνοντας ότι στόχος είναι την επόμενη 5ετία οι γαλλικές επενδύσεις να διπλασιαστούν και να φτάσουν τα 10 δισ. δολάρια. Οι γαλλικές εταιρείες, που σήμερα δραστηριοποιούνται στην Ινδία, ξεπερνούν τις 400 και προέρχονται κυρίως από τομείς της βιομηχανίας, καθιστώντας τη Γαλλία «έναν κρίσιμο παίκτη» - κατά τα λεγόμενα του Σαπέν - για το πρόγραμμα «Παράξτε στην Ινδία» («Make in India» - «Μέικ ιν Ιντια») της κυβέρνησης του Ναρέντρα Μόντι. Πρόκειται για προσπάθεια να αναδιοργανωθεί ο βιομηχανικός ιστός της χώρας και αυτή να μετατραπεί σε σημαντικό κόμβο παραγωγής για όλη την περιοχή, ενισχύοντας έτσι την έδρα του ντόπιου κεφαλαίου και τα σχέδιά του να ανελιχθεί συνολικά στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα.

Προτεραιότητα σε τομείς της βιομηχανίας

Από τις διμερείς συμφωνίες που υπογράφτηκαν ξεχωρίζουν ίσως αυτές για επενδύσεις στους τομείς της Ενέργειας και των Μεταφορών στην Ινδία, με δεδομένο ότι οι αυξημένες ανάγκες που γεννούν τα αναπτυξιακά σχέδια της κυβέρνησης Μόντι δημιουργούν και αυξημένες προσδοκίες στα μονοπώλια για «σίγουρα κέρδη» από τα σχέδια εκσυγχρονισμού και επέκτασης Υποδομών, Δικτύων Μεταφοράς πρώτων υλών και φυσικά ανθρώπων, Ενέργειας. Μεταξύ άλλων:

  • Υπογράφτηκε Μνημόνιο Κατανόησης (με την εταιρεία «Nuclear Power Corporation of India Ltd».) για την έναρξη κατασκευής των έξι νέων πυρηνικών αντιδραστήρων που η γαλλική «Αρέβα» πρόκειται να φτιάξει στην περιοχή Τζαϊταπούρ, με στόχο το σχέδιο να αρχίσει τους πρώτους μήνες του 2017.
  • Ολάντ και Μόντι παραβρέθηκαν στα εγκαίνια της έδρας της «Ηλιακής Συμμαχίας», της «πρωτοβουλίας» που οι δυο πλευρές παρουσίασαν τον περασμένο Δεκέμβρη στο Παρίσι, στο περιθώριο της Διεθνούς Διάσκεψης για το Κλίμα, που αξιοποιήθηκε για να προχωρήσουν μια σειρά «πράσινες» μπίζνες. Τα επόμενα χρόνια η Ινδία θα επιδιώξει να αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τη χρήση των ορυκτών καυσίμων με «εναλλακτικές» (και πιο «φιλικές» για το περιβάλλον κατά πολλούς επιστήμονες) μορφές Ενέργειας, μέχρι και κατά 40%. Αυτοί οι στόχοι φαίνεται ότι έχουν ανοίξει την όρεξη στις γαλλικές πολυεθνικές, οι οποίες ήδη «αντιπροσωπεύουν» το 10% των ήδη εγκατεστημένων «δυνατοτήτων» παραγωγής ηλιακής ενέργειας στην Ινδία. Επιπλέον, η «Συμμαχία» σηματοδοτεί τις διαθέσεις των δύο πλευρών να «πλεύσουν» επενδυτικά σε τρίτες αγορές, συγκεκριμένα σε χώρες με μεγάλο δείκτη ηλιοφάνειας που εκτείνονται γεωγραφικά στους Τροπικούς του Καρκίνου και του Αιγόκερω, οι οποίες τυχαίνει στην πλειοψηφία τους να είναι και χώρες, όπου ο πλούτος τους βγαίνει «στο σφυρί» και μάλιστα για ένα κομμάτι ψωμί, όταν οι λαοί τους ζουν στη φτώχεια.
  • Ακόμα, γαλλικά μονοπώλια εποφθαλμιούν να κερδίσουν από τα σχέδια ανανέωσης των απαρχαιωμένων μεταφορικών δικτύων της Ινδίας. Για παράδειγμα, ο κολοσσός της «Αlstom» προχώρησε στη δημιουργία κοινοπραξίας με τους «Ινδικούς Σιδηροδρόμους» για την κατασκευή 800 μηχανών την επόμενη 11ετία. Επιπλέον, το ινδικό υπουργείο Σιδηροδρόμων και η γαλλική SNCF (που φρόντισε να «εξυγιανθεί» τους προηγούμενους μήνες, μειώνοντας δραστικά το εργατικό «κόστος», ώστε να μπορέσει χωρίς «βαρίδια» να επενδύσει κεφάλαια σε μακρινές αγορές), υπέγραψαν συμφωνία για την ανάπτυξη δικτύου ταχείας, αλλά και για την αναβάθμιση κομβικών σιδηροδρομικών σταθμών (μην ξεχνάμε ότι στην Ινδία το τρένο χρησιμοποιείται πάρα πολύ και ως καθημερινό μέσο μετακίνησης δεκάδων εκατομμυρίων εργαζομένων).

Αλλοι κλάδοι στους οποίους Γαλλία και Ινδία συμφώνησαν να «ενώσουν» τις «προσπάθειές» τους είναι η βιομηχανία μεταποίησης αγροτικών προϊόντων (με αντικείμενο και ανάπτυξη επιστημονικών μεθοδολογιών ανάλυσης διατροφικών κινδύνων).

Ακόμα, στην Κοινή Δήλωση που δόθηκε στη δημοσιότητα, γίνεται εκτενής αναφορά στη διμερή συνεργασία στον τομέα της στρατιωτικής βιομηχανίας. Συγκεκριμένα, χαιρετίζεται η πρόοδος ως προς την εφαρμογή της Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας που ολοκληρώθηκε το 2006 και αφορά στη συνεργασία στην παραγωγή, έρευνα, ανάπτυξη και προώθηση «αμυντικού υλικού». Ακόμα, αναγνωρίζεται η «ισχυρή δέσμευση γαλλικών εταιρειών για δημιουργία εργοστασίων στην Ινδία». Επιπλέον, τονίζεται ότι «σε αντιστοιχία και με τη νέα έμφαση που η κυβέρνηση της Ινδίας δίνει στη στρατιωτική βιομηχανία, ενθάρρυναν (οι δυο ηγέτες) τις εκατέρωθεν επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε συμφωνίες για ανάπτυξη και παραγωγή αμυντικού εξοπλισμού στην Ινδία από κοινού, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς τεχνογνωσίας και τεχνολογιών». Η προτεραιότητα που η Ινδία δίνει στην αναβάθμιση της πολεμικής της μηχανής (μέχρι πρόσφατα ήταν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων παγκοσμίως) έχουν επίσης ανοίξει την όρεξη των γαλλικών μονοπωλίων που ψάχνουν καλούς πελάτες.


Α.Μ.

Συνεργασία και στην «ασφάλεια»

Εκτός όμως από κοινές μπίζνες, Ινδία και Γαλλία ιεραρχούν ψηλά και την ενίσχυση της συνεργασίας τους σε τομείς όπως η «ασφάλεια», όπως την εννοούν οι εκπρόσωποι μιας τάξης που για χάρη της σταθερότητας και της ασφάλειας αιματοκυλούν λαούς σε κάθε γωνιά της Γης, διαμορφώνουν την ετοιμότητά τους, και στρατιωτική, για την ανά πάσα στιγμή και μορφή όξυνση των ανταγωνισμών, σε μια εποχή μάλιστα που πολλές εστίες ανάφλεξης απλώνονται σε όλο το γεωπολιτικό χάρτη του πλανήτη.

Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα ντοκουμέντα που υπογράφτηκαν αφορούσε την ενίσχυση του «αγώνα κατά της τρομοκρατίας». Ακόμα, οι δύο ηγέτες καλωσόρισαν το διμερή διάλογο που οργανώθηκε για πρώτη φορά ανάμεσα στις δύο χώρες με θέμα τη Θαλάσσια Ασφάλεια στην περιοχή του Ινδικού Ωκεανού (14 - 15 Γενάρη, Παρίσι), «ο οποίος άνοιξε το δρόμο για την ενισχυμένη συνεργασία στη διατήρηση των θαλάσσιων διαδρομών για το εμπόριο και την επικοινωνία, την αντιμετώπιση της απειλής της πειρατείας και της θαλάσσιας τρομοκρατίας, τη γνώση του θαλάσσιου τομέα και την προώθηση των εμπορικών και οικονομικών συνδέσμων στην περιοχή του Ινδικού Ωκεανού». Να, λοιπόν, η Γαλλία που εμφανίζεται να διεκδικεί προνομιακή θέση και σε ένα κρίσιμο γεωστρατηγικό πέρασμα, όπως είναι ο Ινδικός Ωκεανός.

Επιπλέον, γίνεται ειδική μνεία στη σημασία και των «κοινών στρατιωτικών ασκήσεων» αλλά και στην ανάγκη να ενταθεί η συνεργασία μεταξύ των Ενόπλων Δυνάμεων των δύο πλευρών στην κυβερνο-ασφάλεια, στην κοινή δράση των Ειδικών Δυνάμεων αλλά και την ανταλλαγή πληροφοριών για την αντιμετώπιση «τρομοκρατικών απειλών».


Α.

ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ ΡΟΧΑΝΙ ΣΕ ΙΤΑΛΙΑ - ΓΑΛΛΙΑ
Συμφωνίες δισεκατομμυρίων ευρώ για «αναθέρμανση» σχέσεων

Από τη συνάντηση του Ιρανού Προέδρου με τον Γάλλο ομόλογό του στο Παρίσι
Από τη συνάντηση του Ιρανού Προέδρου με τον Γάλλο ομόλογό του στο Παρίσι
Με επιτυχία, παρά τις κάποιες «παραφωνίες», στέφτηκε η πρώτη περιοδεία του Ιρανού Προέδρου, Χασάν Ροχανί, στην Ευρώπη, μετά από χρόνια κυρώσεων και διεθνούς απομόνωσης από τους ιμπεριαλιστές στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και σε μία περίοδο κατά την οποία η αστική τάξη του Ιράν (ανεξαρτήτως μανδύα του καθεστώτος) ευελπιστεί να προωθήσει τα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων της χώρας.

Ως επικεφαλής μίας πολυμελούς αντιπροσωπείας άνω των 120 υπουργών και κορυφαίων επιχειρηματικών παραγόντων, ο Ροχανί επέλεξε να πραγματοποιήσει την πρώτη του περιοδεία στην Ευρώπη επιλέγοντας δύο καθόλου τυχαίες χώρες: Την Ιταλία, χώρα που έως και λίγο πριν τις κυρώσεις της ΕΕ είχε τη «μερίδα του λέοντος» των ευρωπαϊκών επενδύσεων στο Ιράν και μακρόχρονες ισχυρές πολιτικές και οικονομικές σχέσεις, παρά τις κατά καιρούς διεθνείς και περιφερειακές εντάσεις, και τη Γαλλία, στενή σύμμαχο της Σαουδικής Αραβίας, που είναι από τους ισχυρότερους γεωπολιτικούς αντιπάλους του Ιράν και η οποία διατηρούσε, μέχρι τις διεθνείς κυρώσεις σε βάρος του Ιράν, σημαντικά συμφέροντα βιομηχανικών και ενεργειακών μονοπωλίων της.

Και στις δύο χώρες, ο Ροχανί και η πολυμελής αντιπροσωπεία έκλεισαν σημαντικές συμφωνίες άνω των 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε τομείς όπως οι μεταφορές, ο εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας και των αερομεταφορών, η δημιουργία σύγχρονων υποδομών σε πηγές, οδούς και χώρους αποθήκευσης και μεταφοράς Ενέργειας, η Υγεία, η αγροτική παραγωγή και η βιομηχανία τροφίμων. Ωστόσο, ο «χορός» αυτών των δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων σε Ρώμη και Παρίσι είναι σαφώς υποδεέστερος από τις μπίζνες που έκλεισε ο Πρόεδρος Ροχανί πριν δύο βδομάδες στην Τεχεράνη με τον Κινέζο Πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, και οι οποίες ξεπερνούν σε αξία τα 600 δισεκατομμύρια δολάρια! Αυτή η εντυπωσιακή διαφορά έκανε ορισμένους Ιρανούς πολιτικούς παρατηρητές να σχολιάσουν αφενός πως ο πραγματικός στρατηγικός εταίρος του Ιράν δεν είναι η Ευρώπη, ούτε οι ΗΠΑ, αλλά η Κίνα και αφετέρου πως ο βασικός στόχος του Ιρανού ηγέτη στην Ευρώπη ήταν η αναθέρμανση των σχέσεων με τη «γηραιά ήπειρο»...

Συμφωνίες δισεκατομμυρίων στην Ιταλία

Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να δούμε λίγο πιο αναλυτικά τις συμφωνίες που έκλεισε επί περίπου τρεις μέρες ο Ιρανός ηγέτης στη Ρώμη, αντί να σταθούμε στις αρνητικές εντυπώσεις και παραφωνίες, με τη σπουδή κάποιων Ιταλών αξιωματούχων να κρύψουν γυμνά αγάλματα σε μουσεία της Ρώμης και του Βατικανό.

Ο Ροχανί επέλεξε να ξεκινήσει από την Ιταλία την περιοδεία του στην Ευρώπη. Ο λόγος είναι απλός: οι ισχυροί δεσμοί μεταξύ ιρανικών και ιταλικών επιχειρηματικών ομίλων σε πλειάδα τομέων της οικονομικής ζωής και οι εξίσου καλές σχέσεις ανάμεσα στις κυβερνήσεις αμφοτέρων χωρών, ακόμη και σε χαλεπούς καιρούς για τη θέση του Ιράν στο διεθνές στερέωμα.

Εως το 2005 η Ιταλία ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος του Ιράν, αλλά και ο μεγαλύτερος επενδυτής από όλες τις χώρες της ΕΕ. Επιπλέον, ισχυροί ήταν οι δεσμοί τους σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, καθώς δεν ήταν λίγες οι φορές που Ιταλοί αξιωματούχοι του πολιτικού κατεστημένου έπαιξαν το ρόλο του μεσάζοντα, με στόχο την αποκλιμάκωση της έντασης στις σχέσεις του Ιράν με την Ευρώπη και τη λεγόμενη «διεθνή κοινότητα».

Μεταξύ των πιο σημαντικών συμφωνιών που κλείστηκαν στη Ρώμη μεταξύ Ιρανών και Ιταλών αξιωματούχων, θεωρούνται εκείνες για τη δημιουργία αγωγού πετρελαίου (ύψους μεταξύ 4-5 δισεκατομμυρίων ευρώ) από την ιταλική εταιρεία κατασκευών και Ενέργειας SAIPEM, η συμφωνία με την ιταλική χαλυβουργική εταιρεία DANIELI (ύψους 5,7 δισεκατομμυρίων ευρώ) και η συμφωνία με την ιταλική εταιρεία μηχανικής «Condotte d'Acqua».

Σημαντικά συμβόλαια υπογράφηκαν με τον ιταλικό ενεργειακό όμιλο ΕΝΙ, την αυτοκινητοβιομηχανία FIAT-CHRYSLER AUTOMOBILES, τα ιταλικά ναυπηγεία Fincantieri. Υπογραφές έπεσαν και σε συμφωνίες ανάμεσα στην ιταλική εταιρεία «Isotta Fraschini Motors & Firema» με την ιρανική εταιρεία «Wagon Pars» με στόχο τον εκσυγχρονισμό των ιρανικών σιδηροδρόμων και την παροχή 70 νέων μηχανών αμαξοστοιχιών, μεταξύ του ιταλικού ομίλου «Isotta Fraschini» και του ιρανικού ομίλου ARKA για την κατασκευή 600 μηχανών για πλοία και ανάμεσα στην ιταλική «Bellco» και την ιρανική «Novatisteb» για την υποστήριξη ιατρικών υπηρεσιών.

Στο πλαίσιο της επίσκεψης Ροχανί, υπογράφηκαν επίσης δεκάδες μνημόνια κατανόησης και πρωτόκολλα εμβάθυνσης της διμερούς πολιτικής, οικονομικής, εμπορικής συνεργασίας, όχι μόνο στους τομείς της Ενέργειας, των μεταφορών και των υποδομών, αλλά και στους τομείς της αγροτικής παραγωγής και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Ολες αυτές οι συμφωνίες που κλείστηκαν μέσα σε δυόμιση μέρες μεταξύ Ιταλών και Ιρανών στη Ρώμη, εκτιμήθηκε ότι ανήλθαν σε περίπου 17 δισεκατομμύρια ευρώ. Το σίγουρο είναι πως δε θα είναι οι μόνες, αλλά οι πρώτες στο νέο κεφάλαιο σχέσεων μίας ισχυρής διμερούς συνεργασίας.

Οι συμφωνίες στη Γαλλία

Επόμενος και τελευταίος σταθμός της περιοδείας Ροχανί στην Ευρώπη ήταν το Παρίσι. Η εκεί επίσκεψη του Ιρανού ηγέτη κράτησε λιγότερο από εκείνη στην Ιταλία και επισκιάστηκε από την άρνηση των Γάλλων να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Ιταλών ομολόγων τους, προτιμώντας να ακυρώσουν το επίσημο γεύμα παρά να μη σερβίρουν γαλλικό κρασί, ώστε να τηρήσουν το ιρανικό εθιμοτυπικό ...έτσι το μετέτρεψαν σε πρωινό. Παρ' όλα αυτά, η σχετικώς «άκαμπτη» στάση της κυβέρνησης του Γάλλου Προέδρου, Φρανσουά Ολάντ, που μόλις είχε επιστρέψει από τριήμερη επίσημη επίσκεψη στην Ινδία, δε σήμανε λιγότερες μπίζνες για τα ιρανικά και γαλλικά μονοπώλια, αφού η αξία τους εκτιμήθηκε σε λίγο πάνω από 15 δισεκατομμύρια ευρώ.

Ανάμεσα στους μεγάλους κερδισμένους των συμφωνιών που υπογράφηκαν στο πλαίσιο της επίσκεψης Ροχανί, ήταν αναμφισβήτητα ο όμιλος αεροναυπηγικής AIRBUS, καθώς το Ιράν παρήγγειλε με το «καλημέρα» 118 αεροσκάφη (εκ των οποίων 12 γιγάντια αεροσκάφη τύπου «Α-380 Super jumbo», δίνοντας ανάσα ζωής στο συγκεκριμένο πρόγραμμα παραγωγής). Στους μεγάλους κερδισμένους συγκαταλέγεται και η γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία «Peugeot Citroen», που υπέγραψε συμφωνία με την ιρανική αυτοκινητοβιομηχανία «Khodros» για την κατασκευή νέου σύγχρονου εργοστασίου κοντά στην Τεχεράνη και τη δημιουργία κοινοπραξίας με στόχο την έναρξη ετήσιας παραγωγής περίπου 200.000 αυτοκινήτων από τα μέσα του 2017.

Επιπλέον, ο γαλλικός ενεργειακός κολοσσός ΤΟΤΑL υπέγραψε συμφωνία με την ιρανική πετρελαϊκή εταιρεία NIOC για την ημερήσια αγορά 150.000 βαρελιών ιρανικού αργού πετρελαίου.

Οι γαλλικές εταιρείες «Aeroports de Paris» και «Bouygues» ανέλαβαν την κατασκευή νέου αεροδρομίου στην πρωτεύουσα του Ιράν, ενώ η εταιρεία «Vinci» ανέλαβε να διαχειριστεί την ανακαίνιση των αεροδρομίων σε Μασχάντ και Ισπαχάν. Υπογραφές έπεσαν και σε συμβόλαια ανάμεσα σε Ιρανούς αξιωματούχους και εκπροσώπους της γαλλικής κρατικής σιδηροδρομικής εταιρείας και της γαλλικής εταιρείας αλουμινίου FIVES.

Θα ενταθούν οι κόντρες μεταξύ μονοπωλίων

Σε κάθε περίπτωση, η δυναμική εμφάνιση του Ροχανί στην Ευρώπη δείχνει να είναι μόνο η αρχή μίας καινούριας κατάστασης στις σχέσεις του Ιράν με τον υπόλοιπο κόσμο, τόσο σε περιφερειακό, όσο και σε διεθνές επίπεδο, ιδιαίτερα μετά την άρση των διεθνών κυρώσεων, που είχαν επιβληθεί με πρόσχημα το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.

Σε πρώτη φάση, οι άμεσα κερδισμένοι της περιοδείας του Ιρανού ηγέτη στην Ευρώπη είναι τα ιταλικά και τα γαλλικά μονοπώλια, ωστόσο δεν είναι τα μόνα που εποφθαλμιούν μία ζηλευτή θέση στην ιρανική αγορά των 80.000.000 ανθρώπων (που αριθμητικά την καθιστούν ως τη μεγαλύτερη της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής). Γερμανικά μονοπώλια όπως οι αυτοκινητοβιομηχανίες «Daimler» και «Φολκσβάγκεν» έχουν ξεκινήσει εδώ και πολλούς μήνες διαπραγματεύσεις με εισαγωγείς, προσδοκώντας μπίζνες στο Ιράν. Η «Daimler» προωθεί τη δημιουργία κοινοπραξίας για παραγωγή φορτηγών και η «Φολκσβάγκεν» κυρίως τις εξαγωγές πολυτελών αυτοκινήτων. Είναι θέμα χρόνου να έρθουν σε κόντρα με τις εκεί μπίζνες της γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας.

Προς το παρόν, κινήσεις πάνω στη σύνθετη σκακιέρα της ιρανικής αγοράς δεν έχουν κάνει τεράστια αμερικανικά μονοπώλια, μεταξύ άλλων και λόγω της μεταβατικής πολιτικής περιόδου μέχρι την εκλογή του επόμενου Αμερικανού Προέδρου στις εκλογές του Νοέμβρη. Είναι, όμως, σίγουρο πως θα επιχειρήσουν να πάρουν και εκείνες ένα κομμάτι από την ιρανική αγορά, με πρώτη την αμερικανική εταιρεία αεροναυπηγικής «Boeing» που είχε (μέχρι τις διεθνείς κυρώσεις σε βάρος του Ιράν) τη «μερίδα του λέοντος» στις πωλήσεις πολιτικών αεροσκαφών στο Ιράν.

Για να μη μιλήσουμε για εταιρείες από την Κίνα που έχουν ήδη κλείσει (με τελευταία αφορμή την εκεί επίσκεψη του Κινέζου Προέδρου, Σι Τζινπίνγκ) συμφωνίες πολλών δισεκατομμυρίων με Ιρανούς αξιωματούχους, όπως ο κινεζικός όμιλος «Norinco International» που υπέγραψε συμφωνία ύψους 2,3 δισ. γουάν για σιδηροδρομικά έργα και η μηχανολογική εταιρεία «Sinosteel» που έκλεισε συμβόλαιο 3,1 δισ. γιουάν με την ιρανική «Bafgh Kasra». Από τον ανταγωνισμό που είναι βέβαιο ότι θα οξυνθεί, ο ιρανικός λαός δεν πρόκειται να βγει ωφελημένος, αντίθετα, όπως δείχνει η εμπειρία και σε άλλες γωνιές του πλανήτη, πέρα από την ένταση της εκμετάλλευσης που θα υποστεί, μεγαλώνουν και οι πιθανότητες να βρεθεί στο στόχαστρο των συμφερόντων ανταγωνιστικών μονοπωλίων και των σχεδίων τους, που δε λογαριάζουν κυριολεκτικά τίποτε, βρίσκοντας διάφορα προσχήματα.


Δέσποινα ΟΡΦΑΝΑΚΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ