Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σχέδια με «μακρά πνοή»

Ηταν Σεπτέμβρης του 2009, προεκλογική περίοδος, όταν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και υποψήφιος πρωθυπουργός, από τη Θεσσαλονίκη, έριχνε το «καρότο» της «βασικής σύνταξης». Μάλιστα, τότε, ο Γ. Παπανδρέου έκανε λόγο για «βασική σύνταξη» των 500 ευρώ, πάνω στην οποία οι εργαζόμενοι θα χτίζουν με τις εισφορές τους ένα καλύτερο - από το ισχύον τότε - εισόδημα για τα γηρατειά τους.

Αποκρυπτογραφώντας την παρέμβαση Παπανδρέου, λίγες μέρες μετά, ο «Ριζοσπάστης» προειδοποιούσε τους εργαζόμενους για τη φάκα που έστηνε το ΠΑΣΟΚ και σημείωνε χαρακτηριστικά:

«Η αντίληψη του ΠΑΣΟΚ για τη "βασική σύνταξη" - όπως προκύπτει από τα κείμενά του - είναι η αντίληψη του "ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης". Είναι το προνοιακό επίδομα που υπόσχεται στον συνταξιούχο και στον ανασφάλιστο για να μην πεθάνει στην ψάθα. Η λογική για ένα ασφαλιστικό σύστημα - "πτωχοκομείο", που θα μειώνει τους κραδασμούς από την επέλαση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, της ανεργίας, της ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης της Υγείας. Αυτό είναι το αληθινό "όραμα" του ΠΑΣΟΚ για τον 21ο αιώνα».

Τότε, μάλιστα, ο «Ριζοσπάστης» θύμιζε ότι η ιδέα αυτή και παραλλαγές της διατυπώνονταν ήδη από το 1997 στη γνωστή Εκθεση Σπράου «Οικονομία και Συντάξεις». Αν και στην Εκθεση η σύνταξη αυτή ονομαζόταν «Εθνική», περιγραφόταν ως εξής: «Η Εθνική Σύνταξη δεν πρέπει να οδηγήσει σε αυξήσεις συντάξεων, αλλά σε ανακατανομή του μέσου όρου μεταξύ της εθνικής και της σύνταξης του Ταμείου. Αρα, η εισαγωγή της εθνικής σύνταξης προϋποθέτει την αναμόρφωση του τρόπου υπολογισμού των συντάξεων όλων των Ταμείων...».

Στο ίδιο άρθρο, ο «Ριζοσπάστης» ενέτασσε τη «βασική σύνταξη» στο σχέδιο των «τριών πυλώνων» και σημείωνε χαρακτηριστικά:

«Το σενάριο όμως της "βασικής σύνταξης" επαναφέρει στο προσκήνιο το γενικότερο σχέδιο για ένα συνταξιοδοτικό σύστημα "τριών πυλώνων". Το σχέδιο αυτό, το οποίο γνώρισε την αποθέωσή του στη Χιλή και οδήγησε στη χρεοκοπία το ασφαλιστικό της σύστημα, προβλέπει:

  • Τον πρώτο πυλώνα, μια δημόσια "βασική σύνταξη" στο ύψος ενός ελάχιστου επιδόματος.
  • Το δεύτερο πυλώνα, με τη δημιουργία Επαγγελματικών Ταμείων, τα οποία θα λειτουργούν σε κεφαλαιοποιητική βάση, με τις εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων, με ατομικούς λογαριασμούς για κάθε εργαζόμενο.
  • Τον τρίτο πυλώνα, τα ατομικά ασφαλιστικά συμβόλαια των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών».

Ακριβώς στην ολοκλήρωση αυτού του σχεδίου βρισκόμαστε σήμερα, την οποία επάξια αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, βάζοντας και τη δική της υπογραφή κάτω από την επαίσχυντη Βίβλο των αντιασφαλιστικών ανατροπών.

Με το 3ο μνημόνιο «τελειώνουν» τις επικουρικές συντάξεις

Με «όχημα» την ένταξη όλων των Ταμείων στο ΕΤΕΑ, οδηγούμαστε σταδιακά στην εξαφάνιση της επικούρησης

Από παλιότερη κινητοποίηση για το Ασφαλιστικό
Από παλιότερη κινητοποίηση για το Ασφαλιστικό
Οι νέες ανατροπές στις επικουρικές συντάξεις που περιλαμβάνονται στο 3ο μνημόνιο ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, ολοκληρώνουν μια μακρά περίοδο αντιασφαλιστικών παρεμβάσεων, που εντάθηκαν από το 2010.

Με τις αλλεπάλληλες μειώσεις στις επικουρικές συντάξεις που αποδίδονταν τότε, οι κυβερνήσεις προχώρησαν στη συνέχεια στη δημιουργία του νέου «μοντέλου» επικούρησης, συγκροτώντας το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης, όπου εντάχθηκαν τα μεγαλύτερα επικουρικά ταμεία, με στρατηγική επιδίωξη όχι τον «ορθολογισμό», όπως ψευδώς ισχυρίζονταν, αλλά τη δραστική συρρίκνωση μέχρι και την κατάργηση των επικουρικών συντάξεων.

Στον αντίποδα, η κατάργηση αυτή θα άνοιγε διάπλατα το δρόμο για την ανάπτυξη των ιδιωτικών ασφαλιστικών συστημάτων, ως πρόσθετη Ασφάλιση προς τη δημόσια, χωρίς βέβαια την εγγύηση του κράτους. Η εξέλιξη, μάλιστα, αυτή είχε σηματοδοτηθεί ακόμα από το 2002, με τη νομοθετική πρόβλεψη για τη δημιουργία Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (νόμος 3029), που εξυπηρετούσε ταυτόχρονα και το γνωστό μοντέλο των «τριών πυλώνων» (βλέπε παρακάτω).

«Οχημα» κατάργησης των επικουρικών το ΕΤΕΑ

Σταθμός στην πορεία της σχεδιασμένης εξάρθρωσης της Επικουρικής Ασφάλισης ήταν η δημιουργία το καλοκαίρι του 2012 του ΕΤΕΑ, με το νόμο 4052. Ο νόμος αυτός έβαζε τη βάση για ένα τελείως διαφορετικό πρότυπο Επικουρικής Ασφάλισης, που καμιά σχέση δεν είχε με τη δημόσια Κοινωνική Ασφάλιση.

Το νέο σύστημα Επικουρικής Ασφάλισης - όπως γράφαμε και το καλοκαίρι του 2012 - δεν εγγυάτο σε καμιά περίπτωση την απόδοση συντάξεων και πολύ περισσότερο το ύψος τους. Οι εργαζόμενοι - ασφαλισμένοι στο ΕΤΕΑ γνωρίζουν μόνο τι πληρώνουν για την επικουρική τους σύνταξη, δεν τους δίνεται όμως καμιά εγγύηση για το ύψος της σύνταξής τους, αφού πέρα από το νέο τρόπο «θεωρητικού» υπολογισμού τους, τελικά αυτό θα καθορίζεται με υπουργική απόφαση του εκάστοτε υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και με στόχο να μην προκαλούνται ελλείμματα στο Ταμείο.

Ετσι, όσον αφορά το ποσό της επικουρικής σύνταξης, όπως προέβλεπε και ο νόμος 4052, αυτό είναι ακαθόριστο και ατομικό και θα προσδιορίζεται από:

  • Τα δημογραφικά δεδομένα.
  • Το ατομικό ποσό συσσώρευσης εισφορών, με επιτόκιο που καθορίζεται ανάλογα με τη μεταβολή του μισθού των εργαζομένων.
  • Το επιτόκιο προεξόφλησης.
  • Τη μεταβιβασιμότητα της σύνταξης.

Στην πραγματικότητα, δηλαδή, - σχολιάζαμε τότε - δε δίνεται η παραμικρή βεβαιότητα και εξασφάλιση του ποσού της σύνταξης και σε κάθε περίπτωση, ο εκάστοτε υπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης θα μπορεί να αναπροσαρμόζει σε ετήσια βάση τη σύνταξη, με μοναδικό στόχο να μην προκύπτουν ελλείμματα στο νέο Ταμείο. Με δυο λόγια, η επικουρική σύνταξη, εάν δίνεται, θα καθορίζεται με πολιτική απόφαση και χωρίς το κράτος των καπιταλιστών να δίνει ένα τσακιστό ευρώ.

Τέρμα η κρατική χρηματοδότηση

Οι εξελίξεις επιβεβαίωσαν μέχρι κεραίας τις εκτιμήσεις αυτές, που έγιναν πριν τρία χρόνια. Ηδη στο ΕΤΕΑ, οι συνταξιούχοι του και οι ασφαλισμένοι του μπήκαν για τα καλά πλέον υπό τη «δαμόκλειο σπάθη» των ελλειμμάτων του Ταμείου και της «βιωσιμότητας». Η λεγόμενη ρήτρα «μηδενικού ελλείμματος» μπήκε στην καθημερινότητα των συνταξιούχων. Η μέση σύνταξη που αποδίδει πλέον το Ταμείο, δεν ξεπερνά τα 160 ευρώ και αυτό πριν τις τελευταίες μειώσεις, οι οποίες επιβλήθηκαν από τον περασμένο Ιούλη, μέσω της επιβολής εισφοράς 6% για τον κλάδο Υγείας και στις επικουρικές συντάξεις.

Ομως, η νέα μείωση των επικουρικών δεν είναι το μοναδικό μέτρο σε βάρος της Επικουρικής Ασφάλισης. Ταυτόχρονα, με το 3ο μνημόνιο, ψηφίστηκε διάταξη η οποία απαγορεύει οποιαδήποτε χρηματοδότηση του ΕΤΕΑ και μάλιστα αναδρομικά από την 1/1/2015 πέραν των εισφορών των ασφαλισμένων, προδιαγράφοντας έτσι νέες μειώσεις στις επικουρικές, τόσο των συνταξιούχων που ήδη είχαν ενταχθεί στο Ταμείο, όσο και των νέων που υπάγονται τώρα.

Συγκεκριμένα, όσα Ταμεία είχαν μείνει εκτός ΕΤΕΑ, υπάγονται και αυτά από την 1η Σεπτέμβρη στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης. Ανάμεσά τους είναι το ΤΕΑΠΑΣΑ (ένστολοι), ο κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης του ΟΑΕΕ, των αρτοποιών, ο τομέας Επικουρικής Ασφάλισης των πρατηριούχων υγρών καυσίμων, του ΕΤΑΑ, των συμβολαιογράφων, ο τομέας Επικουρικής Ασφάλισης των τεχνικών Τύπου, των ναυτικών (ΚΕΑΝ) κ.λπ.

Ηδη όμως από πέρσι, το έλλειμμα του ΕΤΕΑ είχε υπολογιστεί σε 326 εκατομμύρια ευρώ για φέτος, ενώ εκτιμήσεις ανεβάζουν αυτό το έλλειμμα για το 2016 στο 1,5 δισ. ευρώ, προεξοφλώντας νέες συνεχείς μειώσεις στις επικουρικές τους επόμενους μήνες. Παράλληλα, η κατάσταση θα χειροτερέψει, καθώς η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ανέλαβε δέσμευση για κατάργηση όλων των λεγόμενων «κοινωνικών πόρων» προς τα ασφαλιστικά ταμεία μέχρι το τέλος Οκτώβρη, πολλοί από τους οποίους μέχρι τώρα στήριζαν παροχές και συντάξεις επικουρικών ταμείων.

Το τελευταίο βήμα

Με τον τρόπο αυτό, δημιουργείται η αντικειμενική βάση για να φτάσουμε στο στρατηγικό στόχο για κατάργηση επί της ουσίας των επικουρικών συντάξεων - όπως περιγράφεται και στο 3ο μνημόνιο - και τη δημιουργία ενός Ταμείου (!) για κύριες και επικουρικές. Συγκεκριμένα, στο 3ο μνημόνιο ορίζεται ως προαπαιτούμενο πως μέχρι το Δεκέμβρη του 2015:

  • η κυβέρνηση θα ενοποιήσει όλα τα Ταμεία Κοινωνικής Ασφάλισης σε μια ενιαία οντότητα,
  • θα προβεί σε κατάργηση όλων των υφιστάμενων ρυθμίσεων για τη διαχείρισή τους,
  • θα συγκροτήσει νέο διοικητικό συμβούλιο και ομάδα διαχείρισης, χρησιμοποιώντας την υποδομή του ΙΚΑ,
  • θα εφαρμόσει κεντρικό μητρώο συνεισφερόντων και θα δημιουργήσει κοινές υπηρεσίες,
  • επιπλέον, μέχρι τα τέλη του 2016, θα δημιουργήσει «κοινό σύνολο κεφαλαίων» όλων των Ταμείων.

Γίνεται φανερό, λοιπόν, ότι οι επικουρικές συντάξεις, στην πορεία δραστικής συρρίκνωσής τους, θα ενοποιηθούν με τις κύριες, κάτω από την ομπρέλα του ενός και μοναδικού Ταμείου, μέχρι το τέλος του έτους.

Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν βέβαια αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης. Είναι αλήθεια ότι η κρίση επιτάχυνε τις διαδικασίες και έδωσε το πρόσχημα στις κυβερνήσεις να τις εφαρμόσουν πιο αποφασιστικά, αλλά είχε περιγραφεί με αρκετή σαφήνεια από το 2009, ενώ είχε τεθεί μία τουλάχιστον δεκαετία πριν στην ατζέντα.

Στο σημερινό τετρασέλιδο «Εργαζόμενοι και Λαϊκή Συμμαχία», μπορείτε να διαβάσετε:

-- Συνέντευξη με τον Ρίζο Μαρούδα, στέλεχος της ΠΑΣΥ και πρόεδρο της Ενωτικής Ομοσπονδίας Αγροτικών Συλλόγων Ν. Λάρισας, για τα μέτρα που προβλέπει το 3ο μνημόνιο σε βάρος της μικρομεσαίας αγροτιάς και την ανάγκη να δοθεί αγωνιστική απάντηση.

-- Τα σχέδια της κυβέρνησης για την Επικουρική Ασφάλιση και τις ομαδικές απολύσεις.

-- Ιστορικό: Η απεργία των τραπεζοϋπαλλήλων το 1980.

Ομαδικές απολύσεις: Αναπροσαρμογή με βάση οδηγία της ΕΕ

Η κυβέρνηση έρχεται να ολοκληρώσει ό,τι άφησαν στη μέση οι προηγούμενοι, με οδηγό τη νομοθεσία και τις «βέλτιστες πρακτικές» στην Ευρωένωση

Οι εργαζόμενοι στα «Τσιμέντα Χαλκίδας» απολύθηκαν ο ένας μετά τον άλλο στο όνομα της αναδιάρθρωσης της πολυεθνικής για μεγαλύτερα κέρδη
Οι εργαζόμενοι στα «Τσιμέντα Χαλκίδας» απολύθηκαν ο ένας μετά τον άλλο στο όνομα της αναδιάρθρωσης της πολυεθνικής για μεγαλύτερα κέρδη
Πολλά γράφονται και λέγονται αυτές τις μέρες με αφορμή την πρόθεση της κυβέρνησης να αναμορφώσει προς το χειρότερο το νόμο για τις ομαδικές απολύσεις.

Με το τρίτο μνημόνιο, που ψήφισαν μαζί ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ - ΝΔ - Ποτάμι - ΠΑΣΟΚ, η κυβέρνηση δεσμεύεται μέχρι τον Οκτώβρη του 2015 να δρομολογήσει «διαδικασία διαβούλευσης με επικεφαλής μια ομάδα ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, με σκοπό την επανεξέταση ορισμένων υφιστάμενων πλαισίων της αγοράς εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των ομαδικών απολύσεων, της συλλογικής δράσης και των συλλογικών διαπραγματεύσεων, λαμβανομένων υπόψη των βέλτιστων πρακτικών σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο».

Σύμφωνα με το ίδιο κείμενο, «οι ελληνικές αρχές έχουν δεσμευτεί να ακολουθήσουν τις βέλτιστες πρακτικές της ΕΕ στους θεσμούς της αγοράς εργασίας και να ενισχύσουν τον εποικοδομητικό διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων». Με δεδομένο αυτό το πλαίσιο της συμφωνίας ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους «θεσμούς», ας δούμε τι γίνεται σήμερα με τις ομαδικές απολύσεις.

Το νομικό πλαίσιο

Βάσει του νόμου που ισχύει σήμερα, ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 20 εργαζόμενους, για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων. Σύμφωνα με το άρθρο 74 του Ν.3863/2010, με το οποίο τροποποιήθηκαν οι προβλέψεις του νόμου 1387/1983, το όριο που οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές είναι:

α) Μέχρι 6 εργαζόμενους, προκειμένου για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που στην αρχή του μήνα απασχολούν από 20 έως 150 εργαζόμενους.

β) Σε ποσοστό 5% του προσωπικού και μέχρι 30 εργαζόμενους για τις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από 150 εργαζόμενους.

Για να προσδιοριστεί ο αριθμός του προσωπικού λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του προσωπικού τόσο στο κεντρικό όσο και στα τυχόν υποκαταστήματα.

Μέχρι το Γενάρη του 2014, όταν μια επιχείρηση ήθελε να υπερβεί τα παραπάνω «νόμιμα» όρια των απολύσεων, κατέθετε σχετικό αίτημα στο υπουργείο Εργασίας και υπεύθυνος να αποφασίσει ήταν ο ίδιος ο υπουργός.

Η κατάσταση άλλαξε επί συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, οπότε σε συνεργασία με την πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, η κυβέρνηση διαμόρφωσε ένα καινούριο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις ομαδικές απολύσεις, απαλλάσσοντας τον εκάστοτε υπουργό από το ...βάσανο να αποφασίζει αυτός για το αν θα επιτραπούν σε μια επιχείρηση ή όχι.

Η «αναβάθμιση» του ΑΣΕ

Συγκεκριμένα, στις 22/1/2014, συνήλθε το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ), το οποίο - σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση - επανακαθόρισε το περιεχόμενο του φακέλου που πρέπει να υποβάλλουν οι επιχειρήσεις, ώστε να διαμορφώνεται «ασφαλής και τεκμηριωμένη γνώμη κατά τη διαδικασία εξέτασης αιτημάτων για ομαδικές απολύσεις...».

Στη νέα του μορφή, ο φάκελος θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένος στα όσα προβλέπει η Οδηγία 98/59 της ΕΕ για τις ομαδικές απολύσεις. Προκειμένου να δώσει άλλοθι στις επιχειρήσεις να πετάνε μαζικά στο δρόμο εργάτες, η ευρωπαϊκή οδηγία ζητάει από τους εργοδότες να διερευνούν μαζί με τους εκπροσώπους των εργαζομένων «τις δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών (σ.σ. από τις ομαδικές απολύσεις ), διά της προσφυγής σε συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα, με σκοπό τη βοήθεια για την επαναπασχόληση ή αναπροσανατολισμό των απολυμένων εργαζομένων».

Η απόφαση αυτή διευκόλυνε τους επιχειρηματίες να παίρνουν έγκριση για ομαδικές απολύσεις, έχοντας συμπεριλάβει στο φάκελο που καταθέτουν στο ΑΣΕ ένα σχέδιο στο πλαίσιο των όσων προβλέπει η σχετική οδηγία της ΕΕ.

Αρκεί το σχέδιο αυτό να περιλαμβάνει προσωρινά και αναποτελεσματικά ημίμετρα (π.χ. μεγαλύτερες αποζημιώσεις, προγράμματα κατάρτισης και μετεκπαίδευσης), που δεν μπορούν όμως σε καμιά περίπτωση να αποκαταστήσουν τις θέσεις εργασίας που χάνονται, αλλά και το εργατικό εισόδημα.

Ο «επανακαθορισμός» αυτός και η «αναβάθμιση» του ΑΣΕ επιβεβαίωσαν την πρόθεση της τότε κυβέρνησης να καταργήσει το δικαίωμα έγκρισης των ομαδικών απολύσεων από τον εκάστοτε υπουργό και να την αναθέσει σε ένα υπηρεσιακό όργανο, στο οποίο εκπροσωπούνται και οι λεγόμενοι «κοινωνικοί εταίροι», κάνοντας ένα ακόμα βήμα στην ενσωμάτωση της οδηγίας της ΕΕ.

Το είχαν προαναγγείλει

Για τις εξελίξεις αυτές σε βάρος της εργατικής τάξης και ιδιαίτερα των εργαζομένων που δουλεύουν σε μεγάλες επιχειρήσεις και ομίλους, είχε προϊδεάσει ο Γ. Βρούτσης. Μιλώντας σε ημερίδα, είχε πει για το καθεστώς των ομαδικών απολύσεων: «Είναι φανερό ότι και εδώ χρειάζεται ένας εξορθολογισμός. Πρέπει - όπως συμβαίνει σε όλες τις προηγμένες χώρες σε όλο τον κόσμο - να δίνεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να αναδιοργανώνουν την παραγωγική τους δομή.

Παράδειγμα, όταν μια επιχείρηση χρειάζεται - αποδεδειγμένα - να συρρικνώσει μια εγκατάσταση ή δραστηριότητά της και να επεκτείνει μια άλλη με περισσότερες προοπτικές ανάπτυξης.

Ωστόσο, αυτό που θέλουμε εμείς ως υπουργείο Εργασίας είναι οι επιχειρήσεις να αναλαμβάνουν υποχρεώσεις και συνυπευθυνότητα έναντι του προσωπικού που απομακρύνουν. Να συνεισφέρουν με ενεργό τρόπο στη διαδικασία αποκατάστασής τους. Αυτό είναι το σημαντικό σημείο στις αναδιαρθρώσεις και σε αυτό θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας, ενόψει του νέου πλαισίου για τις ομαδικές απολύσεις».

Επομένως, με την αναβάθμιση του ΑΣΕ, η κυβέρνηση έδωσε τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις, στο όνομα κάποιας «αναδιάρθρωσης», να απολύουν ελεύθερα, ακόμα και πάνω από τα σημερινά αριθμητικά όρια. Οσο για τη «συνυπευθυνότητα έναντι του προσωπικού» και τη «διαδικασία αποκατάστασής τους», αυτά είναι μόνο στάχτη στα μάτια των εργαζομένων.

Μάλιστα, όλες οι παραπάνω αποφάσεις πάρθηκαν ομόφωνα στο ΑΣΕ. Αυτό σημαίνει ότι στηρίχτηκαν και από την πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, που εκπροσωπείται στο όργανο. Οπως είχε ανακοινώσει τότε το υπουργείο Εργασίας, «(...) η συνεργασία των κοινωνικών και παραγωγικών δυνάμεων του τόπου και η σύναψη νέων κοινωνικών συμφωνιών αποτελούν την καλύτερη εγγύηση για το αύριο της ελληνικής οικονομίας και της απασχόλησης».

Πλήρης ισοπέδωση

Λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ άρχισε να ξηλώνει το κουβάρι ακόμα και αυτών των ελάχιστων υποσχέσεων που είχε δώσει προεκλογικά στο λαό για να αρπάξει την ψήφο του. Μία από αυτές αφορούσε και την αλλαγή του νόμου για τις ομαδικές απολύσεις, ώστε να γίνουν αυστηρότεροι οι όροι για τις επιχειρήσεις.

Ωστόσο, μιλώντας την 1η Φλεβάρη σε τηλεοπτικό σταθμό, ο τότε υπουργός Εργασίας είπε για το καθεστώς των ομαδικών απολύσεων: «Εμείς θα επαναφέρουμε καταρχήν το καθεστώς που αφορά στις ομαδικές απολύσεις στην πρότερη κατάσταση. Αυτό θα γίνει άμεσα. Εδώ πέρα υπήρχε μια αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων για έναν αριθμό εργαζομένων και πάνω σε μια επιχείρηση. Αυτό θα επανέλθει. Νομίζω έχει πάει στο 5% μηνιαίως, ήταν στο 2% παλαιότερα.

Την απόφαση (για τις ομαδικές απολύσεις) θέλουμε να δούμε αν είναι σκόπιμο να επανέλθει στην ευθύνη αποκλειστικά του υπουργού ή να προσπαθήσουμε να ουσιαστικοποιήσουμε και να αναβαθμίσουμε τη λειτουργία του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας. Είναι ένα από τα ζητήματα πάνω στα οποία διαβουλευόμαστε. Επειδή αυτά είναι κρίσιμα ζητήματα, πρέπει να γίνουνε μέσα από διάλογο και ευρύτερες συναινέσεις».

Στην πραγματικότητα, ο Π. Σκουρλέτης προεξοφλούσε λίγες μόλις μέρες μετά τις εκλογές ότι οι αντιδραστικές αλλαγές της προηγούμενης κυβέρνησης θα διατηρηθούν και ότι η νέα συγκυβέρνηση δεν είχε την πρόθεση να επαναφέρει ούτε καν το προηγούμενο καθεστώς. Σ' αυτή την κατεύθυνση η κυβέρνηση της «πρώτη φορά αριστερά» έρχεται τώρα να ολοκληρώσει ό,τι άφησε στη μέση η προηγούμενη, στο δρόμο προς την πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων...

Οι «βέλτιστες πρακτικές»

Σε ό,τι αφορά τις «βέλτιστες πρακτικές σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο», βάσει των οποίων δεσμεύεται να νομοθετήσει τις αλλαγές η κυβέρνηση, στον πυρήνα τους βρίσκεται η διαβούλευση εργοδοσίας - συνδικαλιστικών οργανώσεων πριν από τις ομαδικές απολύσεις και η υιοθέτηση κάποιων «κοινωνικών κριτηρίων» από την πλευρά των επιχειρήσεων που καταθέτουν αίτημα για ομαδικές απολύσεις.

Για παράδειγμα, στη Γαλλία ο νόμος προβλέπει «διάλογο» ανάμεσα στην εργοδοσία και τα συνδικάτα, ενώ υποχρεώνει την επιχείρηση να ...ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές για το σχέδιο των ομαδικών απολύσεων. Επίσης, οι εκπρόσωποι των συνδικάτων είναι υποχρεωμένοι να παρουσιάσουν στη διαδικασία της διαβούλευσης τις δικές τους εναλλακτικές προτάσεις, λες και είναι αυτοί που κάνουν τις απολύσεις!

Το ίδιο και στη Γερμανία, προϋπόθεση για τις ομαδικές απολύσεις είναι η διαβούλευση με τα συνδικάτα, που πρέπει να παρουσιάσουν τις δικές τους «εναλλακτικές» προτάσεις.

Και στην Αυστρία είναι υποχρεωτικές οι διαπραγματεύσεις της εργοδοσίας με εκπροσώπους των συνδικάτων, όπου οι τελευταίοι έχουν δικαίωμα να προτείνουν εναλλακτικές λύσεις στις απολύσεις (μεταφορά ή μετάθεση εργαζομένων, επανεκπαίδευση).

Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι το «δικαίωμα» ενός ομίλου να απολύει σύμφωνα με τις ανάγκες του είναι διασφαλισμένο και εκεί που δίνεται το βάρος από την πλευρά του κράτους είναι οι τυπικές προϋποθέσεις των απολύσεων και η συμμετοχή - συνενοχή των συνδικαλιστικών οργανώσεων, μέσω του «διαλόγου». Σ' αυτήν τη βάση αναμένεται να τροποποιηθεί η νομοθεσία και στην Ελλάδα.

Οι μικρομεσαίοι αγρότες στήνουν μπλόκο στο μνημόνιο!

Συνέντευξη με τον Ρίζο Μαρούδα, μέλος της Πανελλαδικής Γραμματείας της ΠΑΣΥ και πρόεδρο της Ενωτικής Ομοσπονδίας Αγροτικών Συλλόγων Ν. Λάρισας

Μπλόκο στο 3ο μνημόνιο της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, το οποίο με τα σκληρά αντιαγροτικά μέτρα που επιβάλλει, οδηγεί στη χρεοκοπία και το ολοκληρωτικό ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων αγροτών, προετοιμάζεται να στήσει το οργανωμένο αγροτικό κίνημα, όπως εκφράζεται από τους Αγροτικούς Συλλόγους και τις Ομοσπονδίες που συσπειρώνονται στην ΠΑΣΥ, τις Επιτροπές Αγώνα και τις Επιτροπές των Μπλόκων.

Στο τι ακριβώς σημαίνουν για τον αγροτικό κόσμο αυτά τα μέτρα και στο πώς οργανώνεται ο αγώνας ενάντια στα μνημόνια και γενικότερα στην αντιαγροτική - αντιλαϊκή πολιτική της ΕΕ και της κυβέρνησης, αναφέρεται, στη σημερινή συνέντευξή του στον «Ριζοσπάστη», ο Ρίζος Μαρούδας, μέλος της Πανελλαδικής Γραμματείας της ΠΑΣΥ και πρόεδρος της Ενωτικής Ομοσπονδίας Αγροτικών Συλλόγων Ν. Λάρισας.

***

- Μετά το τέλος της «μάχης της σοδειάς», οι αγρότες θα κάνουν τον οικονομικό απολογισμό της καλλιεργητικής περιόδου που διανύουμε. Σε τι συμπεράσματα θα καταλήξουν;

- Από την αρχή της καπιταλιστικής κρίσης και των μνημονίων, το αγροτικό εισόδημα παρουσιάζει σταθερή μείωση. Ειδικά φέτος που ξεκίνησε η εφαρμογή της νέας ΚΑΠ, θα δεχτεί νέο συντριπτικό πλήγμα, καθώς οι ενισχύσεις μειώνονται 15%. Αν συνυπολογίσουμε τα μέτρα που έχουν ψηφιστεί και ήδη ισχύουν στο νέο μνημόνιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, όπως η αύξηση του ΦΠΑ στο 23% στα μέσα και εφόδια, η μείωση στο μισό της επιστροφής πετρελαίου για φέτος, η αύξηση στο αγροτικό ρεύμα, η διατήρηση του ΕΝΦΙΑ, σε συνάρτηση με τις χαμηλές τιμές στα περισσότερα προϊόντα, τότε το μόνο ασφαλές συμπέρασμα είναι ότι τίθεται κυριολεκτικά θέμα επιβίωσης για χιλιάδες μικρομεσαία αγροτικά νοικοκυριά.

Ο Ρίζος Μαρούδας
Ο Ρίζος Μαρούδας
- Ποιες είναι οι επιπτώσεις στους μικρομεσαίους αγρότες από τη νέα φορολογική επιδρομή που εξαπολύει εναντίον τους η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, στα πλαίσια του 3ου μνημονίου;

- Η φορολόγηση από το πρώτο ευρώ με συντελεστή 13% και με 55% προκαταβολή φόρου για το επόμενο έτος, που ξεκίνησε από φέτος (για το εισόδημα του 2014) και θα φτάσει το 2017 (για το εισόδημα του 2016), στο 26% ή και στο 29% ο φορολογικός συντελεστής και στο 100% η προκαταβολή (θα φορολογείται και το σύνολο των επιδοτήσεων), ο τριπλασιασμός των ασφαλιστικών εισφορών του ΟΓΑ που ακόμη και σήμερα χιλιάδες αγρότες και κτηνοτρόφοι δεν μπορούν να πληρώσουν, θα οδηγήσει σε γρήγορο και βίαιο ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων αγροτών, σε κατασχέσεις και πλειστηριασμούς χωραφιών και σπιτιών, μιας και δε θα μπορούν να αντεπεξέλθουν σε αυτά τα μέτρα.

Η άγρια φορολογία αποτελεί ένα ακόμη εργαλείο που ενισχύει τη συγκέντρωση γης και παραγωγής στα χέρια λίγων μεγαλοαγροτών και επιχειρηματιών. Αλλωστε, από τους ίδιους που υπέγραψαν το μνημόνιο, αναφέρεται ότι στόχος των μέτρων είναι η «μεγαλύτερη συγκέντρωση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων».

Οι όψιμοι «φίλοι» των αγροτών

- Είδαμε να εκδηλώνονται, πριν την ψήφιση του μνημονίου, κάποιες λεκτικές αντιρρήσεις για την υπερφορολόγηση των αγροτών, ιδιαίτερα από βουλευτές της ΝΔ, που τελικά ψήφισαν υπέρ, αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ. Οφείλονται σε πραγματικό ενδιαφέρον για τον αγροτικό κόσμο ή κάτι άλλο κρύβουν;

- Προσπαθούν, για μια ακόμα φορά, να εξαπατήσουν τους αγρότες, χωρίς, όμως, να το καταφέρνουν, καθώς υπάρχει πλέον συσσωρευμένη πείρα από τέτοια «τερτίπια». Αφού ψήφισαν ακόμη ένα μνημόνιο όλοι μαζί, ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, τώρα υποκριτικά μιλάνε για «ισοδύναμα μέτρα» στην άγρια φορολόγηση, που, ούτως ή άλλως, δεν πρόκειται να υπάρξουν και ούτε φυσικά να αντισταθμιστούν οι τεράστιες απώλειες του αγροτικού εισοδήματος. Στον ίδιο «ντορό» κινούνται κι εκείνοι που θέτουν το ψευτοδίλημμα «ευρώ ή δραχμή», χωρίς να τάσσονται κατά της ΕΕ και της ΚΑΠ.

Πιέζονται, βεβαίως, και από την αγανάκτηση που επικρατεί σε αγρότες και κτηνοτρόφους. Ταυτόχρονα, φανερώνουν την ανησυχία και το φόβο τους απέναντι στις αγωνιστικές αγροτικές διαθέσεις που εκδηλώνονται ενάντια στο μνημόνιο και τα μέτρα. Ξέρουν πολύ καλά ότι τα αγροτικά μπλόκα περικλείουν δυναμική. Προσπαθούν, λοιπόν, να αποτρέψουν μια τέτοια προοπτική και πολύ περισσότερο την αγωνιστική συνάντηση εργαζομένων, αγροτών και αυτοαπασχολούμενων ενάντια στο μνημόνιο και τις πολιτικές τους.

- «Ενδιαφέρον» για τους αγρότες εκδηλώνουν και οι εκπρόσωποι παλιών και νέων σχημάτων του αγροτοσυνδικαλισμού που στηρίζει την ΚΑΠ της ΕΕ και των ελληνικών κυβερνήσεων, όπως π.χ. η αυτοαποκαλούμενη «Εθνική Επιτροπή Αγροτών», η οποία συγκροτήθηκε πριν λίγες μέρες. Πόσο αληθινό είναι αυτό το «ενδιαφέρον»;

- Επιχειρούν να συσκοτίσουν τις αιτίες της κρίσης, να βγάλουν «λάδι» την ΕΕ και την ΚΑΠ και ταυτόχρονα βάζουν πλάτη για να περάσουν τα μέτρα του μνημονίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις προτάσεις τους περιλαμβάνεται η φορολόγηση των αγροτών με 13% και στους κτηνοτρόφους 8% από το πρώτο ευρώ. Καλούν, δηλαδή, τους αγρότες να βγουν στο δρόμο διεκδικώντας τη φορολόγησή τους!

Πρόκειται για μεγαλοαγρότες, κυρίως από το χώρο της ΝΔ, που δραστηριοποιούνται στις Ενώσεις αγκαλιά με την ΠΑΣΕΓΕΣ, η οποία συκοφαντούσε τους αγρότες που αγωνίζονταν. Είναι αυτοί που εγκατέλειπαν τα μπλόκα, αποδυναμώνοντας τη δυναμική τους, δίνοντας χείρα βοηθείας στην εκάστοτε κυβέρνηση. Στόχος τους είναι ένα αγροτικό κίνημα το οποίο δε θα συγκρούεται με την πηγή των προβλημάτων, που είναι η συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ και η ΚΑΠ. Χρειάζεται να αποκαλύψουμε το ρόλο που παίζουν και να απομονωθούν από τους μικρομεσαίους αγρότες και κτηνοτρόφους.

Υπάρχει άλλος δρόμος

- Η ΠΑΣΥ καλεί τη μικρομεσαία αγροτιά να βγει ξανά στους δρόμους του αγώνα για ν' αποκρούσει τα αντιαγροτικά μέτρα, ν' ανατρέψει την αντιαγροτική πολιτική της ΕΕ, για ν' ανοίξει ο δρόμος για μια διαφορετική αγροτική ανάπτυξη στη χώρα. Υπάρχουν, σήμερα, οι δυνατότητες για να 'χει αποτελέσματα αυτός ο αγώνας;

- Η απόφαση του οργανωμένου αγροτικού κινήματος, όπως εκφράζεται από τους Αγροτικούς Συλλόγους, τις Ομοσπονδίες, τις Επιτροπές Αγώνα, τις Επιτροπές των Μπλόκων, τη συσπείρωση στην ΠΑΣΥ, είναι να στήσουμε μπλόκο στο μνημόνιο και στα μέτρα του. Καλούμε τη μικρομεσαία αγροτιά σε ανυποχώρητη πάλη και σύγκρουση με την αντιαγροτική πολιτική της ΕΕ και της ΚΑΠ, με τα μνημόνια διαρκείας.

Γίνεται προσπάθεια από κόμματα, ΜΜΕ, διάφορους αγροτοσυνδικαλιστές, να καλλιεργήσουν την ηττοπάθεια, την απογοήτευση, τη λογική της αναποτελεσματικότητας των αγώνων. Από την εμπειρία τους, οι αγρότες και κτηνοτρόφοι ξέρουν πως ό,τι κερδίσαμε ήταν αποτέλεσμα σκληρών συγκρούσεων και αγώνων, τίποτα δε χαρίστηκε και ούτε πρόκειται να χαριστεί.

Πιστεύουμε ότι υπάρχει δυνατότητα να έχει αποτελέσματα ο αγώνας μας, εφόσον συναντηθεί και συντονιστεί με τους αγώνες της εργατιάς, των αυτοαπασχολούμενων, των γυναικών και της νεολαίας των λαϊκών οικογενειών. Μόνο μια τέτοια συμμαχία μπορεί αποτελεσματικά να βάλει φρένο στην επίθεση που συνολικά δεχόμαστε και σε μια πορεία να συγκρουστεί και ν' ανατρέψει αυτές τις πολιτικές.

- Πολλοί υποστηρίζουν ότι το «κλειδί» για το ξεπέρασμα της οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης είναι η ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα της παραγωγής, μέσα στο πλαίσιο που ορίζεται από την πολιτική της ΕΕ. Τι προτείνετε ως ΠΑΣΥ για την αγροτική ανάπτυξη στον τόπο μας;

- Η Ελλάδα έχει τεράστιες παραγωγικές δυνατότητες, ιδανικές εδαφο-κλιματολογικές συνθήκες, μεγάλη μηχανοποίηση της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής και τεχνογνωσία των αγροτών. Μπορεί να καλύψει με επάρκεια τις διατροφικές ανάγκες του λαού μας και να παράγει πρώτες ύλες για τη βιομηχανία και έτσι να συμβάλει στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, σε μια περίοδο που η ανεργία τσακίζει κόκαλα.

Η συμμετοχή, όμως, της χώρας στην ΕΕ, οι περιορισμοί στην καλλιέργεια που επέβαλε η ΚΑΠ, οδήγησαν την Ελλάδα να γίνει χώρα εισαγωγής αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων. Το «τυράκι στη φάκα» ήταν οι ενισχύσεις, όμως οι απώλειες των αγροτών από αυτή τη συμμετοχή ήταν και παραμένουν πολύ μεγαλύτερες.

Η ΠΑΣΥ πιστεύει ότι μπορεί να υπάρξει πραγματική ανάπτυξη σε πορεία σύγκρουσης και αποδέσμευσης από την ΕΕ και την ΚΑΠ και με το λαό αφέντη του πλούτου που παράγει. Μόνο τότε θα απελευθερωθούν και θα αξιοποιηθούν με επάρκεια οι τεράστιες παραγωγικές δυνατότητες που έχει η χώρα. Θα είναι τότε δυνατό με τον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό να μελετήσουμε τις πραγματικές ανάγκες της χώρας και να οργανώσουμε την παραγωγή, ώστε να καλύψουμε τις ανάγκες σε τρόφιμα και πρώτες ύλες. Να υπάρξει επανασχεδιασμός της παραγωγής, να ενισχυθεί το σκέλος της κτηνοτροφίας, αφού ως χώρα είμαστε ελλειμματική σε γάλα και κρέας.

Ο παραγωγικός συνεταιρισμός της μικρομεσαίας αγροτιάς, που θα λειτουργεί δίπλα στα μεγάλα κρατικά αγροκτήματα, θα μειώσει το κόστος παραγωγής, θα εξασφαλίζει φτηνά και ποιοτικά τρόφιμα για τις λαϊκές ανάγκες και βιώσιμο εισόδημα για τους αγρότες, χωρίς το φόβο των εμπόρων και των απλήρωτων επιταγών, με ασφάλιση της παραγωγής από όλους τους φυσικούς κινδύνους και νόσους. Μια τέτοια αγροτική ανάπτυξη θα είναι προς όφελος του λαού μας.


Π. Ρ.

Οι απεργίες των τραπεζοϋπαλλήλων το 1979 και το 1980 (β' μέρος)

Σήμερα, δημοσιεύουμε το δεύτερο μέρος ενός μικρού ιστορικού για τις απεργίες των τραπεζοϋπαλλήλων το 1979 και το 1980. Υπενθυμίζουμε ότι αίτημα αιχμής της απεργίας του 1979 (στην οποία αναφερθήκαμε στο α' μέρος) ήταν το ωράριο εργασίας, το οποίο η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ήθελε να αλλάξει προς το χειρότερο.

Η δεύτερη απεργία κράτησε 39 μέρες και κηρύχθηκε ενώ ήδη γίνονταν λαϊκές κινητοποιήσεις στην Κόρινθο, στο Αγρίνιο, στη Θεσσαλία και αλλού ενάντια στην ακρίβεια. Η απεργία ξεκίνησε στις 17 Γενάρη και τελείωσε στις 24 Φλεβάρη 1980.

Εκτός από το ζήτημα του ωραρίου (ζητούσαν την αποκατάστασή του όπως ίσχυε πριν από το καλοκαίρι του 1979) οι εργαζόμενοι στις τράπεζες διεκδικούσαν 30% αυξήσεις στους μισθούς, κατάρτιση και εφαρμογή οργανισμών, αποσυσχέτιση των αυξήσεων από την υπηρεσιακή εξέλιξη, συνδικαλιστικές ελευθερίες κ.ά.

Σχετικά με τις μισθολογικές αυξήσεις, οι τραπεζίτες, σύμφωνα με την ΟΤΟΕ, έδιναν μόνο 11%. Και σε αυτή την απεργία η συμμετοχή ήταν μεγάλη, ενώ γίνονταν σχεδόν καθημερινά συγκεντρώσεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, όπως στην Πάτρα και στο Ηράκλειο Κρήτης.

Υποκίνηση από ...εξωτραπεζικούς!

Η κυβέρνηση απέρριπτε οποιαδήποτε συζήτηση για τα αιτήματα των απεργών ακόμα και στη Βουλή, δηλώνοντας: «Οσο διαρκεί η απεργία καμία συζήτηση επί του θέματος». Από την τηλεόραση προβάλλονταν συστηματικά δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών και διοικητών τραπεζών σε βάρος των απεργών, αλλά αποσιωπούνταν επιδεικτικά τα αιτήματα των απεργών και τα μηνύματα συμπαράστασης στον αγώνα τους.

Ο τότε υπουργός Εργασίας, Κ. Λάσκαρης, σε ομιλία του στην τηλεόραση, χαρακτήρισε τους εργαζόμενους στις τράπεζες «προνομιούχους» και διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα ισχυρίστηκε ότι οι υπόλοιποι κλάδοι δέχονταν την αντεργατική πολιτική λιτότητας αδιαμαρτύρητα!

Απεργιακή συγκέντρωση έξω από τα γραφεία της ΟΤΟΕ
Απεργιακή συγκέντρωση έξω από τα γραφεία της ΟΤΟΕ
Οι τραπεζίτες, επικαλούμενοι την κυβερνητική εισοδηματική πολιτική, δικαιολογούσαν την άρνησή τους να δώσουν αυξήσεις. Για το ωράριο έλεγαν ότι «δεν θα αποκατασταθεί το συμβατικό ωράριο. Θα μελετήσουμε μέχρι την ημέρα εισαγωγής της θερινής ώρας, κινητό ωράριο κατά τόπους και κατά τράπεζα.

Ενδεχόμενα να έχουμε άλλο χρόνο στο Κολωνάκι και άλλο στη Λαχαναγορά γιατί έτσι επιβάλλουν οι συναλλακτικές συνθήκες των περιοχών». Η θέση αυτή δείχνει ότι ανέκαθεν το κεφάλαιο επιδίωκε να προσαρμόσει το χρόνο εργασίας στις ανάγκες της κερδοφορίας του.

Σε εσωτερική εγκύκλιο της Εμπορικής Τράπεζας σημειωνόταν χαρακτηριστικά: «Μερικοί απεργείτε γιατί τέτοιες οδηγίες έχετε πάρει από δυνάμεις εξωτραπεζικές, που σας κατευθύνουν. Με σας διάλογος είναι πολύ δύσκολος, γιατί τα συμφέροντα του κλάδου είναι εκείνο που λιγότερο σας ενδιαφέρει»!

Για υποκινητές μιλούσε και η κυβέρνηση, με τον υπουργό Εργασίας να ισχυρίζεται ότι η απεργία οφείλεται «σε εξωτραπεζικές κινήσεις με αποκλειστικούς στόχους πολιτικές και μόνο επιδιώξεις».

Απειλές και ελιγμοί από κυβέρνηση - τραπεζίτες

Ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας ανέλαβε να στήσει παγίδα στους τραπεζοϋπαλλήλους. Με διάφορα νομικά τερτίπια και τη χρήση ενός νόμου του 1955, έσυρε τον κλάδο στη διαδικασία της υποχρεωτικής διαιτησίας, προκειμένου να τον υποχρεώσει να σταματήσει την απεργία.

Συγκέντρωση αλληλεγγύης από Ομοσπονδίες και Συνδικάτα
Συγκέντρωση αλληλεγγύης από Ομοσπονδίες και Συνδικάτα
Αυτό έγινε περίπου στα μέσα Φλεβάρη. Η απεργία, όμως, συνεχίστηκε και η κυβέρνηση απείλησε με απολύσεις. Στις 17 Φλεβάρη ο «Ριζοσπάστης» καταγράφει καταγγελία ότι η Χωροφυλακή καλεί τους απεργούς τραπεζικούς να πάνε για δουλειά, γιατί αλλιώς θα συλληφθούν.

Τα ποσοστά συμμετοχής στην απεργία παρέμεναν υψηλά, όπως μαζικές ήταν και οι απεργιακές συγκεντρώσεις. Οι απεργοί είχαν τη συμπαράσταση άλλων Ομοσπονδιών και Συνδικάτων.

Στις 20 Φλεβάρη έγινε μαζική πανεργατική συγκέντρωση στο θέατρο «Διάνα». Την ίδια μέρα, οι οικοδόμοι έκαναν μία ώρα στάση εργασίας, οι εργαζόμενοι στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη δύο ώρες στάση εργασίας και μία ώρα το Σωματείο Αμυλοσακχάρου Πειραιά. Ανάλογες κινητοποιήσεις συμπαράστασης έγιναν και άλλες μέρες της απεργίας.

Κάπως έτσι, στις 20 Φλεβάρη η κυβέρνηση προχώρησε σε ελιγμό και αποφάσισε να επαναφέρει το παλιό ωράριο εργασίας, το οποίο ήταν βασικό αίτημα της προηγούμενης απεργίας, το καλοκαίρι του 1979.

Ωστόσο, ο κλάδος αποφάσισε να συνεχίσει την απεργία και για τα άλλα αιτήματα, ενώ οι απειλές κλιμακώνονταν. Οι διοικητές των τραπεζών έδωσαν εντολή στους διευθυντές και υποδιευθυντές να παίρνουν τηλέφωνο τους υπαλλήλους για να τους ρωτήσουν αν θα απεργήσουν, με την απειλή ότι καταρτίζουν καταστάσεις για να κάνουν απολύσεις.

Η «τυφλή» Δικαιοσύνη

Στο μεταξύ, λειτούργησαν και τα αντιδραστικά αντανακλαστικά της αστικής Δικαιοσύνης. Το Διαιτητικό Δικαστήριο μέσα σε δύο - τρεις μέρες αποφάσισε υπέρ των κυβερνητικών προτάσεων για μισθολογικές αυξήσεις 14 - 15%. Παράλληλα ασκήθηκε δίωξη από την Εισαγγελία Αθηνών κατά του προεδρείου της ΟΤΟΕ επειδή συνεχίστηκε η απεργία μετά την παραπομπή στη διαιτησία.

Μετά από αυτή την εξέλιξη, η απεργία έληξε. Οι τραπεζοϋπάλληλοι κατόρθωσαν τότε να κερδίσουν το ωράριο και ταυτόχρονα ο αγώνας τους έγινε υπόθεση περισσότερων κλάδων, που πάλευαν και αυτοί με διευρυμένο πλαίσιο αιτημάτων, ενάντια στην ακρίβεια και τους χαμηλούς μισθούς.

Πάντως, ό,τι δεν κατάφερε τότε το κεφάλαιο, το πέτυχε σήμερα με την απελευθέρωση του ωραρίου λειτουργίας για ορισμένο αριθμό καταστημάτων ανά τράπεζα και τη λειτουργία καταστημάτων το Σάββατο, ανοίγοντας το δρόμο για την καταστρατήγηση του ωραρίου εργασίας. Το «κατόρθωμα» αυτό επετεύχθη το 2006 και έχει την υπογραφή και της συνδικαλιστικής πλειοψηφίας της ΟΤΟΕ...

Μια ζωντανή μαρτυρία

Στον «Ριζοσπάστη» μίλησε ο Γιώργος Ποντικός, συνταξιούχος τραπεζοϋπάλληλος σήμερα και στέλεχος του ΠΑΜΕ, που πήρε μέρος στις απεργίες εκείνης της περιόδου:

«Και σ' αυτή την απεργιακή κινητοποίηση, πρωτοστάτησαν οι Οργανώσεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στις τράπεζες. Καθημερινά διακινούσαμε τον "Ριζοσπάστη" που πρόβαλλε την απεργία μας.

Η διαπάλη μέσα στην ΟΤΟΕ από τις ταξικές δυνάμεις ήταν να συμπεριληφθούν εκτός από το ωράριο και μισθολογικά αιτήματα, η καθιέρωση οργανισμών εργασίας, η κατάργηση των αντεργατικών νόμων. Τελικά, κερδίσαμε το ωράριο εργασίας, το οποίο το διατηρήσαμε για δύο δεκαετίες.

Θυμάμαι όταν προκηρύχθηκε η απεργία διαρκείας, δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ από το άγχος, γιατί είχα προσληφθεί πριν λίγους μήνες και δεν ήξερα αν θα τα κατάφερνα μόνος μου να "περιφρουρήσω" την απεργία στο χώρο δουλειάς μου.

Πήγα τα ξημερώματα και περίμενα να έρθουν οι συνάδελφοι. Σιγά-σιγά μαζεύτηκαν όλοι έξω από την τράπεζα. Κάναμε συνέλευση εκεί στο πεζοδρόμιο και αποφασίσαμε να συμμετέχουμε και οι 40 εργαζόμενοι στην απεργία. Ολοι μαζί πήγαμε στην απεργιακή συγκέντρωση στην οδό Σίνα, όπου ήταν τότε τα γραφεία της ΟΤΟΕ.

Η απεργία στον κλάδο είχε 90% συμμετοχή. Κάθε μέρα είχαμε μαζική απεργιακή συγκέντρωση και στη συνέχεια πορεία στους δρόμους της Αθήνας. Οι συναλλαγές είχαν νεκρώσει, γιατί τότε δεν υπήρχαν ΑΤΜ...

Με τη μαζική μας συμμετοχή στην απεργία, αντιμετωπίσαμε τα φαινόμενα της εργοδοτικής τρομοκρατίας. Εντούτοις, πολλοί από μας δεν κοιμόμασταν στα σπίτια μας, γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να συλληφθούμε. Παρά την επιστράτευση των τραπεζοϋπαλλήλων από την κυβέρνηση, ο αγώνας μας συνεχίστηκε και μετά από 6 μήνες κάναμε νέα απεργία 39 ημερών.

Για να αντιμετωπίσουμε τη συκοφάντηση του αγώνα μας από την κυβέρνηση, τυπώναμε ανακοινώσεις στον πολύγραφο και είχαμε οργανώσει ομάδες από συναδέλφους, για να τις μοιράζουμε έξω από τις τράπεζες στους περαστικούς. Από τα χαράματα πηγαίναμε και αφισοκολλούσαμε στις τζαμαρίες των υποκαταστημάτων, με αφίσες που φτιάχναμε με μαρκαδόρους.

Συγκινητική ήταν η αλληλεγγύη των ταξικών συνδικάτων, που οργάνωναν συγκεντρώσεις των μελών τους και καλούσαν συνδικαλιστές του κλάδου μας να μιλήσουν»...



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ