Σάββατο 7 Φλεβάρη 2015
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Στο σημερινό τετρασέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» ασχολούμαστε με το θέμα του χρέους των αστικών κρατών, που κυριαρχεί και στο παζάρι που γίνεται στην ΕΕ, στο οποίο συμμετέχει και η ελληνική κυβέρνηση. Υπάρχουν επίσης και άλλα θέματα που καταγράφουν τον ανταγωνισμό των μονοπωλίων. Συγκεκριμένα:

- Για το κρατικό χρέος: Πώς και γιατί δημιουργείται το κρατικό χρέος στα καπιταλιστικά κράτη; Ποια η κατάσταση στην Ευρωζώνη; Γιατί επιδιώκεται η «ελάφρυνσή» του και γιατί αυτή δεν πρόκειται να σημάνει «ελάφρυνση» του λαού;

- Γαλλία - Γερμανία: Συμβιβασμοί και κόντρες στο φόντο των εντεινόμενων διεργασιών για το μείγμα διαχείρισης που θα εξασφαλίσει την καπιταλιστική ανάκαμψη.

- Αίγυπτος: «Πόλος έλξης» ξένων μονοπωλίων, η χώρα που η «αραβική άνοιξη» σήμανε αστικό εκσυγχρονισμό για νέες δυνατότητες στο κεφάλαιο (ντόπιο και ξένο) για την εκμετάλλευση των εργατών.

ΚΡΑΤΙΚΟ ΧΡΕΟΣ
Το γεννά το κεφάλαιο, το πληρώνει ο λαός

«Μια ευνοϊκή συμφωνία της Ελλάδας με τους διεθνείς δανειστές της για το δημόσιο χρέος (...) θα αφαιρούσε κάθε είδος σκεπτικισμού απέναντι στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, θα αναβάθμιζε τη θέση της χώρας έναντι των διεθνών αγορών κεφαλαίου και θα καθιστούσε την ελληνική οικονομία ελκυστική στους επενδυτές».

Το παραπάνω απόσπασμα περιέχεται στη «συγχαρητήρια επιστολή» του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ) προς τον πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα, με την οποία οι βιομήχανοι έθεσαν τους στρατηγικούς άξονες της αντιλαϊκής πολιτικής για τη μετάβαση στην «επόμενη μέρα».

Η υπόθεση του κρατικού χρέους, τόσο ως προς το σκέλος της δημιουργίας και διόγκωσής του όσο και γι' αυτό των αποπληρωμών και των κάθε είδους πολιτικών διαχείρισής του, συνδέεται με μια σειρά από ζητήματα.

Να σημειώσουμε, καταρχήν, πως ο όρος «δημόσιο χρέος», που κατά κόρον χρησιμοποιείται από τα αστικά επιτελεία -όπως ο ΣΕΒ στην επιστολή του- και διαφόρους «δημοσιολόγους», παραπέμπει σε λάθος ερμηνείες, ότι δηλαδή το («δημόσιο») χρέος είναι κοινή υπόθεση και υποχρέωση όλων, ανεξάρτητα από την ταξική θέση, από τις διαφορετικές και εκ διαμέτρου αντίθετες ανάγκες του λαού με αυτές των μονοπωλίων, αποκομμένο από τον πυρήνα του ζητήματος και τους όρους κάτω από τους οποίους αυτό διαμορφώνεται και πολλαπλασιάζεται. Αλλωστε, τις αιτίες δημιουργίας και διόγκωσης του κρατικού χρέους η αστική προπαγάνδα τις συγκαλύπτει (ότι δηλαδή δημιουργείται για τις ανάγκες του κεφαλαίου και του κράτους του), προβάλλοντας ότι μέσω αυτού καλύφτηκαν ανάγκες της κοινωνίας γενικά, άρα λαϊκές ανάγκες, που είναι ένα τεράστιο ψέμα. Και οικοδομούν πάνω σ' αυτή την προπαγάνδα την πολιτική των δραστικών περικοπών κάλυψης λαϊκών αναγκών από τον κρατικό προϋπολογισμό αλλά και την πληρωμή του χρέους από το λαό, βασικά μέσω της φοροληστείας του.

Πώς δημιουργείται


Το κρατικό χρέος συνδέεται αναπόσπαστα με τη φάση του οικονομικού κύκλου της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, τους ρυθμούς της καπιταλιστικής ανάπτυξης ή πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας, αποτελεί σημαντικό εργαλείο διαχείρισης αυτής ακριβώς της ανάγκης, δηλαδή της ανάγκης των επενδύσεων για τη διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή κεφαλαίου και κερδών. Συνδέεται, επίσης, με την επιλογή κάθε φορά του μείγματος της πολιτικής για τη στήριξη και ενίσχυση των μονοπωλίων του κάθε κράτους.

Με το κρατικό χρέος, καλύπτονται τα παραγόμενα ελλείμματα των κρατικών προϋπολογισμών, μέσω των οποίων στηρίζεται η καπιταλιστική ανάπτυξη. Το κρατικό χρέος αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη των υποδομών που έχει ανάγκη το κεφάλαιο, όπως μεγάλα έργα, κόμβοι μεταφοράς κ.ά., τα οποία κατασκευάζονται και στη συνέχεια αξιοποιούνται από τους επιχειρηματικούς ομίλους. Με το κρατικό χρέος καλύπτονται ανάγκες χρηματοδότησης της κάθε καπιταλιστικής οικονομίας, στην περίπτωση ελλειμμάτων στις εμπορικές και άλλες δοσοληψίες με άλλα κράτη και αγορές, επιδοτήσεις επιχειρηματικών ομίλων για δικές τους επενδύσεις. Αλλωστε, χωρίς κρατικό χρήμα δε γίνονται καπιταλιστικές επενδύσεις, σ' αυτό άλλωστε αποσκοπούν και οι λεγόμενοι αναπτυξιακοί νόμοι.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τα κρατικά χρέη απογειώθηκαν μαζί με τους ρυθμούς της καπιταλιστικής ανάπτυξης, άλλωστε ήταν προϋπόθεση για αυτήν. Για παράδειγμα, ένας παράγοντας διόγκωσης των κρατικών ελλειμμάτων και χρεών στην Ελλάδα ήταν τα έργα των Ολυμπιακών Αγώνων. Αλλά απ' αυτά έβγαλαν τεράστια κέρδη διάφοροι μονοπωλιακοί όμιλοι.


Εξίσου χαρακτηριστικό, επίσης, είναι και το γεγονός ότι το χρέος αρκετών κρατών απογειώθηκε και στη φάση της πρόσφατης οξυμένης καπιταλιστικής κρίσης, όπως για διασώσεις τραπεζικών ομίλων, χρηματοδότηση άλλων μονοπωλιακών ομίλων στην παραγωγή, για την αποσόβηση των γενικότερων κλυδωνισμών στις καπιταλιστικές οικονομίες και στα μονοπώλια του κάθε χώρου, για να βοηθήσουν δηλαδή το κεφάλαιο να μην έχει απώλειες και να ενισχυθεί, από την καταστροφική δράση της οικονομικής κρίσης.

Οξυμένη διαπάλη

Γύρω από τέτοια ζητήματα εκδηλώνεται σήμερα οξυμένη η ενδοαστική διαπάλη για το μείγμα πολιτικής διαχείρισης ελλειμμάτων και χρεών. Που, στην προκειμένη περίπτωση, της Ελλάδας, επειδή αυτά συνδέονται με την ένταξή της στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, απ' όπου και το μεγαλύτερο μέρος του δανεισμού, σε συνδυασμό όμως και με το δανεισμό από το ΔΝΤ, και με δεδομένο επίσης ότι αυτή η υπόθεση συνδέεται άμεσα με την έξοδο από την κρίση σε όφελος του κεφαλαίου, υπάρχουν κόντρες σχετικά με τον επιμερισμό της χασούρας ανάμεσα στα κράτη και στα μονοπώλιά τους. Το ζήτημα συνδέεται με την αναγκαιότητα ύπαρξης κρατικού χρήματος για επενδύσεις από τα μονοπώλια. Οσο μεγαλύτερο το χρέος τόσο η αποπληρωμή του δυσκολεύει το κράτος να διοχετεύσει χρήμα στα μονοπώλια. Ετσι, η ανάκαμψη δεν έρχεται αφού δε γίνονται επενδύσεις. Εδώ οξύνονται οι ανταγωνισμοί, αφού συγκεκριμένα στην Ευρωζώνη και στην ΕΕ κάθε κράτος - μέλος θέλει χρήμα για τα δικά του μονοπώλια, θέλει η ΕΚΤ να συμβάλλει στην ανάκαμψη της δικής του καπιταλιστικής οικονομίας με δεδομένη τη στασιμότητα σε όλες, άρα υπάρχουν ανταγωνισμοί, γι' αυτό και πιέζεται η αστική τάξη και η κυβέρνηση της Ελλάδας λόγω ανισομετρίας και τεράστιων χρεών. Για παράδειγμα, Γαλλία, Ιταλία, ως η δεύτερη και η τρίτη σε μέγεθος οικονομία της Ευρωζώνης, μπορεί να προπαγανδίζουν ότι δε θέλουν πολιτική λιτότητας αλλά χαλάρωσης και φραστικά στηρίζουν την κυβέρνηση στην ίδια ρότα, αλλά, σε σχέση με τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, θέλουν τα μέγιστα από την ΕΚΤ και την εφαρμογή πολιτικής χαλάρωσης για τις δικές τους οικονομίες, ενώ επιμένουν να τηρήσει η Ελλάδα τις δεσμεύσεις της ως προς το έλλειμμα και το χρέος που τη δυσκολεύει να εφαρμόσει πολιτική χαλάρωσης.


Σήμερα, μέσα στην Ευρωζώνη (δηλαδή στον ίδιο νομισματικό χώρο) εκδηλώνονται έντονες αποκλίσεις, οι οποίες βρίσκουν την αντανάκλασή τους και στα κρατικά χρέη. Για παράδειγμα, η Γερμανία έχει δυνατότητα δανεισμού με αμελητέα επιτόκια. Πρόσφατα μάλιστα σε βραχυπρόθεσμες εκδόσεις της Γερμανίας έφτασαν να διαμορφωθούν ακόμη και σε αρνητικό επίπεδο, καθώς οι «επενδυτές» προτίμησαν να χάσουν από το αρχικό κεφάλαια, αντί να «ρισκάρουν» σε υψηλότερες αποδόσεις, με τον κίνδυνο πολύ μεγαλύτερης χασούρας. Αντίθετα, για το ελληνικό αστικό κράτος, το κόστος «εξόδου στις αγορές», δηλαδή σε δανεισμό από τράπεζες, σε αυτήν τη φάση, είναι απολύτως απαγορευτικό. Και, βέβαια, οι διαφορές και οι αποκλίσεις στους κόλπους της Ευρωζώνης δεν έχουν να κάνουν με τις εθνικότητες και τους λαούς. Αντίθετα, η δυνατότητα και «αξιοπιστία» κάθε κράτους στις χρηματαγορές είναι αναπόσπαστα δεμένη με τους όρους χρηματοδότησης των μονοπωλίων και των μερίδων του κεφαλαίου του ζωτικού χώρους τους. Ετσι, όταν ο ΣΕΒ μιλάει για «αναβάθμιση της χώρας», εννοεί την ανάκτηση των χαμένων πόντων της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού κεφαλαίου. Αλλωστε, ανεξάρτητα από την ενδοαστική διαπάλη και τους οξυμένους ανταγωνισμούς, η επίθεση απέναντι στους λαούς της ΕΕ εκδηλώνεται με βάση τις συμπλεύσεις στο ενιαίο στρατηγικό σχεδιασμό του κεφαλαίου, για τη διαρκή ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.

Τα χρέη στην Ευρωζώνη

Στο 92,1% του ΑΕΠ διαμορφώνεται η μάζα των κρατικών χρεών σε επίπεδο Ευρωζώνης, ενώ καταγράφονται τεράστιες αποκλίσεις σε σχέση με τους στόχους που έθετε η Συνθήκη του Μάαστριχτ για τη διαμόρφωση του κρατικού χρέους μέχρι το 60% του ΑΕΠ.

Αναλυτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Γιούροστατ, που αφορούν στο Γ' τρίμηνο του 2014:

-- Στα κράτη της Ευρωζώνης το χρέος φτάνει στα 9,23 τρισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 92,1% του ΑΕΠ. Στο σύνολο της ΕΕ διαμορφώνεται στα 11,98 τρισ. ευρώ ή στο 86,6% του ΑΕΠ. Οπως προκύπτει, το μερίδιο της Ευρωζώνης φτάνει στο 77,04% του συνολικού χρέους στην ΕΕ.

-- Σε ό,τι αφορά τη σχέση του κρατικού χρέους ως προς το ΑΕΠ, τα μεγαλύτερα ποσοστά έχουν ως εξής: Ελλάδα 176%, Ιταλία 131,8%, Πορτογαλία 131,4%, Ιρλανδία 114,8%, Βέλγιο 108,2%, Κύπρος 104,7%. Στη Γερμανία εμφανίζεται στο 74,8% και στη Γαλλία στο 95,3%.

-- Σε απόλυτα μεγέθη την «πρωτιά» κατέχει η Γερμανία με 2,15 τρισ. ευρώ. Στα 2,13 τρισ. καταγράφεται το κρατικό χρέος στην Ιταλία και στα 2 τρισ. στη Γαλλία. Η τριάδα Γερμανία - Γαλλία - Ιταλία χρωστάει περίπου 6,3 τρισ. ευρώ ή το 68,3% του συνολικού χρέους των κρατών της Ευρωζώνης.

-- Το κρατικό χρέος της Ελλάδας διαμορφώνεται στα 315,5 δισ. ευρώ και αντιστοιχεί στο 3,4% του συνολικού χρέους της Ευρωζώνης.

Χέρι - χέρι με την ανάπτυξη του κεφαλαίου

Εκφρασμένο σε ευρώ (σε δραχμές τότε) το ελληνικό κρατικό χρέος για το έτος 1997 διαμορφωνόταν στα 114,5 δισ. Μετά από μια δεκαετία, στο 2007 απογειώθηκε στα 236 δισ. ευρώ (υπερδιπλασιασμός). Σήμερα, μετά και το «κούρεμα» του 2012, με το οποίο κατέστρεψαν τα ασφαλιστικά ταμεία, διαμορφώνεται κοντά στα 320 δισ. ευρώ, από 130 δισ. στο τέλος Δεκέμβρη του 2000. Τα παραπάνω αποτελούν ορισμένα ενδεικτικά σημεία για την απογείωση του κρατικού χρέους, παράλληλα και σε συνδυασμό με τις ανάγκες χρηματοδότησης των αναγκών του ελληνικού κεφαλαίου και του αστικού κράτους στη φάση των εντατικών ρυθμών της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα.

Τα παραπάνω συνέβησαν με φόντο το μπαράζ με τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στο πλαίσιο της σύγκλισης με την ΟΝΕ και στη συνέχεια με την ένταξη στην Ευρωζώνη. Με το κρατικό χρέος αναπληρώθηκαν οι τεράστιες απώλειες από τις αλλεπάλληλες μειώσεις στη φορολογία των επιχειρηματικών κερδών, οι κρατικές επιδοτήσεις προς τους επιχειρηματίες μέσω των διαφόρων αναπτυξιακών νόμων, οι συμμετοχές του αστικού κράτους στις πολεμικές δαπάνες και εξοπλισμούς, ειδικές ανάγκες (Ολυμπιακά έργα κ.ά). Στην ίδια περίοδο και εν μέσω των αστρονομικών κερδών που αποκόμιζαν οι ελληνικοί επιχειρηματικοί όμιλοι και τα μονοπώλια, των εξαγωγών κεφαλαίου στην ευρύτερη ζωτική περιοχή, τα εμπορικά ελλείμματα της χώρας διευρύνθηκαν σε νέα ύψη.

Διαχείριση για το κεφάλαιο - όλεθρος για το λαό

Στην αποπληρωμή του ελληνικού κρατικού χρέους με «ρήτρα ανάπτυξης» της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, παράλληλα με τη μεταφορά ενός σημαντικού μέρους του στο απώτατο μέλλον, συνοψίζεται η πρόταση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, προκειμένου αυτό να γίνει «βιώσιμο» και εξυπηρετήσιμο, χωρίς δηλαδή να προκαλεί αβεβαιότητα και ανησυχίες στους «επενδυτές».

Η αντιπαράθεση γύρω από τους τρόπους διευθέτησης του κρατικού χρέους αποτελεί πτυχή των γενικότερων ανταγωνισμών που εκδηλώνονται τόσο μέσα στους κόλπους της ΕΕ όσο και ευρύτερα, με την πλευρά και του ΔΝΤ, συνδέεται με τη μεταξύ τους διαπάλη γύρω από τον επιμερισμό της χασούρας ανάμεσα στα κράτη και τις τράπεζες από την αναδιάρθρωση, δηλαδή τη μείωσή του. Οι διαβουλεύσεις, οι κόντρες και οι παρεμβάσεις εκ μέρους της ελληνικής αστικής τάξης και των εκπροσώπων της στην πραγματικότητα αφορούν στην αποδέσμευση κεφαλαίων που σήμερα πηγαίνουν στην εξυπηρέτηση του χρέους, προκειμένου στη συνέχεια να κατευθυνθούν στην ενίσχυση των επιχειρηματικών ομίλων, σε κλάδους και τομείς της οικονομίας και της παραγωγής για επενδύσεις ώστε να έρθει η ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας.

Σε κάθε περίπτωση, το προτεινόμενο αντιλαϊκό μείγμα δίνει «ανάσες» στους επιχειρηματικούς ομίλους, καθώς για τα προσεχή χρόνια (χωρίς «κούρεμα») δίνονται δυνατότητες ανακατανομής κρατικών εσόδων από την αποπληρωμή του χρέους στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.

Σήμερα, μετά την αναδιάρθρωση και το κούρεμα του 2012, το κρατικό χρέος, στ συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος από τη μάζα του, αποτελεί απαίτηση των ιμπεριαλιστικών Οργανισμών (ΕΕ - ΔΝΤ), καθώς και των διακρατικών δανείων που διαχειρίζονται οι κυβερνήσεις της ΕΕ.

Και, βέβαια, η όποια αναδιάρθρωση του κρατικού χρέους, ανεξάρτητα από «τεχνικές διαχείρισης», αποτελεί τον ένα από τους πυλώνες στήριξης του κεφαλαίου. Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου απαιτεί συνδυασμό αντιλαϊκών μέτρων, φτηνότερη και περισσότερο ευέλικτη εργατική δύναμη.

ΓΑΛΛΙΑ - ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Συμβιβασμοί και αντιθέσεις συνεχίζουν να τις ενώνουν

Οι δυο πλευρές διατηρούν «απευθείας επαφή» αλλά και τις ιδιαίτερες επιδιώξεις για τα μονοπώλια που καθεμία εκπροσωπεί

Μέρκελ και Ολάντ το 2013, όταν η «Γαλλο-γερμανική Συνεργασία» συμπλήρωνε 50 χρόνια
Μέρκελ και Ολάντ το 2013, όταν η «Γαλλο-γερμανική Συνεργασία» συμπλήρωνε 50 χρόνια
Τη βδομάδα που πέρασε, οι συναντήσεις που είχαν τα στελέχη της ελληνικής κυβέρνησης σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις έδωσαν νέες αφορμές για αναλύσεις, που προσπαθούν να πείσουν τους εργάτες να αγωνιούν για το πώς εξελίσσονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές συμμαχίες.

Ορισμένα αστικά ΜΜΕ εστίασαν στη «συμμαχία του ευρωπαϊκού Νότου», που είδαν να προχωρά μέσα από τις επαφές με τους ηγέτες Γαλλίας και Ιταλίας. Πολλοί επικεντρώθηκαν στη «θετική αποδοχή» που, κατά τη γνώμη τους, βρήκε το «διαπραγματευτικό» πλαίσιο της Αθήνας. Αλλοι έσπευσαν να κάνουν εκτιμήσεις για «ρωγμές» στο λεγόμενο «γαλλογερμανικό άξονα», τη σημασία δηλαδή που τα γερμανικά και γαλλικά μονοπώλια δίνουν στη μεταξύ τους συνεργασία. Ειδικά το τελευταίο, αξιοποιήθηκε ιδιαίτερα στην προσπάθεια να μεγαλώσουν αυταπάτες περί «καλών» και «κακών» που συνυπάρχουν μέσα στην ΕΕ, για να δυναμώσει η εντύπωση ότι η όποια διαφοροποίηση μιας χώρας από τη «γραμμή Βερολίνου» συνιστά αυτομάτως φιλολαϊκή «στροφή».

Στην ίδια λογική είναι και η παραπλάνηση που προωθεί και η ελληνική κυβέρνηση, ότι η συζήτηση για την αλλαγή μείγματος διαχείρισης με λιγότερο περιοριστικά μέτρα για να ρεύσει χρήμα στους επιχειρηματίες θα ωφελήσει το λαό. Και η γαλλική αστική τάξη, στον ανταγωνισμό της με την πιο ισχυρή γερμανική, προβάλει τη λογική της «ποσοτικής χαλάρωσης», της «λιγότερο αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας», της «λιγότερης λιτότητας και περισσότερης ανάπτυξης». Ομως επιμένει αυτά να γίνουν σε συμφωνία με τη Γερμανία και, ταυτόχρονα, αυτό δεν αναιρεί τα αντιλαϊκά μέτρα και τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται το γαλλικό κεφάλαιο για να ενισχύσει την ανταγωνιστική του θέση.

«Επαφή στενότερη από ποτέ»

Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Γάλλου υπουργού Οικονομικών, Μισέλ Σαπέν, μετά από τη συνάντηση που είχε με τον Ελληνα ομόλογό του, Γ. Βαρουφάκη, την περασμένη Τρίτη. Είπε: «Δεν έχει νόημα να παίζει κανείς βάζοντας μια χώρα της Ευρωζώνης εναντίον της άλλης και ειδικά τη Γαλλία εναντίον της Γερμανίας, καθώς μια λύση που θα βοηθήσει την Ελλάδα θα γίνει μέσω μιας συμφωνίας μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας». Μάλιστα ο Σαπέν, μιλώντας στο «Ρόιτερς», εκτός από τα παραπάνω επισήμανε και ότι με το Γερμανό ομόλογό του, Βολφγκανγκ Σόιμπλε, δεν είχε ποτέ τόσο στενή επαφή όσο έχει σήμερα, «ώστε να αποφευχθούν παρεξηγήσεις ή εντάσεις». Και συμπλήρωσε: «Αυτά είναι πράγματα που πρέπει να εξηγήσουμε με φιλικό τρόπο και οι ελληνικές αρχές μπορούν να καταλάβουν».

Την περασμένη Τετάρτη, ανέλαβε ο ίδιος ο Γάλλος Πρόεδρος, Φρανσουά Ολάντ, να εξηγήσει ότι οι γαλλογερμανικές σχέσεις παραμένουν ισχυρές. Σε συνέντευξη εφ' όλης της ύλης που έδωσε, ανέφερε: «Δεν μπορεί να υπάρξει μια δυνατή Ευρώπη, χωρίς ένα σταθερό και ισχυρό δεσμό ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία».

Επιπλέον, πριν λίγες μέρες, την Παρασκευή 30 Γενάρη, ο Ολάντ βρέθηκε με τη Γερμανίδα καγκελάριο, Αγκελα Μέρκελ, σε ένα εστιατόριο κοντά στο κτίριο του Ευρωκοινοβουλίου στο Στρασβούργο, για να συζητήσουν κατ' ιδίαν, σε μια «άτυπη» συνάντηση, όπως μετέδωσαν τα ΜΜΕ, ζητήματα για το μέλλον και την οικονομία της Ευρώπης. Η συνάντηση είχε προγραμματιστεί να γίνει αρχές Γενάρη αλλά, μετά το μακελειό στο Παρίσι, αναβλήθηκε και έγινε την προπερασμένη Παρασκευή, με την παρουσία του σοσιαλδημοκράτη Γερμανού προέδρου της Ευρωβουλής, Μάρτιν Σουλτς.

Τα φειδωλά ρεπορτάζ που ασχολήθηκαν με τη συνάντηση επικαλέστηκαν εκπρόσωπο του Σουλτς που μίλησε για «ατμόσφαιρα πολύ φιλική και εποικοδομητική», εξηγώντας ότι οι δυο ηγέτες συζήτησαν για την «εμβάθυνση της γαλλο-γερμανικής φιλίας και της συνεργασίας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση».

Οι εχθροί των λαών έχουν μεγάλη «ευελιξία»

Από τα παραπάνω, φαίνεται ότι Παρίσι και Βερολίνο εξακολουθούν να συνεργάζονται στενά. Και αυτό «πατά» πάνω στις ίδιες τις ανάγκες που γεννά το γεγονός ότι οι δυο πλευρές συνυπάρχουν σε μια ενιαία συμμαχία την ΕΕ, την οποία και οι δύο ιεραρχούν (τουλάχιστον προς το παρόν) ως βασικό «εργαλείο» προώθησης των σχεδίων τους στις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες αγορές, καταστολής και ενσωμάτωσης του εργατικού - λαϊκού κινήματος, τσακίσματος των εργατικών - λαϊκών αναγκών και κατακτήσεων, διαφύλαξης της εξουσίας των μονοπωλίων, ενίσχυσης της αρπακτικής ικανότητας των ευρωενωσιακών κεφαλαίων.

Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι Γαλλία και Γερμανία αποτελούν τις δύο ισχυρότερες οικονομίες της Ευρώπης.

Ο υψηλός βαθμός αλληλεξάρτησης που συνδέει τα γαλλικά και τα γερμανικά μονοπώλια δεν καταργείται ούτε από «προθέσεις» ηγετών (όπως απλουστευτικά πολλοί προσπαθούν να παρουσιάσουν την οικονομική πολιτική μιας αστικής κυβέρνησης), ούτε και από «μεμονωμένες» εξελίξεις.

Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι δεν υπάρχουν ιδιαίτερα μονοπωλιακά συμφέροντα και σχέδια, που μπορεί ακόμα και να συγκρούονται ορισμένες φορές. Ομως, στο σημερινό ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού, οι συμβιβασμοί και οι αντιθέσεις χαρακτηρίζουν πάντα τις σχέσεις ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όσο στενοί «εταίροι» και αν δηλώνουν ή όσο «άσπονδοι εχθροί» και αν εμφανίζονται.

Οταν μιλάμε για τις σχέσεις μεταξύ ιμπεριαλιστικών κέντρων, απλουστευτικές διαπιστώσεις του τύπου ... «τα βρήκαν» ή «τα σπάσανε» μπορούν να λειτουργήσουν πολύ παραπλανητικά για τους λαούς. «Θολώνουν» το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι σχέσεις των αντιπάλων τους, την «ευελιξία» που οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχουν να αναμορφώνουν τα αντιλαϊκά τους σχέδια και να προσαρμόζουν τις συμμαχίες τους, ανάλογα με τις συνθήκες που κάθε φορά επικρατούν σε οικονομικό αλλά και πολιτικό πεδίο.

Σήμερα, η ίδια η κρίση και οι δυσκολίες αντιμετώπισής της, οι διεργασίες στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό κάθε χώρας έχουν δημιουργήσει νέα δεδομένα. Ομως, για τους εργάτες, αυτά δεν ισοδυναμούν με κάτι ελπιδοφόρο. Ισα - ίσα. Δείχνουν τα περιθώρια που έχει το ιμπεριαλιστικό σύστημα να θωρακίζεται και να ανατροφοδοτεί την αγριότητα με την οποία ορμά στους λαούς.

Κοινός ο αντιλαϊκός βηματισμός

Ενδεικτικό των γαλλογερμανικών σχέσεων είναι και το μόνιμο Φόρουμ «Γαλλο-γερμανικής συνεργασίας» που φέτος μπήκε στο 51ο έτος.

Στο πλαίσιο αυτό, Βερολίνο και Παρίσι συμφώνησαν στις αρχές του 2014 να προχωρήσει και ο κοινός «κοινωνικός διάλογος», ώστε να εμπλουτιστούν μια σειρά αντεργατικές μεταρρυθμίσεις, μαζί με τις μεθόδους υποταγής και ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης.

Τον περασμένο Νοέμβρη, παρουσιάστηκε έκθεση που ετοίμασαν οικονομολόγοι μετά από κοινό αίτημα των δύο χωρών, με ζητούμενο την «ανάκαμψη» των οικονομιών και τη μεταξύ τους «σύγκλιση». Ανάμεσα στις προτάσεις της έκθεσης, συμπεριλαμβανόταν το να συναρτάται «η πραγματική αύξηση του βασικού μισθού» με «την παγκόσμια εξέλιξη της παραγωγικότητας στην οικονομία», η μείωση των δημοσίων δαπανών, η επέκταση της ισχύος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, η «απλοποίηση» των πολιτικών συνταξιοδότησης.

Αυτό στο οποίο «διαφωνούν» οι δύο χώρες αναφορικά με τις αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις, είναι η ταχύτητα με την οποία πρέπει να προχωρήσουν τα νέα αντεργατικά μέτρα, με την έννοια ότι κάθε πλευρά βιάζεται να ... προλάβει την άλλη.

Γι' αυτό και πριν από μερικές βδομάδες, ο υπουργός Οικονομίας Μανουέλ Μακρόν διαβεβαίωνε τους Γάλλους βιομήχανους ότι η κυβέρνηση θα φροντίσει σύντομα, «το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας στη γαλλική βιομηχανία θα πέσει κάτω από το γερμανικό επίπεδο».

Πριν από μερικές μέρες, ο Μακρόν ζήτησε στενότερη συνεργασία μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας για την προώθηση της ανάπτυξης στην Ευρώπη, προειδοποιώντας - σύμφωνα με τα πρακτορεία - για το διπλό κίνδυνο από το γερμανικό δημοσιονομικό «φετιχισμό» και τη γαλλική αδράνεια. «Η Ευρώπη δε θα ανακάμψει αν δεν υπάρξει μεγαλύτερη γαλλο-γερμανική σύγκλιση. Αυτή η σύγκλιση περνάει από μεταρρυθμίσεις στη Γαλλία και από την επανεξέταση στη Γερμανία της δημοσιονομικής και επενδυτικής πολιτικής της», υπογράμμισε μιλώντας σε δημοσιογράφους. Σύμφωνα με τον Μακρόν, στη Γερμανία, ο κίνδυνος είναι «μια νέα μορφή συντηρητισμού, την οποία αποτελεί ο φετιχισμός του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, η γοητεία που ασκεί η μείωση του χρέους, που αποτελεί επίσης σύμπτωμα μιας γηράσκουσας χώρας».

Τέλος, ενδεικτικό είναι ότι το Φλεβάρη του 2014, αποφασίστηκε να σταλεί τμήμα της κοινής γαλλογερμανικής ταξιαρχίας στην Αφρική, για να συμμετάσχει στην «ειρηνευτική» αποστολή της ΕΕ στο Μάλι. Διεθνή ΜΜΕ σχολίαζαν τότε ότι είναι «η πρώτη φορά από την έναρξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου που μία γαλλογερμανική ταξιαρχία θα αναπτυχθεί στην Αφρική». Καθόλου τυχαία, είχε προηγηθεί η συνεδρίαση του «γαλλογερμανικού συμβουλίου άμυνας και ασφαλείας» που σε ανακοίνωσή του σημείωνε: «Αυτή η συνάντηση επέτρεψε να τονιστεί η θέλησή μας να ετοιμάσουμε από κοινού τις επόμενες μεγάλες στρατηγικές προθεσμίες. Η γαλλογερμανική συνεργασία στην άμυνα και την ασφάλεια είναι βασική, για να προχωρήσει η οικοδόμηση μιας ισχυρής Ευρώπης, ικανής να αναλάβει τις ευθύνες της στη σταθεροποίηση στρατηγικών για την ασφάλεια των συμφερόντων της περιοχής».

Επίσης, στοιχείο της κοινής δράσης του γερμανικού και του γαλλικού κεφαλαίου, τουλάχιστον των κυρίαρχων τμημάτων τους, είναι και η στάση που κρατάνε και οι δύο κυβερνήσεις σε σχέση με τη Ρωσία και την εξελισσόμενη σύγκρουση στην Ουκρανία. Οχι τυχαία προχτές και χτες βρέθηκαν στη Μόσχα από κοινού οι Αγκελα Μέρκελ και ο Φρανσουά Ολάντ, κομίζοντας υποτίθεται ειρηνευτικό σχέδιο, στην πραγματικότητα ένα σχέδιο συμβιβασμού, ώστε να μειωθεί η ζημιά των μονοπωλιακών τους ομίλων που έχουν άμεση διασύνδεση με τα αντίστοιχα ρωσικά.


Α. Μ.

ΑΙΓΥΠΤΟΣ
Ο νέος πόλος έλξης ξένων μονοπωλίων

Το κυρίαρχο κομμάτι της αστικής τάξης ψάχνει νέες διεθνείς κολεγιές, την ίδια στιγμή που ο λαός, που χειραγωγήθηκε από τη λεγόμενη «αραβική άνοιξη», ζει στη φτώχεια και την εξαθλίωση

Ο πρώην στρατηγός, νυν Πρόεδρος της Αιγύπτου, Α. Σίσι, με τον Α. Σαμαρά, πρωθυπουργό τότε της Ελλάδας, και τον Κύπριο Πρόεδρο, Ν. Αναστασιάδη, όταν συναντήθηκαν, το Νοέμβρη του 2014, στο Κάιρο για να προωθήσουν τα συμφέροντα επιχειρηματικών ομίλων

Eurokinissi

Ο πρώην στρατηγός, νυν Πρόεδρος της Αιγύπτου, Α. Σίσι, με τον Α. Σαμαρά, πρωθυπουργό τότε της Ελλάδας, και τον Κύπριο Πρόεδρο, Ν. Αναστασιάδη, όταν συναντήθηκαν, το Νοέμβρη του 2014, στο Κάιρο για να προωθήσουν τα συμφέροντα επιχειρηματικών ομίλων
Σε νέο πόλο έλξης ντόπιων και ξένων μονοπωλίων επιδιώκει να μετατρέψει την Αίγυπτο ο Πρόεδρος της χώρας, Αμπντέλ Φατάχ Σίσι, καθώς η χώρα βρίσκεται στη δίνη σοβαρής οικονομικής και ενεργειακής κρίσης, περίπου τέσσερα χρόνια μετά τη λεγόμενη «αραβική άνοιξη», που, με χειραγώγηση λαϊκών δυνάμεων, το 2011 οδήγησε στην ανατροπή του τότε Προέδρου Χόσνυ Μουμπάρακ, σε ενδοαστική σύγκρουση και αλλαγές πολιτικού προσωπικού, με την άνοδο του ισλαμιστή Προέδρου Μοχάμεντ Μούρσι και την ανατροπή του τον Ιούλη του 2013 από το σημερινό πρόεδρο, που τότε ήταν στρατηγός και υπουργός Αμυνας.

Η σημερινή κυβέρνηση Σίσι επιχειρεί να μετατρέψει τη χώρα σε νέο πόλο έλξης των ξένων μονοπωλίων, προγραμματίζοντας διεθνές οικονομικό φόρουμ τις επόμενες μέρες και διεθνή συνάντηση ξένων μεγαλοεπενδυτών, στο Σαρμ ελ Σέικ της Ερυθράς Θάλασσας, το Μάρτη, ενώ η αστική τάξη της χώρας διαιωνίζει τα πλούτη της σε βάρος του λαού, που μαστίζεται από φτώχεια και ανέχεια.

Τα πρόσφατα μέτρα λιτότητας, που ανακοινώθηκαν τον περασμένο Ιούλη από τον Πρόεδρο Σίσι, για μείωση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού κατά 9% μέσα στην επόμενη τετραετία, ο δραστικός περιορισμός των κρατικών επιδοτήσεων στην Ενέργεια, που φούντωσε εκ νέου τις τιμές των καυσίμων, των τροφίμων και βασικών υπηρεσιών, έρχονται να προστεθούν στην τεράστια ανεργία, που ανέρχεται στο 25%, μαστίζοντας ιδιαίτερα τους νέους (που αποτελούν και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των 87.000.000 ανθρώπων).

Μπροστά, λοιπόν, σε μία νέα έκφραση αγανάκτησης του λαού, που στενάζει από την κρατική καταστολή, τη φτώχεια και την ανέχεια αλλά και από τις αυξανόμενες τρομοκρατικές επιθέσεις οργανώσεων - παρακλάδια της «Αλ Κάιντα» και πυρήνες του «Ισλαμικού Κράτους», που δρουν ιδιαίτερα στη Χερσόνησο του Σινά, η αστική τάξη της χώρας εμφανίζει μια έντονη δραστηριότητα στο όνομα της αύξησης του ρυθμού καπιταλιστικής ανάπτυξης (από 7,8% που έτρεχε το 2008, σήμερα μετά βίας προσεγγίζει το 5%). Φαίνεται να προχωράει σε ακόμα μεγαλύτερο άνοιγμα σε ξένα μονοπώλια.

Προς αναζήτηση νέων στρατηγικών εταίρων

Αλλωστε, χαρακτηριστικό της κρισιμότητας της κατάστασης είναι το γεγονός πως η Αίγυπτος από χώρα εξαγωγέας Ενέργειας έχει πλέον μεταβληθεί σε χώρα εισαγωγέα Ενέργειας, αφού οι εντεινόμενες τρομοκρατικές επιθέσεις φανατικών ισλαμιστικών οργανώσεων, όπως η «AQAP» και η «Ansar Bayt al-Maqdis», έχουν ουσιαστικά τινάξει στον αέρα την παραγωγή φυσικού αερίου και πετρελαίου και έχουν αναγκάσει τον Πρόεδρο Σίσι να αναζητήσει νέους ενεργειακούς και γεωπολιτικούς στρατηγικούς εταίρους. Αυτούς τους εταίρους τους αναζητά σε Ρωσία (η οποία ήταν και από τις πρώτες χώρες που επισκέφτηκε τον περασμένο Αύγουστο, μόλις δύο μήνες μετά την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων του), σε Ισραήλ, Κύπρο, Ελλάδα (όπως έδειξε περίτρανα η περίφημη τριμερής συνάντηση των ηγετών Α. Φ. Σίσι, Α. Σαμαρά και Ν. Αναστασιάδη στις 8 Νοέμβρη 2014 στο Κάιρο). Μάλιστα, αυτή την περίοδο ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, επανέρχεται στο προσκήνιο της Αιγύπτου, καθώς πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη στο Κάιρο την ερχόμενη Δευτέρα και Τρίτη, όχι μόνο για να ανταποδώσει την επίσκεψη του Αιγύπτιου ομολόγου του αλλά και για να κλείσει ή να θεμελιώσει σημαντικές συμφωνίες στις διμερείς σχέσεις, στους τομείς της άμυνας, του εμπορίου, της Ενέργειας.

Σύμφωνα με πληροφορίες αιγυπτιακών εφημερίδων και ρωσικών πρακτορείων, ο Πούτιν θα συζητήσει με τον Σίσι όχι μόνο τις διμερείς σχέσεις αλλά περιφερειακά και διεθνή ζητήματα, όπως οι εξελίξεις σε Μέση Ανατολή, Ιράκ, Λιβύη, Παλαιστινιακό, Συρία. Οσον αφορά στις διμερείς σχέσεις, πρωτεύοντα ρόλο θα παίξουν οι δυνατότητες ανάπτυξης των εμπορικών σχέσεων Καΐρου - Μόσχας αλλά και τα περιθώρια συμμετοχής της Αιγύπτου σε μία συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου με τη Ρωσία, το Καζακστάν, την Αρμενία και τη Λευκορωσία. Σημαντικό μέρος των διμερών διαβουλεύσεων θα αναλωθεί σε συζητήσεις για τις εισαγωγές μεγάλων ποσοτήτων ρωσικού υγροποιημένου φυσικού αερίου από την «GAZPROM» στην Αίγυπτο και στρατιωτικές συμφωνίες που θα προβλέπουν, μεταξύ άλλων, πιθανώς νέα εξοπλιστικά προγράμματα, στρατιωτική εκπαίδευση, ανταλλαγή ευαίσθητων στρατιωτικών πληροφοριών κ.ά.

Η «GAZPROM» είναι, άλλωστε, μία μόνο από τις επτά μεγάλες ενεργειακές εταιρείες που ανταποκρίθηκαν άμεσα τον περασμένο Οκτώβρη στο κάλεσμα της αιγυπτιακής κυβέρνησης για προτάσεις εξαγωγής και αποθήκευσης υγροποιημένου φυσικού αερίου, όπως η «British Gas», η «Petroleum Vital», η «Trafigura», η «Golar LNG», η «Noble», η «Delek,Union Fenosa».

Επιπλέον, από τις αρχές της βδομάδας πραγματοποιούνται στο Κάιρο σημαντικές συζητήσεις ανάμεσα σε διευθύνοντα στελέχη της αιγυπτιακής εταιρείας φυσικού αερίου «EGAS» και εκπροσώπους της αμερικανικής εταιρείας ενέργειας «NOBLE» και της ισραηλινής εταιρίας «DELEK», που έχουν αναλάβει την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου σε κυπριακή και ισραηλινή ΑΟΖ. Οι τελευταίοι, μάλιστα, διαπραγματεύονται με τους Αιγύπτιους αξιωματούχους τη δυνατότητα εξαγωγής κυπριακού φυσικού αερίου από το οικόπεδο «ΑΦΡΟΔΙΤΗ», το οποίο, παρά τα μικρά κοιτάσματα υδρογονανθράκων που διαθέτει (περίπου 100 δις κ.μ), θεωρείται το πιο κατάλληλο για άμεση εκμετάλλευση μετά τα εμπόδια που όρθωσε (ενόψει και των επικείμενων ισραηλινών εκλογών της 17ης Μάρτη) στο Ισραήλ ο πρόεδρος της λεγόμενης Ανεξάρτητης Αντιμονοπωλιακής Αρχής, Ντέιβιντ Γκίλο, στις εταιρείες «Noble» και «Delek». Ο Γκίλο, ως γνωστόν, ζήτησε τον περασμένο Δεκέμβρη την προσωρινή αναστολή των εργασιών στα κοιτασματά «Λεβιάθαν» και «Ταμάρ», με το ερωτηματικό της σύστασης μονοπωλίου από την αμερικανική «Noble» και την ισραηλινή «Delek» και τις ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες για τα συμφέροντα του ισραηλινού δημοσίου.

Πάντως, στις 2/2 η Ομοσπονδία Αιγυπτίων Βιομηχάνων (FEI), σε ανακοίνωσή της, χαιρέτισε τα σχέδια της κυβέρνησης Σίσι για εισαγωγές φυσικού αερίου από το Ισραήλ και την Κύπρο, σημειώνοντας ότι αυτό «θα οδηγήσει σε πολλά πλεονεκτήματα», με πρώτο τη μείωση του κόστους εισαγωγής Ενέργειας σε σχέση με άλλες χώρες, όπως η Αλγερία. Μάλιστα, ο Τάμερ Αμπού Μπακρ, επικεφαλής της Επιτροπής Ενέργειας του FΕI, σημείωσε προ ημερών ότι η σκέψη για εισαγωγή φυσικού αερίου από ξένες εταιρείες είναι θετική, επικαλούμενος την τιμή πώλησης του ισραηλινού φυσικού αερίου στα 7 δολάρια ανά εκατομμύρια κυβικά πόδια, αντί του υγροποιημένου φυσικού αερίου από την Αλγερία που πωλείται σε διπλάσια τιμή.

Δεν υπάρχει, βέβαια, ομογνωμία όσον αφορά στα ενεργειακά σχέδια της κυβέρνησης Σίσι στην Αίγυπτο. Μελετητές ενεργειακών φυσικών πόρων στο πανεπιστήμιο Αl Azhar, που αντανακλούν τον τρόπο σκέψης ενός μέρους της αστικής τάξης, απέτρεψαν πρόσφατα τον Πρόεδρο από τις εισαγωγές ισραηλινού φυσικού αερίου «για λόγους εθνικής ασφάλειας», μολονότι λίγο καιρό πριν ο Αιγύπτιος υπουργός Ενέργειας, Σερίφ Ισμαήλ, καμάρωνε γιατί πλέον «δεν είναι αδιανόητο για έναν Αιγύπτιο Πρόεδρο και την κυβέρνησή του να συνεργαστεί άμεσα με το Ισραήλ».

Διεθνείς συναντήσεις για την Ενέργεια

Οι προσπάθειες προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και εισαγωγές ενέργειας από μεγάλους πολυεθνικούς ομίλους και χώρες της λεκάνης της Ανατολικής Μεσογείου αλλά και τη Ρωσία βρίσκονται αυτή την περίοδο στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Αφενός, με την πραγματοποίηση του Διεθνούς Φόρουμ Ενέργειας που θα πραγματοποιηθεί στις 18 και 19 του μήνα στο Κάιρο και, αφετέρου, με τη Διεθνή Οικονομική Συνάντηση Κορυφής το Μάρτη στο θέρετρο της Ερυθράς Θάλασσας στο Σαρμ ελ Σέικχ.

Στο Διεθνές Φόρουμ Ενέργειας και Τεχνολογίας θα συμμετάσχουν δεκάδες κυβερνητικοί αξιωματούχοι και στελέχη κορυφαίων ενεργειακών και επενδυτικών εταιρειών αλλά και ακαδημαϊκοί, θέτοντας επί τάπητος ζητήματα που αφορούν τις ενεργειακές ανάγκες όχι μόνο της Αιγύπτου αλλά και αυτά που σχετίζονται γενικότερα με τις βασικές πηγές Ενέργειας, τις νέες και αναπτυσσόμενες τεχνολογίες Ενέργειας, προηγμένα συστήματα παραγωγής και εξοικονόμησης Ενέργειας, κεντρικά και αποκεντρωμένα συστήματα διανομής και αποθήκευσης Ενέργειας.

Ωστόσο, μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Διεθνής Οικονομική Διάσκεψη Κορυφής που ετοιμάζει η κυβέρνηση Σίσι τον ερχόμενο μήνα (Μάρτιο), με σκοπό την πρόσκληση διεθνούς ενδιαφέροντος για αιγυπτιακά έργα υποδομής άνω των 20 δισ. δολαρίων. Ο υπουργός Επενδύσεων, Ασράφ Σαλμάν, προβλέπει ότι θα υπάρξει μεγάλο διεθνές ενδιαφέρον, καθώς, στο πλαίσιο της διάσκεψης, ο Πρόεδρος Σίσι, μεταξύ άλλων, αναμένεται να ανακοινώσει σαρωτικές αλλαγές στο δημόσιο τομέα και στην οικονομία, με στόχο την προσέλκυση ξένων επενδύσεων «σε ένα ιδιαίτερα φιλόξενο περιβάλλον» σε κάθε τομέα δραστηριότητας που εκτείνεται από την Ενέργεια ως την Υγεία και την Εκπαίδευση.

Από αυτά τα σχέδια, βεβαίως, δεν αναμένεται να ωφεληθεί ο αιγυπτιακός λαός, 26% του οποίου ζει βουτηγμένο στη φτώχεια, ενώ το 49% των κατοίκων δεν μπορούν να ικανοποιήσουν ούτε καν τις βασικές ανάγκες διατροφής. Η επίσημη ανεργία μπορεί να κυμαίνεται στους ενήλικες στο 13,1% αλλά αυτό το νούμερο δεν αφορά ούτε τις γυναίκες (η ανεργία είναι 24,4%), ούτε τους νέους έως 26 ετών (τουλάχιστον 25%). Σε μία χώρα που θεωρείται η 15η πιο πυκνοκατοικημένη στον κόσμο, τα θλιβερά στατιστικά δεδομένα δεν έχουν τέλος, αφού αναδεικνύουν γεγονότα όπως ο υποσιτισμός παιδιών έως πέντε ετών κατά 31%, η αναιμία που λόγω φτώχειας μαστίζει ένα στα δύο παιδιά και το 70% που στηρίζει τη διατροφική του επάρκεια στις κρατικές επιδοτήσεις τροφίμων.

Αυτή η εικόνα της σύγχρονης βαρβαρότητας δεν αντιμετωπίζεται χωρίς να εκλείψουν οι αιτίες που τη δημιουργούν, δηλαδή η καπιταλιστική εκμετάλλευση. Και αυτό δε θα γίνει με «ενέσεις» τόνωσης της κερδοφορίας των μονοπωλίων, ούτε με δήθεν εξεγέρσεις τύπου «αραβική άνοιξη» αλλά με τον οργανωμένο ταξικό αγώνα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, με την αυτοτελή πάλη τους για την εξουσία για να γίνουν αφέντες όλου του πλούτου που παράγουν.

Πηγές:

www.al-monitor.com

www.middleeastmonitor.com

www.ynetnews.com

http://www.dailynewsegypt.com

www.egypt-business.com


Δέσποινα ΟΡΦΑΝΑΚΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ