Στο σημερινό 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» θα βρείτε τα παρακάτω θέματα:
ΑΓΩΓΟΣ «TURKISH STREAM»: Αναβιώνουν τα σενάρια κατασκευής του.
ΕΕ - ΕΥΡΩΖΩΝΗ: Τα κακά μαντάτα για την οικονομία και η διέξοδος για το λαό.
ΙΤΑΛΙΑ: Ανησυχία για τα αστικά επιτελεία στην ίδια τη χώρα και στην ΕΕ για τις δυσκολίες καπιταλιστικής ανάκαμψης και δημοψήφισμα για συνταγματικές αλλαγές και την περαιτέρω θωράκιση του πολιτικού συστήματος.
ΗΠΑ - ΠΛΗΜΜΥΡΕΣ ΣΤΗ ΛΟΥΙΖΙΑΝΑ: Τα φυσικά φαινόμενα και οι οδυνηρές συνέπειες για τα λαϊκά στρώματα, λόγω του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, με σημαντικές ελλείψεις στις υποδομές.
Μαζί τους αναθερμαίνονται ανταγωνισμοί και λυκοσυμμαχίες στη μία και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού
Τα παραπάνω αναφέρονταν αναλυτικά και σε πρόσφατο άρθρο που δημοσιεύτηκε στο ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων «TASS», στο οποίο καταγράφονται εκτιμήσεις ειδικών αναλυτών, όπου βασική συνισταμένη στις παρατηρήσεις τους είναι οι «έντονες ανησυχίες» που εκφράζουν αξιωματούχοι της ΕΕ, για μια ενδεχόμενη επανέναρξη των σχεδιασμών για την κατασκευή του «Turkish Stream». Ενα έργο που αν υλοποιηθεί, θα αυξήσει την εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο, σε μια περίοδο που καταβάλλονται επίπονες προσπάθειες για το αντίθετο.
Ως βασικός παράγοντας ανησυχίας ορισμένων δυνάμεων εντός και εκτός Ευρώπης παρουσιάζεται το γεγονός της αποδυνάμωσης της Ουκρανίας ως βασικού διαύλου εισόδου του ρωσικού φυσικού αερίου στην ΕΕ, σε μία περίοδο μάλιστα που τα αποθέματα της Κασπίας σύντομα θα αρχίσουν να εισέρχονται στις ευρωπαϊκές αγορές, υποβαθμίζοντας ακόμη περισσότερο τη γεωπολιτική σημασία της Ουκρανίας ως ενεργειακού περάσματος.
Την ίδια στιγμή αναβαθμίζεται η Τουρκία, διά μέσου της οποίας θα περνούν δύο διαφορετικοί και μάλλον ανταγωνιστικοί αγωγοί. Αν και πολλά πράγματα αλλάζουν στις διεθνείς σχέσεις, ιδίως την περίοδο που διανύουμε, η εκ των πραγμάτων αναβάθμιση της Τουρκίας εξαιτίας του παραπάνω γεγονότος δεν φαντάζει ευχάριστη προοπτική για κέντρα εξουσίας στην Ευρώπη, αλλά και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Οι συνομιλίες για την κατασκευή του αγωγού «Turkish Stream» είχαν σταματήσει εδώ και ένα χρόνο, μετά την ένταση που δημιουργήθηκε στις σχέσεις των δύο χωρών και το «πάγωμα» των διπλωματικών σχέσεων εξαιτίας της κατάρριψης του ρωσικού αεροσκάφους από τουρκικά μαχητικά.
Η Ρωσία, μάλιστα, είχε δηλώσει την ετοιμότητά της να ξεκινήσει την κατασκευή του αγωγού άμεσα, είχε έτοιμα σχέδια, μελέτες, συμβόλαια με τις εταιρείες που θα αναλάμβαναν την κατασκευή του και φυσικά τα απαιτούμενα κονδύλια. Ωστόσο, η κατάρριψη του αεροσκάφους που επιχειρούσε στη Συρία και η δολοφονία του Ρώσου χειριστή στο έδαφος από Τούρκους ενόπλους ανέτρεψαν τους σχεδιασμούς και πυροδότησαν τη σφοδρή αντίδραση της Ρωσίας.
Το τι πραγματικά έχει συμβεί, ποιες δυνάμεις και ποια γεγονότα που εμφανίζονται ως τυχαία έχουν επιδράσει όλο αυτό το διάστημα, είναι δύσκολο να ξεδιαλύνει κάποιος μέσα σε όλο αυτό το απίθανο κουβάρι των αντιθέσεων. Ο Ερντογάν, πάντως, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, χρέωσε την κατάρριψη του αεροσκάφους στους πραξικοπηματίες που ήθελαν να τορπιλίσουν τις ρωσοτουρκικές σχέσεις...
Οπως και να 'χει, η αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για την κατασκευή του «Turkish Stream» γίνεται σε μια περίοδο που το αζέρικο φυσικό αέριο από τα κοιτάσματα της Κασπίας φτάνει όλο και πιο κοντά στις αγορές της Ευρώπης - περνώντας και από την Ελλάδα μέσω του υπό κατασκευή ΤΑΡ - κι ενώ τα σχέδια ανάπτυξης σταθμών LNG με την αμερικανική υποστήριξη προχωρούν με ταχείς ρυθμούς πανευρωπαϊκά.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ρωσία, με την επανέναρξη των συνομιλιών με την Τουρκία για το νέο αγωγό, προσπαθεί να διατηρήσει το πλεονέκτημα και να συγκρατήσει τις θέσεις της στα ενεργειακά πράγματα της Ευρώπης, αφού δείχνει πως δεν εγκαταλείπει - παρά τα τεράστια εμπόδια που υψώνει το ευρωατλαντικό μπλοκ - τους σχεδιασμούς της για την κατασκευή μιας νότιας διόδου για τη μεταφορά φυσικού αερίου.
Ο επικεφαλής του γραφείου αναλύσεων της ρωσικής υπηρεσίας «Εθνικής Ενεργειακής Ασφάλειας», Alexander Pasechnik, παρουσίασε πρόσφατα μια ακόμη εκδοχή. Είπε ότι ο νέος αγωγός θα μπορούσε να φτάσει διά μέσου της Μαύρης Θάλασσας μέχρι τα θαλάσσια σύνορα Βουλγαρίας και Τουρκίας και από εκεί να χωριστεί σε δύο τμήματα, ένα σε κάθε χώρα.
Περισσότερο «ορθό» από πολιτική σκοπιά θεωρούν το σχέδιο για «σπάσιμο» του αγωγού σε δύο μέρη μια σειρά Ρώσων αναλυτών, αντανακλώντας στην πραγματικότητα τις προθέσεις της πολιτικής ηγεσίας της χώρας. Ο Alexei Grivach δήλωσε στο TASS πως εάν το σύνολο των ποσοτήτων φυσικού αερίου του νότιου διαδρόμου περνούν μέσα από την Τουρκία, κάτι τέτοιο αυτομάτως θα ενίσχυε τη θέση της Τουρκίας στον ενεργειακό γεωπολιτικό χάρτη, κάτι που με τίποτε δεν θα επιθυμούσαν τα ισχυρά κέντρα εξουσίας στην Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, επισημαίνει τις δυσκολίες του εγχειρήματος να επιλεχθεί και η Βουλγαρία ως χώρα - transit του ρωσικού φυσικού αερίου, αφού, όπως λέει, εκεί βρίσκονται ισχυροί κύκλοι που εμποδίζουν την υλοποίηση μιας τέτοιας προοπτικής.
Καθ' όλη τη διάρκεια της αρνητικής περιόδου που είχε επικρατήσει στις ρωσοτουρκικές σχέσεις, υπήρξε ταυτόχρονη αναβάθμιση των τουρκο-ουκρανικών σχέσεων. Τώρα, όμως, με την επανέναρξη των συνομιλιών για τον «Turkish Stream», τα πράγματα αλλάζουν ξανά και Ουκρανοί αξιωματούχοι δημιουργούν και πάλι θόρυβο, καλώντας την ΕΕ να επιβάλει κυρώσεις και στις δύο χώρες σε περίπτωση που προχωρήσουν στην υλοποίηση των σχεδίων τους.
Ο επικεφαλής της ουκρανικής εταιρείας φυσικού αερίου «Naftogaz», Andrey Kobolev, δήλωσε πρόσφατα στην ουκρανική τηλεόραση πως η ΕΕ πρέπει να παρεμποδίσει την κατασκευή του αγωγού, «απαγορεύοντας» σε δυτικές εταιρείες να αναλάβουν συμβόλαια του έργου. Οι ανησυχίες της ουκρανικής πλευράς είναι εύλογες, αφού, όπως υπολογίζεται, η κατασκευή ενός μόνο αγωγού συνολικής δυναμικότητας περί τα 15 bcm ετησίως θα προκαλούσε οικονομική ζημιά στην Ουκρανία ύψους 350-400 εκατ. δολαρίων το χρόνο. Κόστος που θα διπλασιαστεί εάν κατασκευαστεί και δεύτερος αγωγός.
Σημειώνεται ότι, πέρσι, μέσω της Ουκρανίας πέρασαν συνολικά 64 δισ. κ.μ. ρωσικού φυσικού αερίου, η μισή ποσότητα σε σχέση με το 2010, πριν δηλαδή την έναρξη λειτουργίας του άλλου ανταγωνιστικού αγωγού «Nord Stream Ι», που διασχίζει τη Βαλτική Θάλασσα και καταλήγει στη Γερμανία. Σε αυτά ας συνυπολογιστεί και η πιθανότητα κατασκευής του «Nord Stream ΙΙ» και τότε εύκολα μπορεί να καταλάβει κάποιος την εξαιρετικά δυσχερή θέση στην οποία βρίσκεται το Κίεβο.
Την ίδια στιγμή, πάντως, σε ανάλυση του Dr. James Coyle, συνεργάτη του «Ατλαντικού Συμβουλίου», επισημαίνονται ορισμένες παράμετροι που δυσχεραίνουν την κατασκευή του αγωγού, τον οποίο χαρακτηρίζει μάλλον ως... «όνειρο». Υπενθυμίζει τη δήλωση που είχε κάνει ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλ. Πούτιν, τον περασμένο Δεκέμβρη, με την οποία ζητούσε γραπτή διαβεβαίωση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι επιθυμεί την κατασκευή όλων των νέων αγωγών φυσικού αερίου που σχεδιάζει η χώρα του, μαζί φυσικά και του νέου «Turkish Stream».
Σε ανάλογου χαρακτήρα δηλώσεις έχει προχωρήσει και ο πρόεδρος της Gazprom, Alexei Miller, ενώ ο αρθρογράφος επισημαίνει μια σειρά διαφωνίες που υπήρχαν μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, σχετικά με τις ποσότητες που θα μετέφερε ο αγωγός, αλλά και τις τιμές προμήθειας, πριν ακόμη «παγώσουν» οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών εξαιτίας της κατάρριψης του ρωσικού αεροσκάφους.
Πάντως, σε σχέση με το ρόλο της Ουκρανίας στη διαμετακόμιση του ρωσικού φυσικού αερίου στις ευρωπαϊκές αγορές, πρέπει να τονιστεί η δήλωση που είχε κάνει στα μέσα του Ιούνη ο Ρώσος Πρόεδρος, στο Οικονομικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης, ότι η Ρωσία δεν σκοπεύει να καταργήσει την ουκρανική δίοδο...
Πηγές:
1. http://tass.ru/en/economy/892116
2. https://eadaily.com/en/news/2016/07/27/turkish-stream-to-affect-ukraines-transit
3. http://www.atlanticcouncil.org/blogs/new-atlanticist/turkish-stream-still-only-a-dream
(c) Stockbyte |
Μετά την πιο πρόσφατη μείωση επιτοκίου της ΕΚΤ το Μάρτιο, οι ιδιωτικές τράπεζες πληρώνουν ετήσια εισφορά 0,4% για τα περισσότερα από τα κεφάλαια που κρατούν σε μια από τις 19 κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης. Η πολιτική αυτή, η οποία κόστισε στις τράπεζες περίπου 2,64 δισ. ευρώ απ' όταν το 2014 τα επιτόκια γύρισαν αρνητικά, έχει στόχο να πυροδοτήσει οικονομική ανάπτυξη, δίνοντας κίνητρο στις τράπεζες να δανείζουν χρήματα στις επιχειρήσεις αντί να τα διακρατούν.
Οι Ευρωπαίοι κεντρικοί τραπεζίτες λένε ότι μπορεί να κόψουν ξανά τα επιτόκια αν οι οικονομικές συνθήκες επιβαρυνθούν, αλλά ιδιώτες τραπεζίτες και ασφαλιστές σκέφτονται ήδη "δημιουργικούς τρόπους" να αποφύγουν όλες αυτές τις χρεώσεις.
Ενας τρόπος είναι μετατρέποντας το ηλεκτρονικό χρήμα που κρατούν στις κεντρικές τράπεζες σε σκληρό μετρητό.
Η Munich Re έχει επιτυχώς πειραματιστεί διακρατώντας διψήφιο αριθμό εκατομμυρίων ευρώ σε μετρητό σε κάτι που η ασφαλιστική περιγράφει ως διαχειρίσιμο κόστος.
Λίγες άλλες γερμανικές τράπεζες, περιλαμβανομένης της Commerzbank, της δεύτερης μεγαλύτερης, έχουν επίσης εξετάσει το να κάνουν αυτό το βήμα» (Πηγή: «Financial Times», αναδημοσίευση, ιστοσελίδα «euro2day).
«Στελέχη γερμανικών τραπεζών που μίλησαν στους F.T. υπολογίζουν πως το κόστος της ασφάλισης των χρημάτων θα κυμανθεί από 0,5% έως 1% της αξίας του εκάστοτε ποσού. Αυτό, όμως, συνεπάγεται κόστος μεγαλύτερο από αυτό των αρνητικών επιτοκίων. Εξάλλου, αν οι τράπεζες θελήσουν να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από τις κεντρικές τράπεζες, είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να το κάνουν χωρίς τη συγκατάθεσή τους» («Καθημερινή», για το ίδιο θέμα).
Αυτά τα ρεπορτάζ, που είδαν το φως της δημοσιότητας στα μέσα Αυγούστου, αναδεικνύουν ουσιαστικά δύο ζητήματα, που έχουν άμεση σχέση με την πορεία της καπιταλιστικής οικονομίας της Ευρωζώνης και της ΕΕ. Το πρώτο που γίνεται προφανές, είναι ότι η πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), των αρνητικών επιτοκίων, πολιτική που θα εξανάγκαζε τις ιδιωτικές τράπεζες να δανείζουν φτηνά τους επιχειρηματικούς ομίλους ώστε να γίνονται επενδύσεις, έχει ζημιά για τις ιδιωτικές τράπεζες που ουσιαστικά πληρώνουν φύλακτρα για τις καταθέσεις τους στις κεντρικές ευρωπαϊκές τράπεζες. Αυτό σημαίνει μείωση των κερδών των τραπεζών. Θυμίζει την έντονη αντιπαράθεση Β. Σόιμπλε - Μ. Ντράγκι για το ίδιο θέμα.
Τον Απρίλη του 2016, τα αστικά ΜΜΕ είχαν αναφορές στην οξύτατη επίθεση του Β. Σόιμπλε στον Μ. Ντράγκι, για το πρόγραμμα νομισματικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η αιτιολογία της επίθεσης του Β. Σόιμπλε στον Μ. Ντράγκι ήταν ότι τα χαμηλά επιτόκια πλήττουν τις συνταξιοδοτικές παροχές και τις αποταμιεύσεις των απλών Γερμανών. Δηλαδή, δεν αυξάνεται το εισόδημα των συνταξιούχων λόγω χαμηλών επιτοκίων και κινδυνεύουν με φτωχοποίηση. Ταυτόχρονα, του «χρέωνε» ευθύνη για τη μεγάλη ενίσχυση του ευρωσκεπτικιστικού κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD).
Ηταν μια βολική εκτίμηση, που αποπροσανατόλιζε από τη βασική αιτία, τη μείωση των κερδών των τραπεζών.
Στις επιθέσεις απάντησε ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης, Γ. Βάιντμαν, στηρίζοντας τον Ντράγκι. Ο δε σοσιαλδημοκράτης Γερμανός υπουργός Οικονομίας, Ζ. Γκάμπριελ, είπε ότι «πρέπει να δοθεί ένα τέλος στο παιχνίδι κατηγοριών εις βάρος της ΕΚΤ (...) Το πρόβλημα δεν είναι η ΕΚΤ και ο κ. Ντράγκι αλλά η άρνηση να παραιτηθεί κανείς από τη μονόπλευρη πολιτική της λιτότητας».
Ανάλογο ζήτημα ανέδειξε και η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, μέλος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (οι «πέντε σοφοί», μια ανεξάρτητη ομάδα συμβούλων της γερμανικής κυβέρνησης), σε συνέντευξη στη «Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung» (ΑΠΕ, 16/5/2016): «"Τα χαμηλά επιτόκια είναι πάνω απ' όλα συνέπεια της οικονομικής κρίσης", είπε. Εξέφρασε διαφορετική άποψη από εκείνη πολλών Γερμανών πολιτικών, για τους οποίους τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια της ΕΚΤ τιμωρούν τους Γερμανούς αποταμιευτές και μειώνουν τα περιθώρια κέρδους των τραπεζών».
Τα χαμηλά επιτόκια όντως αφαιρούν καταθέσεις από τις τράπεζες, αφού δεν δίνουν μεγάλα κέρδη στους καταθέτες, ενώ μειώνουν και τα κέρδη των τραπεζών. Αυτό, όμως, σε ένα τραπεζικό σύστημα προκαλεί δυσκολίες και κινδύνους όχι μόνο ζημιών αλλά και κατάρρευσης τραπεζών με δεδομένα και τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια.
Η αντιπαράθεση της γερμανικής κυβέρνησης με την ΕΚΤ έχει ακόμη πιο σφοδρή συνέχεια. Μια ομάδα καθηγητών και επιχειρηματιών στη Γερμανία προσέφυγε κατά της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, στο οποίο παρέπεμψε το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας την καταγγελία των επιχειρηματιών, αποφάσισε υπέρ της ΕΚΤ.
Αυτό λοιπόν είναι το ένα ζήτημα. Το δεύτερο προκύπτει και ως ερώτημα. Γιατί οι ιδιωτικές τράπεζες δεν δανειοδοτούν επιχειρηματικούς ομίλους, αλλά καταθέτουν αποθεματικά στις κεντρικές τράπεζες έχοντας ζημιές, τις οποίες πασχίζουν να ελαχιστοποιήσουν, με τρόπους όπως η πιθανή φύλαξή τους σε δικά τους χρηματοκιβώτια; Αυτό είναι ακόμη πιο ουσιαστικό. Δεν δανείζουν γιατί οι επιχειρηματικοί όμιλοι δε ζητούν δανεικά. Δεν κάνουν επενδύσεις τέτοιες που να ωθήσουν σε δυναμική καπιταλιστική ανάπτυξη. Επομένως, οι τράπεζες κάτι πρέπει να κάνουν τα ρευστά κεφάλαιά τους.
Μόνο που η οικονομία της Ευρωζώνης και της ΕΕ δείχνει ότι δεν μπορούν να έχουν κέρδη απ' αυτά.
Στις 12 Αυγούστου 2016 είδαν το φως της δημοσιότητας ρεπορτάζ που μιλούσαν για επιβράδυνση. Εγραφαν τα εξής: «Η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη επιβραδύνθηκε το δεύτερο τρίμηνο, ύστερα από τις ισχυρές επιδόσεις τους τρεις πρώτους μήνες του έτους, σύμφωνα με τα στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας Eurostat.
Η Eurostat ανακοίνωσε ότι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) στην Ευρωζώνη αυξήθηκε το δεύτερο τρίμηνο κατά 0,3% σε τριμηνιαία βάση και κατά 1,6% σε ετήσια βάση, επιβεβαιώνοντας τις αρχικές εκτιμήσεις που ανακοινώθηκαν στα τέλη Ιουλίου.
Τα στοιχεία συμβάδισαν με το μέσο όρο των προβλέψεων των οικονομολόγων σε έρευνα του Reuters.
Το πρώτο τρίμηνο, το ΑΕΠ της Ευρωζώνης αυξήθηκε κατά 0,6% σε μηνιαία βάση και κατά 1,7% σε ετήσια βάση.
Το ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ενωσης αυξήθηκε το δεύτερο τρίμηνο κατά 0,4% σε τριμηνιαία βάση και κατά 1,8% σε ετήσια βάση».
Να, λοιπόν, η απάντηση στις αναζητήσεις των τραπεζών. Που δείχνουν επίσης την ύπαρξη κεφαλαίων που πλεονάζουν και που δεν μπορούν να επενδυθούν.
Οι ανησυχίες βεβαίως έχουν σχέση συνολικά με την καπιταλιστική οικονομία των ΕΕ - Ευρωζώνης αφού:
Επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνη στο 1,4% το 2017, εκτιμά σε πρόσφατη έκθεσή του το ΔΝΤ, από το 1,6% που εκτιμά ότι θα φτάσει το 2016. Το ΔΝΤ εκτιμά επίσης επιβράδυνση στις επενδύσεις. Κάνει εκτιμήσεις και για άλλους παράγοντες, οι οποίοι προκαλούν κινδύνους στην οικονομία της Ευρωζώνης, και μάλιστα είναι εντοπισμένοι σε οικονομίες ισχυρών καπιταλιστών κρατών, όπως Ιταλία, Γαλλία, αλλά και Γερμανία. Εκτιμά κινδύνους που προέρχονται, μεταξύ άλλων, από την αστάθεια της χρηματοπιστωτικής αγοράς, την αύξηση των μεταναστών, την επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου.
Από την εικόνα που δίνουν τα παραπάνω στοιχεία αναδεικνύεται μια πραγματικότητα για την καπιταλιστική οικονομία των ΕΕ - Ευρωζώνης που επιβεβαιώνει τη Eurostat και το ΔΝΤ στις εκτιμήσεις τους, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη που προσδοκούν αφενός δεν έχει δυναμική, αφετέρου δεν έχουν εξαλειφθεί οι κίνδυνοι πιθανού πισωγυρίσματος σε ύφεση.
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο της αδύναμης ανάκαμψης, των κινδύνων ακόμη και για ύφεση στην ΕΕ, πρέπει να βλέπουμε και την εξέλιξη της οικονομίας της Ελλάδας. Κυβέρνηση, καπιταλιστές, όλο το αστικό πολιτικό σύστημα πασχίζουν για την έξοδο της οικονομίας από την κρίση, αλλά δυσκολεύονται. Η κυβέρνηση προσπαθεί να δώσει αισιοδοξία ως προς αυτό, αλλά δεν μπορεί να τη στηρίξει. Ο ΣΕΒ εστιάζει στις δυσκολίες προσέλκυσης κερδοφόρων επενδύσεων, επισημαίνοντας πως η «επενδυτική άπνοια δεν είναι εύκολο να αντιστραφεί, καθώς το διεθνές οικονομικό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα αρνητικό», μιλώντας για «διεργασίες που επηρεάζουν όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου». Δηλαδή, φαύλος κύκλος διεθνώς.
Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα θα συνεχίζουν να ζουν αέναη την επίθεση του κεφαλαίου. Ετσι κι αλλιώς έρχονται νέα αντεργατικά - αντιλαϊκά μέτρα, αφού η αβεβαιότητα σε σχέση με την καπιταλιστική ανάκαμψη θα συνεχίζεται. Ακόμη και να έρθει ανάκαμψη, αυτή θα είναι αναιμική. Θα την έχει πληρώσει ακριβά ο ελληνικός λαός, με βαριά μέτρα υπέρ του κεφαλαίου και θα συνεχίζει να την πληρώνει στο όνομα να μην πισωγυρίσει η οικονομία σε κρίση. Σ' αυτές τις συνθήκες θα καλλιεργείται με την αστική προπαγάνδα ο φόβος για τα χειρότερα προκειμένου η εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα να ανέχονται ή να υποτάσσονται στην αστική πολιτική. Σε αυτό το περιβάλλον θα οξύνονται οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις στην περιοχή, στις οποίες η Ελλάδα είναι μπλεγμένη μέχρι τα μπούνια.
Παρ' όλ' αυτά, η ίδια η αντικειμενική πραγματικότητα θα δυσκολεύει συνολικά το αστικό πολιτικό σύστημα. Η εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, σ' αυτές τις συνθήκες, πρέπει να αντιτάξουν τη μέγιστη δυνατή οργανωμένη παρέμβαση και κοινή δράση, κόντρα στο κεφάλαιο και την εξουσία του, στους έξωθεν συμμάχους τους, να μεγαλώσουν στο έπακρο τις δυσκολίες του αστικού πολιτικού συστήματος, να αξιοποιούν κάθε ρωγμή και δυνατότητα, για να βάζουν εμπόδια, συμπορευόμενοι με την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ.
Ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός, Ματέο Ρέντσι, προχωρά σε δημοψήφισμα για το Σύνταγμα, με στόχο, από τη μια, να αποπροσανατολίσει το λαό και, από την άλλη, να θωρακίσει το αστικό πολιτικό σύστημα
Copyright 2016 The Associated |
Οσο για τα «στενά περιθώρια ελιγμών», που λέει ο Ιταλός υπουργός, αυτά έχουν σχέση με τις πιέσεις που ασκούνται από τα επιτελεία της ΕΕ για 1,8% στο έλλειμμα το 2017, ενώ την ίδια ώρα το κρατικό χρέος έχει χτυπήσει «κόκκινο» φτάνοντας τα 2,25 τρισεκατομμύρια ευρώ.
Η θέση της κυβέρνησης του σοσιαλδημοκράτη Ματέο Ρέντσι ότι «τηρούμε τους κανόνες αλλά και παλεύουμε να τους αλλάξουμε» είναι επίσης ενδεικτική της προσπάθειας, από τη μια, αποπροσανατολισμού του λαού, που είναι αυτός που ματώνει για την πολυαναμενόμενη ανάκαμψη και, από την άλλη, έκφραση των όλο και πιο οξυνόμενων ανταγωνισμών στο πλαίσιο της λυκοσυμμαχίας της ΕΕ για αλλαγές στο μείγμα διαχείρισης, προκειμένου οι καπιταλιστές να ξεπεράσουν τις συνέπειες της κρίσης.
Σοβαρό ζήτημα που βάζει εμπόδια στα σχέδια των καπιταλιστών είναι η κατάσταση του τραπεζικού συστήματος της Ιταλίας, με τα περίπου 360 δισεκατομμύρια ευρώ των δανείων επιχειρήσεων και νοικοκυριών που δεν εξυπηρετούνται, δεν καταβάλλονται οι προβλεπόμενες δόσεις. Την αβεβαιότητα μεγαλώνει και η υπόθεση του Brexit, της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ, οι όροι δηλαδή που αυτή θα γίνει και πότε, που επηρεάζει αρνητικά τις χρηματαγορές. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Banca Monte dei Paschi di Siena, που είχε και πριν προβλήματα, ενώ σε σχετικά σύντομο διάστημα έχει χάσει τα 9/10 της λογιστικής αξίας. Το πώς αυτή η τράπεζα θα «διασωθεί», ποιος θα πληρώσει την ανακεφαλαιοποίησή της είναι ένα επιπλέον ζήτημα αντιπαράθεσης. Ο κίνδυνος ενός φαινομένου «ντόμινο» είναι ορατός, με τις γαλλικές τράπεζες να εμφανίζονται ως οι πιο εκτεθειμένες σε ιταλικά ομόλογα και μετοχές, κάτι βεβαίως που είναι μια «βόμβα» στην ίδια την Ευρωζώνη, με δεδομένο ότι προβλήματα αντιμετωπίζουν και τράπεζες άλλων μεγάλων οικονομιών, και της ίδιας της Γερμανίας.
Παρόμοια προβλήματα έχει και ο τραπεζικός τομέας στην Πορτογαλία, και γι' αυτό οι κυβερνήσεις τόσο της Ιταλίας όσο και της Πορτογαλίας ζητούν από την ΕΕ να «χαλαρώσει» τους κανόνες της τραπεζικής ένωσης, που προβλέπουν bail in («κούρεμα» μετοχών, ομολόγων και στο τέλος και καταθέσεων) σε περίπτωση κατάρρευσης τραπεζών. Μάλιστα, ο Ιταλός πρωθυπουργός αντιτείνει ότι δεν πρέπει η κατάσταση να γίνει ανεξέλεγκτη γιατί «τα προβλήματα των ιταλικών τραπεζών θα είναι παρωνυχίδα μπροστά στην έκθεση που έχουν άλλες τράπεζες σε παράγωγα», «φωτογραφίζοντας» τη γερμανική Deutsche Bank, που διάφορες εκθέσεις εμφανίζουν να έχει ανοίγματα σε λεγόμενα «τοξικά ομόλογα» κάποιων τρισεκατομμυρίων ευρώ.
Αλλωστε, τα ζητήματα των δυσκολιών της καπιταλιστικής ανάκαμψης και των συνεπειών του Brexit αναμένεται να συζητηθούν και στη συνάντηση που έχει οργανώσει ο Ματέο Ρέντσι με την Γερμανίδα καγκελάριο, Αγκελα Μέρκελ, και τον Γάλλο Πρόεδρο, Φρανσουά Ολάντ, την ερχόμενη Δευτέρα στο ιταλικό νησί Βεντοτένε.
Ταυτόχρονα, προετοιμάζονται η σύνοδος των Σοσιαλδημοκρατών στις 25 Αυγούστου στο Παρίσι (με Ολάντ και Ρέντσι πρωταγωνιστές και προσκεκλημένο και τον Αλ. Τσίπρα) και η σύνοδος των αρχηγών των κρατών του ευρωπαϊκού Νότου, που αναμένεται να διεξαχθεί στις 9 Σεπτέμβρη, με πρωτοβουλία του Αλ. Τσίπρα, στην Αθήνα, και με συμμετοχή των πρωθυπουργών της Ισπανίας, Μ. Ραχόι, της Πορτογαλίας, Αντ. Κόστα, της Μάλτας, Τζ. Μούσκατ, της Ιταλίας, Μ. Ρέντσι, και των Προέδρων της Γαλλίας, Φρ. Ολάντ, και της Κύπρου, Ν. Αναστασιάδη, που επίσης έχει χαρακτήρα συνάντησης όπου θα συζητηθούν οι δυσκολίες ανάκαμψης και θα αξιοποιηθεί ως δήθεν μια κίνηση ευαισθησίας προς τους πολίτες που υποφέρουν από τη λιτότητα. Οι κινήσεις αυτές καλλιεργούν και αυταπάτες στους λαούς περί «εναλλακτικών» και «μετώπων» μέσα στη λυκοσυμμαχία της ΕΕ, όταν είναι δεδομένο ότι με άθικτες την εξουσία των μονοπωλίων και την καπιταλιστική εκμετάλλευση, δεν μπορεί να υπάρχουν προσδοκίες για ουσιαστικές αλλαγές προς όφελος των εργαζομένων.
Επίσης, πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου εκτίμησε ότι η ιταλική οικονομία δεν αναμένεται να επιστρέψει στα προ του 2008 επίπεδα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2020, ενώ για φέτος οι εκτιμήσεις για την οικονομική ανάπτυξη είναι στο 1% του ΑΕΠ (αναθεωρημένο προς το δυσμενέστερο από το 1,1%, που επίσης είναι εξαιρετικά χαμηλό).
Πέρα βεβαίως από τις αναλύσεις των τεχνοκρατών των καπιταλιστών υπάρχουν και τα πραγματικά δεδομένα για τη ζωή των λαϊκών στρωμάτων. Με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Ιταλικής Στατιστικής Υπηρεσίας για το 2015 (και με δεδομένο ότι το λεγόμενο όριο απόλυτης φτώχειας σε όλη την ΕΕ είναι η απόλυτη εξαθλίωση, άρα δεν περιλαμβάνει αρκετές λαϊκές οικογένειες που υποφέρουν χωρίς να έχουν φτάσει στην εξαθλίωση), 1.582.000 οικογένειες, που αντιπροσωπεύουν κάπου 7,6% του πληθυσμού που κατοικεί στη χώρα, ξεπέρασαν το όριο της απόλυτης φτώχειας.
Μέσα σε αυτήν τη σύνθετη πραγματικότητα έρχεται η πρωτοβουλία του Ματέο Ρέντσι να προχωρήσει σε δημοψήφισμα, ζητώντας την τροποποίηση συνταγματικών διατάξεων, με κύριο στόχο να θωρακιστεί το αστικό πολιτικό σύστημα ακόμα περισσότερο. Βασικό στοιχείο των «μεταρρυθμίσεων» που προτείνονται είναι ο περιορισμός του ρόλου της Γερουσίας ώστε να μην μπαίνει εμπόδιο στις πολιτικές διεργασίες. Ζητήματα που τίθενται είναι η μείωση του αριθμού από 315 σε 100, η αμισθί λειτουργία τους και την ίδια ώρα η προώθηση εκλογικού συστήματος που θα δίνει σε εκλογικό συνασπισμό κομμάτων που φτάνουν το 40%, σημαντικό μπόνους εδρών ώστε να σχηματίζονται σταθερές κυβερνήσεις, με στόχο βεβαίως την απρόσκοπτη συνέχιση της φιλομονοπωλιακής πολιτικής που τσακίζει το λαό. Υπάρχουν και προτάσεις που «διευκολύνουν τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων» και άλλες στα πλαίσια του αστικού εκσυγχρονισμού.
Οι προτάσεις για τη Γερουσία ακούγονται ως θετικές ή και «φιλολαϊκές» αφού «εξοικονομούν πόρους», όμως είναι το «τυράκι στη φάκα», για τον αποπροσανατολισμού του λαού και για να περάσουν αλλαγές που θα εξυπηρετήσουν καλύτερα τις σημερινές ανάγκες του κεφαλαίου. Πάντως, ο Ρέντσι δίνει στο δημοψήφισμα, που αναμένεται να γίνει τον Οκτώβρη ή το Νοέμβρη, χαρακτήρα «προσωπικού στοιχήματος», με την έννοια ότι αν δεν γίνουν δεκτές οι προτεινόμενες «μεταρρυθμίσεις» προτίθεται να παραιτηθεί και να αποσυρθεί από την πολιτική.
Ακριβώς όμως σε αυτό το σημείο είναι που δέχεται τη μεγαλύτερη κριτική αστικών επιτελείων, που θυμίζουν στον Ρέντσι ότι μπορεί να έχει την τύχη που είχε ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντ. Κάμερον όταν απέτυχε στο δημοψήφισμα στις 23 Ιούνη φέτος για την παραμονή της χώρας του στην ΕΕ. Είναι χαρακτηριστικό πρόσφατο άρθρο στον βρετανικό «Γκάρντιαν» με τίτλο: «Θα είναι η Ιταλία η επόμενη απώλεια της Ευρώπης με τον Ρέντσι να τα ρισκάρει όλα σε ένα δημοψήφισμα;».
Το κυριότερο, όμως, που του καταλογίζουν είναι ότι η κίνησή του αυτή μπορεί να επιφέρει ακόμα μεγαλύτερη αστάθεια στο οικοδόμημα της ΕΕ, που ήδη κλυδωνίζεται, και να δώσει χώρο στο λαϊκιστικό κόμμα των «5 Αστέρων» του Μπέπε Γκρίλο, ή την εθνικιστική Λίγκα του Βορρά, που φαίνεται να κερδίζουν έδαφος. Στην υπόθεση αυτή είναι πολύ πιθανό το δημοψήφισμα, και ειδικά το «όχι» στις «μεταρρυθμίσεις» Ρέντσι, να λειτουργήσει ως «χοάνη» όπου θα εκφραστούν όλες οι αντιδράσεις για μια έτσι και αλλιώς αντιλαϊκή πολιτική, βεβαίως και από δυνάμεις που θέλουν να γίνουν «χαλίφης στη θέση του χαλίφη» στη διαχείριση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας που υπερασπίζονται.
Μόνο το Κομμουνιστικό Κόμμα (Partito Communista) στην Ιταλία καλεί η καταδίκη στις προτάσεις του Ρέντσι να συνδυαστεί με καταδίκη της εξουσίας του κεφαλαίου, της ΕΕ, με συνειδητή προσπάθεια να δυναμώσει το επαναστατικό κίνημα, ζήτημα που προϋποθέτει την ανασυγκρότηση του Κομμουνιστικού Κόμματος και την ενίσχυση του ρόλου του σε κάθε μικρό και μεγάλο αγώνα στους τόπους δουλειάς και τις λαϊκές γειτονιές.
Κάπως έτσι, «ξύπνησαν» σε πολλούς οι εφιαλτικές αναμνήσεις από τα δεινά που έσπειρε ο τυφώνας «Κατρίνα» τον Αύγουστο του 2005, πνίγοντας πάνω από 1.300 ανθρώπους, καταστρέφοντας τα σπίτια εκατοντάδων χιλιάδων, προκαλώντας συνολικά υλικές ζημιές σε περιουσίες και δημόσιες υποδομές περίπου 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Εντεκα χρόνια μετά, όμως, ο εφιάλτης επανέρχεται και χτυπά την πόρτα χιλιάδων Αμερικανών που όχι μόνο τα έχασαν όλα το 2005, αλλά χτυπιούνται σήμερα, για ακόμη μία φορά, από τις πλημμύρες των τελευταίων ημερών.
Βεβαίως, αυτή τη φορά δεν είχαμε το ίδιο μέγεθος καταστροφής που είχαμε πριν 11 χρόνια. Η ομοσπονδιακή και πολιτειακή μηχανή κινητοποιήθηκε με μεγαλύτερη ευκολία, παίρνοντας, όπως αποδεικνύεται, σκληρά τα μαθήματά της από την οδυνηρή εμπειρία του τυφώνα «Κατρίνα». Εγινε προσπάθεια εκκένωσης πλημμυρισμένων περιοχών από Εθνοφρουρά, πολιτειακές αρχές, σωστικά συνεργεία. Ομως, δεν αποτράπηκε, ούτε αυτή τη φορά, η τραγωδία της καταστροφής δεκάδων χιλιάδων νοικοκυριών.
Οπως έγινε γνωστό, έως την Πέμπτη, κάπου 80.000 πλημμυροπαθείς κάτοικοι της Λουιζιάνα είχαν υποβάλλει αιτήσεις στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Διαχείρισης Κρίσεων (FEMA) για τη χορήγηση οικονομικής και άλλης βοήθειας. Περισσότεροι από 5.000 άλλοι παρέμεναν σε δημόσιους, πρόχειρους καταυλισμούς, δίχως να είναι ξεκάθαρο πού θα μείνουν στις αρχές Σεπτέμβρη, όταν θα αρχίσει (με καθυστέρηση δύο βδομάδων λόγω των πλημμυρών) η νέα σχολική χρονιά σε δεκάδες πλημμυρισμένες περιοχές της Λουιζιάνα.
Τα κλειστά γυμναστήρια θα πρέπει, σύντομα, να παραδοθούν στα σχολεία και προς το παρόν το μόνο που κάνουν οι πολιτειακές αρχές είναι εκκλήσεις στους ιδιοκτήτες ξενοίκιαστων (και απρόσβλητων από τις πλημμύρες) ακινήτων για «ευέλικτα» συμβόλαια μικρής διάρκειας και «λογικά» μισθώματα στους χιλιάδες πλημμυροπαθείς που είτε έχασαν για τα καλά τα νοικοκυριά τους, είτε θα χρειαστούν βδομάδες ίσως και μήνες μέχρι να τα επισκευάσουν και να μπορέσουν να τα κατοικήσουν ξανά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα στη Λουιζιάνα, μία από τις πολιτείες που χτυπήθηκε ανελέητα πριν 11 χρόνια από τον τυφώνα «Κατρίνα», μόλις το 14% των ιδιοκτητών και ενοικιαστών σπιτιών είχε ασφαλίσει το σπίτι τους σε περίπτωση πλημμύρας. Οχι από αμέλεια, αλλά από αδυναμία να αντεπεξέλθει στο κόστος. Συνεπώς, η τεράστια πλειοψηφία των πλημμυροπαθών παραμένει, σήμερα, εκτεθειμένη στα κοράκια των τραπεζών που θα προσφερθούν να τους «βοηθήσουν», δίνοντας δάνεια με «αλμυρά» επιτόκια σε βάθος χρόνου, ή στις κατασκευαστικές εταιρείες που θα αγοράσουν τα ρημαγμένα ερείπια έναντι πινακίου φακής, για να τα μετατρέψουν στη συνέχεια σε σύγχρονα, ακριβά συγκροτήματα κατοικιών... Οπως, δηλαδή, συνέβη στη Νέα Ορλεάνη πριν 11 χρόνια.
Τα προβλήματα αυτά είναι περισσότερα για όσους επιβίωσαν από τον τυφώνα «Κατρίνα» και δανείστηκαν για να ξανακτίσουν τα νοικοκυριά τους. Κάποιοι, έως σήμερα, δεν έχουν ξεπληρώσει καν τα προηγούμενα επισκευαστικά δάνεια που πήραν μετά τον τυφώνα «Κατρίνα» και θα πρέπει τώρα να ξαναδανειστούν!
Μέσα σε αυτό το κλίμα γενικευμένης καταστροφής των πιο φτωχών περιοχών της Λουιζιάνα, κάποια αμερικανικά δίκτυα έσπευσαν να αποδώσουν και τις σημερινές καταστροφικές πλημμύρες στις κλιματικές αλλαγές (υπαρκτό φαινόμενο - απόρροια της καπιταλιστικής ανάπτυξης σε βάρος του φυσικού περιβάλλοντος) και στην αύξηση της θερμοκρασίας στον Κόλπο του Μεξικού. Ορισμένοι, μάλιστα, τις χαρακτήρισαν «σπάνια» καιρικά φαινόμενα.
Είπαν ότι αυτές οι πλημμύρες ήταν «ιστορικές» και από αυτές «που συμβαίνουν μία φορά στα 500 χρόνια», εξαιτίας της μεγάλης ποσότητας βρόχινου νερού που έπεσε σε λίγο χρόνο στο κορεσμένο, από προηγούμενες πλημμύρες, έδαφος...
Είναι άραγε ακριβώς έτσι;
Τέτοιες εκτιμήσεις ειδικών υιοθετήθηκαν, σχεδόν αβλεπί, από διάφορα δίκτυα, κουκουλώνοντας, πολύ βολικά, όπως - όπως, τις ελλείψεις σε υποδομές αντιπλημμυρικών έργων ή τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση άλλων με «ηλικία» άνω των 50 ή και 60 ετών.
Ομως, τι εννοούν οι μετεωρολόγοι και τα ΜΜΕ όταν λένε «καταιγίδα, ιστορικών διαστάσεων, που συμβαίνει μία στα 500 χρόνια»; Είναι χαρακτηριστική η απάντηση που δίνουν οι ασφαλιστικές εταιρείες, που βεβαίως υπερασπίζονται τα δικά τους συμφέροντα. «Μία πλημμύρα στα 100 χρόνια», στην πραγματικότητα, λένε ειδικοί ασφαλιστές με βάση στατιστικά στοιχεία, έχει 26% πιθανότητες να εκδηλωθεί μέσα σε 30 χρόνια. Δηλαδή τουλάχιστον δύο φορές στη ζωή ενός ανθρώπου.
«Μία καταστροφική πλημμύρα που εκδηλώνεται ανά 200 χρόνια» στην πραγματικότητα έχει 14% πιθανότητες να συμβεί μέσα σε μία 30ετία. Πιο σπάνια αλλά όχι ασυνήθιστη, πάλι μέσα σε ορίζοντα 30ετίας, είναι η «καταιγίδα που παρατηρείται μία φορά στα 500 χρόνια», που στην πραγματικότητα έχει 6% πιθανότητες να εκδηλωθεί σε αυτό το διάστημα.
Τι συνέβη, όμως, στην περίπτωση της Λουιζιάνα;
Αλλες «καταστροφικές ιστορικές» πλημμύρες είχαμε μόλις τον περασμένο Μάρτη, οπότε και τότε περιοχές της Λουιζιάνα είχαν κηρυχθεί σε κατάσταση «εκτάκτου ανάγκης». Καταστροφές συνέβησαν και πριν περίπου ένα χρόνο, το καλοκαίρι του 2015, από παρόμοιες σφοδρές βροχοπτώσεις και πλημμύρες.
Συμπέρασμα; Οι πλημμύρες σε μία πολιτεία συνηθισμένη από τυφώνες δεν είναι «σπάνιο» αλλά συχνό φαινόμενο. Δεν θα φταίνε επομένως μόνο τα καιρικά φαινόμενα για τις καταστροφικές συνέπειες, αλλά κυρίως η έλλειψη επαρκών αντιπλημμυρικών έργων.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σε αυτή τη σφοδρή καταιγίδα δεν εκδηλώθηκαν πλημμύρες στη Ν. Ορλεάνη. Ενα μέρος της πόλης (και δη το πιο «ανεπτυγμένο» και πλέον σύγχρονο) μετά την ανοικοδόμηση του τυφώνα «Κατρίνα» διαθέτει πλέον τις κατάλληλες υποδομές και πιο αποτελεσματική αντιπλημμυρική θωράκιση.
Η Αμερικανική Ενωση Πολιτικών Μηχανικών, σε έκθεση που δημοσιοποίησε πριν περίπου τέσσερα χρόνια αποκλειστικά για τη Λουιζιάνα, διαπίστωσε μυριάδες προβλήματα σε αντιπλημμυρικές υποδομές της συγκεκριμένης πολιτείας (αναχώματα, φράγματα), σημαντικά προβλήματα και φθορές σε οδικά δίκτυα, ανυπαρξία ή κακό σχεδιασμό διαδρόμων διαφυγής και μαζικής εκκένωσης πληθυσμού...
Το 44% του οδικού δικτύου βρίσκεται σε κακή ή κάτω του μετρίου κατάσταση. Το 28% των γεφυρών έχει προβλήματα σταθερότητας ή είναι υπό κατάρρευση, αυξάνοντας σημαντικά το μεταφορικό κόστος στους κατοίκους της περιοχής. Πάνω από τα μισά φράγματα (που συνολικά είναι 550, εκ των οποίων τα 440 είναι ιδιωτικά!) είναι ηλικίας άνω των 50 ετών και χρειάζονται έργα συντήρησης. Από αυτά, τουλάχιστον 45 φράγματα αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο κατάρρευσης μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια. Επιδιορθώσεις, ενισχύσεις, επιχωματώσεις, υπερύψωση χρειάζονται χιλιάδες αναχώματα που υπάρχουν σε περιοχές έκτασης περίπου 5.024 χλμ.
Επιπλέον, το Ομοσπονδιακό Γραφείο Κυβερνητικής Ευθύνης (GAO), σε έκθεση που δημοσιοποίησε στις 17 Αυγούστου, σημειώνει ότι η πρόοδος που έχουν σημειώσει μηχανικοί του αμερικανικού στρατού σε έργα αντιπλημμυρικών υποδομών που υπάγονται στη FEMA (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Διαχείρισης Κρίσεων) είναι «ανεπαρκής και ελάχιστη ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ενίσχυση αντιπλημμυρικών αναχωμάτων». Γιατί; Λόγω έλλειψης κονδυλίων ή λόγω μεταβίβασης δημοσίων κεφαλαίων σε άλλες «πιο σημαντικές προτεραιότητες».
Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι νόμος που ψηφίστηκε το 2014 (γνωστός ως νόμος WRRDA) περί μεταρρύθμισης της διαχείρισης υδάτινων πόρων έδωσε το «πράσινο φως» για την έγκριση από το Κογκρέσο 395.000.000 δολαρίων για την ενίσχυση των αντιπλημμυρικών αναχωμάτων στις νότιες ΗΠΑ για πέντε χρόνια. Ωστόσο, έως σήμερα δεν έχει δοθεί ούτε ένα δολάριο!
Συνεπώς, και οι τελευταίες πλημμύρες στη Λουιζιάνα δεν ήταν αποτέλεσμα «θεομηνίας», αλλά μιας συγκεκριμένης λογικής, αυτής του καπιταλιστικού κέρδους. Κι αυτό θα συμβαίνει όσο η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα ανέχονται την καπιταλιστική βαρβαρότητα.