Παρασκευή 20 Απρίλη 2018
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Στο σημερινό 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» μπορείτε να διαβάσετε:

«ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ»: «Επιθετικό» σχέδιο προσέλκυσης επενδύσεων με «κράχτη» την αντιλαϊκή πολιτική

4η ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΕΕ: «Γεωπολιτικές αστάθειες», ενεργειακή εξάρτηση και νέα πεδία κερδοφορίας

ΔΝΤ: Εκκλήσεις να μην υποτιμηθούν οι κίνδυνοι νέας κρίσης περιέχει η έκθεση για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας

ΕΕ: Αντιθέσεις και σκληρό παζάρι για την κινεζική πρωτοβουλία «Μια Ζώνη, Ενας Δρόμος»

«ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ»
«Επιθετικό» σχέδιο προσέλκυσης επενδύσεων με «κράχτη» την αντιλαϊκή πολιτική

ΣΕΒ, κυβέρνηση και εργοδοτικός συνδικαλισμός, ενωμένοι και στοιχισμένοι πίσω από τον «εθνικό στόχο» της ανάκαμψης του κεφαλαίου, διαμορφώνουν τη στρατηγική έντασης της εκμετάλλευσης

Eurokinissi

ΣΕΒ, κυβέρνηση και εργοδοτικός συνδικαλισμός, ενωμένοι και στοιχισμένοι πίσω από τον «εθνικό στόχο» της ανάκαμψης του κεφαλαίου, διαμορφώνουν τη στρατηγική έντασης της εκμετάλλευσης
Την «πρότασή» του για την κάλυψη του «επενδυτικού κενού» στην ελληνική οικονομία παρουσιάζει ο ΣΕΒ την ερχόμενη βδομάδα, στο πλαίσιο του «διαλόγου» κυβέρνησης και «κοινωνικών εταίρων» αναφορικά με τη διαμόρφωση της λεγόμενης «εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής», που με τη σειρά της συγκαταλέγεται στις «προαπαιτούμενες» αντιλαϊκές παρεμβάσεις της 4ης «αξιολόγησης».

Ουσιαστικά, το «επενδυτικό κενό» στο οποίο εστιάζουν ο ΣΕΒ και τα αστικά επιτελεία, είναι το αποτέλεσμα της καταστροφής των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων, που εκδηλώθηκε στη διάρκεια της καπιταλιστικής κρίσης, με μορφές όπως η μαζική απαξίωση υποδομών, μηχανημάτων για την παραγωγή των εμπορευμάτων, με λουκέτα σε εργοστάσια και με άλλους τρόπους. Ακόμη και σήμερα, παρά τους όποιους ρυθμούς αναιμικής όσο και αβέβαιης ανάκαμψης, η μάζα των νέων επενδύσεων παραμένει χαμηλότερη από τις «αποσβέσεις», δηλαδή από την απαξίωση μηχανημάτων και υποδομών, λόγω της παλαιότητας, της φυσιολογικής φθοράς του στη διάρκεια του χρόνου κ.ά. Σε αυτό το επίπεδο, η αποκατάσταση της δυνητικής παραγωγικής ικανότητας στα επίπεδα που υπήρχαν πριν από την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης, θα απαιτήσει σειρά από νέες αντιλαϊκές παρεμβάσεις τόσο σε δημοσιονομικό επίπεδο (π.χ. ενίσχυση της φοροληστείας, κατακρεούργηση κοινωνικών κονδυλίων) όσο και σε άλλα μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα, με γνώμονα τη διαμόρφωση του κατάλληλου επιχειρηματικού περιβάλλοντος για την προσέλκυση των επενδυτών.

Σύμφωνα με τις επεξεργασίες του ΣΕΒ για το «επενδυτικό κενό»:

-- Η σημαντική «αποεπένδυση» που έχει σημειωθεί στα χρόνια της κρίσης φτάνει στα 100 δισ. ευρώ σωρευτικά στην περίοδο 2009-2017 και, όπως λένε, «υπονομεύει την παραγωγική ανασυγκρότηση» της χώρας.

-- Το ισοζύγιο των επενδύσεων (καθαρές προς ακαθάριστες) παρέμεινε αρνητικό το 2017 κατά -3,9% του ΑΕΠ. Πρόκειται για τη συνέχιση του φαινομένου (αν και με επιβραδυνόμενους ρυθμούς) της χαμηλότερης προσέλκυσης νέων επενδύσεων σε σχέση με τις αποσβέσεις. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΕΒ, Θ. Φέσσα, έχει αποτέλεσμα «να μην ανανεώνεται ο κεφαλαιουχικός εξοπλισμός της οικονομίας, να πλήττεται η παραγωγικότητά της και άρα η θέση της στον διεθνή επενδυτικό ανταγωνισμό και να μη δημιουργούνται νέες θέσεις απασχόλησης». Την ίδια στιγμή, στην ΕΕ «τρέχει» με ετήσιους ρυθμούς αύξησης των καθαρών επενδύσεων ύψους 3,3% του ΑΕΠ, διευρύνοντας περαιτέρω την «ψαλίδα» με την ελληνική οικονομία.

-- Το μερίδιο επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ΕΕ είναι στο 20%, ενώ στην Ελλάδα το 2017 ήταν στο 13%.

Ο ΣΕΒ κάνει λόγο για την ανάγκη υιοθέτησης ενός «φιλόδοξου και επιθετικού πακέτου οριζόντιων φιλοεπενδυτικών μεταρρυθμίσεων» για το σύνολο της οικονομίας, αλλά και ειδικότερων πολιτικών σε 9 κλάδους (μέταλλα και εξόρυξη, τρόφιμα, φάρμακα, Ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, εφοδιαστική αλυσίδα, εκπαίδευση, ψηφιακή οικονομία και κυκλική οικονομία), ώστε η Ελλάδα να υπερδιπλασιάσει τις επενδύσεις σε παραγωγικές δραστηριότητες από 7 έως 10 χρόνια, βελτιώνοντας αισθητά το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ της χώρας από 13% σήμερα σε 20% έως το 2025.

Σταθερή στρατηγική ανεξάρτητα από κυβερνητικές εναλλαγές

Ενόψει του «επενδυτικού συνεδρίου», ο πρόεδρος του Συνδέσμου, Θ. Φέσσας, επισημαίνει ότι «ο ΣΕΒ θεωρεί απαραίτητο ένα επιθετικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων για τη δημιουργία δομών, μηχανισμών και διαδικασιών επιτάχυνσης επενδύσεων, το οποίο επιταχύνει τη σύγκλιση με τις πρακτικές της ΕΕ και βελτιώνει τη συνολική επενδυτική απόδοση παράλληλα με τη βελτίωση των δημοσίων εσόδων».

Μεταξύ άλλων, προτείνουν «τη δημιουργία Εθνικού Συμβουλίου Επενδύσεων υπό τον πρωθυπουργό για την εποπτεία εφαρμογής του προγράμματος με συμμετοχή του ΣΕΒ και δέσμευση όλων των πολιτικών δυνάμεων στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων ανεξαρτήτως πολιτικών κύκλων και κυβερνητικών αλλαγών».

Μεταξύ άλλων, οι επιμέρους στόχοι που θέτει ο ΣΕΒ αφορούν:

  • Μείωση 30% του εταιρικού φόρου (άμεσα ή έμμεσα) στις νέες επενδύσεις και απλοποίηση των φορολογικών διαδικασιών.
  • Μείωση 30% του χρόνου αδειοδότησης μέχρι το 2020.
  • Μείωση 25% του βάρους που επιφέρουν τα εμπόδια και η γραφειοκρατία έως το 2020.
  • Μείωση 35% του χρόνου επίλυσης δικαστικών (διοικητικών) διαφορών έως το 2020.
  • Διπλασιασμό των ιδιωτικών επενδύσεων στην καινοτομία έως το 2023.
  • Αύξηση του μεριδίου της ψηφιακής οικονομίας στο ΑΕΠ κατά 4%.
Με το βλέμμα στην ανάκαμψη του κεφαλαίου

Οι «επισημάνσεις» και απαιτήσεις των βιομηχάνων, όπως και των υπόλοιπων τμημάτων του κεφαλαίου, έρχονται με τη σειρά τους να ενσωματωθούν στο «αναπτυξιακό σχέδιο» που διαμορφώνει από κοινού με το κεφάλαιο και τους «εταίρους» η κυβέρνηση.

Το πρόπλασμα του κυβερνητικού σχεδίου «αναπτυξιακής στρατηγικής» («Growth Strategy for the Future of Greece»), του λεγόμενου προγράμματος «ελληνικής ιδιοκτησίας», θα συζητηθεί στο Γιούρογκρουπ στις 27 Απρίλη, που συνεδριάζει στη Σόφια της Βουλγαρίας.

Το σχέδιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ έρχεται να ενσωματώσει τις υπάρχουσες μνημονιακές συμφωνίες, με κεντρικούς άξονες την «αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας», τη «διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας», την «ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και τις επενδύσεις», καθώς και τη διαμόρφωση, όπως λένε, «σύγχρονου κράτους και δημόσιας διοίκησης», πάντα υπό το πρίσμα της διευκόλυνσης των επιχειρηματικών ομίλων.

Την ίδια ώρα, το πρόσφατο «συμπληρωματικό μνημόνιο» με την Ευρωζώνη προβλέπει ότι «η αναπτυξιακή στρατηγική θα πρέπει να οικοδομηθεί επί μεσοπρόθεσμων σχεδίων δράσης», που αφορούν την Εκπαίδευση, τον «εκσυγχρονισμό» της δημόσιας διοίκησης και του δικαστικού συστήματος, καθώς και τη «στρατηγική κατά της διαφθοράς».

Μάλιστα, για το σκοπό αυτό, προβλέπεται η ίδρυση «Επιστημονικού Συμβουλίου Ανάπτυξης», με τη συμμετοχή επιχειρηματικών οργανώσεων (π.χ. ΣΕΒ), «συμβουλευτικής επιτροπής» ξένων επενδυτών, καθώς και των «κοινωνικών εταίρων». Ολοι μαζί, δηλαδή, ενωμένοι και στοιχισμένοι πίσω από τον «εθνικό στόχο» της ανάκαμψης, με τους εργαζόμενους υποταγμένους στην ένταση της εκμετάλλευσης!


Α. Σ.

4η ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΕΕ
«Γεωπολιτικές αστάθειες», ενεργειακή εξάρτηση και νέα πεδία κερδοφορίας

«Σε έναν αυξανόμενα αβέβαιο κόσμο, παραμένουμε ακόμη ισχυρά εξαρτημένοι από τα ορυκτά καύσιμα», σημείωσε ο επίτροπος Ενέργειας της ΕΕ, Μ. Κανιέτε, υπογραμμίζοντας την ανάγκη η ΕΕ να εμπλακεί πιο ενεργά στους ανταγωνισμούς για τον έλεγχο του ενεργειακού πλούτου στη ΝΑ Μεσόγειο
«Σε έναν αυξανόμενα αβέβαιο κόσμο, παραμένουμε ακόμη ισχυρά εξαρτημένοι από τα ορυκτά καύσιμα», σημείωσε ο επίτροπος Ενέργειας της ΕΕ, Μ. Κανιέτε, υπογραμμίζοντας την ανάγκη η ΕΕ να εμπλακεί πιο ενεργά στους ανταγωνισμούς για τον έλεγχο του ενεργειακού πλούτου στη ΝΑ Μεσόγειο
Η «ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού» της ΕΕ εν μέσω ενός ρευστού γεωπολιτικού σκηνικού απασχόλησε την 4η Ενεργειακή Σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες στις 12 Απρίλη, στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 500 εκπρόσωποι μονοπωλιακών ομίλων του χώρου της Ενέργειας αλλά και μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Σύνοδος ασχολήθηκε ειδικότερα με τα ζητήματα της ενεργειακής επάρκειας, τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), τα συστήματα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ, τα δίκτυα μεταφοράς και τις διασυνδέσεις μεταξύ των χωρών - μελών της ΕΕ, ως βασικό στοιχείο της «Ενεργειακής Ενωσης» και της λεγόμενης ασφάλειας εφοδιασμού, με στόχο τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας συνολικά των καπιταλιστικών οικονομιών της ΕΕ.

Ο επίτροπος Ενέργειας της ΕΕ, Μ. Κανιέτε, ο οποίος άνοιξε τις εργασίες της Συνόδου, έδωσε για μια ακόμη φορά το βασικό στίγμα της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ, ξεκαθαρίζοντας ότι η Ευρώπη μπορεί σταδιακά να αυξάνει τις εναλλακτικές πηγές Ενέργειας, ωστόσο οι ενεργειακές της ανάγκες αυξάνονται σε μεγαλύτερο βαθμό καθιστώντας την συστηματικά εξαρτημένη από τις εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων. Υπ' αυτές τις συνθήκες παρουσίασε ως δεδομένο ότι η Ρωσία θα παραμείνει ενεργειακός προμηθευτής - κλειδί για την ΕΕ και το επόμενο διάστημα, ωστόσο για να αποφύγει την εξάρτησή της από ένα μόνο προμηθευτή, γεγονός που θα την καθιστούσε ευάλωτη σε μια σειρά από κινδύνους, η ΕΕ θα πρέπει παράλληλα να ενισχύσει τη χρήση αμερικανικού Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (ΥΦΑ) στην εσωτερική της αγορά, αλλά και την πρόσβασή της στα αποθέματα φυσικού αερίου που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα στην Ανατολική Μεσόγειο.

«Περισσότερο από ποτέ ρευστή και αβέβαιη» η γεωπολιτική κατάσταση

Ο επίτροπος αναφέρθηκε και στην τρέχουσα γεωπολιτική κατάσταση χαρακτηρίζοντάς την «περισσότερο από ποτέ ρευστή και αβέβαιη». Σημείωσε δε ότι σε αυτό το περιβάλλον η βασική «πρόκληση» για την ΕΕ είναι ότι «σε έναν αυξανόμενα αβέβαιο κόσμο, παραμένουμε ακόμη ισχυρά εξαρτημένοι από τα ορυκτά καύσιμα και αυτή η εξάρτηση θα μειωθεί μόνο σταδιακά, παρά τη σημαντική πρόοδο στην ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών και της ενεργειακής εξοικονόμησης».

Παρέθεσε μάλιστα τα επίσημα στοιχεία της ΕΕ για τις εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων, οι οποίες το 2016 κάλυψαν το 88% του πετρελαίου που καταναλώθηκε στην ευρωπαϊκή αγορά, το 70% του φυσικού αερίου και το 40% των υπόλοιπων στερεών καυσίμων. Οι εισαγωγές θα βαίνουν αυξανόμενες χρόνο με το χρόνο, αφού σύμφωνα με τα βασικά σενάρια, η ΕΕ θα παράγει λιγότερα στερεά καύσιμα σε σχέση με σήμερα.

Σε αυτήν τη βάση, εκτός από την ενίσχυση του μεριδίου και των ΑΠΕ και της ενεργειακής εξοικονόμησης, που ως λύσεις αφορούν περισσότερο το μέλλον και εξαρτώνται και από άλλες εξελίξεις στον τομέα της τεχνολογίας και πρώτα απ' όλα βέβαια από τα περιθώρια κερδοφορίας για τους επιχειρηματικούς ομίλους, παρουσίασε τους δύο άμεσους στόχους που ιεραρχεί η ΕΕ για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών και τον περιορισμό της εξάρτησής της από έναν μόνο προμηθευτή: Πρώτον, την ενίσχυση του αμερικανικού ΥΦΑ στην ευρωπαϊκή αγορά και δεύτερον την άμεση πρόσβασή της στα ενεργειακά αποθέματα που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα στη ΝΑ Μεσόγειο.

Και οι δύο στόχοι, όπως και η πρόθεση της ΕΕ να παίξει στα «γεμάτα» στους ενεργειακούς σχεδιασμούς, ουσιαστικά αποτελούν προαναγγελία της ακόμα μεγαλύτερης όξυνσης των ανταγωνισμών που λαμβάνουν χώρα στην περιοχή, με επίδικο τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών όπως και των δρόμων μεταφοράς Ενέργειας και «σφαιρών επιρροής».

Ετσι, ο Μ. Κανιέτε ανήγγειλε ότι το αμέσως επόμενο διάστημα θα πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στην Αίγυπτο, για την υπογραφή «Μνημονίου ενεργειακής συνεργασίας» στο πλαίσιο των γενικότερων διαπραγματεύσεων που διεξάγει αυτό το διάστημα η ΕΕ ώστε το αιγυπτιακό φυσικό αέριο να εισέλθει στην ευρωπαϊκή αγορά. Αναφέρθηκε, τέλος, στη σημασία που αποδίδει η ΕΕ στην εξασφάλιση «ενεργειακής ασφάλειας και διαφοροποίησης» στο αμερικανικό ΥΦΑ λέγοντας ότι θα επιδιωχθεί το επόμενο διάστημα να εισέλθουν ακόμη περισσότερες αμερικανικές εταιρείες στην ευρωπαϊκή αγορά και ταυτόχρονα να ενισχυθούν οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης ΥΦΑ στην Ανατολική Ευρώπη αλλά και τα έργα διασύνδεσης των εθνικών συστημάτων φυσικού αερίου.

Τέλος, δεν παρέλειψε να επισημάνει το ρόλο της Ουκρανίας στην ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ, λέγοντας ότι στη διαμετακόμιση φυσικού αερίου είναι «στρατηγικής σημασίας» και πρόσθεσε ότι ένας τέτοιος ρόλος είναι προς το «αμοιβαίο συμφέρον της Ευρώπης, της Ουκρανίας και της Ρωσίας». Πρόκειται βέβαια για παρέμβαση με πολλούς αποδέκτες και στο εσωτερικό της ΕΕ, κατά βάση τη Γερμανία, η οποία προχωρά στην κατασκευή του «Nord Stream 2« για τη μεταφορά φυσικού αερίου από τη Ρωσία παρακάμπτοντας την Ουκρανία, εξέλιξη στην οποία αντιδρούν τόσο οι ΗΠΑ όσο και άλλα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη - μέλη της ΕΕ.

Σταθερό το καθεστώς επιδοτήσεων των ΑΠΕ

Αν και η ανάγκη για ορυκτά καύσιμα παραμένει ισχυρή, η ΕΕ συνεχίζει τις επενδύσεις στον τομέα των ΑΠΕ και των τεχνολογιών αποθήκευσης. Μιλώντας σχετικά με τις ΑΠΕ και την ανάγκη ενίσχυσης του μεριδίου τους στο συνολικό ενεργειακό μείγμα, η Gesine Meissner, πρόεδρος της Διακομματικής Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου «Θάλασσες, Ποταμοί, Νησιά και Παράκτιες Περιοχές», τάχθηκε υπέρ της πολιτικής επιδοτήσεων για την περαιτέρω ανάπτυξη ΑΠΕ. Είπε επίσης ότι η αξιοποίηση των υδάτων για την παραγωγή «πράσινης ενέργειας» θα πρέπει να επιδοτηθεί περισσότερο από τα ταμεία της ΕΕ και αναφέρθηκε στις τεράστιες επενδυτικές δυνατότητες που προσφέρει η αξιοποίηση των υδάτων για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας, περιλαμβάνοντας τη γεωθερμική και την Ενέργεια των κυμάτων.

Η επίτροπος Περιβάλλοντος, Θαλάσσιων Υποθέσεων και Αλιείας, K. Vella, ανέφερε ότι η ΕΕ τα τελευταία τρία χρόνια έχει χρηματοδοτήσει 17 μεγάλα ερευνητικά πρότζεκτ με 270 εκατ. ευρώ στον τομέα της Ερευνας για την παραγωγή Ενέργειας στους ωκεανούς, αναφέροντας ότι ο συγκεκριμένος τομέας παραγωγής Ενέργειας, σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, θα μπορούσε να προσφέρει μέχρι και το 10% της ενεργειακής ζήτησης στην Ευρώπη μέχρι το 2050.

Ο διευθύνων σύμβουλος της «WindEurope», της ένωσης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων αιολικής ενέργειας, G. Dickson, είπε ότι σήμερα οι εγκαταστάσεις αιολικής ενέργειας, με συνολική δυναμικότητα 169 GW, αποτελούν τη δεύτερη πηγή παραγωγής Ενέργειας στην Ευρώπη - παράγει το 12% όλου του ηλεκτρισμού σε επίπεδο ΕΕ. Πρόσθεσε ότι τα αιολικά πάρκα στη στεριά αποτελούν σήμερα τη φτηνότερη μορφή παραγωγής στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, ενώ και οι θαλάσσιες εγκαταστάσεις μειώνουν σταδιακά το κόστος τους κατά 60% τα τελευταία χρόνια. «Τώρα η Ευρώπη χρειάζεται ένα καλό δίκτυο για να μεγιστοποιήσει τα οφέλη που μπορεί να αποδώσει η αιολική ενέργεια», σημείωσε, θυμίζοντας τις ανάλογες παρεμβάσεις που γίνονται και στην Ελλάδα από τους εκπροσώπους των επιχειρήσεων αιολικής ενέργειας για «επενδύσεις» στα δίκτυα και τις διασυνδέσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και με τις γειτονικές χώρες, με στόχο βέβαια τη διαμόρφωση ενός συνολικού δικτύου εμπορικής «αξιοποίησης» και εξαγωγών Ενέργειας σε όλη την ΕΕ.

Ανταγωνισμοί σε όλα τα επίπεδα

Το πρόβλημα ωστόσο με την αιολική ενέργεια όπως και με τις ΑΠΕ συνολικότερα είναι ότι ακόμη δεν έχουν βρεθεί οι απαιτούμενες τεχνολογίες αποθήκευσης της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγουν τις ώρες αιχμής και να τροφοδοτούν το δίκτυο όταν οι εγκαταστάσεις ΑΠΕ είναι εκτός λειτουργίας.

Κατά τη διάρκεια της Συνόδου υπήρξαν αρκετές παρεμβάσεις από εκπρόσωπους εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της έρευνας συστημάτων αποθήκευσης, όπως ο G. Lescuyer, από τη γαλλική «Saft Beatteries», ο οποίος αναφέρθηκε στο τρέχον ερευνητικό πρόγραμμα της εταιρείας για την παραγωγή των «μπαταριών του μέλλοντος», χαμηλού κόστους και μεγάλης αποθηκευτικής ικανότητας.

Μόνο που αυτού του τύπου οι μπαταρίες βρίσκονται ακόμη σε επίπεδο ερευνών και αυτό ακριβώς ήταν το ζήτημα που έθεσαν κατά τη διάρκεια των παρεμβάσεών τους τόσο ο B. Salha, διευθύνων σύμβουλος της γαλλικής «EDF», από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής ηλεκτρισμού στον κόσμο, όσο και ο εκπρόσωπος της γερμανικής εταιρείας εμπορίας ηλεκτρισμού «Uniper», Κ. Scafer, η οποία έχει ισχυρή δραστηριότητα σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και σε ΗΠΑ, Ρωσία κ.α. Στη θεματική συνεδρία που συμμετείχαν με αποκλειστικό θέμα τις τεχνολογίες αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, σημειώθηκε ότι για να μπορέσει πράγματι η Ενέργεια που παράγεται από ΑΠΕ να ανταγωνιστεί τις παραδοσιακές μορφές, θα πρέπει να επιλυθεί το πρόβλημα της αποθήκευσης μεγάλων ποσοτήτων, ικανών να χρησιμοποιηθούν ανά πάσα στιγμή, όπως και της χρήσης τους σε κάθε είδους παραγωγική δραστηριότητα. Μέχρι τότε τα συμβατικά καύσιμα θα συνεχίσουν να διατηρούν την πρωτοκαθεδρία.

Σε αυτό το πνεύμα κινήθηκε και η ομιλία του εκπροσώπου της ιταλικής «Snam», M. Alver, η οποία είναι επικεφαλής της κοινοπραξίας που θα αποκτήσει, όπως όλα δείχνουν, τον ελληνικό ΔΕΣΦΑ, ενώ συμμετέχει με 20% στο μετοχικό κεφάλαιο του ΤΑP. Οπως είπε, αυτήν τη στιγμή «δεν υπάρχει καμία οικονομικά βιώσιμη εναλλακτική απέναντι στο φυσικό αέριο για μια σειρά από "ενεργειακά ευαίσθητες" βιομηχανίες» (εννοώντας τις παραδοσιακές ενεργοβόρες βιομηχανίες, όπως τα χαλυβουργεία, οι βιομηχανίες επεξεργασίας βωξίτη κ.ά.) και υπ' αυτήν την έννοια «το φυσικό αέριο θα συνεχίσει να παίζει στο μέλλον καθοριστικό ρόλο στην παραγωγική διαδικασία», είπε.

Είναι προφανές ότι το «ενεργειακό πρόβλημα» της Ευρώπης θα αποτελεί βασικό πεδίο διαβουλεύσεων για το επόμενο, μεγάλο χρονικό διάστημα στο εσωτερικό της ΕΕ και θα πυροδοτεί αντιπαραθέσεις μεταξύ των κρατών - μελών και των μονοπωλιακών ομίλων. Διαφορετικές τεχνολογίες καυσίμων και αντίστοιχα οικονομικά συμφέροντα θα διαγκωνίζονται, ενώ την ίδια στιγμή θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η ένταση του ανταγωνισμού και σε επίπεδο «προμηθευτών» της ΕΕ διαφορετικών ενεργειακών «προϊόντων» - όπως π.χ. του Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου των ΗΠΑ και του φυσικού αερίου μέσω αγωγών - αλλά και στην απευθείας πρόσβαση της ΕΕ στα ενεργειακά αποθέματα της ΝΑ Μεσογείου και όχι μόνο. Ανταγωνισμοί που, όπως δείχνουν και η κατάσταση στην περιοχή και η νέα ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Συρία, δε λύνονται μόνο ή κυρίως στα «τραπέζια» των συνόδων, αλλά όλο και πιο συχνά στα πεδία του ιμπεριαλιστικού πολέμου.


Φ. Κ.

ΔΙΕΘΝΕΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ
Εκκλήσεις να μην υποτιμηθούν οι κίνδυνοι νέας κρίσης

Η φετινή έκθεση για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας εκφράζει ανησυχία, υποκριτική «ευαισθησία» και προτροπές για συνέχιση της αντιλαϊκής επίθεσης του κεφαλαίου

Η διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, στη χτεσινή εκδήλωση με την Παγκόσμια Τράπεζα στην Ουάσιγκτον
Η διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, στη χτεσινή εκδήλωση με την Παγκόσμια Τράπεζα στην Ουάσιγκτον
Οι εκθέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ενός βασικού ιμπεριαλιστικού οργανισμού, όπου εκφράζονται και οι εσωτερικές αντιθέσεις και συμβιβασμοί ανάμεσα στο αμερικανικό και ευρωενωσιακό κεφάλαιο και αναδυόμενες καπιταλιστικές δυνάμεις, όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία και άλλες, έχουν πάντα ενδιαφέρον και καταγράφουν τάσεις, που ωστόσο πρέπει να παίρνονται υπόψη στη σχετικότητά τους.

Η τελευταία έκθεση για τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές (World Economic Outlook 2018), που παρουσιάστηκε την περασμένη Τρίτη, προσπαθεί να μην υπερτονίσει τη σχετική ανάκαμψη που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια - μετά τη συγχρονισμένη καπιταλιστική κρίση του 2009 - αλλά σαφέστατα προειδοποιεί τους πολιτικούς εκπροσώπους του κεφαλαίου, τις αστικές κυβερνήσεις να μην χαλαρώσουν (δηλαδή, να συνεχιστούν η αντιλαϊκή πολιτική και το ξήλωμα εργασιακών δικαιωμάτων που θεωρούνται κόστος για την εργοδοσία), γιατί ο κίνδυνος να κυλίσει η οικονομία πάλι σε φάση επιβράδυνσης είναι πολύ πιθανός τα αμέσως επόμενα χρόνια.

Οι προβλέψεις των τεχνοκρατών

Οπως προβλέπουν οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ, η παγκόσμια οικονομία θα κινηθεί με ρυθμό ανάπτυξης (ΑΕΠ) το 2018 και το 2019 της τάξης του 3,9%, συνεχίζοντας μια ανοδική φάση που διαφάνηκε από το 2017 οπότε ήταν στο 3,8%. Η πρόβλεψη αυτή αποδίδεται στην «ισχυρή δυναμική, στο ευνοϊκό κλίμα στις αγορές, στις χαλαρές χρηματοπιστωτικές συνθήκες και τις εγχώριες και διεθνείς επιδράσεις της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής στις ΗΠΑ», ενώ προστίθεται ότι «η μερική ανάκαμψη των τιμών των πρώτων υλών θα επιτρέψει τη σταδιακή βελτίωση των συνθηκών για τους εξαγωγείς εμπορευμάτων».

Για την Ευρωζώνη, το ΔΝΤ προβλέπει ελαφρά αύξηση της ανάπτυξης από 2,3% το 2017 στο 2,4% φέτος, ενώ για το 2019 προβλέπει επιβράδυνση, στο 2%. Για τις ΗΠΑ προβλέπει μεγαλύτερη επιτάχυνση της ανάπτυξης, από το 2,3% στο 2,9% φέτος και επιβράδυνση στο 2,7% το 2019.

Για την Κίνα, η επιβράδυνση της ανάπτυξης προβλέπεται με αργό ρυθμό: Από το 6,9% το 2017 στο 6,6% και στο 6,4% φέτος και το 2019, αντίστοιχα. Στην Ιαπωνία προβλέπεται, επίσης, επιβράδυνση της ανάπτυξης από το 1,7% πέρυσι στο 1,2% φέτος και 0,9% το 2019, για τη Βρετανία, από 1,8 το 2017 σε 1,6% το 2018 και 1,5% το 2019. Επίσης, ενδεικτικά αναφέρουμε κάποιες ακόμα μεγάλες χώρες και τις μεταβολές στις τρεις χρονιές: Ρωσία από 1,5 σε 1,7% και 1,5%. Ινδία από 6,7 σε 7,4% και 7,8%. Γερμανία από 2,5 σταθεροποίηση το 2018 σε 2,5% και πτώση σε 2% το 2019. Γαλλία από 1,8% σε 2,1% και 2%. Βραζιλία από 1% σε 2,3% και 3,5%.

Κίνδυνοι νέας κύλισης σε επιβράδυνση

Μεσοπρόθεσμα, το ΔΝΤ προβλέπει μικρή επιβράδυνση της ανάπτυξης, στο 3,7%. Αφού, όπως δηλώνεται στην έκθεση, «μόλις ολοκληρωθεί η κυκλική ανάκαμψη και η επίδραση από τη δημοσιονομική στήριξη στις ΗΠΑ, οι προοπτικές για τις ανεπτυγμένες οικονομίες παραμένουν ήπιες, δεδομένου του χαμηλού δυνητικού ρυθμού ανάπτυξής τους». Στη συνέχεια προστίθεται ότι «στις αναδυόμενες αγορές και αναπτυσσόμενες οικονομίες, η ανάπτυξη θα παραμείνει κοντά στα επίπεδα του 2018 -19, καθώς η σταδιακή ανάκαμψη των εξαγωγών πρώτων υλών και η προβλεπόμενη επιτάχυνση της ανάπτυξης της Ινδίας θα αντισταθμίσουν κάπως τη σταδιακή επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας και την επάνοδο των αναδυόμενων αγορών της Ευρώπης στο χαμηλότερο μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξής τους». Σημειώνεται ότι 40 αναδυόμενες αγορές και αναπτυσσόμενες οικονομίες αναμένεται να αναπτυχθούν με βραδύτερο ρυθμό από τις προηγμένες οικονομίες, αποτυγχάνοντας να περιορίσουν τα εισοδηματικά κενά σε σχέση με την ομάδα πιο αναπτυγμένων χωρών. Και καταλήγει στο σημείο αυτό: «Παρά τις ισχυρές προβλέψεις και το οικονομικό κλίμα, η παρούσα δυναμική δεν είναι διασφαλισμένη. Παρόλο που ο κίνδυνος για ανατροπές είναι ισορροπημένος για τα επόμενα τρίμηνα, κίνδυνοι μακροπρόθεσμα δεν πρέπει να υποτιμώνται».

Ως κίνδυνοι για την κύλιση σε νέο κύκλο επιβράδυνσης και κρίσης αναφέρονται η «στροφή σε εσωστρεφείς πολιτικές που πλήττουν το διεθνές εμπόριο» (πρόκειται για αναφορά στην πολιτική εθνικού προστατευτισμού που προωθεί πρωτίστως η κυβέρνηση των ΗΠΑ) και η «επιδείνωση των γεωπολιτικών εντάσεων» (βλέπε αντικειμενική διαδικασία όξυνσης των ανταγωνισμών σε μια σειρά πεδίων όπου συγκρούονται ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις: Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική, Ουκρανία, Ασία - Ειρηνικός).

Μάλιστα, ο διευθυντής του Τμήματος Ερευνας του ΔΝΤ, επικεφαλής της ομάδας που συνέταξε την έκθεση, Μορίς Ομπστφελντ, στη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου για την παρουσίασή της, τόνισε χαρακτηριστικά, αναφορικά με τις προβλέψεις για τα επόμενα χρόνια: «Τώρα, όλα αυτά είναι πολύ καλά βραχυπρόθεσμα νέα, αλλά πέρα από αυτό, οι πιο μακροπρόθεσμες προοπτικές είναι πιο απογοητευτικές. Οι προηγμένες οικονομίες - οι οποίες αντιμετωπίζουν τη γήρανση του πληθυσμού, ποσοστά μειωμένης συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας - πιθανότατα δεν θα ανακτήσουν σύντομα τους ρυθμούς αύξησης, που απολάμβαναν πριν από την παγκόσμια οικονομική κρίση». Πρόσθεσε ότι το ζήτημα του παγκόσμιου χρέους (δημόσιου και ιδιωτικού), ύψους 164 τρισ. δολαρίων, είναι από τα πιο σοβαρά προβλήματα.

Την Τετάρτη δημοσιεύτηκαν τα στοιχεία γι' αυτόν τον δείκτη που δείχνουν ανησυχητικά. Συγκεκριμένα, το παγκόσμιο δημόσιο χρέος έφτασε το 82,4% του ΑΕΠ το 2017, ενώ στις αναπτυγμένες οικονομίες διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στο 105,4% του ΑΕΠ. Το υψηλό αυτό ποσοστό προκύπτει κυρίως από το χρέος της Ιαπωνίας (236,4% του ΑΕΠ) και των ΗΠΑ (107,8% του ΑΕΠ). Το χρέος της Ευρωζώνης είναι στο 86,6% του ΑΕΠ και εκτιμάται ότι έως το 2023 θα υποχωρήσει στο 71,7%, ενώ μικρότερη μείωση (στο 229,6%) προβλέπει για το χρέος της Ιαπωνίας. Αντίθετα, για τις ΗΠΑ προβλέπει ότι το χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται για να φτάσει στο 116,9% του ΑΕΠ το 2023. Στις αναδυόμενες οικονομίες και χώρες μεσαίου εισοδήματος, το δημόσιο χρέος κινείται κατά μέσο όρο κοντά στο 50% του ΑΕΠ.

Το ΔΝΤ προσθέτει ότι «τα υψηλά χρέη και ελλείμματα εμποδίζουν τη δυνατότητα των κυβερνήσεων να αντιδράσουν με μία ισχυρή δημοσιονομική στήριξη της οικονομίας στην περίπτωση καθοδικής φάσης της. Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι μία αδύναμη δημοσιονομική θέση αυξάνει το βάθος και τη διάρκεια της ύφεσης».

Στο διά ταύτα, εκκλήσεις για περισσότερα αντιλαϊκά μέτρα

Αναμενόμενα είναι και τα συμπεράσματα και οι προτάσεις στις οποίες καταλήγουν οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ και προβάλλουν ως λύση για τον εξορθολογισμό του καπιταλιστικού συστήματος και την «ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς». Συγκεκριμένα, θεωρούν ότι «η τρέχουσα κυκλική ανάκαμψη προσφέρει στους διαμορφωτές πολιτικής (σ.σ. εννοούν τους πολιτικούς εκπροσώπους του κεφαλαίου) μια ιδανική ευκαιρία να καταστήσουν τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη ισχυρότερη, πιο ανθεκτική και πιο περιεκτική. Οι σημερινές καλές εποχές δεν θα διαρκέσουν για πολύ, αλλά οι υγιείς πολιτικές μπορούν να επεκτείνουν την τρέχουσα ανάκαμψη μειώνοντας ταυτόχρονα τους κινδύνους που προκαλούν αναταράξεις. Οι χώρες πρέπει να ανοικοδομήσουν τα δημοσιονομικά αποθέματα για να θεσπίσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να προωθήσουν προσεκτικά τη νομισματική πολιτική σε ένα περιβάλλον που είναι ήδη περίπλοκο και δύσκολο». Σε απλή γλώσσα αυτό μεταφράζεται σε συνέχιση της πολιτικής που ευνοεί τους μονοπωλιακούς ομίλους και χτυπάει εργατικά - λαϊκά δικαιώματα στον μισθό, στις συνθήκες δουλειάς, στην κοινωνική πρόνοια και τη σύνταξη.

Επίσης, το ΔΝΤ απευθύνει εκκλήσεις να αποφευχθεί ένας «εμπορικός πόλεμος» με αφορμή τις πρόσφατες κυρώσεις και αντικυρώσεις των ΗΠΑ και της Κίνας, αρχικά για τα προϊόντα χάλυβα και αλουμινίου και στη συνέχεια για μεγάλη γκάμα προϊόντων ή τις κυρώσεις κατά χωρών της ΕΕ. Αναφέρονται ως «θετικές» εξελίξεις οι διάφορες διεργασίες για τη συγκρότηση διακρατικών καπιταλιστικών ενώσεων, όπως η νέα συμφωνία με την επωνυμία Ολοκληρωμένη και Προοδευτική Διειρηνική Συνεργασία (Comrehensive and Progressive Trans-Pacific Partnership, CPTTP), όπου συμμετέχουν οι 11 χώρες (Καναδάς, Ιαπωνία, Σουλτανάτο του Μπρουνέι, Βιετνάμ, Σιγκαπούρη, Μαλαισία, Αυστραλία, Χιλή, Μεξικό, Νέα Ζηλανδία και Περού), που είναι μετεξέλιξη της Διειρηνικής Συμφωνίας, από την διαπραγμάτευση της οποίας αποχώρησαν οι ΗΠΑ με απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ. Οπως η Διαφρικανική Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου, όπου συμμετέχουν πάνω από 40 χώρες της ηπείρου.

Γίνεται επίσης λόγος, όπως και στο φετινό Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, στο γεγονός ότι τα αποτελέσματα της οικονομικής ανάπτυξης δεν τα απολαμβάνουν όλοι το ίδιο και διατυπώνονται ευχολόγια για αμοιβαία συνεργασία, επωφελή για όλες τις χώρες, όπως και υποκριτικές διακηρύξεις περί της «ασφάλειας των εργαζομένων από τις επικείμενες τεχνολογικές αλλαγές που θα μπορούσαν να μεταβάλουν ριζικά τη φύση της εργασίας».

Στην ίδια λογική και το διευρυνόμενο αντιλαϊκό παζάρι εντάσσεται και η αναφορά που γίνεται στην Ελλάδα. Στη λεγόμενη «μεταμνημονιακή εποχή» προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης στο 2% για το 2018 (από 2,6% στην προηγούμενη έκθεση, του Οκτώβρη) και 1,8% για το 2019. Το σχετικό χαμήλωμα του πήχη είναι και ο προπομπός για τη συνέχιση του αντιλαϊκού μπαράζ με μεγαλύτερη καρατόμηση του ήδη χαμηλού αφορολόγητου ορίου από το 2019 και χτύπημα συντάξεων και μάλιστα νωρίτερα από ό,τι προβλεπόταν. Ταυτόχρονα τονίζονται οι λεγόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που τσακίζουν τη ζωή των εργατών και των λαϊκών στρωμάτων.


Δ. Κ.

«ΜΙΑ ΖΩΝΗ, ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ»
Σκληρότερο παζάρι επιδιώκει η ΕΕ, ενώ οξύνονται οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της

«Ανησυχίες» για τους «στρατηγικούς στόχους» της Κίνας εκφράζουν οι ευρωπαϊκοί όμιλοι, θέλοντας να συμμετάσχουν στα επενδυτικά και ενεργειακά σχέδια με τους δικούς τους όρους

Ο χάρτης του «νέου δρόμου του μεταξιού»
Ο χάρτης του «νέου δρόμου του μεταξιού»
Σκληρότερη «γραμμή» για τους όρους συμμετοχής των ευρωπαϊκών ομίλων στην κινεζική πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ενας Δρόμος» επιδιώκει να υιοθετήσει η ΕΕ μπροστά στον κίνδυνο οι κινεζικές επιχειρήσεις να έχουν το «πάνω χέρι» και να προωθηθούν οι γεωπολιτικοί σχεδιασμοί της Κίνας. Την ίδια στιγμή, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις εντός της ΕΕ οδηγούν σε διαφορετική στάση του κάθε κράτους - μέλους, για λογαριασμό των επιχειρηματικών ομίλων που εκπροσωπεί το καθένα.

Αυτό αναδείχτηκε και από την αναφορά που συνέταξαν αυτήν τη βδομάδα οι Ευρωπαίοι πρέσβεις των 27 από τα 28 κράτη - μέλη της ΕΕ στο Πεκίνο, και η οποία δεν υπεγράφη από τον Ούγγρο πρέσβη. Η γιγαντιαίων διαστάσεων πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ενας Δρόμος», που κοστολογείται περίπου στα 900 δισ. δολάρια (727 δισ. ευρώ), περιλαμβάνει δρόμους, σιδηροδρόμους, λιμάνια, αγωγούς αερίου και άλλα ενεργειακά σχέδια, που θα ενώνουν την Κίνα μέσω στεριάς και θάλασσας με τη Νοτιοανατολική Ασία, το Πακιστάν και την Κεντρική Ασία, τη Μέση Ανατολή, την Ευρώπη και την Αφρική. Οι νέοι «δρόμοι του μεταξιού» περνάνε από 65 χώρες και 6 οικονομικούς διαδρόμους - 3 εκ των οποίων καταλήγουν στην Ευρώπη - και στοχεύουν στο να εδραιώσουν οικονομικά και γεωπολιτικά την Κίνα ως παγκόσμια υπερδύναμη στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα.

Οι 27 Ευρωπαίοι πρέσβεις προειδοποίησαν ότι το κινεζικό σχέδιο «έρχεται σε αντίθεση με την ατζέντα της ΕΕ για την απελευθέρωση του εμπορίου και ωθεί την ισορροπία εξουσίας υπέρ των επιδοτούμενων κινεζικών εταιρειών». Τονίζουν πως οι ευρωπαϊκοί όμιλοι πρέπει να συμμετέχουν στην κινεζική πρωτοβουλία, αλλά επιβάλλοντας τα δικά τους συμφέροντα: «Δεν πρέπει να αρνηθούμε να συνεργαστούμε, όμως θα πρέπει να δηλώσουμε ευγενικά αλλά σταθερά τους όρους μας», δήλωσε υψηλόβαθμος διπλωμάτης της ΕΕ στην «Handelsblatt», προσθέτοντας ότι οι κινεζικές επιχειρήσεις τυγχάνουν προνομιακής μεταχείρισης στην ανάθεση δημοσίων συμβάσεων.

Οι πρέσβεις, αναφερόμενοι στην ηγετική θέση που διεκδικεί η Κίνα - δηλαδή οι ισχυροί μονοπωλιακοί όμιλοι - ανησυχούν ότι «θέλει να διαμορφώσει την παγκοσμιοποίηση στα μέτρα των δικών της συμφερόντων» και προτρέπουν τα κράτη - μέλη της ΕΕ να υιοθετήσουν μια κοινή στρατηγική πίεσης προς το Πεκίνο, για να ανοίξει την προσφορά για βασικά έργα υποδομής.

Σχολιάζοντας την έκθεση με δήλωση στη «Deutsche Welle», το Εμπορικό Επιμελητήριο της ΕΕ στην Κίνα κάλεσε πάλι το Πεκίνο να ξεκλειδώσει τις αγορές του σε ξένους «παίκτες»: «Η επιτυχία της πρωτοβουλίας θα βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στις ανοικτές αγορές, στο ισορροπημένο εμπόριο, στη διαφάνεια και την αμοιβαιότητα» και πρέπει «να εφαρμοστούν διαφανείς διαδικασίες δημόσιων διαγωνισμών που θα επιτρέψουν στις ευρωπαϊκές και κινεζικές εταιρείες και ιδιαίτερα στις ιδιωτικές εταιρείες, να ανταγωνίζονται σε ισότιμους όρους».

«Αθέμιτο ανταγωνισμό» βλέπουν οι ευρωπαϊκοί όμιλοι

«Αυτήν τη στιγμή, οι ευρωπαϊκές εταιρείες πρέπει να ανταγωνίζονται τις κινεζικές, οι οποίες απολαμβάνουν σχεδόν απεριόριστη πίστωση από τις κινεζικές κρατικές τράπεζες», υπογραμμίζει στην «Deutsche Welle» ο Τόμας Εντερ, ερευνητικός συνεργάτης στο Ινστιτούτο Μελετών για την Κίνα Mercator (MERICS) στο Βερολίνο, τη μεγαλύτερη δεξαμενή σκέψης στην Ευρώπη που εστιάζει αποκλειστικά στην Κίνα.

Ο ίδιος πρόσθεσε πως πριν ακόμη οριστικοποιηθούν τα σχέδια για τον νέο «δρόμο του μεταξιού», η ΕΕ έχει ήδη δει μείωση του μεριδίου της στο εμπόριο με αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες λόγω των μεγάλων κινεζικών επενδύσεων σε Ασία και Αφρική. Χρειάζεται πίεση προς την Κίνα να ενισχύσει τη διαφάνεια στη διαδικασία προμηθειών, διαφορετικά η ευρωπαϊκή πρόσβαση στο έργο θα είναι «μόνο περιθωριακή». Αναφέρθηκε στη φιλοδοξία του Πεκίνου, μέσω του νέου «δρόμου του μεταξιού», να επεκτείνει την παρουσία και τα κέρδη των κινεζικών ομίλων στο εξωτερικό, οι οποίοι ενθαρρύνονται να αγοράζουν εξαρτήματα και πρώτες ύλες από την Κίνα, όπου είναι δυνατόν.

Από την πλευρά του ο Ντάμιεν Τόμπιν, λέκτορας στην κινεζική επιχειρηματικότητα και διοίκηση επιχειρήσεων στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών του Λονδίνου (SOAS), πιστεύει ότι η ΕΕ θα εξακολουθήσει να επωφελείται εξαιρετικά από την ολοκλήρωση του έργου, καθώς πολλές από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εκπροσωπούνται επίσης σε χώρες κατά μήκος της εμπορικής διαδρομής και επιπλέον «διατηρούν σημαντικά πλεονεκτήματα σε μεταγενέστερες τεχνολογίες και στη χρηματοδότηση». Σίγουρα, όμως, τα κράτη - μέλη της ΕΕ θα επωφεληθούν από μια πιο ενιαία στάση απέναντι στις κινεζικές επενδύσεις, επισημαίνει.

Ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός εντός ΕΕ

Κάθε κράτος - μέλος της ΕΕ διαπραγματεύεται ξεχωριστά με την Κίνα, θέλοντας να αποκομίσει τα μεγαλύτερα οφέλη για λογαριασμό των δικών του ομίλων στον ανταγωνισμό με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη. Με αυτήν την έννοια, ο Τ. Εντερ σημειώνει πως στην προσπάθειά τους τα ευρωπαϊκά κράτη να προσελκύσουν νέες κινεζικές επενδύσεις, «η Κίνα έχει ήδη επιτύχει πολλές φορές στην υπονόμευση της συνοχής της ΕΕ».

Ενδεικτική είναι η άρνηση της Ουγγαρίας να υπογράψει την έκθεση των πρέσβεων, επιδιώκοντας να επωφεληθεί από την επένδυση της Κίνας στην Ανατολική Ευρώπη σε σιδηροδρόμους, αυτοκινητοδρόμους και μονάδες ηλεκτροπαραγωγής. Ακόμη, η Ουγγαρία και η Ελλάδα αρνήθηκαν να υπογράψουν την επικριτική αναφορά της ΕΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Κίνα και μετά την απόφαση του δικαστηρίου σχετικά με τη διαμάχη για τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας.

Αλλά και μονοπωλιακοί όμιλοι ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, όπως η Γερμανία, η Αυστρία, η Ολλανδία επιδιώκουν ενεργή συμμετοχή στα έργα. Χαρακτηριστικά, ο διευθύνων σύμβουλος της «Siemens», Τζο Κέζερ, είπε στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ τον περασμένο Γενάρη: «Το "Μία Ζώνη, Ενας Δρόμος" θα είναι ο νέος Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου - είτε μας αρέσει, είτε όχι...».

Με μια αντιπροσωπεία 250 κυβερνητικών και επιχειρηματικών εκπροσώπων, η αυστριακή κυβέρνηση πραγματοποίησε πολυήμερη επίσκεψη στην Κίνα (από 7 Απρίλη) με αφορμή και το Οικονομικό Φόρουμ Μποάο για την Ασία. Ο καγκελάριος, Σεμπάστιαν Κουρτς, δήλωσε ενόψει της επίσκεψης πως η κινεζική πρωτοβουλία «Μια ζώνη, Ενας Δρόμος» ανοίγει ευκαιρίες για τις δύο χώρες να ενισχύσουν τη συνεργασία τους: «Θεωρώ ότι οι Μεταφορές, η Ενέργεια και οι Τηλεπικοινωνίες, οι αειφόρες τεχνολογίες, η ανάπτυξη της υπαίθρου, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και το ηλεκτρονικό εμπόριο είναι ελκυστικοί τομείς με εξειδικευμένη τεχνογνωσία».

Ο Ολλανδός πρωθυπουργός, Μαρκ Ρούτε, βρέθηκε το ίδιο διάστημα στην Κίνα (8 - 12 Απρίλη), όπου συναντήθηκε με τον Κινέζο ομόλογό του, Λι Κετσιάνγκ. Σε συνέντευξή του στη «South China Morning Post», σημείωσε πως «πολλές ολλανδικές επιχειρήσεις θα ήθελαν πολύ να συμμετέχουν» στο κινεζικό επενδυτικό σχέδιο, ιδιαίτερα όσες «δραστηριοποιούνται στην εφοδιαστική αλυσίδα (Logistic) και στην τεχνολογία», αν η Κίνα ήταν πρόθυμη «να ανοίξει τη διαδικασία υποβολής προσφορών σε ξένες εταιρείες». Αυτό συζητήθηκε και στη συνάντηση των δύο πρωθυπουργών.

Γενικότερα, «η προσέγγιση της κινεζικής πρωτοβουλίας ως προβλήματος δεν βοηθά. Πρέπει να την προσεγγίσουμε ως ευκαιρία, χωρίς να είμαστε αφελείς για το τι μπορεί να βρίσκεται από πίσω και τι θέλει να επιτύχει ο καθένας από αυτό», πρόσθεσε.

Μάλιστα, εξέφρασε την ικανοποίησή του για την εβδομαδιαία σύνδεση αμαξοστοιχίας εμπορευμάτων με την Κίνα σε 16 μέρες, που άνοιξε τον Μάρτη, συνδέοντας την πόλη Γίγου, έξω από την Σαγκάη, με λιμάνι του Αμστερνταμ. Ο σιδηρόδρομος αποτελεί μέρος μιας διαδρομής μήκους 11.000 χλμ. μεταξύ Κίνας και Ευρώπης μέσω Μογγολίας και Ρωσίας.

Ανησυχία για πολιτική επιρροή στα Βαλκάνια

Γερμανικές επιχειρήσεις επιδιώκουν «μπάσιμο» στην κινεζική πρωτοβουλία και η Γερμανία συμμετέχει στην Ασιατική Τράπεζα Υποδομών και Επενδύσεων που τη χρηματοδοτεί, ωστόσο η Γερμανίδα καγκελάριος, Αγκελα Μέρκελ, προειδοποίησε την Κίνα τον περασμένο Φλεβάρη οι επενδύσεις της στα βαλκανικά κράτη να μη συνοδευτούν από πολιτικές βλέψεις.

Για τα Βαλκάνια, την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη προβλέπεται ένα επενδυτικό κεφάλαιο ύψους 3 δισ. δολαρίων και μια πιστωτική γραμμή ύψους 10 δισ. δολαρίων, ως μέρος του «δρόμου του μεταξιού». Ανάμεσα στα έργα υποδομής και Ενέργειας που θα χρηματοδοτηθούν είναι ένα αεροδρόμιο στη Βουλγαρία, δύο πυρηνικοί αντιδραστήρες στη Ρουμανία και μια σιδηροδρομική γραμμή μεταξύ Σερβίας και Ουγγαρίας.

«Αντιλαμβάνομαι από πού προέρχονται οι ανησυχίες» της καγκελαρίου, είπε ο Ολλανδός πρωθυπουργός στην ίδια συνέντευξη, «αλλά δεν ανησυχώ πολύ, ιδιαίτερα στα Βαλκάνια». Πάντως, πιστεύει ότι η ΕΕ χρειάζεται «μια ολοκληρωμένη στρατηγική για το πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο αυτήν την πρωτοβουλία» και μάλιστα εκτιμά ότι η επίτευξη συναίνεσης εντός της ΕΕ μπορεί να γίνει και μέσα σε αυτόν το μήνα.


Ε. Μ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ