Πέμπτη 20 Μάρτη 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
«Ελα να δεις» διαχρονικά επίκαιρο...

Την τρέχουσα βδομάδα διέπει μετριοπάθεια, που αναμασά, που μηρυκάζει... Σώζεται αποκλειστικά και μόνο από δύο κορυφαίες σοβιετικές επανεκδόσεις στο Αλεξάνδρα new star art cinema (Καλλιθέα) και την απόλυτα ενδιαφέρουσα κινέζικη «Αίσθηση Αμαρτίας» (2013) του Ζία Ζανγκ-κε που συνεχίζει για 2η βδομάδα, στο «Αστυ».

Σε επανέκδοση κανονικά, ο Σοβιετικός «Αμλετ» (1964) του Γκριγκόρι Κόζιντσεφ, αλλά και τρεις ειδικές προβολές - λόγω πολιτικής επικαιρότητας - του αντιπολεμικού αριστουργήματος του Ελεμ Κλίμοφ, «Ελα να δεις» (1985). Σάββατο 22, Κυριακή 23 και Τρίτη 25 Μαρτίου, στις 12.00 και τις 14.30 το μεσημέρι, στην αίθουσα 1 του Αλεξάνδρα. Πρόκειται για συγκλονιστικό έπος που ξεσκεπάζει τις φρικαλεότητες των ναζιστών στη Λευκορωσία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Στο επίκεντρο ο δωδεκάχρονος Φλόρια που, κατά τη διάρκεια της ταινίας, γερνά. Τα μαλλιά του ασπρίζουν και πέφτουν και το πρόσωπό του χαρακώνεται απ' τις ρυτίδες καθώς βρίσκεται συνέχεια αντιμέτωπος με την ανείπωτη φασιστική κτηνωδία...

Πρεμιέρα για την τρισδιάστατη, μεταγλωττισμένη στα ελληνικά «ΤΑΙΝΙΑ LEGO» (2014). Κινούμενα σχέδια σε υπολογιστή και τεχνική stop-motion, για μικρά παιδιά, των Φιλ Λορντ και Κρις Μίλερ, με φωνές γνωστών χολιγουντιανών σταρ. Πρεμιέρα επίσης για το «Need for Speed» (2014) του Σκοτ Γουό με καυτές τετράτροχες κόντρες που ξεπηδούν από το βιντεοπαιχνίδι και προσγειώνονται - όπως τόσα άλλα - στη μεγάλη οθόνη...

ΓΚΡΙΓΚΟΡΙ ΚΟΖΙΝΤΣΕΦ
Αμλετ

Εργο συλλογικό, υπογεγραμμένο από τον ταλαντούχο και αυστηρό σκηνοθέτη Γκριγκόρι Κόζιντσεφ και μια αξιοζήλευτη ομάδα καλλιτεχνών (Μπόρις Πάστερνακ, Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι), η συμβολή της Σοβιετικής Ενωσης στην επέτειο των 400 χρόνων από τη γέννηση του Σαίξπηρ το 1964. Τεράστια πρόκληση για τον σοβιετικό κινηματογράφο, μια ταινία πάνω σε ένα αριστούργημα της κλασικής λογοτεχνίας. Η ταινία κόστισε 8 ολόκληρα χρόνια σκληρής δουλειάς, συγγραφής κυρίως και προετοιμασίας των ηθοποιών, ενώ οι Αρχές τής παρείχαν τεράστια διαθεσιμότητα σε μέσα. Το μεγαθήριο του Σοβιετικού σινεμά «Αμλετ» (1964) όχι απλά δεν προδίδει τις θεατρικές του ρίζες αλλά επιπροσθέτως εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις ιδιομορφίες του σινεμά.

Ο «Αμλετ» του Κόζιντσεφ, ρεαλιστική οπτική ερμηνεία της μελοδραματικής υπόθεσης του έργου, μια συμφωνία σε μαύρο και άσπρο - που κόβει την ανάσα - αξιοποιεί πότε τον δυναμικό και πότε τον κλειστοφοβικό φακό της κάμερας και δημιουργεί πολλαπλές επιστρώσεις, ευνοώντας, σε μεγάλο βαθμό, τα μακρινά πλάνα και κρατώντας τα κοντινά, αποκλειστικά σχεδόν για τον Αμλετ. Από τα αξιοσημείωτα της ταινίας, ο μεγάλος αριθμός «εξωτερικών» σκηνών, όπως εκείνη των θεατρίνων και του θανάτου του Αμλετ, δυο παραδοσιακά «εσωτερικές» σκηνές. Σπουδαία η συμβολή της μουσικής του Σοστακόβιτς και φυσικά καθοριστικότατη η ερμηνεία του Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι - εκ των σημαντικότερων ηθοποιών της ΕΣΣΔ - που, χωρίς ίχνος σλαβικής μίμησης, πορεύεται στη μελαγχολική παράδοση που χάραξε ο Αγγλος μέγας διδάξας Λόρενς Ολίβιε. Και στις πιο ωμές σκηνές ο Σμοκτουνόφσκι «παίζει» ήρεμα κι όπως όλοι οι μεγάλοι ερμηνευτές «λέει» τα περισσότερα με βλέμματα και χειρονομίες, ερμηνεύοντας τις πράξεις του Δανού Πρίγκιπα, από ιστορική όσο και υπαρξιακή οπτική... Κατά τον Βασίλη Ραφαηλίδη, ο κοζιντσεφικός Αμλετ, δεν πιπιλίζει τη γνωστή καραμέλα «να ζει κανείς ή να μη ζει», αλλά αποφαίνεται - διά του Κόζιντσεφ - πως πρέπει να ζει και πως ο αφορισμός, δεν άπτεται γενικά και αόριστα του γεγονότος της ύπαρξης, αλλά μιας συγκεκριμένης ζωής, σε συγκεκριμένο χωροχρόνο, προσδιοριζόμενη από συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, που ενίοτε καταντούν αφόρητα καταθλιπτικές για τον καθένα που τολμάει να θέτει, έστω κι αναπάντητα, ερωτήματα...

Παίζουν: Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι, Μιχαήλ Ναζβάνοφ, Ελζα Ρατζίνα, Γιούρι Τολουμπέγιεφ, κ.ά.

Παραγωγή: ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ (1964)

ΝΙΛ ΤΖΟΡΝΤΑΝ
Byzantium

Ο σκηνοθέτης στην προσπάθειά του να αποκαταστήσει το κύρος του είδους ταινιών βαμπίρ ανασκευάζει τις απέθαντες μάνα και κόρη σε όντα αισθησιακά, επικίνδυνα, αλλά και ανθρώπινα... Βαμπιρικό θρίλερ Β σειράς, σαχλά δακρύβρεχτο ψηφιδωτό τύπου «αμάρτησα για το παιδί μου», με σαγηνευτική όμως κινηματογράφηση. Χωρίς άλλο λόγο ύπαρξης, πάρεξ, εκείνου της άσκησης - επί σελουλόιντ - «προγραμματικής» αισθητικής και, ίσως, «promotion» της πικάντικης Τζέμα Αρτερτον. Η ταινία - καθόλου μακριά από το καταστροφικό κύμα Twilight - φαντάζει ύβρις, μη σεβόμενη τους κλασικούς, χαρακτηριστικούς του είδους, κώδικες και συμβάσεις! Στη φαντασία, θα πείτε δεν μπαίνει τροχονόμος ... μπαίνει όμως ελεγκτής, ο θεατής, για να ζυγιάσει κατά πόσο, η αυθαίρετα επιλεκτική «άρση» περιορισμών, από ένα κλειστό εννοιολογικό σύστημα, προκαλεί απενεργοποίηση ή κατάρρευση και των υπολοίπων «στοιχείων» που χρησιμοποιούνται...

Μάνα και κόρη βαμπίρ σε κοινωνία σημερινή. Ζουν κανονικά στο φως της μέρας! Καθρεφτίζονται! Τρέφονται - όποτε λάχει - με αίμα θυμάτων που δεν δάγκωσαν στο λαιμό με δρακουλίστικους κυνόδοντες, αλλά τρύπησαν με νύχι αιχμηρό, σιχαμένα κιτρινιασμένο... Μάνα και κόρη ανεξίτηλα νέες και ωραίες, κουβαλούν ζωή δύο αιώνων και κρύβονται δύο αιώνες από την απειλητική αδελφότητα βαμπίρ (χωρίς κάποια εξήγηση) που αρνείται να αποδεχθεί τις γυναίκες που δημιουργούν (τι;) και τα παιδιά τους. Ταινία αργή, άγευστη, με σενάριο έξτρα λάιτ, σαν αέρας όπου κι αν κοιτάξεις. Χωρίς καμία αξιοπιστία, σε απόλυτα φαντασιακό πλαίσιο, κλωθογυρίζει πέρα δώθε για δυο ώρες. Με ένα χλιαρό νεανικό υπο-ρομάντζο χωρίς συγκίνηση και χαρακτήρες στερεοτυπικούς. Η χαμένη έφηβος, η εγωκεντρική, καταπιεστική μητέρα, ο σωτήρας, ο σούπερ κακός, κ.λπ. κ.λπ. Οι τρομαχτικές σκηνές και τα οπτικά εφέ (αυτά καθαυτά) μοιάζουν ενδιαφέροντα, αποδεικνύονται όμως αξιολύπητα γιατί καθιστούν ανεγκέφαλο και αναξιόπιστο το σενάριο όπου τα πάντα είναι διαφανή και γραμμικά (παρά το μπρος πίσω στον αφηγηματικό χρόνο) και η πρωταγωνίστρια / μάνα είναι σε στιγμές ανυπόφορη στο ρόλο της χυδαίας πόρνης τόσο που περιμένεις πότε θα περάσει το κομμάτι της... Απογοήτευση...

Παίζουν: Σάουορς Ρόναν, Τζέμα Αρτερτον, Καλέμπ Λάντρι Τζόουνς, Τομ Χολάντερ, κ.ά.

Παραγωγή: Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ, ΗΠΑ, ΙΡΛΑΝΔΙΑ (2013)

ΡΕΜΠΕΚΑ ΖΛΟΤΟΦΣΚΙ
Grand Central

Μεθυστικής ομορφιάς, αλλά και... βαρετή η δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους της 33χρονης Γαλλίδας Ρεμπέκα (Μίριαμ Κλάρα) Ζλοτόφσκι, που «παλαντζάρει» ανάμεσα αφενός στη δυσάρεστη αίσθηση της ενδοσκόπησης και αφετέρου της προσποίησης ότι κοιτάζει προς τον κόσμο... Γιατί η καθαρή και συγκεκριμένη μυθοπλασία με ύφος του «τίποτα» που κυριαρχεί στο νέο γαλλικό σινεμά αποτελεί σύνδρομο που κάπου δίνει στα νεύρα.

Ενα τραγικό μετα-Τσερνομπίλ και Φουκουσίμα «λαβ στόρι» ξετυλίγεται σε έδαφος μολυσμένο. Μολυσμένο, τόσο στο στενό κύκλο που περικλείει το ερωτικό τρίγωνο, αλλά και στον ευρύτερο, τον κοινωνικό, από τη ραδιενέργεια του πυρηνικού σταθμού Grand Central. Τοξικότητα της ραδιενέργειας και του έρωτα. Σύντηξη και σχάση ανθρώπινων καρδιών και πυρηνικών αντιδραστήρων. Αόρατη η επίδραση της ακτινοβολίας και ακαταμάχητη εκείνη της επιθυμίας πάνω στα σώματα. Είναι η δύναμη που κινεί την ταινία; Η η αλληγορική της υπεραξία;

Νευρική σκηνοθεσία, αφήγηση μισογραμμική / μισοελλειπτική, ηχητική μπάντα καταπιεστική, μορφή στρογγυλεμένη, γραμμή μαλακή και κομψή πάνω σε ένα θέμα που απαιτεί ά-κομψες προσεγγίσεις. Η Ζλοτόφσκι εξιστορεί την ιστορία της χωρίς να εμπλέκεται σε αυτήν. Η μυθοπλασία, μείγμα πυρετώδους αδράνειας και διαταραγμένου λυρισμού, διέπεται από ωχρό ρομαντισμό, αλλά και το στίγμα του γαλλικού σινεμά δημιουργού. Γραφή με συναίσθημα που απορροφάται από την κοινωνιολογία. Αόριστη και όχι αφηρημένη, η ταινία της Ζλοτόφσκι αφήνεται να υπνωτίζεται από τις ίδιες της τις υποσχέσεις...

Grand Central ονομάζεται η πυρηνική βιομηχανία χτισμένη δίπλα σε ποτάμι που καθημερινά τραβά σαν μαγνήτης ορδές φτωχών και ανειδίκευτων εποχιακών εργατών που προσλαμβάνονται με βασικό μισθό, αλλά δεν «απολαμβάνουν» ούτε τα οφέλη, ούτε την ασφάλεια, ούτε το κύρος των τεχνικών και μηχανικών. Αντίθετα, κάνουν τις βρώμικες δουλειές, εκτίθενται αναπόφευκτα στον κίνδυνο μόλυνσης στο μάξιμουμ. Ετσι κι ο νεαρός ανίδεος, ζωηρός κι ακέραιος Γκάρι (άριστος ο Ταχάρ Ραχίμ) προσλαμβάνεται στην ομάδα του μικροεργολάβου στη συντήρηση του πυρηνικού αντιδραστήρα και εγκαθίσταται στο κοντέινερ, στον καταυλισμό των εργαζομένων στο σταθμό. Στη ραδιενεργό αυτή μικροκοινωνία ο Γκάρι συναντά την Καρόλ, κοπέλα του βετεράνου της παρέας Τόνι, ένα αγοροκόριτσο και κάου γκερλ μαζί, εργάτρια στο εργοστάσιο, που τον αποπλανεί. Ασυνείδητο αρχικά, εξελίσσεται σε ενσυνείδητο βήμα μεταξύ τους...

Πορτρέτο των γαλλικών λαϊκών στρωμάτων η ταινία, τεκμηριώνει τις συνθήκες ζωής και δουλειάς των εργατών στα σωθικά του πάλλευκου σαν διαστημόπλοιο, σούπερ τεχνολογικού πυρηνικού εργοστασίου, όπου οι ρυθμοί εργασίας αυξάνουν το άγχος προς το θανατηφόρο κίνδυνο που ελλοχεύει σταθερά. Μόνιμος ήχος τα «μπιπ» των μετρητών ραδιενέργειας, οι συναγερμοί, βλέπουμε να ξυρίζουν κεφάλια κι ακούμε συνεχείς αναφορές σε πυρηνικό κίνδυνο, στο πλαίσιο της κοινότητας των προλετάριων που θα μπορούσε να εκραγεί. Στην ουσία, δε συμβαίνει τίποτα που να ενοχλεί τη μονότονη πορεία του σεναρίου.

Ο μονόλογος του εργολάβου που έχει αναλάβει τη συντήρηση του αντιδραστήρα και διατείνεται, στην αρχή, ότι «το κακό είναι στον αέρα» συντάσσεται με τη θέση της δημιουργού που καταγράφεται στο φιλμ που πολτοποιεί τις ιδέες, αλλά όχι τις αισθήσεις, που ελαφρώς «χάνεται» όσο η ίντριγκα εξελίσσεται και από μεταδοτικό (της μόλυνσης) το γυρίζει στο υποχονδριακό...

Παίζουν: Λεά Σεντού, Ταχάρ Ραχίμ, Ολιβιέ Γκουρμέ, Καμίγ Λελούς κ.ά.

Παραγωγή: ΓΑΛΛΙΑ (2013)



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ