Κυριακή 20 Μάρτη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Βιογραφικό Της Δέσποινας Λαλά - Κριστ

Η Δέσποινα Λαλά - Κριστ γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες Μικρασιάτες και μεγάλωσε στον Υμηττό. Σπούδασε στις ΗΠΑ λογοτεχνία, ψυχολογία και ιστορία. Παντρεύτηκε τον Ρόμπερτ Κριστ, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μεταφραστή ελληνικής λογοτεχνίας. Βιβλία της: Μυθιστορήματα: «Νόστος» (Κέδρος), «Τα απομεινάρια του Θεού» (Καστανιώτης), «Το μυστικό της συγγραφέως» (Καστανιώτης). Παιδικά: «Μια Μαργαρίτα» (Κέδρος), «Καπνός και Βλακείες» (Κέδρος), «Η ιστορία της Τρανούπολης και των Τρελοπουλαίων» (Καστανιώτης). Για Νέους: «Παίρνω αμπάριζα και βγαίνω», απ' όπου και το σημερινό διήγημα (Σύγχρονη Εποχή), «Ενας μικρός Θεός περίσσεψε» (Κέδρος). Κριτική: «Στο καλειδοσκόπιο του Γιώργου Χειμωνά» (Καστανιώτης).

Η πρώτη θυσία

Γρηγοριάδης Κώστας

Ο άνθρωπος έμεινε εκεί βουβός και πικρός. Το σκοινί βρισκόταν ακόμα πεσμένο στη μέση της αυλής. Εκεί που το είχε πετάξει το πρωί το αφεντικό. Και αυτός δεν τολμούσε να στρέψει το βλέμμα κατά κει. Ωρες ακίνητος, καθισμένος στο σκαμνί, κολλητό στον τοίχο του χαμηλού σπιτιού. Κοίταγε ο γέρος. Κοίταγε επίμονα τα παπούτσια του τα χαλασμένα. Σήκωνε το δάχτυλο του δεξιού ποδιού και σηκωνόταν όλο το πάνω μέρος. Το τακούνι φαγωμένο.

Ο σκύλος δίπλα με το κεφάλι ακουμπισμένο στο μπατζάκι περίμενε. Ο γέρος δε γύρισε ούτε μια φορά το βλέμμα προς αυτόν. Δεν άπλωσε ούτε μια φορά το χέρι προς αυτόν.

Τα σύννεφα μολυβιά κατέβαιναν βαριά προς τη γη.

Πρώτα σηκώθηκε ο άνθρωπος. Τα λόγια του αφεντικού μαστίγωμα στις πληγές της φτώχειας του.

«Γι' αυτό είσαι έτσι, ρε κακομοίρη. Είκοσι χρόνια μαζί μου και δεν έμαθες τίποτα από μένα. Αντε ρε κακομοίρη».

Χοντρές οι λέξεις τρυπούσαν τ' αυτιά του. Και το σκοινί που τ' άφησε το πρωί, κουλούρα σίδερου τρύπαγε την αυλή.

«Κι εσύ ξόφλησες, τι νομίζεις, βρε κακομοίρη». Η τελευταία φράση τ' αφεντικού καθώς χανόταν μέσ' τ' αυτοκίνητό του απ' την αυλή.

Είκοσι χρόνια δούλεψη κοντά σ' έναν τέτοιον άνθρωπο, σκεφτότανε ο γέρος. Είκοσι χρόνια δούλεψη.

Σηκώθηκε. Τα βήματα αργά. Οι κινήσεις καθόλου ή ελάχιστες. Προχώρησε προς το σκοινί. Εσκυψε και ξέχασε να πιάσει την πονεμένη μέση του. Μόνο με το δεξί έπιασε το σκοινί, έτσι όπως ήταν τυλιγμένο το πέρασε στον ώμο τ' αριστερού χεριού και η φράση τον τύλιξε σφιχτά: «Κι εσύ ξόφλησες, τι νομίζεις, βρε κακομοίρη».

Ο σκύλος δίπλα. Θαρρείς δεμένος στο μπατζάκι. Εσυρε τα πόδια προς το δάσος. Το σκοινί στον ώμο και το σκύλο δεμένο στο μπατζάκι. Αργησε να βρει το δέντρο που 'θελε. Εψαξε ώρα πολλή. Το διάλεξε επιτέλους. Ενα ψηλό, γερό, νεαρό δέντρο. Εδεσε την άκρη του σκοινιού γύρω από αυτό και τράβηξε με δύναμη. Το δέντρο δεν κουνήθηκε. Τράβηξε το σκοινί ξανά και ξανά, μα εκείνο δεν κουνήθηκε. Αφησε το σκοινί να πέσει στο χώμα κι έψαξε για τσιγάρο. Μισό του είχε απομείνει. Αναψε το τσιγάρο και κάθησε στη ρίζα του πεύκου με την πλάτη ακουμπισμένη στον κόσμο. Ο σκύλος περίμενε για λίγο όρθιος, μετά κάθησε κι αυτός δίπλα στο γέρο με την μουσούδα ακουμπισμένη πάντα στο μπατζάκι.

Οι πρώτες ψιχάλες που 'πεσαν αγγίξανε το σκύλο. Σηκώθηκε, κούνησε δειλά την ουρά και κοίταξε το γέρο. Αυτός βαθιά μέσα στη σκέψη άκουγε τ' αφεντικό. «Τίποτα δεν έμαθες κοντά μου τόσα χρόνια. Ξόφλησε, ρε, πια ο σκύλος. Ξό-φλη-σε πώς να στο πω, ρε. Ελληνικά μιλάω. Κυνήγι θα πάμε τώρα; Οι Γερμανοί μέσ' στην Αθήνα και μεις θα συντηρούμε κυνηγόσκυλο;»

«Πάνε πια», σκεφτότανε ο γέρος «δεν παίρνουν μπάλωμα πια. Ούτε τακούνι δεν έμεινε, ούτε σόλα. Θα τα χώσω ποδάρια και παπούτσια μαζί, θα τα χώσω στα μανίκια του παλιού μου σακακιού και θα τα δέσω με γερά σκοινιά. Θα τον βγάλω το χειμώνα. Μπορεί και να μην είναι βαρύς ο φετινός χειμώνας». Κοίταξε τον ουρανό. Προσπάθησε να μαντέψει. Οι ψιχάλες πάγωναν στην πλάτη του σκύλου. Αυτός όρθιος κοίταγε το γέρο του. Εκανε να γαβγίσει, μετάνοιωσε, χασμουρήθηκε και ξανακάθησε στη θέση του. Απ' τον καιρό που έφυγε η γριά - θεός σχωρέστηνε την κερά - έτσι καθότανε ο σκύλος. Κοντά στο γέρο, πολύ κοντά με τη μουσούδα στο μπατζάκι, και με το ροζιασμένο χέρι του γέρου πάνω στην κεφαλή του σκύλου. Σήμερα, όλη μέρα δεν τον άγγιξε ούτε μια φορά. Τ' απόφευγε ο γέρος.

«Η πείνα έρχεται», σκεφτόταν ο γέρος. «Ξέρω εγώ όταν έρχεται η πείνα, τ' αρπαχτικό πουλί που κρύβει τον ήλιο με τις μακριές του φτερούγες. Η πείνα μαυρίζει την ψυχή του ανθρώπου. Την ξέρω εγώ την πείνα. Την έχω δει πολλές φορές. Και στην πατρίδα, και στην προσφυγιά, και στον πρώτο πόλεμο, και μετά και ξανά μετά και σε τούτον πάλι. Η πείνα φαίνεται από τα μάτια του κόσμου. Μεγαλώνουν τα μάτια των ανθρώπων. Μεγαλώνουν και στρογγυλεύουν. Δεν κοιτάνε ποτέ κατάματα κανέναν. Ολο κουνιούνται τα μάτια των ανθρώπων, πετάνε εδώ κι εκεί, δε σταματάνε πουθενά, δεν ακουμπάνε κανέναν, μόνο ψάχνουν».

Η βροχή δυνάμωσε. Σαν να τον ξύπνησε η βροχή. Σηκώθηκε προσεκτικά. Δεν άγγιξε το σκύλο. Επιασε το σκοινί. Καμώθηκε πως δεν άκουγε τη βροχή, δεν άκουγε το σούρσιμο των πεύκων, δεν άκουγε τη φωνή που στρίγγλιζε μέσ' στο σώμα του. «Ξόφληησεεεεες, βρε κακομοίρηηηη». Βρήκε τη μέση του σκοινιού. Υπολόγισε κάποια απόσταση από το δέντρο, τα δάχτυλα του έτρεμαν καθώς άγγιξε το κεφάλι του σκύλου, τη μουσούδα και σαν χάδι του πέρασε τη θηλιά. Επιασε την άκρη του σκοινιού και χωρίς να κοιτάξει προχώρησε προς τα κάτω. Ο σκύλος έκανε να τον ακολουθήσει. Δεν μπόρεσε. Ηταν δεμένος στο πεύκο και στη θηλιά. Κούνησε λίγο την ουρά, κούνησε το κεφάλι να βγάλει τη θηλιά, κι άρχισε να γαβγίζει. Ενα μικρό γάβγισμα, σαν παίξιμο, σαν παρακαλετό. Επειτα έμεινε ακίνητος και κοίταγε το γέρο που ήταν λίγο πιο κει, και που κρατούσε την άλλη άκρη του σκοινιού. Ο γέρος δεν κοίταζε το σκύλο. Στάθηκε απέναντι και κοίταγε το χώμα. «Σκύλε μου», η φωνή ακούστηκε βραχνή, αλλόκοτη και ξένη και στους δυο. «Σκύλε μου, πάλι πόλεμο έχουμε. Εγώ γεννήθηκα στον πόλεμο και γέρασα μ' αυτόν. Σκύλε μου», ξανάπε κι ο σκύλος κάπως σαν να ησύχασε. Κουνήθηκε να πάει κατά κει. Κοντά στο γέρο του, αλλά δεν μπόραγε. Εμεινε στητός κουνώντας την ουρά του. Περίμενε ο σκύλος κι ο γέρος έφερνε βόλτα το σκοινί στη χούφτα του.

Η βροχή δυνάμωνε.

Ο γέρος έχωνε τα φαγωμένα τακούνια στο μαλακό χώμα. «Ο άνθρωπος δε γίνεται ποτέ του άνθρωπος με πόλεμο», τελείωσε ο γέρος και άρχισε να τραβάει το σκοινί. Ο σκύλος κατάλαβε. Εκανε να πάει προς τα πίσω, προς τα εμπρός, κούναγε το κεφάλι δεξιά κι αριστερά, προσπαθούσε να βγάλει τη θηλιά που όλο έσφιγγε το λαιμό, και το σκοινί χωνόταν πιο βαθιά στο δέρμα του λαιμού, στο δέρμα του χεριού, το σκοινί σκληρό αυλάκωνε τις σάρκες, τη χούφτα του ανθρώπου, έκοβε του σκύλου την αναπνοή, ορθώθηκε αυτό στα πισινά του πόδια τέντωσε το κεφάλι να βγάλει το σκοινί, ο άνθρωπος σήκωσε τα χέρια ψηλά πάνω απ' το κεφάλι και τράβαγε κι ο σκύλος ούρλιαζε και τράβαγε κι ο άνθρωπος ούρλιαζε το ουρλιαχτό του σκύλου και τα μάτια γούρλωσαν κι έσταζαν τα χέρια αίμα μ' ανάκατη βροχή στο πρόσωπο του ανθρώπου κι όλο τράβαγε και ούρλιαζε μέχρι που πια δεν είχε περίσσια δύναμη.

Επεσε ο γέρος εκεί μπροστά στο σκύλο χωρίς πνοή.

Η βροχή δυνάμωνε. Καθάριζε τα αίματα, έπλενε τα κορμιά τους.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ