Σάββατο 20 Φλεβάρη 2021 - Κυριακή 21 Φλεβάρη 2021
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΑΓΡΟΤΙΚΑ
ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΕΕ ΓΙΑ ΤΟΝ «ΑΓΡΟΤΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ»
Καρφί στο μάτι των Βρυξελλών οι βιοπαλαιστές αγροτοπαραγωγοί που αγωνίζονται για την επιβίωσή τους

Πριν από περίπου έναν μήνα δημοσιεύθηκε έρευνα του Κέντρου Ερευνών1 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με θέμα «Ο αγρότης του μέλλοντος»2, στην οποία καταγράφονται οι βασικές στο έδαφος του μονοπωλιακού ανταγωνισμού κατευθύνσεις και σχεδιασμοί για την καπιταλιστική οργάνωση της αγροτικής παραγωγής και οι προβλέψεις για τα αποτελέσματά τους με χρονικό ορίζοντα το 2040.

Σύμφωνα με την έρευνα, βασικές παράμετροι που καθορίζουν τις εξελίξεις στην αγροτική παραγωγή είναι η εκτόξευση της παγκόσμιας ζήτησης για τρόφιμα (είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία 13 χρόνια τα μονοπώλια της ΕΕ διπλασίασαν τον τζίρο τους στο εμπόριο τροφίμων διεθνώς), η «παγκοσμιοποίηση», δηλαδή η ενίσχυση του ανταγωνισμού ανάμεσα στα μονοπώλια σε παγκόσμιο επίπεδο, τα αναμενόμενα βήματα στην ενσωμάτωση της τεχνολογικής προόδου στην παραγωγή (ψηφιοποίηση, αυτοματοποίηση, ρομποτική, «γεωργία ακριβείας», βιοτεχνολογία κ.ά.), η κλιματική αλλαγή αλλά και η ανάγκη εξασφάλισης ενός επιπέδου αυτάρκειας σε τρόφιμα, η σημασία της οποίας διαφάνηκε ιδιαίτερα στις συνθήκες της τρέχουσας πανδημίας.

Στο έδαφος αυτό έχει επιλεγεί από την ΕΕ η πριμοδότηση των μονοπωλίων της «πράσινης - κυκλικής» οικονομίας και της «ευφυούς γεωργίας ακριβείας» μέσα από την «Πράσινη Συμφωνία», την Αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και τη «στρατηγική από το αγρόκτημα στο πιάτο», ως τη βάση που θα εξασφαλίσει συνολικό προβάδισμα των ευρωενωσιακών μονοπωλίων στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.

Αμεσότερη ανάμειξη των μονοπωλιακών ομίλων στην καλλιέργεια γης και στην αξιοποίηση της τεχνολογίας στην αγροτική παραγωγή

Με βάση την έρευνα εκτιμάται ότι το 2040 «οι μεγάλες εταιρείες τροφίμων θα έχουν συμπεριλάβει τη γεωργική παραγωγή ως αναπόσπαστο μέρος της επιχείρησής τους προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα μερίδιο των αναγκών εφοδιασμού τους», σε αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση, όπου «οι εταιρείες τροφίμων έχουν περιορισμένο ενδιαφέρον να συμπεριλάβουν τη γεωργική παραγωγή στο χαρτοφυλάκιό τους, στηριζόμενες αντ' αυτού σε συμβόλαια για την προμήθεια των πρώτων υλών τους από συνεργαζόμενους προμηθευτές - αγρότες». Και συνεχίζει: «Η κάθετη ολοκλήρωση μειώνει την αβεβαιότητα και το κόστος συναλλαγής, ενώ επιτρέπει στο γεωργικό τμήμα της επιχείρησης τις οικονομίες κλίμακας». Ουσιαστικά προβλέπεται επιτάχυνση στη συγκέντρωση όχι μόνο της εμπορίας και μεταποίησης της παραγωγής αλλά και της γης, με αύξηση των επενδύσεων των μονοπωλιακών ομίλων άμεσα στην αγροτική παραγωγή και επέκταση της μισθωτής εργασίας.

Παράλληλα, οι μονοπωλιακοί όμιλοι μέχρι το 2040 πρόκειται να διευρύνουν τις δυνατότητες άμεσης εξασφάλισης πρώτων υλών (κυρίως τροφίμων) για εμπορία - μεταποίηση και μέσα από την προώθηση δραστηριοτήτων που στηρίζονται στη βιοτεχνολογία, αλλά και στη γεωργία «ελεγχόμενου περιβάλλοντος».

Αναφέρονται χαρακτηριστικά τα εξής:

«Η χρήση κυτταροκαλλιεργειών3(ζωικής προέλευσης ή μικροοργανισμών), που αναπτύσσονται σε βιοαντιδραστήρες, επιτρέπει τη μεγάλης κλίμακας παραγωγή τροφίμων και συστατικών τροφίμων ζωικής προέλευσης, π.χ. κρέατος, πρωτεϊνών γάλακτος, πρωτεϊνών αυγών, λίπους κ.λπ., χωρίς την εκτροφή ζώων. Η σχετικά εύκολη πρόσβαση σε βιοαντιδραστήρες μεσαίας κλίμακας σημαίνει ότι οι μεταποιητικές επιχειρήσεις τροφίμων μπορούν εύκολα να προσθέσουν προϊόντα με βάση τα κύτταρα στις διαδικασίες παραγωγής και στα χαρτοφυλάκιά τους, τερματίζοντας την εξάρτησή τους από τους κτηνοτρόφους προμηθευτές. Αντίστοιχα προβλέπεται η ανάπτυξη των εναλλακτικών του κρέατος πηγών πρωτεϊνών, όπως φυτικής προέλευσης ή από τη χρήση εντόμων».

«Η γεωργία ελεγχόμενου περιβάλλοντος αυξάνει τις δυνατότητες παραγωγής όλο τον χρόνο υπό σταθερές συνθήκες και κοντά στους καταναλωτές. Το 2040 θα είναι λιγότερο δαπανηρή σε σχέση με σήμερα η επέκταση μεγάλων επιχειρήσεων στην εγκατάσταση γεωργίας ελεγχόμενου περιβάλλοντος και μέσω franchising. Σε αυτό το πλαίσιο, ο αγρότης είναι μάλλον υπάλληλος παρά ανεξάρτητος επιχειρηματίας».

«Αναγκαίο κακό» αλλά και «αγκάθι» οι βιοπαλαιστές αγρότες

Ιδιαίτερη αναφορά κάνει η έρευνα στον «παραδοσιακό» αγρότη, που προσπαθεί να επιβιώσει βασιζόμενος στην προσωπική εργασία του ίδιου και της οικογένειάς του και ο οποίος, λόγω της πολυετούς ενασχόλησής του με την αγροτική παραγωγή αλλά και της μεγάλης χρέωσής του στο τραπεζικό κεφάλαιο, έχει συγκεντρώσει ένα σημαντικό μέγεθος γης και άλλων μέσων παραγωγής, τα οποία δυσκολεύεται να εγκαταλείψει. Ουσιαστικά πρόκειται για τους βιοπαλαιστές αγρότες, που στην Ελλάδα εξακολουθούν να κατέχουν μεγάλο μερίδιο της συνολικής παραγωγής (περίπου 50%)4. Παρόμοια είναι η κατάσταση και στις περισσότερες χώρες της ΕΕ.

Σύμφωνα με την έρευνα:

«Πολλοί από αυτούς τους αγρότες έχουν χαμηλές προσδοκίες για το μέλλον τους στη γεωργία, είναι μεγάλης ηλικίας, επιδρώντας στον υψηλό ηλικιακό μέσο όρο του αγροτικού τομέα στην ΕΕ (το 58% των αγροτών είναι άνω των 55 ετών), έχουν μικρή πρόσβαση σε γνώση και χρηματοδότηση. Δύσκολα υιοθετούν νέες πρακτικές, κι αυτό μόνο αν αναγκαστούν από τις πολιτικές ή τους αγοραστές των προϊόντων τους. Επιδιώκουν να κρατήσουν το αγρόκτημα στα χέρια της οικογένειάς τους, αλλά συνήθως τα παιδιά τους δεν ενδιαφέρονται να συνεχίσουν την αγροτική δραστηριότητα.

Στα 20 χρόνια μεταξύ 2020 και 2040 αρκετοί παραδοσιακοί αγρότες θα αφήσουν τη γεωργία, με τη γη τους να χρησιμοποιείται από επιχειρηματίες αγρότες ή να μη χρησιμοποιείται καθόλου για αγροτική παραγωγή. Ωστόσο, ένα σημαντικό ποσοστό αυτών των αγροτών θα διατηρήσουν τη δραστηριότητά τους και ένα σημαντικό μερίδιο της συνολικής παραγωγής θα εξακολουθήσει να προέρχεται από τα αγροκτήματά τους και να κατευθύνεται όχι μόνο στην τοπική - περιφερειακή αγορά αλλά και στη διεθνή, μέσω συνεταιρισμών, μεταποιητικών και εμπορικών επιχειρήσεων. Η οικογενειακή εργασία, ο αγροτικός εξοπλισμός και τα περιουσιακά στοιχεία σε γη είναι παράγοντες που τους προσδίδουν οικονομική ανθεκτικότητα. Ενας επιπλέον παράγοντας που συμβάλλει σε αυτό είναι και οι αγροτικές επιδοτήσεις. Παράλληλα αναμένεται να ενισχυθεί η στροφή τους στην άντληση εισοδήματος από άλλες, μη αγροτικές δραστηριότητες».

Τα προγράμματα ανανέωσης του αγροτικού πληθυσμού (π.χ. νέων αγροτών κ.λπ.), ενώ αποτελούν ευκαιρία για τη συγκέντρωση της γης, που μέχρι σήμερα γίνεται αργά, αντιμετωπίζουν αντιστάσεις από τους «παραδοσιακούς», που διεκδικούν την παραμονή τους στην παραγωγή και έτσι δεν μπαίνουν εύκολα στη θέση τους νέοι, που είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμοι και «προσαρμόσιμοι». Αλλωστε, με βάση την έρευνα, βασικό χαρακτηριστικό του λεγόμενου παραδοσιακού αγρότη είναι ότι «αντιτίθεται σε νέα πρότυπα και κανόνες που του επιβάλλονται και οργανώνεται με τους υπόλοιπους αγρότες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, ώστε να ασκήσουν πίεση προς τις κυβερνήσεις για πολιτικές υποστήριξης της επιβίωσής τους». Ουσιαστικά ομολογείται από τους συντάκτες της μελέτης ότι η οργάνωση και η συλλογική διεκδίκηση των βιοπαλαιστών αγροτών ενοχλούν.

Η κλίμακα της παραγωγής κρίσιμη παράμετρος για τη «βιωσιμότητα» της αγροτικής εκμετάλλευσης.

Η έρευνα ομολογεί ότι η προωθούμενη από την ΚΑΠ διαφοροποίηση των αγροτικών δραστηριοτήτων (π.χ. αλλαγές καλλιεργούμενων ειδών με βάση την αγορά, όπως «superfoods», αρωματικά φαρμακευτικά φυτά κ.λπ.) και η συνδυασμένη με άλλες δραστηριότητες (π.χ. τουρισμό, εμπόριο ή μεταποίηση) αγροτική παραγωγή οδήγησαν τα προηγούμενα χρόνια πολλές αγροτικές επιχειρήσεις (κυρίως μικρομεσαίες εκμεταλλεύσεις) που ακολούθησαν αυτόν τον δρόμο «σε δυσκολία επιβίωσης, ακόμα και στο χείλος της πτώχευσης». Γι' αυτό, επισημαίνεται ότι απαιτούνται «καλύτερη οργάνωση, σύνδεση με την τοπική και περιφερειακή αγορά, αλλά και ένα μέγεθος παραγωγής και πηγές χρηματοδότησης που μπορούν να στηρίξουν έναν συνδυασμό δραστηριοτήτων».

Προβλέπεται ότι «το 2040 θα υπάρχουν πολύ περισσότερες ευκαιρίες για διαφοροποίηση με την ανάπτυξη της μεταποίησης μικρής κλίμακας και της άμεσης επαφής με τον τελικό καταναλωτή». Η πολυαπασχόληση όλης της αγροτικής οικογένειας, που προωθείται ήδη, με τα «Leader» και τα άλλα σχετικά προγράμματα, εξασφαλίζει μια μικρή παραγωγή συνδυασμένη με τη μεταποίηση - εμπορία (π.χ. ένας λαχανόκηπος, λίγα φρούτα, μερικά γιδοπρόβατα, παρασκευή και απευθείας πώληση γλυκών του κουταλιού ή γαλακτοκομικών) και τον τουρισμό (π.χ. λίγα καταλύματα), με βασικό στόχο την εκτόνωση της ανεργίας και της υποαπασχόλησης. Παράλληλα, ως αναδυόμενη τάση αναφέρεται ο συνδυασμός της γεωργικής δραστηριότητας με την παροχή υπηρεσιών Υγείας για την «παροχή ευκαιριών χειρωνακτικής εργασίας ως θεραπείας».

Με δεδομένη την «Πράσινη Συμφωνία», αναμένεται αύξηση των εκτάσεων που καλλιεργούνται με «αγροοικολογικές» πρακτικές, όπως είναι η βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία, η «ολοκληρωμένη διαχείριση» και η υιοθέτηση αρχών της «κυκλικής οικονομίας», στο έδαφος μιας κλίμακας παραγωγής που επιτρέπει υιοθέτηση «καινοτόμων» παραγωγικών πρακτικών και αύξηση της παραγωγικότητας. Αναφέρει χαρακτηριστικά η έρευνα: «Η βιώσιμη εντατικοποίηση είναι η προτιμώμενη προσέγγιση για περιβαλλοντικά θέματα. Επικεντρώνεται στην αύξηση ή τουλάχιστον στη διατήρηση των επιπέδων παραγωγικότητας, μειώνοντας παράλληλα τις αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Ο αγρότης θα μπορούσε να είναι συνιδιοκτήτης ενός περιφερειακού βιοδιυλιστηρίου, ανακυκλώνοντας περιττή βιομάζα. Η παραγωγή είναι συνήθως πιστοποιημένη για να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αγοράς».

Τέλος, η έρευνα, αν και προβλέπει ότι θα αυξηθούν οι δυσκολίες της αγροτικής δραστηριότητας που κατευθύνεται στην αυτοκατανάλωση και στην άντληση συμπληρωματικού εισοδήματος, λόγω του αυξανόμενου κόστους της πολύ μικρής κλίμακας παραγωγής, εκτιμά ότι η διάδοση πιο «ευέλικτων προτύπων εργασίας» (π.χ. μέσω τηλεργασίας κ.λπ.) ευνοεί τη μετεγκατάσταση εργαζομένων σε αγροτικές περιοχές, ειδικά αυτές που βρίσκονται κοντά στα αστικά κέντρα, και την ενασχόληση με τη γεωργία αλλά και την οικόσιτη κτηνοτροφία. Προβλέπεται επίσης ανάπτυξη της μικρής κλίμακας γεωργίας και εντός των πόλεων (π.χ. λαχανόκηποι, οροφές κτιρίων κ.λπ.). Στο πλαίσιο αυτό, δεν αναμένεται δραματική μείωση της υπερπληθώρας των αγροτικών εκμεταλλεύσεων που έχουν ως βασική κατεύθυνση την αυτοκατανάλωση και την άντληση συμπληρωματικού εισοδήματος (το 2016 εντάσσονταν σ' αυτήν την κατηγορία το 40% των εκμεταλλεύσεων της ΕΕ).

Η διέξοδος για τους βιοπαλαιστές αγρότες και την αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας

Η έρευνα του Κέντρου Ερευνών της ΕΕ σκιαγραφεί τις εξελίξεις της επόμενης 20ετίας στην αγροτική παραγωγή υπό το πρίσμα της αστικής στρατηγικής. Προβλέπει την ενίσχυση του ελέγχου της παραγωγής από τα μονοπώλια των τροφίμων, μέσω της μεγαλύτερης ανάμειξής τους με την καλλιέργεια της γης, και της αξιοποίησης της τεχνολογίας.

Ξεκαθαρίζοντας ότι «η γεωργία θεωρείται επιχείρηση και το κέρδος είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας για τις δραστηριότητες», η έρευνα προδιαγράφει το γεγονός ότι θα εξακολουθήσουν να μένουν αναξιοποίητες οι μεγάλες παραγωγικές δυνατότητες της χώρας μας για την κάλυψη των διατροφικών και άλλων λαϊκών αναγκών, ενώ οι νέες τεχνολογίες θα αξιοποιούνται για την ένταση της εκμετάλλευσης αντί της μείωσης του εργάσιμου χρόνου και της βελτίωσης των όρων διαβίωσης (αναψυχή κ.λπ.).

Παράλληλα, οι βιοπαλαιστές αγρότες, που στον καπιταλισμό είναι δέσμιοι της ατομικής ιδιοκτησίας τους σε γη και μέσα παραγωγής, αντιμετωπίζονται ως «αναγκαίο κακό» όσο προέρχεται από αυτούς ένα σημαντικό μερίδιο της αγροτικής παραγωγής. Είναι ξεκάθαρο ότι το μέλλον τούς επιφυλάσσει ένταση της καταλήστευσής τους από τα μονοπώλια αλλά και εγκατάλειψη της παραγωγής.

Εχει βάση η εκτίμηση της έρευνας ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των βιοπαλαιστών αγροτών είναι η διάθεση οργάνωσής τους ώστε να ασκούν πίεση στις κυβερνήσεις, διεκδικώντας την επιβίωσή τους. Το ζητούμενο είναι αυτή η διεκδίκηση να μετουσιώνεται σε κοινή με την εργατική τάξη και τους αυτοαπασχολούμενους των πόλεων δράση, που θα βάζει στο στόχαστρο τον πραγματικό αντίπαλο, δηλαδή τα μονοπώλια, τις κυβερνήσεις και την ΕΕ, και θα ανοίγει την προοπτική της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής οργάνωσης της παραγωγής, η οποία μπορεί να ανατρέψει κάθε αστική πρόβλεψη.

Στο πλαίσιο αυτού του ανώτερου τρόπου παραγωγής, με κοινωνικοποίηση, κεντρικό σχεδιασμό, αποδέσμευση από τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, με εργατική εξουσία και έλεγχο, είναι δυνατή η ανάπτυξη της παραγωγής με κριτήριο την αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Οι βιοπαλαιστές αγρότες όχι μόνο θα ξεφύγουν από το σημερινό «μαρτύριο της σταγόνας» που υφίστανται στον καπιταλισμό, αλλά θα εξασφαλίσουν αξιοπρεπή διαβίωση, είτε ως συνεταιρισμένοι αγροτοπαραγωγοί, είτε σε μια πορεία ως εργαζόμενοι στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή.

Παραπομπές:

1. Το Κέντρο Ερευνών είναι η εσωτερική επιστημονική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η έρευνα που πραγματοποιεί αξιοποιείται στη διαμόρφωση των πολιτικών της ΕΕ με την παροχή συμβουλευτικής υποστήριξης βάσει επιστημονικών στοιχείων.

2. https://ec.europa.eu/jrc/en/publication/eur-scientific-and-technical-research-reports/farmers-future

3. Η κυτταροκαλλιέργεια είναι η διαδικασία με την οποία κύτταρα που έχουν απομονωθεί από ζωντανό ιστό αναπτύσσονται υπό ελεγχόμενες συνθήκες, εκτός του φυσικού τους περιβάλλοντος.

4. Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ: «Η παρέμβαση του ΚΚΕ στους βιοπαλαιστές αγρότες» - Πρακτικά της Ευρείας Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ του 2019, σελ. 246


Α. Τ.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ