-- Στοιχεία για τη διαχρονική κλοπή των αποθεματικών του ΝΑΤ από κυβερνήσεις και εφοπλιστές.
-- Μια αποκαλυπτική ατομική σύμβαση από κλινική της Θεσσαλονίκης, με την οποία επιχειρείται να νομιμοποιηθεί η απληρωσιά.
-- Νομοσχέδιο για την «Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία»: Στήριξη της επιχειρηματικότητας και κρύψιμο της ανεργίας κάτω από το χαλί.
-- Ιστορικό: Η απεργία των λιθογράφων το 1977.
Σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τα προβλήματα της Υγείας στο νησί οργανώνουν οι Λαϊκές Επιτροπές της Ικαρίας, σήμερα, Πέμπτη, στις 8 μ.μ., στην πλατεία Ευδήλου. Με τις κινητοποιήσεις τους διεκδικούν: Να μη μένουν ούτε ώρα χωρίς γιατρό και νοσηλευτικό προσωπικό τα Περιφερειακά Ιατρεία Ραχών, Μαγγανίτη, Καρκιναγρίου και Φούρνων. Να στελεχωθεί το Περιφερειακό Ιατρείο Ραχών με γιατρό Ειδικότητας. Να στελεχωθεί το Κέντρο Υγείας Ευδήλου σύμφωνα με το οργανόγραμμά του, που προβλέπει εννέα γιατρούς Ειδικότητας. Στελέχωση του Νοσοκομείου Ικαρίας με το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που προβλέπει το οργανόγραμμα, καθώς και τον αναγκαίο ιατρομηχανολογικό εξοπλισμό για την κάλυψη των αναγκών του νησιού (δημιουργία Μονάδας Τεχνητού Νεφρού κ.ά).
Τη σημερινή κινητοποίηση στηρίζει η δημοτική αρχή του νησιού. Με δήλωσή του, ο δήμαρχος της Ικαρίας, Στέλιος Σταμούλος, εκφράζει το αίτημα του Δήμου για άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος της στελέχωσης των Περιφερειακών Ιατρείων και του Κέντρου Υγείας Ευδήλου. Υπενθυμίζει ακόμα ότι το Δημοτικό Συμβούλιο έχει ομόφωνα αποφασίσει, από το 2015, διεκδικητικό πλαίσιο για υγειονομικές υπηρεσίες και υποδομές που να καλύπτουν τις σύγχρονες ανάγκες, ενώ έχει προχωρήσει σε δυο παραστάσεις διαμαρτυρίας και μια κινητοποίηση, με τη συμβολή φορέων της Ικαρίας και των παροικιακών οργανώσεων της Αττικής, στο υπουργείο Υγείας.
Στη Θεσσαλονίκη, κλινικάρχες βάζουν τους νεοπροσλαμβανόμενους να υπογράψουν ότι «κατανοούν» το πρόβλημα και ότι αποδέχονται τις καθυστερήσεις
Οι εργαζόμενοι της «Γενικής Κλινικής» κάνουν από τη Δευτέρα στάσεις εργασίας και χτες συνέχισαν τις κινητοποιήσεις μαζί με τους συναδέλφους τους στην κλινική «Λυσίμαχος Σαραφιανός», που συμμετείχαν σε στάση εργασίας και σε συγκέντρωση στην είσοδο της κλινικής. Στο πλευρό των εργαζομένων βρέθηκαν το κλαδικό Σωματείο Εργαζομένων στις Ιδιωτικές Κλινικές, στελέχη του ΠΑΜΕ και η Λαϊκή Επιτροπή Κέντρου - Ανω Πόλης.
Οι εργαζόμενοι στην Κλινική «Λυσίμαχος Σαραφιανός» απαιτούν: Αμεση καταβολή των δεδουλευμένων τους. Πλήρη εφαρμογή των συμβάσεων. Προστασία των εργαζομένων που αδυνατούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς ΔΕΗ, νερού κ.τ.λ., που απειλούνται με εξώσεις, κατασχέσεις. Διεκδικούν, επίσης, να μπει ένα φρένο στην απλήρωτη εργασία στον κλάδο και να αρχίσει άμεσα η συζήτηση για καθολικές συμβάσεις εργασίας με ανάκτηση απωλειών για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου, χωρίς όρους και προϋποθέσεις.
Συγκεκριμένα, στη σύμβαση αναγράφεται ότι «λόγω της οικονομικής ύφεσης που διανύει από το 2009 και εφεξής η χώρα μας και της συνεχούς παράβασης από πλευράς του δημοσίου και των υπόλοιπων κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών (ΕΟΠΥΥ, ΙΚΑ, ΟΠΑΔ κ.ο.κ.) να καταβάλλουν τα οφειλόμενα προς την εταιρεία μας ποσά, η εταιρεία μας έχει βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να καθυστερεί την καταβολή των αποδοχών προς τους εργαζόμενους για μερικούς μήνες».
Με βάση αυτό, ο εργαζόμενος «δηλώνει ότι έλαβε γνώση του γεγονότος αυτού και αντιλαμβανόμενος τη δυσχερή θέση της κλινικής, δέχεται μέχρι την ομαλοποίηση της κατάστασης να ισχύσουν τα εξής εξαιρετικά μέτρα: Προκειμένου ο χρόνος καθυστέρησης των αποδοχών να είναι ο ίδιος για όλους τους εργαζόμενους της εταιρείας, η εταιρεία θα καταβάλλει σε αυτόν το ήμισυ του ποσού που κάθε φορά καταβάλλει προς εξόφληση των οφειλόμενων αποδοχών στους υπόλοιπους εργαζόμενους».
Δηλαδή, από την πρόσληψή του ακόμα, ο εργαζόμενος αποδέχεται να είναι χρεωμένος από την εταιρεία! Επιπλέον, «παραιτείται των τόκων υπερημερίας για την καθυστέρηση καταβολής των πάσης φύσεως αποδοχών του μέχρι τη λήξη του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολουθεί η χώρα μας». Σημειώνουμε ότι η Σύμβαση προβλέπει αμοιβή ίση με τον κατώτερο μισθό των 586 και 511 ευρώ μεικτά, με την εξής μάλιστα υποσημείωση:«Κάθε παροχή που τυχόν καταβάλλεται στον εργαζόμενο (πλέον του κατώτατου μισθού, που ορίζεται από τον νόμο) με οποιονδήποτε χαρακτηρισμό κι αν αναφέρεται, ρητώς συμφωνείται ότι αποτελεί οικειοθελή παροχή της εταιρίας, την οποία μπορεί ελεύθερα και οποιαδήποτε χρονική στιγμή να την ανακαλέσει, ή να τη μειώσει, ή να την διακόψει προσωρινά ή οριστικά».
Υπάρχουν όμως κι άλλα «μαργαριτάρια» στη σύμβαση αυτή. Για παράδειγμα, προβλέπει, ανάμεσα σε άλλα, ότι «ο εργαζόμενος οφείλει να παράσχει κάθε άλλη εργασία που του ζητείται, από την εταιρεία (...) έστω και αν αυτή εκφεύγει από το πλαίσιο της ειδικότητάς του». Επίσης ότι «η εταιρεία έχει δικαίωμα μονομερώς να αξιώσει από τον εργαζόμενο να παράσχει αντί της εργασίας για την οποία προσλήφθηκε, την εργασία οποιασδήποτε άλλης ειδικότητας, την οποία ο εργαζόμενος μπορεί να παράσχει, εφόσον το επιβάλλουν οι ανάγκες της».
Ως τόπος παροχής εργασίας ορίζεται κατά κύριο λόγο η Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης, όμως «ο εργαζόμενος έχει την υποχρέωση να προσφέρει τις υπηρεσίες του και γενικά να παρέχει την εργασία του (...) και σε οποιοδήποτε μέρος της ελληνικής επικράτειας ή της επικράτειας κράτους - μέλους της ΕΕ όπου ασκείται δραστηριότητα από την εταιρεία» (!) Επίσης, απαγορεύει στον εργαζόμενο «για ένα έτος μετά την καταγγελία της παρούσας σύμβασης, να απασχοληθεί σε ανταγωνιστική επιχείρηση της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης».
Τέλος, για ευνόητους λόγους από την πλευρά της εργοδοσίας, η σύμβαση προβλέπει ρητά ότι «ο εργαζόμενος οφείλει να γνωστοποιήσει εγγράφως στην εταιρεία (...) την ένταξή του ή μη σε οποιαδήποτε συνδικαλιστική οργάνωση».
Ωστόσο, όμως, κεφάλαιο και αστικές κυβερνήσεις ποτέ δεν έπαψαν να υπονομεύουν την Κοινωνική Ασφάλιση, να περιορίζουν και να ροκανίζουν τα ασφαλιστικά δικαιώματα των ασφαλισμένων και να υποτάσσουν τη λειτουργία της (ιδιαίτερα τα αποθεματικά των Ταμείων) στους στόχους της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Ο έλεγχος των αποθεματικών των Ταμείων και μέσω αυτών η χρηματοδότηση των επιχειρηματικών ομίλων, ήταν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής που ασκήθηκε από το αστικό κράτος. Εκεί βρίσκεται και μία από τις βασικές αιτίες της σημερινής οικονομικής κατάστασης των Ταμείων, για την οποία όμως τα αστικά κόμματα κρατούν «σιγήν ιχθύος». Χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της διαχρονικής λεηλασίας είναι και η ιστορία του Ταμείου των ναυτεργατών.
Από την ίδρυση του ΝΑΤ το 1861, οι εφοπλιστές και το αστικό κράτος διαχρονικά λεηλατούν τα αποθεματικά και τα ασφαλιστικά - συνταξιοδοτικά δικαιώματα των ναυτεργατών. Η βρώμικη δουλειά διάλυσης του ΝΑΤ από τους εφοπλιστές και την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, με τη στήριξη της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, μέχρι και της Χρυσής Αυγής, αποτελεί στρατηγική επιλογή για το κεφάλαιο, την ΕΕ, για την ισοπέδωση της Κοινωνικής Ασφάλισης και τη διείσδυση σε αυτόν το χρυσοφόρο τομέα των επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στην ιδιωτική ασφάλιση.
Στη σύντομη ιστορική αναδρομή, που ακολουθεί, παραθέτουμε ορισμένα αποκαλυπτικά στοιχεία σχετικά με τις πραγματικές αιτίες για τη σημερινή κατάσταση του ΝΑΤ και των άλλων ασφαλιστικών - συνταξιοδοτικών Ταμείων των ναυτεργατών.
Στη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου (1914 - 1918), βυθίστηκαν 143 ελληνικά πλοία και χάθηκαν πολλές ανθρώπινες ζωές, ενώ οι εφοπλιστές καρπώθηκαν μεγάλα ποσά από την ασφάλεια των πλοίων και αύξησαν το στόλο τους μεταπολεμικά, με ταχύτατους μάλιστα ρυθμούς. Αμέσως μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το κράτος υποχρέωσε το ΝΑΤ να μετατρέψει σημαντικό μέρος των αποθεματικών του σε εθνικά χρεόγραφα, που ύστερα από μερικά χρόνια η αξία τους υποβιβάστηκε στο μηδέν.
Στη συνέχεια, η δικτατορία του Μεταξά υποχρέωσε τα ασφαλιστικά Ταμεία και το ΝΑΤ να διαθέσουν μεγάλα κεφάλαια σε επενδύσεις δημοσίων έργων και σε πλουσιοπάροχες προσφορές προς την «εθνικήν κυβέρνησιν» για την ενίσχυση της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων.
Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (1939 - 1944) βυθίστηκαν 429 ελληνικά πλοία, για τα οποία οι εφοπλιστές αποκόμισαν 27 εκ. λίρες. Αλλα 14 εκ. λίρες πήραν από ναύλους και πολλά ακόμα εκατομμύρια δολάρια για αποζημιώσεις και ναύλα από τις ΗΠΑ. Πάνω από 3.000 ναυτεργάτες έχασαν τη ζωή τους, ενώ άγνωστος είναι ο αριθμός των τραυματιών, χωρίς να αποζημιωθεί καμία οικογένεια ναυτεργάτη.
Το 1946, η κυβέρνηση εγγυήθηκε την αγορά 100 «Λίμπερτι» και 7 δεξαμενόπλοιων για τους Ελληνες εφοπλιστές στο 1/3 της αξίας τους, δηλαδή στα 16.500.000 στερλίνες. Οι εφοπλιστές έδωσαν μόνο 4.100.000 και το υπόλοιπο ποσό το εγγυήθηκε το ελληνικό δημόσιο. Πρόκειται για χρήματα των ναυτεργατών, που έπρεπε να το εξοφλήσουν με τόκο 3,5% σε 17 χρόνια. Αν και οι εφοπλιστές αποκόμισαν αμύθητα κέρδη από την εκμετάλλευση των ναυτεργατών, τα χρέη τους διαγράφηκαν από τις αστικές κυβερνήσεις.
Ολη η αγριότητα του εφοπλιστικού κεφαλαίου περιέχεται στο νόμο 2687/53, που διαφυλάττουν ως κόρη οφθαλμού όλες οι κυβερνήσεις, και αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Το 1953 η κυβέρνηση Παπάγου ψήφισε στη Βουλή το νόμο έκτρωμα 2687 περί προστασίας του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα και παραχώρησε μεγάλα προνόμια στο εφοπλιστικό κεφάλαιο, με συνταγματική κατοχύρωση. Ο νόμος αυτός αποτελεί τη βάση του θεσμικού πλαισίου της ναυτιλίας, της άγριας καπιταλιστικής εκμετάλλευσης των ναυτεργατών και γενικότερα της εργατικής τάξης στους συναφείς κλάδους.
Στα ποντοπόρα, με τις τροποποιήσεις του όρου 8, του άρθρου 13, των «εγκριτικών πράξεων νηολόγησης των καραβιών» (ν. 2687/53), οι εφοπλιστές δεν εφαρμόζουν τη ΣΣΕ και δεν καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές στο ΝΑΤ και στα άλλα ασφαλιστικά ταμεία για το σύνολο των ναυτεργατών που είναι ναυτολογημένοι στα 5.200 καράβια τους. Ως αποτέλεσμα, το 80% των ναυτεργατών που δουλεύουν στα ελληνόκτητα ποντοπόρα πλοία, δεν αμείβονται με τις ΣΣΕ και είναι χωρίς Ασφάλιση στο ΝΑΤ.
Αν σκεφτεί κανείς ότι στα ελληνόκτητα καράβια απασχολούνται περίπου 75.000 ναυτεργάτες, εκ περιτροπής 6 μήνες το χρόνο, συνολικά 120.000 ναυτεργάτες δουλεύουν σε συνθήκες γαλέρας, χωρίς εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα (75.000Χ2 εξάμηνα=150.000 ναυτεργάτες, το 80% ισούται με 120.000 εργαζόμενους). Αντίστοιχα, στην κρουαζιέρα, με την ψήφιση του ν. 3872/2010 δεν υπάρχει ούτε ένας ναυτεργάτης με συγκροτημένα δικαιώματα, ώστε ο πλοιοκτήτης να καταβάλλει εισφορές στο ΝΑΤ.
Από την άλλη, οι εφοπλιστές δεν ανησύχησαν ποτέ για τα χρέη τους προς το ΝΑΤ, αφού έγινε «νόμος» η παραγραφή και οι χαριστικές ρυθμίσεις. Με τον αναγκαστικό ν. 1611/1950, επιβλήθηκε η κατάθεση των αποθεματικών των Ταμείων στην Τράπεζα της Ελλάδας, με επιτόκια αρκετά χαμηλότερα του πληθωρισμού και του επιτοκίου καταθέσεων.
Από την εκκαθάριση των εφοπλιστικών οφειλών αποδείχθηκε ότι: Tο 1951 από τις 246.528 λίρες οι εφοπλιστές πλήρωσαν μόνον τις 64.498 λίρες. Το 1952 χρωστούσαν για 170 πλοία 127.942 λίρες και 56.263 δολάρια. Το 1953 στον ισολογισμό του ΝΑΤ αναφερόταν ένα ποσόν 1.313.014 δολαρίων ως χρέη από ανεξόφλητα ναυτολόγια. Οι οφειλές αυτές παραγράφηκαν, καθώς εν τω μεταξύ είχε λήξει το δικαιοστάσιο. Αλλα 246.000 δολάρια αφορούν στα ανεξόφλητα ναυτολόγια των 14 κρατικών «Λίμπερτι» κ.λπ.
Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με την ψήφιση του ν. 2037/55, μείωσε τις εφοπλιστικές εισφορές κατά το 1/3, ενώ με το ν. 3899/58 στερεί το ΝΑΤ από το «δικαίωμα της 1ης υποθήκης», μετά τις απαιτήσεις του πληρώματος και πλέον προηγούνται οι δανειστές, έτσι που να μην απομένει επαρκές ποσόν για την κάλυψη των χρεών προς το ΝΑΤ. Το 1962 είχαν διατεθεί 27 εκ. δρχ. για το λαχειοφόρο δάνειο της ΕΡΕ. Το 1967 - 1968 η χούντα άρπαξε από το ΝΑΤ πάνω από 15 εκ. δολάρια, για τα δύο «παραγωγικά» της δάνεια.
Παράλληλα, το κράτος στέρησε αυθαίρετα το ΝΑΤ από τα δικαιώματα εκμετάλλευσης της ακίνητης περιουσίας του. Επίσης, αφαίρεσε από το ΝΑΤ τα δικαιώματα που είχε επί των ανεγειρόμενων ναυαγίων. Με το ν. 2076/1992 η κυβέρνηση της ΝΔ έδωσε τη δυνατότητα να τοποθετείται μέχρι και 20% των αποθεματικών των Ταμείων στο χρηματιστήριο. Το ΠΑΣΟΚ και με το ν. 2676/1999 αύξησε το ποσοστό στο 23%. Οι ζημιές των ασφαλιστικών ταμείων στο χρηματιστήριο την περίοδο 1999 - 2002 ήταν πάνω από 3,5 δισ. ευρώ.
Με το ν. 3978/2011, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ - κατ' εντολή των εφοπλιστών - κατάργησε τα τέλη υπέρ ΚΑΕΟ, με απώλειες για το ΝΑΤ 40 εκ. ευρώ ετησίως. Το Μάρτη του 2012, με το PSI, τα αποθεματικά του ΝΑΤ, από 15.339.828,61 ευρώ, μετά το «κούρεμα» έμειναν μόλις 4.691.018,49 ευρώ. Ενώ από τον ΕΛΟΕΝ, με αποθεματικά 51.625.108 ευρώ, «κούρεψαν» 32.046.403 ευρώ! Με απόφαση της ΕΤΕ στις 25/04/2013, οι 33.986 μετοχές της Εθνικής Τράπεζας που κατείχε το ΝΑΤ, έγιναν 3.398.
Οι εφοπλιστές, οι κυβερνήσεις και η πλειοψηφία των ΔΣ του ΝΑΤ, εργοδοτικοί - κυβερνητικοί συνδικαλιστές, έχουν την ευθύνη για τη χρεοκοπία του ΝΑΤ και των άλλων ασφαλιστικών Ταμείων των ναυτεργατών. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, και συγκεκριμένα ο υπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, σε σχετική Ερώτηση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΚΕ το 2015 ομολόγησε ότι χάρισαν στους εφοπλιστές βεβαιωμένες οφειλές στο ΝΑΤ και τα άλλα Ταμεία πάνω από 100 εκ. ευρώ (εταιρείες ΔΑΝΕ, LΟUIS, GA FERRIES, ΣΑΟΣ, KALLISTI, AGOUDIMOS, ENDEAVOUR, ΝΕΛ, ΒΕΝΤΟΥΡΗΣ κ.λπ.).
Η αντεργατική πολιτική, η εισφοροδιαφυγή, η διαγραφή των χρεών και τα θαλασσοδάνεια των εφοπλιστών, οι 13 μειώσεις των οργανικών συνθέσεων, η μετατροπή των μισθών των ναυτεργατών στα ποντοπόρα, στα μεσογειακά και στα κρουαζιερόπλοια, αποτελούν τις βασικές αιτίες της χρεοκοπίας του ΝΑΤ και των άλλων Ταμείων των ναυτεργατών.
Η άθλια εκστρατεία των εφοπλιστών, των αστικών κυβερνήσεων και των υποτακτικών τους στην ΠΝΟ ότι τα ελλείμματα οφείλονται στη μαζική συνταξιοδότηση ναυτεργατών από τη Σοβιετική Ενωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, χρεοκόπησε από τα ίδια τα επίσημα στοιχεία του ΝΑΤ: Από το 1974 συνταξιοδοτήθηκαν μόνο 21 αγωνιστές ναυτεργάτες που είχαν θεμελιώσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα με πολύχρονη θητεία στα καράβια πριν ακόμη οι εφοπλιστές και το αστικό κράτος τους υποχρεώσουν με διώξεις να ζήσουν στην αναγκαστική προσφυγιά, στις φιλόξενες σοσιαλιστικές χώρες.
Επομένως, σήμερα δεν αρκεί οι εργαζόμενοι να παλεύουν για να μη γίνουν χειρότερα τα πράγματα, θεωρώντας «περασμένα ξεχασμένα» όσα τους έκλεψαν τα προηγούμενα χρόνια, που είναι ο ιδρώτας και η δουλειά τους. Χρειάζεται να οργανωθούν και να παλέψουν για την ανάκτηση των απωλειών, για αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, κατάργηση των αντεργατικών - αντιασφαλιστικών νόμων, με κριτήριο τις σύγχρονες ανάγκες τους, κόντρα στο κεφάλαιο, στην ΕΕ και στα κόμματά τους.
Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει για τους ναυτεργάτες, γενικότερα για την εργατική τάξη, είναι ότι στον καπιταλισμό όλες οι κατακτήσεις είναι επισφαλείς, κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη του κεφαλαίου. Προϋπόθεση για σύγχρονα κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα για όλους, για σταθερή δουλειά με πλήρη δικαιώματα, καθολικό δημόσιο και δωρεάν σύστημα Υγείας, είναι να πάρουν οι εργαζόμενοι στα χέρια τους τον έλεγχο και το σχεδιασμό της οικονομίας, με κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και εργατική εξουσία. Το δυνάμωμα της Λαϊκής Συμμαχίας και η ισχυροποίηση του ΚΚΕ είναι προϋπόθεση για να πάει αυτός ο αγώνας μέχρι τέλους.
Ολοκληρώνεται σήμερα στη Βουλή η συζήτηση και ψήφιση του νομοσχεδίου που κατέθεσε η κυβέρνηση
Γιατί, τι άλλο μπορεί να σημαίνει η διατύπωση στο άρθρο 2 του νομοσχεδίου, ότι «ως "Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία" ορίζεται το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων που στηρίζονται σε μια εναλλακτική μορφή οργάνωσης των σχέσεων παραγωγής, διανομής, κατανάλωσης και επανεπένδυσης, βασισμένη στις αρχές της δημοκρατίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης, της συνεργασίας, καθώς και του σεβασμού στον άνθρωπο και το περιβάλλον»;
Σε αυτή, λοιπόν, την όαση «της δημοκρατίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης» μπορεί να συμμετέχει όποιος θέλει! Επομένως, η εργατική τάξη δεν χρειάζεται να οργανώνεται ενάντια στο κεφάλαιο, τους εκμεταλλευτές της, μέχρι να τους ανατρέψει και να καταργήσει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αρκεί να στήσει πολλές «κοινωνικές» ή «συνεταιριστικές» επιχειρήσεις δίπλα στους επιχειρηματικούς ομίλους που κάνουν κουμάντο στην οικονομία και όλα θα λυθούν ως διά μαγείας!
Γι' αυτό και το νομοσχέδιο «ενθαρρύνει τη συμμετοχή όσων πολιτών το επιθυμούν σε οικονομικές δραστηριότητες, οι οποίες αναπτύσσονται με σεβασμό στον άνθρωπο και το περιβάλλον και οργανώνονται με δημοκρατία, ισότητα και αλληλεγγύη μεταξύ των συμμετεχόντων ως παραγωγών ή και καταναλωτών του πλούτου και των τοπικών κοινωνιών» (άρθρο 1).
Αυτό που δεν λένε, βέβαια, η κυβέρνηση και ο νομοθέτης, είναι ότι η ανάπτυξη της «κοινωνικής οικονομίας» αποτελεί έναν από τους διαχρονικούς στόχους των ίδιων των κεφαλαιοκρατών και σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά αλλαγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Στην πραγματικότητα, το νομοσχέδιο που έφερε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, επικαιροποιεί παλιότερο νόμο του ΠΑΣΟΚ και είναι σύμφωνο με τις κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ.
Γι' αυτό, άλλωστε, η κυβερνητική πρόταση νόμου υποστηρίχτηκε θερμά στη Βουλή από ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι και Ενωση Κεντρώων, ενώ μόνο το ΚΚΕ αντιτάχθηκε επί της ουσίας, αναδεικνύοντας τις πραγματικές πτυχές και τις στοχεύσεις του νομοθετήματος.
Για παράδειγμα, η ΕΕ έχει αποφανθεί πως οι «Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις» (ΚΟΙΝΣΕΠ) και οι «Συνεταιρισμοί Εργαζομένων» (Συν.Εργ.) συμβάλλουν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαιοκρατών και είναι απολύτως σύμφωνες με τη Στρατηγική «Ευρώπη 2020»: «Οργανώνουν νέα και καινοτόμα επιχειρηματικά μοντέλα για τη μεγιστοποίηση της ανταγωνιστικότητας (...) Το συνεταιριστικό επιχειρηματικό μοντέλο είναι απολύτως σύμφωνο με τις αξίες της Συνθήκης της ΕΕ και τους στόχους της Στρατηγικής "Ευρώπη 2020" (...) να ληφθούν μέτρα για τη διευκόλυνση της μεταβίβασης των επιχειρήσεων στους εργαζόμενους (...) Οι συνεταιρισμοί εργαζομένων/οι εξαγορές επιχειρήσεων από εργαζόμενους ενδεικνύεται να ενισχύονται από ειδικό κονδύλιο του προϋπολογισμού της ΕΕ, το οποίο θα πρέπει να περιλαμβάνει και χρηματοδοτικά μέσα» (γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [CCMI/093], Βρυξέλλες, 25 Απρίλη 2012).
Η προώθηση της «κοινωνικής οικονομίας» από την πλευρά της ΕΕ, ενός διακρατικού ιμπεριαλιστικού οργανισμού, που ξηλώνει τα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα για να θωρακίσει την ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου, φτάνει από μόνη της για να πονηρέψει τον καθένα για το πού στοχεύουν πραγματικά τα σχέδια της κυβέρνησης και στην Ελλάδα...
Ετσι, στην κατεύθυνση στήριξης της «κοινωνικής οικονομίας», πάγια μέριμνα της ΕΕ αποτελεί η εξεύρεση πόρων χρηματοδότησης που θα βοηθήσουν στην ανάπτυξή της. Στο τεύχος 57 του περιοδικού «Πανόραμα» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που βγήκε αυτό το καλοκαίρι, αναφέρεται μεταξύ άλλων στα μέτρα που λαμβάνονται για να αναπτυχθεί η «κοινωνική οικονομία» στην Ελλάδα.
Γράφει μεταξύ άλλων: «Η κοινωνική οικονομία είναι ένας τομέας που δεν έχει ακόμα πλήρως αξιοποιηθεί στην Ελλάδα. Με τη στήριξη του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) - είτε συγκεκριμένα για την κοινωνική επιχειρηματικότητα (συνολικός προϋπολογισμός 6,4 εκατ. ευρώ) είτε μέσω ενσωματωμένων επιχειρηματικών δράσεων - η κοινωνική οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της νέας προγραμματικής περιόδου.
Το γεγονός ότι περισσότερα από 100 εκατ. ευρώ από τους πόρους του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ) προορίζονται ειδικά για την προώθηση της κοινωνικής επιχειρηματικότητας κατά την προγραμματική περίοδο 2014 - 2020 και για την επιλογή της κατάλληλης επενδυτικής προτεραιότητας από το σύνολο των 13 περιφερειών στα επιχειρησιακά προγράμματά τους, καταδεικνύει περίτρανα την πρόθεση των ελληνικών αρχών να χρησιμοποιήσουν την κοινωνική οικονομία ως νέο μοντέλο, το οποίο θα συμβάλλει στη συνολική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας».
Το στόχο αυτό υπηρετούν και οι προβλέψεις του νομοσχεδίου ότι οι «κοινωνικές επιχειρήσεις» θα μπορούν να αντλούν:
Δηλαδή, όπως και όλες οι άλλες επιχειρήσεις που δουλεύουν για το κέρδος, έτσι και οι «κοινωνικές επιχειρήσεις» θα μπορούν να χρηματοδοτούνται από το κράτος, τις τράπεζες και την ΕΕ.
Οι «κοινωνικές επιχειρήσεις» στο σύνολό τους μπορούν να προσλαμβάνουν εργάτες και να τους απασχολούν με τους χειρότερους δυνατούς όρους, όπως κάθε άλλη επιχείρηση στον καπιταλισμό.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, οι εργάτες - μη μέλη μπορούν να είναι το 40% των μελών μιας ΚΟΙΝΣΕΠ και το 25% (που μπορεί να αυξηθεί με την επίκληση κάλυψης εποχιακών αναγκών) των μελών ενός Συν.Εργ. Οι επιχειρήσεις αυτές, όπως ήδη είπαμε, μπορούν να συμμετέχουν σε προγράμματα του ΟΑΕΔ, δηλαδή να απολαμβάνουν τα οφέλη των προγραμμάτων επιδότησης εργασίας, των κοινωφελών και άλλων προγραμμάτων που προσφέρουν φθηνό, μέχρι και δωρεάν εργατικό δυναμικό. Εργατικά χέρια τα οποία είτε πληρώνουν οι εργοδότες με τους κατώτατους μισθούς, ανεξαρτήτως ειδικότητας και προϋπηρεσίας, είτε ο ΟΑΕΔ καταβάλλει μέρος ή και ολόκληρο το μισθό (με λεφτά που προέρχονται από τη φοροληστεία του λαού). Μπορούν ακόμα να απασχολούν εργάτες με μερική απασχόληση.
Επίσης, το νομοσχέδιο αφήνει ένα ανοιχτό παράθυρο για συγκαλυμμένη «μαύρη εργασία», καθώς δίνει τη δυνατότητα για «εθελοντική εργασία». Συγκεκριμένα, η «κοινωνική επιχείρηση» κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις «δεν έχει ασφαλιστικές υποχρεώσεις προς τα μη μέλη που λειτουργούν ως εθελοντές» (άρθρο 7). Επιτρέπεται «η παροχή υπηρεσιών προς εξυπηρέτηση του σκοπού της Κοιν.Σ.Επ. από μέλη της, τα οποία δεν βρίσκονται σε εργασιακή σχέση με αυτήν» και η οποία «είναι μη αμειβόμενη» και «δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 16 ώρες εβδομαδιαίως».
Ενα άλλο ζήτημα είναι ότι επιτρέπεται η «απλήρωτη εργασία». Στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται (άρθρα 21 και 31) ότι «η αποπεράτωση της εκκαθάρισης» μιας ΚΟΙΝΣΕΠ ή ενός Συν.Εργ. μπορεί να γίνει ακόμα «και αν απομένουν ανεξόφλητες απαιτήσεις τρίτων». Με άλλα λόγια, επιτρέπεται να μείνουν, μεταξύ άλλων, απλήρωτοι εργαζόμενοι όταν η επιχείρηση κλείνει.
Τα ιδεολογήματα περί «δημοκρατίας», «αυτοδιαχείρισης», «ισότητας» κ.ά. καλλιεργούνται συστηματικά από τις κυβερνήσεις του κεφαλαίου, από την ΕΕ, με ιδιαίτερη ένταση στα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης.
Η «κοινωνική οικονομία» αποτελεί σε ιδεολογικό και πρακτικό επίπεδο ένα από τα εργαλεία τους στην προσπάθεια να διαχειριστούν την ανεργία, τη φτώχεια και την εξαθλίωση, συγκαλύπτοντας και αφήνοντας στο απυρόβλητο την αιτία που τα γεννά, τον ίδιο τον καπιταλισμό. Καλλιεργούν την αυταπάτη ότι ο εργάτης μπορεί να γίνει «συλλογικός εργοδότης» (του εαυτού του και όχι μόνο), ότι ο άνεργος γίνεται αφεντικό του εαυτού του και ότι δεν εξαρτάται πλέον από τις ορέξεις του καπιταλιστή και τις διακυμάνσεις της καπιταλιστικής οικονομίας.
Σε πρακτικό επίπεδο, δίνεται ιδιαίτερο βάρος στην ανάπτυξη της «κοινωνικής οικονομίας» σε τομείς κοινωνικών παροχών και φροντίδας, που μέχρι πριν από λίγα χρόνια βρίσκονταν στην αποκλειστική ευθύνη του κράτους. Λειτουργούν, δηλαδή, ως ο «δούρειος ίππος» για την ιδιωτικοποίηση και την εμπορευματοποίησή τους.
Σε κάθε περίπτωση, οι «κοινωνικές επιχειρήσεις» αντικειμενικά συμβάλλουν στη συνολική αναπαραγωγή του κεφαλαίου, αφενός συμμετέχοντας οργανικά στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας που υπηρετεί το κεφάλαιο, αφετέρου παράγοντας αξίες που τελικά κατανέμονται στο κεφάλαιο αναλογικά με το μέγεθός του σ' ολόκληρη την οικονομία.
Το ιδεολόγημα της δημοκρατίας, της ισότητας και της αυτοδιαχείρισης, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και οι κάθε λογής θιασώτες της «κοινωνικής οικονομίας», το δικαιολογούν επικαλούμενοι ότι στις «κοινωνικές επιχειρήσεις» κάθε μέλος έχει και μία ψήφο και ότι όλοι αποφασίζουν ομαδικά. Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση που συμμετέχει ως μέλος και μια άλλη επιχείρηση και η οποία προφανώς έχει και άλλα μέλη υπό την επιρροή της, καθώς σύμφωνα με το νομοσχέδιο, στις ΚΟΙΝΣΕΠ μπορούν να συμμετέχουν και Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου; Τι γίνεται με τους εργάτες που μπορεί να προσλάβουν οι ΚΟΙΝΣΕΠ και οι Συν.Εργ. και οι οποίοι δεν είναι μέλη του; Εκεί ο μανδύας της «δημοκρατίας» και της «ισότητας» πέφτει εξολοκλήρου και αποκαλύπτεται η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης για το κέρδος.
Αλλωστε, ο ίδιος ο νομοθέτης θεωρεί ως έναν από τους στόχους της «κοινωνικής» επιχείρησης «τη μεγιστοποίηση και την ατομική ιδιοποίηση του κέρδους», έστω και αν εύχεται να μην αποδίδεται προτεραιότητα στο στόχο αυτό.
Αυτό περιγράφεται εύγλωττα και στο εξής σημείο του νομοσχεδίου: «Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η απλοποίηση των διαδικασιών σύστασης προσωπικών και κεφαλαιουχικών εμπορικών εταιρειών και ειδικότερα των ομόρρυθμων εταιρειών, των ετερορρύθμων εταιρειών (κάθε μορφής), των ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών, των Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων, των Συνεταιρισμών Εργαζομένων, των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης και των Ανώνυμων Εταιρειών (εφεξής: "Εταιρείες")».
Τελικά, επειδή κάθε «κοινωνική επιχείρηση» λειτουργεί μέσα στον καπιταλισμό και αντικειμενικά λειτουργεί με τους όρους της καπιταλιστικής οικονομίας, είτε θα απεκδυθεί τον κοινωνικό μανδύα της και θα γίνει καθαρά καπιταλιστική, είτε θα παύσει να λειτουργεί ως επιχείρηση, είτε θα κλείσει.
Η ανακοίνωση του Συνδέσμου Λιθογράφων πριν την απεργία είναι αποκαλυπτική: «Το 80% των λιθογράφων παίρνει μεροκάματο 300 δρχ. καθαρά. Η ορθοστασία, οι εντατικοί ρυθμοί δουλειάς, οι ταχυκίνητες μηχανές, το χνούδι του χαρτιού και τα διάφορα οξέα και χημικά προϊόντα που εισπνέουν, υποσκάπτουν την υγεία τους και τους οδηγούν πρόωρα στον τάφο. Τα πρωτόγονα κτίρια, η έλλειψη εγκαταστάσεων υγιεινής και οι εξαντλητικές συνθήκες δουλειάς δημιουργούν συχνά ατυχήματα, με αποτέλεσμα πολλοί λιθογράφοι να είναι σήμερα με κομμένα δάχτυλα και τσακισμένα χέρια.
Οι μισοί εργαζόμενοι του κλάδου δεν παίρνουν άδεια περισσότερο από 18 μέρες, γιατί έτσι ορίζει ο νόμος για τις επιχειρήσεις που έχουν μέχρι 50 εργάτες, αν και δουλεύουν στις ίδιες ακριβώς συνθήκες με τους άλλους συναδέλφους που παίρνουν 25 μέρες άδεια, ύστερα από 8 χρόνια υπηρεσία (...) Στα εξαντλητικά μεροκάματα και στην εξουθενωτική δουλειά που μας επιβάλλουν, στηρίχτηκε η τεράστια ανάπτυξη της λιθογραφίας και επιχειρήσεις που πριν λίγα χρόνια διέθεταν μόνο μια μεταχειρισμένη εκτυπωτική μηχανή, τώρα διαθέτουν δύο ή πέντε αυτόματες δίχρωμες και τετράχρωμες μηχανές αξίας δεκάδων εκατομμυρίων».
Η απεργία δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία», καθώς προηγήθηκε μεγάλη περίοδος προετοιμασίας. Στην εφημερίδα «Εργάτης Τύπου και Χάρτου» (φύλλο 4β, Φλεβάρης-Μάρτης 1977) δημοσιεύεται ανακοίνωση (Φλεβάρης 1977) του Συνδέσμου Λιθογράφων με την οποία αναγγέλλεται ο επερχόμενος αγώνας:
Ο Σύνδεσμος πρόβαλλε τα εξής αιτήματα: «α) 40ωρη πενθήμερη βδομάδα, κεντρικό μας αίτημα β) Ενα μήνα άδεια μ' επίδομα για όλους ανεξάρτητα από προϋποθέσεις γ) Εξίσωση των ημερομισθίων, τεχνιτών και βοηθών, με τα ανώτερα ημερομίσθια που υπάρχουν σήμερα στον κλάδο».
Το αίτημα αιχμής ήταν αναμφίβολα το ωράριο. Στην εφημερίδα «Εργάτης Τύπου και Χάρτου» (φύλλο 4α, Φλεβάρης-Μάρτης 1977) σημειώνεται: «Ο νόμος μάς υποχρεώνει όπως και όλους σχεδόν τους εργάτες της χώρας μας να δουλεύουμε 45 ώρες τη βδομάδα. Μα οι ανάγκες της ζωής που μεγαλώνουν, η ακρίβεια, ο πληθωρισμός αναγκάζουν τους περισσότερους μας να δουλεύουμε άλλες 15, 20 και 30 ώρες υπερωρία τη βδομάδα, αφού το μεροκάματο δεν φτάνει ούτε και για τα πιο στοιχειώδη».
Σημειώνουμε εδώ ότι από το Γενάρη του 1977 είχε συγκροτηθεί Συντονιστική Επιτροπή από τις Εργοστασιακές Επιτροπές του Συνδέσμου και έθετε ως βασικό αίτημα την κατάκτηση του 40ωρου «για να περιορίσουμε κατά μερικές ώρες την εκμετάλλευση και να λιγοστέψουμε τη σκόνη και τα οξέα που εισπνέουμε» («Εργάτης Τύπου και Χάρτου», φύλλο 3, Γενάρης 1977). Αυτή η Συντονιστική Επιτροπή φαίνεται να έπαιξε το ρόλο της Απεργιακής Επιτροπής με το ξεκίνημα του αγώνα τον Απρίλη του 1977.
Η απόφαση για το ξεκίνημα της απεργίας λήφθηκε στη γενική συνέλευση που πραγματοποίησαν την Κυριακή 24 Απρίλη 1977 ο Σύνδεσμος Λιθογράφων Εργατών, το Σωματείο Τυπογράφων και η Ενωση Εργατοτεχνιτών Βιβλιοδετών Αθήνας - Πειραιά στο θέατρο «Ακροπόλ». Ο χώρος αυτός, όσο διήρκεσε η απεργία, αποτέλεσε τόπο συγκέντρωσης και γενικών συνελεύσεων, που γίνονταν ακόμα και μέρα παρά μέρα, κάνοντας τον απεργιακό αγώνα υπόθεση όλου του κλάδου.
Μέχρι την ώρα που ξεκίνησε η γενική συνέλευση, σύμφωνα με στοιχεία της εφημερίδας του κλάδου, στο «Ακροπόλ» έδωσαν το «παρών» 1.285 εργάτες λιθογράφοι από 128 εργοστάσια. Η συμμετοχή ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, με δεδομένο ότι οι λιθογράφοι ήταν περίπου 2.500 σε Αθήνα και Πειραιά.
Η απόφαση που λήφθηκε ήταν να πραγματοποιηθεί 48ωρη απεργία στις 27 και 28 Απρίλη, με τα εξής βασικά αιτήματα: 40ωρη, 5ήμερη βδομάδα δουλειάς, αύξηση όλων των μεροκάματων στο επίπεδο των αναγκών της ζωής, μηνιάτικη άδεια με μηνιάτικο επίδομα σε όλους τους εργαζόμενους στη λιθογραφία με υπαγωγή του κλάδου στο ν. 2112.
Παράλληλα, λήφθηκαν αποφάσεις για την οργάνωση της απεργίας, όπως το να συγκεντρωθούν οι απεργοί στις 8 το πρωί στα εργοστάσια που θα δουλεύουν και στη συνέχεια στο «Ακροπόλ».
Στις 28 Απρίλη, δεύτερη μέρα της απεργίας, διαβάζουμε στον «Ριζοσπάστη»: «Καθολική επιτυχία σημείωσε χθες η 48ωρη πανελλαδική απεργία (...) Στα εργοστάσια ΕΛΚΑ, Περιβολαράκη Γιανόπουλος, Τεχνογραφική, Καρυδάκης, Παπαστράτος, Κεράνης, η επιτυχία της απεργίας έφθασε το 100%. Ηδη από τις πρώτες ώρες της απεργίας, ορισμένα εργοστάσια δέχτηκαν να ικανοποιήσουν τη 40ωρη πενθήμερη βδομάδα, τη μηνιάτικη άδεια (26 μέρες), με μηνιάτικο επίδομα και άλλα αιτήματα (...) Τα εργοστάσια αυτά είναι: Επιχείρηση Νέος Παρνασσός ΑΕ, Χάρη Πάτση, Πάπυρος Γραφικές Τέχνες, Δουράκος και Σία ΟΕ και Ι. Δραγούμης και Υιοί ΕΠΕ».
Τη συγκέντρωση στο «Ακροπόλ» χαιρέτισε βουλευτής του ΚΚΕ. Από την άλλη μεριά, εργοδότες και κράτος δεν κάθισαν με σταυρωμένα τα χέρια. «...μέλη της απεργιακής επιτροπής συνελήφθησαν το πρωί έξω από το εργοστάσιο του Γρίλη στη Ν. Ελβετία από όργανο της Τάξης και οδηγήθηκαν στο ΛΖ' Αστυνομικό Τμήμα, που τους παρέπεμψε στον Εισαγγελέα», έγραφε ο «Ριζοσπάστης».
Ωστόσο, η δεύτερη μέρα της απεργίας φαίνεται να είχε ακόμα μεγαλύτερη συμμετοχή. Το αποτέλεσμα ήταν να αποδεχθούν τουλάχιστον μέρος των αιτημάτων επιχειρήσεις που απασχολούσαν περίπου 800 λιθογράφους, σχεδόν το 1/4 του κλάδου. Στη γενική συνέλευση εκείνης της μέρας, «1.300 λιθογράφοι διατράνωσαν την απόφασή τους να αγωνιστούν μέχρι την τελική νίκη». Ετσι, αποφάσισαν νέα 48ωρη απεργία για τις 4 και 5 Μάη. Ενδιάμεσα, την 1η Μάη, αποφασίστηκε να γίνει συγκέντρωση των λιθογράφων στα γραφεία του σωματείου, για να πάνε στο συλλαλητήριο της Πρωτομαγιάς.
Από εκεί και μετά, η απεργία συνεχίστηκε χωρίς διακοπές. Στις 11 Μάη ο «Ριζοσπάστης» σημείωνε: «Με επιτυχία συνεχίζεται για 9η μέρα σήμερα η απεργία των Λιθογράφων. Στην απεργία συμμετέχουν οι τυπογράφοι και οι βιβλιοδέτες στα μικτά εργοστάσια». Ακόμα, ανέφερε ότι την προηγούμενη μέρα «δυνάμεις χωροφυλακής προσπάθησαν να εμποδίσουν την Απεργιακή Επιτροπή να περιφρουρήσει το εργοστάσιο Ματσούκη στο Μενίδι, αλλά απέτυχαν».
Στο μεταξύ, εργοδότες και κράτος μεθοδεύουν την παραπομπή της υπογραφής νέας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας στη Διαιτησία. Σύμφωνα με το νόμο 3239/1955, η παραπομπή θα σήμαινε σταμάτημα της απεργίας και όσοι τη συνέχιζαν, θα μπορούσαν ακόμα και να απολυθούν.
Η πρόθεση των εργοδοτών και του κράτους να προχωρήσουν σε μια τέτοια μεθόδευση, ήταν γνωστή από νωρίς και ο κλάδος ήταν προετοιμασμένος. Οπως είχε ήδη δηλωθεί στην πρώτη γενική συνέλευση του Απρίλη, η απεργία δεν πρόκειται να σταματήσει ακόμα κι αν γίνει η παραπομπή. Στις 17 Μάη, η κυβέρνηση της ΝΔ παρέπεμψε το θέμα στη Διαιτησία και όπως γράφει ο «Ριζοσπάστης» στις 19 Μάη, η απάντηση ήταν αφοπλιστική: «Απτόητοι οι χιλιάδες λιθογράφοι βιβλιοδέτες και τυπογράφοι από τα εξώδικα των εργοδοτών και τις απειλές για την εφαρμογή του νόμου 3239/55».
Στις 24 Μάη, είχαν συμπληρωθεί 23 μέρες απεργίας και ήδη 35 εργοδότες που απασχολούσαν πάνω από 1.000 εργάτες είχαν δεχτεί τα αιτήματα για 40ωρο και ένα μήνα άδεια. Σημειώνουμε ότι σε κάθε επιχείρηση που αποδεχόταν τα αιτήματα, η απεργία σταματούσε. Γι' αυτό υπήρχαν επιχειρήσεις όπου η απεργία σταμάτησε ύστερα από λίγες μέρες, ενώ σε άλλες διήρκεσε μέχρι και τρεις μήνες.
Οι εργοδότες που αρνούνται να υπογράψουν συνέχισαν την τρομοκρατία. Σύμφωνα με τον «Ριζοσπάστη», «έχουν κοινοποιήσει εκατοντάδες εξώδικες απολύσεις και ενοχλούν τους απεργούς με απειλητικά τηλεφωνήματα και επιστολές. Η αστυνομία, όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του Σωματείου Λιθογράφων, συλλαμβάνει καθημερινά απεργούς με πρόσχημα την "εξακρίβωση". Δίκες απεργών, άλλος για παρεμπόδιση εργασίας, άλλος για διεξαγωγή παράνομου εράνου».
Η αλληλεγγύη μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Η ΕΣΑΚ-Σ Αθήνας κατήγγειλε τον υπουργό Εργασίας για την παραπομπή της ΣΣΕ στη Διαιτησία, ενώ το ΚΚΕ κατέθεσε Ερώτηση στη Βουλή, απαιτώντας να ληφθούν μέτρα για την ικανοποίηση των αιτημάτων και να σταματήσει η διαιτητική διαδικασία. Στις αρχές Ιούνη, οι απεργοί ενημέρωσαν για τον αγώνα τους διεθνείς συνδικαλιστικές οργανώσεις και τα συνδικάτα Τύπου της Ιταλίας, της Ελβετίας και της Αμερικής. Στο μεταξύ, συνδικάτα άλλων κλάδων, παρατάξεις και μαζικοί φορείς εξέφραζαν την αλληλεγγύη τους ενισχύοντας οικονομικά τους απεργούς.
Στις 12 Ιούνη, ο «Ριζοσπάστης» αναφέρει ότι πάνω από 1.200 λιθογράφοι έχουν γυρίσει στη δουλειά τους και στις 16 Ιούνη ότι έχουν συμπληρωθεί 45 μέρες απεργίας, με 600 λιθογράφους να συνεχίζουν τον αγώνα. Τελικά, η απεργία λήγει στα τέλη Ιούλη.
Η μάχη που δόθηκε ήταν δύσκολη, αλλά καλά προετοιμασμένη. Κάνοντας έναν απολογισμό, ο «Εργάτης Τύπου και Χάρτου» (φύλλο 7, Οκτώβρης 1977) στέκεται στις ευθύνες της ΓΣΕΕ, που δεν στήριξε τον αγώνα του κλάδου, και σημειώνει: «...σχεδόν ο μισός κλάδος και συγκεκριμένα 1.300 περίπου συνάδελφοι δουλεύουν 40ωρο-5ήμερο και άλλοι 700 περίπου δουλεύουν 5ήμερο - 42 1/2ωρο (...) ένα σοβαρό ποσοστό συναδέλφων δικαιούνται ένα μήνα άδεια με ένα μήνα επίδομα το χρόνο. Αυτά δεν τα είχαμε πριν από την απεργία (...) Δεν έχουμε βέβαια κερδίσει όλα όσα ζητάγαμε. Ναι. Αλλά έχουμε κερδίσει παραπάνω από τα μισά (...) Εχουμε κάνει το πρώτο και το πιο αποφασιστικό βήμα».
Πέρα από τις εκτιμήσεις της εποχής, η απεργία άφησε παρακαταθήκη στον κλάδο και συνολικά στο κίνημα των εργαζομένων, για τον τρόπο που προετοιμάστηκε και οργανώθηκε, τους στόχους που έθεσε και την αποφασιστικότητα των απεργών, παρά τις διώξεις και την τρομοκρατία από το κράτος και την εργοδοσία.