Σύμφωνα με πανελλαδική έρευνα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, πάνω από ένας στους δέκα γονείς (11%) ανέφερε ότι το σχολείο του παιδιού του είχε αναστείλει τη λειτουργία του πριν την τελευταία διακοπή της εκπαιδευτικής δραστηριότητας. Ηταν τότε που η κυβέρνηση συκοφαντούσε τον αγώνα των μαθητών και των εκπαιδευτικών για μέτρα αποσυμφόρησης και υποστήριζε ότι «στα σχολεία δεν κολλάει». Σημειωτέον, ακόμα και σήμερα η κυβέρνηση δεν έχει δώσει αναλυτικά στοιχεία σε σχέση με την εμφάνιση κρουσμάτων στα σχολεία, ούτε για το πόσα σχολεία είχαν κλείσει, ενώ η τακτική που ακολουθούσε τότε ήταν να μη γίνονται μαζικά τεστ, ούτε ιχνηλάτηση των κρουσμάτων. Η έρευνα όμως δίνει ένα ακόμα στοιχείο: Σχεδόν τρεις στους δέκα γονείς (31%) απάντησαν ότι υπήρξε τάξη στο σχολείο τους που την ίδια περίοδο έκλεισε λόγω κρούσματος. Ηταν τότε που η κυβέρνηση προσπαθούσε να πείσει ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος ανησυχίας, ενώ σε επίσημες κυβερνητικές ενημερώσεις κυκλοφορούσαν αυτά τα αμίμητα σκαριφήματα που «δικαιολογούσαν» ότι είναι ασφαλέστερη μια τάξη με 25 μαθητές απ' ό,τι με 15.
Η συνέχεια είναι γνωστή: Τα σχολεία έκλεισαν, με την κυβέρνηση να επικαλείται την «κινητικότητα» των γονέων και όχι τις αίθουσες - σαρδελοκούτια, ενώ στους μήνες που μεσολάβησαν δεν πάρθηκε κανένα μέτρο, κάτι που φαίνεται ήδη με το άνοιγμα των Δημοτικών και των Νηπιαγωγείων. Σήμερα η λειτουργία των σχολείων μπαίνει με επίσημες δηλώσεις «στο ζύγι» με τη λειτουργία του λιανεμπορίου, τα δε ΑΕΙ παραμένουν κλειστά σχεδόν ένα χρόνο, σε μια ομολογία της κυβέρνησης ότι δεν μπορεί να εξασφαλίσει τους αναγκαίους όρους ασφαλούς εκπαιδευτικής δραστηριότητας. Ολα τα παραπάνω, εκτός από ενδεικτικά της κυβερνητικής υποκρισίας, προσθέτουν κάμποσους ακόμα λόγους για να είναι επιτυχημένα τα αυριανά συλλαλητήρια φοιτητών, μαθητών, γονιών και εκπαιδευτικών.
Ενόψει της σημερινής ορκωμοσίας Μπάιντεν, συνεχίζεται η αντιπαράθεση γύρω από τον πρόσφατο αποκλεισμό του Ντ. Τραμπ από τα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το Twitter και το Facebook. Αλλοι χαρακτηρίζουν «προβληματικό» να αποφασίζει ο ιδιοκτήτης του μέσου για το αν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ μπορεί να συμμετέχει σε μια πλατφόρμα, άλλοι υπερασπίζονται το «δικαίωμα» του μέσου να κόβει οποιονδήποτε, όταν το διακύβευμα αφορά τη δημοκρατία και το Σύνταγμα. Και οι μεν και οι δε όμως συγκλίνουν στην άποψη ότι πρέπει να μπουν «κανόνες», με νομοθετήματα και προβλέψεις που να «χαλιναγωγούν» τάχα τα γιγάντια αυτά μονοπώλια, αφού - όπως γράφτηκε σε σχετικό άρθρο - οι πλατφόρμες αυτές «δεν μπορεί να μην είναι ιδιωτικές» αλλά «δεν μπορεί και να καθορίζουν τον δημόσιο διάλογο που διεξάγεται μέσα από αυτές». Της υποκρισίας το ανάγνωσμα, δηλαδή, από την προσπάθεια να παρουσιάσουν τα μέσα αυτά ως «ουδέτερο πεδίο», να διαχωριστούν η ιδιοκτησία και τα συμφέροντα που κρύβονται πίσω τους από το τι μεταδίδουν ή τι δεν μεταδίδουν κάθε φορά. Οσο για τους «κανόνες» που όλοι συμφωνούν ότι πρέπει να τεθούν, είναι το πιο σύντομο ανέκδοτο στον καπιταλισμό. Ποιος δεν θυμάται τις «αντιμονοπωλιακές ρυθμίσεις» και τις αμέτρητες «εποπτικές αρχές» που συγκροτήθηκαν πριν από μερικά χρόνια, όταν τέθηκε θέμα για τις «μονοπωλιακές πρακτικές» ομίλων και την ανάγκη να τεθούν «περιοριστικοί κανόνες» για «να θωρακιστεί η δημοκρατία» και «ο υγιής ανταγωνισμός»; Οχι μόνο δεν υπήρξε καμία αλλαγή προς το καλύτερο για τους λαούς, αλλά η ίδια η «αντιμονοπωλιακή» νομοθεσία και οι διάφορες αρχές έγιναν εργαλείο στην αρένα των ανταγωνισμών για το ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα στα μονοπώλια, το οποίο πληρώνουν πάντα οι λαοί.