Τετάρτη 2 Σεπτέμβρη 2020
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ποιο σχολείο φτάνει τους μαθητές του να εισάγονται με ελάχιστα μόρια στο πανεπιστήμιο;

Eurokinissi

«Στο Μαθηματικό με βαθμό 3: Οι πολύ χαμηλές βάσεις αποκαλύπτουν τις παθογένειες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης». Με πηχυαίους τίτλους, σαν κι αυτόν της «Καθημερινής», η αρθρογραφία στον αστικό Τύπο σχολίασε την «άνευ προηγουμένου εικόνα απαξίωσης» που αναδύεται από τα αποτελέσματα εισαγωγής στα πανεπιστήμια που ανακοινώθηκαν προ ημερών, σύμφωνα με τα οποία στο 42% των πανεπιστημιακών Τμημάτων η βάση δεν ξεπέρασε τα 10.000 μόρια. Ομως, για μισό λεπτό, στις εξετάσεις διαγωνίστηκαν μαθητές Λυκείου. Με βάση ποια λογική τα αποτελέσματά τους δείχνουν τις «παθογένειες» των πανεπιστημίων και όχι της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης;

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν θέλουμε να πούμε ότι στα πανεπιστήμια όλα είναι καλώς καμωμένα. Σε καμία περίπτωση - εξάλλου, το ίδιο νήμα δένει τις εξελίξεις σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, αφού όλες οι παρεμβάσεις που επιχειρούν διαχρονικά οι αστικές κυβερνήσεις επιχειρούν να προωθήσουν πιο αποτελεσματικά τη στρατηγική του κεφαλαίου και τις βασικές του επιδιώξεις για τα χαρακτηριστικά, τις δεξιότητες και τις ικανότητες που θα διατίθενται μελλοντικά στην αγορά εργασίας.

Από την άποψη αυτής της διαχρονικότητας, δεν μπορούμε να αποφύγουμε την πρόκληση να επισημάνουμε ότι επί κυβέρνησης ΝΔ φαίνεται ότι έγινε κατορθωτό αυτό που τελικά δεν υλοποίησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ: Η ελεύθερη πρόσβαση σε πολλά πανεπιστημιακά Τμήματα! Προφανώς αστειευόμαστε, όμως πίσω από την ειρωνεία υπάρχει και ένας λογικός πυρήνας: Το επιχείρημα που ουσιαστικά υιοθετούσε η πρόταση Γαβρόγλου για την ελεύθερη πρόσβαση, ότι δηλαδή η ζήτηση θα καθόριζε ποια Τμήματα θα ήταν ελεύθερης πρόσβασης και ποια όχι (ουσιαστικά σαν την περίφημη «αυτορύθμιση» της αγοράς, που - παρότι εδώ και αιώνες την ευαγγελίζονται οι αστοί θεωρητικοί - δεν έχει λειτουργήσει ποτέ), είναι ακριβώς αυτό που σηκώνουν σαν παντιέρα όσοι επιχειρούν να αξιοποιήσουν τις φετινές βάσεις προκειμένου να στρώσουν το έδαφος για την επικείμενη υλοποίηση των αναδιαρθρώσεων που ετοιμάζει η κυβέρνηση για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και την πρόσβαση στα πανεπιστήμια.

Μαθητές «στουρνάρια» ή σχολείο «κάτω από τη βάση»;

Μετά από τη σύντομη αυτή παρέκβαση, ας επανέλθουμε στην ουσία. Η οποία ουσία αφορά το μείζον ζήτημα που σχετίζεται με την Εκπαίδευση και είναι το μορφωτικό περιεχόμενο και διαδικασία, αυτό που με απλά λόγια λέμε «τι μαθαίνουν τα παιδιά μας και πώς». Γιατί, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι οι επιδόσεις των μαθητών στις πανελλαδικές αντανακλούν ευθέως και πλήρως την επιτυχία ή την αποτυχία της διδασκαλίας και την πρόσληψη της παρεχόμενης γνώσης από τον κάθε μαθητή1, τότε τι θα πρέπει να μας λέει το γεγονός ότι ένας στους τρεις υποψηφίους των πανελλαδικών που μπήκε φέτος σε πανεπιστημιακό Τμήμα είχε βαθμό κάτω από 10; Είτε ότι έσπασε ο διάολος το ποδάρι του και έχουμε τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερους μαθητές που δεν παίρνουν τα γράμματα, είτε ότι κάτι άλλο συμβαίνει. Για πληθώρα λόγων, της κοινής λογικής συμπεριλαμβανομένης, θεωρούμε ότι ισχύει το δεύτερο. Οπως εξάλλου έχει εύστοχα επισημάνει και αναλύσει το ΚΚΕ, «η μαθησιακή υστέρηση πολλές φορές αποτυπώνει τους ταξικούς φραγμούς (...) Μέσα στο σχολείο διαμορφώνεται πιο ισχυρά η τάση ενός παιδιού να "μη θέλει να μάθει" ή "να μην παίρνει τα γράμματα". Στη διαφοροποίηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων ανά μαθητή επιδρά δηλαδή και το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα, το σχολείο»2.

Περιττό, βέβαια, αλλά ας το συμπληρώσουμε: Ακόμα κι αν «ανέβουμε» στην κλίμακα της βαθμολογίας στις πανελλαδικές, πιστεύει κανείς που έχει την παραμικρή σχέση με το χώρο της Εκπαίδευσης ότι αυτή αντανακλά μια πιο ολόπλευρη μόρφωση και ολοκληρωμένη γνώση της εξεταστέας ύλης; Ας μη γελιόμαστε... Εκτός πια κι αν φτάσουμε στο σημείο να θεωρούμε αποδεκτό πρότυπο την απλή «παπαγαλία» και αποτύπωση στο χαρτί «γνώσης» η οποία, την επόμενη μέρα από την εξέταση του συγκεκριμένου μαθήματος, θα έχει σβηστεί από τη μνήμη του μαθητή.

Αλλωστε, από την ίδια τους τη φύση, οι πανελλαδικές εξετάσεις είναι εισαγωγικές - κατατακτήριες και δεν έχουν στόχο να αποτιμήσουν το μορφωτικό επίπεδο και τις ικανότητες των μαθητών. Οι αυξομειώσεις στις βάσεις από χρονιά σε χρονιά εξαρτώνται, μεταξύ άλλων, από τη διαφοροποίηση στη δυσκολία των θεμάτων και από τις διαθέσιμες θέσεις σε κάθε Τμήμα. Αλλη θα ήταν μια χρονιά η βάση εισαγωγής σε ένα Τμήμα αν διπλασιαζόταν ο αριθμός των εισακτέων και άλλη αν μειωνόταν στο μισό. Αντίστοιχα, με σταθερό αριθμό εισακτέων στο ίδιο Τμήμα, άλλη θα ήταν η βάση εισαγωγής αν τα θέματα ήταν πανεύκολα και άλλη αν ήταν εξαιρετικά δύσκολα, άλλη αν το επέλεγαν 3.000 υποψήφιοι και άλλη αν το επέλεγαν 50.

Με αυτή την έννοια, οι συγκρίσεις μεταξύ βάσεων εισαγωγής σε διαφορετικές χρονιές έχουν σχετική μόνο αξία - πολύ δε περισσότερο αν ληφθεί υπόψη ότι φέτος οι μαθητές βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις πρωτόγνωρες συνθήκες και δυσκολίες λόγω πανδημίας και ανεπάρκειας των κυβερνητικών πολιτικών για τη διαχείρισή της.

Το βασικό πρόβλημα: Το περιεχόμενο της εκπαίδευσης

Μιας και ξεκινήσαμε το κείμενο με την αναφορά στο Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, ας παραθέσουμε κάποιες διαπιστώσεις που καταγράφονται στο πόρισμα της 1ης Συνόδου των Προέδρων των Τμημάτων Μαθηματικών των Ελληνικών Πανεπιστημίων, το οποίο εκδόθηκε το Νοέμβρη του 2018: «Το σοβαρό πρόβλημα στη διδασκαλία των Μαθηματικών ξεκινά από την 5η και 6η τάξη Δημοτικού, όπου εισάγονται θεμελιώδεις και συνάμα ιδιαίτερα απαιτητικές στη διδασκαλία έννοιες των Μαθηματικών, η κατανόηση των οποίων, εν πολλοίς, καθορίζει τη μελλοντική σχέση των μαθητών με τα Μαθηματικά. (...) Αλλά και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση υποβαθμίζεται συνεχώς η παρεχόμενη μαθηματική παιδεία: Σημαντικές μαθηματικές ενότητες έχουν περικοπεί από τη διδασκαλία ή δεν υπάγονται στην εξεταστέα ύλη των προαγωγικών ή πανελλαδικών εξετάσεων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της υποβάθμισης της Ευκλείδειας Γεωμετρίας, ενός μαθήματος που έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην ιστορία της ελληνικής και παγκόσμιας εκπαίδευσης και που, κατά κύριο λόγο, προάγει την κατανόηση της αποδεικτικής διαδικασίας και της λογικής τεκμηρίωσης, με τον μαθητή να βιώνει την εμπειρία του χώρου και της γεωμετρικής κατασκευής».

Ανεξάρτητα από επιμέρους σχόλια που ενδεχομένως θα μπορούσε κάποιος να κάνει, το σίγουρο είναι ότι οι διαπιστώσεις αυτές αποτυπώνουν μια άκρως προβληματική κατάσταση που αφορά το περιεχόμενο της μαθηματικής εκπαίδευσης στο σχολείο. Το γεγονός δε ότι δημοσιεύτηκαν το Νοέμβρη του 2018, χωρίς κάτι να έχει αλλάξει έκτοτε, σημαίνει ότι το ουσιαστικό πρόβλημα που αναδεικνύεται είναι ανεξάρτητο - έως και άσχετο - από τις βάσεις εισαγωγής στα Τμήματα Μαθηματικών.

Αντίστοιχες ουσιαστικές επισημάνσεις μπορούν να γίνουν σχεδόν για κάθε μάθημα, και πολύ περισσότερο συνολικά για το μορφωτικό περιεχόμενο του σχολείου, που υπερβαίνει κατά πολύ το απλό άθροισμα των επιμέρους προβλημάτων που εντοπίζονται σε κάθε μάθημα του σχολικού προγράμματος.

«Αξιολόγηση» και άλλα ταρατατζούμ

Ας δούμε, όμως, και την άλλη όψη του νομίσματος. Η κουβέντα που σηκώνεται γύρω από τις βάσεις δεν είναι «αθώα». Οπως εξάλλου έσπευσε να επικοινωνήσει η κυβέρνηση, επίκεινται άμεσες παρεμβάσεις προκειμένου δήθεν να κυριαρχήσει πλέον η «αξιοσύνη» και με πνεύμα «αριστείας» και «αξιολόγησης» να εκλείψουν διά παντός τέτοιες «ανορθογραφίες». Με δυο λόγια, δηλαδή, σηκώνεται πάλι η ίδια συζήτηση που γίνεται εδώ και χρόνια, μόνο που αυτή τη φορά φαίνεται να είναι προκαθορισμένες οι αιχμές της: Κατοχύρωση της «βάσης του 10» ως προϋπόθεση για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο και δυνατότητα επιλογής εισακτέων από τα ίδια τα Ιδρύματα, που θα βγουν στη γύρα για να αναζητούν φοιτητές - πελάτες. Στις σελίδες του «Ριζοσπάστη» έχουμε γράψει πολλές φορές για τα θέματα αυτά, οπότε δεν θα κουράσουμε εδώ με επαναλήψεις. Θέλουμε μέσα από ένα παράδειγμα να αναδείξουμε μια άλλη πλευρά, που καταδεικνύει το αίολο της επιχειρηματολογίας των αστικών (φιλοκυβερνητικών, αλλά και αντιπολιτευόμενων) επιτελείων που έχουν σηκώσει τέτοιο ντόρο με το θέμα των βάσεων, με άξονα τη λογική της «αξιολόγησης».

Η βάση εισαγωγής στο Τμήμα Φυσικής του ΕΚΠΑ το 2000 ήταν 17.632 μόρια. Φέτος έφτασε τα 15.400 μόρια. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, καθιερώθηκαν και εφαρμόστηκαν μια σειρά διαδικασίες «αξιολόγησης» της ποιότητας των σπουδών, στο ίδιο πνεύμα με τις εξαγγελίες που συνοδεύουν τις νομοθετικές παρεμβάσεις κάθε κυβέρνησης που έχει μεσολαβήσει έκτοτε. Ετσι, μέσα σε αυτή την εικοσαετία το πρόγραμμα σπουδών έχει αλλάξει κατά πολύ, έχει πλέον πιστοποιηθεί με δόξα και τιμή, ενώ με αντίστοιχη επιτυχία το Τμήμα έχει περάσει διαδικασίες εσωτερικής και εξωτερικής «αξιολόγησης». Θεωρητικά, δηλαδή, είναι ένα Τμήμα που με βάση τη λογική της «αξιολόγησης» και της «αριστείας» βρίσκεται πλέον σε πολύ καλύτερη θέση από αυτή στην οποία βρισκόταν πριν από 20 χρόνια. Σύμφωνα με τη λογική των «ανησυχούντων», η βάση εισαγωγής θα έπρεπε να είχε ανέβει, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που στο μεσοδιάστημα δεν μεσολάβησε κάτι που να καθιστά τους Φυσικούς λιγότερο αξιοποιήσιμους στην αγορά εργασίας (μάλλον το αντίθετο, αφού π.χ. τα κενά στην Εκπαίδευση έχουν γιγαντωθεί, ενώ και μεταξύ των υπηρετούντων εκπαιδευτικών βρίσκονται να διδάσκουν Φυσική και άλλες, άσχετες, ειδικότητες3). Τότε πώς εξηγείται ότι η βάση εισαγωγής έχει πέσει κατά 2.200 μόρια; Αν υιοθετηθεί πλήρως το σκεπτικό των αστικών επιτελείων, το συμπέρασμα που προκύπτει μάλλον δεν είναι αυτό στο οποίο θα ήθελαν να καταλήξουν: Το «επιτυχώς αξιολογημένο» Τμήμα Φυσικής δέχεται εισακτέους με χαμηλότερες επιδόσεις από το «μη αξιολογημένο»!

Επειδή όμως η λογική «ο αστυνόμος είναι όργανο, το μπουζούκι είναι όργανο, άρα ο αστυνόμος είναι μπουζούκι» δεν ευσταθεί, μάλλον τα βαθύτερα αίτια του προβλήματος θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού.

Σε αυτή την αναζήτηση οι συνεχείς παρεμβάσεις και τοποθετήσεις των δυνάμεων του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στο σχολείο, στους Συλλόγους Δασκάλων και τις ΕΛΜΕ, στους Συλλόγους και τις Ενώσεις Γονέων και τα μαθητικά συμβούλια, για τα ζητήματα του μορφωτικού περιεχομένου του σχολείου, τις στρατηγικές στοχεύσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής όλων των αστικών κυβερνήσεων και - κυρίως - την προοπτική του αγώνα του κινήματος, μπορούν να αποτελέσουν οργανωτικό παράγοντα για να ενισχυθεί η αγωνιστική ανάταση ενός σημαντικού τμήματος εκπαιδευτικών, γονιών και μαθητών που δεν αποδέχονται τη μετατροπή του σχολείο σε εμπορομάγαζο δεξιοτήτων.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Φυσικά, μια τέτοια παραδοχή είναι πιο αναντίστοιχη με την αλήθεια ακόμα και από το μοντέλο του Μαγιορκίνη για τους 25 μαθητές στην τάξη.

2. Τμήμα Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ, Το ενιαίο Δωδεκάχρονο Σχολείο Σύγχρονης Γενικής Παιδείας, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 19.

3. Παρεμπιπτόντως, το στοιχείο αυτό, δηλαδή οι ειδικότητες που διδάσκουν κάθε μάθημα, έχει παραδόξως μείνει εκτός συζήτησης για την επιτυχία ή μη των μαθητών στις αντίστοιχες εξετάσεις...


Δ. Κ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ