Κυριακή 2 Δεκέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Εις υγείαν

Μπήκαμε στων εορτών, των άδωρων δώρων, της σπατάλης, της κατ' ανάγκην ευθυμίας. Υπάρχουν άνθρωποι, οι περισσότεροι ίσως που οι γιορτές τους γοητεύουν και τους χαροποιούν, ενώ υπάρχουν και οι άλλοι που μελαγχολούν. Ετσι κι αλλιώς είτε χαιρόμαστε είτε μελαγχολούμε όλοι αυτές τις μέρες θα πιούμε.

Βάφτισέ με όπως θες: 4/4 ουίσκι μπέρμπον, 2/4 κουαντρό, 2/4 χυμό λεμονιού και ένα κερασάκι. Χτυπάμε καλά στο σέικερ το ουίσκι, το κουαντρό και το χυμό με πολλά παγάκια. Τα σουρώνουμε σε ένα ανάλογο ποτήρι και τα διακοσμούμε με το κερασάκι.

Λαιμός του Αλόγου. 4/4 ουίσκι μπέρμπον, 2 σταγόνες αγκοστούρα, μια φλούδα λεμονιού, τζίντζερ έιλ. Ανακατεύουμε σε ένα ποτήρι το ουίσκι με την αγκοστούρα, έπειτα στύβουμε μια φλούδα λεμονιού και συμπληρώνουμε με το τζίντζερ έιλ. Θα το διακοσμήσουμε με μια φλούδα από λεμόνι.

Νοητή απόδραση

Η στήλη δε φιλοξενεί συχνά ποιητικές ανθολογίες, είναι πεζή και καθημερινή, το λέει μάλιστα και το όνομά της. Ομως καμιά φορά, σπάνια βέβαια, γινόμαστε πιο ποιητικοί από ό,τι μας επιτρέπεται. Μα σήμερα δεν αντέχουμε. Ισως είναι το θέμα που μας προκαλεί να διαβάσουμε το μικρό καλαίσθητο τόμο. Στο εξώφυλλό του απεικονίζει την οδό Χαριλάου Τρικούπη στο Αγρίνιο, και αρχίζουμε να την περιδιαβαίνουμε, πεζοί αλλά με διάθεση ποιητική:

«Αγρίνιο/.. σα αγαπώ/ γιατί είσαι η αγκαλιά που μέσα της γεννήθηκα/ και νιώθω πάντα σαν μικρό παιδί σου/ γιατί είσαι στην ψυχή μου ο μοναδικός/ ο μαγικός μου κόσμος, ο ακριβός, ο πιο ωραίος / και μέσα στην καρδιά, στη σκέψη και στο αίμα μου /ο πρώτος μου έρωτας κι ο τελευταίος». Ετσι ξεκινάει η ποιήτρια Μόλλη Βότση, κόρη της εκλεκτής ποιήτριας της Αιτωλοακαρνανίας της Τασίας Βότσης. Το μήλο κάτω από τη μηλιά έπεσε και αυτή τη φορά...

Οταν διαβάσει κανείς αυτά τα ποιήματα που περιέχονται στον τόμο «Νοητή Απόδραση», θα νιώσει μια ανακούφιση. Γιατί; Διότι, αλίμονο, στην εποχή που ζούμε όσοι πιστεύουν ακόμη στον Ερωτα, όσοι είναι ρομαντικοί και ευαίσθητοι, είναι υπόλογοι, είναι... παρωχημένοι και αν συνεχιστεί έτσι η κατάσταση, πράγμα που απευχόμαστε, σε λίγο οι ποιητές θα γράφουν «Δολάριο πως σε αγαπώ και πολύ σε ποθώ...» κλπ.

«Η Μόλλη Βότση» με τρομερή ευαισθησία αλλά και ποιητική μαεστρία υμνεί τον έρωτα, υμνεί τη νοσταλγία για τα χαμένα καλοκαίρια, υμνεί τη φιλία, την αγάπη, την άνοιξη αλλά και τους «χειμώνες» που έχουμε μπροστά μας και οφείλουμε, θέλουμε δε θέλουμε, να διανύσουμε. Ετσι, χωρίς τον παραμικρό φόβο, αυτό είναι το εκπληκτικό, μπορεί να ανακαλεί στιγμές, ωραίες, μοναδικές και ερωτικές, σπάνιες στιγμές, για να επιστρέψει σώα και αβλαβής στην παντοδύναμη καθημερινότητα. Η ποιήτρια (κόρη της εκλεκτής ποιήτριας Τασίας Βότση), ενώ δρα στην καθημερινή της ζωή (είναι δικηγόρος) γνωρίζει καλά να αποδρά. Φεύγει, διαφεύγει και αποφεύγει την ασχήμια κάνοντας μια ποιητική παράκαμψη και ποιητική ανάκληση μνήμης. Στίχοι που αγάπησα είναι αυτοί, στίχοι που με εκφράζουν, στίχοι που με κάνουν να νοσταλγώ.... τη νοσταλγία. Στίχοι που με κάνουν να θυμάμαι το υπέροχο ποίημα του Παλαμά για το Μεσολόγγι «Τα πρώτα μου χρόνια τα αξέχαστα τα έζησα κοντά στο ακρογιάλι, στη θάλασσα εκεί τη μικρή και ήμερη, στη θάλασσα εκεί την πλατεία τη μεγάλη»

Καθ' οδόν: Στην Ελβετία

Μήνας γιορτινός αυτός που μόλις μπήκε. Για όλους; Ασφαλώς όχι. Αφήστε τις μαύρες σκέψεις να πλημμυρίσουν την ψυχή μας. Προτείνουμε να κάνουμε έναν ταξιδιωτικό αντιπερισπασμό. Να δράσουμε. Πώς; Μα να αποδράσουμε, φυσικά. Να φύγουμε, να ξεφύγουμε, να διαφύγουμε από τη δυσάρεστη πραγματικότητα. Να πάμε πού; Μα τέτοιες μέρες, πού αλλού, στην Ελβετία φυσικά. Ξεναγός μας ο «Σταύρος Καλφιώτης». Ποιος στη χάρη μας. Καλά θα περάσουμε. Πάμε;

Μια εξαιρετική διαδρομή

Βγαίνοντας απ' την Ανκόνα, το πούλμαν κυλούσε με ταχύτητα πάνω στην οδοστράντα θαρρείς και βιαζόταν να φτάσει όσο γινόταν πιο γρήγορα στην Ελβετία. Κι όμως τούτη η διαδρομή είχε κι αυτή τις δικές της ομορφάδες. Οσο βρισκόμαστε ακόμα σε αστικές περιοχές το μάτι μας δεν παραξενευόταν μα μήτε κι εντυπωσιαζόταν με κείνο που έβλεπε. Οταν όμως ξεμακρύναμε, οι χιονισμένες Αλπεις με τις κάτασπρες σπαθωτές κορφές τους άρχισαν να τραβούν το βλέμμα μας, αφήνοντας κατά μέρος τα λιβαδοτόπια και τ' ανάνθιστα προς ώρας δέντρα που συναντούσαμε. Ακόμα κι ο στημένος κατάκορφα σ' ένα λόφο μεσαιωνικός πύργος μάς άφησε αδιάφορους.

Η μεγαλοπρέπεια και η φαντασμαγορία που προβάλλει μπροστά στα μάτια μας καθώς οι πανύψηλες Αλπεις επιμένουν να μας κάνουν επίδειξη δε μας επιτρέπει παρασπονδίες.


Φαίνεται πως το τρανό, το γιγάντιο, το μεγαλόπρεπο προκαλεί κάποια κατάπληξη, κάποια σαγήνη κι αιχμαλωτίζει το νου. Κάτι τέτοιο έγινε και με τις Αλπεις γιατί χρειάστηκε ώρα πολλή ίσαμε τα κεραμοσκέπαστα αγροτόσπιτα, γεμάτα χιόνια, που βγήκαν μπροστά μας να τραβήξουν την προσοχή μας και να μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε πως σε λίγο θα μπαίναμε στην πανέμορφη κοιλάδα της Αόστας.

Οι χιονισμένοι λόφοι δεξιά - ζερβά στολίζουν τη διαδρομή μας και τα γραφικά χωριουδάκια άλλοτε σφηνωμένα στα πλευρά τους κι άλλοτε απλωμένα στα πόδια τους τη γιομίζουν καλλιτεχνικές εικόνες.

Τα πέτρινα σπιτάκια, φτιαγμένα με τη γνωστή παραδοσιακή αρχιτεκτονική κάνουν το μάτι μας να χαίρεται και τη σκέψη μας να τρεχοβολάει σ' αλλοτινούς καιρούς.

Μα, να μπροστά μας ένα τούνελ. Μας καταπίνει και χάνουμε το γραφικό τοπίο. Μα σαν ξεβγαίνουμε κι αντικρίζουμε τα βαθυπράσινα έλατα και τα κλαδεμένα αμπέλια ν' αναπαύονται στις αψηλές κρεβατίνες πέφτουμε πάλι στο ρεμβασμό.

Οσο προχωράμε μέσα στην κοιλάδα της Αόστας οι λόφοι παίρνουν και τρανεύουν, γίνονται ψηλά βουνά. Για να δεις τις κορφές τους πρέπει να σηκώσεις το βλέμμα καταπάνω. Φορές, καθώς το πούλμαν τρέχει, το μάτι μας ξεχωρίζει κάποιο παλιό ιπποτικό κάστρο, μα δεν προφταίνω να τ' απολαύσω.

Στην περιοχή που περνάμε τα γύρω βουνά είναι ξερά, βραχώδη και γιομάτα αγριοπούρναρα. Μα καθώς ακόμα οι κορφές τους ξεμένουν χιονισμένες σ' εντυπωσιάζουν και σου προκαλούν ευχάριστα συναισθήματα. Αντίθετα, τα σκυθρωπά χωριουδάκια σε ρίχνουν σε συλλογή και σου φέρνουν ένα σωρό απορίες.


Τα βλέπεις σοβαρά, σκοτεινιασμένα κι αν δεν κάπνιζαν οι καμινάδες των σπιτιών θα 'λεγες πως ήσαν ακατοίκητα.

Σε τούτα τα μικροχώρια της κοιλάδας οι κάτοικοι ολημερίς είναι αποτραβηγμένοι στα αμπέλια και τις άλλες αγροτικές δουλιές, προσμένοντας να 'ρθει η ώρα της τουριστικής «σεζόν» για να νοικιάσουν τα δωμάτιά τους, και ν' αβγατίσουν το εισόδημά τους.

Κάποια στιγμή πρόσεξα πως άρχισαν να προβάλλουν μερικά αστικά χτίσματα, προμήνυμα ότι βρισκόμαστε στα προάστια της Αόστας. Και πραγματικά σε λίγο διασχίζουμε την πόλη, για να την προσπεράσουμε και ν' ανηφορίσουμε για το χωριό Κουρμάγιερ, που είναι και χιονοδρομικό κέντρο.

Οι χιονοδρόμοι είναι στημένοι εκεί, φορτωμένοι τα σύνεργα του σκι, περιμένοντας να 'ρθει η σειρά τους για να τους ανεβάσει το τελεφερίκ στην πίστα.

Εχουμε πια φτάσει στα σύνορα Ιταλίας - Γαλλίας. Υστερα από τις τυπικές διατυπώσεις το πούλμαν χώθηκε στο μεγάλο τούνελ που το μάκρος του είναι 12 χλμ. Οταν βγήκαμε από τη μεριά της Γαλλίας είχαμε την ευκαιρία να σταθούμε ν' απολαύσουμε το τοπίο και να χαρούμε τη θέα του Σαμονί.

Τώρα το πούλμαν πήρε το δρόμο για τη Γενεύη.

Περνώντας ένα εντυπωσιακό γιοφύρι, χτισμένο σε ύψος 400 μ. φτάσαμε στην κάτω Σαβοΐα.

Στα γαλλο-ελβετικά σύνορα πάλι οι συνηθισμένες διατυπώσεις και να 'μαστε λεύτεροι να πατήσουμε τα ελβετικά χώματα.

Από τα 1291 ίσαμε τα 1814 η Ελβετία κατάφερε να γίνει ένα ομόσπονδο κράτος με 19 καντόνια.

Σήμερα το ελβετικό έθνος το αποτελούν 4 εθνότητες με πληθυσμό 70% γερμανόφωνο, 20% γαλλόφωνο και 10% ιταλόφωνο.

Στ. Κ.

«Το ημερολόγιο ενός Αθηναίου Δημοσιογράφου»

«Το ημερολόγιο ενός Αθηναίου Δημοσιογράφου», είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του Γιάννη Καιροφύλα, που κυκλοφόρησε από τις «Εκδόσεις Στρατή Φιλιππότη». Πρόκειται για την ιστορία μιας ζωής, όπως αυτή ξετυλίγεται μέσα στα πενήντα χρόνια της δημοσιογραφικής δουλιάς του συγγραφέα. Μια δουλιά πολύ σκληρή σε ημερήσιες πρωινές και απογευματινές εφημερίδες, σε εβδομαδιαία και άλλα περιοδικά, στο ραδιόφωνο της εποχής, σε ποικιλώνυμα γραφεία Τύπου υπουργείων και άλλων δημόσιων επιχειρήσεων.

Είναι η ιστορία μιας ζωής ενός συντάκτη, που ξεκίνησε από πολύ νέος -σχεδόν παιδί- να ερωτοτροπεί με τη δημοσιογραφία, μαγεμένος κυριολεκτικά από την ανυπέρβλητη γοητεία της και έμεινε πιστός και αιχμάλωτος αυτής της γοητείας μέχρι τα 75 του χρόνια.

Ο Γιάννης Καιροφύλας περιγράφει στις σελίδες του «Ημερολογίου ενός Αθηναίου Δημοσιογράφου» περιστατικά που έζησε ο ίδιος και παράλληλα συγκρίνει το Χτες με το Σήμερα που όσο φεύγουν τα χρόνια απομακρύνονται όλο και περισσότερο και το χάσμα που ανοίγει ανάμεσά τους γίνεται όλο και πιο μεγάλο. Η αναφορά του κυρίως στα πρόσωπα με τα οποία είναι δεμένα τα μεγάλα γεγονότα γίνεται με τρόπο αντικειμενικό και προδίδουν την προσήλωση των σωστών λειτουργών του Τύπου στην εκτέλεση του μεγάλου καθήκοντος, δηλαδή για την αποκατάσταση της αληθείας. Με ιδιαίτερα συναισθηματική φόρτιση, ο συγγραφέας αναφέρεται και στους συναδέλφους του, με τους οποίους έζησε τις δύσκολες, αλλά και ευτυχισμένες στιγμές της δημοσιογραφικής δουλιάς. Πρόκειται για ένα βιβλίο που θα διαβαστεί από όλους τους δημοσιογράφους και όχι μόνον.

Μικρές σελίδες

Υπάρχουν πολλοί που τις λατρεύουν, άλλοι που τις αντιπαθούν μα ελάχιστοι είναι εκείνοι που αδιαφορούν για τις γάτες. Εμείς ανήκουμε στους φίλους της γάτας και με περισσή υπερηφάνεια θα θέλαμε να σας παρουσιάσουμε σήμερα τις πιο σπάνιες γάτες του πλανήτη μας που η τιμή τους ξεκινάει από 600 λίρες Αγγλίας - κάντε μόνοι σας τις πράξεις - και φτάνει τις 1.000 λίρες. Ομως, δυστυχώς, οι φωτογραφίες χάθηκαν στο δρόμο και έτσι περιοριστείτε στο να τις φανταστείτε. Θα μας πείτε τόσα χρήματα για ένα γατί; Μα εδώ είναι το θέμα, εμείς δε θα σας είχαμε ποτέ προτείνει να το αγοράσετε, απλώς να το θαυμάσετε, όπως κάναμε και εμείς άλλωστε. Διότι αν αγαπάτε το είδος και ο κεραμιδόγατος είναι ένας ιδανικός, ανεξάρτητος και αξιοπρεπής σύντροφος. Και μπορεί μεν να μην είναι σπάνιος, αλλά είναι κάτι περισσότερο: Είναι μοναδικός. Στη φωτογραφία μας πέντε πανέμορφα γατάκια, το ένα πιο όμορφο από το άλλο και αν γίνονταν καλλιστεία γατιών όλα και τα πέντε θα ισοψηφούσαν... Με λίγα λόγια, φάτε μάτια γάτες και τα λοιπά και τα λοιπά...



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ