Κυριακή 2 Νοέμβρη 2014 - 1η έκδοση
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
Η συζήτηση για τη βιομηχανική και οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση (μέρος Γ')

Δημοσιεύουμε σήμερα το τρίτο και τελευταίο μέρος αποσπάσματος από το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ (1949 - 1968) τόμος Β', που αναφέρεται στις μεταπολεμικές συζητήσεις για την καπιταλιστική ανάπτυξη

Η Εκθεση Βαρβαρέσου εκτιμήθηκε ως επιβεβαίωση και από τον αντίπαλο της αντίληψης για τις πρωταρχικές ευθύνες του ξένου παράγοντα στη βιομηχανική καθυστέρηση της Ελλάδας. Χαρακτηριστική είναι η εισήγηση για «Τα προβλήματα ανασυγκροτήσεως της χώρας», στην Α' Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ (1956):

«Πολύ θλιβερή είναι η εικόνα που παρουσιάζει η Ελλάς στο πλαίσιο της ανασυγκροτήσεως δώδεκα χρόνια ύστερα από την απελευθέρωση, αν και είχε γίνει τόση εργασία σε θαυμαστό συντονισμό μεταξύ οικονομολόγων και τεχνικών στα χρόνια της Κατοχής, εργασία που συνεχίσθηκε ως σήμερα από πολλούς εξ εκείνων που ήσαν σε θέση να μελετήσουν και να υποδείξουν τη λύση στα προβλήματα της ανασυγκροτήσεως.

(...) Το τεράστιο ερωτηματικό για τη βιωσιμότητα της Ελλάδος δεν βρήκε πάντα την ενθουσιώδη καταφατική απάντησιν σε ορισμένους οικονομολόγους και πολιτικούς. Οικονομικός που πριν από λίγα χρόνια προπαγάνδιζε τον ενεργειακό και μεταλλευτικό πλούτο - δεν εννοώ αυτή τη φορά μόνον τον κ. Βαρβαρέσο - μπήκε στη διάθεση των αρνητών της βιωσιμότητας.

Η τοποθέτηση αυτή οικονομικών επιστημόνων και δημοσιολόγων ταυτιζόμενη με τη λυσσώδη αντίδραση των βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για την εκβιομηχάνισιν της Ελλάδος είχε σαν αποτέλεσμα να καταπνίξη την μόνη σωστή προσπάθεια για την οικονομική ανασυγκρότηση του τόπου, εκείνη που θα εβασίζετο στην αξιοποίηση του φυσικού μας πλούτου.

Ετσι προέκυψε η πολιτική της επαιτείας, της οικονομικής και πολιτικής υποδουλώσεως, της αναγκαστικής μας μονόπλευρης προσαρτήσεως σε ένα στρατιωτικό συνασπισμό με όλες τις εξευτελιστικές διά το εθνικό μας γόητρο συνέπειες, την καταβαράθρωσιν των εθνικών μας συμφερόντων και την αναστολήν των ελπίδων για ταχείαν οικονομική ανόρθωση.

(...) Το υπόμνημα του κ. Ζολώτα προς την νομισματική επιτροπή, οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβερνήσεως (...) δεν αποτελούν μέρη προγράμματος τεχνικοοικονομικής αναπτύξεως μεγάλης πνοής και μακροχρονίου εκτελέσεως.

Οι εξαγγελλόμενες επενδύσεις αποτελούν πίνακα έργων στερουμένων οργανικής συνδέσεως και οικονομικής πειθαρχίας. Προωθούνται έργα σαν του θερμικού εργοστασίου Πτολεμαΐδος και του Μέγδοβα, επιδιώκεται να επεκταθή το δίκτυον διανομής ηλεκτρισμού "μέχρι και του τελευταίου χωρίου" χωρίς να προγραμματίζεται παράλληλα και η εκβιομηχάνιση, που πρέπει μαζί με την εξυπηρέτηση της γεωργίας ν' αποτελούν τους σκοπούς του εξηλεκτρισμού της χώρας.

Η βαρειά βιομηχανία είναι προ παντός ο μεγάλος ηλεκτροβόρος καταναλωτής, δι' αυτόν γίνεται το εθνικό δαπανηρό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενεργείας υψηλής τάσεως.

Είναι αλήθεια ότι κάποτε, το 1947 και 1948, καταρτίσθηκαν πολυετή προγράμματα με βάση τον φθηνόν εξηλεκτρισμό και την μεγάλη, την βαρειά εκβιομηχάνιση, όμως - καθώς σας είναι γνωστόν από άλλην μου ομιλίαν - εγκατελείφθησαν, ύστερα από την λυσσώδη αντίδραση των βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης, της Αμερικής και του "θεωρητικού" της οικονομικής ηττοπάθειας κ. Βαρβαρέσου (...)

Ενα τέτοιο πολυετές σχέδιο ανασυγκροτήσεως είναι σήμερα δυνατό να εφαρμοσθεί, γιατί το διεθνές κλίμα της ειρηνικής συνυπάρξεως αλλά και αι αντιθέσεις των μεγάλων ευνοούν τον εφοδιασμό της ελληνικής οικονομίας διά κεφαλαιουχικών αγαθών με ανταλλαγήν προϊόντων και τον δανεισμόν από περισσότερες χώρες. Η προμήθεια κεφαλαιουχικών αγαθών με αντάλλαγμα ελληνικά προϊόντα θα ήταν ιδεώδης λύσις του προβλήματος του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της χώρας και της σταθερής τοποθετήσεως ελληνικών προϊόντων».200

Η παραπάνω εισήγηση αντιμετώπιζε το ζήτημα της εκβιομηχάνισης ως οικονομικοτεχνικό και όχι ως κοινωνικοοικονομικό ζήτημα. Το αποσπούσε από τις ιστορικές συνθήκες της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης του ελληνικού καπιταλισμού, από το συσχετισμό δυνάμεων στην περίοδο της Κατοχής, που άλλαξε μετά από το Δεκέμβρη του 1944, την όξυνση της ταξικής πάλης στα επόμενα χρόνια και στη συνέχεια τη σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας. Αντιμετώπιζε το σχεδιασμό για την εκβιομηχάνιση ως εργαλείο αποσπασμένο από τις σχέσεις παραγωγής (με πυρήνα τους τις σχέσεις ιδιοκτησίας). Αποσπούσε την καπιταλιστική βιομηχανική ανάπτυξη από τις ιστορικά διαμορφωμένες σχέσεις των καπιταλιστικών κρατών στην πυραμίδα του διεθνούς καπιταλισμού, υπό την αντικειμενική λειτουργία του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης. Ετσι, κατέληγε να αποδίδει στις «διαθέσεις» των ΗΠΑ όλο το ζήτημα της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης της Ελλάδας και της διαμόρφωσης της αστικής οικονομικής πολιτικής.

Από την πλευρά των αστών οικονομολόγων και πολιτικών, που πίστευαν ότι η χρηματοδότηση της εκβιομηχάνισης από το ξένο κεφάλαιο έπρεπε να αποτελεί κοινή στρατηγική επιδίωξη, ελληνική και συμμαχική, ήταν χαρακτηριστική η τοποθέτηση του I. Ζίγδη, τέως υπουργού Βιομηχανίας, προς το τέλος του 1953:

«Η βιομηχανική ανάπτυξη της Ελλάδος εθεωρήθη μέχρι σήμερον από πολλά των ευρωπαϊκών κρατών, ως φιλοδοξία αντικειμένη προς τα γενικώτερα αυτών συμφέροντα, η οποία άλλωστε ουδόλως στηρίζεται επί στερεών οικονομικών και αντικειμενικών βάσεων. Η άποψις αυτή διετυπώθη εις διεθνείς Συνδιασκέψεις και εύρεν απήχησιν εις τας αποφάσεις αυτών. Αλλ' εχρωμάτισεν, επίσης, κατά καιρούς, την στάσιν της Αμερικανικής Οικονομικής Αποστολής έναντι των προγραμμάτων ανασυγκροτήσεως των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων. Συνετέλεσε δε ούτω εις την απόρριψιν του αιτήματος ιδρύσεως συγκεκριμένων βιομηχανιών, πράγμα το οποίον εματαίωσε εν τη ουσία την υπό του εν Παρισίοις Συμβουλίου Οικονομικής Συνεργασίας κατ' αρχήν γενομένην αποδεκτήν λύσιν της εκβιομηχανίσεως, προς επίτευξιν της οικονομικής χειραφετήσεως της χώρας».201

Ο Ι. Ζίγδης υποστήριζε ότι το πρόβλημα βρισκόταν στην έλλειψη κεφαλαίων, που η διασφάλισή τους έπρεπε να αναζητηθεί έξω από το ελληνικό πλαίσιο.

Επρόκειτο για θέση που συμπύκνωνε την άποψη για το ρόλο του ξένου παράγοντα στην επιδίωξη της οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας, την αφετηρία της κριτικής προς τον ξένο παράγοντα και ιδιαίτερα τα σύμμαχα ευρωπαϊκά κράτη.

Ωστόσο, προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, εντάθηκε η διαδικασία εκβιομηχάνισης. Συντελέστηκε, κυρίως κατά την περίοδο 1958 - 1967, με άλλη πολιτική ως προς τη χρηματοδότησή της. Βεβαίως, παρέμενε η συγκριτική καθυστέρηση της βιομηχανικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, καθώς και το λεγόμενο διαρθρωτικό πρόβλημα.

Η συζήτηση για το χαρακτήρα της εκβιομηχάνισης συνεχίστηκε και κατά την επόμενη δεκαετία, του 1960, και συσχετιζόταν κυρίως με δύο ζητήματα: α) Το ρόλο των Αμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) στην εκβιομηχάνιση. β) Την περαιτέρω καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα, σε σχέση με την επιλογή σύνδεσής της με την ΕΟΚ (1961).

Από το ΚΚΕ και την ΕΔΑ, αλλά και από ένα μέρος αστικών δυνάμεων (οικονομολόγων και βιομηχάνων), ασκήθηκε κριτική στην πολιτική της ΕΡΕ και μεγάλου μέρους των πολιτικών της Ενωσης Κέντρου, για τη θέση τους υπέρ της σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ.

Στο θεωρητικό επίπεδο, οι απόψεις αναπτύχθηκαν από τον Ομιλο «Αλέξανδρος Παπαναστασίου» και το περιοδικό «Νέα Οικονομία», το οποίο φιλοξενούσε αρθρογραφία και από το ΚΚΕ και την ΕΔΑ.

Σε γενική γραμμή, η προσέγγισή τους ήταν ότι το κράτος αποτελούσε τον κύριο φορέα ανάληψης και λειτουργίας στρατηγικής σημασίας βιομηχανικών μονάδων, για τις οποίες δεν υπήρχε ανάλογο ενδιαφέρον και μέγεθος συσσώρευσης κεφαλαίου από ιδιώτες, ενώ οι ξένες επενδύσεις περιέκλειαν κινδύνους αποικιοκρατικών εκμεταλλεύσεων.

Η κριτική για τον αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης χαρακτήρα των Αμεσων Ξένων Επενδύσεων προκλήθηκε και από το γεγονός ότι το Νομοθετικό Διάταγμα 2687/1953202 έδινε φορολογικά και άλλα κίνητρα για τις επενδύσεις ξένου κεφαλαίου στη βιομηχανία, κίνητρα που δεν απολάμβανε το εγχώριο κεφάλαιο, και μόνο αργότερα θεσπίστηκαν ανάλογοι νόμοι, κυρίως στη δεκαετία του 1960.

Η αντιπαράθεση προς τις ΑΞΕ πήρε ιδιαίτερα οξύ πολιτικό χαρακτήρα κατά τη δεκαετία του 1960, με αιχμή τις διαπραγματεύσεις, συμφωνίες και αναθεωρήσεις συμφωνιών του ελληνικού κράτους με την ΠΕΣΙΝΕ.

Στόχο της κριτικής των κρατικών συμβάσεων με το ξένο κεφάλαιο αποτελούσε και η δέσμευση του ελληνικού κράτους για προστασία της συγκεκριμένης αγοράς για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ., της αγοράς αμμωνίας και χαλυβουργίας, όπου θα επένδυε η «Esso-Pappas»). Οι συμβάσεις της δικτατορίας προκάλεσαν το σκεπτικισμό και αστών οικονομολόγων.203

Το ΚΚΕ, καθώς και το σύμμαχο πολιτικό σχήμα, η ΕΔΑ, αποκάλυψε τον αντιλαϊκό χαρακτήρα τέτοιων συμβάσεων, χωρίς ωστόσο να ερμηνεύει σωστά τη σημασία της εισροής ξένων κεφαλαίων για την εδραίωση του ελληνικού καπιταλισμού και τη συσσώρευση του εγχώριου κεφαλαίου μέσα από τη διαπλοκή του με το ξένο. Το περιοδικό «Νέος Κόσμος» φιλοξένησε ανάλογη αρθρογραφία. Σημαντική πηγή των θέσεων του ΚΚΕ είναι η εκδοτική σειρά «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα».

Παραπομπές:

200. Εισήγηση του Νίκου Κιτσίκη, μέλους της ΔΕ της ΕΔΑ, στην Α' Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ, 15-18 Ιούλη του 1956, εκδ. «Νέα Ζωή», σελ. 129, 130, 132, 133.

201. Ιωάννη Ζίγδη, «Η εξέλιξις της ελληνικής βιομηχανίας», «Νέα Οικονομία», τόμ. έτους 1953, σελ. 371 - 373.

202. Στη συνέχεια, στο Κεφάλαιο 2. Δ. παρατίθενται στοιχεία για τις εισροές Αμεσων Ξένων Επενδύσεων με βάση το ΝΔ 2687/1953.

203. Ο Ξ. Ζολώτας θεωρούσε ότι «στο διάστημα της επταετίας συνέβησαν αρκετές ανωμαλίες σ' αυτόν τον τομέα», αλλά δε θα έπρεπε να οδηγήσει σε φοβία και άρνηση των ξένων επιχειρήσεων. Υποστήριζε ότι στη συνεργασία με ξένες εταιρείες «η ελληνική πλευρά θα πρέπει να διατηρεί, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, την πλειοψηφία» (βλ. Ξ. Ζολώτας, «Νομισματικές και Οικονομικές Μελέτες 1945-1996», τόμ. Β, σελ. 243-245, έκδ. Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 1997).



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ