Διαβάζουμε: «Οπλο στη φαρέτρα της κυβέρνησης είναι το πρωτογενές πλεόνασμα. Ο κ. Σαμαράς το προσδιόρισε σε ένα ποσό που θα ξεπεράσει το 1,5 δισ. ευρώ, κάτι που σημαίνει πως η κυβέρνηση θα διαθέσει άμεσα σε χαμηλοσυνταξιούχους και ένστολους πάνω από 1 δισ. ευρώ». Φούμαρα!
Με «όπλο» την προπαγάνδα για το πλεόνασμα, η συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ καλλιεργεί κλίμα ότι ανοίγει ο δρόμος της ανάπτυξης και άρα της ευημερίας. Στόχος τους είναι να ξεχάσει ο λαός πως ό,τι αναφέρεται σαν πλεόνασμα είναι προϊόν λαϊκής αφαίμαξης, είναι έλλειμμα για το λαό, αλλά και ότι η ανάπτυξη θα είναι των μεγαλοεπιχειρηματιών.
Αξιοποιώντας αυτό το κλίμα, η κυβέρνηση νομοθετεί ταχύρρυθμες διαδικασίες για την αδειοδότηση των επιχειρήσεων, πεδίο στο οποίο σπεύδει να πάρει θέση και ο ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντας για «δημόσια διαβούλευση» ένα ανάλογο δικό του σχέδιο. Θέση έχουν πάρει ήδη και άλλοι πολιτικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης, που έχουν διαμηνύσει στην κυβέρνηση ότι η ανάκαμψη είναι αναιμική, η κρίση μπορεί να επανέλθει, κατά συνέπεια ζητάνε να δοθεί το πλεόνασμα στις επιχειρήσεις για επενδύσεις σε εξαγωγικούς τομείς για κερδοφορία. Ζητάνε, επίσης, να προχωρήσουν γρήγορα οι αναδιαρθρώσεις που ζητά ο ΟΟΣΑ και οι οποίες επίσης ενισχύουν τις επιχειρήσεις. Σε αυτήν τη ρότα κινείται η κυβέρνηση και ήδη η χώρα καταγράφεται στους «πρωταθλητές κόσμου» στις αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις (βλέπε: μεταρρυθμίσεις) που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα, σύμφωνα με τον Ρέγκλινγκ (επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης).
Ο προβληματισμός και η διαπάλη που εκδηλώνονται στους κόλπους της αστικής τάξης είναι πώς θα αξιοποιηθεί χρήμα, τόσο στην κατεύθυνση του να δοθούν ορισμένα ψίχουλα σε ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων που ονομάζουν ... «κοινωνική πολιτική» όσο και στο πώς θα αξιοποιηθεί για δημόσιες επενδύσεις και χρηματοδότηση των επιχειρηματικών ομίλων για επενδύσεις και ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας, ως μέτρο για την έξοδο από την κρίση. Σ' αυτούς τους στόχους συγκλίνει και η αξιωματική αντιπολίτευση.
Το πλεόνασμα αυτό, όσο και αν είναι, δεν αφορά το λαό αλλά τους καπιταλιστές που έχουν να παίρνουν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τα αντιλαϊκά μέτρα ύψους 63 δισ. ευρώ, μέτρα που πάρθηκαν τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο των προγραμμάτων της «δημοσιονομικής προσαρμογής», με αφορμή τα μνημόνια και τις συνοδευτικές δανειακές συμβάσεις. Είναι, δηλαδή, ένα πλεόνασμα εξαιρετικά ακριβοπληρωμένο από το λαό.
Εν τέλει, επιβεβαιώνεται κι εδώ απόλυτα η εκτίμηση του ΚΚΕ ότι: «Το πρωτογενές πλεόνασμα, που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, είναι αποτέλεσμα της φοροληστείας, των περικοπών στους μισθούς, στις συντάξεις, στην Υγεία και την Παιδεία, των χιλιάδων απολύσεων, γι' αυτό και ο λαός δεν έχει κανένα λόγο να πανηγυρίζει για την επίτευξή του, πολύ περισσότερο να πάρει μέρος σε μια αντιπαράθεση για το ύψος του. Οσοι εμφανίζουν το πρωτογενές πλεόνασμα ως ένα ισχυρό χαρτί στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές για το χρέος, κρύβουν ότι η όποια επιλογή, είτε με επιμήκυνση είτε με "κούρεμα" χρέους, θα συνοδεύεται με νέα αντιλαϊκά μέτρα».
Ακόμα κι αν το πλεόνασμα είναι μεγάλο, ακόμα και αν το 70%, όπως έχει πει η κυβέρνηση, δοθεί πράγματι στους «ασθενέστερους», δεν πρόκειται στο ελάχιστο να ανακουφίσει τους εργαζόμενους, τους άνεργους. Τα ψίχουλα δε χορταίνουν τον πεινασμένο. Πολύ περισσότερο που στο λαό υπάρχει μπόλικο πλεόνασμα σε ανεργία, σε φτώχεια, σε εξαθλίωση και ανασφάλεια.
«Η ιστορία της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης μας διδάσκει ότι βήματα ολοκλήρωσης επιτεύχθηκαν πάντα μέσω διαλόγου και διαδικασιών συλλογικών αποφάσεων. Σε αυτές εντέλει επικράτησε η λογική. Η Γερμανία ωφελείται ιδιαίτερα από το ευρώ. Γι' αυτό υπάρχει στο Βερολίνο ήδη τώρα ένα "Σχέδιο Β" για την περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση. Θα υπάρξουν διαπραγματεύσεις για ένα "κούρεμα" χρέους, γι' αυτό είμαι απολύτως βέβαιος», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Σε άλλο σημείο υποδεικνύει ακόμα και το περιεχόμενο που θα πρέπει να έχει η «λύση», ώστε να δοθεί ώθηση στην ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας της Ελλάδας: «Πρέπει να βρούμε μια λύση η οποία δεν επιβαρύνει τους προϋπολογισμούς άλλων χωρών της ΕΕ. Θα έπρεπε να στηρίζεται σε τρεις πυλώνες. Πρώτον, ένα τέλος των προγραμμάτων λιτότητας. Δεύτερον, μια ευρωπαϊκή διάσκεψη χρέους. Τρίτο και πιο σημαντικό: ένα ευρωπαϊκό new deal, μια συμφωνία για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης και της απασχόλησης, ειδικά στον ευρωπαϊκό Νότο. Χωρίς οικονομική ώθηση είναι αδύνατο να βγεις από την κρίση».
Ο Αλ. Τσίπρας απαντά στο αν πρέπει η Ελλάδα να μείνει οπωσδήποτε στην Ευρωζώνη με τρόπο που αναπαράγει υπαρκτούς προβληματισμούς στους κόλπους της σχετικά με τη μείγμα πολιτικής, αλλαγές στη λειτουργία της, αλλά και στους κόλπους της αστικής τάξης λέγοντας: «Η Ευρωζώνη είναι ένα σημαντικό μέρος της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Εάν όμως θα έχει διάρκεια, αυτό το αποφασίζει η Γερμανία ... η κυρία Μέρκελ θα κάνει θυσίες και θα επιτρέψει πράγματα τα οποία τώρα ακόμη απορρίπτει».
Σπεύδοντας να προσθέσει ότι η κριτική στην ΕΕ γίνεται ώστε να πιέσει για αλλαγές που θα ευνοήσουν τμήματα της αστικής τάξης που αισθάνονται σήμερα «ριγμένα»: «Ο σκεπτικισμός δεν κατευθύνεται εναντίον της ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά εναντίον της άθλιας κατάστασης της ΕΕ. Είναι ένας εποικοδομητικός σκεπτικισμός. Η δική μας κριτική δεν έχει καμία σχέση με τη ρητορική των δεξιών λαϊκιστών. Αυτοί θέλουν να καταστρέψουν την ευρωπαϊκή συνοχή. Εμείς θέλουμε να αναγεννήσουμε, να τη σώσουμε. Σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, η επανεθνικοποίηση δεν μπορεί να είναι το όνειρο ... Το όραμά μας είναι μια αλλαγμένη Ευρώπη, χωρίς πολιτική λιτότητας».