Κυριακή 18 Ιούλη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Καθ’ οδόν: Στη λαϊκή παράδοση...

...με τους Αγοράστη, Βρετό, Πούλο

«Μάνα με παιδί», Νικόλαος Γύζης
«Μάνα με παιδί», Νικόλαος Γύζης
Τρία ονόματα που γεννήθηκαν από δεισιδαιμονίες του λαού. Μπορεί οι δεισιδαιμονίες να χάθηκαν, τα ονόματα όμως εξακολουθούν να δίνονται και σήμερα στα παιδιά ως ονόματα των παππούδων τους. Ετσι, κάποιοι γονείς δίνουν στα παιδιά τους τα ονόματα Αγοραστός (2 εμφανίσεις στο δείγμα των 42.945 ανδρών), Αγοραστή (μία εμφάνιση στο δείγμα των 24.415 γυναικών), Βρετός, Πούλος, Πουλίκος, Πούλιος (όλα από μία εμφάνιση). Εχουν περάσει όμως και στην κατηγορία των οικογενειακών και συχνά συναντάμε ανθρώπους με τα επίθετα Αγοραστός, Αγοραστάκης (και άλλα σχετικά), Βρετός, Βρετάκος, Πουλημενάκος, Πουλόπουλος κλπ. κυρίως στη Μάνη. Αυτά τα ονόματα οφείλονται σε ένα παλαιότατο έθιμο - πρόληψη, αυτό της εικονικής πώλησης του νεογνού από τους γονείς, τα παιδιά των οποίων δε ζουν.

Στα παλιά χρόνια, όταν δεν υπήρχαν μαιευτήρια, γυναικολόγοι και παιδίατροι, ο προγεννητικός έλεγχος και η υγιεινή ήταν άγνωστες λέξεις και η παιδική θνησιμότητα πολύ μεγάλη. Γεννούσαν οι μητέρες 8, 10, 15 παιδιά και δεν κατάφερναν να μεγαλώσουν παρά 2, 3, 5... εξ αυτών. Τα υπόλοιπα πέθαιναν πριν διπλοχρονίσουν. Τα «θέριζαν» οι αρρώστιες και η κακή διατροφή. Ο λαός όμως απέδιδε το θάνατό τους σε άλλες αιτίες, υπερφυσικές, μυστηριώδεις - όπως κάθε τι που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Προσπαθούσε να ανακόψει το θανατικό με τη «μαγική» δύναμη του ονόματος που εξέφραζε μια ευχή. Ετσι δίναν στα παιδιά τους ονόματα όπως Ζήσης, Στέργιος κλπ. Σχετικό με τη «μαγική» δύναμη των ονομάτων είναι το λογοπαίγνιο με τον Ηπειρώτη χωρικό, που όταν άκουσε ότι το παιδί του το είπανε Μιχάλη, είπε: «Δεν το βγάζαν Ζήση, να μου ζήσει, δεν το βγάζαν Στέργιο να στεριώσει, μον το βγάλαν Μιχάλη και μου το χαλάσαν το παιδί»...

Σε κάποιες οικογένειες όμως τα βρέφη πέθαιναν κατά σειρά. Δεν επιζούσε κανένα παιδί. Τότε πίστευαν ότι κάποιος πεθαμένος της οικογένειας είχε γίνει βρικόλακας και πίνει το αίμα των απογόνων του. Το κακό δεν μπορούσε να ξεπεραστεί με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο να ξεγελαστεί ο κακός πρόγονος και να μη μάθει ότι γεννήθηκε νέος απόγονός του. Οταν σε μια τέτοια οικογένεια γεννιόταν αγόρι τότε η μαμή το άρπαζε αμέσως, το τύλιγε καλά, το έβγαζε από την εξώπορτα της αυλής, το άφηνε κάτω στο δρόμο και έφευγε. Κάποιος γείτονας ειδοποιημένος έτρεχε, σήκωνε το δέμα, το ξετύλιγε και άρχιζε τις φωνές:

«Η ψυχομάνα», Νικόλαος Γύζης
«Η ψυχομάνα», Νικόλαος Γύζης
-- Βρήκα ένα παιδί. Βρήκα ένα παιδί.

Ο πατέρας του παιδιού έβγαινε αμέσως από την πόρτα και ρωτούσε:

-- Το πουλάς;

-- Το πουλώ.

-- Πόσο το πουλάς;

-- Ενα αρνί (ή έναν πετεινό ή ένα δοχείο λάδι, κάτι ανάλογο με το έχειν).

Αμέσως έκλεινε η συμφωνία, ο πατέρας έπαιρνε το παιδί και φώναζε από την πόρτα στους άλλους ανθρώπους του σπιτιού:

-- Σας φέρνω ένα πουλημένο (ένα παιδί που πουλήθηκε) ή έναν Βρετό (ένα παιδί που βρέθηκε στο δρόμο) ή έναν Αγοραστό (ένα παιδί που αγόρασα).

-- Φέρ' τον, φέρ' τον. Καλορίζικος. Να ζήσει, να γεράσει, απαντούσαν οι άλλοι.

Το παιδί σε λίγες μέρες βαπτιζόταν και ως όνομα του δινόταν κάποιο από τα προηγούμενα, χαρακτηριστικό του τρόπου απόκτησής του. Ετσι ο κακός πρόγονος, ο βρικόλακας, ξεγελιόταν. Πίστευε ότι το παιδί αυτό δεν είναι δικό του αίμα και δεν τολμούσε να το πειράξει. Το παιδί αυτό λεγόταν Πουλημένος ή Πούλος, άσχετο με το λατινικής προέλευσης πούλλος (= νεοσσός) και το αρχαίο ελληνικό πώλος. Από αυτό προκύπτουν το Πουλίκος και Πούλιος και αρκετά επίθετα. Οπως π.χ. Πολυμενέας, Πουλημενάκος κλπ. Για τον ίδιο λόγο λεγόταν και Αγοραστός. Τέτοια επώνυμα συναντιούνται από πολύ παλιά. Ηδηένα συμβόλαιο του 1181 αναφέρει το όνομα Μιχαήλ του Πεπωλημένου.

Οπως και το Βρετός (και το Βρετάκος ως οικογενειακό) δεν έχει καμία σχέση με τους Βρετανούς και τη Βρετανία (που παλιά γράφονταν με ττ) και δεν έχει κανένα λόγο να γράφεται με 2 τ.

Οι «Καλογερόσποροι»

Παλιότερα, σκοπός κάθε γυναίκας ήταν να γεννοβολήσει πεντέξι παιδιά για να διαιωνίσουν το πατρικό όνομα και να κληρονομήσουν την περιουσία. «Ως πότε να 'σαι ανύπαντρη για να βροντά η ποδιά σου, να παντρευτείς, να γκαστρωθείς για να φανεί η λεβεντιά σου»... Ενώ «την στείρα την τυραννούνε και την βρίζουνε και οι δικοί και οι ξένοι». Την εποχή της Τουρκοκρατίας με τα αυστηρά ήθη και έθιμα των Ελληνίδων και το φόβο να μην παραπέσει η περιουσία, όπως επίσης για να μην υπάρχει υπογεννητικότητα, η «γαλάρα» γυναίκα δεχόταν την περιφρόνηση των οικείων και της κοινωνίας. «Και τι θαρρείς πώς είσαι εσύ/ καμία μηλία με τ' άνθη/ εσύ 'σαι μια φουρνότρυπα/ που βάζουνε τη στάχτη». Οσο περνούσε ο καιρός και η γυναίκα δεν συλλάμβανε με τον άνδρα της, κατάφευγε στους πρακτικούς γιατρούς, τους «μητρογιατρούς» στις «μπάμπες», στους μάγους και όλα αυτά δεν απέδιδαν υπήρχαν και οι καλόγεροι... Η στείρα που ήθελε πολύ το πολυπόθητο παιδί πήγαινε μόνη της σε κάποιο μοναστήρι και ο καλόγερος διάβαζε πάνω της ευχές και προσευχές κάθε ημέρα. Αν δεν έπιανε παιδί κατάφευγε σε άλλο μοναστήρι και τέλος έκανε σαρανταλείτουργο στα εξωκλήσια. Επειδή υπήρξε η αντίληψη ότι μερικών καλογήρων οι ευχές «τέκνιζαν» τα σαρανταλείτουργα στα ερημοκλήσια πολλές φορές έφερναν το ποθητό αποτέλεσμα. Το παιδί που αποκτούσε η στείρα, μετά από προσφυγή σε μοναστήρια, ο λαός το ονόμαζε «καλογερόσπορο» γιατί πίστευε ότι το έσπερνε κάποιος καλόγερος. Καλογερόσποροι υπήρχαν σε χωριά κοντά σε μοναστήρια. Τα παιδιά αυτά συνήθως τα βάφτιζαν στο μοναστήρι και τους έδιναν ονόματα όπως Ζήση, Πολυζώη, Στέργιο, Πολύχρονη, Θέμελη (Θεμέλιο του σπιτιού) κλπ. (Γι' αυτά τα ονόματα έχουμε γράψει και στις 21/2/2010).

«Μητρική στοργή», Γιώργος Ιακωβίδης
«Μητρική στοργή», Γιώργος Ιακωβίδης
Τι συνέβαινε στην πραγματικότητα; Οι καλόγεροι, στους οποίους κατέφευγε, πίστευαν σιωπηρά ότι πολλές φορές την ευθύνη για την ατεκνία την έφερνε ο σύζυγος (όπως στην πραγματικότητα συνέβαινε) και έπειθαν την άτεκνη, της οποίας η επιθυμία για απόκτηση παιδιού ήταν διακαής και ποθούσε τη λύτρωση με τη σύλληψη, να υποκύψει εύκολα στις ορέξεις τους, είτε ακόμη η ίδια η άτεκνη το ζητούσε. Τα χριστιανικά διδάγματα για εγκράτεια των γενετήσιων ορμών, σύμφυτων προς την ανθρώπινη ύπαρξη, δεν ήταν ικανά να περιστείλουν την εκδήλωση του ενστίκτου στους καλόγερους. Αυτούς τους εύσωμους και ρωμαλέους καλόγηρους των μοναστηριών ο λαός αποκαλούσε «Νταβλοκαλόγηρους». Παρόμοιες προλήψεις και ιστορίες υπάρχουν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και πολλά παράξενα ονόματα που δεν μπορούμε σήμερα να εξηγήσουμε τη σημασία και την προέλευσή τους οφείλονται σε αυτές. Και οι μεν προλήψεις ξεπεράστηκαν, οι ιστορίες ξεχάστηκαν, τα ονόματα όμως συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται και να μεταδίδονται από γενιά σε γενιά ως ονόματα των παππούδων και των γιαγιάδων.


«Η παναγιά με το δελφίνι» Βάσω Κατράκη
«Η παναγιά με το δελφίνι» Βάσω Κατράκη

«Κούκου», Νικόλαος Γύζης
«Κούκου», Νικόλαος Γύζης

Ηρακλής ΚΑΚΑΒΑΝΗΣ

Μικρές σελίδες

Ο Λέον Μπακστ έπαιξε έναν σημαντικό και πολύπλευρο ρόλο στην τέχνη στις αρχές του 19ου αιώνα. Στο θέατρο δούλεψε ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος, ζωγράφισε σπουδαία πορτρέτα, ενώ ταυτόχρονα ξεκίνησε το 1897 και την εικαστική του δουλειά σε έντυπα της εποχής (εικονογραφήσεις, βινιέτες κ.λπ.), με αφετηρία τον «Κόσμο της Τέχνης», το πρώτο περιοδικό σύγχρονης τέχνης που κυκλοφόρησε εκείνη την εποχή στη Ρωσία.

Η «εξονυχιστική» μελέτη της αρχαιοελληνικής τέχνης, μέσα από τις σημαντικές συλλογές από αγγεία και γλυπτά του μουσείου Ερμιτάζ, όπως επίσης και του Λούβρου, ενέπνευσε τα έργα του δίνοντάς τους μια προωθητική δύναμη και οδήγησε τον ίδιο σε ένα «πάθος» για την Ελλάδα.

Το καλαίσθητο βιβλίο - λεύκωμα του Charles Spencer «Ο Μπακστ στην Ελλάδα» (εκδ. «GEMA») ξεδιπλώνει με συναρπαστικό τρόπο στους αναγνώστες την προσωπικότητα και το έργο του καλλιτέχνη, με αφορμή ένα ταξίδι του στη χώρα μας το 1907. Μέσα από τις σελίδες του «αναδύεται» όλη η γκάμα της πορείας (ζωγραφικής, ενδυματολογικής, διακοσμητικής) του δημιουργού, τον οποίον ενέπνευσαν οι ελληνικές περίοδοι από τη Μινωική εποχή μέχρι τις μέρες του ταξιδιού του. Η αρχαία Ελλάδα παίρνει ελληνιστικές αποχρώσεις, βουτά στον ιταλικό κλασικισμό, το νεο-κλασικισμό και ρομαντισμό, εκπροσωπεί άξια το Αρ Νουβώ, προχωρώντας στον Εξπρεσιονισμό. Εδώ και η ποικιλόχρωμη Ανατολή, είτε ως αρχαία Βαβυλώνα ή Αίγυπτος, εδώ η αρχαία Ρώμη - όμως όλα, με ένα αδιάψευστα προσωπικό, ιδιότυπο και ιδιόμορφο ραφινάρισμα.

Ενα βιβλίο που τα κείμενά του θα «ταξιδέψουν» τους αναγνώστες, η εικονογράφηση θα «απογειώσει» την αισθητική απόλαυση και θα εξηγήσει το γιατί «Οσοι δεν έζησαν εκείνες τις υπέροχες μέρες πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν μπορούν να καταλάβουν την τεράστια επίδραση που είχε ο Μπακστ, του οποίου το όνομα βρισκόταν τότε σε όλων τα χείλη» όπως έγραψε ο Αγγλος θεωρητικός - ιστορικός του χορού Σίριλ Μπόμοντ.

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ

© 1999 George Steinmetz

(...) Ταξιδευτή πασπαλισμένε αλάτι/ με ξένο αλέτρι όργωσες τη θάλασσα/ τώρα θα το κατάλαβες γιατί/ το δάκρυ ο ιδρώτας κι η γέψη της είν' όμοια/ πίσω απ' το πολυχρώματο φουστάνι της εγέρασες/ με το βαρύ νερό της στην περπατησιά σου/ ένα κοχύλι δεν κυρίεψες/ όμως στο χώμα που ν' αγαπήσεις σού 'πεφτε/ τη χλόη ράντισε ψιλή ψιλή βροχούλα.

(Ρίτα Μπούμη - Παππά «Η άλλη πατρίδα»)




Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ